Ανδρέου Φιλόκυπρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 152

(2010) 2 ΑΑΔ 152

[*152]21 Απριλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 134/2009)

ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 135/2009)

SO EASY KIOSKS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 134/2009, 135/2009)

 

Καταστήματα ― Ειδικά καταστήματα ― Αδικήματα κατά παράβαση του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους, Νόμου του 2006 (Ν.155(Ι)/2006) (ο Νόμος), ήτοι, πώληση μη επιτρεπόμενων προϊόντων και παράλληλη λειτουργία καταστήματος ως γενικού και ειδικού ― Κατά πόσο η συμπερίληψη της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην έννοια του όρου «καταστηματάρχης» του Νόμου είναι νομικά απαράδεκτη, ως θέτουσα την Κυβέρνηση σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των άλλων καταστηματαρχών με αποτέλεσμα να παραβιάζονται οι βασικοί κανόνες των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Ελευθερία άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλμα[*153]τος ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος ― Το σχετικό δικαίωμα υπόκειται σε περιορισμούς απόλυτα αναγκαίους μέσα στα κοινωνικά πλαίσια και στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Κατά πόσο ο περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους, Νόμος του 2006 (Ν.155(Ι)/2006), είναι αντισυνταγματικός και/ή μη συμβατός με το Κοινοτικό Δίκαιο.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας έναντι του Νόμου και της διοίκησης ― Διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας ― Άρθρο 27(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό περί Αποδείξεως Νόμο αρ.32(Ι)/2004.

Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ― Παραπομπή προδικαστικού θέματος στο ΔΕΚ ― Ποίες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται.

Έφεση ― Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου ― Σε σχέση με την προβολή πολυάριθμων και αλληλοκαλυπτόμενων λόγων έφεσης και την μη διασύνδεση των θέσεων των εφεσειόντων στο Διάγραμμα Αγόρευσής τους, με τους λόγους έφεσης.

Η εφεσείουσα εταιρεία (εν τοις εφεξής η εφεσείουσα) και ο διευθυντής της (εν τοις εφεξής ο εφεσείων), βρέθηκαν ένοχοι κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στις ακόλουθες δύο κατηγορίες:

(α)   Πώληση μη επιτρεπόμενων προϊόντων κατά παράβαση της παραγράφου 6 του περί Καθορισμού των Προϊόντων ή/και Υπηρεσιών που Διατίθενται από τα Ειδικά Καταστήματα Διατάγματος του 2006 (Κ.Δ.Π.440/2006), που εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 26 του Νόμου, των Άρθρων 2 και 30 του ίδιου Νόμου και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

(β)   Παράλληλη λειτουργία καταστήματος ως γενικού και ειδικού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 19 και 30 του προαναφερθέντος Νόμου και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

Τόσο η εφεσείουσα όσο και ο εφεσείων τιμωρήθηκαν με πρόστιμο €750 στην κάθε κατηγορία.

[*154]Με τις συνεκδικασθείσες εφέσεις εγείρουν ταυτόσημους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης και της ποινής. Η έφεση κατά της ποινής αποσύρθηκε κατά την ακρόαση των εφέσεων.

Το κεντρικό νομικό θέμα των εφέσεων αφορά στην ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα της σχετικής νομοθεσίας ή ασυμβατότητά της με το Κοινοτικό δίκαιο. Αυτό ήταν άλλωστε και το προεξάρχον θέμα που αναπτύχθηκε από τους εφεσείοντες στο Διάγραμμα Αγόρευσής τους.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι τα Άρθρα 2, 19, 26 και 30 του Νόμου στα οποία στηρίχθηκαν οι κατηγορίες, αντιβαίνουν στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, Άρθρα 25 και 28 και/ή στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη ΕΚ Άρθρα 2, 3 1.(ζ), (η), (τ), 4(2), 10, 14, 81 και 82 μέχρι 86, 153(1) 226, καθώς και στον Κανονισμό 1/2003 του Συμβουλίου της 16.12.2002 για την εφαρμογή των Κανόνων του Ανταγωνισμού που προβλέπονται στα Άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και στις αποφάσεις δικαιοδοτικών οργάνων στις οποίες αναφέρθηκε η Υπεράσπιση και αντίγραφα των οποίων κατέθεσε στο Δικαστήριο, τα οποία βάσει της πέμπτης τροποποίησης του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον τροποποιητικό Νόμο 127(Ι)/2006, έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.

Κατά τους εφεσείοντες, το πρόβλημα δημιουργείται από το Άρθρο 2 του Νόμου και τον ορισμό το οποίο αυτό δίδει στον όρο «καταστηματάρχης». Η συμπερίληψη της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας μέσα στην έννοια του προαναφερθέντος όρου είναι νομικά απαράδεκτη, αφού με αυτόν τον τρόπο η Κυβέρνηση, θεωρούμενη ως καταστηματάρχης, τίθεται σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί από τη μια υπόκειται σε ρύθμιση από τις αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που είναι ο αρμόδιος υπουργός, αλλά ταυτόχρονα είναι και ρυθμίζουσα αρχή μέσω του ίδιου Υπουργού, κάτι που αντιβαίνει στους βασικούς κανόνες των αρχών του ανταγωνισμού, γιατί δεν μπορεί να αποκλειστεί το συμφέρον το οποίο ενυπάρχει στη διπλή ιδιότητα του Υπουργού.

Οι εφεσείοντες παρέπεμψαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση ΑΤΗΚ v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 560, όπου κρίθηκε ότι η συγκρότηση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) δεν ήταν νόμιμη λόγω της συμμετοχής στη σύνθεσή της προσώπου το οποίο κατείχε τη θέση Μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου Λατσιών, όταν διορίστηκε Μέλος, και τη θέση Δημάρχου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

[*155]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προαναφερθείσα απόφαση δεν σχετίζεται με τα περιστατικά της παρούσας έφεσης ή και με τη θέση των εφεσειόντων περί αντισυνταγματικότητας των Άρθρων του Νόμου επί των οποίων εστηρίζοντο οι κατηγορίες.

2.  Η κατάσταση πραγμάτων όπως περιγράφεται από τους εφεσείοντες δεν θέτει την Κυβέρνηση σε προνομιούχα θέση ή θέση υποκείμενη σε επίδειξη εύνοιας.

     Εδώ, η Κυβέρνηση τίθεται σε ακριβώς την ίδια μοίρα και τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης με τους άλλους καταστηματάρχες εκεί όπου διαχειρίζεται καταστήματα, ακριβώς για να υπόκειται και η ίδια στους αυτούς περιορισμούς όπως και οι άλλοι ευρισκόμενοι στην ίδια θέση και να μην μπορεί να ενεργεί ανέλεγκτα και ανεξέλεγκτα.

3.  Οι διατάξεις της προαναφερθείσας νομοθεσίας δεν αντίκεινται καθ’ οιονδήποτε τρόπο προς τις πρόνοιες του Άρθρου 25 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος, απασχόλησης εμπορίου ή εργασίας, ούτε και προς τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος που διασφαλίζει την αρχή της ισότητας έναντι του Νόμου και της διοίκησης και την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

4.  Η μη ύπαρξη δύο ταμειακών μηχανών και υπαλλήλων δεν εκλήφθηκε ως παράβαση προαπαιτούμενου ειδικά από τη νομοθεσία όπως παραπονούνται οι εφεσείοντες, αλλά ορθά εκλήφθηκε ως ένα σχετικό και ουσιώδες στοιχείο που κατέτεινε προς την μη ύπαρξη ικανοποιητικού διαχωρισμού των δύο συνεχομένων καταστημάτων των εφεσειόντων.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του πρώην κατηγορούμενου 3 (δηλώσεις τις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος έκαμε προς την ΜΚ1, κατά την επιθεώρηση των υποστατικών των εφεσειόντων και η οποία καθηκόντως τις κατέγραψε στην Έκθεσή της – Τεκμήριο 1) παρόλον ότι ο μάρτυρας αυτός δεν προσφέρθηκε για αντεξέταση στην υπεράσπιση. Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη σημασία και βαρύτητα της εν λόγω μαρτυρίας δυνάμει του Άρθρου 27(1) του περί Αποδείξεως Νόμου.

6.  Έχει αποδειχθεί και το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ήτοι, η διάθεση προς πώληση μη επιτρεπόμενων προϊόντων. Η εισήγηση των εφεσειόντων περί “διάθεσης” προϊόντων και όχι [*156]“πώλησης” τους, δεν βοηθά καθ’ οιονδήποτε τρόπο την υπόθεσή τους.

7.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας, στη σχετική νομολογία, τις προεκτάσεις των περιορισμών στην άσκηση επαγγέλματος, όπως αυτές καθορίζονται στο Άρθρο 25 (2) του Συντάγματος, επεσήμανε ότι οι περιορισμοί που μπορεί να επιβληθούν στην άσκηση των βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων του ατόμου πρέπει να είναι απόλυτα απαραίτητοι και να βρίσκονται πάντα μέσα στα πλαίσια των σκοπών, η υλοποίηση των οποίων επιδιώκεται. Προστέθηκε δε, ότι η ρύθμιση των ωρών λειτουργίας των κέντρων αναψυχής, είναι θέμα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον και συναρτάται με τη γενική συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου. Ειδικότερα δε ως προς τα ωράρια λειτουργίας καταστημάτων, οι ώρες, αλλά και οι μέρες λειτουργίας τους, είναι θέμα άμεσου ενδιαφέροντος του δημοσίου.

8.  Δεν έχει τεθεί τίποτε συγκεκριμένο και πειστικό ενώπιον του Εφετείου από το οποίο να διαφαίνεται οποιοδήποτε πρόβλημα στη συμβατότητα των προαναφερθεισών νομοθετικών ρυθμίσεων με οποιανδήποτε πρόνοια του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, το οποίο δεν απαγορεύει τη λελογισμένη ρύθμιση τέτοιου είδους θεμάτων όπως το υπό εξέταση με εθνική νομοθεσία.

9.  Οι εφεσείοντες έδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στις γενικές αρχές που διασφαλίζουν την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και στις αυτονόητες αρχές με βάση τις οποίες σε περίπτωση διάστασης υπερισχύει το Κοινοτικό δίκαιο του εθνικού δικαίου. Όμως, δεν καταδείχθηκε συγκεκριμένη διάσταση, σε βαθμό μάλιστα που να κατέληγε το Δικαστήριο στο ότι οι εφεσείοντες απέσεισαν το βάρος το οποίο βρισκόταν στους δικούς τους ώμους, να καταδείξουν την αντισυνταγματικότητα και/ή ασυμβατότητα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο στο υψηλό επίπεδο που θέτει η νομολογία. Επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος ήταν δικαιολογημένη και αναπόφευκτη.

10.  Προϋποθέσεις για τη δημιουργία δυνατότητας παραπομπής προδικαστικού θέματος στο ΔΕΚ με βάση το Άρθρο 234 της τότε ισχύουσας Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είναι η ξεκάθαρη διατύπωση του προτεινόμενου για παραπομπή θέματος και η επιθυμία ή συμφωνία και των δύο πλευρών στην παραπομπή του. Όμως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν έχουν τηρηθεί στην παρούσα υπόθεση. Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέπεμψε προδικαστικό θέμα προς απόφανση από το [*157]ΔΕΚ, έστω και αυτεπάγγελτα.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Παρατηρήσεις Εφετείου:

Δεν είναι η ορθότερη πρακτική να προβάλλεται ένας υπέρμετρος αριθμός λόγων έφεσης, οι πλείστοι των οποίων αλληλοκαλύπτονται εν όλω ή εν μέρει. Επίσης, η χωρίς διασύνδεση των θέσεων των εφεσειόντων στο Διάγραμμα Αγόρευσής τους με τους λόγους έφεσης, καθιστά δυσχερέστερο το έργο του Εφετείου και της πλευράς του αντιδίκου.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

ATHK v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 560,

Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930,

NANOKA Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471,

ΖΑΚΟ Λτδ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616,

The Board of Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

H.P. Bulmer Ltd v. Bollinger S.A. [1974] 2 W.L.R. 202.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15944/07), ημερομηνίας 9/6/09 και 25/6/09.

Γ. Χριστοφίδης, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις.

Ν. Μαθηκολώνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

[*158]ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα στην έφεση αρ. 135/2009 είναι εταιρεία η οποία ασχολείται με το λιανικό εμπόριο εδώ και αρκετά χρόνια μέσω καταστημάτων τα οποία λειτουργεί σ’ όλη την Κύπρο, ο δε εφεσείων στην έφεση αρ. 134/2009 είναι ο Διευθυντής της εταιρείας. Και οι δύο ήσαν συγκατηγορούμενοι στην Ποινική Υπόθεση αρ. 15944/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην οποία αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμου του 2006 (Ν.155(Ι)/2006), στο εξής “ο Νόμος”. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη κατηγορία εκατηγορούντο για πώληση μη επιτρεπόμενων προϊόντων κατά παράβαση της παραγράφου 6 του περί Καθορισμού των Προϊόντων ή/και Υπηρεσιών που Διατίθενται από τα Ειδικά Καταστήματα Διατάγματος του 2006 (Κ.Δ.Π.440/2006), που εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 26 του Νόμου, των Άρθρων 2 και 30 του ίδιου Νόμου και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες Αδικήματος, οι κατηγορούμενοι την 19.7.2007 στο κατάστημα “So Easy 512”, στην οδό Ευαγγελίστριας 31Α στα Πολεμίδια, διέθεταν προς πώληση μη επιτρεπόμενα προϊόντα.

Στη δεύτερη κατηγορία οι εφεσείοντες κατηγορούντο για παράλληλη λειτουργία καταστήματος ως γενικού και ειδικού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 19 και 30 του προαναφερθέντος Νόμου και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες αυτού του αδικήματος, οι κατηγορούμενοι, στον ίδιο τόπο και χρόνο όπως στην πρώτη κατηγορία, λειτουργούσαν κατάστημα παράλληλα ως γενικό και ειδικό.

Σύμφωνα με μαρτυρία η οποία είχε δοθεί από Επιθεωρήτρια στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας στη Λεμεσό, η ίδια είχε διενεργήσει έλεγχο σε κατάστημα των εφεσειόντων στο οποίο είχε δοθεί άδεια ειδικού καταστήματος και διαπίστωσε ότι το εν λόγω περίπτερο διέθετε προς πώληση μη επιτρεπόμενα είδη χωρίς να υπήρχε ικανοποιητικός διαχωρισμός ώστε να δημιουργούνται δύο ξεχωριστά καταστήματα που θα τα καθιστούσαν “γενικό” και “ειδικό” κατάστημα. Την ίδια εικόνα διαπίστωσε η επιθεωρήτρια σε δεύτερη επίσκεψή της στο ίδιο κατάστημα, οπότε προέβηκε σε καταγγελία η οποία οδήγησε στην ποινική δίωξη.

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και τους επι[*159]βλήθηκε πρόστιμο €750 στον κάθε εφεσείοντα στην κάθε κατηγορία.

Με τις εφέσεις τις οποίες καταχώρησαν και οι οποίες εκδικάστηκαν μαζί, οι δύο εφεσείοντες εγείρουν ταυτόσημους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης και της ποινής, συνολικά 28 τον αριθμό. Σημειώνεται εδώ ότι η έφεση εναντίον της ποινής αποσύρθηκε με σχετική δήλωση του συνηγόρου των εφεσειόντων κατά την ακρόαση των εφέσεων.

Στο σημείο τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως δεν είναι η ορθότερη πρακτική να προβάλλεται ένας υπέρμετρος αριθμός Λόγων Έφεσης, πλείστοι των οποίων αλληλοκαλύπτονται εν όλω ή εν μέρει. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα έφεση, όπου έκδηλα εμφανίζεται το γεγονός ότι το κεντρικό νομικό θέμα το οποίο ήγειρε και προώθησε η πλευρά των εφεσειόντων ήταν η θέση της περί αντισυνταγματικότητας της σχετικής νομοθεσίας ή ασυμβατότητάς της με το Κοινοτικό δίκαιο. Αυτό άλλωστε ήταν και το προεξάρχον θέμα που αναπτύχθηκε από τους εφεσείοντες στο Διάγραμμα Αγόρευσής τους, στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, γίνεται μια γενική συζήτηση και προβολή θέσεων και υποστηρικτικών τους στοιχείων, χωρίς κανένα διαχωρισμό και χωρίς διασύνδεσή τους με οποιουσδήποτε από τους Λόγους Έφεσης. Αυτό καθιστά το έργο του Εφετείου δυσχερέστερο, όπως βέβαια και της πλευράς της εφεσίβλητης.

Ουσιαστικά, το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας άρθρων της σχετικής νομοθεσίας εγείρεται με το Λόγο Έφεσης αρ. 1.

Λόγος Έφεσης αρ. 1 – Η κατ’ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα άρθρων της σχετικής νομοθεσίας.

Όπως αναφέρεται στο Λόγο αρ. 1 της Έφεσης και όπως έχει περαιτέρω αναπτυχθεί στο διάγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, τα Άρθρα 2, 19, 26 και 30 του περί Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμου αρ. 155(Ι)/2006 (του Νόμου) στα οποία στηρίχθηκαν οι κατηγορίες, αντιβαίνουν στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, Άρθρα 25 και 28 και/ή στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη ΕΚ Άρθρα 2, 3 1.(ζ), (η), (τ), 4(2), 10, 14, 81 και 82 μέχρι 86, 153(1) 226, καθώς και στον Κανονισμό 1/2003 του Συμβουλίου της 16.12.2002 για την εφαρμογή των Κανόνων του Ανταγωνισμού που προβλέπονται στα Άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και στις αποφάσεις [*160]δικαιοδοτικών οργάνων στις οποίες αναφέρθηκε η Υπεράσπιση και αντίγραφα των οποίων κατέθεσε στο Δικαστήριο, τα οποία βάσει της πέμπτης τροποποίησης του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον τροποποιητικό Νόμο 127(Ι) του 2006, έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.

Βασικό επίμαχο άρθρο του Νόμου, το οποίο κατά τους εφεσείοντες δημιουργεί το πρόβλημα, είναι το Άρθρο 2 και ο ορισμός τον οποίο δίδει στον όρο «καταστηματάρχης». Ο σχετικός ορισμός έχει ως εξής:

“«καταστηματάρχης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένης της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας, που έχει την ευθύνη ή στον οποίο ανήκει κατάστημα ή απασχολεί πρόσωπο σε ή σε σχέση με αυτό και περιλαμβάνει τον ιδιοκτήτη ή τον κύριο μέτοχο, διευθύνοντα σύμβουλο, γενικό διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που έχουν τον έλεγχο ή την ευθύνη της διαχείρισης καταστήματος ή/και την εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούν τους όρους απασχόλησης υπαλλήλων καταστημάτων και τα της λειτουργίας του καταστήματος·”

Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, η συμπερίληψη της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας, δηλαδή του Κράτους μέσα στην έννοια του όρου «καταστηματάρχης», είναι νομικά απαράδεκτη. Με αυτό τον τρόπο, η Κυβέρνηση, θεωρούμενη ως καταστηματάρχης, τίθεται σε πλεονεκτικότερη θέση γιατί από τη μια υπόκειται σε ρύθμιση από τις αποφάσεις του Υπουργού, αλλά ταυτόχρονα είναι και ρυθμίζουσα αρχή μέσω του ίδιου Υπουργού, κάτι που αντιβαίνει στους βασικούς κανόνες των αρχών του ανταγωνισμού, γιατί δεν μπορεί να αποκλειστεί το συμφέρον το οποίο ενυπάρχει στη διπλή ιδιότητα του Υπουργού. Δηλαδή του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στον οποίο εναποτίθενται με το Νόμο ευρείες ρυθμιστικής φύσεως εξουσίες.

Θεωρώντας την σημαντική για τις θέσεις της, η πλευρά των εφεσειόντων παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση ATHK v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 560, όπου κρίθηκε ότι η συγκρότηση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) δεν ήταν νόμιμη λόγω της συμμετοχής στη σύνθεσή της προσώπου το οποίο κατείχε τη θέση Μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου Λατσιών, όταν διορίστηκε Μέλος, και τη θέση Δημάρχου κατά τον ουσιώδη χρόνο. [*161]Το σκεπτικό της απόφασης εκείνης ήταν ουσιαστικά ότι υπό τον έλεγχο της ΕΠΑ υπόκεινται όλες οι επιχειρήσεις ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των Δήμων και, επομένως, η συμμετοχή Δημοτικών Συμβούλων και Δημάρχων στη σύνθεση της Επιτροπής, είναι παράνομη.

Αδυνατούμε να δούμε τη σχετικότητα της πιο πάνω απόφασης με τα περιστατικά της παρούσας έφεσης ή και με τη θέση η οποία προβάλλεται στο λόγο τούτο έφεσης. Κατ΄ αρχά, ο ρόλος της ΕΠΑ είναι τελείως διαφορετικός από το ρόλο ενός οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας όπως είναι ο Υπουργός. Ο ρόλος της ΕΠΑ, σύμφωνα με την περί Προστασίας του Ανταγωνισμού νομοθεσία, δεν είναι ρυθμιστικός, αλλά καθαρά εποπτικός. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι να διερευνά και αποφασίζει αναφορικά με παραβάσεις των άρθρων της νομοθεσίας με τα οποία προστατεύεται ο ανταγωνισμός, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας, και να επιβάλλει κυρώσεις εκεί όπου απαιτείται. Το νόημα της απόφασης στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) είναι ότι δεν μπορεί στη σύνθεση της ελέγχουσας Επιτροπής να περιλαμβάνονται άτομα τα οποία συμμετέχουν παράλληλα και σε ένα οργανισμό ο οποίος υπόκειται σ’ αυτό τον έλεγχο της Επιτροπής. Αυτό προσκρούει στη βασική αρχή διοικητικού δικαίου και φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα και ελέγχων και ελεγχόμενος, να ελέγχει δηλαδή εαυτόν, επειδή έκδηλα δεν διαθέτει τα απαραίτητα εχέγγυα αμεροληψίας. Όμως, το θέμα το οποίο εδώ εγείρουν οι εφεσείοντες είναι διαφορετικό. Σύμφωνα με τη θέση την οποία προβάλλουν, ρυθμιστικές εξουσίες με βάση την περί Λειτουργίας Καταστημάτων νομοθεσία έχει ο Υπουργός, κρατικός δηλαδή αξιωματούχος, ασκών εκτελεστική εξουσία. Παράλληλα, μεταξύ των οργανισμών οι οποίοι υπόκεινται στις ρυθμιστικές εξουσίες του Υπουργού δυνάμει του Νόμου περιλαμβάνονται και οι «καταστηματάρχες» στους οποίους συγκαταλέγεται και η Κυβέρνηση, δηλαδή το σώμα στο οποίο συμμετέχει και ο Υπουργός. Σύμφωνα λοιπόν με τη θέση των εφεσειόντων, όπως την έχουμε αντιληφθεί, ο Υπουργός είναι και ρυθμιστικό όργανο και παράλληλα συμμετέχει και σε σώμα το οποίο υπόκειται στις ρυθμιστικές του εξουσίες. Αυτό, κατά τους εφεσείοντες, θέτει την Κυβέρνηση σε μια προνομιούχα θέση και δίδει τη δυνατότητα ευνοιοκρατικής μεταχείρισής της, λόγω διπλής ιδιότητας.

Σε σχέση με αυτό το συλλογισμό, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε ότι, λόγω της περιγραφείσας κατάστασης πραγμάτων, η Κυβέρνηση τίθεται σε προνομιούχα [*162]θέση ή θέση υποκείμενη σε επίδειξη εύνοιας.

Εδώ, η Κυβέρνηση τίθεται σε ακριβώς την ίδια μοίρα και τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης με τους άλλους καταστηματάρχες εκεί όπου διαχειρίζεται καταστήματα, ακριβώς για να υπόκειται και η ίδια στους αυτούς περιορισμούς όπως και οι άλλοι ευρισκόμενοι στην ίδια θέση και να μην μπορεί να ενεργεί ανέλεγκτα και ανεξέλεγκτα. Το μόνο που  θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος εδώ θα ήταν ενδεχόμενα το επιχείρημα ότι, εφόσον η Κυβέρνηση συγκαταλέγεται μεταξύ των καταστηματαρχών, θα μπορούσε θεωρητικά να ασκήσει μέσω του Υπουργού ρυθμιστικές εξουσίες οι οποίες θα έτειναν να ευνοήσουν τους καταστηματάρχες, άρα και την ίδια, αντί τους υπαλλήλους. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι εδώ η θέση των εφεσειόντων, ούτε και ασφαλώς θα μπορούσαν να ήγειραν τέτοιο θέμα, αφού είναι και οι ίδιοι καταστηματάρχες, οπότε θα τύγχαναν δυνητικά και αυτοί της ίδιας ευνοϊκής μεταχείρισης. Επιπλέον δε προς αυτά, υπάρχει και ο εποπτικός έλεγχος της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού στην περίπτωση κατά την οποία η Κυβέρνηση ήθελε καταχρασθεί τις εξουσίες της ή τη θέση στην οποία την έχει τάξει η σχετική νομοθεσία.

Για λόγους δε παρόμοιους με τους πιο πάνω, αδυνατούμε να συμφωνήσουμε ότι οι διατάξεις της προαναφερθείσας νομοθεσίας αντίκεινται καθ’ οιονδήποτε τρόπο προς τις πρόνοιες του Άρθρου 25 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος, απασχόλησης εμπορίου ή εργασίας, ούτε και προς τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος που διασφαλίζει την αρχή της ισότητας έναντι του Νόμου και της διοίκησης και την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχει έρεισμα στον πρώτο τούτο Λόγο Έφεσης. Παράλληλα δε με την κατάληξη αυτή, διεκπεραιώνονται απορριπτικά και οι συνδεόμενοι Λόγοι Έφεσης αρ. 19, 22, 24, 25 και 26, οι οποίοι επίσης εδράζονται στο ίδιο θέμα το οποίο αφορά στη διπλή ιδιότητα του Υπουργού και της Κυβέρνησης.

Λόγος Έφεσης αρ. 2 – Η απόσυρση των κατηγοριών σε σχέση με τον κατηγορούμενο αρ. 3.

Το θέμα τούτο, όπως προβάλλεται στην Ειδοποίηση Έφεσης, αναφέρεται σε παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως λάβει υπόψη του ως μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, το γεγονός ότι ενώ στο κατηγορητήριο υπήρχε και τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος ενεργούσε ως ο διαχειριστής του καταστήματος [*163]των εφεσειόντων, εναντίον του οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Μετά όμως την απόσυρση της έφεσης ως προς το θέμα της ποινής, ο Λόγος τούτος Έφεσης θεωρείται ως εγκαταλειφθείς.

Λόγος Έφεσης αρ. 3 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον μη ικανοποιητικό διαχωρισμό των δύο καταστημάτων των εφεσειόντων.

Ο Λόγος τούτος Έφεσης αναπτύχθηκε λιτά στο Διάγραμμα Αγόρευσης των εφεσειόντων, κάτω από τον γενικό τίτλο “Περαιτέρω επιχειρήματα επί άλλων θεμάτων”, όπου στις παραγράφους 3 και 4 αναφέρεται ότι τα υφιστάμενα δύο καταστήματα των εφεσειόντων ήταν ικανοποιητικά χωρισμένα και δεν υπήρχε υποχρέωση δια Νόμου για τη χρήση δύο ξεχωριστών ταμειακών μηχανών και δύο υπαλλήλων. Πέραν του ότι δεν δόθηκε ούτε στο Διάγραμμα ούτε δια ζώσης οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο θα εδικαιολογείτο το Εφετείο να αποστεί από το γενικό κανόνα περί μη επέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαφαίνεται σε σχέση με τούτο ότι το Δικαστήριο, κατόπιν ορθής αξιολόγησης, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΚ1 Επιθεωρήτριας Υπουργείου Εργασίας, από την οποία τα εξαχθέντα ευρήματα ήσαν αναπόφευκτα. Η μη ύπαρξη δύο ταμειακών μηχανών και υπαλλήλων δεν εκλήφθηκε ως παράβαση προαπαιτούμενου ειδικά από τη νομοθεσία όπως παραπονούνται οι εφεσείοντες, αλλά ορθά εκλήφθηκε ως ένα σχετικό και ουσιώδες στοιχείο που κατέτεινε προς την μη ύπαρξη ικανοποιητικού διαχωρισμού των δύο συνεχομένων καταστημάτων των εφεσειόντων.

Επομένως, ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

Λόγος Έφεσης αρ. 4 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προϊόντα εκτεθειμένα στο Γενικό κατάστημα αφορούσαν το Ειδικό κατάστημα.

Ο Λόγος τούτος Έφεσης, που ούτε και αυτός έχει αναπτυχθεί ικανοποιητικά είτε στο Διάγραμμα Αγόρευσης, είτε δια ζώσης, είναι ακαδημαϊκής σημασίας με δεδομένο ότι, με βάση τη μαρτυρία την οποία δέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο περί μη ικανοποιητικού διαχωρισμού των δύο καταστημάτων, αναφορά μπορεί να γίνεται μόνο σε ένα, ενιαίο κατάστημα και όχι σε ένα Γενικό και ένα Ειδικό. Η αποτυχία δε του προηγούμενου Λόγου Έφεσης, σφραγίζει την αποτυχία και αυτού του Λόγου.

[*164]Λόγος Έφεσης αρ. 5 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η “επικοινωνία” μεταξύ των δύο καταστημάτων αποτελεί στοιχείο απαγορευμένο.

Καμιά αναφορά περί του Λόγου τούτου Έφεσης έγινε από τους Εφεσείοντες είτε στο Διάγραμμα Αγόρευσής τους, είτε δια ζώσης, και δεν προτιθέμεθα να τον εξετάσουμε χωρίς οποιανδήποτε προώθησή του με επιχειρηματολογία. Εκ του περισσού θα λέγαμε, εν πάση περιπτώσει, ότι μέσα στην πρωτόδικη απόφαση δεν αξιοποιείται το εύρημα περί δυνατότητας επικοινωνίας μεταξύ των δύο καταστημάτων, ως στοιχείο το οποίο ειδικά απαγορεύεται από τη νομοθεσία παρά μόνο, ορθά εκλήφθηκε και συνυπολογίστηκε από το  Δικαστήριο ως ένα από τα στοιχεία που έτειναν να καταδείξουν τη λειτουργία ενός και όχι δύο καταστημάτων.

Λόγος Έφεσης αρ. 6 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη διάγνωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων.

Καμιά ανάπτυξη δεν έγινε του γενικού και αόριστου τούτου Λόγου Έφεσης είτε στο Διάγραμμα Αγόρευσης των εφεσειόντων, είτε δια ζώσης και δεν προτιθέμεθα να τον εξετάσουμε εικοτολογώντας.

Λόγος Έφεσης αρ. 7 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη εφαρμογή της νομοθεσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το εύρημα του περί μη ύπαρξης δύο ταμειακών μηχανών και ξεχωριστών υπαλλήλων.

Αυτός ο Λόγος Έφεσης συνδέεται άρρηκτα με τους Λόγους Έφεσης 3 και 4 και για τους ίδιους λόγους απορρίπτεται, επανατονίζοντας την αναγκαιότητα όπως ίδιοι ή συνδεόμενοι Λόγοι Έφεσης εγείρονται και αναπτύσσονται μαζί.

Λόγος Έφεσης αρ. 8 – Η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του πρώην κατηγορούμενου 3 ο οποίος δεν προσφέρθηκε για αντεξέταση στην υπεράσπιση.

Όπως εξάγεται από τα τηρηθέντα πρακτικά και επισημάνθηκε από τη συνήγορο της εφεσίβλητης, ο κατηγορούμενος 3 ήταν πρόσωπο το οποίο συγκατηγορείτο με τους εφεσείοντες και δεν ήταν μάρτυρας κατηγορίας στο κατηγορητήριο ώστε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να προσφερόταν για αντεξέταση. Όπως διαπιστώνεται, ο τρίτος κατηγορούμενος κατά τη διεξαχθείσα από τη ΜΚ1 επιθεώρηση των υποστατικών των εφεσειόντων, είχε προβεί σε κάποιες [*165]δηλώσεις προς αυτήν, τις οποίες η ΜΚ1 καθηκόντως κατέγραψε στην Έκθεσή της – Τεκμήριο 1 στη δίκη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τις δηλώσεις εκείνες στην απόφασή του τις οποίες αφού αποδέχτηκε, τις συνυπολόγισε με την υπόλοιπη μαρτυρία. Όπως ορθά εντοπίζει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, εκείνες οι δηλώσεις του κατηγορούμενου 3 εναντίον του οποίου η υπόθεση αποσύρθηκε επειδή δεν παρουσιαζόταν στη δίκη και δεν εκτελέστηκε ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του, ήσαν εξ ακοής μαρτυρία. Ως τέτοια δε, ήταν αποδεκτή μαρτυρία με το Άρθρο 24(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό περί Αποδείξεως Νόμο αρ. 32(Ι)/2004. Σε μια τέτοια δε περίπτωση, δεν τίθεται θέμα όπως το πρόσωπο το οποίο είχε προβεί στη δήλωση προσφερθεί για αντεξέταση. Η διαδικασία η οποία εφαρμοζόταν εκεί είναι η προνοούμενη από το επίσης τροποποιηθέν Άρθρο 26(1) του ίδιου Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εάν ένας διάδικος προσαγάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύσει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με τη δήλωσή του. Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να έγινε, οπότε το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία ως είχε δοθεί, της οποίας τη σημασία και βαρύτητα αξιολόγησε δυνάμει του Άρθρου 27(1) του περί Αποδείξεως Νόμου. Για λόγους δε τους οποίους εξήγησε, αποδέχτηκε εκείνη τη μαρτυρία αντί του εφεσείοντα.

Επομένως, ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης γίνεται δεκτός.

Λόγος έφεσης αρ. 9 – Το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εστοιχειοθετείτο το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος στην 1η κατηγορία.

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε περιεχόμενο στον όρο “πώληση” με τρόπο που να καταλήξει ότι το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος στην 1η κατηγορία εστοιχειοθετείτο, ενώ δεν υπήρχε μαρτυρία για “πώληση” αλλά “διάθεση” προϊόντων που κατά την υπεράσπιση γινόταν από το γενικό κατάστημα.

Ως προς την επιχειρηματολογία περί διαχωρισμού μεταξύ γενικού και ειδικού καταστήματος στην υπό εξέταση περίπτωση, το θέμα έχει καλυφθεί κατά τη διερεύνηση του 4ου Λόγου Έφεσης. Ως προς την εισήγηση περί “διάθεσης” προϊόντων και όχι “πώλησης”, [*166]επισημαίνεται ότι τα Άρθρα 26 και 30 του Νόμου αρ. 155(Ι)/2006, σε συσχετισμό με την Κ.Δ.Π. 440/2006, απαγορεύουν τη “διάθεση προς πώληση” προϊόντων και υπηρεσιών και όχι την ίδια την “πώλησή” τους. Όπως δε ορθά εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:

α. Η ύπαρξη ειδικού καταστήματος.

β. Η διάθεση προς πώληση μη επιτρεπόμενων προϊόντων.

Όπως δε πρόσθεσε, με την αναφορά στη μαρτυρία της ΜΚ1 ότι διετίθεντο προς πώληση τέτοια προϊόντα στο κατάστημα των εφεσειόντων, εστοιχειοθετείτο και το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

Ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης μπορεί επομένως να ευσταθήσει.

Λόγος Έφεσης αρ. 10 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έχει στοιχειοθετηθεί το πρώτο συστατικό στοιχείο του δεύτερου αδικήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 19 και 30 του Νόμου.

Σε σχέση με αυτό το Λόγο Έφεσης δεν έγινε καμιά ανάπτυξή του είτε στο Διάγραμμα Αγόρευσης των εφεσειόντων είτε δια ζώσης και δεν προτιθέμεθα να του επιληφθούμε, ιδιαίτερα καθ’ ην στιγμή στην πρωτόδικη απόφαση και με βάση τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, εξηγείται γιατί στοιχειοθετείται αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

Λόγοι Έφεσης αρ. 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18.

Αυτοί οι Λόγοι Έφεσης συνδέονται με το Λόγο Έφεσης αρ. 1 με τον οποίο και αλληλοκαλύπτονται, οπότε έχουν ήδη καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό με τη διερεύνηση και κατάληξη στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης εκείνου.

Επιπρόσθετα όμως, παρατηρούμε και τα εξής: Με τους Λόγους Έφεσης αρ. 11, 12 και 17 εγείρονται θέματα ότι τα Άρθρα 2 και 26 του Νόμου αντιβαίνουν προς τα Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη Άρθρα 2, 3 1.(ζ)(η)(τ), 4(2), 10, 14, 81-86, 153(1), 226, στον Κανονισμό ΕΚ 1/2003 περί Ανταγωνισμού και στις αποφάσεις δικαιοδοτικών οργάνων. Πέραν τούτου, με τους Λόγους Έφεσης αρ. 13 και 14 προβάλλεται το ίδιο θέμα με αναφορά στις πρόνοιες της νομοθεσίας περί διαχωρισμού σε γενικά και ειδικά καταστήματα, στην απαγόρευση πώλησης κάποιων [*167]προϊόντων από κάποια καταστήματα σε διαφορετικές ώρες, γεγονός που κατά τους εφεσείοντες συγκρούεται με τις αρχές του ανταγωνισμού, το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, τη Συνθήκη ΕΚ και τα Άρθρα 25 και 29 του Συντάγματος. Με τους Λόγους Έφεσης αρ. 15, 16 και 18 εγείρονται τα ίδια νομικά θέματα με αναφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και έκρινε ότι οι πιο πάνω περιορισμοί στη λειτουργία καταστημάτων δημιουργούν συνθήκες επίκλησης δημοσίου συμφέροντος με βάση το Άρθρο 25(2) του Συντάγματος προς αποφυγή δημιουργίας χαώδους κατάστασης και προς το σκοπό της προστασίας των εργαζομένων.

Προτού εξετάσουμε την ουσία αυτών των Λόγων Έφεσης, θα ήταν παράλειψή μας αν δεν εντοπίζαμε την έκδηλη αντινομία η οποία παρατηρείται μεταξύ του επιχειρήματος της διπλής ιδιότητας της Κυβέρνησης η οποία ενεργεί δια του Υπουργού ως ρυθμιστής αφενός και ως καταστηματάρχης αφετέρου, δηλαδή υποκείμενος σε ρύθμιση και του επιχειρήματος που τώρα εξετάζεται σύμφωνα με το οποίο οι περιορισμοί που θέτει η κυβέρνηση θέτουν απαράδεκτους περιορισμούς για τους καταστηματάρχες. Ενώ από τη μια το παράπονο αναφέρεται στη δυνατότητα η κυβέρνηση να τίθεται σε ευνοϊκότερη μοίρα συγκαταλεγόμενη μεταξύ των καταστηματαρχών, από την άλλη, εγείρεται παράπονο περί δυσμενούς μεταχείρισης όλων των καταστηματαρχών, περιλαμβανομένης και της κυβέρνησης.

Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, η βασική διαφορά μεταξύ γενικού και ειδικού καταστήματος, έγκειται στο προβλεπόμενο ωράριο και στο είδος των προϊόντων που αυτό διαθέτει προς πώληση ανάλογα με την κατηγορία στην οποία αυτό εμπίπτει.

Οι προεκτάσεις των περιορισμών στην άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος όπως αυτές καθορίζονται στο Άρθρο 25(2) του Συντάγματος, εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεων μεταξύ των οποίων και στις υποθέσεις Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930 και NANOKA Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471. Όπως επισήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΖΑΚΟ Λτδ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616:

“Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στο κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος και μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση [*168]του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα.”

Όπως δε επισημάνθηκε και στην υπόθεση ΝΑΝΟΚΑ Ltd (ανωτέρω), οι περιορισμοί που μπορεί να επιβληθούν στην άσκηση των βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων του ατόμου πρέπει να είναι απόλυτα απαραίτητοι και να βρίσκονται πάντα μέσα στα πλαίσια των σκοπών, η υλοποίηση των οποίων επιδιώκεται. Η δε ρύθμιση των ωρών λειτουργίας των κέντρων αναψυχής, όπως προστέθηκε, είναι θέμα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον και συναρτάται με τη γενική συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου. Ειδικότερα δε ως προς τα ωράρια λειτουργίας καταστημάτων, όπως είχε αποφασισθεί και στην υπόθεση ΖΑΚΟ Λτδ (ανωτέρω), οι ώρες, αλλά και οι μέρες λειτουργίας τους, είναι θέμα άμεσου ενδιαφέροντος του δημοσίου.

Όπως δε επίσης ορθά επισήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αόριστες και γενικές εισηγήσεις δεν είναι ικανοποιητικές σε βαθμό που να καταρρίπτουν το μαχητό τεκμήριο της συνταγματικότητας του Άρθρου 26 του Νόμου αρ. 155(Ι)/2006. Ο καθορισμός των προϊόντων που θα διατίθενται προς πώληση σε κάθε κατάστημα, όπως επίσης και το ωράριο λειτουργίας του, αποτρέπει την ανεξέλεγκτη διάθεση παντός είδους προϊόντων στα καταστήματα, γεγονός το οποίο θα προκαλούσε σύγχυση με κατάληξη τη δημιουργία χαώδους κατάστασης.

Τίποτε δε το συγκεκριμένο και πειστικό έχει τεθεί ενώπιόν μας από το οποίο να διαφαίνεται οποιοδήποτε πρόβλημα στη συμβατότητα των προαναφερθεισών νομοθετικών ρυθμίσεων με οποιανδήποτε πρόνοια του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, το οποίο δεν απαγορεύει τη λελογισμένη ρύθμιση τέτοιου είδους θεμάτων όπως το υπό εξέταση με εθνική νομοθεσία.

Λόγοι Έφεσης αρ. 19, 22, 24, 25, 26 – Η διπλή ιδιότητα της Κυβέρνησης όπως ρυθμίζει μέσω του Υπουργού και υπόκειται σε ρύθμιση ως καταστηματάρχης.

Αυτοί οι Λόγοι Έφεσης έχουν καλυφθεί με την εξέταση και απόφανση επί του 1ου Λόγου Έφεσης.

Λόγοι Έφεσης αρ. 20, 21, 27, 28 – Η κατ’ ισχυρισμό ασυμβατότητα προνοιών της Κυπριακής νομοθεσίας με πρόνοιες Ευρωπαϊκού δικαίου.

Κοινή συνισταμένη των Λόγων τούτων Έφεσης είναι η θέση [*169]που προβάλλουν οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέγνωσε ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου αρ. 155(Ι)/2006 δεν παραβιάζουν τα Άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ και, συνακόλουθα, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ή ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν προχώρησε να διερευνήσει το θέμα τούτο.

Όπως έχουμε προαναφέρει, καμιά αιτιολογία αυτών ή άλλων Λόγων Έφεσης δεν παρατίθεται στην Ειδοποίηση Έφεσης. Στο Διάγραμμα Αγόρευσης των εφεσειόντων, απλά αναφέρεται, στην παράγραφο 9 κάτω από την επικεφαλίδα “Περαιτέρω επιχειρήματα για την αντισυνταγματικότητα” (σελίδα 8), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη του τα σχετικά άρθρα της Συνθήκης ΕΚ για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού και άλλο υλικό, τα οποία είχαν αυξημένη ισχύ στη Δημοκρατία ή θα έπρεπε να παραπέμψει το θέμα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Περαιτέρω, κάτω από την επικεφαλίδα “Περαιτέρω επιχειρήματα επί άλλων θεμάτων”, στη σελίδα 10 του Διαγράμματος – παράγραφος 9, απλά αναφέρεται ότι ο έλεγχος της συμβατότητας του Νόμου με νομοθεσία  της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται υπό τις ίδιες αρχές που διέπουν τον έλεγχο της αντισυνταγματικότητας εθνικού νόμου, ενώ υπερτερούν σε ισχύ οι πρόνοιες της Συνθήκης. Ενώπιον του Εφετείου δια ζώσης δεν αναπτύχθηκε η πιο πάνω γενική θέση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αυτά τα θέματα ασχολήθηκε στην τελευταία σελίδα της απόφασής του. Αναφέρθηκε γενικά στις αρχές της δεσμευτικότητας των μέτρων νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ότι ο έλεγχος της συμβατότητας νόμου με νομοθεσία της Ένωσης, η οποία και υπερτερεί, γίνεται στην ουσία με τις ίδιες αρχές και κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν τα της αντισυνταγματικότητας εθνικού νόμου. Όμως,  όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα που είχε θίξει η υπεράσπιση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν είχε τεθεί επακριβώς με ποιο συγκεκριμένο τρόπο επηρεάζετο ο ανταγωνισμός, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορούσε να τα εξετάσει. Όπως πρόσθεσε, η υπεράσπιση αρκέστηκε σε γενικές αναφορές, χωρίς σαφή τοποθέτηση και επεξήγηση για το θέμα το οποίο ήγειρε, με αποτέλεσμα να μην υποστηριζόταν με επάρκεια, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είχε στη διάθεσή του τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία με βάση τα οποία να μπορούσε να το εξετάσει.

Εξετάσαμε προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο είχε εγερθεί και προωθηθεί το θέμα τούτο στην πρωτόδικη διαδικασία μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου των εφεσειόντων, η οποία καταγράφηκε αυτούσια στα τηρηθέντα πρακτικά. Θα πρέπει δε να συμφωνήσουμε με [*170]τον τρόπο που αντίκρυσε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πέραν των γενικών αναφορών στις οποίες είχε προβεί ο συνήγορος ως προς τις αρχές περί της προστασίας του ανταγωνισμού και την παραπομπή του στη Συνθήκη και σε συγκεκριμένα άρθρα της, δεν υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη διασύνδεση μεταξύ άρθρων της Κυπριακής νομοθεσίας και προνοιών Ευρωπαϊκού κεκτημένου από τα οποία να διαφαίνεται η επικαλούμενη ασυμβατότητα. Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις γενικές αρχές που διασφαλίζουν την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και στις αυτονόητες αρχές με βάση τις οποίες σε περίπτωση διάστασης υπερισχύει το Κοινοτικό δίκαιο του εθνικού δικαίου. Όμως, δεν καταδείχθηκε συγκεκριμένη διάσταση, σε βαθμό μάλιστα που να κατέληγε το Δικαστήριο στο ότι οι εφεσείοντες απέσεισαν το βάρος το οποίο βρισκόταν στους δικούς τους ώμους, να καταδείξουν την αντισυνταγματικότητα και/ή ασυμβατότητα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο στο υψηλό επίπεδο που θέτει η νομολογία. (The Board of Registration of Architects & Civil Engineers v. Chr. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640). Επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος ήταν δικαιολογημένη και αναπόφευκτη.

Λόγος Έφεσης αρ. 23

Σύμφωνα με αυτό το Λόγο Έφεσης, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τις εξουσίες του όπως παραπέμψει το θέμα (της κατ’ ισχυρισμό ασυμβατότητας Κυπριακού-Κοινοτικού δικαίου) σε Ευρωπαϊκά όργανα όπως το ΔΕΚ με προδικαστικό ερώτημα.

Όπως είναι γνωστό, η δυνατότητα παραπομπής προδικαστικού θέματος στο ΔΕΚ με βάση το Άρθρο 234 της τότε ισχύουσας Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διέπεται από κάποιους περιορισμούς και προϋποθέσεις. Στη γνωστή Αγγλική απόφαση στην  υπόθεση H.P. Bulmer Ltd v. Bollinger S.A. [1974] 2 WLR 202, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος της εφεσίβλητης, τέθηκαν από το Αγγλικό Εφετείο καθοδηγητικές γραμμές για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του εθνικού Δικαστηρίου να παραπέμπει προδικαστικά θέματα στο ΔΕΚ, όπως και οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Δύο απ’ αυτές τις προϋποθέσεις, οι οποίες έκτοτε εξετάζονται, είναι και το κατά πόσο το προτεινόμενο για παραπομπή θέμα είναι ξεκάθαρα διατυπωμένο και το κατά πόσο και οι δύο πλευρές επιθυμούν ή συμφωνούν στην παραπομπή του. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, η μελέτη των πρακτικών δείχνει ότι ουδέποτε διατυπώθηκε ξεκάθαρα οποιοδήποτε θέμα για παραπομπή, ουδέποτε ζητήθηκε η άποψη της άλλης πλευ[*171]ράς ως προς την παραπομπή και ουδέποτε ζητήθηκε καν από το πρωτόδικο Δικαστήριο η παραπομπή προβάλλοντας οποιουσδήποτε λόγους από τους οποίους να καταδεικνυόταν ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και συντρέχουν οι λαμβανόμενοι υπόψη παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της παραπομπής. Η μόνη λιτή αναφορά την οποία καταφέραμε να εντοπίσουμε είναι στην τελική αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων κατά την οποία παραπέμποντας σε κάποια απόφαση του ΔΕΚ, εξήγησε ότι αυτή “Μιλά για τις υποχρεώσεις των Δικαστηρίων, των εθνικών, να συμπεριφέρονται ως κανονικά Δικαστήρια, σε συνεργασία ασφαλώς και με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και εδώ υπάρχει δυνατότητα και παραπομπής νομικών θεμάτων αν κριθεί αναγκαίο υπό τις κατάλληλες συνθήκες και διαδικασίες.”

Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν συμφωνούμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέπεμψε προδικαστικό θέμα προς απόφανση από το ΔΕΚ, έστω και αυτεπάγγελτα.

Τελικά, κανένας από τους προβληθέντες Λόγους Έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

Οι Εφέσεις απορρίπτονται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο