(2010) 2 ΑΑΔ 465
[*465]7 Οκτωβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ANTOINE MANSOUR,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 215/2008)
Ναρκωτικά ― Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος ήτοι, κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο, κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο ― Εφεσείων και συγκατηγορούμενός του, αλλοδαποί από το Λίβανο, κατείχαν έξι κιλά κάνναβης και αναζητούσαν αγοραστή μέσω του πληροφοριοδότη της Αστυνομίας ― Συνελήφθηκαν επ’ αυτοφόρω, στη βάση σχεδίου το οποίο κατέστρωσε η Αστυνομία στον τόπο όπου θα παρέδιδαν τα ναρκωτικά ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της επιλογής του ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5 και 30.3 του Συντάγματος ― Η διεξαγωγή της δίκης δεν εξαρτάται από την κατά βούληση άσκηση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορουμένου γιατί αν ίσχυε το αντίθετο η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα μετατρεπόταν σε προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης δεν επεκτείνεται μέχρι του σημείου να υποδεικνύει τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης του κατηγορουμένου ― Το κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και αποφασίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων από την Κατηγορούσα Αρχή ― Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της [*466]Κατηγορούσας Αρχής, η οποία πρέπει να ασκείται με τρόπο ο οποίος να προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Μάρτυρες ― Προστασία μαρτύρων ― Ένας μάρτυρας μπορεί να μην κληθεί να καταθέσει στην Αστυνομία ούτε να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας, για λόγους προστασίας του.
Μετά από πληροφορίες ότι ο εφεσείων και τρίτο πρόσωπο, και οι δύο αλλοδαποί από το Λίβανο, είχαν στην κατοχή τους έξι κιλά κάνναβης και αναζητούσαν αγοραστή μέσω του πληροφοριοδότη της αστυνομίας, η τελευταία κατέστρωσε σχέδιο για σύλληψή τους. Με βάση το σχέδιο αυτό, εξασφαλίστηκε, μέσω του πληροφοριοδότη, δείγμα ναρκωτικών, βάρους 16 γραμμαρίων, που καθώς διαπιστώθηκε, επρόκειτο για ρητίνη κάνναβης. Στα πλαίσια και άλλων επαφών που διευθετήθηκαν, συμφωνήθηκε η τιμή που θα καταβαλλόταν για την αγορά της συγκεκριμένης ποσότητας ρητίνης κάνναβης καθώς και ο τόπος παράδοσης των ναρκωτικών, ο οποίος καθορίστηκε στο χώρο στάθμευσης οχημάτων ξενοδοχείου της Λευκωσίας. Εκεί με βάση το σχέδιο της Αστυνομίας, έγινε κατορθωτή η επ’ αυτοφόρω σύλληψη του εφεσείοντος και του τρίτου προσώπου, το οποίο κατηγορήθηκε μαζί με τον εφεσείοντα στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, ήτοι, κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο (1η κατηγορία), κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου (2η κατηγορία) και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο (3η κατηγορία).
Ο εφεσείων, κατόπιν δίκης, βρέθηκε ένοχος στις πιο πάνω κατηγορίες. Ο συγκατηγορούμενός του, κατόπιν παραδοχής, καταδικάστηκε στις ίδιες κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν 5.797,7117 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 και 9 ετών αντίστοιχα στις κατηγορίες 2 και 3 ενώ δεν επιβλήθηκε ποινή στην πρώτη κατηγορία. Ποινές φυλάκισης επιβλήθηκαν νωρίτερα και στο συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος στις ίδιες κατηγορίες όταν αυτός παραδέχθηκε ενοχή.
Ο εφεσείων αμφισβητεί, με την παρούσα έφεση, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, επειδή το Κακουργιοδικείο (α) παρέλειψε να διερευνήσει τους λόγους για τους οποίους ο εφεσείων επέλεξε να χειριστεί αυτοπροσώπως την υπόθεσή του και (β) παρέλειψε να παρουσιάσει στο εδώλιο του μάρτυρα τον πληροφοριοδότη της Αστυνομίας, η μαρτυρία του οποίου ήταν απαραίτητη προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο υπήρξε όντως ανεπίτρεπτη υποκίνηση του [*467]εφεσείοντος από τον εν λόγω πληροφοριοδότη στη διάπραξη των αδικημάτων, όπως παρουσιάζεται ότι ήταν η εκδοχή του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος, συνάπτονται προς τις αρχές της δίκαιης δίκης και τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως από αυτά, ασκούνται μέσα στο πλαίσιο της δίκης και όχι εκτός αυτού.
2. Η διεξαγωγή της δίκης δεν εξαρτάται από την κατά βούληση άσκηση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορουμένου γιατί αν ίσχυε το αντίθετο η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα μετατρεπόταν σε προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης.
3. Το Κακουργιοδικείο, έδωσε στην προκείμενη περίπτωση στον εφεσείοντα, επανειλημμένως, τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα της εκπροσώπησής του από δικηγόρο της επιλογής του, και η περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντος, δεν ευσταθεί. Τελικά ο εφεσείων, εκδηλώνοντας τη σαφή του πρόθεση, επέλεξε να χειριστεί μόνος του την υπόθεση, πράγμα που έπραξε και μάλιστα με τη βοήθεια του Δικαστηρίου, στο μέτρο του δυνατού, οσάκις παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη. Επομένως, το παράπονο του εφεσείοντος είναι αδικαιολόγητο και απορρίπτεται.
4. Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι παραδόθηκαν στον εφεσείοντα αντίγραφα των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και παρασχέθηκε σε αυτόν κάθε διευκόλυνση για την ετοιμασία της υπεράσπισής του.
5. Η Αστυνομία δεν συμπεριέλαβε το όνομα του πληροφοριοδότη στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας για σκοπούς προστασίας του, πρακτική που η νομιμότητά της αναγνωρίστηκε από το ΕΔΑΔ, εφόσον δεν παραμένουν κενά στην υπόθεση. Στην κρινόμενη υπόθεση δεν φαίνεται να υπήρχαν κενά ώστε να καθίσταται αναγκαία η κλήτευση του πληροφοριοδότη ούτε τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν τέτοια ώστε να καθίστατο απαραίτητη η κλήτευση του συγκεκριμένου ατόμου από την Κατηγορούσα Αρχή.
6. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος περί οικονομικών δοσοληψιών μεταξύ του ιδίου και του πληροφοριοδότη και περί εξυπηρέτησης των συμφερόντων του τελευταίου αν ο πρώτος καταδικάζετο και τιμωρείτο με ποινή φυλάκισης, δεν βρίσκουν σοβαρό έρεισμα στη μαρτυρία.
[*468]7. Αόριστες και χωρίς ουσία είναι οι εισηγήσεις περί σκιών στη μαρτυρία του πληροφοριοδότη και ότι αυτή βρισκόταν σε σύγκρουση με τη μαρτυρία του υπό κάλυψη αστυνομικού (ΜΚ3). Οι εν λόγω ισχυρισμοί εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο και ορθά απορρίφθηκαν ως ατεκμηρίωτοι.
8. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης δεν επεκτείνεται μέχρι του σημείου να υποδεικνύει στον κατηγορούμενο τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσής του.
9. Δεν έχει εντοπισθεί οτιδήποτε στην παρούσα υπόθεση το οποίο βάσιμα θα μπορούσε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι η δίκη του εφεσείοντος ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν ήταν δίκαιη.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388,
Fourri a.o. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,
Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421,
Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 316,
Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,
Mechelen v. Netherlands 1997-11, 25 EHRR 442,
Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ., Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ., Εφραίμ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1488/06), ημερομηνίας 14/11/2008.
Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*469]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατόπιν δίκης, βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος ήτοι, κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο (1η κατηγορία), κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου (2η κατηγορία) και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο (3η κατηγορία). Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα, κατόπιν παραδοχής, καταδικάστηκε στις ίδιες κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν 5.797,7117 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 και 9 ετών αντίστοιχα στις κατηγορίες 2 και 3 ενώ δεν επιβλήθηκε ποινή στην πρώτη κατηγορία. Ποινές φυλάκισης επιβλήθηκαν νωρίτερα και στο συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα στις ίδιες κατηγορίες όταν αυτός παραδέχθηκε ενοχή.
Εν συντομία τα γεγονότα στη βάση των οποίων θεμελιώθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα είναι ότι η ΥΚΑΝ έλαβε πληροφορία ότι δύο αλλοδαποί από το Λίβανο, ο εφεσείων και τρίτο πρόσωπο, κατείχαν έξι κιλά κάνναβης και αναζητούσαν αγοραστή μέσω του πληροφοριοδότη της αστυνομίας. Εγινε κατορθωτό να έρθει σε επαφή ο λοχίας Γ. Ιωάννου (ΜΚ 3) με τον εφεσείοντα προκειμένου να συμφωνηθεί η πώληση της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικών. Με βάση το σχέδιο που κατέστρωσε η αστυνομία για τη σύλληψη των ενόχων, εξασφαλίστηκε, μέσω του πληροφοριοδότη, δείγμα των ναρκωτικών, βάρους 16 γραμμαρίων, που καθώς διαπιστώθηκε, επρόκειτο για ρητίνη κάνναβης. Εγιναν και άλλες επαφές μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην υπόθεση ήτοι, του εφεσείοντα και τρίτου ατόμου από τη μια και του πληροφοριοδότη της αστυνομίας και του λοχία Ιωάννου (ΜΚ 3) από την άλλη. Στα πλαίσια αυτών των επαφών, συμφωνήθηκε η τιμή που θα καταβαλλόταν για την αγορά της συγκεκριμένης ποσότητας ρητίνης κάνναβης καθώς και ο τόπος παράδοσης των ναρκωτικών. Διευθετήθηκε τελικά όπως η παράδοση των ναρκωτικών πραγματοποιηθεί στο χώρο στάθμευσης οχημάτων ξενοδοχείου της Λευκωσίας όπου, με βάση το σχέδιο της αστυνομίας, έγινε κατορθωτή η επ’ αυτοφόρω σύλληψη του εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η υπόθεση του εφεσείοντα, όπως παρουσιάστηκε ενώπιόν μας από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του είναι ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η [*470]εισήγηση περιστράφηκε γύρω από δύο άξονες,
(α) ο εφεσείων αδυνατούσε να χειριστεί την υπόθεση μόνος του χωρίς εκπροσώπηση από δικηγόρο,
(β) η Κατηγορούσα Αρχή δεν ανταποκρίθηκε στις ελάχιστες υποχρεώσεις της που αφορούν στη δίκαιη παρουσίαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Υποβάλλεται συναφώς ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να παρουσιάσει στο εδώλιο του μάρτυρα τον πληροφοριοδότη της Αστυνομίας, η μαρτυρία του οποίου ήταν απαραίτητη προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο υπήρξε όντως ανεπίτρεπτη υποκίνηση του εφεσείοντα από τον εν λόγω πληροφοριοδότη στη διάπραξη των αδικημάτων, όπως παρουσιάζεται ότι ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα.
Αναφορικά με το θέμα της εκπροσώπησης του εφεσείοντα από δικηγόρο το παράπονο εντοπίζεται στην κατ’ ισχυρισμό παράλειψη του Κακουργιοδικείου να διερευνήσει τους λόγους για τους οποίους ο εφεσείων επέλεξε να χειριστεί την υπόθεση μόνος του. Τα πρακτικά αποκαλύπτουν ότι κατά τα πρώτα στάδια της διαδικασίας ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο ο οποίος σε μεταγενέστερο στάδιο, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο πελάτης του δεν επιθυμούσε να συνεχίσει να τον εκπροσωπεί ο δε εφεσείων, επιβεβαιώνοντας το δικηγόρο του, δήλωσε ότι επιθυμούσε να έχει άλλο δικηγόρο τον οποίο και κατονόμασε. Ανέφερε περαιτέρω, ότι είχε επικοινωνήσει με το συγκεκριμένο δικηγόρο ο οποίος δέχθηκε να αναλάβει την υπεράσπιση του πλην όμως αδυνατούσε εκείνη την ημέρα να βρίσκεται στο Δικαστήριο λόγω άλλης επαγγελματικής υποχρέωσης. Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα αποχώρησε με άδεια του Δικαστηρίου το οποίο ανέβαλε την υπόθεση σε νέα ημερομηνία κατά την οποία και πάλιν ο εφεσείων εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο. Το Δικαστήριο υπέβαλε στον εφεσείοντα ερωτήσεις για να διαπιστώσει το λόγο για τον οποίο δεν εμφανιζόταν με δικηγόρο. Ο εφεσείων κατονόμασε το δικηγόρο που, καθώς δήλωσε την προηγούμενη δικάσιμο, δέχθηκε να αναλάβει την υπόθεση του και ανέφερε ότι κατά την τελευταία επικοινωνία που είχε μαζί του, τον διαβεβαίωσε ότι θα εμφανιζόταν στο Δικαστήριο είτε ο ίδιος προσωπικά είτε άλλος δικηγόρος εκ μέρους του. Το Κακουργιοδικείο παρέσχε στον εφεσείοντα τη δυνατότητα να επικοινωνήσει ξανά, εντός της ημέρας, με το δικηγόρο του για να διακριβωθεί με βεβαιότητα ότι ο συγκεκριμένος δικηγόρος θα αναλάβει την υπόθεση και πότε θα ήταν διαθέσιμος μέσα στις επόμενες ημέρες να εμφανιστεί στο Δικαστήριο ώστε να συνεχιστεί η διαδικασία. Ο εφεσείων, απρόθυμος να ενεργήσει [*471]όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, ανέφερε ότι από τη συνομιλία που είχε την προηγούμενη ημέρα με το δικηγόρο, αντιλήφθηκε ότι αυτός δεν ήθελε να τον εκπροσωπήσει. Ενόψει τούτου, δόθηκε χρόνος στον εφεσείοντα για να βρει νέο δικηγόρο. Μετά την προσωρινή διακοπή της διαδικασίας ο εφεσείων ανέφερε στο Δικαστήριο ότι μίλησε με άλλο δικηγόρο ο οποίος θα ήταν έτοιμος να τον εκπροσωπήσει στις 21.7.2008. Συναινούντος και του δικηγόρου που εκπροσωπούσε το συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα, η υπόθεση αναβλήθηκε εκ νέου για τις 21.7.2008. Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο εφεσείων εμφανίστηκε και πάλι χωρίς δικηγόρο. Δήλωσε, «δεν έχω συμφωνήσει με το δικηγόρο που ανέφερα και ζητώ χρόνο να διορίσω άλλο δικηγόρο». Το Δικαστήριο αφού ρώτησε τον εφεσείοντα πόσο χρόνο ζητούσε, ο εφεσείων απάντησε «Μιλώ με ένα άλλο δικηγόρο. Αν μπορείτε να του παραχωρήσετε 15 ημέρες». Ακολούθησε αλλαγή της απάντησης του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα και η υπόθεση αναβλήθηκε στις 24.7.2008 για «προγραμματισμό» αναφορικά με τον εφεσείοντα και για γεγονότα και ποινή για το συγκατηγορούμενο του. Στις 24.7.2008 δεν εμφανίστηκε ο δικηγόρος και η υπόθεση αναβλήθηκε και πάλι στις 9.9.2008.
Στις 9.9.2008 ο εφεσείων εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο. Το Δικαστήριο τον πληροφόρησε ότι η υπόθεση θα οριζόταν πλέον για ακρόαση και ο εφεσείων δήλωσε «Θα την χειριστώ μόνος μου την υπόθεση». Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 15.9.2008, όπως είχε προγραμματιστεί, με τον εφεσείοντα να χειρίζεται μόνος την υπόθεσή του. Η ακροαματική διαδικασία συμπληρώθηκε στις 3.10.2008 και επιφυλάχθηκε η απόφαση. Η απόφαση εκδόθηκε στις 14.10.2008 στην παρουσία του εφεσείοντα και αναβλήθηκε η απόφαση για την ποινή. Σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε από τον κ. Παπαϊωάννου ο οποίος εμφανίστηκε και ενώπιον μας κατά την ακρόαση της έφεσης. Ο κ. Παπαϊωάννου είχε την ευκαιρία να αγορεύσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου προτού επιβληθεί ποινή στον πελάτη του.
Το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος κατοχυρώνει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος κατοχυρώνει τα δικαιώματα του κάθε διαδίκου. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις συνάπτονται προς τις αρχές της δίκαιης δίκης και τα υπό αναφορά δικαιώματα ασκούνται μέσα στο πλαίσιο της και όχι έξω από αυτό. (Βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388, Fourri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, Ανδρέας Σωτηρίου Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421.)
[*472]Το κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα δικαίωμα του κατηγορουμένου για διορισμό δικηγόρου της επιλογής του δεν είναι απεριόριστο, υπό την έννοια ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να απομονωθεί ή να διαχωριστεί από τη δίκη ή να οδηγήσει τη δίκη σε αποτελμάτωση. Στην Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 316 τονίσαμε ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εξαρτάται από την κατά βούληση άσκηση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορουμένου γιατί αν ίσχυε το αντίθετο η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα μετατρεπόταν σε προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης.
Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο επανειλημμένα έδωσε στον εφεσείοντα τη δυνατότητα να ασκήσει αυτό το δικαίωμα γεγονός το οποίο εκθεμελιώνει την περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντα. Οι λόγοι για τους οποίους ο εφεσείων τελικά απέτυχε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο δεν ενδιαφέρουν ούτε και το πρωτόδικο δικαστήριο είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να υπεισέλθει σε βαθύτερη διερεύνηση του θέματος. Παρατηρούμε ωστόσο, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα. Στην προσπάθειά του να διευκολύνει τον εφεσείοντα ανέβαλε επανειλημμένα την ακρόαση της υπόθεσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αναστάτωση του προγράμματος του δικαστηρίου, την ανεπιθύμητη καθυστέρηση που προέκυψε στη διεκπεραίωση της υπόθεσης κλπ. Τελικά ο εφεσείων, εκδηλώνοντας τη σαφή του πρόθεση, επέλεξε να χειριστεί μόνος του την υπόθεση, πράγμα που έπραξε και μάλιστα με τη βοήθεια του Δικαστηρίου, στο μέτρο του δυνατού, οσάκις παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη. Θεωρούμε επομένως το παράπονο είναι αδικαιολόγητο το οποίο και απορρίπτουμε.
Ανεδαφικό θεωρούμε και το παράπονο ότι ο εφεσείων δεν είχε στην κατοχή του τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας τις οποίες πήρε καθώς λέγει, μόλις πριν από την έναρξη της ακρόασης. Προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι αντίγραφα των καταθέσεων παραδόθηκαν στον εφεσείοντα κατά το στάδιο της παραπομπής ενώ αντίγραφα των ιδίων καταθέσεων εκ περισσού παραδόθηκαν στον εφεσείοντα για δεύτερη φορά, κατά την έναρξη της ακρόασης. Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διερευνήσει αν οι αρχικά δοθείσες καταθέσεις στον εφεσείοντα βρίσκονταν ή όχι στα χέρια του, ή αν τις διάβασε ή αν τις απώλεσε. Το καθήκον του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση η οποία γίνεται στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας ότι αντίγραφα του μαρτυρικού υλικού παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο όπως ο νόμος προβλέπει. Το γεγονός ότι ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του δεν συνιστά βάσιμο λόγο ώστε να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκε το [*473]δικαίωμά του για δίκαιη δίκη. Το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη όπως παρασχεθεί στον εφεσείοντα κάθε διευκόλυνση για την ετοιμασία της υπεράσπισης του γεγονός το οποίο τεκμηριώνεται από τις σχετικές αναφορές που καταγράφονται στα πρακτικά.
Προβλήθηκε από πλευράς εφεσείοντα ο ισχυρισμός ότι το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη παραβιάστηκε και λόγω της παράλειψης της Κατηγορούσας Αρχής να κλητεύσει ως μάρτυρα κατηγορίας τον πληροφοριοδότη της Αστυνομίας Νικόλα Μαύρο. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο προαναφερόμενος πληροφοριοδότης ήταν άτομο με ποινικό μητρώο πράγμα που δεν αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνουμε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν γνωστό στον εφεσείοντα εφόσον διατηρούσαν μακρόχρονη φιλική σχέση και συνεργασία. Ο χαρακτήρας λοιπόν αυτού του ατόμου ήταν εν πολλοίς γνωστός στον εφεσείοντα ο οποίος μάλιστα έθεσε ακροθιγώς το θέμα όταν αντεξέταζε μάρτυρες της κατηγορίας. Υποβάλλεται συναφώς ότι τα στοιχεία που είχαν προκύψει κατά τη δίκη αναφορικά με το ποινικό μητρώο του πληροφοριοδότη λανθασμένα δεν λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Υποβάλλεται ακόμη η εισήγηση ότι υπήρξαν ύποπτες οι συνθήκες που περιβάλλουν την εμπλοκή του πληροφοριοδότη εκ του γεγονότος ότι κατά το αίτημα της Αστυνομίας για προσωποκράτηση του εφεσείοντα δεν αποκαλύφθηκαν τα αληθή γεγονότα που αφορούσαν στον υπό κάλυψη αστυνομικό, αγοραστή των ναρκωτικών. Επειδή μεταξύ εφεσείοντα και πληροφοριοδότη υπήρχαν οικονομικές συναλλαγές και δοσοληψίες για πολλά χρόνια και σύμφωνα με εισήγηση του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του πληροφοριοδότη, ο τελευταίος του χρωστούσε χρήματα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ενώπιον μας ότι το ενδεχόμενο φυλάκισης του πελάτη του εξυπηρετούσε τον πληροφοριοδότη. Υποβλήθηκε ακόμα εισήγηση ότι η μαρτυρία του πληροφοριοδότη δημιουργούσε σκιές στην όλη στάση και συμπεριφορά της αστυνομίας και της Κατηγορούσας Αρχής κατά τη δίκη εφόσον η Αστυνομία δεν πήρε κατάθεση από τον πληροφοριοδότη και όταν ο εφεσείων τον κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης βρέθηκε προ εκπλήξεως εφόσον η μαρτυρία που έδωσε ήταν εναντίον του (του εφεσείοντα).
Στην Κατηγορούσα Αρχή εναπόκειται να αποφασίσει ποιους μάρτυρες θα καλέσει για να καταθέσουν στο Δικαστήριο. Δεν υπάρχουν κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν το θέμα. Ωστόσο, η διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής πρέπει να ασκείται με τρόπο που να προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Βλ. David [*474]Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186. Στην υπό κρίση υπόθεση ο πληροφοριοδότης πράγματι δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία ούτε είχε συμπεριληφθεί το όνομά του στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας. Η προστασία του πληροφοριοδότη φαίνεται ότι υπήρξε, καθώς εισηγήθηκε η δικηγόρος της εφεσίβλητης, το κύριο μέλημα της αστυνομίας, πρακτική που η νομιμότητα της αναγνωρίστηκε από το ΕΔΑΔ στη Mechelen v. Netherlands 1997-11, 25 EHRR 442 όπου κρίθηκε ότι η ανάγκη για προστασία του πληροφοριοδότη αναγνωρίζεται κάτω από ορισμένες συνθήκες εφόσον δεν παραμένουν κενά στην υπόθεση. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν φαίνεται να υπήρχαν κενά ώστε να καθίσταται αναγκαία η κλήτευση του πληροφοριοδότη ούτε τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν τέτοια ώστε να καθίστατο απαραίτητη η κλήτευση του συγκεκριμένου ατόμου από την Κατηγορούσα Αρχή.
Η εισήγηση του εφεσείοντα ότι βοήθησε την αστυνομία, αποτέλεσε μέρος της εκδοχής του η οποία ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Αν τα πράγματα ήταν όπως θέλησε να τα παρουσιάσει ο εφεσείων σίγουρα δεν θα συνέτρεχε λόγος να διαφύγει τη σύλληψη από αστυνομικούς της ΥΚΑΝ όταν οι τελευταίοι επέδραμαν στο σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα ναρκωτικά. Μη αναμενόμενη από ένα πραγματικό συνεργάτη της Αστυνομίας ήταν και η απάντηση του εφεσείοντα «It’s not mine» όταν του υποδείχθηκαν τα ναρκωτικά. Αυτό που λογικά αναμενόταν, όπως ορθά σημειώνει το Κακουργιοδικείο στην εκκαλούμενη απόφαση, ήταν να αποκαλύψει ο εφεσείων το ρόλο του ως συνεργάτης της Αστυνομίας, αμέσως πριν από τη σύλληψή του.
Οι ισχυρισμοί περί οικονομικών δοσοληψιών μεταξύ εφεσείοντα και πληροφοριοδότη και περί εξυπηρέτησης των συμφερόντων του πληροφοριοδότη σε περίπτωση φυλάκισης του εφεσείοντα δεν βρίσκουν σοβαρό έρεισμα στη μαρτυρία. Επρόκειτο για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση, είτε του δανείου του εφεσείοντα προς τον πληροφοριοδότη είτε άλλων χρηματικών οφειλών του τελευταίου προς τον εφεσείοντα.
Αόριστες και χωρίς ουσία είναι οι εισηγήσεις περί σκιών στη μαρτυρία του πληροφοριοδότη και ότι αυτή βρισκόταν σε σύγκρουση με τη μαρτυρία του υπό κάλυψη αστυνομικού (ΜΚ3). Οι εν λόγω ισχυρισμοί εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο και ορθά απορρίφθηκαν ως ατεκμηρίωτοι.
[*475]Όπως εξ αρχής αναφέραμε, ο πυρήνας της υπό κρίση έφεσης βρίσκεται στη θέση του εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Το κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης δεν φτάνει μέχρι του σημείου να υποδεικνύει τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης του κατηγορούμενου. (Βλ. Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104). Στην παρούσα υπόθεση δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το οποίο βάσιμα θα μπορούσε να τεκμηριώσει ότι η δίκη του εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν ήταν δίκαιη. Ολες οι σχετικές αιτιάσεις που ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε ενώπιόν μας προκειμένου να καταδείξει ότι ο πελάτης του επηρεάστηκε δυσμενώς στερούνται ερείσματος για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί. Επρόκειτο για μια ξεκάθαρη περίπτωση κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την πώλησή τους. Ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που είχε τον απόλυτο έλεγχο των ναρκωτικών και ήταν εκείνος που καθόρισε την τιμή στην οποία θα πωλούνταν.
Ενόψει των όσων έχουν ειπωθεί καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι καθόλα ορθή. Η έφεση στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο