CCC Laundries (Paphos) Ltd και Άλλοι ν. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 ΑΑΔ 288

(2010) 2 ΑΑΔ 288

[*288]11 Ιουνίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LTD,

2. ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗΣ,

3. ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗΣ,

4. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗΣ,

5. ΒΑΣΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 79/2010)

 

Ποινή ― Απείθεια κατά διατάγματος Δικαστηρίου ― Κατάλληλη ποινή είναι η ποινή φυλάκισης ― Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται ― Συμφωνία πώλησης μέρους ακινήτου της εφεσείουσας εταιρείας κατά παράβαση των προνοιών δικαστικού διατάγματος ― Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης του αδικήματος και επιβολής ποινής ― Απουσία αποκόμισης οικονομικού οφέλους από την απείθεια των εφεσειόντων προς το διάταγμα ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 30 ημερών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Έφεση ― Δικαίωμα έφεσης ― Κατά πόσο η απόλυση των εφεσειόντων με Προεδρικό Ένταλμα μπορεί να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στη δυνατότητα άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 145(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μεταμέλεια ― Πότε συνιστά μετριαστικό παράγοντα.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης αδικήματος και επιβολή ποινής.

Στις 3.3.2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στα πλαίσια αίτησης εταιρειών, εξέδωσε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα απευ[*289]θυνόμενο προς την εταιρεία CCC Laundries (Paphos) Limited (η εταιρεία) με το οποίο απαγορεύθηκε στην εταιρεία να πωλήσει, υποθηκεύσει, αποξενώσει και/ή διαθέσει ακίνητο που βρίσκεται στον Άγιο Θεόδωρο της Επαρχίας Πάφου. Οι εφεσείοντες ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας καθώς και μέλη της μητρικής εταιρείας CCC Laundries Limited. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη Ελισάβετ Θεοφάνους κατείχε το 29% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ενώ το υπόλοιπο 71% κατεχόταν από την CCC Laundries  Limited της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν η Cyprus Cement Public Company Limited συμφερόντων των εφεσειόντων 2-4. Η Ελισάβετ Θεοφάνους, κατ’ επίκληση καταπίεσης μειοψηφίας, αξίωσε όπως οι μέτοχοι πλειοψηφίας της εταιρείας, αγοράσουν τις μετοχές που η ίδια κατείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Το επίδικο διάταγμα με τη σύμφωνη γνώμη της πλευράς των εφεσειόντων έγινε απόλυτο έτσι ώστε να είχε ισχύ μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της κύριας αίτησης. Ενώ το διάταγμα βρισκόταν σε ισχύ, ο εφεσείων 2, εκ μέρους και για λογαριασμό της εταιρείας, υπέγραψε στις 21.12.2005 πωλητήριο έγγραφο δυνάμει του οποίου η εταιρεία πώλησε μέρος του ακινήτου στην εταιρεία Cyprus Import Corporation Ltd αντί του ποσού των ΛΚ540.000. Οι υπόλοιποι εφεσείοντες ήταν συνεχώς ενήμεροι για τη συμφωνία την οποία και ενέκριναν.

Η Ελισάβετ Θεοφάνους καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ιδιωτική ποινική υπόθεση για απείθεια κατά νομίμων διαταγών κατά παράβαση των Άρθρων 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα εναντίον της εταιρείας και των άλλων εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν ενοχή. Το Δικαστήριο επέβαλε πρόστιμο €1700 στην εταιρεία και σε έκαστο των εφεσειόντων ποινή φυλάκισης 30 ημερών. Βασική διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν η ύπαρξη συνειδητής προσπάθειας των εφεσειόντων για απείθεια και καταστρατήγηση του διατάγματος. Οι πράξεις και η συμπεριφορά τους αποκάλυπταν στάση αδιαφορίας προς εκπλήρωση της υποχρέωσής τους για σεβασμό του διατάγματος.

Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 30 ημερών εφεσιβλήθηκε. Οι εφεσείοντες αφέθηκαν ελεύθεροι σχεδόν αμέσως μετά την εκκαλούμενη απόφαση και ενώ εκκρεμούσε η έφεσή τους ως αποτέλεσμα της έκδοσης Προεδρικού Εντάλματος αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης για τρία χρόνια από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στα πλαίσια της εξουσίας που παρέχει σ’ αυτόν το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος κατόπιν και της σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσης αφού έκρινε ότι το Προεδρικό Ένταλμα δεν είχε οποιεσδήποτε επιπτώσεις στη δυνατότητα άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στο [*290]Εφετείο δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 145(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 και ιδιαίτερα, στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης.

Η βασική θέση των εφεσειόντων είναι ότι το θέμα έτυχε εσφαλμένης προσέγγισης τόσο σε σχέση με τη διαπίστωση των γεγονότων, όσο και με τις νομικές αρχές οι οποίες το διέπουν και ειδικότερα με τους μετριαστικούς παράγοντες που το Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη κατά την επιβολή της ποινής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος και στον τρόπο με το οποίο πρέπει να τιμωρούνται οι παραβάτες, οι οποίοι όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με φυλάκιση, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Οι εφεσείοντες δεν έχουν εκφράσει τη μεταμέλειά τους. Η παραδοχή ενοχής στο τελευταίο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας δεν συνιστά μεταμέλεια, η έκφραση της οποίας σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνεται ρητά χωρίς περιστροφές ή προϋποθέσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δήλωσαν απλώς παραδοχή ενοχής χωρίς να εκφράσουν ταυτόχρονα με οποιοδήποτε τρόπο τη μεταμέλειά τους. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, υπολογίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως παράγων μετριαστικός της ποινής.

2.  Όλοι οι παράγοντες που μπορούσαν να προσμετρήσουν για μετριασμό της ποινής λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Δεν υπήρξε σφάλμα καθοδήγησης ως προς τα γεγονότα ούτε και σφάλμα αρχής. Η κρίση του Δικαστηρίου για κάθε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης, συνάδει με τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές δικαίου οι οποίες έτυχαν ορθής ερμηνείας και εφαρμογής.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Demetriou and Another and the Republic (The Acting President of the Republic and Another) 3 R.S.C.C. 121.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του [*291]Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπαδήμα, Ε.Δ.), (Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση Αρ. 341/06), ημερομηνίας 26/5/10.

Α. Μαρκίδης, Γ. Τριανταφυλλίδης και Ν. Παρτασίδου, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Βάκης και Δ. Καρακώστα, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, κατόπιν παραδοχής, βρέθηκαν ένοχοι στις έξι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εναντίον τους στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με κατήγορο την Ελισάβετ Θεοφάνους από την Πάφο.

Οι κατηγορίες, ως είναι διατυπωμένες στο κατηγορητήριο, αφορούν αντιστοίχως στα αδικήματα,

  (α) απείθειας κατά νομίμων διαταγών Άρθρα 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

  (β) παροχής συνδρομής στην απείθεια κατά νόμιμων διαταγών Άρθρα 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

  (γ) απόπειρας διάπραξης του πλημμελήματος της απείθειας κατά νόμιμων διαταγών Άρθρα 2, 366, 367, 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

  (δ) παροχής συνδρομής στην απόπειρα διάπραξης του πλημμελήματος της απείθειας κατά νόμιμων διαταγών Άρθρα 2, 366, 367, 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

  (ε) παροχής συνδρομής στην απείθεια κατά νόμιμων διαταγών Άρθρα 137 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

(στ) συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση των Άρθρων 2, 20 137 και 372 του Ποινικού Κώδικα.

Κατηγορούμενοι στην πρώτη κατηγορία ήταν οι εφεσείοντες 2-5 και η εταιρεία CCC Laundries (Paphos) Limited. Στην εταιρεία επιβλήθηκε πρόστιμο €1700 και σε ένα έκαστο των εφεσειόντων ποινή φυλάκισης 30 ημερών. Η ίδια ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε στους εφεσείοντες και στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ποινή [*292]φυλάκισης των 30 ημερών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες οι οποίοι, με προεδρικό ένταλμα αφέθηκαν ελεύθεροι σχεδόν αμέσως μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, και ενώ εκκρεμούσε η έφεσή τους η οποία ορίστηκε σε σύντομη ημερομηνία αφού λήφθηκε υπόψη η μικρή έκταση της ποινής. Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους μας πληροφόρησαν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης για τρία χρόνια. Ό,τι μπορεί να συμπεράνουμε με βάση την πληροφορία είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα, άσκησε την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει,

«Εις πάσαν άλλην πλην του θανάτου περίπτωσιν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.»

Η εν προκειμένω πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας ως εκπηγάζουσα απ’ ευθείας από το Σύνταγμα είναι ανέλεγκτη. (Βλ. Lazaris Demetriou and Another and the Republic (The Acting President of the Republic and Another) 3 R.S.C.C. 121.)

Μας προβλημάτισε κατά πόσο η απόλυση των εφεσειόντων με Προεδρικό Ενταλμα μπορεί να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στη δυνατότητα άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 145(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και ιδιαίτερα, στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να αποστερηθούν οι εφεσείοντες του δικαιώματος έφεσης καθότι με την προεδρική πράξη η επιβληθείσα ποινή δεν έχει εξαλειφθεί. Με την πράξη του Προέδρου, η ποινή έχει ανασταλεί κατ’ εφαρμογή μιας καθαρά εξωδικαστικής διαδικασίας, στη βάση κριτηρίων που ουδόλως σχετίζονται με αυτά που δικαστικά λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο της ορθότητας μιας απόφασης κατώτερου δικαστηρίου από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια έφεσης.

Παρενθετικά σημειώνουμε ότι στην ειδοποίηση έφεσης περιλαμβάνεται λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης. Ο λόγος αυτός αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης κατόπιν δικής μας παρατήρησης ότι ενδεχομένως κατέστη άνευ αντικειμέ[*293]νου ενόψει της δοθείσας αναστολής έκτισης της ποινής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Τα γεγονότα, στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, είναι ότι στις 3.3.2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στα πλαίσια αίτησης εταιρειών, εξέδωσε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα απευθυνόμενο προς την εταιρεία CCC Laundries (Paphos) Limited (στο εξής «η εταιρεία») με το οποίο απαγορεύθηκε στην εταιρεία να πωλήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει, μεταβιβάσει, αποξενώσει και/ή με οποιονδήποτε τρόπο κλπ. διαθέσει το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 22059 του Φ/Σχ. 51/3 τεμάχιο 117 που βρίσκεται στον Άγιο Θεόδωρο της Επαρχίας Πάφου. Όλοι οι εφεσείοντες από τις 18.10.2004 μέχρι τις 20.5.2010 που εκδόθηκε η υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας καθώς και μέλη της μητρικής εταιρείας CCC Laundries Limited. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η Ελισάβετ Θεοφάνους κατείχε το 29% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ενώ το υπόλοιπο 71% κατεχόταν από την CCC Laundries  Limited της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν η Cyprus Cement Public Company Limited συμφερόντων των εφεσειόντων 2-4. Η Ελισάβετ Θεοφάνους, κατ’ επίκληση καταπίεσης μειοψηφίας, αξίωσε όπως οι μέτοχοι πλειοψηφίας της εταιρείας, αγοράσουν τις μετοχές που η ίδια κατείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Το επίδικο διάταγμα με τη σύμφωνη γνώμη της πλευράς των εφεσειόντων έγινε απόλυτο έτσι ώστε να είχε ισχύ μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της κύριας αίτησης. Ενώ το διάταγμα βρισκόταν σε ισχύ, ο εφεσείων 2, εκ μέρους και για λογαριασμό της εταιρείας, υπέγραψε στις 21.12.2005 πωλητήριο έγγραφο δυνάμει του οποίου η εταιρεία πώλησε μέρος του ακινήτου στην εταιρεία Cyprus Import Corporation Ltd αντί του ποσού των ΛΚ540.000. Οι υπόλοιποι εφεσείοντες ήταν συνεχώς ενήμεροι για τη συμφωνία την οποία και ενέκριναν. Στις 27.12.2005 παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της εταιρείας μαζί με τους αγοραστές για τη μεταβίβαση στους τελευταίους του πωληθέντος μέρους του ακινήτου. Επειδή το διάταγμα ήταν καταχωρημένο στο κτηματολόγιο δεν ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε από την κατήγορο να αποσύρει το διάταγμα από το κτηματολόγιο ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση. Η Ελισάβετ Θεοφάνους, η οποία μέχρι τότε δεν γνώριζε οτιδήποτε για τη σύναψη της συμφωνίας, αρνήθηκε. Σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας που πραγματοποιήθηκε στις 3.1.2006, ο σύζυγος της κας Θεοφάνους ο οποίος ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, επεσήμανε ότι η συμφωνία πώλησης μέρους του ακινήτου της εταιρείας είναι παράνομη ως κα[*294]ταστρατηγούσα τις πρόνοιες του δικαστικού διατάγματος. Ο κ. Θεοφάνους παρέδωσε επίσης στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας σχετική με το θέμα επιστολή του ιδίου και του δικηγόρου της συζύγου του. Στη συνεδρία ήταν παρόντες όλοι οι εφεσείοντες και ο δικηγόρος της εταιρείας οι οποίοι ενέκριναν εκ νέου τη συμφωνία. Το υπό αναφορά διάταγμα, έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ από 31.10.2008 όταν απορρίφθηκε η αίτηση εταιρειών, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε.

Βασική διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι η ύπαρξη συνειδητής προσπάθειας των εφεσειόντων για απείθεια και καταστρατήγηση του διατάγματος. Οι πράξεις και η συμπεριφορά τους, αποκαλύπτουν στάση αδιαφορίας προς εκπλήρωση της υποχρέωσης τους για σεβασμό του διατάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ως παράγοντα μετριαστικό της ποινής ότι οι εφεσείοντες διέπραξαν τα αδικήματα κατόπιν νομικής συμβουλής. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι η σχετική εισήγηση υποβλήθηκε με πολλή γενικότητα και αοριστία χωρίς να διευκρινίζεται ποια ήταν ακριβώς η νομική συμβουλή που δόθηκε στους εφεσείοντες, επί ποίων θεμάτων και ποια η επίδραση της επί των ενεργειών τους. Η εισήγηση ότι το διάταγμα στο οποίο οι εφεσείοντες απείθησαν δεν ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος ούτε αφορούσε στην προστασία οποιουδήποτε δημοσίου συμφέροντος δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που επιμελώς εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση. Το ότι η Ελισάβετ Θεοφάνους δεν απέδειξε ότι έχει υποστεί ζημιά εξ αιτίας των νομικά επιλήψιμων πράξεων των εφεσειόντων, θεωρήθηκε ως επουσιώδες ζήτημα που δεν μπορούσε να προσμετρήσει στο μετριασμό της ποινής.

Ο χρόνος που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής της ποινής ήταν μεταξύ των παραγόντων που επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες για μετριασμό της ποινής. Η πρωτόδικος δικαστής σημείωσε ότι ενώ το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε σε λιγότερο από ένα μήνα από τη διάπραξη των αδικημάτων εντούτοις  πέρασαν σχεδόν 4½ χρόνια μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης γεγονός το οποίο έλαβε όπως αναφέρει, σοβαρά υπόψη ως παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε παράλληλα υπόψη την  παράλειψη των εφεσειόντων να εκφράσουν έστω και την υστάτη τη μεταμέλειά τους καθώς και την εν γένει συμπεριφορά τους την οποία θεώρησε ως εγωιστικά περιφρονητική προς το διάταγμα. Αναφορικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε τα εξής:

«Στην υπόθεση Krashias Shoes v. Adidas (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. [*295]750, τονίσθηκε ότι η υπακοή στα διατάγματα του Δικαστηρίου αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου. Η νομολογία που υπάρχει επί του θέματος, καταδεικνύει τη σοβαρότητα που πρέπει να αποδίδεται σε υποθέσεις παρακοής δικαστικών διαταγμάτων. Σύμφωνα με τα όσα αποφασίσθηκαν στην υπόθεση Safarino v. Sun Shoes (1964) 1 C.L.R. 738, ένα διάταγμα Δικαστηρίου, ισοδυναμεί με διαταγή του ίδιου του Νόμου και είναι ακόμα περισσότερο ακριβές γιατί προσδιορίζει τι πρέπει να γίνει ή τι δεν πρέπει να γίνει. Τονίσθηκε στην ίδια υπόθεση ότι, η συμμόρφωση με διάταγμα του Δικαστηρίου, αποτελεί ένα από τα θεμέλια της σύγχρονης πολιτισμένης κοινωνίας και ότι η ανυπακοή προς αυτό, δυναμιτίζει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας, με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες.»

Η βασική θέση των εφεσειόντων όπως αυτή αναδύεται από την ικανή αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων τους είναι ότι το θέμα έτυχε εσφαλμένης προσέγγισης τόσο σε σχέση με τη διαπίστωση των γεγονότων όσο και με τις νομικές αρχές οι οποίες το διέπουν και ειδικότερα με τους μετριαστικούς παράγοντες που το δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη κατά την επιβολή της ποινής. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι ενώ με την παραδοχή τους εκδήλωσαν τη μεταμέλειά τους, το δικαστήριο παραγνώρισε αυτό το γεγονός με αποτέλεσμα να επενεργήσει αρνητικά εναντίον τους αντί να ληφθεί υπόψη ως παράγων μετριαστικός της ποινής. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης είναι το άλλο στοιχείο που κατά τους εφεσείοντες δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το δικαστήριο και δεν ερμήνευσε σωστά την επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία, η μεγάλη καθυστέρηση που μεσολαβεί από το χρόνο διάπραξης του αδικήματος μέχρι το χρόνο της επιβολής ποινής, μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμη ότι η Ελισάβετ Θεοφάνους δεν έχει υποστεί ζημιά και οι ίδιοι δεν έχουν αποκομίσει οικονομικό όφελος από την απείθεια τους προς το διάταγμα, στοιχεία που δεν εκτιμήθηκαν δεόντως από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Όπως κατ’ επανάληψη έχει αποφασιστεί, η πρωταρχική ευθύνη για τον καθορισμό της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση του στοιχείου της υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και όχι αν μπορούσε ενδεχομένως να ήταν επιεικέστερη. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται επίσης στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή όταν η επιβληθείσα ποινή είναι [*296]το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.

Οι έννοιες «Κράτος Δικαίου» και «Έννομη Τάξη» είναι άρρηκτα συνυφασμένες. Η επικράτηση τους στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στο καθήκον σεβασμού και υπακοής των δικαστικών διαταγών και διαταγμάτων. Η απείθεια σε διαταγή δικαστηρίου ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του δικαστηρίου. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα η τέλεση του οποίου  πλήττει ευθέως την απονομή της δικαιοσύνης και κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του συστήματος για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και την εμπέδωση του νόμου και της τάξης. Τέτοιου είδους συμπεριφορά ποτέ δεν έγινε ανεκτή. Οι παραβάτες όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με φυλάκιση. Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται. Βλ. Kay ν. Municipality of Larnaca (1982) 2 Α.Α.Δ. 236. Οι πολίτες σε όποια κοινωνική τάξη θεωρούν ότι ανήκουν ή σε όποια θέση βρίσκονται, υπέχουν αυστηρή υποχρέωση υπακοής στα δικαστικά διατάγματα που τους αφορούν. Αυτό επιβάλλει η αρχή της ισονομίας. Οι δικαστές προσηλωμένοι στην αποστολή τους με πλήρη διαφάνεια και αυξημένο αίσθημα ευθύνης εκτελούν το καθήκον τους. Συμπεριφορές οι οποίες υπονομεύουν το έργο τους δεν μπορούν να γίνονται ανεκτές.

Η παραδοχή ενοχής στο τελευταίο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας δεν συνιστά μεταμέλεια, η έκφραση της οποίας σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνεται ρητά χωρίς περιστροφές ή προϋποθέσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι εφεσείοντες δήλωσαν απλώς παραδοχή ενοχής χωρίς να εκφράσουν ταυτόχρονα με οποιοδήποτε τρόπο τη μεταμέλειά τους. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, υπολογίστηκε από την πρωτόδικο δικαστή ως παράγων μετριαστικός της ποινής. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αναλώθηκε σε δικαστικές διαδικασίες, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, που προκάλεσαν οι εφεσείοντες.

Εξετάσαμε όλους τους λόγους έφεσης και ό,τι άλλα σχετικά έθιξαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων στις αγορεύσεις τους. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι από κάθε άποψη σωστή και οι ποινές που έχουν επιβληθεί στους εφεσείοντες είναι οι αρμόζουσες. Όλοι οι παράγοντες που μπορούσαν να προσμετρήσουν για μετριασμό της ποινής λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Δεν υπήρξε σφάλμα καθοδήγησης ως προς τα γεγονότα ούτε και σφάλμα αρχής. Η κρίση του δικαστηρίου για κάθε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης, συνάδει με τις [*297]καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές δικαίου οι οποίες έτυχαν ορθής ερμηνείας και εφαρμογής. Ενόψει της κατάληξης μας ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι οι αρμόζουσες, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση του θέματος που ήγειρε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφορικά με την ανεπάρκεια της ποινής και την εξουσία του Εφετείου να επιληφθεί αυτού του θέματος στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο