(2010) 2 ΑΑΔ 172
[*172]21 Απριλίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 82/2009)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ― Δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας και δικαίωμα μετακίνησης ― Κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 11.1 – 11.5 και 13 του Συντάγματος ― Κατά πόσο η συμπεριφορά της Αστυνομίας με στόχο τη διαφυγή ατόμου για το οποίο υπήρχε εύλογη υποψία ότι ενείχετο σε υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών, συνιστούσε παραβίαση των προαναφερθέντων συνταγματικών του δικαιωμάτων.
Ποινική Δικονομία ― Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου από Γενικό Εισαγγελέα ― Δεν είναι επιτρεπτή, εκτός εάν οι λόγοι έφεσης μπορεί να υπαχθούν κάτω από τις πρόνοιες των παραγράφων (ι), (ιι), (ιιι) και (ιν) του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ― Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή και κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Εσφαλμένη εκτίμηση γεγονότων ― Αθωωτική απόφαση κατηγορουμένου λόγω εκτίμησης του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να τον συνδέει με τη διάπραξη των αδικημάτων ― Ακυρώθηκε από το Εφετείο και εκδόθηκε διαταγή επανεκδίκασης.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορίες παράνομης κατοχής 995,27 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και παράνομης κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλο πρόσωπο.
[*173]Τα ναρκωτικά είχαν ανευρεθεί την 8η 9.2008 στην αθλητική τσάντα του εφεσίβλητου κατά την διεξαγωγή έρευνας από δύο άντρες της ΥΚΑΝ, ο ένας εξ αυτών ήταν ο ΜΚ1, κάτω από την αερογέφυρα του χωριού Ερήμη, όπου είχε εντοπιστεί ο εφεσίβλητος και η μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα του. Οι κινήσεις του εφεσίβλητου με τη τσάντα στην πλάτη και με μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού στη συγκεκριμένη περιοχή, όπου οι αστυνομικοί είχαν ειδικά μεταβεί για σκοπούς υπόθεσης ναρκωτικών, κίνησε την υποψία τους.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου έφερε ένσταση στην κατάθεση των ναρκωτικών ως τεκμηρίων από τον ΜΚ1, υποστηρίζοντας ότι η ανακοπή και ο περιορισμός του εφεσίβλητου και της μοτοσικλέτας του, η σωματική έρευνα στην οποία αυτός υποβλήθηκε και η σύλληψη που ακολούθησε ήταν παράνομη καθότι αποτελούσε παραβίαση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και των συνταγματικών του δικαιωμάτων, δηλαδή του δικαιώματος της ελευθερίας και του δικαιώματος της μετακίνησης, όπως κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 11.1 – 11.5 και 13 του Συντάγματος.
Το Κακουργιοδικείο, κατά τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης προκειμένου να διευκρινιστούν οι συνθήκες «κάτω από τις οποίες η επίμαχη μαρτυρία περιήλθε στην κατοχή του μάρτυρα.....», κατά την οποία ο μόνος μάρτυρας ήταν ο ΜΚ1, και κατά την οποία δεν υπήρξε από πλευράς υπεράσπισης οποιαδήποτε αμφισβήτηση ότι ο μοτοσικλετιστής ήταν ο εφεσίβλητος και ότι τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν εκείνα για τα οποία ζητήθηκε να κατατεθούν ως τεκμήρια της υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μάρτυς προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις ως προς τους λόγους που τον οδήγησαν να σταματήσει τη μοτοσικλέτα του εφεσίβλητου. Λόγω αμφιβολιών για το κατά πόσο η δράση του ΜΚ1 στηριζόταν σε συγκεκριμένες υποψίες για διάπραξη αδικήματος από τον εφεσίβλητο, κρίθηκε ότι η ανακοπή του τελευταίου δεν είχε νομικό έρεισμα και συνεπώς, δεν ήταν ασφαλές να επιτραπεί η κατάθεση των ναρκωτικών που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσίβλητου στα πλαίσια της έρευνας.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να συνδέει τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε.
Το Κακουργιοδικείο απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσίβλητο και στις δύο κατηγορίες.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με τους ακόλουθους τρεις [*174]λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης:
1. Απουσία απόδειξης βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασής του.
2. Απόδειξη και/ή μαρτυρία πλημμελώς αποκλείστηκε.
3. Ο νόμος και/ή οι αρχές του δικαίου εφαρμόστηκαν πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν νομιμοποιείται να καταχωρήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου καθότι δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση θεωρώντας ότι η παρούσα περίπτωση εκαλύπτετο από το Άρθρο 137 (1)(α)(ιιι) και 137 (1)(α)(ιι) του Νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση επί της ουσίας και αποφάνθηκε ότι:
1. Η κρίσιμη φάση των γεγονότων καθώς και οι ανάλογες έννομες συνέπειες αρχίζουν από τη στιγμή που οι αστυνομικοί αποκάλυψαν στον εφεσίβλητο την ιδιότητά τους και την άμεση αντίδραση του εφεσίβλητου να διαφύγει. Είναι εκείνη τη στιγμή που οι αστυνομικοί έθεσαν υπό περιορισμό την προσωπική ελευθερία και το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης του εφεσίβλητου προκειμένου να ματαιώσουν τη διαφυγή του. Η απόπειρα του εφεσίβλητου να διαφύγει μόλις πληροφορήθηκε την ιδιότητα των αστυνομικών, ενίσχυσε την καλόπιστη υποψία ότι αυτός ενδεχομένως να είχε κάτι παράνομο στην κατοχή του γι’ αυτό εξάλλου, αμέσως μετά την ακινητοποίησή του, διενήργησαν έρευνα στα πλαίσια της οποίας εντόπισαν τα επίδικα αντικείμενα μέσα στη τσάντα.
2. Οι ενέργειες των αστυνομικών δεν ήταν ούτε αυθαίρετες ούτε δυσανάλογες προς τις ανάγκες που προέκυψαν τη δεδομένη στιγμή.
3. Ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει ότι οι διωκτικές αρχές δεν χρησιμοποίησαν μέσα και μεθόδους που συνιστούν παραβίαση οποιουδήποτε συνταγματικού δικαιώματος του εφεσίβλητου για την εξασφάλιση της επίδικης μαρτυρίας. Η [*175]έρευνα, στα πλαίσια της οποίας ανευρέθηκε η επίδικη μαρτυρία, έγινε νόμιμα χωρίς να παραβιαστεί κανένα συνταγματικό δικαίωμα του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Κακουργιοδικείο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1968) 2 C.L.R. 169,
Αστυνομία ν. Γεωργιάδη (1983) 2 C.L.R. 33,
Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,
Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51,
Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,
Δήμος Αγ. Νάπας ν. Χαμαλή (2000) 2 Α.Α.Δ. 241,
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,
Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,
Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 411.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ., Σωκράτους, Α.Ε.Δ., Μάρκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 17396/08), ημερομηνίας 27/4/09.
Μ. Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα.
Ηλ. Στεφάνου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
[*176]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ��Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής 995,27 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και της παράνομης κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλο πρόσωπο.
Όταν η δικηγόρος της Κατηγορούσας Αρχής κάλεσε τον αστυφύλακα Θεοδοσίου (ΜΚ1) να καταθέσει τα ναρκωτικά ως τεκμήριο, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ήγειρε ένσταση η οποία αποκρυσταλλώθηκε ως εξής:
«….. η ανακοπή και ο περιορισμός του κατηγορούμενου και της μοτοσικλέτας με αρ. KRX324 που οδηγούσε ο κατηγορούμενος στις 8.9.2008 και περί ώρα 14:50, η συνεπακόλουθη σωματική έρευνα που ακολούθησε του κατηγορούμενου από τον Αστ. 479 Θεοδοσίου και Λοχία 4743 Ιωάννου, όπως και η σύλληψη που ακολούθησε ήταν παράνομη καθότι αποτελούσε παραβίαση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων όπως και των κατοχυρωμένων δυνάμει των Άρθρων 11.1 - 11.5 και 13, συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, δηλαδή του δικαιώματος της ελευθερίας και του δικαιώματος της μετακίνησης.»
Το Κακουργιοδικείο διέταξε τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης προκειμένου να διευκρινιστούν οι συνθήκες «κάτω από τις οποίες η επίμαχη μαρτυρία περιήλθε στην κατοχή του μάρτυρα …..».
Ο αστυφύλακας Θεοδοσίου ήταν ο μόνος μάρτυρας που κατέθεσε στη δίκη εντός δίκης. Από πλευράς υπεράσπισης δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Ο αστυφύλακας Θεοδοσίου αναφέρθηκε στα γεγονότα που προηγήθηκαν της ανακοπής του εφεσίβλητου και σε ό,τι ακολούθησε την ανακοπή, συμπεριλαμβανομένης της ανεύρεσης των ναρκωτικών μετά από έρευνα της τσάντας που είχε στην πλάτη του ο εφεσίβλητος. Παρεμπιπτόντως σημειώνουμε ότι όλες οι αναφορές σε ναρκωτικά έγιναν υπό τη ρητή επιφύλαξη της υπεράσπισης του εφεσίβλητου ότι η απόδειξη του περιεχομένου των συσκευασιών και της φύσης της συγκεκριμένης ύλης, τελούσε υπό αμφισβήτηση. Επί αυτού, υπήρξε κατανόηση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το βάρος απόδειξης του εν λόγω στοιχείου εξακολουθούσε να βρίσκεται επί των ώμων της.
Ο αστυφύλακας Θεοδοσίου κατέθεσε στη δίκη εντός δίκης ότι [*177]είναι μέλος της ΥΚΑΝ Αρχηγείου Αστυνομίας. Στις 10.30 το πρωί της 8.9.2008 στη Λευκωσία, κατόπιν οδηγιών, επιβιβάστηκε υπηρεσιακού αυτοκινήτου, χωρίς διακριτικά, με συνεπιβάτη λοχία, μέλος της δύναμης, για αναγνώριση της περιοχής των χωριών Χολέτριας και Φασούλας για διερεύνηση και τον εντοπισμό της οικίας και των υποστατικών συγκεκριμένου προσώπου για το οποίο υπήρχαν πληροφορίες ότι ενεχόταν στη διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών. Γύρω στις 2 μ.μ., όταν εξετέλεσαν την αποστολή τους, έφυγαν από τη Φασούλα (Πάφου) για να επιστρέψουν στη Λευκωσία. Οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο λοχίας. Ο μάρτυρας καθόταν στο διπλανό κάθισμα. Ενώ κατευθύνονταν από Φασούλα προς τον κύριο δρόμο Πάφου – Λευκωσίας σε κάποιο σημείο του δρόμου, 2-3 χιλιόμετρα πριν από τον κύριο δρόμο των Κουκλιών, είδαν από την αντίθετη κατεύθυνση μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, σκούρου χρώματος, να κατευθύνεται με χαμηλή ταχύτητα προς Φασούλα. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας φορούσε γκρίζο κράνος και είχε στην πλάτη του αθλητική τσάντα. Η παρουσία της μοτοσικλέτας σε μια περιοχή η οποία δεν ήταν πολυσύχναστη και στην οποία δεν υπήρχαν πολλά τροχοφόρα κίνησε την υποψία τους. Έκαναν επαναστροφή για να την ακολουθήσουν. Μετά από 2-3 λεπτά αφότου πήραν το δρόμο πίσω προς τη Φασούλα, είδαν την ίδια μοτοσικλέτα στην αντίθετη κατεύθυνση να κατευθύνεται, με μεγάλη ταχύτητα, προς το δρόμο των Κουκλιών. Έκαναν και πάλι επαναστροφή για να ακολουθήσουν τη μοτοσικλέτα. Επειδή φτάνοντας στη διασταύρωση με τον κύριο δρόμο δεν είδαν αν ο μοτοσικλεττιστής έστριψε αριστερά προς Λεμεσό ή δεξιά προς Πάφο, αποφάσισαν να πάρουν τον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού και να επιστρέψουν στη Λευκωσία. Γύρω στις 2.50 μ.μ., ενώ προχωρούσαν στον αυτοκινητόδρομο είδαν κάτω από την αερογέφυρα της Ερήμης σταματημένη μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού με τα ίδια χαρακτηριστικά εκείνης που είδαν προηγουμένως. Ο οδηγός είχε στην πλάτη του αθλητική τσάντα με τα ίδια χρώματα (άσπρο και μαύρο) εκείνης που είχε στην πλάτη του ο οδηγός της μοτοσικλέτας που είδαν στο δρόμο Φασούλας. Ο οδηγός καθόταν στη μοτοσικλέτα κρατώντας στο αριστερό του χέρι κράνος του ίδιου χρώματος και στο δεξί του χέρι κινητό τηλέφωνο. Στα πιο κάτω αποσπάσματα των πρακτικών βρίσκεται η μαρτυρία του αστυφύλακα Θεοδοσίου από την κύρια εξέταση και την αντεξέτασή του για αυτά που ακολούθησαν:
«Α. Εμείς αποφασίσαμε να σταματήσουμε με σκοπό να εξακριβώσουμε την ταυτότητα του εν λόγω οδηγού και να κάνουμε εξετάσεις για το τι έκανε στα χωριά Φασούλας – Πάφου. Κατέβηκα κάτω από το υπηρεσιακό όχημα, του υπέδειξα [*178]την αστυνομική ταυτότητα λέγοντας του «Αστυνομία», αυτός ενώ η μοτόρα ήταν ξεκινημένη, προσπάθησε, έκανε ένα ελιγμό προσπαθώντας να διαφύγει, όπου και τον σταμάτησα. Παίρνοντας προστατευτικά μέτρα ερεύνησα τη τσάντα που είχε στην πλάτη του όπου μέσα υπήρχαν δύο κυλινδρικές συσκευασίες τυλιγμένες με καφέ τέλα. Ερώτησα εκείνη την ώρα «Τι είναι αυτά, είναι κάνναβης;» και μου απάντησε «Ναι». Του επίστησα την προσοχή του στον νόμο ότι χρήση και κατοχή της κάνναβης απαγορεύεται, μου απάντησε «Ξέρω το». Ακολούθως του επίστησα την προσοχή του στον νόμο ότι θα συλληφθεί και μου απάντησε «Έκαμα λάθος».
Ε. Για ποιο σκοπό συνελήφθηκε;
Α. Συνελήφθηκε για αυτόφωρο αδίκημα για την κατοχή, το οποίο παράνομο … (διακόπτεται).
Δικαστήριο προς μάρτυρα:
Ε. Για την κατοχή;
Α. Για την κατοχή των δύο κυλινδρικών συσκευασιών.
κα Αναστασίου προς μάρτυρα:
Ε. Που περιείχαν όπως μας αναφέρετε κάνναβη.
Α. Μάλιστα, που περιείχαν κάνναβη.»
Παρενθετικά σημειώνουμε ότι για τους σκοπούς της δίκης εντός δίκης δεν υπήρξε από πλευράς υπεράσπισης οποιαδήποτε αμφισβήτηση ότι ο μοτοσικλετιστής ήταν ο εφεσίβλητος και ότι τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν εκείνα για τα οποία ζητήθηκε να κατατεθούν ως τεκμήρια της υπόθεσης. Όταν η αντεξέταση του μάρτυρα επικεντρώθηκε στην «ανίχνευση» του λόγου (αιτίας) για τον οποίο τα αστυνομικά όργανα αποφάσισαν να σταματήσουν κάτω από την αερογέφυρα της Ερήμης για να ελέγξουν τα στοιχεία του εφεσίβλητου, ο μάρτυρας έδωσε κάποιες εξηγήσεις. Σχετικά είναι τα πιο κάτω αποσπάσματα από την αντεξέταση του αστυφύλακα Θεοδοσίου.
«Ε. Και η αρχική σας υποψία όπως είπετε δημιουργήθηκε γιατί αυτός ο μοτοσικλετιστής οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα στο δρόμο που δεν ήταν είπετε πολυσύχναστος και δεν είχε μοτοσικλέτες. Μιλώ για την αρχική σας υποψία.
Α. Ναι. Μία υποψία ήταν και αυτή. Αλλά και άλλη υποψία είναι ότι οι μεγαλύτερες οι διακινήσεις ναρκωτικών συνήθως από πόλη σε πόλη γίνονται με μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού και με σακίδιο στον ώμο όπως είχαμε και άλλες υποθέσεις επιτυχείς στο παρελθόν. Να αναφέρω ονόματα [*179]υποθέσεων που είχαμε αν θέλετε.
Ε. Δεν χρειάζεται. Η υποψία τώρα, διευρύνεται η αρχική σας, δεν είναι λόγω του δρόμου αλλά και διότι ένας μοτοσικλετιστής έφερε σακίδιο που συνήθως συμβαίνει σε υποθέσεις ναρκωτικών που δεν το είπετε στην κυρίως εξέταση.
Α. Είναι μία υποψία και αυτή.
Ε. Αφού ήταν η πρώτη φορά που είσαστε στο μέρος όπως είπετε προηγουμένως, πώς γνώριζες ότι ο δρόμος εκείνος δεν είναι πολυσύχναστος ούτε και έχει μοτοσικλέτες Σεπτέμβρη καιρό, 500 μέτρα από την παραλία της Πάφου;
Α. 500 μέτρα αν είναι η περιοχή που την παραλία της Πάφου δεν ξέρω.
Ε. Έστω δυο χιλιόμετρα.
Α. Ο δρόμος οδηγείται προς χωριά που είναι εγκατελειμμένα χωριά, δεν υπάρχει πολύ κίνηση, ήμουν στην περιοχή εκεί γύρω στις δύο ώρες που δεν είδα άλλη μοτοσικλέτα σε εκείνο το διάστημα που ήμουν εκεί.
………………………………………………………………………………………………………………………………
Ε. Άρα συμφωνείς μαζί μου ότι όταν σταματήσετε κάτω από την αερογέφυρα της Ερήμης, δεν σταματήσετε γιατί είχετε υποψίες ότι αυτό το πρόσωπο ήταν ύποπτο για κάτι.
Α. Είχαμε υποψίες ότι κάτι γύρευε εκεί στην περιοχή και με όλα τα περιστατικά που αναφέραμε.
Ε. Πού ακριβώς σταματήσετε το όχημα σας απόσταση από τον μοτοσικλετιστή;
Α. Ο μοτοσικλετιστής ήταν τέλεια αριστερά του δρόμου και εμείς σταματήσαμε, κάποιο μέρος του οχήματος ήταν σχεδόν δίπλα από την μοτοσικλέτα.
Ε. Τελικά δεν ήταν μπροστά από την μοτοσικλέτα, ήταν δίπλα;
Α. Κάποιο μέρος του αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο είναι μεγάλο καλύπτει, κάποιο μέρος ήταν μπροστά, κάποιο μέρος ήταν δίπλα.
Ε. Δηλαδή με τον τρόπο που τοποθετήσετε το αυτοκίνητο σας ήταν με τρόπο ώστε να μην μπορεί να φύγει αυτός ο οδηγός;
Α. Όχι. Μπορούσε να διαφύγει. Είναι μοτοσικλέτα μπορεί να κάμει ένα ελιγμό και να φύγει. Αλλά πρώτα παίρνεις, σταθμεύεις στον αυτοκινητόδρομο για ασφάλεια για εσένα, τον οδηγό και τον συνοδηγό.
………………………………………………………………[*180]………………………………………………………………
Ε. Όπως είπετε σήμερα σταματήσετε το αυτοκίνητο σας πλαγίως κοντά στον μοτοσικλετιστή, μέρος του αυτοκινήτου ήταν μπροστά στον μπροστινό τροχό από ότι κατάλαβα;
Α. Εγώ είπα ότι κάποιο μέρος του αυτοκινήτου.
Ε. Ποιο μέρος, το μπροστινό ή το πισινό;
Α. Το πισινό μέρος του αυτοκινήτου ήταν μπροστά από την μοτοσικλέτα. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ήταν μπροστά από τον μοτοσικλετιστή.
Ε. Το πισινό;
Α. Κάλυφκε την μοτοσικλέτα.
Ε. Το πισινό μέρος του αυτοκινήτου ήταν πολύ κοντά στον μπροστινό τροχό της μοτοσικλέτας, συμφωνούμε;
Α. Ήταν κοντά, ναι.
Ε. Κατέβηκες μόνο εσύ ή και ο Ιωάννου ο οδηγός;
Α. Πρώτος από το όχημα κατέβηκα εγώ και ο Ιωάννου κατέβηκε. Αλλά πρώτα εγώ που ήμουν συνοδηγός του οχήματος.
Ε. Εσύ έδειξες την αστυνομική σου ταυτότητα στον κατηγορούμενο ή και ο Ιωάννου;
Α. Να σας πω τι έχω κάμει εγώ. Εγώ έδειξα την αστυνομική μου ταυτότητα και του είχα πει «αστυνομία».
Ε. Του είπες «αστυνομία». Και αυτός τι έκαμε αμέσως;
Α. Αυτός όπως βαστούσε το τηλέφωνό του έπιασε τον καράολο.
Ε. Το τηλέφωνο στο αριστερό του χέρι;
Α. Είπα βαστούσε στο αριστερό χέρι το κράνος.
Ε. Εκάμετε κίνηση ότι μιλούσε με το αριστερό.
Α. Είπα όπως βαστούσε το τηλέφωνό του έκαμε κίνηση δεξιά με τον καράολο της μοτοσικλέτας, έκαμε ελιγμό με σκοπό να διαφύγει.
Ε. Ξεκίνησε η μοτοσικλέτα, απλώς κόψετε τον;
Α. Τον έπιασα ο ίδιος.
Ε. Πετάχτηκες πάνω;
Α. Ναι. Σταμάτησα, πετάχτηκα πάνω του, του φώναξα «αστυνομία».
Ε. Ήταν την ώρα εκείνη που του φώναξες «αστυνομία»;
Α. Του φώναξα, του είπα.
Ε. Φώναζες συνέχεια «αστυνομία»;
Α. Ξαναείπα «αστυνομία», όταν πιάνεις τον άλλο συνειδητοποιείς ότι είναι η αστυνομία.
Ε. Την ώρα που τον έπιασες συνειδητοποίησες ότι ήταν αστυνομία;
[*181] Α. Βαστούσα την ταυτότητά μου, του είπα «αστυνομία», προσπάθησε να διαφύγει, αμέσως τον ανέκοψα, τον σταμάτησα.
Ε. Μετά που πεταχτήκατε πάνω του και τον πιάσετε, έπιασες τον εσύ, τι έκαμες, έβαλες τον μπρούμυτα κάτω, τι έκαμες;
Α. Του είπα «κύριε θα σας ερευνήσω».
Ε. Τι έκαμες, όχι τι είπες.
Α. Τι έκαμα. Τον έπιασα, τον κατέβασα κάτω από την μοτοσικλέτα και του ερεύνησα την τσάντα του.
Ε. Αν ήθελε να φύγει που το μέρος μπορούσε περπατητός;
Α. Την ώρα που τον έπιασα;
Ε. Ναι.
Α. Ήταν κάτω, εκείνη την ώρα υπήρχε, τον ανέκοψα γιατί υπήρχε εύλογη υποψία ότι μπορούσε να διαφύγει.
Ε. Η εύλογη υποψία ήταν ότι για να διαφύγει που τον συνέλαβες;
Α. Όχι κύριε. Δεν είπα ότι τον συνέλαβα. Την ώρα που προσπάθησε να διαφύγει τον σταμάτησα, τον έπιασα, του ερεύνησα κανονικά την τσάντα του, είδα ότι μέσα υπήρχαν δύο κυλινδρικές συσκευασίες, τις έπιασα στα χέρια μου. Υπήρχε τέλλα καφέ τυλιγμένη, η συσκευασία ήταν κυλινδρική τυλιγμένη με τέλλα καφέ. Από μέσα υπήρχε ένα ροζ σακουλάκι, ροζ νάυλον που μύριζε έντονα κάνναβη. Υπήρχε μια σχισμή στο σακουλάκι που φαινόταν η κάνναβη.
Ε. Τα τελευταία πότε θυμήθηκες και τα είπες; Δεν τα είπες στην κυρίως εξέταση.
Α. Είναι τα γεγονότα που έγιναν εκείνη την μέρα. Διαπίστωσα ότι υπήρχε κάνναβη. Του έκαμα μια αυθόρμητη ερώτηση «τι είναι αυτά, κάνναβη»; Χωρίς να περιμένω οποιαδήποτε απάντηση, ήμουν βέβαιος ότι ήταν κάνναβη, ήταν ναρκωτικά. Αμέσως του επέστησα την προσοχή του στο Νόμο.
Ε. Δεν σου απάντησε στην ερώτηση σου και εσύ τον συνέλαβες για αυτόφωρο;
Α. Μου απάντησε ότι «ναι», αλλά δεν με ενόχλαν, ότι απάντηση και να ήταν, για εμένα ήταν δεδομένο ότι ήταν κάνναβη.
Ε. Αυτά που λέτε σήμερα στην αντεξέταση γιατί δεν τα είπετε στην κυρίως εξέταση ότι έκαμες, ότι υπήρχε σχισμή, μυρωδιά, που τα οποία ο ίδιος αντιλήφθηκες ότι ήταν κάνναβη;
Α. Με την αντεξέταση βγαίνουν άλλες ερωτήσεις που θυμούμαι ότι έγιναν. Είναι ενέργειες που κάμνεις για να βεβαιωθείς ότι είναι κάνναβη. Ηταν βεβαιωμένο για εμένα ότι ήταν κάνναβη.
[*182] Ε. Ότι θέλουμε λέμε στην αντεξέταση.
Α. Όπως νομίζετε.
Ε. Αυτά που είπετε σήμερα στην αντεξέταση τα γράψετε στην κατάθεση σας, ότι δηλαδή είχετε στιχομυθία, τον ρώτησες, σου απάντησε;
Α. Όχι, δεν το έγραψα στην κατάθεση, δεν υπήρχε λόγος. Ότι και να μου έλεγε για εμένα ήταν δεδομένο ότι ήταν ναρκωτικά.
Ε. Πάμε πίσω. Είχες πει πριν δύο ερωτήσεις ότι δεν μπορούσε να φύγει από το μέρος γιατί τον έπιασες γιατί υπήρχε εύλογη υπόνοια να φύγει, δεν θα του επέτρεπες να φύγει που το μέρος. Σωστά αντιλήφθηκα;
Α. Πιθανόν να μπορούσε να φύγει αλλά δεν είχα τέτοιο σκοπό να τον αφήσω να φύγει. Απλώς τον σταμάτησα για έλεγχο, γινόταν μία έρευνα που υπήρχε μια εύλογη υποψία λόγω του ότι τον είδαμε στην Φασούλα, έκαμε κάποιες κινήσεις που για μας θεωρήθηκαν ύποπτες. Σταματάς κάποιο να τον ρωτήσεις τα στοιχεία του, μόλις αντιλαμβάνεται την αστυνομία ξεκινά να φύγει, σημαίνει κάτι ύποπτο ή κάτι ήθελε να κρύψει από την αστυνομία, για εμένα.
Ε. Όταν το έπιασες όπως είπες που έκαμε τον ελιγμό για να φύγει τον ανέκοψες και πάλι για να τον ρωτήσεις τις ερωτήσεις που μας είπετε και να δείτε ποιος είναι;
Α. Τον ανέκοψα για να τον ερευνήσω. Για να εξακριβώσω τα στοιχεία του και να ερευνήσω τι είχε μέσα στην τσάντα του και τον ίδιο. Τι έχει η μοτοσικλέτα, να ερευνήσω την εκεί όλη κατάσταση.
Ε. Ποια κατάσταση;
Α. Την μοτοσικλέτα, τον ίδιο, το σακίδιο του τι είχε μέσα.
Ε. Με ποια εξουσία μπορούσες να κάμεις αυτά τα πράγματα;
Α. Υπήρχε εύλογη υποψία ότι διέπραττε αδίκημα. Μπορούσα να τον ανακόψω και να ερευνήσω την εν λόγω μοτοσικλέτα και τον εν λόγω οδηγό.
Ε. Ποιο αδίκημα θεωρείς ότι είχες εύλογη υποψία για να τον ανακόψεις;
Α. Εμένα στο μυαλό μου ήταν αδικήματα για τα ναρκωτικά αλλά μπορούσε να είχε διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.
Ε. Όταν τον σταμάτησες, όταν σταματήσετε μπροστά από την μοτοσικλέτα πριν φωνάξετε «αστυνομία», είχες εύλογη υπόνοια ότι είχε σχέση με ναρκωτικά;
Α. Όχι. Όταν τον σταμάτησα ήταν για να εξακριβώσω τα στοιχεία του.
Ε. Αλλά επειδή έκαμε απότομη κίνηση και δεν ήθελε να έχει [*183]καμία σχέση μαζί σας, αυτή τη στιγμή σας έκαμε να πιστεύετε ότι είχετε εύλογη υποψία ότι αυτός μετέφερε ναρκωτικά;
Α. Με συνδυασμό το ότι είδαμε στο χωριό Φασούλα.
Ε. Ότι πήγαινε με χαμηλή ταχύτητα;
Α. Με το τι είδαμε στο χωριό Φασούλα. Στο χωριό Φασούλα υπήρχε πληροφορία για διακίνηση ναρκωτικών, στο μυαλό μας ήταν και ότι όπως είπα και προηγουμένως, διακίνηση ναρκωτικών από πόλη σε πόλη γίνεται με μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού και με σακίδιο στον ώμο. Με συνδυασμό όλων αυτών είχαμε την εύλογη υποψία όταν έκαμε τον ελιγμό για να διαφύγει και τον ανακόψαμε και αυτό έγινε σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Ε. Συμφωνείς μαζί μου ότι όταν πήγατε μετά που τον συλλάβετε στην ΥΚΑΝ Λεμεσού όπως λες στην κατάθεση σου την γραπτή, εκεί αντιληφθήκατε ότι το όνομα του, διαπιστώσετε ότι είναι Στέφανος Χριστοφή, ότι δεν είχε άδεια, δεν είχε ασφάλεια η μοτοσικλέτα, δεν είχε άδεια κυκλοφορίας, συμφωνείτε;
Α. Μάλιστα. Και για αυτό τον κατάγγειλα και για αυτά τα τροχαία αδικήματα.»
Η τελευταία ερώτηση προς τον αστυφύλακα Θεοδοσίου υποβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο:
«Δικαστήριο προς μάρτυρα:
Ε. Όπως ήταν σταθμευμένη η μοτοσικλέτα κάτω από την αερογέφυρα και όπως σταθμεύσατε εσείς το αυτοκίνητο σας, εάν προτού προλάβεις να κατεβείς πήγαινε ευθεία ο κατηγορούμενος, ήταν να σας φύγει;
Α. Ναι.»
Οι δικηγόροι, ενώ είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν ερωτήσεις στο μάρτυρα, επί της πιο πάνω απάντησης, αμφότεροι δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να υποβάλουν ερώτηση.
Το Κακουργιοδικείο, θεώρησε ότι κάποια από τα γεγονότα, αποτελούσαν κοινό έδαφος. Τα γεγονότα αυτά καταγράφονται στην ενδιάμεση απόφαση από την οποία το πιο κάτω απόσπασμα:
«Συνιστά κοινό έδαφος ότι το πρόσωπο που επέβαινε της μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτας, κάτω από την αερογέφυρα της Ερήμης, ήταν ο κατηγορούμενος. Συνιστά επίσης κοινό έδαφος ότι ο ΜΚ1 αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο στο [*184]οποίο επέβαινε σαν συνεπιβάτης, πλησίασε τον κατηγορούμενο. Συνιστά επίσης κοινό έδαφος το γεγονός ότι ο ΜΚ1 ερεύνησε τον κατηγορούμενο στη σκηνή και στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας, στο σακίδιο που είχε στερεωμένο στην πλάτη του ο κατηγορούμενος, εντοπίστηκαν δυο συσκευασίες οι οποίες περιείχαν κάνναβη. Πρόκειται για την κάνναβη αντικείμενο του κατηγορητηρίου, τεκμήριο στη δίκη εντός δίκης. Τέλος, συνιστά κοινό έδαφος ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθηκε στη σκηνή για αυτόφωρο αδίκημα από τον ΜΚ1 και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού. Συνακόλουθα για σκοπούς της παρούσας δίκης εντός δίκης, υιοθετούμε τα εν λόγω γεγονότα.»
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε στη συνέχεια τις αντίστοιχες θέσεις των δικηγόρων λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη σχετική με το θέμα νομολογία. (Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1968) 2 C.L.R. 169, Αστυνομία ν. Γεωργιάδη (1983) 2 C.L.R. 33, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147 και Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51).
Το ζήτημα προς εξέταση, όπως το προσδιόρισε το Κακουργιοδικείο, ήταν κατά πόσο ο αστυφύλακας Θεοδοσίου νομιμοποιείτο να ανακόψει τον εφεσίβλητο με βάση οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης κατά πόσο η ανακοπή ήταν προσωρινή, ως η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ή συνιστούσε στέρηση της ελευθερίας του, ως η θέση της υπεράσπισης. Επί αυτού, έγινε αναφορά στη Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126, στις πρόνοιες του Άρθρου 21(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο (Ν. 29/77), Άρθρο 29(2). Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου είναι ότι με βάση τις προαναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις οι οποίες εξετάστηκαν στην Kirnouyan (ανωτέρω), παρέχεται στην αστυνομία δυνατότητα ανακοπής και έρευνας προσώπου ή μεταφορικού μέσου υπό την προϋπόθεση ύπαρξης «εύλογης υποψίας», στην περίπτωση προσώπου, είτε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο «προβαίνει ή προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή ότι έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο». Στην περίπτωση μεταφορικού μέσου, ότι το μεταφορικό μέσο που ανακόπηκε «χρησιμοποιείται ή εμπλέκεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου».
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία του αστυφύλακα Θεοδοσίου για να διαπιστώσει αν ο εν λόγω μάρτυρας είχε όντως κα[*185]τά νουν «συγκεκριμένες υποψίες οι οποίες δικαιολογούσαν την ανακοπή της μοτοσικλέτας του εφεσίβλητου και κατά πόσο αυτές οι υποψίες, κρινόμενες αντικειμενικά ήταν εύλογες.» Το Κακουργιοδικείο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τοποθετήσεις του μάρτυρα αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να σταματήσει τη μοτοσικλέτα του εφεσίβλητου ήταν αντιφατικές. Λόγω αμφιβολιών για το κατά πόσο η δράση του αστυφύλακα Θεοδοσίου στηριζόταν σε συγκεκριμένες υποψίες για διάπραξη αδικήματος από τον εφεσίβλητο, κρίθηκε ότι η ανακοπή του τελευταίου δεν είχε νομικό έρεισμα και συνεπώς, δεν ήταν ασφαλές να επιτραπεί η κατάθεση των ναρκωτικών που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσίβλητου στα πλαίσια της έρευνας.
Το πιο πάνω συμπέρασμα, είχε καταλυτικές συνέπειες στην περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Η Κατηγορούσα Αρχή χωρίς να προσφέρει άλλη μαρτυρία, έκλεισε την υπόθεσή της. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να συνδέει τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε. Η δικηγόρος που εκπροσώπησε την Κατηγορούσα Αρχή, το μόνο που δήλωσε σε απάντηση στην εισήγηση ήταν ότι, «δεν έχω να πω οτιδήποτε».
Το Κακουργιοδικείο, με υπόβαθρο την ενδιάμεση απόφασή του και ό,τι ακολούθησε, εξέτασε την εισήγηση της υπεράσπισης περί μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και αποφάσισε ότι όντως δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να συνδέει με οποιοδήποτε τρόπο τον εφεσίβλητο με τα υπό εκδίκαση αδικήματα, διαπίστωση η οποία, καθώς έχει ειπωθεί, οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση του και από τις δύο κατηγορίες.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση του διαλαμβάνει τρεις λόγους:
«(1) Δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασής του.
(2) Απόδειξη και/ή μαρτυρία πλημμελώς αποκλείστηκε.
(3) Ο νόμος και/ή οι αρχές του δικαίου εφαρμόστηκαν πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.»
Ο εφεσίβλητος με προδικαστική ένσταση λέγει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση της έφεσης κατά [*186]της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου καθότι δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το κείμενο της νομοθετικής αυτής πρόνοιας έχει ως εξής:
«137. -(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται –
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής·
(ιι) ότι η απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε·
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων·
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας· ………….…»
Ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων έγινε, μεταξύ άλλων, από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Γεν. Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγ. Νάπας ν. Χαμαλή (2000) 2 Α.Α.Δ. 241.
Στο όλο πλέγμα της παρούσας έφεσης, γενική είναι η εντύπωση ότι από την προσφερθείσα αιτιολογία των λόγων έφεσης, αλλά και από τις προφορικές παραστάσεις στις οποίες προέβηκε η συνήγορος του εφεσείοντα, εκείνο το οποίο ουσιαστικά προσβάλλεται είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας στη δίκη εντός δίκης του ΜΚ1. Κάτι τέτοιο δεν θα ενέπιπτε εντός των πιο πάνω περιπτώσεων.
Ειδικότερα όμως, εκείνο το οποίο προσβάλλεται με την έφεση είναι η εσφαλμένη κατά την εισήγηση προσέγγιση του Δικαστηρίου στο θέμα της νομικής διασύνδεσης της μαρτυρίας που αφορούσε την προηγηθείσα παρουσία και τις κινήσεις του εφεσίβλητου στην περιοχή Φασούλας, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία ως προς την προσπάθειά του όπως διαφύγει του αστυνομικού ελέγχου. Αυτή η διασύνδεση, κατά τη συνήγορο, ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την ύπαρξη εύλογης υποψίας περί διάπραξης αδικήματος στο μυαλό του ΜΚ1, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε. Με αυτή την εισήγηση μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι εγείρεται ο νομικός λόγος έφε[*187]σης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων, όπως ορίζει το Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) του Νόμου. Ότι δηλαδή εσφαλμένα το Δικαστήριο εφάρμοσε τις νομοθετικές και νομολογιακές αρχές που απαιτούν την ύπαρξη «εύλογης» υποψίας στα γεγονότα της υπόθεσης.
Περαιτέρω, όπως έχει ήδη λεχθεί, ο βασικός λόγος για τον οποίο ο εφεσείων διαφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση έγκειται στη θέση του ότι κακώς ή πλημμελώς το Κακουργιοδικείο απέκλεισε την προσφερθείσα μαρτυρία των ναρκωτικών, γεγονός που ουσιαστικά οδήγησε στην επακολουθείσασα αθώωση του κατηγορούμενου. Επομένως, φαίνεται να στοιχειοθετείται εδώ και η περίσταση που προβλέπεται στο Άρθρο 137(1)(α)(ιι) του Νόμου.
Με αυτά ως δεδομένα, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει και θα προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της έφεσης.
Η ένσταση από πλευράς εφεσίβλητου για την κατάθεση των αντικειμένων ως τεκμηρίων, στηρίχθηκε στην καθιερωμένη αρχή δικαίου ότι μαρτυρία η οποία εξασφαλίζεται κατά παράβαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, εδώ του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, Άρθρο 11 του Συντάγματος και του δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης, Άρθρο 13.1 του Συντάγματος, δεν είναι αποδεκτή. Βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147 και Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 37.
Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στην Kirnouyan (ανωτέρω), ορθά επανέλαβε ότι η ανακοπή και η ακινητοποίηση οχήματος με σκοπό την έρευνα που διενεργείται μέσα στο πλαίσιο που οριοθετούν οι πρόνοιες του περί Αστυνομίας Νόμου, του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών «δεν συνιστά στέρηση προσωπικής ελευθερίας όσο και αν ενδεχομένως συνεπάγεται, ανάλογα με τα περιστατικά, κάποιο περιορισμό των κινήσεων».
Όταν οι δυο αστυνομικοί είδαν τον εφεσίβλητο να κάθεται στη σταθμευμένη μοτοσικλέτα του κάτω από την αερογέφυρα της Ερήμης, καλόπιστα τον συνέδεσαν με τον μοτοσικλετιστή που είδαν προηγουμένως να διακινείται, ύποπτα καθώς εκτίμησαν, στο δρόμο της Φασούλας. Επρόκειτο για άγνωστο σ’ αυτούς άτομο για το [*188]οποίο χρειάστηκε να κάνουν δυο φορές επαναστροφή για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις του, οι οποίες αρχικά τους δημιούργησαν κάποια γενική και αόριστη υποψία ότι ενδεχομένως συνδέεται με κάποια παρανομία σε σχέση με ναρκωτικά. Στη δημιουργία αυτής της υποψίας, συνέτειναν ο τρόπος οδήγησης της μοτοσικλέτας, αρχικά προς μια κατεύθυνση με χαμηλή ταχύτητα, στη συνέχεια, με μεγάλη ταχύτητα, προς την αντίθετη κατεύθυνση καθώς και το γεγονός ότι επρόκειτο για μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού της οποίας ο οδηγός έφερε στην πλάτη του τσάντα. Γνώριζαν, σύμφωνα με την πείρα τους, ότι ένας συνηθισμένος τρόπος διακίνησης ναρκωτικών είναι η μεταφορά τους μέσα σε τσάντες που φέρουν άτομα επιβαίνοντα μοτοσικλετών μεγάλου κυβισμού.
Με βάση τα πιο πάνω αλλά και από το γεγονός ότι η παρουσία των αστυνομικών στη συγκεκριμένη περιοχή δεν ήταν τυχαία, αλλά σχετιζόταν με υπόθεση που αφορούσε ναρκωτικά, θεωρούμε ότι οι αστυνομικοί καλόπιστα αποφάσισαν να ελέγξουν την ταυτότητα του συγκεκριμένου μοτοσικλετιστή όταν τον συνάντησαν κάτω από την αερογέφυρα της Ερήμης.
Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι στόχος και σκοπός των αστυνομικών ήταν να ερευνήσουν τον εφεσίβλητο. Η επιδίωξη τους ήταν να ελέγξουν αρχικά τα στοιχεία του και ενδεχομένως να αντλήσουν ελεύθερα από τον ίδιο πληροφορίες για τις κινήσεις του. Όταν οι αστυνομικοί σταμάτησαν το αυτοκίνητο τους κάτω από την αερογέφυρα ο εφεσίβλητος δεν ήταν σε κίνηση και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται κατ’ αρχήν λόγος για ανακοπή στην πραγματική έννοια του όρου. Χρήζει ωστόσο εξέτασης κατά πόσο ο εφεσίβλητος διατηρούσε τη δυνατότητα να φύγει, αν ήθελε, ελεύθερα από το μέρος. Η απάντηση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον τρόπο που ακινητοποιήθηκε το αυτοκίνητο της αστυνομίας στο δρόμο σε σχέση με τη θέση της μοτοσικλέτας του εφεσίβλητου. Το συμπέρασμα βεβαίως είναι ότι το αυτοκίνητο της αστυνομίας δεν αποτελούσε εμπόδιο, αν ο εφεσίβλητος ήθελε να θέσει σε κίνηση τη μοτοσικλέτα του για να φύγει. Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από την τελευταία απάντηση του αστυφύλακα Θεοδοσίου στη σχετική επί του θέματος διευκρινιστική ερώτηση του Κακουργιοδικείου. Η εν λόγω απάντηση του μάρτυρα συνάδει γενικά με τη θέση του όπως αυτή εκπηγάζει από τη μαρτυρία του ιδωμένη στο σύνολό της.
Έχουμε την άποψη ότι η κρίσιμη φάση των γεγονότων καθώς και οι ανάλογες έννομες συνέπειες αρχίζουν από τη στιγμή που οι αστυνομικοί αποκάλυψαν στον εφεσίβλητο την ιδιότητά τους και [*189]την άμεση αντίδραση του εφεσίβλητου να διαφύγει. Είναι εκείνη τη στιγμή που οι αστυνομικοί έθεσαν υπό περιορισμό την προσωπική ελευθερία και το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης του εφεσίβλητου προκειμένου να ματαιώσουν τη διαφυγή του. Η απόπειρα του εφεσίβλητου να διαφύγει μόλις πληροφορήθηκε την ιδιότητα των αστυνομικών, ενίσχυσε την καλόπιστη υποψία ότι αυτός ενδεχομένως να είχε κάτι παράνομο στην κατοχή του γι’ αυτό εξάλλου, αμέσως μετά την ακινητοποίησή του, διενήργησαν έρευνα στα πλαίσια της οποίας εντόπισαν τα επίδικα αντικείμενα μέσα στη τσάντα.
Οι αστυνομικοί δεν προσέγγισαν τυχαία ή αυθαίρετα τον εφεσίβλητο. Γνώριζαν, με βάση την πείρα τους στην ΥΚΑΝ ότι ένας συνηθισμένος τρόπος διακίνησης ναρκωτικών είναι μέσα σε τσάντες που μεταφέρουν στην πλάτη οδηγοί μοτοσικλετών μεγάλου κυβισμού. Οι κινήσεις του εφεσίβλητου με τη τσάντα στην πλάτη και με μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού στη συγκεκριμένη περιοχή, όπου οι αστυνομικοί είχαν ειδικά μεταβεί για σκοπούς υπόθεσης ναρκωτικών, κίνησε την υποψία τους. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ήταν φυσικό να ενδιαφερθούν για την ταυτότητα του εφεσίβλητου. Είναι λοιπόν φανερό ότι η καλόπιστη υποψία των αστυνομικών κατέστη εξ αντικειμένου και εύλογη, όπως επιμαρτυρείται από τα ίδια τα γεγονότα. Ο τρόπος αντίδρασης του εφεσίβλητου μόλις πληροφορήθηκε την ιδιότητα των αστυνομικών ήταν αφύσικος, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε υπό τις περιστάσεις τις επακόλουθες ενέργειες των αστυνομικών. Οι εν λόγω ενέργειες δεν ήταν ούτε αυθαίρετες ούτε δυσανάλογες προς τις ανάγκες που προέκυψαν τη δεδομένη στιγμή. Βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 411.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι διωκτικές αρχές για την εξασφάλιση της επίδικης μαρτυρίας δεν χρησιμοποίησαν μέσα και μεθόδους που συνιστούν παραβίαση οποιουδήποτε συνταγματικού δικαιώματος του εφεσίβλητου. Η έρευνα, στα πλαίσια της οποίας ανευρέθηκε η επίδικη μαρτυρία, έγινε νόμιμα χωρίς να παραβιαστεί κανένα συνταγματικό δικαίωμα του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Κακουργιοδικείο.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Κακουργιοδικείο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο