Σ. Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304

(2010) 2 ΑΑΔ 304

[*304]22 Ιουνίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

Σ. Κ.,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 235/2009)

 

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Άσεμνη επίθεση ― Βιασμός ― Ανάγκη για ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας η οποία να επαληθεύει τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για άσεμνη επίθεση και βιασμό ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση, κατά πλειοψηφία.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.

Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Μαρτυρία ιατροδικαστή σε υπόθεση βιασμού σε σχέση με εκδορές και εκχυμώσεις στο σώμα του θύματος ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.

Απόδειξη ― Πρώτο παράπονο ― Βιασμός ― Παράπονο από το θύμα προς δύο φιλικά προς αυτή πρόσωπα μετά πάροδο μερικών ωρών ― Δεν θεωρήθηκε ως πρώτο παράπονο αλλά λήφθηκε υπόψη ως ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας του θύματος.

[*305]Ποινή ― Άσεμνη επίθεση ― Βιασμός ― Τα αδικήματα διαπράχθησαν από Κύπριο εναντίον αλλοδαπής οικιακής βοηθού ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης ενός και 3 ½ ετών αντιστοίχως ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση, κατά πλειοψηφία.

Ο εφεσείων καταδικάσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία σε δύο κατηγορίες, ήτοι, σε κατηγορία άσεμνης επίθεσης και σε κατηγορία βιασμού και τιμωρήθηκε με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ½ ετών για το βιασμό και 1 έτους για την άσεμνη επίθεση. Με την παρούσα έφεση προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την επιβληθείσα ποινή. Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης ουσιαστικά αφορούν το θέμα της αξιοπιστίας της παραπονούμενης Μ.Κ.1 σε συνάρτηση ιδιαίτερα με αντιφάσεις τόσο στα πλαίσια της ίδιας της μαρτυρίας της όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και της υπόλοιπης μαρτυρίας. Η ποινή εφεσιβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική.

Τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία αφορούν στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης διαδραματίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2007 και τα γεγονότα τα οποία αφορούν στην κατηγορία του βιασμού, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Παραπονούμενη ήταν η Μ.Κ.1, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες και εργάζετο ως βοηθός στο σπίτι του πεθερού του εφεσείοντος, συγχρόνως όμως φρόντιζε και το σπίτι του εφεσείοντος. Η παραπονούμενη είχε αναφέρει και τα δύο περιστατικά σε φίλη της Μ.Κ.2 και στον πνευματικό της, τον ιερέα της εκκλησίας όπου αυτή πήγαινε Μ.Κ.3. Και οι δύο αυτοί μάρτυρες υποστήριξαν την εκδοχή της παραπονούμενης. Υπήρξε δε και μαρτυρία του ιατροδικαστή Μ.Κ.5 ο οποίος είχε εξετάσει την παραπονούμενη την ίδια μέρα μετά από την καταγγελία της, σύμφωνα με την οποία η παραπονούμενη έφερε τρεις παράλληλες εκδορές στον αριστερό πήχη και τρεις θλαστικές εκχυμώσεις στο δεξιό εμπρόσθιο μηρό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία της Μ.Κ.1 αποκλειστικά για σκοπούς καταδίκης και αφού προειδοποίησε τον εαυτό του. Υπέδειξε όμως συγχρόνως ότι πολύ σημαντική ήταν και η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 που, αν και τα όσα τους είχε αναφέρει η Μ.Κ.1 δεν συνιστούσαν πρώτο παράπονο, αποτελούσε ισχυρή και ακλόνητη μαρτυρία που ενίσχυε και βεβαίωνε τη μαρτυρία της Μ.Κ.1. Τη μαρτυρία του εφεσείοντος την απέρριψε το Δικαστήριο απεριφράστως κρίνοντάς την ως μη αληθή και μάλιστα σημειώνοντας ότι ο εφεσείων του είχε κάμει άθλια εντύπωση ως μάρτυρας χωρίς οποιαδήποτε πειστικότητα.

[*306]Αποφασίστηκε ότι:

Υπό Χατζηχαμπή, Δ. συμφωνούντος και του Αρτέμη, Π.:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πλείστες όσες εισηγήσεις περί αντιφάσεων και εξήγησε στην απόφασή του γιατί δεν επηρέαζαν την άποψή του για την αξιοπιστία της Μ.Κ.1. Αυτό που έχει σημασία είναι η καθολική σύνδεση και ακολουθία της μαρτυρίας με επίκεντρο τα ουσιαστικά επίδικα θέματα και όχι οι επί μέρους, έστω και πολλές, διαφορές στη μαρτυρία, γεγονός που είναι αναμενόμενο σε περιπτώσεις αναφοράς αριθμού ατόμων σε λεπτομέρειες γεγονότων, που έλαβαν χώραν πριν από καιρό. Από αυτή την άποψη, και με γνώμονα τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης ανάλογα με το άτομο αλλά και την κοινή λογική των πραγμάτων, δεν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου με την πρωτόδικη κρίση επί της αξιοπιστίας.

2.  Είναι δύσκολο για το Εφετείο να υποθέσει, ούτε και υπάρχει τέτοια εισήγηση στους λόγους έφεσης, ότι η παραπονούμενη από την αρχή της εργοδότησής της επινόησε την αυτοβεβαίωσή της για όσα είχε πρόθεση να πει μελλοντικά ότι συνέβησαν, αναφέροντας ψευδώς τα όσα είπε στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Απεναντίας, ήταν απόλυτα φυσιολογικό για αυτή να εκμυστηρεύετο τα όσα της είχαν συμβεί στα πρόσωπα αυτά που ήσαν η μεν Μ.Κ.2 η φίλη της, ο δε Μ.Κ.3 ο πνευματικός της.

3.  Το γεγονός ότι η παραπονούμενη κατά κάποιο τρόπο αποφάσισε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία αφού συνάντησε αρνητική στάση εκ μέρους της οικογένειας όταν εισηγήθηκε ότι δεν θα κατάγγελλε την υπόθεση αν ο εφεσείων αναγνώριζε το λάθος του και της εδίδετο έγγραφο αποδέσμευσης, δεν συνιστούσε εκβιασμό ούτε αντανακλούσε στην αλήθεια της εκδοχής της.

4.  Οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της μαρτυρίας του Μ.Κ.4 δεν αποτελούσαν ουσιώδεις αντιφάσεις, όπως επεξηγήθη και πρωτοδίκως. Ως προς τον Μ.Κ.5, η ουσία είναι ότι η μαρτυρία του συνάδει με τη δυνατότητα δημιουργίας εκδορών και εκχυμώσεων κατά τη διάρκεια του βιασμού. Ορθά δε το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αναφορά του εν λόγω μάρτυρα για τη δημιουργία τους εντός 24ώρου δεν μπορούσε να έχει την εξήγηση που επεδίωξε να της δώσει ο εφεσείων, ήτοι, να τις αποσυνδέσει με τον βιασμό.

5.  Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «συνυπολόγισε» [*307]στην επιμέτρηση της ποινής το γεγονός ότι ο εφεσείων αρνήθηκε μέχρι τέλους της υπόθεσης τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν είχε το νόημα ότι ο εφεσείων επιβάρυνε τη θέση του ως εκ του ότι άσκησε το δικαίωμά του να μην παραδεχθεί ενοχή και να δικαστεί, αλλά ότι η έλλειψη μεταμέλειας στο τέλος της ημέρας, συνδυαζόμενη με το ότι η παραπονούμενη αναγκάστηκε να βιώσει ξανά μέσα από τη μαρτυρία της τα οδυνηρά για αυτή γεγονότα, ασφαλώς διαφοροποιούσε την περίπτωση από εκείνη όπου η ύπαρξη του στοιχείου της παραδοχής θα επέτρεπε επιείκεια. Έστω και αν η χρήση του όρου «συνυπολογίζω» δεν συνιστούσε τον καλύτερο όρο τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε, εν προκειμένω, να χρησιμοποιήσει. Εν πάση περιπτώσει, οι επιβληθείσες ποινές δεν κρίνονται έκδηλα υπερβολικές ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου για μείωσή τους.

Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο παραγνώρισε σαφή και αναντίλεκτη μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος, αλλά και η δομή της απόφασης παρουσιάζει εγγενή προβλήματα στη λογική ακολουθία του σκεπτικού, με αποτέλεσμα η ετυμηγορία του να καθίσταται ακροσφαλής. Τα προβλήματα αυτά αναδύονται στην επιφάνεια ενόψει σωρείας αντιφάσεων μεταξύ της εκδοχής που προώθησε η παραπονούμενη και της μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και 3. Αντιφάσεις προκύπτουν και μεταξύ της παραπονουμένης και του Μ.Κ.4, του αστυνομικού που έλαβε το παράπονό της στον αστυνομικό σταθμό, ενώ διάσταση στη μαρτυρία της ανευρίσκεται κατά μείζονα λόγο και μεταξύ της εκδοχής της και της ιατροδικαστικής μαρτυρίας, όπως αυτή οριοθετήθηκε από το Μ.Κ. 5 και αποτυπώθηκε στα πρακτικά.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, άφησε, ανεπίτρεπτα, να παρεισφρήσουν στη σκέψη του, δικές του υποκειμενικές θεωρήσεις, σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 την οποία έκαμε «αποδεκτή στο σύνολό της», επιχειρώντας να εξηγήσει τη χρονική διάσταση των εννέα και πλέον ωρών που είχαν παρέλθει μεταξύ της δημιουργίας των εκδορών στην εμπρόσθια χώρα του αριστερού πήχυ και των εκχυμώσεων στη δεξιά εμπρόσθια μηριαία χώρα της παραπονούμενης και του χρόνου, που ως ισχυρίστηκε η παραπονούμενη, έλαβε χώραν ο βιασμός. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία «.......η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής θα πρέπει να συνάδει απόλυτα με την επιστημονική μαρτυρία........».

3.  Ο τρόπος αντιμετώπισης της μαρτυρίας του Μ.Κ.5, σαφώς παραγνωρίζει το τεκμήριο της αθωότητας, αντιστρέφει το βάρος απο[*308]δείξεως, καθώς και τον κανόνα ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει να αποδείξει οτιδήποτε και ότι εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσπάθειά του να καταδείξει ότι η παραπονούμενη παρέμενε αξιόπιστη μάρτυρας, περιέπεσε στη νομική ανακολουθία να δέχεται ως αξιόπιστες τις αντίθετες με της παραπονούμενης θέσεις, δεχόμενο επομένως εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η μαρτυρία της τελευταίας δεν ήταν δεκτή στα σημεία αυτά, αλλά ταυτόχρονα αφενός να κρίνει ότι δεν έπλητταν την αξιοπιστία της και αφετέρου ότι ήταν και επουσιώδεις αντιφάσεις.

5.  Το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, αποκαλύπτει 14 συναπτές αντιφάσεις τις οποίες το Δικαστήριο θεώρησε ως μη καταλυτικές για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, πέραν των άλλων εγγενών προβλημάτων που υπήρχαν στην εκδοχή της.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λεκτικά και μόνο έδωσε έκφραση στον κανόνα της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας ως θέμα πρακτικής και θεωρητικά και μόνο προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασιστεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία.

7.  Δεν υπήρχε στην ουσία ενισχυτική μαρτυρία.

8.  Το βάρος αποδείξεως που απαιτείται από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορούμενου είναι υψηλό. Η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει των αντιφάσεων και της όλης συμπεριφοράς της παραπονούμενης σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την επιδίωξή της να λάβει έγγραφο αποδέσμευσης από την οικογένεια, εύλογα έδιδαν μια διαφορετική διάσταση στην όλη συμπεριφορά της παραπονούμενης, αλλά και στο αξιόπιστο της μαρτυρίας της, τα οποία έπρεπε τουλάχιστο να προβληματίσουν το Δικαστήριο ως προς την όλη δομή και συνοχή της μαρτυρίας της εφόσον οδηγούσαν σε εύλογες αμφιβολίες.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326,

[*309]R. v. Summers [1952] 1 All E.R. 1089,

Miller v. Minister of Pensions [1947] 2 All E.R. 372,

R. v. Cooper [1969] 1 All E.R. 32,

Woolmington v. D.P.P. [1935] A.C. 462,

Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 365,

Γιάλλουρος κ.ά. v.Ψύλλου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552,

Χρίστου v. Ηροδότου (2008) 1 Α.Α.Δ. 676,

Βενιζέλου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 59,

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χ”Γιάννη, Α.Ε.Δ.,), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19780/08), ημερομηνίας 29/10/09 και 12/11/09.

Χ. Αγαπίου με Ε. Χατζηπαπά, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

AΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Με την απόφαση που θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής συμφωνώ και εγώ.  Ο Δικαστής Ναθαναήλ θα δώσει τη δική του απόφαση.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε δύο κατηγορίες, εκείνη της άσεμνης επίθεσης και εκείνη του βιασμού. Παραπονούμενη ήταν η Μ.Κ.1, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες και εργάζετο ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του πεθερού του Εφεσείοντα. Είχε εργοδοτηθεί εκεί από τον Απρίλιο του 2006 από τη μητέρα της πεθεράς του Εφεσείοντα και, μετά το θάνατό της, από τον πεθερό και την πεθερά του Εφεσείοντα.  Συγχρόνως όμως φρόντιζε και το σπίτι του Εφεσείοντα.

Σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης, ο πεθερός του Εφεσείοντα άρχισε να την παρενοχλεί με σεξουαλικές προτάσεις [*310]και άλλη συμπεριφορά σύντομα μετά από την έναρξη της εργοδότησής της, συναντώντας πάντα τη δική της αρνητική στάση.  Εξεδήλωσε μάλιστα την πρόθεση της να φύγει από το σπίτι στον κουνιάδο του Εφεσείοντα, ο οποίος όμως την έπεισε να μείνει διαβεβαιώνοντάς την ότι η κατάσταση θα άλλαζε. Παρά ταύτα, ο πεθερός του Εφεσείοντα επανήρχετο από καιρού εις καιρό.

Από τον Ιούλιο του 2007 άρχισε να την παρενοχλεί με σεξουαλικές προτάσεις και ο Εφεσείων, συναντώντας και αυτός την αρνητική στάση της.

Το Σεπτέμβριο συνέβη το περιστατικό που αφορά η κατηγορία της άσεμνης επίθεσης. Η παραπονούμενη ήταν στο σπίτι του Εφεσείοντα φροντίζοντάς το, οπότε ο Εφεσείων, που ήταν ο μόνος άλλος στο σπίτι, επέμενε να κάνουν έρωτα παίρνοντάς την στα χέρια του στο υπνοδωμάτιό του και βάζοντάς την στο κρεβάτι.  Αυτή διαμαρτύρετο συνεχώς, όταν δε ο Εφεσείων αποκάλυψε το πέος του ζητώντας της να του κάμει στοματικό έρωτα αυτή αρνήθηκε, φοβούμενη όμως ότι θα τη βίαζε, μάλαξε το πέος του όπως της είπε να κάνει και εκείνος εκσπερμάτωσε πάνω στην κοιλιά της. Το περιστατικό αυτό δεν το κατάγγειλε τότε στην Αστυνομία, το ανέφερε όμως αργότερα την ίδια μέρα στη φίλη της Μ.Κ.2, επίσης οικιακή βοηθό από τις Φιλιππίνες που εργάζετο σε άλλο σπίτι, στην οποία είχε αναφέρει και για τις προηγούμενες παρενοχλήσεις του Εφεσείοντα. Το περιστατικό αυτό το ανέφερε τότε και στο Μ.Κ.3, ο οποίος είναι ιερέας στην εκκλησία στην οποία πήγαινε η παραπονούμενη από το Νοέμβριο του 2006, στον οποίο είχε μιλήσει και για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του πεθερού του Εφεσείοντα.

Το περιστατικό που αφορά την κατηγορία του βιασμού συνέβη μερικές εβδομάδες μετά, την 23ην Οκτωβρίου 2007. Ο πεθερός του Εφεσείοντα την είχε πάρει στο σπίτι του Εφεσείοντα για να το φροντίσει από τις 7.30 το πρωί. Η παραπονούμενη ήταν μόνη στο σπίτι, γνωρίζοντας από την προηγουμένη ότι ο Εφεσείων θα απουσίαζε για στρατιωτική υπηρεσία, όπως της είχε πει η σύζυγός του. Στις 9.30 όμως εμφανίστηκε ο Εφεσείων. Σε κάποιο στάδιο αυτή πήγε στο υπνοδωμάτιό του για να πάρει το φορτιστή του κινητού τηλεφώνου. Ο Εφεσείων την ακολούθησε εκεί και της ζήτησε να του κάμει μασάζ στην πλάτη, αυτή δε συγκατένευσε.  Όταν τέλειωσε όμως μετά από 10 λεπτά, αυτός την πήρε με τα χέρια του και την έσπρωξε στο κρεβάτι, της τράβηξε την μπλούζα και το σουτιέν και τη φιλούσε στο στήθος, στο λαιμό και στο πρόσωπο. Αυτή διαμαρτύρετο, μάταια όμως αφού ο Εφεσείων [*311]επέμενε αφαιρώντας το εσώρουχο που φορούσε και βάζοντας το δάκτυλό του στα γεννητικά της όργανα. Ακολούθησε ο βιασμός της παρά τα κλάματα και τις παρακλήσεις της. Ο Εφεσείων δεν έδωσε σημασία και προσπαθούσε να την πείσει ότι όλα ήσαν εντάξει και ότι μπορούσε να το ξεχάσει αν ήθελε.

Η παραπονούμενη όμως είχε συγκλονιστεί από το τι της συνέβη και το απόγευμα όταν τέλειωσε από τη δουλειά της τηλεφώνησε στη Μ.Κ.2 αναφέροντάς της κλαίγοντας το τι είχε συμβεί και ζητώντας τη βοήθειά της. Συνάντησαν ακολούθως τη θεία της παραπονούμενης που ζει στην Κύπρο και κάλεσαν στο σπίτι της θείας της τη γυναίκα του Εφεσείοντα αναφέροντάς της τι είχε γίνει. Την επομένη το ανέφερε και στην κουνιάδα του Εφεσείοντα, εξηγώντας ότι δεν θα ήθελε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία αφού δεν ήθελε να καταστρέψει την οικογένεια του Εφεσείοντα, εφ’ όσον ο Εφεσείων αναγνώριζε το λάθος του και της παραχωρούσε το έγγραφο αποδέσμευσής της από την εργοδότησή της διότι δεν ήθελε πια να εργάζεται κοντά τους.  Αντιμετωπίζοντας όμως αρνητική στάση, κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία την ίδια μέρα, όπως την είχε συμβουλεύσει και ο Μ.Κ.3 στον οποίο επίσης ανέφερε το τι είχε συμβεί.

Την εκδοχή της παραπονούμενης υποστήριξαν με τη μαρτυρία τους οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 σε σχέση με το τι τους είχε αναφέρει η παραπονούμενη ως προς τα δύο περιστατικά. Υπήρξε δε και μαρτυρία ιατροδικαστή ο οποίος είχε εξετάσει την παραπονούμενη την ίδια μέρα μετά από την καταγγελία της, σύμφωνα με την οποία η παραπονούμενη έφερε τρεις παράλληλες εκδορές στον αριστερό πήχη και τρεις θλαστικές εκχυμώσεις στο δεξιό εμπρόσθιο μηρό.

Για την υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο Εφεσείων, με εντελώς διαφορετική εκδοχή. Χαρακτηρίζοντας τις σχέσεις του με την παραπονούμενη ως καλές αλλά τυπικές, ανέφερε ότι η παραπονούμενη του είχε παραπονεθεί 2-3 μήνες πριν από την καταγγελία στην αστυνομία ότι ο πεθερός του την είχε παρενοχλήσει, και ότι συζήτησε το θέμα με τον κουνιάδο του.  Ανάλογα παράπονα του είχε κάμει η παραπονούμενη άλλες 4-5 φορές, αυτός όμως δεν την πίστευε. Για το πρώτο περιστατικό δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά που να τον ενέπλεκε. Η μόνη αναφορά που έκανε ήταν για την ημέρα του δεύτερου περιστατικού, λέγοντας ότι την ημέρα εκείνη επέστρεψε νωρίς από το στρατό και βρήκε τη Μ.Κ.1 στο σπίτι. Αναφέροντας στη Μ.Κ.1 ότι είχε πρόβλημα με το σβέρκο του, αυτή του πρότεινε να του [*312]κάμει μασάζ, όπως και του έκανε για 5-6 λεπτά ενώ αυτός εκάθετο.  Ήταν αργότερα την ίδια μέρα που έμαθε ότι η Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι τη βίασε όταν το πληροφορήθηκε από τη γυναίκα του.  Απέρριψε κάθε εισήγηση για τα όσα είχε αναφέρει η Μ.Κ.1 σε σχέση με τα δύο περιστατικά και απέδωσε τα όσα αυτή ισχυρίστηκε σε πρόθεσή της για εκβιασμό ώστε να πάει σε άλλο εργοδότη ή να ζητήσει χρήματα.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έκρινε τους μάρτυρες κατηγορίας ως αξιόπιστους και τον Εφεσείοντα ως αναξιόπιστο.  Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Μ.Κ.1, εξέτασε σε λεπτομέρεια τις εισηγήσεις της υπεράσπισης αναφορικά με εκείνα τα στοιχεία που κατά την υπεράσπιση έπλητταν την αξιοπιστία της, και εξήγησε γιατί η αξιοπιστία της δεν επηρεάζετο από αυτά. Ήταν διατεθειμένη να βασιστεί στη μαρτυρία της Μ.Κ.1 αποκλειστικά για σκοπούς καταδίκης και αφού προειδοποίησε τον εαυτό της.  Υπέδειξε όμως συγχρόνως ότι πολύ σημαντική ήταν και η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 που, αν και τα όσα τους είχε αναφέρει η Μ.Κ.1 δεν συνιστούσαν πρώτο παράπονο, αποτελούσε ισχυρή και ακλόνητη μαρτυρία που ενίσχυε και βεβαίωνε τη μαρτυρία της Μ.Κ.1. Και τούτο αφού η εν λόγω μαρτυρία αποκάλυπτε ότι σε ανύποπτο χρόνο η Μ.Κ.1 εκμυστηρευόταν τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε σε δύο διαφορετικά πρόσωπα και μάλιστα με αναφορές που εταυτίζοντο μεταξύ τους όσον αφορά τις παρενοχλήσεις και του πεθερού του Εφεσείοντα και του ίδιου του Εφεσείοντα αλλά και τα ίδια τα δύο περιστατικά για τα οποία είχε μαρτυρήσει η παραπονούμενη, όπως και για τη ψυχολογική της κατάσταση κατά το χρόνο που η Μ.Κ.1 τους είχε μιλήσει για όλα τα πιο πάνω. Τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής την απέρριψε απεριφράστως κρίνοντας την αναληθή και μάλιστα σημειώνοντας ότι ο Εφεσείων της είχε κάμει άθλια εντύπωση ως μάρτυρας χωρίς οποιαδήποτε πειστικότητα.

Οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι αναπτύσσονται σε μεγάλη έκταση στο διάγραμμα και σχολιάσθηκαν εκτενώς ενώπιον μας, αφορούν κατ’ ουσία το θέμα της αξιοπιστίας της Μ.Κ.1 σε συνάρτηση ιδιαίτερα με αντιφάσεις τόσο στα πλαίσια της ίδιας της μαρτυρίας της όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και της υπόλοιπης μαρτυρίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη τέτοιων αντιφάσεων, εισηγήθηκε όμως ότι αυτές είναι επί μέρους και επουσιώδεις και δεν αντανακλούν στη συνολική συνοχή και αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας.  Πλείστες όσες εισηγήσεις εξετάσθηκαν από την ευπαίδευτη [*313]πρωτόδικη Δικαστή η οποία εξήγησε στην απόφασή της γιατί δεν επηρέαζαν την άποψή της για την αξιοπιστία της Μ.Κ.1. Έχουμε την ίδια άποψη και δεν έχουμε οτιδήποτε χρήσιμο να προσθέσουμε στους σχολιασμούς της, πέραν του να παρατηρήσουμε ότι αυτό που έχει σημασία είναι όχι οι επί μέρους, έστω και πολλές, διαφορές στη μαρτυρία, γεγονός που είναι αναμενόμενο σε περιπτώσεις αναφοράς αριθμού ατόμων σε λεπτομέρειες γεγονότων, αρκετά που έλαβαν χώρα πριν από καιρό, αλλά η καθολική σύνδεση και ακολουθία της μαρτυρίας με επίκεντρο τα ουσιαστικά επίδικα θέματα. Από αυτή την άποψη, και με γνώμονα τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης ανάλογα με το άτομο αλλά και την κοινή λογική των πραγμάτων, δεν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου με την πρωτόδικη κρίση επί της αξιοπιστίας.

Και δεν αναφερόμαστε βεβαίως στην εντύπωση που αποκομίζει το Δικαστήριο από τη συμπεριφορά του μάρτυρα στο εδώλιο αλλά στην όλη λογική και αλληλοσύνδεση της μαρτυρίας υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων. Εδώ δεν ήταν μόνο η μαρτυρία της Μ.Κ.1, ως προς την οποία η μόνη μέθοδος αντικειμενικού ελέγχου θα ήταν η εξέταση της σε συνάρτηση με τα ίδια τα δικά της δεδομένα, αλλά και η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 η οποία ως προς κάθε περιστατικό στήριζε την αξιοπιστία της Μ.Κ.1. Να παρατηρήσουμε ότι οι λόγοι έφεσης κατ’ ουσία ουδόλως στρέφονται κατά της αξιοπιστίας των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 παρά μάλλον χρησιμοποιούν τη μαρτυρία τους προς ανατροπή της αξιοπιστίας της Μ.Κ.1 ούτε υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στο Δικαστήριο ότι η πρωτόδικη κρίση της αξιοπιστίας των εν λόγω μαρτύρων ήταν από κάθε άποψη ορθή. Τούτου δοθέντος, η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 αποκτά ύψιστη σημασία αφού, όπως υπεδείχθη και πρωτοδίκως, αναφέρεται σε όλα όσα συνέβησαν μέχρι και το δεύτερο περιστατικό και προέρχεται από δύο εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους πρόσωπα, συμπίπτει δε και μεταξύ αυτών αλλά και μεταξύ αυτών και της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Αναδύεται από το σύνολο της μαρτυρίας λοιπόν ότι ευθύς μετά την εργοδότησή της η παραπονούμενη αντιδρούσε στα όσα της συνέβαιναν πληροφορώντας τα δύο αυτά πρόσωπα για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις τόσο του πεθερού του Εφεσείοντα όσο και του ίδιου του Εφεσείοντα αλλά και για το ίδιο το πρώτο περιστατικό το οποίο τότε δεν είχε καταγγείλει στην Αστυνομία η παραπονούμενη, όπως βεβαίως και για το δεύτερο περιστατικό. Ως προς το δεύτερο περιστατικό μάλιστα όλες οι προηγούμενες αναφορές της στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 ήσαν όντως σε ανύποπτο χρόνο, όπως ήσαν και ως προς το πρώτο [*314]περιστατικό οι αναφορές της για τα προηγηθέντα. Μας είναι δύσκολο να υποθέσουμε, και δεν υπάρχει τέτοια εισήγηση στους λόγους έφεσης, ότι η παραπονούμενη από την αρχή της εργοδότησής της επινόησε την αυτοβεβαίωσή της για όσα είχε πρόθεση να πει μελλοντικά ότι συνέβησαν, αναφέροντας ψευδώς τα όσα είπε στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3. Απεναντίας, ήταν απόλυτα φυσιολογικό για αυτή να εκμυστηρεύετο τα όσα της είχαν συμβεί στα πρόσωπα αυτά που ήσαν η μεν Μ.Κ.2 η φίλη της, ο δε Μ.Κ.3 ο πνευματικός της.

Στους λόγους έφεσης υπάρχουν και εισηγήσεις ως προς το μη ευλόγως αναμενόμενο της συμπεριφοράς της παραπονούμενης σε σχέση με τα όσα έλεγε ότι της είχαν συμβεί. Ιδιαιτέρως γίνεται αναφορά στο ότι δεν κατήγγειλε αμέσως στην Αστυνομία το πρώτο περιστατικό αλλά και σε σχέση με άλλες αντιδράσεις ή παραλείψεις αντίδρασής της. Δεν συμμεριζόμαστε τη λογική των εισηγήσεων αυτών. Απεναντίας θεωρούμε ότι η όλη αντίδραση της παραπονούμενης ήταν φυσιολογική λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες ευρίσκετο και των δύσκολων επιλογών που είχε να κάμει υπό το φως όλων των δεδομένων.  Μας προβλημάτισε κάπως, και το θέσαμε στην ευπαίδευτη συνήγορο για τη Δημοκρατία, το γεγονός ότι η παραπονούμενη κατά κάποιο τρόπο αποφάσισε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία αφού συνάντησε αρνητική στάση εκ μέρους της οικογένειας όταν εισηγήθηκε ότι δεν θα κατάγγελλε την υπόθεση αν ο Εφεσείων αναγνώριζε το λάθος του και της εδίδετο έγγραφο αποδέσμευσης. Δεν αμφιβάλλουμε όμως ότι αυτό ούτε εκβιασμό συνιστούσε ούτε αντανακλούσε στην αλήθεια της εκδοχής της.  Απεναντίας, βεβαίωνε τη διαχρονική της αντίληψη και συμπεριφορά ότι δεν ήθελε να εκθέσει την οικογένεια, με τα παιδιά της οποίας αισθάνετο ιδιαίτερο δεσμό, εξ ου και δεν κατήγγειλε ποτέ προηγουμένως τα όσα αφορούσαν τον πεθερό του Εφεσείοντα και τον Εφεσείοντα μέχρι και το πρώτο περιστατικό, παρά μόνο τα εκμυστηρεύθηκε στα πολύ στενά πρόσωπα της εμπιστοσύνης της, κατανοητό δε είναι για μια αλλοδαπή η οποία έρχεται στην Κύπρο για να εργαστεί να βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση μεταξύ αντιφατικών συναισθημάτων όταν της συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Ασφαλώς, αν όντως η εκδοχή της ήταν αληθής, θα ήταν αναμενόμενο να αισθάνεται πληγωμένη εφ’ όσον, πέραν της κατάρρευσης της περαιτέρω δυνατότητάς της να παραμείνει στην υφιστάμενη εργοδότησή της, αμφιβάλλετο η αξιοπιστία της.

Πολύ λίγα χρειάζεται να λεχθούν ως προς τις αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της μαρτυρίας [*315]των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5. Ως προς το Μ.Κ.4 δεν πρόκειται για πράγματα σημασίας, όπως επεξηγήθη και πρωτοδίκως. Ως προς το Μ.Κ.5, η ουσία είναι ότι η μαρτυρία του συνάδει με τη δυνατότητα δημιουργίας εκδορών και εκχυμώσεων κατά τη διάρκεια του βιασμού, ορθώς δε παρετηρήθη πρωτοδίκως ότι η αναφορά του για δημιουργία τους εντός 24ώρου δεν είχε τέτοια εξήγηση που να της απέδιδε την απόλυτη διάσταση που επεδίωξε να της δώσει ο Εφεσείων. Ως προς το δημοσίευμα της εφημερίδας, ουδόλως διαφοροποιεί την όλη εικόνα της μαρτυρίας, να παρατηρήσουμε όμως ότι ασφαλώς δεν ενδείκνυται η δημόσια αναφορά και συζήτηση γεγονότων που αφορούν δίκη η οποία θα διεξαχθεί.

Υπάρχει και έφεση κατά της ποινής, με κύρια αναφορά στο ότι το Δικαστήριο αντινομικά, κατά την εισήγηση, αναφέρει στην απόφασή του ότι «συνυπολόγισε» στην επιμέτρηση της ποινής το γεγονός ότι ο Εφεσείων αρνήθηκε μέχρι τέλους της υπόθεσης τη διάπραξη των αδικημάτων. Υποδείξαμε κατά την ακρόαση ότι η όλη αναφορά του Δικαστηρίου όπως προκύπτει από τα περαιτέρω λεχθέντα δεν είχε το νόημα ότι ο Εφεσείων επιβάρυνε τη θέση του ως εκ του ότι άσκησε το δικαίωμά του να μην παραδεχθεί ενοχή και να δικασθεί αλλά, έστω και αν το «συνυπολογίζω» δεν ήταν ο καλύτερος όρος, ότι η έλλειψη μεταμέλειας στο τέλος της ημέρας, μαζί με το γεγονός ότι η παραπονούμενη βίωσε ξανά μέσα από τη μαρτυρία της τα οδυνηρά για αυτή συμβάντα, ασφαλώς διαφοροποιούσε την περίπτωση από εκείνη όπου το στοιχείο της παραδοχής θα επέτρεπε επιείκεια. Εν πάση περιπτώσει, η συνολική ποινή των 3½ ετών (επιβλήθησαν συντρέχουσες ποινές 3½ ετών για το βιασμό και ενός έτους για την άσεμνη επίθεση) δεν κρίνονται εκδήλως υπερβολικές ώστε να επέτρεπαν παρέμβαση μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας αδυνατώ να συμφωνήσω με αυτήν, καταλήγοντας επομένως, σε διαφορετικό αποτέλεσμα ως προς την τύχη της ασκηθείσας έφεσης. Χάριν οικονομίας λόγου, υιοθετώ τα καταγραφέντα στην απόφαση της πλειοψηφίας γεγονότα, όπου δε χρειάζεται, θα προστίθενται οι αναγκαίες εκείνες λεπτομέρειες ώστε να συναρτώνται κατά λογικό τρόπο με τη δική μου θεώρηση επί της πραγματικής και νομικής υφής των όλων δεδομένων. Εκ προοιμίου αναφέρεται ότι η υπόθεση κρίνεται στη βάση βεβαίως της όποιας μαρτυρίας επέλεξαν να προσκομίσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο η Κατηγορούσα Αρχή, όσο και η υπεράσπιση.

[*316]Η κα Χατζηπαπά αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου εκ μέρους του εφεσείοντος, με ιδιαίτερη επιμέλεια ανέδειξε σειρά προβλημάτων στην όλη αντιμετώπιση της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο που, κατά την άποψη μου,  όντως καθιστά την ετυμηγορία του ακροσφαλή, όχι μόνο διότι παραγνώρισε σαφή και αναντίλεκτη μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος, αλλά και διότι η όλη δομή της απόφασης παρουσιάζει εγγενή προβλήματα στη λογική ακολουθία του σκεπτικού. Τα προβλήματα αυτά αναδύονται στην επιφάνεια ενόψει σωρείας αντιφάσεων μεταξύ της εκδοχής που προώθησε η παραπονούμενη και  της μαρτυρίας των Μ.Κ. 2 και 3, προς τους οποίους αυτή παραπονέθηκε για τα τεκταινόμενα σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Αντιφάσεις προκύπτουν και μεταξύ της παραπονουμένης και του Μ.Κ.4, του αστυνομικού που έλαβε το παράπονο της στον αστυνομικό σταθμό, ενώ διάσταση στη μαρτυρία της ανευρίσκεται κατά μείζονα λόγο και μεταξύ της εκδοχής της και της ιατροδικαστικής μαρτυρίας, όπως αυτή οριοθετήθηκε από το μάρτυρα Μ.Κ. 5 και αποτυπώθηκε στα πρακτικά.

Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό ζήτημα, ήταν η σθεναρή θέση της παραπονούμενης ότι είχε βιασθεί από τον εφεσείοντα στις 23.10.07, στις 10.00 π.μ. στο σπίτι του τελευταίου (σελ. 17, 83-84, των πρακτικών και κατάθεσή της στην Αστυνομία ημερ. 24.10.07, Τεκμ. 6(Β)). Όταν η παραπονούμενη εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους, Μ.Κ.5, ο οποίος στη σχετική έκθεσή του Τεκμ. 21, κατέθεσε ότι στις 24.10.07, την επομένη δηλαδή του βιασμού, είχε κληθεί από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού να εξετάσει την παραπονούμενη, αυτός διαπίστωσε στην παρουσία γυναικολόγου και νοσηλεύτριας κατά την εξέταση στο Γυναικολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Λεμεσού, ότι η παραπονούμενη έφερε τρεις παράλληλες μεταξύ τους εκδορές μήκους 2 εκ., 0,7 εκ. και 1,8 εκ. στην εμπρόσθια χώρα του αριστερού πήχυ, καθώς και τρεις θλαστικές εκχυμώσεις διαστάσεων 2x1,8 εκ., 1x1 εκ. και 0,7x0,7 εκ. στη δεξιά εμπρόσθια μηριαία χώρα. Οι εκδορές και οι εκχυμώσεις αυτές απεικονίζονται ευκρινώς στις οκτώ φωτογραφίες που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση και που κατατέθηκαν ως Τεκμ. 2.

Το σημαντικό που ανέκυψε κατά τη μαρτυρία του ιατροδικαστή ήταν η πιο κάτω θέση του, όταν κατά την κυρίως εξέτασή του, η Κατηγορούσα Αρχή του ζήτησε να τοποθετήσει χρονικά την προέλευση των εκδορών και εκχυμώσεων. Ο μάρτυρας απάντησε επί λέξει:

«Εντός του εικοσιτετραώρου, από τη στιγμή που έγινε η εξέταση 24 ώρες, εντός του συγκεκριμένου εικοσιτετραώρου.»

[*317]Καμία άλλη ερώτηση, διευκρινιστική ή επεξηγηματική ως προς το χρονικό σημείο της δημιουργίας των εκχυμώσεων και εκδορών δεν έγινε από την Κατηγορούσα Αρχή, ούτε βεβαίως και η υπεράσπιση απηύθυνε οποιαδήποτε σχετική προς τούτο ερώτηση. Σημειώνεται ότι η εξέταση από τον ιατροδικαστή έγινε μεταξύ των ωρών 19.00-19.25 της 24.10.07. Σαφέστατα, επομένως, προκύπτει μια απόκλιση στη χρονική δημιουργία των εκδορών και των εκχυμώσεων, εννέα και πλέον ωρών, από την ώρα που, ως ισχυρίστηκε η παραπονούμενη, έλαβε χώραν ο βιασμός.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε αυτή τη διάσταση στη σελ. 32 της απόφασης του λέγοντας ότι «….. ως θέμα λογικής ….» οι εν λόγω εκδορές και εκχυμώσεις θα μπορούσαν να μην είχαν εμφανιστεί ή και να μην είχαν γίνει αντιληπτές από την παραπονούμενη, ενώ:

«….. σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσοχή του Δικαστηρίου δεν πρέπει, κατά την άποψη μου να προσλαμβάνει χαρακτήρα ακραίας, σχολαστικής και μικροσκοπικής ανάλυσης, με αναφορά σε ώρες για τις οποίες η μαρτυρία του Μ.Κ.5 δεν είναι και τόσο απόλυτη και για τις οποίες δεν κλήθηκε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.»

Η πιο πάνω αντιμετώπιση του Δικαστηρίου, σαφώς παραγνωρίζει το τεκμήριο της αθωότητας, αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, καθώς και τον κανόνα ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει να αποδείξει οτιδήποτε και ότι εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Κατ’ αρχάς δεν είναι αντιληπτό γιατί η μαρτυρία του ιατροδικαστή δεν ήταν «τόσο απόλυτη». Όταν η θέση του ως προς το χρόνο δημιουργίας των εκδορών και εκχυμώσεων ήταν σαφέστατη και δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Ο ιατροδικαστής ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής, προσφέρθηκε απ’ αυτήν ως μάρτυρας της αλήθειας, (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, στις σελ. 365-366), η απάντηση του στη σχετική ερώτηση ήταν ευκρινέστατη, η δε Κατηγορούσα Αρχή αρκέστηκε με αυτή.  Υπό το φως της συγκεκριμένης απάντησης, που ήταν υπέρ της εκδοχής του εφεσείοντος, ή, εν πάση περιπτώσει, έθετε σε αμφιβολία την αξιοπιστία της παραπονούμενης, η υπεράσπιση δικαιωματικά και προστατευόμενη από την ασπίδα του τεκμηρίου της αθωότητας δεν όφειλε να ερωτήσει οτιδήποτε περαιτέρω, ούτε βέβαια εναπόκειτο σ’ αυτή να ζητήσει επεξηγήσεις. Να σημειωθεί, πρόσθετα, ότι ο ιατροδικαστής κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστος μάρτυρας, στη δε σελ. 28 της απόφασης, τόσο ο μάρτυρας αυτός, όσο και ο [*318]Μ.Κ.4, κρίθηκαν ως «αντικειμενικοί και αμερόληπτοι», η δε μαρτυρία τους έγινε «αποδεκτή στο σύνολο της». Δικαίως, επομένως, κατά την άποψη μου, η κα Χατζηπαπά εισηγείται ότι το ίδιο το Δικαστήριο παρά την πιο πάνω κρίση του ως προς το αντικειμενικό και αξιόπιστο της μαρτυρίας του ιατροδικαστή, διαφοροποίησε στη συνέχεια ανεπίτρεπτα τη μαρτυρία του, επιχειρώντας να εξηγήσει την πιο πάνω χρονική διάσταση, χωρίς να έχει οποιαδήποτε άλλη  σχετική μαρτυρία ενώπιον του, λέγοντας ότι η μαρτυρία αυτή δεν ήταν και «τόσο απόλυτη»,  ή, ότι δεν πρέπει να εξετάζεται με σχολαστική και μικροσκοπική διάθεση. Αντίθετα, η μαρτυρία του έπρεπε να είχε λογισθεί ως ακριβώς δόθηκε ως πραγματική επιστημονική μαρτυρία, που «…. συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας» (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) – πιο πάνω -), χωρίς το Δικαστήριο να αφήσει να παρεισφρύσουν στη σκέψη του, δικές του υποκειμενικές θεωρήσεις. Όπως λέχθηκε και στην Κέττηρος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 395, «…. η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής θα πρέπει να συνάδει απόλυτα με την επιστημονική μαρτυρία ……».

Περαιτέρω, σε σαφή  ερώτηση της Κατηγορούσας Αρχής κατά την κυρίως εξέταση του ιατροδικαστή ως προς την έννοια των εκδορών, η θέση του ήταν ότι η εκδορά είναι «…. η απόσπαση επιδερμίδας με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο ή με όργανο το οποίο δεν έχει λεία επιφάνεια», ενώ κατά την αντεξέταση διευκρίνισε ότι η δημιουργία εκδορών ή και εκχυμώσεων μπορεί να γίνει με την άσκηση βίας ή με θλον όργανο ή με τα χέρια ή και με κτύπημα κάπου, στη δε κατηγορία των θλόντων οργάνων εμπίπτει και η δημιουργία των πιο πάνω με αυτοτραυματισμό. Η παραπονούμενη, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη οποιουδήποτε αιχμηρού αντικειμένου κατά τη διάρκεια του κατ’ ισχυρισμόν βιασμού της, ούτε καν σε άσκηση βίας τέτοιας μορφής ή τρόπου που να καθιστούσε δυνατή την εμφάνιση των εκδορών. Ως ανέφερε δε η ίδια, αντιλήφθηκε τα σημάδια αυτά στο σώμα της κατά την επίσκεψη της στο νοσοκομείο,  δηλαδή την επομένη ημέρα του βιασμού, όταν φωτογραφήθηκε, ενώ ακόμη και κατά το χρόνο που έδινε την κατάθεση της, Τεκμ. 6Β, στις 24.10.07 και ώρα 14.45, δεν είχε αντιληφθεί, ως είπε, τις εκδορές και τις εκχυμώσεις αυτές.  Εφόσον όμως σύμφωνα με τη δοθείσα (που ήταν και η μόνη), επιστημονική μαρτυρία, οι εκδορές είναι η απόσπαση επιδερμίδας, τίθεται εύλογα  το ερώτημα ως προς το λόγο που αυτές οι εκδορές, αν όχι και οι εκχυμώσεις, δεν ήταν αμέσως ευδιάκριτες από την ώρα, δηλαδή, της δημιουργίας τους.

[*319]Πρέπει να προστεθεί εδώ ότι γενετικό υλικό που λήφθηκε από τον εφεσείοντα για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, δεν παρείχε καμιά απόλυτη ένδειξη σύνδεσης του εφεσείοντος με άλλα αντικείμενα που λήφθηκαν και από τα οποία επίσης απομονώθηκε γενετικό υλικό, όπως ήταν τα δύο κολπικά επιχρίσματα από την παραπονούμενη, καθώς και ένα γυναικείο εσώρουχο με σερβιέτα της ιδίας.  Τα ανωτέρω  περιέχονται στην έκθεση του Δρ. Μάριου Καριόλου, που κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός και σημειώθηκε ως Τεκμ. 22, για την αλήθεια του περιεχομένου της, μετά το πέρας της ένορκης μαρτυρίας του ιατροδικαστή στις 14.7.2009.

 

Διάσταση στη μαρτυρία της παραπονούμενης υπήρξε επίσης και με την εκδοχή που έδωσαν κατά πρώτο λόγο η φίλη της Ρακέλ, Μ.Κ.2, και κατά δεύτερο λόγο ο πνευματικός της, Άγγλος ιερέας David Cox, Μ.Κ.3. Ως προς τη μαρτυρία της Ρακέλ, ενώ η παραπονούμενη ανέφερε σε σχέση με το περιστατικό της άσεμνης επίθεσης από τον εφεσείοντα το Σεπτέμβριο του 2007, ότι είχε τηλεφωνήσει στη φίλη της Ρακέλ το απόγευμα της ίδιας ημέρας γύρω στις 5.30 μ.μ., η ίδια η Ρακέλ στη δική της μαρτυρία (σελ. 151 των πρακτικών), ανέφερε ότι η παραπονούμενη της μετέφερε το παράπονο αυτό, τις επόμενες ημέρες και όχι την ίδια ημέρα. Περαιτέρω, ενώ η παραπονούμενη είχε διευκρινίσει ότι ο λόγος που δεν τηλεφώνησε στη Ρακέλ ενωρίτερα την ημέρα της άσεμνης επίθεσης ήταν διότι η τελευταία έχει κλειστό το κινητό της τηλέφωνο όταν εργάζεται, η ίδια η Ρακέλ ανέφερε ότι το κινητό της τηλέφωνο είναι ανοικτό καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας της, ελέγχει τυχόν τηλεφωνήματα, κατά διαστήματα, αλλά απλώς δεν επικοινωνεί η ίδια τις ώρες που εργάζεται. Περαιτέρω, ως η μαρτυρία της, η παραπονούμενη γνώριζε και το σταθερό αριθμό του σπιτιού στο οποίο εργαζόταν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, κατά την άποψη μου, σε σοβαρό λάθος, κρίνοντας εξίσου αξιόπιστες και τη Ρακέλ και την παραπονούμενη, διότι δεν θα ήταν δυνατό και οι δύο εκδοχές να ήταν ταυτόχρονα αποδεκτές. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει στη σελ. 38 της απόφασης του, τη διάσταση μεταξύ της ώρας και της ημέρας που έγινε το τηλεφώνημα από την παραπονούμενη προς τη Ρακέλ ως «επουσιώδη αντίφαση», που δεν πλήττει κατά τα άλλα την αξιοπιστία της παραπονούμενης, ταυτόχρονα αποφαίνεται ότι και η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη μάρτυρας. Εύλογα λοιπόν οι συνήγοροι του εφεσείοντος προώθησαν τη θέση ότι ενώ στην ουσία το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αλλά τη μαρτυρία της Ρακέλ, με ταυτό[*320]χρονο ανακόλουθο εύρημα στη σελ. 45 του σκεπτικού, το Δικαστήριο κατέγραψε ότι ήταν το απόγευμα της ίδιας ημέρας της κατ’ ισχυρισμόν άσεμνης επίθεσης που η παραπονούμενη έκαμε το παράπονο της στη Ρακέλ, σε σαφή δηλαδή αναντιστοιχία με τα όσα η τελευταία κατέθεσε.

Το πιο πάνω ανακόλουθο και συγκρουόμενο με τη μαρτυρία εύρημα, είχε και την εξής προέκταση που οδήγησε σ’ ακόμη ένα προβληματικό εύρημα του Δικαστηρίου. Θεωρήθηκε ότι η μη έγκαιρη και άμεση αντίδραση της παραπονούμενης να καταγγείλει την άσεμνη επίθεση από τον εφεσείοντα, δεν κλόνιζε με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της, ενόψει του ότι «…. ναι μεν δεν έκαμε αμέσως την ίδια ημέρα, καταγγελία στην Αστυνομία, αλλά παραπονέθηκε το ίδιο βράδυ στη Μ.Κ. 2 …..». Αυτή η συλλογιστική ελέγχεται, όμως, ως λανθασμένη όπως υποδείχθηκε αμέσως προηγουμένως εφόσον υπήρχε η προς το αντίθετο μαρτυρία της ίδιας της Ρακέλ, που κρίθηκε αξιόπιστη. Χρησιμοποίησε, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο φορές το ίδιο λανθασμένο εύρημα στη βάση ανακόλουθης αξιολόγησης, για να δικαιολογήσει τις κατ’ αντικειμενικό τρόπο ρωγμές στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

Κατά παρόμοιο τρόπο, η διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και του ιερέα ως προς το χρόνο ενημέρωσης του τελευταίου για τις άσεμνες προτάσεις του πεθερού του εφεσείοντος, λύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ’ αντινομικό και πάλι τρόπο ως εξής: ενώ η παραπονούμενη κατέθεσε ότι για πρώτη φορά είχε πει στον ιερέα τα περί άσεμνων προτάσεων του πεθερού του εφεσείοντος, μετά το βιασμό της από τον εφεσείοντα τον Οκτώβριο του 2007, (σελ. 70 των πρακτικών), ο ιερέας στη δική του κατάθεση, αλλά και στη ζώσα μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ανέφερε ότι τα παράπονα αυτά έγιναν στον ίδιο από την παραπονούμενη από την αρχή της γνωριμίας τους, το Νοέμβριο του 2006 (σελ. 178 των πρακτικών). Υπήρξαν και άλλα στοιχεία διάστασης στη μαρτυρία, όπως το τι ακριβώς είχε πει ο εφεσείων στην παραπονούμενη μετά το βιασμό, πώς ο ιερέας πληροφορήθηκε περί του βιασμού (όχι από την ίδια, ως η παραπονούμενη είπε, αλλά από άλλο μέλος της εκκλησίας) και κατά πόσο χρησιμοποιήθηκε ή όχι βία κατά το βιασμό.

Διάσταση παρατηρήθηκε όμως και μεταξύ της παραπονούμενης και του Μ.Κ.4, αστυφύλακα 633 Ν. Πιτσιλλή του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 24.10.07, το μεσημέρι τον επισκέφθηκε η παραπονούμενη στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου και έλαβε το σχετικό παράπονο της. Υπάρχει ως δεδομένο ότι σύμφωνα με [*321]τον Μ.Κ.4, η γραπτή κατάθεση της παραπονούμενης λήφθηκε από γυναίκα αστυφύλακα στη δική του παρουσία και ό,τι λεγόταν από την παραπονούμενη καταγράφηκε στην κατάθεση της. Η διάσταση που προκύπτει αφορά τα εξής επί μέρους θέματα:  (i) Ότι κατά το επεισόδιο του κατ’ ισχυρισμόν βιασμού της, η παραπονούμενη ανέφερε στον Πιτσιλλή ότι είχε σημάδια στα χέρια και στη γάμπα της επειδή ο εφεσείων ήταν πολύ δυνατός και δεν κατάφερε να ξεφύγει, αλλά ο αστυφύλακας της ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν να τα γράψει αυτά στην κατάθεση της, ήταν δε επαρκές να τα αναφέρει στο Δικαστήριο. (ii) Ότι κατά τη διάρκεια της κατ’ ισχυρισμόν άσεμνης επίθεσης του Σεπτεμβρίου του 2007, αυτή ανέφερε στον Πιτσιλλή ότι ο εφεσείων την είχε διά βίας σύρει στο κρεβάτι, αλλά και πάλι ο αστυφύλακας της ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν να αναγραφεί στην κατάθεση της. (iii) Ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης της κατάθεσης, η παραπονούμενη είχε αναφέρει στον αστυνομικό ότι ο πεθερός του εφεσείοντος της έκανε άσεμνες προτάσεις και ο αστυνομικός της είπε και πάλι να τα αναφέρει στο Δικαστήριο.

Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις ο Πιτσιλλής εμφαντικά αρνήθηκε ότι είπε τα προαναφερθέντα στην παραπονούμενη, ούτε δε υπήρχε λόγος να μην αναγραφούν στην κατάθεση της, ιδιαίτερα εφόσον αυτή λαμβανόταν στην παρουσία άλλου αστυνομικού οργάνου. Να σημειωθεί, πρόσθετα, ότι η παραπονούμενη στη συμπληρωματική της κατάθεση Τεκμ. 7Β, ανέφερε ότι στην πρώτη της κατάθεση Τεκμ. 6Β, δεν τοποθετήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο για τον πεθερό του εφεσείοντος διότι ήταν πολύ θορυβημένη από το περιστατικό του βιασμού, θέση που πρόσθετα έρχεται σε αντίθεση με το στοιχείο (iii) ανωτέρω.

Και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία αγνόησε  και δεν σχολίασε καθόλου τις πιο πάνω διαστάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης και του αστυφύλακα, παρά μόνο τη μη αναφορά στην αρχική κατάθεση της παραπονούμενης ως προς τις άσεμνες προτάσεις από τον πεθερό, έχοντας τη θέση ότι πρόκειτο για μια «…. περιθωριακής υφής διάσταση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4». Όπως και στις προηγούμενες παρατηρηθείσες διαστάσεις στη μαρτυρία μεταξύ της παραπονούμενης και των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε αξιολόγηση κατά εύλογο τρόπο ώστε να είναι καταγραμμένη η σαφής θέση του, ως προς το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια, εφόσον δεν ήταν δυνατό να ήταν και η παραπονούμενη και οι υπόλοιποι μάρτυρες ταυτόχρονα αξιόπιστοι σ’ ότι αντιφατικά μεταξύ τους είπαν.

[*322]Το πρόβλημα στην αντιμετώπιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο όλων των πιο πάνω αντιφάσεων, δεν έγκειται μόνο στις καθ΄ αυτές αντιφάσεις, αλλά στο ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε στην ουσία τη δευτερογενή μαρτυρία της Ρακέλ και του ιερέα ως αξιόπιστες και όχι την πρωτογενή μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης, η οποία ήταν βέβαια ο αποδέκτης των άσεμνων προτάσεων, της άσεμνης επίθεσης και του βιασμού της και άρα η πρωταρχική πηγή της γνώσης της Ρακέλ και του ιερέα. Με άλλα λόγια, ως θέμα λογικής συνέπειας, δεν είναι δυνατό  ένα Δικαστήριο να δέχεται τη μαρτυρία των ατόμων προς τα οποία παραπονέθηκε η παραπονούμενη ως αληθή και αξιόπιστη, ενώ ταυτόχρονα η παραπονούμενη να ισχυρίζεται διαφορετικά πράγματα. Τέτοιου είδους αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να θεωρείται ότι πλήττει τον πυρήνα της αξιοπιστίας της ίδιας της παραπονούμενης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσπάθεια του να καταδείξει ότι η παραπονούμενη παρέμενε αξιόπιστη μάρτυρας, περιέπεσε στη νομική ανακολουθία να δέχεται ως αξιόπιστες τις αντίθετες με της παραπονούμενης θέσεις, δεχόμενο επομένως εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η μαρτυρία της τελευταίας δεν ήταν δεκτή στα σημεία αυτά, αλλά ταυτόχρονα αφενός να κρίνει ότι δεν έπλητταν την αξιοπιστία της και αφετέρου ότι ήταν και επουσιώδεις αντιφάσεις. Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση αυτή δεν υπήρξε καμία άλλη ανεξάρτητη και αυτοτελής μαρτυρία πέραν από την παραπονούμενη που να ενισχύει αντικειμενικά τη δική της εκδοχή η οποία, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, σε πλείστα όσα σημεία διαφοροποιείται από τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας.

Όλα τα πιο πάνω πρέπει να συνδυαστούν και με τα εξής δεδομένα: (i) Η παραπονούμενη ενώ κατά τον ισχυρισμό της είχε δεχθεί κατ’ επανάληψη άσεμνες προτάσεις από τον πεθερό του εφεσείοντος, ο δε εφεσείων όταν εκμυστηρεύθηκε και σε αυτόν το πρόβλημα, ο τελευταίος όχι μόνο δεν δέχθηκε τη θέση της, αλλά άρχισε και ο ίδιος να την παρενοχλεί με σεξουαλικές προτάσεις και ενώ υπέστη, κατά τον ισχυρισμό της, το Σεπτέμβριο του 2007, από τον εφεσείοντα την άσεμνη επίθεση που περιέγραψε και είχε επομένως κάθε λόγο να φοβόταν να μείνει μόνη της με τον εφεσείοντα, εν τούτοις δέχθηκε (κατά την εκδοχή του εφεσείοντος, η ίδια τo πρότεινε), να κάμει μασάζ στον αυχένα του εφεσείοντος όταν ήταν μόνοι στο σπίτι στις 23.10.07 για να ακολουθήσει, ως ισχυρίστηκε, ο βιασμός της. Όποια και να ήταν η ψυχοσύνθεση της παραπονούμενης, αναμφίβολα δημιουργείται εύλογο ερώτημα για ποιο λόγο να είχε δεχθεί να έλθει σε τέτοια σωματική επαφή με τον εφεσείοντα σε χρόνο που ήταν μόνοι στο σπίτι όταν είχε προηγηθεί η άσεμνη επίθεση. Άσεμνη επίθεση που παρέμεινε στο επίπεδο αυτό και μόνο, [*323]αφού φοβούμενη τα χειρότερα για πιθανό βιασμό της, (σελ. 2 της κατάθεσης της στην Αστυνομία, Τεκμ. 6Β), ενέδωσε στις επιθυμίες του εφεσείοντος. Ενώ μετά το βιασμό, συνέχισε τις εργασίες του σπιτιού, ως να μην συνέβη οτιδήποτε και αποδέχθηκε το απόγευμα να τη μεταφέρει ο εφεσείων στο σπίτι του πεθερού του, αναμένοντας καθ’ οδόν να της ζητήσει συγγνώμη.

Παρεμβάλλεται ότι ο ίδιος ο εφεσείων στην κατάθεση του δέχθηκε ότι και προηγουμένως είχε και ο ίδιος και η σύζυγος του τύχει μασάζ από την παραπονούμενη, πάντοτε όμως στην παρουσία αλλήλων. Κατά δε τον ισχυρισμό της, όπως αποτυπώθηκε στα πρακτικά σελ. 100, 104, 112 και 113, παρά την άσεμνη επίθεση και τις συνεχιζόμενες φιλοφρονήσεις του εφεσείοντος μέχρι και την ημέρα του βιασμού της, η παραπονούμενη είχε στη σκέψη της ότι ο εφεσείων ήταν «κύριος», δεν θα της έκανε κακό, δεν πέρασε από τη σκέψη της ότι «κάτι κακό θα συμβεί», δεν πέρασε από το μυαλό της να φύγει όταν της ζήτησε μασάζ, αλλά αντίθετα όταν είδε τον εφεσείοντα με μόνο το εσώρουχο στο δωμάτιο του ζεύγους, απλώς τον ερώτησε για ποιο λόγο ήταν με το εσώρουχο γιατί ήθελε να «ξεκαθαρίσει μαζί του ότι μόνο μασάζ θα του έκανε».

(ii) Η όλη συμπεριφορά της παραπονούμενης σε σχέση με την επιδίωξη της να λάβει έγγραφο αποδέσμευσης από την οικογένεια άφηνε επίσης εύλογα ερωτηματικά, (είχε ζητήσει αποδέσμευση, αλλά σύμφωνα με την εκδοχή της η οικογένεια δεν ήθελε να την αποδεσμεύσει – σελ. 41 των πρακτικών), διότι ενώ μετά την άσεμνη επίθεση του Σεπτεμβρίου 2007, δεν προέβηκε σε καταγγελία γιατί δεν ήθελε να διαλύσει το σπίτι του εφεσείοντος, μετά τον κατ’ ισχυρισμόν βιασμό της και παρά το γεγονός ότι η σύζυγος του εφεσείοντος, όταν συζήτησαν το θέμα, δέχθηκε να την αποδεσμεύσει, μετά από την τέλεση οικογενειακού γάμου που θα ακολουθούσε εντός δεκαπενθημέρου, εν τούτοις η παραπονούμενη συζήτησε το ίδιο ζήτημα την επομένη με την άλλη αδελφή της συζύγου του εφεσείοντος και μόνο όταν η τελευταία της είπε ότι δεν την πίστευε, αποφάσισε ότι ήταν καιρός να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία. Αυτά, παρά τη μαρτυρία της ότι στην ουσία δεν ήθελε να κάνει κακό στην οικογένεια, παρά μόνο ήθελε να παραδεχθεί ο εφεσείων το λάθος του και να ζητήσει συγγνώμη τόσο από την ίδια, όσο και από τη σύζυγο του. Κατέληξε, όμως, να καταγγείλει την υπόθεση με όλες τις συνέπειες για την οικογένεια του εφεσείοντος και τον ίδιο, επιτυγχάνοντας τελικώς εκείνο το οποίο η ίδια ήθελε να αποφύγει.

Όλα τα ανωτέρω μαζί και με σειρά άλλων αντιφάσεων (έστω [*324]και εν μέρει όντως επουσιωδών), που λεπτομερώς καταγράφηκαν στο διάγραμμα του εφεσείοντος και που δεν χρειάζεται να επαναληφθούν εδώ, εύλογα κατά την άποψη μου έθεταν μια διαφορετική διάσταση στην όλη συμπεριφορά της παραπονούμενης, αλλά και στο αξιόπιστο της μαρτυρίας της, τα οποία έπρεπε τουλάχιστο να προβληματίσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την όλη δομή και συνοχή της μαρτυρίας της, εφόσον οδηγούσαν σε εύλογες αμφιβολίες ως προς την ενοχή του εφεσείοντος. Όπως το θέτει ο Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003), στις σελ. 102-104, το βάρος απόδειξης που απαιτείται από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορούμενου είναι υψηλό. Η διαχρονικά επιβεβαιωμένη φόρμουλα «beyond reasonable doubt» που έχει κατά καιρούς υποστεί κριτική, παραμένει αποδεκτή και ισχυρή, αλλά και ακόμη και η μεταγενέστερη προσπάθεια αντικατάστασης της με φράσεις όπως «satisfied so that you feel sure» ή απλώς «sure of guilt» (R. v. Summers [1952] 1 All E.R. 1089), απολήγει στο ίδιο αποτέλεσμα: ότι όπως το έθεσε ο Lord Denning στην Miller v. Minister of Pensions [1947] 2 All E.R. 372:

«It need not reach certainty, but it must carry a high degree of propability. Proof beyond reasonable doubt does not mean proof  beyond the shadow of a doubt. The law would fail to protect the community if it admitted fanciful possibilities to deflect the course of justice. If the evidence is so strong against a man as to leave only a remote possibility in his favour which can be dismissed with the sentence of course it is possible, but not in the least probable’, the case is proved beyond reasonable doubt, but nothing short of that will suffice.»

Στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) – ανωτέρω – έγινε λόγος, με αναφορά στην R. v. Cooper [1969] 1 All E.R. 32, σε «υποβόσκουσα αμφιβολία» («lurking doubt»). Εναπόκειται βέβαια στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει κάθε στοιχείο και συστατικό της κατηγορίας (Woolmington v. D.P.P. [1935] Α.C. 462), όπως δε λέχθηκε και στη Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 365:

«Η απόδειξη της κατηγορίας, και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι’ αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.»

Όπως ακριβώς η περιστατική μαρτυρία μπορεί να είναι κατα[*325]λυτική και να οδηγήσει σε καταδίκη, εφόσον όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας είναι συνεκτικά στερεωμένοι μεταξύ τους, ώστε να μην υπάρχει έδαφος για άλλη εξήγηση, έτσι, κατά τη δική μου θεώρηση, και οι πολλές και σοβαρές αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης και ιδιαιτέρως η διάσταση αυτής με την επιστημονική μαρτυρία, αφήνει τέτοιες ρωγμές στους κρίκους της αλυσίδας ώστε αυτή να μην είναι συμπαγής, στο βαθμό που απαιτείται σε ποινική υπόθεση για να αποδειχθεί, δηλαδή, η ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης, αποκαλύπτει 14 συναπτές αντιφάσεις τις οποίες το Δικαστήριο θεώρησε όλες ως μη καταλυτικές για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, πέραν των άλλων εγγενών προβλημάτων στην όλη εκδοχή της που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

Αποτελεί βεβαίως αξίωμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι «….. κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας» (Κυριάκος Γιάλλουρος κ.ά. ν. Σταύρου Ψύλλου, διά του πατέρα αυτού Κωνσταντίνου Ψύλλου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552), το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στα ευρήματα και την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όταν όμως τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, ή, η κρίση επί της αξιοπιστίας παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, τότε η επέμβαση καθίσταται αναγκαία. Σημασία έχει πώς το πρωτόδικο σε κάθε περίπτωση, αντιμετωπίζει την ενώπιον του μαρτυρία, η δε σκέψη του αναγνωρίζεται από τον τρόπο συγγραφής της απόφασης και την όλη δομή της. Ιδιαιτέρως, σε υπόθεση σεξουαλικής υφής όπου το Δικαστήριο δύναται μεν να ενεργήσει στη βάση και μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αφού όμως προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που περιέχονται σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Κατά την άποψη μου, το πρωτόδικο Δικαστήριο λεκτικά και μόνο έδωσε έκφραση στον κανόνα της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας ως θέμα πρακτικής και θεωρητικά και μόνο προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασιστεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία. Ενόψει όλων των προαναφερθέντων προβλημάτων στη μαρτυρία, δεν είχε νομικό και πρακτικό αντίκρυσμα, κατά την κρίση μου, η καταγραφή στη σελ. 40 της απόφασης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλογίστηκε «…. σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους της αποδοχής της μαρτυρίας αυτής χωρίς ενί[*326]σχυση» και ότι αυτοπροειδοποιήθηκε «συνεχώς και έντονα».

Δεν υπήρχε στην ουσία ενισχυτική μαρτυρία. Ορθά εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη σελ. 40 της απόφασης του, ότι  η μαρτυρία της Ρακέλ και του ιερέα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώτο παράπονο στην έννοια του Άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.  Τούτου δοθέντος και ενόψει των αντιφάσεων που υπήρχαν στη μαρτυρία τους, με αυτή της παραπονούμενης, μειώνεται αν όχι εκμηδενίζεται, η αξία της πρωτόδικης θέσης ότι η παραπονούμενη υπέβαλε παράπονα σ’ αυτούς σε ανύποπτο χρόνο. Υπενθυμίζεται ότι ολόκληρη η πηγή γνώσης της Ρακέλ και του ιερέα, προέρχεται από την ίδια την παραπονούμενη, ορισμένες δε δηλώσεις της έγιναν ακόμη και μεταγενέστερα της καταγγελίας για το βιασμό, όπως ήταν οι αναφορές της προς τον ιερέα για τις άσεμνες προτάσεις που είχε δεχθεί από τον πεθερό του εφεσείοντος. Δεν υπήρχε λοιπόν «ανύποπτος χρόνος» με την έννοια του αυθόρμητου παραπόνου. Επομένως, αποδυναμώνεται η ενίσχυση της μαρτυρίας της προς συνεπή επιβεβαίωση των όσων κατ’ ισχυρισμόν της συνέβησαν (Murphy on Evidence – πιο πάνω – σελ. 574-575, παρ. 16.14 και Τάκη Ηλιάδη: Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 211), που αποτελεί εξαίρεση, σε υποθέσεις σεξουαλικής υφής, του κανόνα αποκλεισμού της αποδοχής προηγούμενων συνεπών δηλώσεων.

Δύο καταληκτικά σχόλια: Κατά πρώτο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον εφεσείοντα ανέφερε ότι του έκαμε «άθλια εντύπωση ως μάρτυρας και αξιοθρήνητη ήταν η όλη εμφάνιση του ενώ κατέθετε». Χαρακτήρισε περαιτέρω την πειστικότητα του να κυμαίνεται σε «μηδενικά επίπεδα» και τη μαρτυρία του ως «εκ των υστέρων σκέψεις και κατασκευάσματα». Η ανάγνωση όμως της ένορκης κατάθεσης του εφεσείοντος ενώπιον του Δικαστηρίου, αποκαλύπτει στην ουσία μια σταθερή  άρνηση των καταλογιζομένων σε αυτόν από την παραπονούμενη. Η ένορκη εκδοχή του συνήδε με την ανακριτική του κατάθεση στην αστυνομία, Τεκμ. 17, καθώς και τη συμπληρωματική του δήλωση, Τεκμ. 25, ενώ δεν μπορεί να διακριθεί οτιδήποτε λεχθέν κατά την αντεξέταση του, που να καθιστούσε δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να χαρακτηρίσει την εμφάνιση του ως «άθλια» και «αξιοθρήνητη». Όσο και αν ένα Δικαστήριο δικαιούται να καταγράφει την κρίση του για τον χαρακτήρα μάρτυρα ή διαδίκου, όπως αυτός αναδύεται στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, πρέπει ταυτόχρονα όπως λέχθηκε στη Χριστάκης Χρίστου ν. Αγαθοκλή Ηροδότου (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, να «….. το πράττει με κοσμιότητα και στα πλαίσια της προσπάθειας ανίχνευσης της αλήθειας, ως κριτής όχι μόνο γεγο[*327]νότων αλλά και της αξιοπιστίας ή μη του μάρτυρα», όταν δε το πράττει αυτό «… δεν εκφεύγει του καθήκοντος του ως κριτή των συνανθρώπων του». Λέχθηκε επίσης στην ίδια απόφαση:

«Αναμφίβολα, πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατόν να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από την δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ’ ανάγκην και ειλικρινής. Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής.»

Κατά δεύτερο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας την ποινή στον εφεσείοντα ανέφερε και τα εξής:

«Συνυπολογίζω επίσης για σκοπούς επιβολής ποινής το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αρνήθηκε μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων. Σταθερή του θέση ήταν ότι δεν έκαμε οτιδήποτε το επιλήψιμο. Κανένα στοιχείο μεταμέλειας δεν χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του….. Η άρνηση των κατηγοριών είναι απόλυτο και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου. Η πιο πάνω παραπομπή του Δικαστηρίου στο στοιχείο της καταδίκης μετά από ακρόαση γίνεται με αναφορά στη νομολογιακή αρχή ότι ένας κατηγορούμενος που παραδέχεται ενοχή δύναται να αναμένει κάποια αναγνώριση με τη μορφή μείωσης της ποινής, η οποία διαφορετικά θα επιβαλλόταν αν καταδικαζόταν μετά από μη παραδοχή ……»

Στην Κώστας Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 59, το Εφετείο ελάττωσε την επιβληθείσα ποινή των δώδεκα ετών, στα δέκα έτη, ώστε «…. να αντανακλάται επαρκώς το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο ιθύνων νους, αλλά να είναι ταυτόχρονα και απαλλαγμένη από το διαπιστωθέν λάθος αρχής.». Το λάθος που εντοπίστηκε εκεί ήταν ότι το Κακουργιοδικείο επιβάλλοντας ποινή στον εφεσείοντα στα πλαίσια της προσπάθειας του να εξετάσει πιθανή διαφοροποίηση της ποινής από τον πρώην συγκατηγορούμενο του, ανέφερε ότι θα προσμετρούσε εναντίον του το ότι δεν παραδέχθηκε ενοχή, σε αντίθεση με τον πρώην συγκατηγορούμενο ο οποίος είχε παραδεχθεί ενοχή. Λέχθηκε ότι:

[*328]«Η παραδοχή όντως αποτελεί νομολογιακά στοιχείο που οδηγεί στην επιεικέστερη μεταχείριση ενός κατηγορουμένου, ακόμη και για τις ναρκωτικές ουσίες (δέστε Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448, σελ. 453), παρόλον που κατά την επιβολή της ποινής του πρώην συγκατηγορουμένου δεν τονίστηκε ιδιαίτερα αυτή η πτυχή. Το αντίθετο, όμως, δηλαδή, να θεωρείται επιβαρυντικός παράγων η μη παραδοχή ενοχής αποτελεί σφάλμα αρχής, διότι είναι απόλυτο δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου στα πλαίσια της έμπρακτης μεταγραφής του τεκμηρίου της αθωότητας, να μην παραδεχθεί. Κατ’ αντιστοιχία, η νομολογία έχει καθορίσει ότι ακόμη και η προβολή μιας εξωπραγματικής υπεράσπισης δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα. (δέστε Chalhoub v. Police (1988) 2 C.L.R. 153). Η καταληκτική αυτή αναφορά επομένως, ότι η μη παραδοχή ενοχής προσμέτρησε εναντίον του, επέφερε και λανθασμένη σφαιρική αντιμετώπιση του μέτρου κρίσης.»

Ο συνυπολογισμός, επομένως, από το πρωτόδικο Δικαστήριο του γεγονότος ότι ο εφεσείων είχε αρνηθεί μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων αποτελούσε παρόμοιο σφάλμα αρχής και δεν διασώζεται η κατάσταση επειδή στην πιο πάνω καταγραφή των λεχθέντων υπό του Δικαστηρίου έγινε ταυτόχρονα αναφορά και στο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να αρνηθεί τις κατηγορίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αποφύγει την καταγραφή οτιδήποτε που έστω και έμμεσα θα άφηνε την υπόνοια ότι ο εφεσείων τιμωρείτο διότι επέλεξε να μην παραδεχθεί τις κατηγορίες και να διακηρύξει την αθωότητα του μέχρι τέλους.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους λόγω της δημιουργίας εύλογων αμφιβολιών, θα επέτρεπα προσωπικά την έφεση και θα αθώωνα και απάλλασσα τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες.

Η έφεση απορρίπτεται

κατά πλειοψηφία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο