(2010) 2 ΑΑΔ 226
[*226]10 Μαΐου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟY ΑΛΛΩΣ ΡΟΠΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2009)
Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Σύμφυτη και/ή εγγενής εξουσία ― Κατά πόσο υπάρχει σύμφυτη και/ή εγγενής εξουσία η οποία να παρέχει το δικαίωμα στο Ανώτατο Δικαστήριο να επανανοίξει μια αποπερατωθείσα μετά από πλήρη ακρόαση έγκυρη έφεση και να διατάξει νέα δίκη από το Εφετείο ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.
Έφεση ― Δικονομία ― Αίτηση για επανάνοιγμα αποπερατωθείσας έφεσης ― Κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία, με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του Πρωτοκόλλου 7, Άρθρο 4(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν.18(ΙΙΙ)/2000 και του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, να διατάξει το επανάνοιγμα αποπερατωθείσας ποινικής έφεσης ενόψει νέας ανακαλυφθείσας μαρτυρίας σε υπόθεση φόνου εκ προμελέτης, η οποία (νέα μαρτυρία), κατ’ ισχυρισμόν, καθιστούσε την καταδίκη του αιτητή επισφαλή και/ή άδικη.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Ανώτατο Δικαστήριο ― Συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους ― Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του ― Δικαστήριο της δικαιοσύνης ― Χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.
[*227]Ο αιτητής ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης δια βίου για τον εκ προμελέτης φόνο του Μάριου Παναγίδη και για συνωμοσία για διάπραξη του εγκλήματος, καταχώρησε την παρούσα αίτηση με στόχο να επιτύχει το επανάνοιγμα της Ποινικής Έφεσης 6741 ενόψει νέας ανακαλυφθείσας μαρτυρίας η οποία, σύμφωνα με ισχυρισμό του, καθιστά την καταδίκη του επισφαλή και/ή άδικη. Η νέα μαρτυρία συνίσταται (α) στην κατάθεση του Αστυφύλακα Νίκου Οδιάτη ημερ.22.9.98 την οποία, όπως ισχυρίσθηκε ο αιτητής, η Κατηγορούσα Αρχή απέκρυψε από την υπεράσπιση με αποτέλεσμα να μην παρουσιαστεί ούτε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αλλά ούτε και κατ’ έφεση και (β) στην επιστολή του εκ των συγκατηγορούμενων του εφεσείοντος Ara Edward Harutyunian ημερ.28.2.00, την οποία ο εν λόγω εφεσείων απέστειλε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, μετά την καταδίκη του.
Η νομική βάση της αίτησης στηρίζεται στην ποινική και στην πολιτική Δικονομία, στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, και ιδιαίτερα στο Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν.18(ΙΙΙ)/2000, στους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, όπως περιγράφονται λεπτομερώς στην αίτηση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης εκτίθενται σε ένορκη δήλωση του εφεσείοντος. Εκεί παραθέτει το ιστορικό της υπόθεσης από την καταδίκη του μέχρι την απόρριψη αίτησής του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Application No.17313/2002 Christodoulou v. Cyprus 17.11.2006).
Η Δημοκρατία καταχώρησε ένσταση απαριθμώντας αριθμό λόγων για μη αποδοχή της αίτησης, η ουσία των οποίων έγκειται στο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει εκ νέου την έφεση.
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο συνήγορος του αιτητή αναγνώρισε ότι το Πρωτόκολλο 7, τυγχάνει εφαρμογής νοουμένου ότι τούτο μπορεί να γίνει «μόνο στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας του κράτους μέλους», αλλά ισχυρίστηκε ότι τούτο μπορεί να γίνει με βάση τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και/ή με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ουδεμία από τις νομοθετικές και διαδικαστικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστή[*228]ριο για επανάνοιγμα και επανεξέταση της υπόθεσης με την έννοια να ενεργήσει ως Τριτοβάθμιο Εφετείο.
2. Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει σύμφυτη και/ή εγγενή δικαιοδοσία να επανανοίξει μια υπόθεση και να διατάξει νέα δίκη από το Εφετείο, αφού μια τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, εξουσία που σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει. Αυτό είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη. Η ουσία των ισχυρισμών του αιτητή στην παρούσα υπόθεση είναι ότι η προηγούμενη δίκη ήταν άδικη και/ή επισφαλής, και όχι άκυρη.
3. Το επανάνοιγμα της υπόθεσης δεν μπορεί να επιτύχει ούτε με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του Πρωτοκόλλου 7, Άρθρο 4(2) (πιο πάνω) και του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Το Άρθρο αυτό είναι νομοθέτημα που ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διασώθηκε με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος νοουμένου ότι δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως το άρθρο αυτό στην έκταση που αφορά νομοθέτημα που γίνεται σε άλλη χώρα (εδώ στην Αγγλία) μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αντίθετο με το Άρθρο 61 του Συντάγματος.
Ενόψει των πιο πάνω τα όσα προβλέπονται στο Criminal Appeal Act του 1995 της Αγγλίας, τα οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην Κύπρο.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Νο.2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,
Application No. 17313/2002, (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), Christodoulou ν. Cyprus, ημερ. 17/11/2006,
Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 43,
Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2009) 2 Α.Α.Δ. 235,
[*229]Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 294,
Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724,
Χρίστου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 491,
Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151,
Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302,
Κορέλλης (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1122,
Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718,
R. ν. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrates & other ex parte Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339,
Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (Αρ. 3) (2004) 3 Α.Α.Δ. 542,
Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (Αρ. 2) (2004) 3 Α.Α.Δ. 456,
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.ΑΔ. 159,
Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659,
Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060,
Εύρηκα Λτδ. ν. Unilever Plc (1994) 1 Α.Α.Δ. 124.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή με την οποία ζητά επανάνοιγμα της Ποινικής Έφεσης Αρ. 6741, ημερομ. 30/11/2000.
Σ. Δράκος με Μ. Στυλιανού, για τον Αιτητή.
Ε. Κλεόπα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Δ. Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
[*230]ΑΡΤΕΜΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φωτίου, Δ..
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής στις 25/6/99 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού (απόφαση πλειοψηφίας) στην υπόθεση αρ. 22175/98 μαζί με τους Ara Edward Harutyunian και Νίκο Νικολάου για τον εκ προμελέτης φόνο του Μάριου Παναγίδη και για συνωμοσία για διάπραξη του εγκλήματος και έκτοτε είναι κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές εκτίοντας ποινή ισόβιας φυλάκισης, αφού σχετική έφεση του (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Νο. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628) έχει απορριφθεί.
Στις 25/1/09 καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά τις εξής θεραπείες:
(Α) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάττει το επανάνοιγμα (reopening) της Ποινικής Έφεσης 6741 ενόψει της νέας ανακαλυφθείσας μαρτυρίας που καθιστά την καταδίκη του Αιτητή επισφαλή και/ή άδικη, και/ή
(Β) Οιανδήποτε άλλη διαταγή και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου που θεωρεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης για σκοπούς επανανοίγματος της υπόθεσης της δολοφονίας του Μάριου Παναγίδη από την Λεμεσό με οποιαδήποτε διαδικασία θεωρεί το Σεβαστό Δικαστήριο καλύτερη, ενόψει της νέας ανακαλυφθείσας μαρτυρίας που καθιστά την καταδίκη του Αιτητή επισφαλή και/ή άδικη, και/ή
(Γ) Διάταγμα και/ή Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου που να επιτρέπει την προσαγωγή της νέας ανακαλυφθείσας μαρτυρίας στην βάση των περαιτέρω λόγων έφεσης που επισυνάπτονται.
(Δ) Οιανδήποτε άλλη διαταγή το Σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις.»
Η νομική βάση της αίτησης του καλύπτει ένα πολύ ευρύ φάσμα νομοθεσίας τόσο από την ποινική όσο και την πολιτική δικονομία, το Σύνταγμα της Δημοκρατίας και ιδιαίτερα το Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν. 18(ΙΙΙ)/2000, τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και τις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, όπως περιγράφονται με λεπτομέρεια στην αίτηση.
Αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης, αυτά φαίνονται σε [*231]δική του ένορκη δήλωση. Παραθέτει εκεί το ιστορικό της υπόθεσης από της καταδίκης του μέχρι την απόρριψη αίτησης του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Application No. 17313/2002 Christodoulou ν. Cyprus 17/11/2006).
Η ουσία του ισχυρισμού του είναι ότι μετά την απόρριψη της έφεσης του (όπως και της έφεσης των δύο συγκατηγορουμένων του), διατάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα νέα έρευνα της υπόθεσης δολοφονίας του Μάριου Παναγίδη. Επανανοίχθηκε ο ανακριτικός φάκελος και ανευρέθηκε νέο μαρτυρικό υλικό, πάρθηκαν νέα τεκμήρια και καταθέσεις. Στο πλαίσιο διερεύνησης διαφάνηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέκρυψε από την υπεράσπιση την κατάθεση του Αστυφύλακα Νίκου Οδιάτη ημερ. 22/9/98 και συνέχισε να αρνείται την ύπαρξη της μέχρι 27/3/08 όπου τελικά του έδωσε αντίγραφο ο Γενικός Εισαγγελέας μαζί με άλλα τεκμήρια. Τούτο έγινε κατορθωτό μετά που εξασφάλισε άδεια και καταχώρησε αίτηση για mandamus η οποία τελικά αποσύρθηκε (βλ. Αναφορικά με τον Ιερόθεο Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 43). Η εν λόγω κατάθεση δεν είχε παρουσιαστεί ούτε στο Κακουργιοδικείο ούτε κατά την ακρόαση της έφεσης. Αναφέρει ο αιτητής ότι στις 8/9/08 καταχώρησε την ποινική αίτηση 6/08 για παράταση χρόνου να καταχωρήσει νέα έφεση η οποία όμως, όπως διαπιστώθηκε στην πορεία, ήταν ελαττωματική και αίτημά του να τροποποιήσει την εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 9/4/09 (βλ. Αναφορικά με τον Ιερόθεο Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2009) 2 Α.Α.Δ. 235). Αποτέλεσμα ήταν να αποσύρει στις 21/5/09 και την αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης νέας έφεσης άνευ βλάβης των δικαιωμάτων του. Καταλήγει ο αιτητής με την ένορκη δήλωση του ότι η έρευνα και η διαδικασία της δίκης του ήταν άδικη και οδήγησε στην επισφαλή καταδίκη του για τους ακόλουθους λόγους:
(1) Ο Αστυνομικός Νίκος Οδιάτης έδωσε ανακριβή κατάθεση για την οποία εξήγησε μεταγενέστερα ότι φοβόταν για την ζωή του.
(2) Η Υπεράσπιση δεν γνώριζε για το γεγονός ότι η κατάθεση του Νίκου Οδιάτη ήταν ανακριβής.
(3) Η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποκαλύψει την κατάθεση του Αστυνομικού Νίκου Οδιάτη.
(4) Η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποκαλύψει την επιστολή του Ara Edward Harutyunian πριν την ακρόαση της έφεσης, [*232]και ως αποτέλεσμα οδήγησε στην ανικανότητα της Υπεράσπισης να λάβει οιονδήποτε μέτρο το οποίο θα βοηθούσε την Υπεράσπιση του.
(5) Η αποτυχία της κατηγορούσας αρχής και/ή της Αστυνομίας να επανανοίξουν και/ή να επανεξετάσουν την υπόθεση αυτή εντός ευλόγου χρόνου, δηλαδή να εξετάσουν το περιεχόμενο της επιστολής του Ara Edward Harutyunian και να λάβουν τα αναφερθέντα υπό αυτού τεκμήρια, οδήγησε σε αδικία και δεν είχε αποτελεσματική έφεση.
(6) Η αποτυχία της κατηγορούσας αρχής και/ή της Αστυνομίας να κάνουν μια ολοκληρωμένη και/ή αποτελεσματική έρευνα τουλάχιστο κατά την επανεξέταση, παραβίασε συγκεκριμένα δικαιώματα του όπως αυτά αναφέρονται στη νομική βάση.
(7) Αδικαιολόγητα η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε επανανοίξει την υπόθεση με σκοπό να την θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου στην βάση της νέας μαρτυρίας, αφού δεν ήταν θέμα που απτόταν των αρμοδιοτήτων του Γενικού Εισαγγελέα και/ή ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε εξουσία και/ή διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί εις το να παραπεμφθεί η νέα μαρτυρία που ανακαλύφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς επανανοίγματος της υπόθεσης και αξιολόγησης της.
(8) Αδικαιολόγητη καθυστέρηση αποκάλυψης της νέας μαρτυρίας.
(9) Παρεμπόδιση της απονομής της δικαιοσύνης.
Είναι η θέση του ότι αν τα πιο πάνω ήσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο το Εφετείο όσο και το Κακουργιοδικείο «θα κατέληγαν πιθανότατα σε διαφορετικό συμπέρασμα.» Γι’ αυτό υπάρχουν εξαιρετικές (special) και ασυνήθιστες (unusual) περιστάσεις και είναι εύλογο ή δίκαιο ή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
Για σκοπούς πλήρους εικόνας των γεγονότων της υπόθεσης επισημαίνουμε ότι πριν ξεκινήσει η ακρόαση των εφέσεων που καταχώρησαν κατά της καταδίκης, ο αιτητής στην παρούσα και οι άλλοι δυο συγκατηγορούμενοι του (Ποιν. Εφ. 6741, 6742 και 6751), ο εφεσείων Harutyunian μέσω του κ. Πέτρου Κληρίδη, Εισαγγελέα τότε της Δημοκρατίας, υπέβαλε προφορικό άτυπο αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας, δηλαδή το περιεχόμενο μιας επιστολής ημερ. [*233]28/2/00 την οποία ο εφεσείων Harutyunian απέστειλε στον Γενικό Εισαγγελέα, μετά την καταδίκη του. Στο αίτημα του κ. Κληρίδη έφεραν τότε ένσταση τόσο ο αιτητής στην παρούσα αίτηση, όσο και ο εφεσείων Νικολάου. Το Εφετείο δέχθηκε τις ενστάσεις και απέρριψε το αίτημα για προσαγωγή ως μαρτυρίας της εν λόγω επιστολής εφόσον η έγκριση της αίτησης «θα είχε και την παράδοξη προέκταση να επιτραπεί σ’ ένα των καταδικασθέντων να προσάγει μαρτυρία κατ’ έφεση η οποία πηγάζει από τον ίδιο εναντίον των συγκατηγορουμένων του». (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 294). Επισημαίνουμε επίσης ότι η καταδίκη του αιτητή από το Κακουργιοδικείο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία του Νίκου Ηρακλέους, συνεργού στο έγκλημα, τον οποίο όμως το Κακουργιοδικείο έκρινε αξιόπιστο, η οποία συνίστατο στο ότι ο αιτητής ήταν ο ηθικός αυτουργός, δηλαδή το πρόσωπο που έδωσε εντολή στους Νίκο Νικολάου και Harutyunian να δολοφονήσουν τον Παναγίδη με εκτελεστή τον Harutyunian.
Το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η πλευρά του αιτητή, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Άρθρο 4 – Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα:
(1) Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού.
(2) Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
(3) Καμία απόκλιση από αυτό το άρθρο δεν επιτρέπεται με βάση το Άρθρο 15 της Σύμβασης.»
Από πλευράς της Δημοκρατίας υπήρξε ένσταση στην οποία απαριθμείται αριθμός λόγων γιατί η αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, η ουσία των οποίων είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο [*234]δεν κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει εκ νέου την έφεση. Αναφορικά με το Πρωτόκολλο 7, η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ανάφερε τα εξής:
«Το Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο επικαλείται ο αιτητής στην αίτηση του κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 18(ΙΙΙ)/2000 και προνοεί στο Άρθρο 4 την επανάληψη της διαδικασίας όταν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή όπου υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα στην προηγηθείσα διαδικασία επηρεάζον το αποτέλεσμα της, αλλά μόνο στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας της χώρας κράτους μέλους της Σύμβασης.»
Κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναγνώρισε ότι το Πρωτόκολλο 7, τυγχάνει εφαρμογής νοουμένου ότι τούτο μπορεί να γίνει «μόνο στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας του κράτους μέλους», αλλά ισχυρίστηκε ότι τούτο μπορεί να γίνει με βάση τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και/ή με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις με προσοχή. Ουδεμία από τις διάφορες νομοθετικές και διαδικαστικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο για επανάνοιγμα και επανεξέταση της υπόθεσης με την έννοια να ενεργήσει ως Τριτοβάθμιο Εφετείο. Παραμένει μόνο το κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει με βάση τις συμφυείς εξουσίες ή το Άρθρο 3 του Κεφ. 155.
Συμφυείς εξουσίες
Οι συμφυείς και/ή εγγενείς και/ή σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου έχουν περιγραφεί ως το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve powers) του Δικαστηρίου τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί που αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία. Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Μ. Πικής αναφερόμενος στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου περιέγραψε αυτές ως «εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του – Δικαστήριο της δικαιοσύνης – χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικα[*235]σιών».
Στην υπόθεση Χρίστου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 491, που αφορούσε αίτηση με στόχο την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης λόγω απουσίας του δικηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος όμως είχε γνώση της ημερομηνίας, αλλά από λάθος δεν τη σημείωσε, το Εφετείο σε ex tempore απόφαση που απήγγειλε ο Κωνσταντινίδης Δ ανάφερε τα ακόλουθα:
«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Θέσαμε ευθέως στον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας το θεμελιώδες ότι δεν υπάρχει στην Κύπρο τριτοβάθμια δικαιοδοσία. Θα σημειώναμε συναφώς τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151 στην οποία έγινε αναφορά στη σελ. 156 και στην υπόθεση Βερεγγάρια Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1772. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι δυνατό να ασκηθεί δικαιοδοσία προς έλεγχο του τρόπου με τον οποίο άσκησε την εξουσία του το Εφετείο.»
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, η εφεσείουσα μετά την απόσυρση και απόρριψη της έφεσης της, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε επαναφορά της έφεσης. Στη νομική βάση της αίτησης ήταν και η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου. Απορρίπτοντας την αίτηση, η Ολομέλεια στη σελ. 155 ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:
«Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι’ αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.S. Dockray στο άρθρο του «The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1997) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει, στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:
«These decisions are quite inconsistent with the idea that the in[*236]herent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will.”
Έχοντας υπόψη ότι η δικονομική εξουσία επαναφοράς έχει αυστηρά θεσμοθετηθεί από τους διαδικαστικούς κανόνες και τη νομολογία που τους έχει ερμηνεύσει έχουμε τη γνώμη ότι το εγειρόμενο δεν είναι από τα θέματα που μπορεί να καλύψει η σύμφυτη εξουσία. Τέτοια βάση για την έκδοση διατάγματος της μορφής που επιδιώκεται με την αίτηση δεν προσφέρεται.»
Πιο κάτω στη σελ. 156 λέχθηκαν τα εξής:
«Η Ολομέλεια όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία της στα πλαίσια των διατάξεων του Άρθρου 11(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 (όπως τροποποιήθηκε), δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανόμενης απόφασης για την απόρριψη έφεσης. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που, όπως έχει λεχθεί στην Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772, αποτελεί «βαθμίδα δικαιοδοσίας άγνωστη στο Σύνταγμα και το νόμο».»
Στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302, μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, ως εσφαλμένης, και για επανασυζήτηση της υπόθεσης. Απορρίπτοντας την αίτηση το Εφετείο στη σελ. 304 ανάφερε τα εξής:
«Η άποψη μας είναι πως η αίτηση είναι αβάσιμη. Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο, με διευρυμένη μάλιστα σύνθεση από 5 δικαστές, ερεύνησε το ζήτημα που μας απασχολεί στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, στην οποία ηγέρθηκαν πανομοιότυπα νομικά σημεία. Δεν θα αναφερθούμε σε έκταση στην απόφαση. Θα αρκεστούμε να πούμε μόνο πως σ’ αυτή γίνεται εξαντλητική συζήτηση του ζητήματος, με ειδική μάλιστα συγκριτική αναφορά στα ισχύοντα στην Αγγλία και στον τόπο μας.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ως δικό μας σχόλιο, είναι πως η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ορφανίδης υιοθέτησε ουσιαστικά τη θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε, της διασφάλισης δηλαδή της τελεσιδικίας. Δεν έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα από[*237]φασή του, με σκοπό την επανασυζήτησή της.»
Στην υπόθεση Κορέλλης (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1122 το Κακουργιοδικείο, κατά τη διάρκεια εκδίκασης υπόθεσης για βιασμό, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία υποχρεωνόταν η Εισαγγελική Αρχή να παραδώσει στην Υπεράσπιση ορισμένα τεκμήρια για εξέταση. Τα εν λόγω διατάγματα ακυρώθηκαν με ένταλμα certiorari μετά από αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο με πλειοψηφία 7 από τους 9 δικαστές της διευρυμένης σύνθεσης στην Πολ. Έφεση Αρ. 10227 (βλ. Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718). Συνέχισε η δίκη, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης, μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, είπε πως ο Ρ. Γαβριηλίδης τότε Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, συμβούλευσε τους εξεταστές ότι η πορεία των ανακρίσεων ήταν νομικά ορθή. Μετά την καταδίκη υποβλήθηκε αίτηση προς την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ακύρωση και/ή παραμερισμό της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στη Πολιτική Έφεση Αρ. 10227 λόγω ισχυριζόμενης κακής σύνθεσης του Εφετείου που επιλήφθηκε της έφεσης αφού σ’ αυτή συμμετείχε Δικαστής (Ρ. Γαβριηλίδης), ο οποίος υπό την προηγούμενή του ιδιότητα του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είχε συμβουλεύσει τους εξεταστές της υπόθεσης για τη νομική ορθότητα της έφεσης σε βάρος του αιτητή. Οι δικηγόροι του αιτητή επικαλέστηκαν ως βάση του αιτήματος τους την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση R. ν. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrates & other ex parte Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577. Η Εισαγγελική αρχή έφερε ένσταση τονίζοντας ότι το υπό συζήτηση αίτημα υποβλήθηκε μετά την καταδίκη και όχι αμέσως μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του Υπαστυνόμου, ο οποίος είχε αναφέρει ότι ο Δικαστής (πρώην Εισαγγελέας) είχε δώσει την γνώμη του περί της πορείας των ανακρίσεων.
Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (6 από 9 Δικαστές) απέρριψαν την αίτηση. Η ουσία της απόφασης ήταν ότι το υπό εξέταση θέμα δικαιοδοσίας, είχε ανεπιφύλακτα και καθαρά αποφασιστεί στην απόφαση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, όπου υιοθετείται και προηγούμενη νομολογία και επαναλαμβάνεται ότι οι συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του, ούτε έχουν ως λόγο την επέκταση τους. Τονίστηκε ότι η ουσία της σκέψης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντωνίου είναι η εφαρμογή του Συντάγματος και των Νόμων, ειδικότερα του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νό[*238]μου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί, που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου όπως προβλέπει το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος και ότι υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο σε έκνομη πορεία.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, μετά την αποπεράτωση της Αναθεωρητικής έφεσης ο αποτυχών εφεσείων καταχώρησε αίτηση με την οποία όπως ανάφερε «εξαιτείται την επανακρόαση της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 1449 υπό της Ολομέλειας του Δικαστηρίου». Η Ολομέλεια (7 δικαστές) αποφάσισε ότι δεν υπήρχε εξουσία για τέτοιο διάβημα. Στη σελ. 340 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω): σελ. 56)
«Για την ολοκλήρωση της εικόνας η οποία διαγράφεται από τη νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και στις Attorney – General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, όπου αναγνωρίστηκε ότι το Σύνταγμα δεν καθιερώνει δικαίωμα έφεσης και ότι η θεσμοθέτησή του ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία. Εξάλλου, έχει αναγνωρισθεί ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 11(2) (πρόβλεψη για έφεση), είναι δευτεροβάθμια και ασκείται βάσει και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και καθορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί θεσμοί (βλ., μεταξύ άλλων, Republic ν. Vassilliades (1967) 3 C.L.R. 82, Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213 και Δημοκρατία ν. Βιολάρη & άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456).»
Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.»
Στην ίδια υπόθεση με αναφορά στην προαναφερθείσα υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) λέχθηκε ότι ούτε με [*239]βάση τις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου θα μπορούσε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά (Αρ. 3) (2004) 3 Α.Α.Δ. 542, μετά από την ολοκλήρωση της δίκης και έκδοσης απόφασης από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 3413 (βλ. Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (Αρ. 2) (2004) 3 Α.Α.Δ. 456), υποβλήθηκε αίτημα για επανάνοιγμα γιατί, κατά τους ισχυρισμούς ενός των αιτητών «η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξέτασε ζήτημα που ήγειρε στην προσφυγή του σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων». Επαναλήφθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει αφού τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με ανάληψη τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, κάτι που δεν ήταν νομικά δυνατό.
Στην ίδια γραμμή, ότι δηλαδή δεν υπάρχει εξουσία για επανάνοιγμα υπόθεσης εφετείου και για διεξαγωγή νέας δίκης, είναι και τα όσα αναφέρθηκαν από το Εφετείο στην άμεσα σχετική με την παρούσα προαναφερθείσα υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235 που καταχώρησε ο αιτητής για τροποποίηση αίτησης για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης όπου αποφασίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά τόσο με το Πρωτόκολλο 7 όσο και τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου:
«….Πρόσθετα, το Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 18(ΙΙΙ)/2000, προνοεί στο Άρθρο 4 την επανάληψη της διαδικασίας όταν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή όπου υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα στην προηγηθείσα διαδικασία, επηρεάζον το αποτέλεσμα της, αλλά στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας της χώρας κράτους-μέλους της Σύμβασης. Δεν χρειάζεται εδώ να εξεταστεί διεξοδικά το πιο πάνω Άρθρο για σκοπούς της παρούσας αίτησης. Να λεχθεί όμως ότι κατά κύριο λόγο εμπεδώνει την αρχή του «ne bis in idem» και πολύ λίγες υποθέσεις παρουσιάστηκαν στο Ε.Δ.Α.Δ. πάνω σ’ αυτό. (Gilles Duterte: Key case-law extracts European Court of Human Rights (2003) και Donna Gomien: Short Guide to the European Convention of Human Rights 3η έκδ. (2005)].»
Αναφορικά με τη σύμφυτη εξουσία το Εφετείο στην ίδια υπόθεση ανάφερε τα ακόλουθα:
«Το δε κατάλοιπο εξουσίας, το οποίο επικαλέστηκε ο συνήγορος, δεν διασώζει την κατάσταση, γιατί δεν μπορεί να δημιουρ[*240]γήσει εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα τόσο θεμελιακές. Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Σε ό,τι Αφορά Αίτημα (Petition) του εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).»
Δεν παραγνωρίζουμε ότι υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επανάνοιξε υπόθεση μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων και επιφύλαξη της απόφασης, ενόψει γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της. (βλ. μεταξύ άλλων, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.ΑΔ. 159 και Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659). Όμως οι περιπτώσεις εκείνες διαφοροποιούνται διότι εκεί δεν είχε ολοκληρωθεί η δίκη με την έκδοση απόφασης έτσι ώστε να ζητείτο το επανάνοιγμα σε μεταγενέστερο στάδιο για σκοπούς νέας δίκης, όπως είναι το αίτημα στην παρούσα υπόθεση.
Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη. Σχετική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, όπου η Αναθεωρητική Έφεση είχε ολοκληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη ενός μάλιστα από τα οποία η προαγωγή είχε ακυρωθεί από την Ολομέλεια αφού δέχθηκε την αντέφεση. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις κρίθηκε ότι η διαδικασία ήταν άκυρη και έτσι η Πλήρης Ολομέλεια παραμέρισε την απόφαση και διέταξε όπως διεξαχθεί ξανά η δίκη. Στη σελ. 1067 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου [*241]προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.»
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει σύμφυτη και/ή εγγενής εξουσία η οποία να παρέχει το δικαίωμα στο Ανώτατο Δικαστήριο να επανανοίξει μια αποπερατωθείσα μετά από πλήρη ακρόαση έγκυρη έφεση και να διατάξει νέα δίκη από το Εφετείο αφού μια τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, εξουσία που σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει. Η εξουσία αυτή, εκεί όπου ασκήθηκε, περιορίστηκε στην περίπτωση όπου η προηγούμενη δίκη ήταν άκυρη, που δεν είναι η περίπτωση μας. Η ουσία των ισχυρισμών του αιτητή στην παρούσα υπόθεση είναι ότι η προηγούμενη δίκη ήταν άδικη και/ή επισφαλής, και όχι άκυρη.
Άρθρο 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155
Εφόσον έχουμε καταλήξει ότι οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου δεν μπορούν να έχουν τέτοια έκταση ώστε να παρέχουν εξουσία για επανάνοιγμα αποπερατωθείσας έφεσης με έκδοση απόφασης και διεξαγωγή νέας ακρόασης υπό μορφή έφεσης, μένει να εξετάσουμε αν αυτό μπορεί να γίνει με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του Πρωτοκόλλου 7, Άρθρο 4(2) (πιο πάνω) και του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Αναφορικά με ζητήματα ποινικής δικονομίας για τα οποία δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Νόμο αυτό ή σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα που ισχύει εκάστοτε, κάθε Δικαστήριο εφαρμόζει σε ποινική διαδικασία, το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία και κανόνες πρακτικής οι οποίοι αφορούν την ποινική δικονομία.»
Το Άρθρο 3 του Κεφ. 155 είναι νομοθέτημα που ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διασώθηκε με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος νοουμένου ότι δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως το άρθρο αυτό, στην έκταση που αφορά νομοθέτημα που γίνεται σε άλλη χώρα (εδώ στην Αγγλία) μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αντίθετο με το Άρθρο 61 του Συντάγματος. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εύρηκα Λτδ. ν. Unilever Plc (1994) 1 Α.Α.Δ. 124, σελ. 136:
«Έχει εγερθεί διαζευκτικά πως αντίκειται και είναι ασύμφωνη προς το Σύνταγμα, ειδικά προς το Άρθρο 61, η συλλήβδην εισαγωγή του Αγγλικού Νόμου όπως αυτός ενδεχομένως θα έχει [*242]θεσπιστεί και μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας τόσο σε σχέση προς το περιεχόμενο των προνομίων και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Άρθρο 2 όσο και σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εξουσία, σύμφωνα με το Άρθρο 4, να αποφασίσει πως, παρά την εγγραφή στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν αποκτήθηκαν αποκλειστικά προνόμια και δικαιώματα. Μπορούμε να διακηρύξουμε πως δεν είναι δυνατό να υπάρχει αμφιβολία ότι πράγματι Νόμος που καθιστά ισχύοντα και εφαρμόσιμο στην Κύπρο Νόμο που θεσπίζει άλλο κράτος μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι ασύμφωνος και αντίθετος προς το Άρθρο 61 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η Νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις.»
Ενόψει των πιο πάνω τα όσα προβλέπονται στο Criminal Appeal Act του 1995 της Αγγλίας, τα οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην Κύπρο.
Καταλήγουμε ότι η αίτηση δεν ευσταθεί και επομένως απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο