Γεωργίου Αρέστης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354

(2010) 2 ΑΑΔ 354

[*354]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΕΣΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 91/2008)

 

Ναρκωτικά ― Κατοχή 686,5 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη ― Κατοχή της ίδιας απαγορευμένης ουσίας με σκοπό την προμήθειά της σε τρίτα πρόσωπα ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου ― Τρόπος εξέτασης και αξιολόγησης ― Ποία η αποδεικτική της αξία.

Απόδειξη ― Ναρκωτικά ― Πραγματογνώμονες ― Κατά πόσο ο τρόπος με τον οποίο έδωσε η χημικός – πραγματογνώμων τη μαρτυρία της για να στηρίξει τη γνώμη της ότι η εξετασθείσα ύλη ήταν κάνναβη, ήταν ο ενδεδειγμένος.

Παγίδευση κατηγορουμένου ― Προϋποθέσεις δημιουργίας παγίδευσης κατηγορουμένου και επιπτώσεις της στη διεξαγωγή της δίκης.

Ναρκωτικά ― Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/77), όπως τροποποιήθηκε ― Δημιουργία μαχητού τεκμηρίου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε τρίτα πρόσωπα ― Κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα του Νόμου έχρηζε εξέτασης από το Κακουργιοδικείο.

Το απόγευμα της 30.11.2007, το αυτοκίνητο του εφεσείοντος ανακόπηκε από άνδρες της ΥΚΑΝ σε σημείο του δρόμου μετά τη Τσάδα της Πάφου και ο εφεσείων προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει. Όταν του ζητήθηκε να ερευνηθεί το αυτοκίνητό του αυτός αρνήθηκε και στην προσπάθεια σύλληψής του, πρόβαλε αντίσταση. Κατά την έρευνα στο [*355]αυτοκίνητό του βρέθηκε κάτω από το χαλάκι, στη θέση του οδηγού, ένα μπλε πλαστικό σακούλι μέσα στο οποίο εντοπίστηκαν 686,5 γραμμάρια φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία κατοχής της πιο πάνω απαγορευμένης ουσίας και επίσης κατηγορία κατοχής της με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, προβάλλοντας την εκδοχή ότι κάποτε έκανε χρήση ναρκωτικών και ο ίδιος. Σε θεληματική του κατάθεση (τεκμ.14) ανέφερε ότι είναι «βαρετός χρήστης».

Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, έλαβε υπόψη και την ανώμοτη κατάθεση του εφεσείοντος. Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ήταν ότι τίποτε το πειστικό δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο της ανώμοτης κατάθεσης και συνεπώς δεν ήταν δυνατό κάτω από αυτές τις περιστάσεις να αποδοθεί οποιαδήποτε αξία στη δήλωση, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν χρησιμοποιήθηκε ως μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος και στις δύο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ½ χρόνων στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, χωρίς να του επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της απλής κατοχής.

Η υπό κρίση έφεση στρέφεται μόνο εναντίον της καταδίκης. Το παράπονο του εφεσείοντος εστιάζεται στην αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι στην ανώμοτη δήλωση «δεν δίδεται καμιά εξήγηση που να πείθει και να μπορεί να αγγίξει καν την ποιότητα των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.»

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Πέραν από την αναφορά του εφεσείοντος στη θεληματική του κατάθεση ότι είναι βαρετός χρήστης χόρτου δεν υπάρχει καμιά άλλη μαρτυρία προς τεκμηρίωση του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Τα περιστατικά της υπόθεσης οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του τη συγκεκριμένη ποσότητα ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα. Η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε, δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο γιατί δεν έχει προκύψει ότι έχουν παραβιαστεί οποιαδήποτε δικαιώματα του εφεσείοντος εφόσον η ενοχή του προέκυψε όχι ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του τεκμηρίου που καθιερώνει το [*356]Άρθρο 30Α του νόμου αλλά ως αποτέλεσμα και με βάση το σύνολο της μαρτυρίας η οποία, μετά την απόρριψη της ανώμοτης κατάθεσης του εφεσείοντος, οδηγούσε σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα ότι μοναδικός σκοπός του ήταν η προμήθεια των ναρκωτικών σε τρίτους.

2.  Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν οποιοδήποτε τέχνασμα ή οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να εκληφθεί ως εξαπάτηση με σκοπό την παγίδευση του εφεσείοντος.

3.  Η χημικός η οποία κλήθηκε ως πραγματογνώμονας από την Κατηγορούσα Αρχή για να μαρτυρήσει ότι όντως η επίδικη φυτική ύλη ήταν κάνναβη, ενώ κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου, έβγαλε από το φάκελο την σακούλα με τη ξηρή φυτική ύλη την οποία η μάρτυς, με βάση τις επιστημονικές της γνώσεις, προσδιόρισε ως κάνναβη.

4.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος περί προκατάληψης του Δικαστηρίου απέναντί του, είναι παντελώς αβάσιμος.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή (2010) 2 Α.Α.Δ. 172,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105,

Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Σταματίου, Π.Ε.Δ., Ψαρά-Μιλτιάδους, Α.Ε.Δ., Ματθαίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12186/2007), ημερομηνίας 6/5/2008 και 15/5/2008.

Χ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χ”Κύρου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*357]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία κατοχής 686,5 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και σε κατηγορία κατοχής της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα. Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον εφεσείοντα σε ποινή φυλάκισης 5½ χρόνων στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ενώ δεν επέβαλε ποινή στην κατηγορία της απλής κατοχής επειδή τα γεγονότα της κατηγορίας αυτής καλύπτονταν από εκείνα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

Η υπό κρίση έφεση στρέφεται μόνο εναντίον της καταδίκης. Η έφεση κατά της ποινής εγκαταλείφθηκε με δήλωση του δικηγόρου του εφεσείοντα.

Τα γεγονότα στη βάση των οποίων θεμελιώθηκε η καταδίκη εκπηγάζουν από τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Με συντομία τα γεγονότα αυτά είναι ότι, η αστυνομία, ενεργούσα με βάση πληροφορίες ότι θα γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, έθεσε υπό παρακολούθηση το αυτοκίνητο και την οικία του εφεσείοντα στα Κονιά της Πάφου. Στις 30.11.2007 γύρω στις 16.45, ο εφεσείων θεάθηκε να βγαίνει από το σπίτι του και με το αυτοκίνητό του να πηγαίνει  προς τη Δρούσια. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, έξω από την Κρήτου Τέρρα, σταμάτησε με τα φώτα και τη μηχανή του αυτοκινήτου σε λειτουργία. Μπροστά από το αυτοκίνητο του, θεάθηκε ακινητοποιημένο αυτοκίνητο με οδηγό τον πατέρα του. Μετά από 15 περίπου λεπτά έφθασε στο μέρος ακόμα ένα αυτοκίνητο από το οποίο βγήκε ένα άτομο το οποίο κινήθηκε προς το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Οι δυο άνδρες αφού συνομίλησαν για ένα περίπου λεπτό ιστάμενοι έξω από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, επιβιβάστηκαν στα αυτοκίνητά τους και έφυγαν. Άνδρες της ΥΚΑΝ, οι οποίοι συνέχισαν να παρακολουθούν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ανέκοψαν τούτο σε σημείο του δρόμου μετά τη Τσάδα. Ο εφεσείων προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει. Όταν του ζητήθηκε να ερευνηθεί το αυτοκίνητό του αυτός αρνήθηκε και στην προσπάθεια σύλληψής του, πρόβαλε αντίσταση. Κατά την έρευνα στο αυτοκίνητό του βρέθηκε κάτω από το χαλάκι, στη θέση του οδηγού, ένα μπλε πλαστικό σακούλι μέσα στο οποίο εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά που αφορούν οι κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος.

Όταν ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Εισηγείται τώρα ότι η ανώμοτη δήλωσή του δεν [*358]αξιολογήθηκε σωστά από το Κακουργιοδικείο με αποτέλεσμα να παραβιαστεί  το τεκμήριο της αθωότητάς του. Το παράπονο εστιάζεται στην αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι στην ανώμοτη δήλωση «δεν δίδεται καμιά εξήγηση που να πείθει και να μπορεί να αγγίξει καν την ποιότητα των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.» Η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα επί του προκειμένου είναι ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε στα πιο κάτω σφάλματα:

(α) Παραβίασε την αρχή ότι η ανώμοτη δήλωση δεν αποτελεί μαρτυρία (evidence) αλλά έχει μόνο πειστική αξία. Με άλλα λόγια, το πρωτόδικο δικαστήριο αδικαιολόγητα σύγκρινε και/ή εξομοίωσε την ποιότητα ανώμοτης δήλωσης με την ποιότητα της μαρτυρίας των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, δύο διαφορετικής ποιότητας μαρτυρικά υλικά, με αποτέλεσμα να μην προσδώσει στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα καμιά σημασία.

(β) Αξιολόγησε πρώτα τους μάρτυρες κατηγορίας και αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους ως αληθινή μετά αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα.

(γ) Παρέλειψε να εξετάσει το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και να της δώσει την ανάλογη βαρύτητα. Το σφάλμα εντοπίζεται στην παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να εντάξει την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα στη συνολική εικόνα με αποτέλεσμα χωρίς τη δέουσα αιτιολογία να την απορρίψει και να μην της αποδώσει βαρύτητα.

(δ) Εναπόθεσε στον εφεσείοντα το βάρος να προσκομίσει μαρτυρία που ποιοτικά θα έπρεπε να αγγίζει ή να ξεπερνά την ποιότητα των μαρτύρων κατηγορίας.

(ε) Αποδέχθηκε ότι η φυτική ύλη του τεκμηρίου 5 ήταν κάνναβη στην έννοια του Άρθρου 2 του Ν. 29/77 χωρίς να είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η φυτική αυτή ύλη είναι όντως κάνναβη στην έννοια του νόμου.

Θεωρούμε πως η αναφορά στο περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα θα διευκολύνει την εξέταση των επί του προκειμένου παραπόνων του. Ισχυρίστηκε λοιπόν ο εφεσείων ότι δύο βδομάδες πριν από τη σύλληψή του, στις 30.11.2007, δέχθηκε τηλεφώνημα από άγνωστο πρόσωπο που λεγόταν Αντρίκκος και [*359]που είχε κρυμμένο τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ο Αντρίκκος του είπε ότι γνώριζε πως ήταν χρήστης ναρκωτικών και τον ρώτησε αν ήθελε να τον προμηθεύσει μικρή ποσότητα. Για ό,τι ακολούθησε δίδεται περιγραφή από τον εφεσείοντα στην ανώμοτη δήλωσή του από την οποία το πιο κάτω απόσπασμα:

«Αρνήθηκα διαψεύδοντας του ότι είμαι χρήστης και του έκλεισα το τηλέφωνο. Θεώρησα ότι μπορούσε να είναι και αστυνομικός. Δυο μέρες αργότερα μου ξανατηλεφώνησε και πάλι με απόκρυψη του αριθμού του και άρχισε να μου φωνάζει λέγοντας μου ότι τον κοροΐδεψα ότι δεν είμαι χρήστης και με απείλησε ότι αυτό «δεν θα μείνει έτσι». Οπόταν εγώ για να αποφύγω του είπα ότι είμαι χρήστης αλλά ότι δεν χρειαζόμουν ναρκωτικά εκείνη τη μέρα γιατί είχα. Του ζήτησα να μου δώσει το τηλέφωνο του για να επικοινωνήσω εγώ μαζί του σε 2 – 3 μέρες σε περίπτωση που χρειαζόμουν. Αυτός αρνήθηκε να μου δώσει το τηλέφωνο του και μου ανέφερε ότι θα μου τηλεφωνούσε ο ίδιος ύστερα από μερικές μέρες για να του πω αν ήθελα. Κάθε δυο μέρες μου τηλεφωνούσε και με ρωτούσε αν ήθελα και εγώ του έλεγα πάντοτε ότι ήμουν εντάξει. Πάντοτε μου τηλεφωνούσε με απόκρυψη του αριθμού του. Αυτή η ιστορία διήρκεσε για δυο περίπου βδομάδες. Στις 30.11.07 και η ώρα 16:45 περίπου, με πήρε ξανά τηλέφωνο και μου ανέφερε ότι είχε μια μικρή τελευταία ποσότητα ναρκωτικών και επειδή ο ίδιος θα έφευγε την επόμενη μέρα για το εξωτερικό και για τα Χριστούγεννα και θα επέστρεφε αρχές του νέου έτους, θα ήταν ευκαιρία να την αγοράσω. Για να προλάβει μήπως και αρνηθώ, μου είπε ότι δεν πίστευε ότι είχα τέτοια ποσότητα ναρκωτικών ώστε να μην τον χρειαστώ ούτε τις δυο αυτές βδομάδες που μου τηλεφωνούσε ούτε και για την περίοδο που θα απουσίαζε στο εξωτερικό. Τότε για να τον αποφύγω, του ανέφερα την πραγματικότητα ότι δεν είχα λεφτά ούτε και για βενζίνη, θεωρώντας ότι κανένας άγνωστος δεν δίνει ναρκωτικά σε άλλον χωρίς να πληρωθεί με την παράδοση τους. Αυτός εκνευρίστηκε, φώναζε ότι τον δούλευα, ότι για δυο βδομάδες τον είχα να με παίρνει τηλέφωνο και τον άφηνα να πιστεύει ότι θα αγόραζα ναρκωτικά. Για να πεισθεί ότι δήθεν δεν τον δούλευα, μου ζήτησε να αγοράσω την τελευταία του ποσότητα και να του δώσω τα λεφτά μόλις μπορέσω. Φοβήθηκα και επειδή η αλήθεια είναι ότι κάποτε έκανα χρήση ναρκωτικών δέχθηκα να τον συναντήσω γύρω στις 17:45 το απόγευμα σε περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς για να αγοράσω την τελευταία του ως μου ανέφερε μικρή ποσότητα ναρκωτικών. Επειδή όπως μου είπε δεν μου είχε εμπιστοσύνη, δεν θέλησε να καθορίσει εκ των προτέρων το ακριβές σημείο της συ[*360]νάντησης. Μου είπε απλά να κατευθυνθώ προς την Πόλη Χρυσοχούς και θα μου έλεγε για το σημείο της συνάντησης στην πορεία. Εγώ δεν γνώριζα καθόλου το δρόμο, γι’ αυτό ζήτησα από τον πατέρα μου, κατηγορούμενο 2, να μου εξηγήσει το δρόμο προς την Πόλη Χρυσοχούς, αναφέροντας του ότι είχα να συναντήσω κάποιους φίλους για να μου δώσουν κάτι. Αυτός διερωτήθηκε τότε γιατί να συναντηθώ εκεί πέρα και εγώ του είπα για να μοιράσουμε με τους φίλους μου την απόσταση μεταξύ μας. Ο πατέρας μου κατά σύμπτωση θα πήγαινε να δει ένα χωράφι στο Στρουμπί, οπόταν προθυμοποιήθηκε να με πάρει μαζί του εάν η συνάντηση μου δεν θα διαρκούσε για πολύ. Επειδή δεν ήθελα να δει ο πατέρας μου τι ήταν αυτό που θα μου παρέδιδε ο Αντρίκκος, του ζήτησα να πάμε με ξεχωριστά αυτοκίνητα προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι μετά τη συνάντηση θα πήγαινα με τη φίλη μου βόλτα στην Κάτω Πάφο. Για να γίνω πιστευτός στον πατέρα μου αλλά και για να μην αφήσω την φίλη μου μόνη της στο σπίτι, της ζήτησα όπως έλθει μαζί μου για να πάμε με τον πατέρα μου να δούμε ένα χωράφι. Σε κανένα τους δεν είπα ότι θα παραλάμβανα ναρκωτικά από κάποιο Αντρίκκο γιατί και οι δυο τους είναι αντίθετοι σε κάτι τέτοιο.»

Το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του έλαβε υπόψη και την ανώμοτη κατάθεση του εφεσείοντα την οποία σχολίασε ως εξής:

«Στα πλαίσια του καθήκοντός μας έχουμε λάβει υπόψη τις ανώμοτες δηλώσεις των κατηγορουμένων σύμφωνα με τα καθορισθέντα υπό της νομολογίας. (Βλ. R. v. Coughlam [1976] Cr. App.R. 11, Συμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195).

…………………………………………………………………

Ακόμη και με την εγρήγορση που επιτάσσει η νομολογία για μαρτυρία με τυχόν αλλότρια κίνητρα, όχι μόνο δεν διαγνώσαμε τέτοια διάθεση στους μάρτυρες κατηγορίας αλλά αντίθετα τους κατατάσσουμε ως απόλυτα θετικούς μάρτυρες με πλήρη σεβασμό στην αλήθεια και με υποδειγματική προσήλωση σε κάθε γεγονός που ξεδίπλωναν ενώπιόν μας την κάθε σχετική λεπτομέρεια. Αντίθετα καμιά αξία δεν μπορούμε να δώσουμε στις ανώμοτες δηλώσεις των κατηγορουμένων 1 και 2 αφού τίποτε το πειστικό δεν προκύπτει από το περιεχόμενο τους. Δεν δίδεται σ’ αυτές καμία εξήγηση που να πείθει και να μπορεί να αγγίξει καν την ποιότητα των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.»

[*361]Το Κακουργιοδικείο, αξιολόγησε την ανώμοτη κατάθεση του εφεσείοντα όπως η νομολογία ορίζει. Η αξιολόγηση δεν έγινε απομονωμένα ή αποσπασματικά ούτε χρησιμοποιήθηκε η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως σταθερή βάση για να κριθεί η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, η αξία της οποίας, όπως ορθά αναφέρθηκε, είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική. Το Κακουργιοδικείο στην προκείμενη περίπτωση ορθά αποφάσισε ότι τίποτε το πειστικό δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο της ανώμοτης κατάθεσης και συνεπώς δεν ήταν δυνατό κάτω από αυτές τις περιστάσεις να αποδοθεί οποιαδήποτε αξία στη δήλωση, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν χρησιμοποιήθηκε ως μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα. Προς επίρρωση της ορθότητας του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε την ανώμοτη κατάθεση του εφεσείοντα παρατηρούμε ότι η εκδοχή του, όπως αναδύεται από την ανώμοτη δήλωσή του, είναι ότι ως αποτέλεσμα των φορτικών πιέσεων του Αντρίκκου δέχθηκε να τον συναντήσει για να παραλάβει τα ναρκωτικά που αυτός θα του πωλούσε και για το σκοπό αυτό διευθέτησαν την προαναφερόμενη συνάντηση. Ο εφεσείων, αυτό που ουσιαστικά ανέφερε στη δήλωσή του, είναι ότι δέχθηκε να συναντήσει τον Αντρίκκο για να αγοράσει μικρή ποσότητα ναρκωτικών, ως η προηγούμενη εξήγησή τους. Αντί τούτου, αγόρασε και παρέλαβε μια σχετικά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών αξίας £2000 όπως ο ίδιος ανέφερε στη θεληματική του κατάθεση (τεκμ. 14). Ωστόσο, στην ανώμοτη δήλωσή του είπε πως στην πραγματικότητα δεν είχε χρήματα ούτε και για βενζίνη. Παρά ταύτα, συναντά το απόγευμα της ίδιας ημέρας τον «Αντρίκκο» και παραλαμβάνει από αυτόν τα ναρκωτικά. Δεν εξηγεί αν τελικά η πληρωμή έγινε τοις μετρητοίς ή αν ήταν επί πιστώσει. Αξιοσημείωτη είναι η δήλωση του εφεσείοντα «….. ότι κανένας άγνωστος δεν δίνει ναρκωτικά σε άλλο χωρίς να πληρωθεί με την παράδοσή τους.» Η άποψη αυτή φαίνεται πράγματι λογική και συνεπώς χρειαζόταν κάποια εξήγηση γιατί ο άγνωστος «Αντρίκκος» τον εμπιστεύθηκε και του έδωσε τα ναρκωτικά χωρίς να εισπράξει την αξία τους την οποία ο εφεσείων προσδιόρισε στις £2000. Αν από την άλλη η αγορά των ναρκωτικών έγινε τοις μετρητοίς ο εφεσείων έπρεπε να εξηγήσει πού βρήκε τόσα πολλά χρήματα μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Αντρίκκο μέχρι την ώρα που συναντήθηκαν. Δικαίως λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτήρισε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα ως μη πειστική γιατί σαφώς επρόκειτο για μια εκ των υστέρων σκέψη και με αρκετά κενά. Η αναφορά του εφεσείοντα στην ανώμοτη δήλωσή του ότι «… η αλήθεια είναι ότι κάποτε έκανα χρήση ναρκωτικών» δεν φαίνεται να συνάδει με τη θεληματική του κατάθεση ότι είναι «βαρετός χρήστης». Αλλά και [*362]πάλιν πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η κατοχή τόσης μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, υπερεικοσαπλάσιας από αυτή που ορίζει το Άρθρο 30Α του Νόμου 29/77 που είναι 30 γρ., με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι τα ναρκωτικά ήταν για δική του χρήση;

Πέραν από την αναφορά του εφεσείοντα στη θεληματική του κατάθεση ότι είναι βαρετός χρήστης χόρτου δεν υπάρχει καμιά άλλη μαρτυρία προς τεκμηρίωση του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Τα περιστατικά της υπόθεσης οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του τη συγκεκριμένη ποσότητα ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα. Βλ. Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359. Η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε, δεν θα μας απασχολήσει γιατί δεν έχει προκύψει ότι έχουν παραβιαστεί οποιαδήποτε δικαιώματα του εφεσείοντα εφόσον η ενοχή του προέκυψε όχι ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του τεκμηρίου που καθιερώνει το Άρθρο 30Α του νόμου αλλά ως αποτέλεσμα και με βάση το σύνολο της μαρτυρίας η οποία, καθώς έχουμε υποδείξει, μετά την απόρριψη της ανώμοτης κατάθεσης του εφεσείοντα, οδηγούσε σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα ότι μοναδικός σκοπός του ήταν η προμήθεια των ναρκωτικών σε τρίτους.

Δεν θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα το θέμα της νομιμότητας της ανακοπής του αυτοκινήτου του εφεσείοντα όπως το έχει θέσει ο δικηγόρος του. Με συντομία παρατηρούμε ότι η αστυνομία χωρίς αλλότρια κίνητρα και με βάση τις πληροφορίες που είχε ότι ο εφεσείων και άλλα πρόσωπα θα διακινούσαν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, έθεσε υπό παρακολούθηση το σπίτι και το αυτοκίνητο του τελευταίου. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, στα πλαίσια της παρακολούθησης, έγινε αντιληπτή από τους αστυνομικούς η ύποπτη συνάντηση του εφεσείοντα με άλλο ή άλλα πρόσωπα γεγονός το οποίο δημιούργησε σ’ αυτούς την εύλογη υποψία ότι ενεχόταν στη διακίνηση ναρκωτικών ή σε διάπραξη αδικήματος σχετιζόμενου με ναρκωτικά. Οι αστυνομικοί, κάτω από αυτές τις περιστάσεις δικαιολογημένα ενήργησαν με τον προαναφερόμενο τρόπο. Η δράση τους βρισκόταν συνεχώς και αδιαλείπτως  εντός των καθιερωμένων ορίων της νομιμότητας χωρίς να ξεφύγει από αυτά. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέφανου Βαρνάβα Χριστοφή (2010) 2 Α.Α.Δ. 172.

Στερούμενος λογικής είναι ο ισχυρισμός περί παγίδευσης του εφεσίβλητου. Ο εφεσείων χωρίς οποιαδήποτε υποκίνηση έσπευσε [*363]να συναντήσει τον «Αντρίκκο» αφού διευθέτησαν μεταξύ τους το σημείο και την ώρα της συνάντησης. Η αστυνομία απλώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του εφεσείοντα μέχρι τη στιγμή της παραλαβής των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα τα οποία ύστερα από συντονισμένες ενέργειες της αστυνομίας βρέθηκαν στην κατοχή του. Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν οποιοδήποτε τέχνασμα ή οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να εκληφθεί ως εξαπάτηση με σκοπό την παγίδευση του εφεσείοντα. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105 και Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301.

Αναφορικά με το θέμα της απόδειξης ότι η επίδικη φυτική ύλη ήταν κάνναβη υποβάλλεται εισήγηση ότι η χημικός κα Κονάρη ως πραγματογνώμονας όφειλε να παρουσιάσει στο δικαστήριο «μαρτυρία γεγονότων» για να στηρίξει τη γνώμη της ότι η εξετασθείσα ύλη του τεκμηρίου 5 είναι κάνναβη. Έπρεπε, σύμφωνα με την εισήγηση, η κα Κονάρη να ανοίξει το τεκμήριο 5 ενώπιον του Δικαστηρίου για να δουν το περιεχόμενο του οι παράγοντες της δίκης για να μπορέσει το Δικαστήριο να ελέγξει τη γνώμη της. Η εισήγηση στερείται ερείσματος. Προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας (σελ. 342) ότι έγινε ακριβώς αυτό που εμφανίζεται ότι δεν έγινε. Τα πρακτικά αποκαλύπτουν ότι η κα Κονάρη ενώ κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου έβγαλε από το φάκελο την ροζ σακούλα με τη ξηρή φυτική ύλη την οποία η μάρτυς, με βάση τις επιστημονικές της γνώσεις, προσδιόρισε ως κάνναβη.

Το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν προκατειλημμένο και/ή εχθρικό απέναντι στην υπεράσπιση και/ή τον δικηγόρο του είναι παντελώς αβάσιμο. Τίποτε δεν προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση ή από τα πρακτικά της διαδικασίας το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει έστω και κατ’ ελάχιστο το συγκεκριμένο ισχυρισμό.

Θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση άλλων επουσιωδών ζητημάτων που εγείρονται στην έφεση καθότι η όποια ενασχόληση με τα θέματα αυτά θα έχει ακαδημαϊκή μόνο σημασία που βεβαίως δεν είναι ο σκοπός.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο