Ιωάννου Γιώργος ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 243

(2010) 2 ΑΑΔ 243

[*243]11 Μαΐου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 242/2009)

 

Ποινή ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών ― Εφεσείων, κοινοτάρχης, εκτελώντας το επάγγελμά του ως αμπελουργός, εργοδότησε για λίγες ημέρες δύο αλλοδαπούς, χωρίς να ελέγξει το καθεστώς υπό το οποίο αυτοί βρίσκονταν στην Κύπρο ― Λευκό ποινικό μητρώο, παραδοχή σε καθυστερημένο στάδιο ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο μηνών ― Κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή θα είχε ως αποτέλεσμα ο εφεσείων να εκπέσει από τη θέση την οποία κατέχει ως κοινοτάρχης του χωριού του ― Κατά πόσο το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιείκεια τις περιπτώσεις εργοδότησης αλλοδαπού εργοδοτούμενου που εισήλθε αρχικά νόμιμα και αργότερα κατέστη παράνομος, από τις περιπτώσεις εργοδότησης αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε εξ αρχής παράνομα στη Δημοκρατία ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Κοινοτάρχες ― Διάπραξη αδικημάτων από Κοινοτάρχες και μέλη Κοινοτικών Συμβουλίων ― Καταδίκη και επιβολή ποινής ― Επιπτώσεις στη σταδιοδρομία τους ― Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 (Ν. 86(Ι)/99), όπως τροποποιήθηκε ― Εφαρμοστέες αρχές.

Ο εφεσείων ο οποίος είναι κοινοτάρχης του χωριού Μαλλιά, είναι αμπελουργός στο επάγγελμα και κατά την περίοδο του τρύγου εργοδότησε τους αλλοδαπούς κατηγορουμένους 2 και 3 χωρίς να ελέγξει το καθεστώς υπό το οποίο αυτοί βρίσκονταν στην Κύπρο. Επρόκειτο, όπως ο ίδιος ανέφερε, να τους εργοδοτήσει για τρεις – τέσσερις μέρες μόνο. Εν τω μεταξύ όμως, αστυνομική διερεύνηση αποκάλυψε ότι οι δύο εργοδοτηθέντες αλλοδαποί βρίσκονταν παράνομα στη Δημοκρατία.

[*244]Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή δίμηνης φυλάκισης στην κατηγορία για Παράνομη Εργοδότηση Αλλοδαπών, την οποία και προσβάλλει με την παρούσα έφεσή του. Οι τρεις συνολικά λόγοι έφεσής του, περιστρέφονται γύρω από τον κεντρικό άξονα: Ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξατομίκευσε ορθά την ποινή, έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις προσωπικές του συνθήκες και στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος, εκτός από το λευκό ποινικό μητρώο του πελάτη του, την παραδοχή του έστω και καθυστερημένα, τις οικογενειακές του περιστάσεις κλπ επικαλέσθηκε και τους ακόλουθους δύο παράγοντες, τους οποίους το Δικαστήριο, όπως ισχυρίστηκε, δεν τους θεώρησε ως μετριαστικούς και δεν διαφοροποίησε επί το έλασσον την ποινή του εφεσείοντος, λόγω αυτών των παραγόντων:

(α) Των σοβαρών επιπτώσεων τις οποίες θα επέφερε ποινή φυλάκισης στη θέση του ως κοινοτάρχη.

(β) Του γεγονότος ότι οι δύο εργοδοτηθέντες από τον εφεσείοντα αλλοδαποί είχαν εισέλθει νόμιμα στη Δημοκρατία και τους είχε παρασχεθεί άδεια εργασίας για κάποιο διάστημα.

Η σχετική νομοθεσία την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων θα εκπέσει της θέσης την οποία κατέχει ως κοινοτάρχης, είναι ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 (Ν.86(Ι)/99), όπως τροποποιήθηκε. Ο συνήγορος δεν παρέπεμψε ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε το Εφετείο στις συγκεκριμένες πρόνοιες του Νόμου στις οποίες αναφερόταν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η περίπτωση του εφεσείοντος δεν καλύπτεται από το Άρθρο 16(2) (ε) και (3) του Νόμου, το οποίο προφανώς είναι και το σχετικό.

2.  Η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι δεν θα έπρεπε να τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης επειδή ως αποτέλεσμα της επιβολής αυτής της ποινής για το συγκεκριμένο αδίκημα, ο εφεσείων αυτόματα θα εξέπιπτε της θέσης του ως κοινοτάρχης, δεν στοιχειοθετείται για τους ακόλουθους δύο βασικούς λόγους:

α. Επειδή δεν είναι σε σχέση με καταδίκη για οποιοδήποτε αδίκημα που ένας κοινοτάρχης εκπίπτει της θέσης, αλλά μόνο για αδικήματα τα οποία είναι “ατιμωτικής φύσης” ή ενέχουν “ηθική αισχρότητα”.

[*245]β. Επειδή ο νόμος δεν περιορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κοινοτάρχης εκπίπτει της θέσης του μόνο σε εκείνες στις οποίες επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης για ένα τέτοιας φύσεως αδίκημα, αλλ’ η ίδια η καταδίκη φαίνεται να είναι αρκετός λόγος, ανεξάρτητα από το είδος ή το ύψος της ποινής που επιβάλλεται.

3.  Για τους σκοπούς της παρούσας έφεσης δεν υποβλήθηκε καν θέση ότι το διαπραχθέν από τον εφεσείοντα αδίκημα έχει τα χαρακτηριστικά που έθεσε ο νομοθέτης. Ως προς δε την εισήγηση ότι μια ποινή άλλη παρά της φυλάκισης θα αποσοβούσε την εφαρμογή της νομοθετικής πρόνοιας, μια τέτοια θέση δεν εξάγεται από την ίδια την πρόνοια.

4.  Τόσο η περίπτωση εργοδότησης αλλοδαπού εργοδοτούμενου που εισήλθε αρχικά νόμιμα και αργότερα κατέστη παράνομος όσο και η περίπτωση εργοδότησης αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε εξ αρχής παράνομα στη Δημοκρατία, αντιμετωπίζονται με την ίδια σοβαρότητα και αυστηρότητα και με γνώμονα την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Russel Zak κ.ά. v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6,

Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335,

Chehab v. Republic (1986) 2 C.L.R. 197,

Qinlong κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 501,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2006) 2 Α.Α.Δ. 488,

Tabrizi ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 21489/09), ημερομηνίας 7/12/09.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

[*246]Μ. Πασιαρδή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Την ποινή δίμηνης φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε μια κατηγορία για Παράνομη Εργοδότηση Αλλοδαπών, προσβάλλει με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων. Θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε επιβάλει ποινή φυλάκισης στην περίπτωσή του, αλλά θα μπορούσε να αρκεστεί σε ποινή προστίμου, ενώ τώρα το Εφετείο, παραμερίζοντας την ακατάλληλη ποινή της φυλάκισης, δεν θα έπρεπε να επιβάλει ούτε ποινή προστίμου, επειδή ο εφεσείων έχει ήδη αποφυλακιστεί με Προεδρική χάρη, οπότε κατάλληλη υπό τις περιστάσεις θα ήταν ίσως η υποκατάσταση της ποινής φυλάκισης με μια εγγύηση για κάποιο χρηματικό ποσό ότι θα τηρεί τους νόμους.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων, ο οποίος είναι κοινοτάρχης του χωριού Μαλλιά, είναι αμπελουργός και κατά την περίοδο του τρύγου ασχολείτο με τη συγκομιδή σταφυλιών. Όπως δηλώθηκε από το συνήγορό του στο Δικαστήριο, εργοδότησε προς υποβοήθησή του τους αλλοδαπούς-κατηγορουμένους 2 και 3 στην ίδια υπόθεση, χωρίς να ελέγξει το καθεστώς υπό το οποίο αυτοί βρίσκονταν στην Κύπρο, επειδή οι εργασίες του τρύγου ήσαν επείγουσες, αναμένοντας να του παρουσιάσουν τα σχετικά έγγραφά τους σε δύο-τρεις μέρες. Επρόκειτο, όπως είχε αναφέρει ο εφεσείων, να τους εργοδοτήσει για τρεις-τέσσερις μέρες μόνο. Εν τω μεταξύ όμως, αστυνομική διερεύνηση αποκάλυψε ότι οι δύο εργοδοτηθέντες αλλοδαποί βρίσκονταν παράνομα στη Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, ο 2ος κατηγορούμενος, Αιγύπτιος υπήκοος, είχε εισέλθει στην Κύπρο στις 5.10.2007 για να εργαστεί ως εργάτης σε φυτώρια στην Επαρχία Λευκωσίας και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 30.8.2008. Εγκατέλειψε όμως την εργασία του και διέμενε στην Κύπρο παράνομα μέχρι και την 12.9.2009 που συνελήφθη εργοδοτούμενος από τον εφεσείοντα στη Μαλλιά. Ο 3ος κατηγορούμενος, επίσης Αιγύπτιος υπήκοος, είχε επίσης εισέλθει στην Κύπρο νόμιμα, αλλ’ εγκατέλειψε τον εργοδότη του πριν τη λήξη της άδειας παραμονής και εργασίας του και κατέστη παράνομος από 9.2.2007, οπότε ήταν αναζητούμενο πρόσωπο.

[*247]Με την έφεσή του, ο εφεσείων ήγειρε προς εξέταση τρεις συνολικά Λόγους Έφεσης, οι οποίοι όμως περιστρέφονται γύρω από ένα κεντρικό άξονα: Ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξατομίκευσε ορθά την επιβληθείσα ποινή, έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.

Όπως έχουμε αντιληφθεί την αιτιολογία των Λόγων Έφεσης, είναι η θέση του αιτητή ότι κάποιους μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες, όπως είναι το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, την έστω και σε καθυστερημένο στάδιο παραδοχή του, τις οικογενειακές του περιστάσεις κλπ., αν και φαίνεται να τις έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν τούτοις δεν είχαν το ανάλογο αντίκρυσμα στην επιβληθείσα ποινή. Άλλους δε σημαντικούς, κατά τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα παράγοντες, το Δικαστήριο δεν τους θεώρησε ως μετριαστικούς και δεν διαφοροποίησε επί το έλασσον την ποινή στην περίπτωση του εφεσείοντα, λόγω αυτών των παραγόντων.

Αυτοί οι παράγοντες είναι δύο:

α. Οι σοβαρές επιπτώσεις τις οποίες θα είχε μια ποινή φυλάκισης στη θέση την οποία κατέχει ο εφεσείων ως κοινοτάρχης.

β. Το γεγονός ότι οι δύο εργοδοτηθέντες από τον εφεσείοντα αλλοδαποί είχαν εισέλθει νόμιμα στη Δημοκρατία και τους είχε παρασχεθεί άδεια εργασίας για κάποιο διάστημα.

Οι επακόλουθες επιπτώσεις τις οποίες αναμένεται να υποστεί ο εφεσείων λόγω της ποινής φυλάκισης.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε ιδιαίτερα το θέμα των επιπτώσεων τις οποίες αναπόφευκτα θα υποστεί ο εφεσείων λόγω της επιβολής ποινής φυλάκισης, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, θα έχει ως αποτέλεσμα να εκπέσει από τη θέση την οποία κατέχει ως κοινοτάρχης του χωριού του. Παρέπεμψε δε σε επί του θέματος νομολογία σύμφωνα με την οποία τέτοιων προεκτάσεων επιπτώσεις στη σταδιοδρομία ενός προσώπου λαμβάνονται υπόψη κατά το έργο της επιλογής της κατάλληλης ποινής. (Russel Zak κ.ά. v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6, David Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335, Chehab v. Republic (1986) 2 C.L.R. 197).

[*248]Προσεγγίζοντας το υπό εξέταση θέμα και τις αρχές που πηγάζουν από τη νομολογία, θα παρατηρούσαμε τα εξής:

Σε περιπτώσεις κατηγορουμένων κατά τις οποίες, πέραν της όποιας ποινής την οποία καλείται να επιβάλει το Δικαστήριο, καθίσταται γνωστό ότι ο καταδικασθείς θα έχει περαιτέρω και σοβαρές επιπτώσεις στην εργασία, επιτήδευμα, σταδιοδρομία ή θέση την οποία κατέχει κατ’ εφαρμογή νόμου, κανονισμών ή συμβατικών όρων λόγω της επιβολής ποινής φυλάκισης, είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο όπως εξετάσει κατά πόσο υπό τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, η ποινή φυλάκισης θα μπορούσε να αποφευχθεί και να επιβληθεί εναλλακτική ποινή ως ικανοποιητικό τιμωρητικό μέτρο.

Το σκεπτικό αυτής της προσέγγισης προκύπτει από την αναγκαιότητα της διασφάλισής του ότι ο συνδυασμός της επιβαλλόμενης ποινής μαζί με τις σοβαρές παρελκόμενες επιπτώσεις που δυνατόν αυτή να επιφέρει στο άτομο του καταδικασθέντα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα αυστηρές και δυσανάλογες προς τη σοβαρότητα του αδικήματος, λαμβανομένης βέβαια πάντα υπόψη και της αναγκαιότητας προς επιβολή αποτρεπτικών ποινών, εκεί όπου αυτή υπάρχει.

Με βάση όμως τα περιστατικά της παρούσας έφεσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:

Η σχετική νομοθεσία την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων θα εκπέσει της θέσης την οποία κατέχει ως κοινοτάρχης, είναι ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 (Νόμος αρ. 86(Ι)/99), όπως τροποποιήθηκε. Ο συνήγορος δεν παρέπεμψε ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε το Εφετείο στις συγκεκριμένες πρόνοιες του Νόμου στις οποίες αναφερόταν και θεωρούμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε το λεκτικό του Άρθρου 16(2)(ε) και (3) του Νόμου, το οποίο προφανώς είναι και το σχετικό:

“16(1)……….

(2) Δεν μπορεί να διατελεί κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου πρόσωπο το οποίο –

(α) ……………

(β) ……………

(γ) ……………

[*249](δ) ……………

(ε) μετά την εκλογή του καταδικάστηκε για αδίκημα ατιμωτικής φύσης ή ηθικής αισχρότητας ή έχει στερηθεί του δικαιώματος εκλογιμότητας έπειτα από απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου, λόγω διάπραξης οποιουδήποτε εκλογικού αδικήματος.

…………………………………..

…………………………………..

 (3) Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της θητείας κοινοτάρχη ή μέλους Συμβουλίου υπάρξει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας ή τα ασυμβίβαστα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι κοινοτάρχης ή μέλος του Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση. Η θέση του κενούται και πληρούται σύμφωνα με τη διαδικασία………………………….”

Όπως είναι φανερό, η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι δεν θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης επειδή ως αποτέλεσμα της επιβολής αυτής της ποινής για το συγκεκριμένο αδίκημα ο εφεσείων αυτόματα θα εξέπιπτε της θέσης του ως κοινοτάρχης, δεν στοιχειοθετείται για δύο βασικούς λόγους:

α. Επειδή δεν είναι σε σχέση με καταδίκη για οποιοδήποτε αδίκημα που ένας κοινοτάρχης εκπίπτει της θέσης, αλλά μόνο για αδικήματα τα οποία είναι “ατιμωτικής φύσης” ή ενέχουν “ηθική αισχρότητα”.

β. Επειδή ο νόμος δεν περιορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κοινοτάρχης εκπίπτει της θέσης του μόνο σε εκείνες στις οποίες επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης για ένα τέτοιας φύσεως αδίκημα, αλλ’ η ίδια η καταδίκη φαίνεται να είναι αρκετός λόγος, ανεξάρτητα από το είδος ή το ύψος της ποινής που επιβάλλεται.

Θα αποφύγουμε να ερμηνεύσουμε τις νομοθετικές πρόνοιες και να αποφανθούμε εάν και κατά πόσο το συγκεκριμένο αδίκημα στο οποίο καταδικάσθηκε ο εφεσείων είναι ή όχι ατιμωτικής φύσεως και/ή ενέχει ή όχι ηθική αισχρότητα, καθότι σε πρώτο τουλάχιστο στάδιο επαφίεται σε όργανο της διοίκησης να κρίνει κάτι τέτοιο και όχι στο Δικαστήριο. Για σκοπούς της παρούσας έφεσης αρκεί να λεχθεί ότι δεν υποβλήθηκε καν θέση ότι το διαπραχθέν από τον εφεσείοντα αδίκημα έχει τα χαρακτηριστικά που έθεσε ο νομοθέτης. Ως προς δε την εισήγηση ότι μια ποινή άλλη παρά της φυλά[*250]κισης θα αποσοβούσε την εφαρμογή της νομοθετικής πρόνοιας, μια τέτοια θέση δεν εξάγεται από την ίδια την πρόνοια.

Επομένως, ο Λόγος αυτός Έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Το γεγονός ότι οι εργοδοτηθέντες από τον εφεσείοντα αλλοδαποί είχαν εισέλθει νόμιμα στη Δημοκρατία και τους είχε παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας.

Σύμφωνα με τις θέσεις τις οποίες προώθησε ο συνήγορος του εφεσείοντα, το πιο πάνω γεγονός διαφοροποιεί προς το ευνοϊκότερο την περίπτωση του εφεσείοντα από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο εργοδοτεί αλλοδαπούς οι οποίοι εισήλθαν και διαμένουν παράνομα στην Κύπρο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την πιο πάνω εισήγηση η οποία τέθηκε ενώπιον του αποδεχόμενο μόνο, και ορθά, ότι διαφοροποίηση μπορεί να γίνει με βάση τη νομολογία εκεί όπου ένας εργοδότης εργοδοτεί αλλοδαπό ο οποίος δεν είχε μεν δικαίωμα εργασίας, πλην όμως νόμιμα βρισκόταν στη Δημοκρατία (Lin Qinlong κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 501 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2006) 2 Α.Α.Δ. 488). Όπως δε επίσης ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η νομολογία δεν διαχωρίζει από άποψης σοβαρότητας την περίπτωση εργοδότησης αλλοδαπού εργοδοτούμενου που εισήλθε αρχικά νόμιμα και αργότερα κατέστη παράνομος (όπως εδώ), από την περίπτωση εργοδότησης αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε εξ αρχής παράνομα στη Δημοκρατία. Και οι δύο περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με την ίδια σοβαρότητα και αυστηρότητα και με γνώμονα την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο υιοθέτησε το Εφετείο στην υπόθεση Abolfaze Tabrizi ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 και στο οποίο παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι χαρακτηριστικό αυτής της προσέγγισης:

“Αδικήματα που αφορούν την παράνομο είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσης αλλά και αδικήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ [*251]οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορούμενου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.”

Συμφωνούμε πλήρως με την πιο πάνω προσέγγιση του εγειρόμενου θέματος και καταλήγουμε ότι ούτε και αυτός ο Λόγος Έφεσης ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο