Γρηγορίου Γρηγόρης ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 364

(2010) 2 ΑΑΔ 364

[*364]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 14/2008)

 

Ποινικός Κώδικας ― Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος ― Κατοχή εκρηκτικών υλών ― Μεταφορά εκρηκτικών υλών ― Τοποθέτηση εκρηκτικών υλών με σκοπό την καταστροφή ή την πρόκληση ζημιάς σε αυτοκίνητο ― Πρόκληση κακόβουλης ζημιάς ― Το συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου προέκυψε από την περιστατική μαρτυρία, κυρίως την επιστημονική ― Λήφθηκε υπόψη και η ομολογία ενοχής του και συνεκτιμήθηκε με τη λοιπή αποδεκτή μαρτυρία ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Ομολογία ενοχής προσώπου το οποίο βρίσκεται υπό κράτηση ― Ποία η αποδεικτική της αξία και ποίος ο ορθός τρόπος εξέτασής της ― Κατά πόσο καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία είναι κατ’ ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική.

Απόδειξη ― Λήψη γενετικού υλικού ― Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(Ι)/2004) ― Νομιμοποίηση της Αστυνομίας στη λήψη του γενετικού υλικού ― Κατά πόσο μπορεί να ληφθεί γενετικό υλικό ατόμου για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση της επιστημονικής μαρτυρίας γενετιστή ― Κατά πόσο οδήγησε το Κακουργιοδικείο στη λήψη των ορθών συμπερασμάτων.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου στα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

[*365]Τα ξημερώματα της 26.2.2006 στην Έμπα της Πάφου, ο εφεσείων τοποθέτησε εκρηκτική ύλη στο αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής TSU 677, περιουσία κάποιου Παράσχου Παρασκευά, και το ανατίναξε προκαλώντας σ’ αυτό ζημιά ύψους £3.300. Στις 10.6.2006 λήφθηκε πληροφορία ότι ο εφεσείων ενεχόταν στη διάπραξη του εγκλήματος. Ο τελευταίος αρνήθηκε να δώσει ανακριτική κατάθεση, συγκατατέθηκε όμως στη λήψη του γενετικού του υλικού. Λήφθηκε παρειακό επίχρισμα του εφεσείοντος το οποίο ταυτιζόταν με το επίχρισμα που εντοπίστηκε στο χερούλι της πόρτας του συνοδηγού του αυτοκινήτου. Την 1.7.2006 ενώ ο εφεσείων βρισκόταν υπό κράτηση ανέφερε στον ανακριτή της υπόθεσης ότι, «η πόμπα που έβαλα ήταν σέμπτεξ ζυμωμένη». Ο εφεσείων αρνήθηκε να δώσει γραπτή κατάθεση για όσα ανέφερε, ούτε και υπέγραψε τη σημείωση.

Ο εφεσείων αντιμετώπισε τις ακόλουθες κατηγορίες:

(1)   συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

(2)   κατοχή εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 4(4)(1)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ.54 και των Νόμων 27/78 και 19(Ι)/2005,

(3)   μεταφορά εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των ιδίων άρθρων ως και στην προηγούμενη κατηγορία,

(4)   τοποθέτηση εκρηκτικών υλών με σκοπό την καταστροφή ή την πρόκληση ζημιάς στο αυτοκίνητο TSU 677, και

(5)   πρόκληση κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

Ο εφεσείων κατά την απολογία του προέβη σε ανώμοτη δήλωση αρνούμενος ότι έκαμε τις δηλώσεις της 1ης.7.2006. Σε σχέση με το ανευρεθέν γενετικό υλικό του στο εξωτερικό χερούλι της πόρτας του συνοδηγού του αυτοκινήτου του παραπονούμενου, ανέφερε ότι αυτό τοποθετήθηκε είτε με έμμεσο τρόπο είτε τυχαία, γιατί κάποιοι ήθελαν να τον ενοχοποιήσουν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση ότι η διαδικασία που τήρησε η αστυνομία για τη λήψη γενετικού του υλικού ήταν νόμιμη από κάθε άποψη. Αξιόπιστη κρίθηκε και η επιστημονική μαρτυρία αναφορικά με το θέμα της ταύτισης του γενετικού υλικού που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας με το γενετικό προφίλ του εφεσείο[*366]ντος. Πρόκειται για τη μαρτυρία που αποτέλεσε τη βάση της καταδίκης του εφεσείοντος. Για το θέμα της έκρηξης στο αυτοκίνητο, η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι χρησιμοποιήθηκε εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος. Ως αξιόπιστη αξιολογήθηκε και η μαρτυρία όλων των αστυνομικών που έσπευσαν στη σκηνή του εγκλήματος και περισυνέλεξαν στοιχεία για σκοπούς επιστημονικής εξέτασης. Αξιόπιστη κρίθηκε και η μαρτυρία του Παρασκευά, ιδιοκτήτη του ταξί και του αδελφού του αναφορικά με τις συνθήκες μετακίνησης του οχήματος.

Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντος. Οι λόγοι έφεσης οι οποίοι προβλήθηκαν είναι οι ακόλουθοι:

1.  Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα διαπίστωσε ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντος και η γραπτή συγκατάθεσή του για τη λήψη του υλικού αυτού λήφθηκαν νόμιμα από την αστυνομία. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο, το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να ασχοληθεί με το περιεχόμενο της γραπτής συγκατάθεσης (τεκμ.9) που υπέγραψε ο εφεσείων για τη λήψη του γενετικού του υλικού το οποίο, σύμφωνα με την εισήγηση, αυτοδιαψεύδει τους μάρτυρες οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με την παράνομη λήψη αυτού του υλικού.

     Το παράπονο του εφεσείοντος είναι ότι η αστυνομία προκειμένου να επιτύχει τη λήψη του γενετικού του υλικού ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), τις πρόνοιες του οποίου λανθασμένα ερμήνευσε το Κακουργιοδικείο. Η θέση του επί του προκειμένου είναι ότι το παρειακό του υλικό λήφθηκε ενώ τελούσε υπό κράτηση για άλλη υπόθεση και συνεπώς δεν μπορούσε αυτό να χρησιμοποιηθεί στην υπό εκδίκαση υπόθεση ως στοιχείο μαρτυρίας εναντίον του.

2.  Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και την αξιοπιστία του Παρασκευά (ΜΚ15) ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου.

3.  Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκαμε αποδεκτό ότι ο εφεσείων έκαμε τις προφορικές δηλώσεις του προς την αστυνομία με αποτέλεσμα να στηριχθεί σ’ αυτές και να τον καταδικάσει.

4.  Το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού είναι εσφαλμένο.

5.  Η αξιολόγηση της επιστημονικής μαρτυρίας του γενετιστή κ. Καριόλου, είναι εσφαλμένη.

[*367]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι αστυνομικοί, κατά τη λήψη του γενετικού υλικού ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 25(1) του νόμου. Η λήψη τέτοιου υλικού επιτρέπεται με βάση το νόμο για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος. Η φρασεολογία του νόμου είναι σαφής και δεν αφήνει αμφιβολία ότι τηρουμένων των προϋποθέσεων που ο νόμος προβλέπει, μπορεί να ληφθεί γενετικό υλικό ατόμου για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος. Η γραπτή συγκατάθεση του εφεσείοντος περιέχεται σε στερεότυπο έγγραφο που συνήθως χρησιμοποιείται από την αστυνομία και καθόλου δεν διαψεύδει τη μαρτυρία των αστυνομικών στους οποίους δόθηκαν οδηγίες για τη λήψη του γενετικού υλικού του εφεσείοντος και οι οποίοι προφορικά εξήγησαν στον εφεσείοντα ποια ήταν τα υπό διερεύνηση αδικήματα για τα οποία θα λαμβανόταν το γενετικό του υλικό.

2.  Δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη οποιωνδήποτε σφαλμάτων στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου επί του θέματος αυτού. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα Παρασκευά.

3.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποστεί από τις αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν το θέμα και ορθά αποτίμησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, συμπεριλαμβανομένης της προφορικής ομολογίας του εφεσείοντος, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στο κίνητρο και στη χρήση της εκρηκτικής ύλης semptex, μαρτυρία η οποία συνάδει με τη μαρτυρία του μάρτυρα πυροτεχνουργού.

4.  Η μαρτυρία η οποία προκύπτει από το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου, καθώς κρίθηκε, «συμπλέει» με τη χρήση του χεριού από ένα άνδρα το γενετικό υλικό του οποίου ταυτίστηκε με εκείνο που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας μετά την έκρηξη. Η μαρτυρία αυτή συνεκτιμήθηκε με την υπόλοιπη μαρτυρία η οποία ορθά οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος.

5.  Η ταύτιση του γενετικού υλικού του εφεσείοντος με εκείνο που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας συνιστά μαρτυρία η οποία έχει ορθά συνεκτιμηθεί με την υπόλοιπη μαρτυρία που αφορούσε στις περιβάλλουσες περιστάσεις της υπόθεσης. Αυτή η μαρτυρία οδηγούσε σε ένα και μόνο συμπέρασμα που δεν είναι άλλο από το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*368]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13,

Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168,

R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Χαραλάμπους, Π.Ε.Δ., Ψαρά-Μιλτιάδους, Α.Ε.Δ., Ματθαίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7354/2006), ημερομηνίας 21/12/2007.

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στις πιο κάτω κατηγορίες,

(1)   συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα,

(2)   κατοχή εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 4(4)(1)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54 και των Νόμων 27/78 και 19(Ι)/2005,

(3)   μεταφορά εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των ιδίων άρθρων ως και στην προηγούμενη κατηγορία,

(4)   τοποθέτηση εκρηκτικών υλών με σκοπό την καταστροφή ή την πρόκληση ζημιάς στο αυτοκίνητο TSU 677, και

(5)   πρόκληση κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών, πέντε ετών και ενός έτους αντίστοιχα στις κατηγορίες 1, 4 και 5. Στις κατηγορίες 2 και 3 δεν επιβλήθηκαν ποινές διότι τα γεγονότα των εν λόγω κατηγοριών καλύπτονταν από τα γεγονότα της 4ης κατηγορίας.

[*369]Η μαρτυρία στη βάση της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα είναι ότι τα ξημερώματα της 26.2.2006 στην Έμπα της Πάφου, ο εφεσείων τοποθέτησε εκρηκτική ύλη στο αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής TSU 677, περιουσία κάποιου Παράσχου Παρασκευά με την οποία ανατίναξε το αυτοκίνητο, προκαλώντας σ’ αυτό ζημιά ύψους £3.300. Οι έρευνες της αστυνομίας για τον εντοπισμό του δράστη υπήρξαν άκαρπες μέχρι τις αρχές Ιουνίου του 2006. Στις 10.6.2006 λήφθηκε πληροφορία ότι ο εφεσείων ενεχόταν στη διάπραξη του εγκλήματος. Ανακριτές της αστυνομίας ενεργώντας στη βάση οδηγιών υπαστυνόμου, ζήτησαν να πάρουν ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε. Ωστόσο, συγκατατέθηκε γραπτώς στη λήψη γενετικού του υλικού. Λήφθηκε παρειακό υλικό το οποίο μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής για επιστημονικές εξετάσεις από τις οποίες προέκυψε ότι το παρειακό αυτό επίχρισμα ταυτιζόταν με το επίχρισμα που εντοπίστηκε στο χερούλι της πόρτας του συνοδηγού του αυτοκινήτου. Την 1.7.2006 ενώ ο εφεσείων βρισκόταν υπό κράτηση στα κρατητήρια της αστυνομικής διεύθυνσης Πάφου ζήτησε να δει τον ανακριτή της υπόθεσης. Μεταφέρθηκε στα γραφεία του ΤΑΕ και αφού επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο,  στην παρουσία του ανακριτή και άλλου αστυνομικού, ανέφερε ότι, «η πόμπα που έβαλα ήταν σέμπτεξ ζυμωμένη». Ενώ έλεγε αυτά ο ανακριτής τον διέκοψε για να του επιστήσει εκ νέου την προσοχή του στο νόμο αλλά εκείνος συνέχισε λέγοντας «τζιαι έδωκε μου την ένας για να τη βάλω για να ξοφλήσω χρέος τρησίμισυ σιηλλιάων για ναρκωτικά που του χρωστούσα. Με εκμεταλλεύθηκε.». Ο αστυνομικός ανακριτής ζήτησε από τον εφεσείοντα να δώσει αν επιθυμούσε γραπτή κατάθεση γι’ αυτά που μόλις ανέφερε. Ο εφεσείων αρνήθηκε, είπε όμως, πως θα ήταν διατεθειμένος να δώσει κατάθεση και να αποκαλύψει το άτομο που τον παρακίνησε να διαπράξει το έγκλημα αν διασφαλιζόταν ότι δεν θα ασκείτο εναντίον του ποινική δίωξη τόσο για την υπό διερεύνηση υπόθεση όσο και για άλλη υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον του. Όταν έγινε ξεκάθαρο ότι η αστυνομία δεν δίνει τέτοιου είδους υποσχέσεις, ο ανακριτής επέστησε και πάλι την προσοχή του εφεσείοντα στο νόμο και τον κάλεσε να υπογράψει τη συνομιλία που είχαν προηγουμένως και κατέγραψε ως πρόχειρη σημείωση. Ο εφεσείων αρνήθηκε να υπογράψει τη σημείωση. Στη δίκη παρουσιάστηκε το σχετικό έγγραφο στο οποίο καταγράφονται σε αδρές γραμμές τα διαμειφθέντα μεταξύ εφεσείοντα και ανακριτή. Ο τελευταίος αντεξετάστηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντα. Υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι δεν έγιναν οι προαναφερόμενες προφορικές δηλώσεις από τον πελάτη του. Ο μάρτυρας επέμενε ότι έγιναν αυτές οι δηλώσεις υπό τις συνθήκες που περιέγραψε στην κύρια εξέτασή του.

[*370]Η έκρηξη στο αυτοκίνητο ήταν υψηλής ισχύος και καταγράφηκε από  κλειστό σύστημα παρακολούθησης που ήταν εγκατεστημένο στην οικία του Παρασκευά. Αυτός κατέθεσε στο δικαστήριο ότι δεν ειδοποίησε την αστυνομία για την έκρηξη επειδή δεν ήθελε να δοθεί δημοσιότητα που θα έβλαπτε τη δουλειά του. Προκειμένου να περάσει απαρατήρητο το συμβάν, κάλυψε το αυτοκίνητο στο μέρος της ζημιάς με ρούχα και λίγο πριν τις 6.00 το πρωί με τη βοήθεια του αδελφού του το ρυμούλκησαν στο γκαράζ της οικίας. Κατέθεσε επίσης ότι την προηγούμενη ημέρα είχε οδηγήσει το ταξί σε πλυντήριο αυτοκινήτων όπου το αυτοκίνητο πλύθηκε με αυτόματη μηχανή, τρίφτηκε και  σκουπίστηκε από υπαλλήλους του πλυντηρίου. Από την ώρα που παρέλαβε το αυτοκίνητο από το πλυντήριο μόνο αυτός και η γυναίκα του το χρησιμοποίησαν για να μεταβούν το βράδυ σε ξενοδοχείο της Πάφου.

Ο αστυνομικός Τρύφωνος είναι αυτός που στην παρουσία άλλων μαρτύρων στις 26.2.2006 και περί ώρα 15.00 εξέτασε διάφορα μέρη του αυτοκινήτου για εντοπισμό δακτυλικών αποτυπωμάτων. Τα αποτυπώματα που βρέθηκαν δεν ήταν κατάλληλα για αναγνώριση και σύγκριση. Ο μάρτυρας εξήγησε πως έστω και αν άγγιξε κάποιος το χερούλι της πόρτας με το χέρι του δεν είναι απαραίτητο ότι θα άφηνε δακτυλικά αποτυπώματα. Αναφορικά με το επίχρισμα τεκμ. 6(5) που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας, ο μάρτυρας κατέθεσε ότι διενήργησε τη σχετική δειγματοληψία φορώντας ειδικά γάντια.

Ο Δρ Καριόλου, επιστήμονας γενετιστής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής, είναι ο μάρτυρας που έκανε τις επιστημονικές εξετάσεις οι οποίες οδήγησαν στο συμπέρασμα της ταύτισης του γενετικού υλικού του εφεσείοντα με το επίχρισμα που βρέθηκε στο εξωτερικό χερούλι ανοίγματος της πόρτας του αυτοκινήτου. Τα σχετικά πορίσματα της επιστημονικής έρευνας του μάρτυρα περιέχονται στην έκθεσή του τεκμ. 34. Ο Δρ Καριόλου ανέφερε ότι δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο χρόνος εναπόθεσης του γενετικού υλικού στο χερούλι της πόρτας και ότι μετά το πλύσιμο και σκούπισμα του αυτοκινήτου οποιαδήποτε βιολογική ουσία που ενδεχομένως υπήρχε  στα χερούλια είναι λογικό ότι θα έφευγε. Το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο χερούλι προερχόταν από ανθρώπινα κύτταρα, κατά πάσα πιθανότητα επιθυλιακά, του τελευταίου ατόμου που άγγιξε το αντικείμενο. Επρόκειτο για βιολογική ουσία ενός μόνο ανδρός με γενετικό προφίλ που ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του εφεσείοντα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει δυνατότητα άμεσης και έμμεσης εναπόθεσης γενετικού υλικού σε ένα αντικείμενο εντούτοις, στις περιπτώσεις όπου το γε[*371]νετικό υλικό αφορά κύτταρα, αυτό δύσκολα μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο αντικείμενο. Η επιστημονική του άποψη επί του προκειμένου είναι ότι με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης η εναπόθεση ήταν άμεση.

Όταν ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να προβεί στην πιο κάτω ανώμοτη δήλωση:

«Στις 21.6.2006 ενώ τελούσα υπό αστυνομική κράτηση στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού για άλλη υπόθεση κατόπιν διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η Αστυνομία μου ζήτησε να δώσω γενετικό υλικό για εξετάσεις DNA για την υπόθεση που με κρατούσαν, και εγώ έδωσα με τη θέληση μου το γενετικό μου υλικό και υπέγραψα και σε σχετικό φάκελο καθώς και έγγραφη δήλωση την οποία σε καμία περίπτωση δεν μου ανέγνωσαν και ούτε την διάβασα.

Σε καμία περίπτωση δεν με ανάκριναν για άλλες υποθέσεις και δεν μου ζήτησαν να δώσω γενετικό υλικό για άλλες υποθέσεις κατά τον χρόνο που κρατούμουν στην αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού.

Στις 29.6.2006 ενώ τελούσα υπό αστυνομική κράτηση για την υπόθεση αυτή και για την υπόθεση υπ’ αρ. 7353/2006 του Κακουργιοδικείου Πάφου το κατηγορητήριο της οποίας κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον σας, στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου, τραυματίστηκα στο αριστερό άνω βλέφαρο και με μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου στο Τμήμα Α΄ Βοηθειών όπου έγινε συρραφή του τραύματος μου.

Την 1.7.2006 από το πρωί ένοιωθα έντονο πόνο στην περιοχή του τραύματος μου και πονοκεφάλους επίσης και ζητούσα επίμονα από τους Αστυνομικούς να με μεταφέρουν στο Νοσοκομείο χωρίς όμως ανταπόκριση. Σε κάποια στιγμή μετά το μεσημέρι ήλθε στα κρατητήρια ο Αστυνομικός Σιμιλλίδης και με έβγαλε από τα κρατητήρια και με μετέφερε στα γραφεία του ΤΑΕ όπου εκεί μου ανέφερε ότι ήθελε να με ανακρίνει. Εγώ επέμενα ότι έπρεπε να με πάρουν στο Νοσοκομείο και μετά την δική μου επιμονή  σε ελάχιστο χρόνο με μετέφερε πίσω στα κρατητήρια. Σε καμία περίπτωση δεν έκαμα τις δηλώσεις που ισχυρίζονται οι Αστυνομικοί ότι έκανα την συγκεκριμένη ημερομηνία και αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα.

Σχετικά με την ανεύρεση γενετικού υλικού δικού μου στο εξω[*372]τερικό χερούλι της πόρτας του συνοδηγού του αυτοκινήτου του παραπονούμενου, πιστεύω ότι αυτό τοποθετήθηκε με έμμεσο τρόπο είτε με τυχαίο γεγονός είτε γιατί κάποιοι ήθελαν να με ενοχοποιήσουν. Δεν μπορώ όμως να αποκλείσω αυτό να τοποθετήθηκε με άμεσο τρόπο εάν παλιά στο παρελθόν με μετέφερε ως επιβάτη το εν λόγω αυτοκίνητο σε κάποιο προορισμό καθ’ ότι αρκετές φορές στο παρελθόν κατέστη ανάγκη να ενοικιάσω ταξί για να με μεταφέρει κάπου.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Σιμιλλίδη (ΜΚ3), Τσεκκούρα (ΜΚ7) και Φιλίππου (ΜΚ8) οι οποίοι, ιδιαίτερα ο Σιμιλλίδης, διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στη λήψη του γενετικού υλικού από τον εφεσείοντα. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση της υπεράσπισης ότι οι αστυνομικοί συνωμότησαν προκειμένου να επιτύχουν λήψη γενετικού υλικού από τον εφεσείοντα. Η διαπίστωση του δικαστηρίου είναι ότι η διαδικασία που τήρησε η αστυνομία για τη λήψη γενετικού του υλικού ήταν νόμιμη από κάθε άποψη. Αξιόπιστη κρίθηκε και η επιστημονική μαρτυρία αναφορικά με το θέμα της ταύτισης του γενετικού υλικού που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας με το γενετικό προφίλ του εφεσείοντα. Πρόκειται για τη μαρτυρία που αποτέλεσε τη βάση της καταδίκης του εφεσείοντα. Για το θέμα της έκρηξης στο αυτοκίνητο, η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου είναι ότι χρησιμοποιήθηκε εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος. Ως αξιόπιστη αξιολογήθηκε και η μαρτυρία όλων των αστυνομικών που έσπευσαν στη σκηνή του εγκλήματος και περισυνέλεξαν στοιχεία για σκοπούς επιστημονικής εξέτασης. Αξιόπιστη κρίθηκε και η μαρτυρία του Παρασκευά, ιδιοκτήτη του ταξί και του αδελφού του αναφορικά με τις συνθήκες μετακίνησης του οχήματος. O ψηφιακός δίσκος του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης προβλήθηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Σ’ αυτό φαίνεται ένα άτομο να προσεγγίζει γύρω στις 03.14.42 την πόρτα του συνοδηγού του επίδικου αυτοκινήτου και να αγγίζει κάτι πάνω στο αυτοκίνητο. Στις 03.17 φαίνεται φλόγα η οποία, καθώς σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, συνταιριάζεται με τη μαρτυρία του πυροτεχνουργού λοχία Τσιελεπή ο οποίος εξήγησε τον τρόπο πυροδότησης της εκρηκτικής ύλης.

Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντα η οποία στηρίχθηκε στη μαρτυρία που συνοπτικά παραθέσαμε. Προβλήθηκαν οκτώ λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα διαπίστωσε ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα και η γραπτή συγκατάθεσή του για τη λήψη του υλικού αυτού λήφθηκαν νόμιμα από την αστυνομία. Συναφής [*373]είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο, το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να ασχοληθεί με το περιεχόμενο της γραπτής συγκατάθεσης (τεκμ. 9) που υπέγραψε ο εφεσείων για τη λήψη του γενετικού του υλικού το οποίο, σύμφωνα με την εισήγηση, αυτοδιαψεύδει τους μάρτυρες οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με την παράνομη λήψη αυτού του υλικού.

Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η αστυνομία προκειμένου να επιτύχει τη λήψη του γενετικού του υλικού ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), τις πρόνοιες του οποίου λανθασμένα ερμήνευσε το Κακουργιοδικείο. Η θέση του επί του προκειμένου είναι ότι το παρειακό του υλικό λήφθηκε ενώ τελούσε υπό κράτηση για άλλη υπόθεση και συνεπώς δεν μπορούσε αυτό να χρησιμοποιηθεί στην υπό εκδίκαση υπόθεση ως στοιχείο μαρτυρίας εναντίον του.

Το Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου προβλέπει:

«25.-(1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο μπορεί να λάβει ή να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος:

(α) ….. του σάλιου κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δεν συναινεί.

(β) …………………………………………………………………

(2) Εάν το πρόσωπο στο οποίο αφορούν τα στοιχεία που λήφθηκαν με βάση το εδάφιο (1) δεν κατηγορηθεί στο Δικαστήριο για αδίκημα ή εάν απολυθεί χωρίς να διατυπωθούν εναντίον του κατηγορίες ή αθωωθεί από το Δικαστήριο και δε βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη για ποινικό αδίκημα, τότε όλες οι καταχωρίσεις των μετρήσεων, φωτογραφιών, δακτυλικών αποτυπωμάτων και αποτυπωμάτων παλάμης και πέλματος και οποιαδήποτε αρνητικά αντίγραφα των φωτογραφιών αυτών ή των φωτογραφιών των δακτυλικών αυτών αποτυπωμάτων καταστρέφονται αμέσως ή παραδίδονται στο πρόσωπο στο οποίο αφορούν.

(3) ………………………………………………………………»

[*374]Ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι οι οδηγίες για τη λήψη του γενετικού υλικού, δόθηκαν από τον υπαστυνόμο Φιλίππου και ότι οι αστυνομικοί Σιμιλλίδης και Τσεκούρας ενήργησαν με βάση τις εν λόγω οδηγίες δηλαδή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 25(1) του νόμου. Η λήψη τέτοιου υλικού επιτρέπεται με βάση το νόμο για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος. Έπεται πως η αστυνομία νομιμοποιείται στη λήψη γενετικού υλικού είτε με τη συγκατάθεση του ατόμου είτε με διάταγμα του δικαστηρίου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί τούτο για το υπό διερεύνηση αδίκημα. Στην προκείμενη περίπτωση, το γενετικό υλικό λήφθηκε με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα αφού του είχε εξηγηθεί ότι τελούσε υπό διερεύνηση το συγκεκριμένο αδίκημα για το οποίο θεωρείτο ύποπτος. Η φρασεολογία του νόμου είναι σαφής και δεν αφήνει αμφιβολία ότι τηρουμένων των προϋποθέσεων που ο νόμος προβλέπει, μπορεί να ληφθεί γενετικό υλικό ατόμου για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος. Η γραπτή συγκατάθεση του εφεσείοντα περιέχεται σε στερεότυπο έγγραφο που συνήθως χρησιμοποιείται από την αστυνομία και καθόλου δεν διαψεύδει τη μαρτυρία των Σιμιλλίδη και Τσεκκούρα οι οποίοι προφορικά εξήγησαν στον εφεσείοντα ποια ήταν τα υπό διερεύνηση αδικήματα για τα οποία θα λαμβανόταν το γενετικό του υλικό.

Ο λόγος έφεσης 3 αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ3, ΜΚ7, ΜΚ18, ΜΚ12 και ΜΚ9. Το παράπονο είναι ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία τους. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί γιατί πέρα από τη γενική διατύπωση του παραπόνου, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα σφάλματα που ο εφεσείων έχει υπόψη και αφορούν στην αξιολόγηση. Δεν έχει υποδειχθεί κανένα σημείο της εκκαλούμενης απόφασης στη βάση του οποίου θα μπορούσε να εξεταστεί ο λόγος αυτός της έφεσης. Η εισήγηση ότι «η μαρτυρία όλων των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας έπρεπε να κριθεί ως αναξιόπιστη μαρτυρία και/ή το λιγότερο ως ύποπτη μαρτυρία και θα έπρεπε να αποκλεισθεί από το Δικαστήριο» στερείται ερείσματος εφόσον δεν υπάρχει πρόταση περί του αντιθέτου. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε με προσοχή τη μαρτυρία και αξιολόγησε σωστά την αξιοπιστία των μαρτύρων οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν το πρωτόδικο δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία μάρτυρα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό. Εδώ δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη τέτοιων σφαλμάτων.

Ο λόγος έφεσης 4 αναφέρεται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας [*375]του Παρασκευά (ΜΚ15), ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου. Προβάλλεται ισχυρισμός για αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε ο εν λόγω μάρτυρας που κυρίως εντοπίζονται στις δύο γραπτές καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία (τεκμ. 30 και τεκμ. 31). Η πρώτη κατάθεση δόθηκε λίγες ώρες μετά την έκρηξη στο αυτοκίνητο του και σ΄ αυτή ανέφερε, μεταξύ άλλων, «όπως σου ανέφερα τελευταία φορά, πριν το συμβάν, που οδήγησα ήταν πριν 3 βδομάδες για κάποια κούρσα.» Εδώ παρεμβάλλουμε ότι ο μάρτυρας λογικά πρέπει να αναφερόταν σε οδήγηση του αυτοκινήτου ταξί στο οποίο έγινε η έκρηξη. Στη δεύτερη κατάθεση (τεκμ. 31) που δόθηκε στην αστυνομία τέσσερις περίπου μήνες αργότερα και αμέσως μετά την ταύτιση του γενετικού υλικού που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα ανέφερε, «θέλω να σας πω ότι την προηγούμενη μέρα 25.2.2006 έπλυνα το ταξί επειδή με αυτό είναι που πήγα στο πάρτυ της Paphilia και δεν το είπα στην 1η μου κατάθεση επειδή δεν ρωτήθηκα από την αστυνομία». Υποβάλλεται ότι η σύγκριση του περιεχομένου των δύο αυτών καταθέσεων σε συνάρτηση με το χρόνο που δόθηκε η δεύτερη κατάθεση, καταδεικνύει ότι η μαρτυρία ήταν κατασκευασμένη και ψευδής. Παρά ταύτα, το Κακουργιοδικείο βασιζόμενο στην εν λόγω μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αυτοκίνητο στο οποίο συνέβηκε η έκρηξη πλύθηκε την προηγούμενη μέρα του συμβάντος και επί αυτού του ευρήματος θεμελίωσε το οικοδόμημα της απόφασής του για καταδίκη του εφεσείοντα.

Τα όσα ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε σχετικά με τη πτυχή αυτή της υπόθεσης, εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο το οποίο έδωσε πειστικές και ικανοποιητικές απαντήσεις αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρα Παρασκευά. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν δικαιολογούν τη διαπίστωση ότι ο μάρτυρας δεν είχε καμιά πρόθεση να αποκρύψει οτιδήποτε σχετικό με την υπόθεση ή να πει ψέματα με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα. Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης προς ανατροπή των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου.

Ο λόγος έφεσης 5 αναφέρεται στις δηλώσεις του εφεσείοντα προς την αστυνομία. Σύμφωνα με την εισήγηση λανθασμένα έγινε αποδεκτό ότι ο εφεσείων έκανε αυτές τις δηλώσεις με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να στηριχθεί σ’ αυτές και να τον καταδικάσει. Η διαπίστωση ότι οι προφορικές δηλώσεις έγιναν πράγματι από τον εφεσείοντα, προέκυψε μετά που κρίθηκε ότι η ανώμοτη δήλωση του δεν είχε οποιαδήποτε πειστική αξία και αφού αξιολογήθηκε η μαρτυρία των αστυνομικών οι οποίοι ήταν παρόντες και τις άκουσαν. Βεβαίως το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα προέκυ[*376]ψε από την περιστατική μαρτυρία κυρίως την επιστημονική. Ωστόσο, και οι προφορικές του δηλώσεις λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τη λοιπή αποδεκτή μαρτυρία. Είναι γνωστό ότι η ομολογία ενοχής συνήθως αποκαλείται ως η βασιλίδα των μαρτυριών. Ωστόσο, το δικό μας σύστημα της ποινικής δίκης δεν έχει αναγάγει σε απόλυτο βαθμό την αξία της. Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερα όπου η ομολογία είναι προφορική, αυτή εξετάζεται ως θέμα πραγματικό το οποίο συναρτάται με τις περιβάλλουσες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Όταν η ομολογία γίνει αποδεκτή και ενταχθεί στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία το δικαστήριο έχει καθήκον να προβληματιστεί και να εξετάσει την αλήθεια του περιεχομένου της για να αποφασίσει τελικά κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Βλ. R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168. Στην R. v. Mallinson [1977] Crim.L.Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ’ ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Από την προαναφερόμενη αγγλική απόφαση μεταφέρουμε το πιο κάτω σχόλιο:

«Commentary. It has been said that “when a confession is well proved it is the best evidence that can be produced”: Baldry  [1852] 1 Den 430, per Erle J. Scepticism about the reliability of confessions has increased in modern times but it remains true that a truly voluntary confession may be cogent evidence of guilt. Like other types of evidence, its value may vary greatly according to the circumstances and, if serious doubt is cast on the reliability of a confession, conviction based on that alone would no doubt, be regarded as unsafe and unsatisfactory. It is only in exceptional cases that English law requires corroboration of particular types of evidence and confessions have never been held to require corroboration either by law or practice.»

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει αποστεί από τις αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν το θέμα και ορθά αποτίμησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, συμπεριλαμβανομένης της προφορικής ομολογίας του εφεσείοντα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στο κίνητρο και στη χρήση της εκρηκτικής ύλης semptex, μαρτυρία η οποία συνάδει με τη μαρτυρία του πυροτεχνουργού Τσιελεπή.

Ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού. Σύμφωνα με την εισήγηση το εύρημα είναι λανθασμένο αφού ο ψηφιακός δίσκος δεν δείχνει το δράστη να έρχεται σε επα[*377]φή με την πόρτα αυτή του αυτοκινήτου. Το Κακουργιοδικείο δεν αποφαίνεται ότι ο ψηφιακός δίσκος αποκαλύπτει ότι ο δράστης της εγκληματικής ενέργειας είναι ο εφεσείων. Το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου αποκαλύπτει, σύμφωνα με τη διαπίστωση, ότι ο δράστης πλησίασε την πόρτα του συνοδηγού του αυτοκινήτου, μαρτυρία η οποία, καθώς κρίθηκε, «συμπλέει» με τη χρήση του χεριού από ένα άνδρα το γενετικό υλικό του οποίου ταυτίστηκε με εκείνο που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας μετά την έκρηξη. Η μαρτυρία αυτή συνεκτιμήθηκε με την υπόλοιπη μαρτυρία η οποία ορθά οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντα.

Με τον 7ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της επιστημονικής μαρτυρίας του γενετιστή κ. Καριόλου. Η μαρτυρία του κ. Καριόλου περί ύπαρξης γενετικού υλικού στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου δεν αμφισβητείται. Η αμφισβήτηση περιορίζεται στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή σε συνάρτηση βέβαια με την υπόλοιπη μαρτυρία. Το παράπονο είναι ότι η μαρτυρία του κ. Καριόλου χρησιμοποιήθηκε σε βάρος του εφεσείοντα ενώ η μαρτυρία αυτή παρείχε τη δυνατότητα στο Κακουργιοδικείο να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα που θα οδηγούσαν στην αθώωση του εφεσείοντα. Το παράπονο είναι αβάσιμο. Η ταύτιση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα με εκείνο που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας συνιστά μαρτυρία η οποία έχει ορθά συνεκτιμηθεί με την υπόλοιπη μαρτυρία που αφορούσε στις περιβάλλουσες περιστάσεις της υπόθεσης. Αυτή η μαρτυρία οδηγούσε σε ένα και μόνο συμπέρασμα που δεν είναι άλλο από το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα.

Ο 8ος λόγος έφεσης αναφέρεται γενικά στην καταδίκη του εφεσείοντα. Υποβάλλεται ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν ικανοποιητική για να στηρίξει την καταδίκη έστω και αν ορθά έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Έχουμε την άποψη ότι ο λόγος αυτός της έφεσης καλύπτεται από τους λόγους έφεσης που έχουν ήδη εξεταστεί και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε επανάληψη προκειμένου να απαντηθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο