Mohamed Shahin Haisan Fawzy ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266

(2010) 2 ΑΑΔ 266

[*266]3 Ιουνίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

SHAHIN HAISAN FAWZY MOHAMED,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 152/2009)

 

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία, σε βαθμό που κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα, δεν μπορούν να στηρίξουν καταδίκη.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ― Καταδικαστική απόφαση ― Ακυρώθηκε κατ’ έφεση λόγω των εύλογων και ουσιαστικών αμφιβολιών οι οποίες προέκυπταν από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η ενοχή του εφεσείοντος με την απαιτούμενη βεβαιότητα.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή.

Αυτοάμυνα ― Βάρος αποδείξεως ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποκλείσει την υπεράσπιση της αυτοάμυνας, στο επίπεδο απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας ― Προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται αξιόπιστοι μάρτυρες.

Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου προς την Αστυνομία ― Καταφυγή στο ψεύδος προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων ― Κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε κατηγορία που αφορούσε πράξη που σκόπευε την πρόκληση βαριάς [*267]σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίστηκαν στις 23.6.2008 στο σπίτι του εφεσείοντος στην Πάφο με θύμα τον παραπονούμενο, ο οποίος εργοδοτείτο από τον εφεσείοντα ως καλουψιής, και στον οποίο ο εφεσείων όφειλε το ποσό των €2000 για δεδουλευμένους μισθούς. Κατά την ημερομηνία του επεισοδίου, γύρω στις 9.30 μ.μ., ο παραπονούμενος επισκέφθηκε τον εφεσείοντα στο σπίτι του απαιτώντας την οφειλή των μισθών του. Η συζήτηση μεταξύ τους οξύνθηκε και κατέληξε στη χρήση βίας. Ο παραπονούμενος τραυματίστηκε με μαχαίρι το οποίο χρησιμοποίησε ο εφεσείων και με το οποίο έπληξε το σώμα του τρεις φορές, τραυματίζοντάς τον στην πλάτη, στο χέρι και στην αριστερή μαστική χώρα. Σύμφωνα με καταγγελία του εφεσείοντα στην Αστυνομία, ο παραπονούμενος εκτός από μαχαίρι κρατούσε και σκεπάρνι και όταν τον επισκέφθηκε είχε σκοπό να τον τραυματίσει.

Ο εφεσείων πρόβαλε την υπεράσπιση της αυτοάμυνας. Στην ανώμοτη δήλωσή του ο εφεσείων πρόβαλε την εκδοχή ότι ο παραπονούμενος στο αριστερό του χέρι κρατούσε μαχαίρι και ο εφεσείων προσπαθούσε να του το πάρει. Καθώς δε τραβιόντουσαν και συμπλέκονταν, ο παραπονούμενος προσπάθησε να τον κτυπήσει με το σκεπάρνι. Αυτός το απέκρουσε και καθώς τραβιόντουσαν, κτύπησε τον παραπονούμενο στο χέρι με το μαχαίρι, αλλ΄ αυτός κατάφερε να τον κτυπήσει με το σκεπάρνι στο κεφάλι. Ο παραπονούμενος σηκώθηκε, στάθηκε και ο εφεσείων και άρχισε να του φωνάζει να φύγει από το σπίτι του. Το σκεπάρνι του είχε πέσει του παραπονούμενου, ενώ το μαχαίρι που του το είχε πάρει ο εφεσείων, το άφησε εκεί, επί τόπου για να το βρει η Αστυνομία.

Το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο κατά πλειοψηφία τη βασική μαρτυρία του παραπονούμενου, δεν πείσθηκε περί της προβληθείσας εκδοχής του εφεσείοντος για αυτοάμυνα και καταδίκασε τελικά τον εφεσείοντα στην κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα και του επέβαλε την ποινή της 6ετούς φυλάκισης.

Ο εφεσείων εφεσιβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή.

Λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης:

1.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία.

[*268]2.      Υπήρχαν αντιφάσεις μεταξύ των καταθέσεων του παραπονούμενου στην Αστυνομία και της δια ζώσης μαρτυρίας του.

3.  Η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων κατηγορίας ήταν εσφαλμένη, ενόψει της ύπαρξης σοβαρών αντιφάσεων.

4.  Η εξαγωγή ευρημάτων ενοχής του εφεσείοντος, αποτελεί προϊόν εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας του παραπονούμενου ως αξιόπιστης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ψεύδη και οι αναπροσαρμογές των δηλώσεων και της μαρτυρίας του παραπονούμενου εκάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και το θέμα της κατοχής του σκεπαρνιού. Ο παραπονούμενος περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ της πρώτης του κατάθεσης και της συμπληρωματικής του κατάθεσης σε σχέση με το θέμα αυτό, προσάρμοζε δε τη θέση του ανάλογα με τα γεγονότα που έρχονταν στο προσκήνιο.

     Την εξήγηση του παραπονούμενου γιατί απέκρυψε τα του σκεπαρνιού δεν την δέχθηκε ούτε το Κακουργιοδικείο, το οποίο επίσης δεν δέχθηκε ούτε και την τελική του θέση σύμφωνα με την οποία το σκεπάρνι το πήρε από το αυτοκίνητό του μετά που δέχτηκε από τον εφεσείοντα και τα τρία πλήγματα που είχε υποστεί.

2.  Αντιφατική και αμφίβολης ποιότητας μαρτυρία ήταν και η μαρτυρία του παραπονούμενου σε ό,τι αφορούσε στα γεγονότα που προηγήθηκαν της επίσκεψης του παραπονούμενου στο σπίτι του εφεσείοντος.

3.  Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου, αν και αναγνώρισε τα πιο πάνω τρωτά στη μαρτυρία του παραπονούμενου, δεν τα θεώρησε σημαντικά, σε βαθμό που να έχουν καταλυτική σημασία στην εν γένει αξιοπιστία του. Όπως διακήρυξε η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου στην απόφασή της, το Δικαστήριο μπορεί και έχει δικαίωμα με βάση τη νομολογία να αποδέχεται μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίπτει άλλο μέρος της μαρτυρίας.

4.  Όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να επιλέξει το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα το οποίο, κατά την [*269]άποψη του Δικαστηρίου, εκφράζει την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο θεωρείται λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας μνήμης.

5.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν προσφερόταν η δυνατότητα επιλογής μερών της μαρτυρίας του παραπονούμενου, αφού η αξιοπιστία του είχε εκθεμελιωθεί λόγω των αντιφάσεων, αυτοαναιρέσεων και ψευδών του δηλώσεων.

6.  Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την ενοχή του εφεσείοντος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και επίσης να αποκλείσει την υπεράσπιση της αυτοάμυνας, η οποία εξ αρχής προβαλλόταν, από αυτόν, στο επίπεδο απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Agapiou v. Panagiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215,

Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212,

Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 1 Α.Α.Δ. 56,

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168,

Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292,

Maifoshis v. Police (1978) 2 C.L.R. 9,

Γιάλλουρου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Χαραλάμπους, Π.Ε.Δ., Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ., Ματθαίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7255/08), ημερομηνίας 2/7/09 και 10/7/09.

Μ. Αγγελίδου με Κ. Δήμου, για τον Εφεσείοντα.

[*270]Α. Χ”Κύρου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν μακράς ακροαματικής διαδικασίας το Κακουργιοδικείο Πάφου έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στη δεύτερη κατηγορία στο κατηγορητήριο που αντιμετώπιζε και αφορούσε πράξη που σκόπευε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Συγκεκριμένα, ότι στις 23.6.2008 στην Πάφο, με σκοπό την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον Samer Ahmad Salem από την Ιορδανία, με τη χρήση μαχαιριού τον τραυμάτισε παράνομα και του προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη. Ο εφεσείων αθωώθηκε στην πρώτη κατηγορία, αναφορικά με το ίδιο επεισόδιο, η οποία αφορούσε σε απόπειρα φόνου κατά παράβαση του Άρθρου 214 του Ποινικού Κώδικα. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε ληφθεί κατά πλειοψηφία και με αυτήν διαφώνησε το μέλος του Μ. Ματθαίου, Δ., ο οποίος και εξέδωσε ξεχωριστή, διιστάμενη απόφαση, με την οποία έκρινε πως ούτε η δεύτερη κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα είχε αποδειχθεί.

Όπως διαπιστώθηκε από τη δοθείσα μαρτυρία, ο παραπονούμενος εργοδοτείτο από τον εφεσείοντα ως καλουψιής, ο οποίος όμως, όπως ισχυριζόταν ο πρώτος, δεν του κατέβαλε τους μισθούς δύο μηνών, οπότε εγκατέλειψε την εργασία του και απασχολήθηκε αλλού. Συνέχισε να ζητά την πληρωμή σ’ αυτόν ποσού €2.000 για δεδουλευμένους μισθούς του, πλην όμως ο εφεσείων του έλεγε να περιμένει. Κατά την ημερομηνία του επεισοδίου, γύρω στις 9.30μ.μ., ο παραπονούμενος επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο στο σπίτι του και πάλι σε σχέση με την οφειλή των μισθών του. Η συζήτηση μεταξύ τους οξύνθηκε και κατέληξε στη χρήση βίας, με τον παραπονούμενο να έχει τραυματισθεί με μαχαίρι το οποίο χρησιμοποίησε ο εφεσείων και με το οποίο έπληξε το σώμα του τρεις φορές έξω από το σπίτι του δεύτερου. Προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη στον παραπονούμενο, ο οποίος τραυματίστηκε στην πλάτη, στο χέρι και στην αριστερή μαστική χώρα. Σύμφωνα με καταγγελία του εφεσείοντα στην Αστυνομία, αυτός ισχυρίστηκε ότι ο παραπονούμενος τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του κρατώντας μαχαίρι και σκεπάρνι με σκοπό να τον τραυματίσει, ενώ ο ίδιος ενήργησε αυτοαμυνόμενος και ο λόγος που τον μαχαίρωσε ήταν για να προστατεύσει τον εαυτό του. Αυτή ήταν και η γραμμή υπεράσπισής [*271]του η οποία προωθήθηκε κατά τη δίκη και τελικά αυτό ήταν το ερώτημα στο οποίο έπρεπε να απαντήσει το Κακουργιοδικείο, κατά πόσο δηλαδή οι μαχαιριές τις οποίες επέφερε ο εφεσείων στον παραπονούμενο συνιστούσαν την παράνομη πράξη της απόπειρας φόνου ή πράξη που σκόπευε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ή κατά πόσο αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα άσκησης δικαιώματος αυτοάμυνας.

Όπως έχει προαναφερθεί, το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο κατά πλειοψηφία τη βασική μαρτυρία του παραπονούμενου, δεν πείσθηκε περί της προβληθείσας εκδοχής του εφεσείοντα για αυτοάμυνα και, αφού βρήκε πως δεν στοιχειοθετείτο η κατηγορία απόπειρας φόνου, καταδίκασε τελικά τον εφεσείοντα στην κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή 6ετούς φυλάκισης.

Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα τόσο της καταδίκης του, όσο και του ύψους της επιβληθείσας σ’ αυτόν ποινής φυλάκισης. Ο εφεσείων ήγειρε συνολικά οκτώ λόγους έφεσης εκ των οποίων ο όγδοος αφορά στο ύψος της ποινής, ενώ ο τρίτος και ο έβδομος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκαν.

Ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία, όπως και η συνήγορος του εφεσείοντα, θα συνεξετάσουμε τους Λόγους Έφεσης αρ. 1, 2, 4 και 5 οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους.

Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 2, 4 και 5.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλονται γενικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται πιο συγκεκριμένα η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του παραπονούμενου, παρά τις κατ’ ισχυρισμό αντιφάσεις που διαπιστώνονται μεταξύ των δύο καταθέσεων που έδωσε στην Αστυνομία και της δια ζώσης μαρτυρίας του.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων κατηγορίας παρά την κατ’ ισχυρισμό ύπαρξη σοβαρών αντιφάσεων.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η εξαγωγή ευρημάτων ενοχής του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά [*272]που αυτό εσφαλμένα αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονούμενου.

Ως προς το θέμα της αποδοχής της μαρτυρίας του παραπονούμενου από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατηρούμε τα εξής:

Η εκδοχή την οποία πρόβαλε στο Κακουργιοδικείο ο παραπονούμενος ήταν ότι, όταν έφθασε στο σπίτι του εφεσείοντα, του ζήτησε να του δώσει τα χρήματα που του χρωστούσε, πλην όμως ο εφεσείων του είπε ότι δεν είχε χρήματα και δεν του χρωστούσε τίποτε, οπότε άρχισαν να συζητούν έντονα. Σε κάποια στιγμή, ενώ ο παραπονούμενος γύρισε να φύγει, ένιωσε πόνο στην ωμοπλάτη και, αφού γύρισε προς το μέρος του εφεσείοντα, προσπάθησε να αρπάξει το χέρι του με το οποίο κρατούσε ένα μαχαίρι, πλην όμως ο εφεσείων τον τραυμάτισε ξανά με το μαχαίρι στο πάνω μέρος της δεξιάς παλάμης του και στη συνέχεια τον έπληξε στην αριστερή μεριά του στήθους του. Ακολούθως, ο παραπονούμενος πήγε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του και πήρε ένα σκεπάρνι με σκοπό να κτυπήσει τον εφεσείοντα, αλλ’ όμως δεν μπόρεσε να το κρατήσει λόγω του τραυματισμού του στο χέρι και του έπεσε.

Στην ανώμοτη δήλωσή του, ο εφεσείων είχε προβάλει την εξής εκδοχή: Μετά που του τηλεφώνησε ο παραπονούμενος ότι βρισκόταν έξω από το σπίτι του, βγήκε έξω και είδε το αυτοκίνητο του παραπονούμενου “κολλημένο” πίσω από το δικό του και τον παραπονούμενο να στέκεται απ’ έξω. Όταν τον πλησίασε περί το ένα μέτρο, είδε ότι τα χέρια του ήταν πίσω από την πλάτη του. Τον κάλεσε μέσα για καφέ, αυτός έβαλε τα χέρια του μπροστά και προσπάθησε να του επιτεθεί, χωρίς να μιλήσει καθόλου. Τότε ο εφεσείων τον έπιασε από τη φανέλα και το λαιμό και τον έριξε στο έδαφος. Ο παραπονούμενος στο αριστερό του χέρι κρατούσε μαχαίρι και ο εφεσείων προσπαθούσε να του το πάρει. Καθώς δε τραβιόντουσαν και συμπλέκονταν, ο παραπονούμενος προσπάθησε να τον κτυπήσει με σκεπάρνι. Αυτός το απέκρουσε και καθώς τραβιόντουσαν, κτύπησε τον παραπονούμενο στο χέρι με το μαχαίρι, αλλ’ αυτός κατάφερε να τον κτυπήσει με το σκεπάρνι στο κεφάλι. Ο παραπονούμενος σηκώθηκε, στάθηκε και ο εφεσείων και άρχισε να του φωνάζει να φύγει από το σπίτι του. Το σκεπάρνι του είχε πέσει του παραπονούμενου, ενώ το μαχαίρι που του το είχε πάρει ο εφεσείων, το άφησε εκεί, επί τόπου για να το βρει η Αστυνομία.

Με την απόφασή της, η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα τον παραπονούμενο και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του σχεδόν εξ’ ολοκλήρου, εξαιρουμένων κάποιων σημείων. Ένα από αυτά τα σημεία ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου [*273]σύμφωνα με την οποία ο ίδιος πήγε να πάρει το σκεπάρνι από το αυτοκίνητό του μετά που δέχθηκε και το τρίτο πλήγμα με μαχαίρι. Όπως αναφέρθηκε σχετικά στη σελίδα 22 της απόφασης:

“Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο παραπονούμενος προσπάθησε να πιάσει το σκεπάρνι από το διπλοκάμπινο αυτοκίνητο μετά που υπέστη και τα τρία τραύματα. Η λογική πορεία των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο παραπονούμενος έπιασε το σκεπάρνι από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου μετά το πρώτο πλήγμα που υπέστη στην πλάτη και γυρνώντας προς τον Κατηγορούμενο, ο Κατηγορούμενος τον τραυμάτισε στο χέρι με σκοπό τον αφοπλισμό του από το σκεπάρνι και ακολούθως του επέφερε το τρίτο κτύπημα στην μαστική χώρα.”

Σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχτηκε τον παραπονούμενο ως αξιόπιστο, λογικά θα έπρεπε να δεχθεί και τη θέση του ότι η ενέργειά του να πάρει το σκεπάρνι ήταν η τελευταία. Αφού δε έκρινε ότι αυτό δεν ήταν λογικό, τότε λανθασμένα απέκλεισε το ενδεχόμενο η ενέργεια του παραπονούμενου να έπαιρνε το σκεπάρνι δεν ήταν η εναρκτήρια πράξη, όπως ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα.

Βέβαια, το πρόβλημα στη μαρτυρία του παραπονούμενου αναφορικά με το σκεπάρνι δεν περιοριζόταν μόνο στο ζήτημα του πότε ήταν που αυτός πήγε να πάρει το σκεπάρνι από το αυτοκίνητό του. Ένα πιο σοβαρό θέμα εγειρόταν και είχε σχέση με τη στάση που τήρησε ο παραπονούμενος σε σχέση με την ύπαρξη του σκεπαρνιού στη σκηνή του επεισοδίου και την όποια χρήση του από τον ίδιο. Πιο συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος είχε δώσει δύο γραπτές καταθέσεις στην Αστυνομία μετά το επεισόδιο και έδωσε και ένορκη προφορική μαρτυρία στο Δικαστήριο. Στην πρώτη του κατάθεση, ο παραπονούμενος μίλησε μόνο για μαχαίρι που κρατούσε ο εφεσείων και τίποτε δεν ανέφερε για σκεπάρνι. Στη συμπληρωματική του κατάθεση που έδωσε αργότερα, αυτή τη φορά, μετά που τον πληροφόρησε αστυνομικός ότι στη σκηνή του επεισοδίου είχε βρεθεί ένα σκεπάρνι, σχολίασε λέγοντας:

“….. Ο Shahin κρατούσε μόνο μαχαίρι και δεν κρατούσε σκεπάρνι που μου είπε ο αστυνομικός ότι ήτανε στη σκηνή του εγκλήματος ένα σκεπάρνι. Εγώ πιστεύω ότι ο Shahin το έβαλε εκεί. Εγώ δεν ακούμπησα το μαχαίρι ή το σκεπάρνι τα οποία ήταν εκεί. ……………Εγώ δεν του επιτέθηκα….”

Αυτά είχε πει στις δύο γραπτές καταθέσεις του ο παραπονού[*274]μενος. Όμως, στην κύρια εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε πει τα εξής: (σελ. 204-205 Πρακτικών):

“… Αυτός ήρθε και με κτύπησε με το μαχαίρι στην πλάτη. Όταν με κτύπησε γύρισα και αυτός με κτύπησε ξανά στο χέρι και στο στήθος κοντά στην καρδιά….

……. Πήγα στην κάσια του διπλοκάμπινου μου, πήρα ένα σκεπάρνι για να τον κτυπήσω με αυτό αμυνόμενος, αλλά δεν τα κατάφερα και μου έπεσε από το χέρι…..”

Αντεξεταζόμενος εκτεταμένα ο παραπονούμενος ως προς το ασυμβίβαστο της μαρτυρίας του με όσα είχε αναφέρει ή παραλείψει να αναφέρει στις δύο καταθέσεις του, έδωσε τις εξής εξηγήσεις: Κατ’ αρχή είπε πως όταν τον ερωτούσαν, ξέχασε να αναφέρει ότι το σκεπάρνι το είχε πάρει ο ίδιος. Ερωτηθείς δε ως προς το ότι στην κατάθεσή του όχι μόνο δεν ανέφερε για το σκεπάρνι αλλά πρόσθεσε ότι εκείνα που έλεγε ο εφεσείων ότι ο ίδιος ήταν που κρατούσε σκεπάρνι ήταν ψέματα για να δικαιολογήσει τη θέση του, ο παραπονούμενος απάντησε, “Εγώ ίσως να τα είπα μ’ αυτό τον τρόπο στην αστυνομία, αλλά όταν είχα κτυπηθεί, πήγα προς το αυτοκίνητο και επήρα το σκεπάρνι από την κάσια για να αμυνθώ, δεν κατάφερα να το πιάσω σωστά το σκεπάρνι το οποίο έπεσε από τα χέρια μου. Όπως σας είπα και πριν λίγο, κάποια λάθη είχα κάνει, είχα ξεχάσει όταν μου έπαιρναν κατάθεση.” (σελίδα 255-256 Πρακτικών).

Αμέσως δε μετά, κατά τη συνέχιση της αντεξέτασης, ζητήθηκε από τον παραπονούμενο να συμφωνήσει ότι η πρώτη φορά που έκανε αναφορά για το σκεπάρνι και ό,τι είχε σχέση μ’ αυτό, ήταν εκεί, στο Δικαστήριο. Αυτή τη φορά, ο παραπονούμενος, εγκαταλείποντας την προηγούμενη εξήγηση που είχε δώσει ότι κάποια πράγματα ξέχασε να τα αναφέρει και έκανε λάθη, απάντησε ότι στην πραγματικότητα τα ανέφερε τα περί σκεπαρνιού στο Νοσοκομείο, πλην όμως ο αστυνομικός δεν τα κατέγραψε. Όπως είπε:

“Ε. Στο Νοσοκομείο πότε τα είπες και σε ποιον τα είπες;

 Α. Στην Αστυνομία όταν μου έπαιρναν κατάθεση.

 Ε. Δεν τα έγραψαν;

 Α. Δεν γνωρίζω.”

 

Στη συνέχεια δε, ο παραπονούμενος έδωσε και μια τρίτη εξήγηση ως προς το γιατί δεν ανέφερε στην πρώτη του κατάθεση οτιδήποτε περί σκεπαρνιού:

“Ε.  Ο μόνος λόγος κε μάρτυς που δεν γράφει τίποτε η πρώτη [*275]σου κατάθεση για το σκεπάρνι, είναι γιατί δεν του είπες τίποτε για το θέμα αυτό.”

 Α.  Όχι είναι επειδή ήμουν στο Νοσοκομείο και μόλις είχα βγει από την αίθουσα των εγχειρήσεων.”

Δεν μπορεί δε να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η σταδιακή αλλαγή στη στάση του παραπονούμενου έναντι του θέματος του σκεπαρνιού επερχόταν μετά από γεγονότα που έρχονταν στο προσκήνιο, οπότε και αυτός προσάρμοζε τη θέση του ανάλογα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αρχικά στην κατάθεσή του, ενώ είχε περιγράψει με περισσή λεπτομέρεια τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά το επίδικο επεισόδιο, δεν ανέφερε τίποτε και προφανώς απέκρυψε οτιδήποτε σχετιζόταν με σκεπάρνι. Κατά τη δεύτερη, συμπληρωματική κατάθεσή του, όταν του τέθηκε από πλευράς Αστυνομίας το γεγονός ότι σύμφωνα με τον εφεσείοντα ήταν ο ίδιος ο παραπονούμενος που του επιτέθηκε με σκεπάρνι που κρατούσε και το οποίο βρέθηκε στη σκηνή, όχι μόνο δεν παραδέχθηκε ότι πράγματι εκείνος ήταν που μετέφερε στο αυτοκίνητό του το σκεπάρνι και το πήρε με σκοπό να το χρησιμοποιήσει κατά το επεισόδιο, αλλ’ αντίθετα, ψευδώς ανέφερε ότι ήταν ο εφεσείων που τοποθέτησε στη σκηνή σκεπάρνι για να τον ενοχοποιήσει και, επίσης ψευδώς, δήλωσε ότι ο ίδιος ουδέποτε άγγιξε το σκεπάρνι. Μετά όμως που δόθηκε επιστημονική μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία στο σκεπάρνι είχε εντοπισθεί γενετικό υλικό που ανήκε στον ίδιο και μόνο στον ίδιο, ο παραπονούμενος αναίρεσε την προηγούμενη απόκρυψη και το ψεύδος στο οποίο είχε προβεί, προσαρμόζοντας τώρα τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο κατά τρόπο που να συνείδε με την επιστημονική μαρτυρία. Λέγοντας δηλαδή ότι δικό του ήταν το σκεπάρνι, εκείνος ήταν που το μετέφερε στο αυτοκίνητό του, εκείνος ήταν που το πήρε, αλλά για να αμυνθεί, όπως είπε, και εκείνος ήταν που το άφησε στη σκηνή φεύγοντας.

Όμως, τα ψεύδη και οι αναπροσαρμογές των δηλώσεων και της μαρτυρίας του παραπονούμενου δεν περιορίστηκαν στα πιο πάνω. Πιεσθείς κατά την αντεξέταση και ερωτηθείς προηγουμένως κατά την κύρια εξέταση, να δώσει εξηγήσεις για τις αντιφάσεις και παραλείψεις αναφορών στο θέμα, που είχαν προηγηθεί, ο παραπονούμενος συνέχισε τα ψεύδη και τις αυτοαναιρέσεις. Μίλησε για επήρεια φαρμάκων μετά την περίθαλψη της οποίας έτυχε, ως λόγο παράλειψης αναφοράς στην πρώτη κατάθεσή του μόνο σε σχέση με οτιδήποτε που αφορούσε σκεπάρνι, ενώ έδωσε πολλές άλλες λεπτομερείς περιγραφές των συμβάντων. Αντιληφθείς μετά ότι μια τέτοια δικαιολογία δεν θα ικανοποιούσε ως προς το γιατί δεν ανέφερε περί σκεπαρνιού στη συμπληρωματική του κατάθεση που λή[*276]φθηκε σε άλλη ημερομηνία, εμφανώς ψευδόμενος ο παραπονούμενος αρχικά είπε ότι, ενώ αναφέρθηκε σχετικά στο θέμα, ο αστυνομικός που πήρε την κατάθεσή του δεν τα κατέγραψε, ενώ αργότερα αναφέρθηκε σε δική του παράλειψη ή λάθος. Μια εξήγηση που ούτε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση της πλειοψηφίας δέχτηκε, δίδοντας τη δική του εξήγηση, σύμφωνα με την οποία ο παραπονούμενος παρέλειψε να αναφέρει τα περί σκεπαρνιού επειδή “… πιθανό να θεώρησε επιβαρυντικό για τον εαυτό του το γεγονός αυτό και δεν το ανέφερε στις γραπτές του καταθέσεις ή θέλησε να το αποκρύψει”. Και πολύ ορθά βέβαια το Κακουργιοδικείο συμπέρανε ότι ο παραπονούμενος θα θεώρησε επιβαρυντικό για τον ίδιο ένα τέτοιο γεγονός ή ότι θέλησε να το αποκρύψει. Όμως, αυτή ακριβώς η εξήγηση θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα παραπονούμενου για δύο λόγους:

α. Δεν επρόκειτο για εξήγηση την οποία ο ίδιος έδωσε έντιμα, έστω και καθυστερημένα, αφού ο ίδιος προτίμησε να περιχαρακωθεί πίσω από ψευδείς, άλλες εξηγήσεις.

β. Η διαπίστωση ότι ένας μάρτυρας εσκεμμένα ψεύδεται και αποκρύπτει οτιδήποτε το ενοχοποιητικό σε σχέση με τον ίδιο, σε μια αλυσίδα γεγονότων, πλήττει καίρια τη γενικότερη αξιοπιστία του.

Εδώ το καίριο ζήτημα υπό εξέταση ήσαν οι συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε και εξελίχθηκε το επεισόδιο μεταξύ του εφεσείοντα και του παραπονούμενου. Το ότι ο παραπονούμενος πλήγηκε με μαχαίρι ήταν ένα γεγονός. Σε ποιον ανήκε και ποιος μετέφερε στη σκηνή το μαχαίρι ήταν άγνωστο και αμφισβητούμενο. Το βασικό – κορυφαίο ερώτημα ήταν κατά πόσο ο εφεσείων το μαχαίρι το κατείχε ο ίδιος και στοχευμένα το χρησιμοποίησε για να πλήξει τον παραπονούμενο ή, αντίθετα, κατά πόσο το χρησιμοποίησε για να πλήξει τον παραπονούμενο αμυνόμενος μετά που ο δεύτερος το έφερε στη σκηνή και κρατούσε προς χρήση εναντίον του και σκεπάρνι. Ήταν ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη δεύτερη πτυχή, που ήταν και η μόνη υπεράσπιση που πρόβαλε ο εφεσείων, που ο παραπονούμενος είχε αποδυθεί σε μια σειρά από ψεύδη, αποκρύψεις και αλληλοσυγκρουόμενες εξηγήσεις. Την εξήγησή του γιατί απέκρυψε τα του σκεπαρνιού δεν την δέχθηκε ούτε το Κακουργιοδικείο, το οποίο επίσης δεν δέχθηκε ούτε και την τελική του θέση σύμφωνα με την οποία το σκεπάρνι το πήρε από το αυτοκίνητο του μετά που δέχτηκε από τον εφεσείοντα και τα τρία πλήγματα που είχε υποστεί.

[*277]Όλα τα πιο πάνω σημεία, κατά την άποψή μας, τόσο εκ της φύσεως τους όσο και εκ της σοβαρότητάς τους, έπλητταν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του κύριου μάρτυρα κατηγορίας που ήταν και ο μόνος ο οποίος έδωσε άμεση μαρτυρία ως προς τα διατρέξαντα κατά το επεισόδιο.

Επιπρόσθετα όμως με τα πιο πάνω, υπήρχαν ακόμα και άλλα τρωτά σημεία στη μαρτυρία και στην εκδοχή του παραπονούμενου που έριχναν ακόμα περισσότερη σκιά στην αξιοπιστία του. Ένα από αυτά τα θέματα ήταν εκείνο που αφορούσε στο τι είχε προηγηθεί της επίσκεψης του παραπονούμενου στο σπίτι του εφεσείοντα και του επίδικου επεισοδίου. Και εδώ, η μαρτυρία του παραπονούμενου ήταν αντιφατική και αμφίβολης ποιότητας. Στην αρχική του κατάθεση, ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι γύρω στις 8.00μ.μ. τηλεφώνησε στον εφεσείοντα και του ζήτησε να του πληρώσει τα χρήματα που του χρωστούσε και ο εφεσείων του είχε πει να περάσει από το σπίτι του, πράγμα που έπραξε. Στη συμπληρωματική του όμως κατάθεση, ο παραπονούμενος άλλα ισχυρίστηκε. Καθώς ανέφερε εκεί, το βράδυ εκείνο έπαιρνε τον εφεσείοντα τηλέφωνο αλλ’ αυτός δεν απαντούσε, οπότε αποφάσισε να τον επισκεφθεί στο σπίτι του “όπως του είπε”. Αναφορικά δε με τις προθέσεις και τις διαθέσεις του παραπονούμενου έναντι του εφεσείοντα, όταν ο δεύτερος επισκέφθηκε το σπίτι του πρώτου, υπήρξε άμεση διάσταση μαρτυρίας μεταξύ των όσων ανέφερε στο Δικαστήριο ο παραπονούμενος και όσων κατέθεσαν δύο ανεξάρτητοι μάρτυρες-περίοικοι των οποίων η μαρτυρία έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστη. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος επέμεινε ότι πήγε στο σπίτι του εφεσείοντα χωρίς να βρίσκεται σε κατάσταση έντασης, χωρίς να είναι θυμωμένος ή εκνευρισμένος και ότι στάθμευσε το αυτοκίνητό του κανονικά. Τελείως διαφορετική όμως ήταν η εικόνα που παρουσίασαν στο Δικαστήριο οι δύο περίοικοι. Ο ΜΚ13 Ρ. Πίτρος είχε καταθέσει ότι, ενώ βρισκόταν στη βεράντα του σπιτιού του, ακριβώς απέναντι από εκείνο του εφεσείοντα, είδε να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητο του παραπονούμενου, με τη μηχανή του να μουγκρίζει, και να σταματά απότομα εντός του γκαράζ του σπιτιού μπλοκάροντας την έξοδό του, ενώ σε λίγο άκουσε κάποιο να μιλά έντονα στην Αραβική. Ο ΜΚ16 Π. Αναστασιάδης, επίσης περίοικος, ενώ κοιμόταν ξύπνησε από θόρυβο αυτοκινήτου – μουγκρητό, και σηκώθηκε να δει “ποιος τρελλός οδηγούσε με αυτό τον τρόπο”. Είδε να έρχεται το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο παραπονούμενος με ταχύτητα και να μπαίνει στο χώρο στάθμευσης του εφεσείοντα, μπλοκάροντας το σταθμευμένο αυτοκίνητο του δεύτερου. Όπως κατάλαβε από τον τρόπο που οδηγούσε και όταν κατέβηκε από το [*278]αυτοκίνητο, ο οδηγός του ήταν νευρικός, νευριασμένος. Και οι δύο αυτοί μάρτυρες κρίθηκαν αξιόπιστοι από το Κακουργιοδικείο.

Τα πιο πάνω τρωτά σημεία στη μαρτυρία του παραπονούμενου εντοπίζονται και στη διιστάμενη απόφαση του μέλους του Κακουργιοδικείου Μ. Ματθαίου, στην οποία και παρατίθενται και άλλα ακόμα σημεία στα οποία διαπιστώνεται διάσταση μεταξύ σημείων μαρτυρίας του παραπονούμενου και άλλων μαρτύρων, των οποίων η μαρτυρία κρίθηκε και έγινε δεκτή ως αξιόπιστη.

Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου, αν και αναγνώρισε τα πιο πάνω τρωτά στη μαρτυρία του παραπονούμενου, δεν τα θεώρησε σημαντικά, σε βαθμό που να έχουν καταλυτική σημασία στην εν γένει αξιοπιστία του. Όπως διακήρυξε η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου στην απόφασή της, το Δικαστήριο μπορεί και έχει δικαίωμα με βάση τη νομολογία να αποδέχεται μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίπτει άλλο μέρος της μαρτυρίας. (Agapiou v. Panagiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215).

Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212, ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του. Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να επιλέξει το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα το οποίο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, εκφράζει την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο θεωρείται λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας μνήμης. (Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 1 Α.Α.Δ. 56). Στις περιπτώσεις όμως όπου ένας μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος για καλό λόγο, σίγουρα δεν υπάρχει διαθέσιμη μια τέτοια επιλογή μερών μαρτυρίας. (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168).

Κατά την άποψή μας, η περίπτωση του εδώ παραπονούμενου ήταν πράγματι τέτοια που δεν πρόσφερε τη δυνατότητα επιλογής μερών της μαρτυρίας του, αφού η αξιοπιστία του είχε εκθεμελιωθεί λόγω των ανωτέρω ψευδών δηλώσεων, αντιφάσεων, αυτοαναιρέσεων και διαστάσεων με άλλη, ανεξάρτητη μαρτυρία που είχε γίνει ορθά δεκτή για καλό λόγο. Εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα είναι ότι εξεταζόμενη συνολικά η μαρτυρία του πα[*279]ραπονούμενου, υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, καθιστούσε αδύνατο ή τελείως ακροσφαλές και αβέβαιο το έργο της διάκρισης μεταξύ ψεύδους και πραγματικότητας. Και επρόκειτο ασφαλώς για την πλέον κρίσιμης σημασίας μαρτυρία στην όλη υπόθεση, στην οποία το Δικαστήριο εκαλείτο να βασισθεί για να συνθέσει την ακριβή εικόνα του επίδικου επεισοδίου.

Κατά την άποψή μας ο παραπονούμενος δεν μπορούσε παρά να είχε κριθεί ως αναξιόπιστος μάρτυρας και η μαρτυρία του ως ανάξια επιλογής αποδεκτών και μη μερών, αλλά αντίθετα έπρεπε να κριθεί απορριπτέα στο σύνολό της. Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα δημιουργούσε αρκετά κενά και είχε εγγενείς αδυναμίες και επίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι άλλη μαρτυρία, όπως ήταν ο πισώπλατος τραυματισμός του παραπονούμενου από τον εφεσείοντα, αποτελούσε ισχυρό στοιχείο εναντίον του, εν τούτοις, το γεγονός παραμένει ότι το βάρος προσκόμισης ισχυρής μαρτυρίας προς απόδειξη της ενοχής του εφεσείοντα, ήταν και παρέμεινε στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Εδώ δε, όπου το προεξάρχον στοιχείο που έχρηζε διερεύνησης ως η μοναδική υπεράσπιση την οποία ήγειρε ο εφεσείων ήταν το θέμα της αυτοάμυνας, το βάρος απόδειξης ήταν πάντα στην κατηγορούσα αρχή να αποκλείσει την υπεράσπιση εκείνη που εξ αρχής προβαλλόταν, και μάλιστα να την αποκλείσει στο επίπεδο απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292, Maifoshis v. Police (1978) 2 C.L.R. 9, Γιάλλουρου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320). Αποκλειομένης δε της μαρτυρίας του παραπονούμενου ως αναξιόπιστης, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής απογυμνωμένη από την καθοριστικής σημασίας μαρτυρία ως προς το επεισόδιο, κατάφερε να αποσείσει ένα τέτοιο βάρος.

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα παραμερίζονται.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο