Ιωάννου Νεόφυτος ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493

(2010) 2 ΑΑΔ 493

[*493]21 Οκτωβρίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 139/2009)

 

Ποινικός Κώδικας ― Παράνομη επέμβαση, δημόσια εξύβριση και απειλή βιαιοπραγίας, κατά παράβαση των Άρθρων 280, 99 και 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, αντίστοιχα ― Ποία τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και κατά πόσο αποδείχθηκαν στην παρούσα υπόθεση.

Λέξεις και Φράσεις ― «Δημόσιος χώρος», συστατικό στοιχείο του αδικήματος της δημόσιας εξύβρισης ― Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Ποία η έννοια του όρου «δημόσιος χώρος».

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αντεξέταση μαρτύρων ― Τα Δικαστήρια θα πρέπει να κάνουν κάθε προσπάθεια για να περιορίζεται η άνευ λόγου αντεξέταση, ώστε να διατίθεται ορθολογιστικά ο δικαστικός χρόνος.

Η παραπονούμενη είχε επαγγελματικές δοσοληψίες με τον εφεσείοντα από τις οποίες προέκυψαν οικονομικές διαφορές. Στις 27.7.2007, κατόπιν διευθετήσεως, ο εφεσείων μετέβη στο γραφείο της παραπονούμενης, όπου της ζήτησε πληροφορίες για το συνολικό ποσό που της όφειλε. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο εφεσείων εξεμάνη, άρχισε να τη βρίζει και έσπασε μια καρέκλα του γραφείου της παραπονούμενης κτυπώντας την στο πάτωμα. Παρόντες στο όλο επεισόδιο ήταν άλλα τρία άτομα. Σε κάποιο στάδιο ένας από τους παρευρισκόμενους ζήτησε από τον εφεσείοντα να εγκαταλείψει το γρα[*494]φείο και αυτός συμμορφώθηκε.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις κατηγορίες της παράνομης επέμβασης, της δημόσιας εξύβρισης και της απειλής βιαιοπραγίας. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αληθή τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την προβολή των ακόλουθων λόγων:

1.  Δεν έχει αποδειχθεί ότι ο εφεσείων εισερχόμενος στο γραφείο της παραπονούμενης είχε σκοπό τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος ή την εξύβριση ή τον εκφοβισμό της, ούτε και η παραμονή του στο γραφείο της ήταν χωρίς την άδειά της.

     Ο εφεσείων υποστήριξε συναφώς πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει τροποποίηση του κατηγορητηρίου πριν την καταδίκη του για τον ακόλουθο λόγο: Ενώ στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρεται ότι αυτός εισήλθε στο γραφείο της παραπονούμενης με σκοπό να ενοχλήσει, το Δικαστήριο στήριξε την καταδίκη του στο γεγονός ότι παρέμεινε στο υποστατικό παρανόμως, παραγνωρίζοντας ότι είχε εισέλθει σ’ αυτό ύστερα από πρόσκληση και με τη συγκατάθεσή της.

2.  Το Δικαστήριο εσφαλμένα τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία της εξύβρισης, αφού το αδίκημα διαπράχθηκε σε ιδιωτικό χώρο και δεν υπήρχε το ενδεχόμενο η κατ’ ισχυρισμόν εξύβριση να ακουστεί σε δημόσιο χώρο.

3.  Δεν αποδείχθηκε η απειλή βιαιοπραγίας, αφού η κατ’ ισχυρισμόν απειλή ήταν κενή περιεχομένου και το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι όσα ο εφεσείων είπε ήταν συνάρτηση της προσπάθειάς του να κτυπήσει την παραπονούμενη.

4.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι εσφαλμένη και αντιστρατεύεται την κοινή λογική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, ουσιαστικά στοιχειοθετεί ένα αδίκημα το οποίο συνίσταται στην είσοδο ή παραμονή προσώπου σε υποστατικό με σκοπό την εξύβριση, εκφοβισμό ή διάπραξη ποινικού αδικήματος. Ενόψει αυτού, δεν χρειαζόταν τροποποίηση των λεπτομερειών του αδικήματος. Εν πάση περι[*495]πτώσει, ουδόλως επηρεάστηκε η υπεράσπιση του εφεσείοντος από τον τρόπο διατύπωσης των λεπτομερειών του αδικήματος.

     Το όλο περιστατικό πρέπει να ιδωθεί ως ένα ενιαίο επεισόδιο. Παρ’ όλον ότι ο εφεσείων εισήλθε νόμιμα στο υποστατικό, αμέσως μετά την παραβατική του συμπεριφορά, η παραμονή του εκεί κατέστη παράνομη με αποτέλεσμα να ικανοποιούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 280 του Κεφ.154.

2.  Το υποστατικό της παραπονούμενης ως επαγγελματικός χώρος ήταν ανοικτό για το γενικό κοινό και συνεπώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιος χώρος για τους σκοπούς του αδικήματος του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα. Το κοινό είχε πρόσβαση στο κατάστημα και συνεπώς μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 4 και ως δημόσιος χώρος.

3.  Στην παρούσα περίπτωση ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με το πλημμέλημα της απειλής βιαιοπραγίας. Η υπόθεση Kallenos v. The Police (1969) 2 C.L.R. 210, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση, ενόψει του ότι εκεί οι σκληρές λέξεις που χρησιμοποίησε ο εφεσείων δεν ήταν, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, απειλητικές.

4.  Δεν έχει τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός του εφεσείοντος περί εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και περί απαγόρευσης του συνηγόρου του να αντεξετάσει την παραπονούμενη σε ζητήματα αξιοπιστίας και χαρακτήρα.

5.  Τα Δικαστήρια πρέπει να ανευρίσκουν χρυσή ισορροπία μεταξύ του χρόνου ο οποίος αφιερώνεται για την αντεξέταση και του δικαστικού χρόνου ο οποίος είναι πολύτιμος και πρέπει να διατίθεται ορθολογιστικά. Τα Δικαστήρια δεν θα πρέπει να ασκούν ασφυκτική πίεση, περιορίζοντας δεσποτικά το δικηγόρο στην άσκηση των καθηκόντων του, συνάμα όμως θα πρέπει να ελέγχουν το δικαστικό χρόνο, προσπαθώντας να αποφύγουν αχρείαστες ερωτήσεις. Οι Δικαστές δικαιούνται να επιβάλλουν χρονικά όρια στην αντεξέταση, όταν οι ερωτήσεις επαναλαμβάνονται και ο χρόνος φαίνεται να σπαταλείται. Μια τέτοια πορεία δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαιη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362,

[*496]Kallenos ν. The Police (1969) 2 C.L.R. 210,

Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 426,

Shioukiouroglou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 24828/07), ημερομηνίας 5/5/2009.

Επ. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις κατηγορίες της παράνομης επέμβασης, της δημόσιας εξύβρισης και της απειλής βιαιοπραγίας.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία το δικαστήριο αποδέχτηκε ως αληθή, η παραπονούμενη είχε επαγγελματικές δοσοληψίες με τον εφεσείοντα από τις οποίες προέκυψαν οικονομικές διαφορές. Διευθετήθηκε και πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ τους στις 27.7.2007, στο γραφείο της παραπονούμενης. Ο εφεσείων της ζήτησε να πληροφορηθεί το συνολικό ποσό που της όφειλε  για τις παραχωρηθείσες σ’ αυτόν, κατά καιρούς, υπηρεσίες. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο εφεσείων εξεμάνη, άρχισε να βρίζει και να παραφέρεται. Θύμα της παραφοράς του ήταν και μία καρέκλα του γραφείου της παραπονούμενης την οποία ο εφεσείων έσπασε κτυπώντας την στο πάτωμα.

Παρόντες στο όλο επεισόδιο ήταν άλλα τρία άτομα. Σε κάποιο στάδιο ένας από τους παρευρισκόμενους ζήτησε από τον εφεσείο[*497]ντα να εγκαταλείψει το γραφείο και αυτός συμμορφώθηκε.

Ως πρώτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορός του υποστηρίζει ότι ο εφεσείων εισήλθε στο γραφείο της παραπονούμενης με τη συγκατάθεσή της και παρέμενε εκεί πάντα με την άδειά της, για να αποχωρήσει μόλις του ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Είναι αδιαμφισβήτητο, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι σκοπός της εισόδου του εφεσείοντα στο γραφείο της παραπονούμενης ήταν η διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, ο εκφοβισμός ή η εξύβριση ή η όχληση της παραπονούμενης, ούτε και ότι η παραμονή του στο γραφείο της ήταν χωρίς την άδειά της.

Ο εφεσείων εγείρει ακόμα ένα σημείο στον πρώτο λόγο έφεσης.  Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορούσε να τον καταδικάσει στη βάση άλλων γεγονότων από αυτά που αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι, ενώ στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρεται ότι ο εφεσείων στις 27.7.2007 εισήλθε στο γραφείο της παραπονούμενης με σκοπό να ενοχλήσει, το δικαστήριο στήριξε την καταδίκη του στο γεγονός ότι ο εφεσείων παρέμεινε στο υποστατικό παρανόμως, παραγνωρίζοντας ότι είχε εισέλθει σ’ αυτό ύστερα από πρόσκληση και με τη συγκατάθεσή της.

Ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Το Άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, προβλέπει ότι όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή με σκοπό τον εκφοβισμό, εξύβριση ή όχληση του κατόχου τέτοιας περιουσίας, ή όποιος αφού εισέλθει νόμιμα σε μια τέτοια περιουσία, παραμένει σ’ αυτή παρανόμως με σκοπό τον εκφοβισμό, την εξύβριση ή όχληση του κατόχου της περιουσίας ή με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Είναι αλήθεια ότι ο εφεσείων εισήλθε στό υποστατικό της παραπονούμενης με τη συγκατάθεσή της. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί τα πράγματα οξύνθηκαν, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που περιγράφηκε πιο πάνω.

Δεν συμφωνούμε ότι χρειαζόταν τροποποίηση των λεπτομερειών του αδικήματος. Το Άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δημιουργεί ένα αδίκημα το οποίο συνίσταται ουσιαστικά στην παράνομη παρουσία προσώπου με σκοπό τον εκφοβισμό, την εξύ[*498]βριση ή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Ο νόμος ήθελε να καταστήσει σαφές ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης διαπράττεται ανεξαρτήτως του αν ο κατηγορούμενος εισήλθε μεν νομίμως, αλλά στη συνέχεια εξετράπη ή αν εισήλθε στη συγκεκριμένη περιουσία με πρόθεση εξ αρχής να διαπράξει τα αδικήματα που αναφέρονται στο Άρθρο 280. Δεν είναι, κατά την κρίση μας, θέμα πρώτου ή δευτέρου μέρους του άρθρου, όπως έγινε προσπάθεια να διατυπωθεί κατά την ακρόαση. Το Άρθρο 280 ουσιαστικά στοιχειοθετεί ένα αδίκημα το οποίο συνίσταται στην είσοδο ή παραμονή προσώπου σε υποστατικό με σκοπό την εξύβριση, εκφοβισμό ή διάπραξη ποινικού αδικήματος. Εν πάση περιπτώσει, η υπεράσπιση του εφεσείοντα ουδόλως έχει επηρεαστεί από τον τρόπο διατύπωσης των λεπτομερειών του αδικήματος.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπραξε το αδίκημα της παράνομης επέμβασης, αφού από τη μια εισήλθε νομίμως στο υποστατικό, ενώ, από την άλλη, το εγκατέλειψε όταν του ζητήθηκε να το πράξει από παρευρισκόμενο. Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την επιχειρηματολογία. Το όλο περιστατικό πρέπει να ιδωθεί ως ένα ενιαίο επεισόδιο. Παρ’ όλον ότι ο εφεσείων είχε εισέλθει νόμιμα στο υποστατικό η συμπεριφορά του στη συνέχεια κατέστησε την παραμονή του εκεί παράνομη, αφού άρχισε να εξυβρίζει, να σπάζει έπιπλα και να απειλεί την παραπονούμενη. Δεν ήταν απαραίτητο, βεβαίως, για να χαρακτηριστεί ως παραβατική η συμπεριφορά του, κάποιος να ζητήσει ρητά την αποχώρησή του από το υποστατικό. Είναι προφανές ότι αμέσως μετά την παραβατική συμπεριφορά του, ο εφεσείων παρέμενε πλέον στο υποστατικό παρανόμως. Η παραμονή του εκεί, με πρόθεση να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που περιγράφεται στο Άρθρο 280 του Κεφ. 154, καθιστά την παραμονή παράνομη (βλέπε και The Penal Law of India, 9η έκδοση, σελ. 3576-72).

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο λανθασμένα τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία της εξύβρισης, αφού η μαρτυρία καταδείκνυε ότι το κατ’ ισχυρισμόν αδίκημα διαπράχθηκε σε ιδιωτικό χώρο, σε χρόνο που ήταν κλειστός για το κοινό, ενώ καμιά μαρτυρία δεν δόθηκε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο η κατ’ ισχυρισμόν εξύβριση να ακουστεί σε δημόσιο χώρο.

Το Άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ότι όποιος σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος, με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες που ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλον με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρό[*499]σωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος. Ο όρος «δημόσιος χώρος», σύμφωνα με το Άρθρο 4, περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους, είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το γραφείο της παραπονούμενης δεν ήταν κλειστό για το κοινό, μάλιστα δε, ήταν παρόντα τουλάχιστον τρία άλλα άτομα, συνεργάτες και υπάλληλοί της, οι οποίοι ασχολούνταν με την εργασία τους. Το υποστατικό της παραπονούμενης ως επαγγελματικός χώρος ήταν ανοικτό για το γενικό κοινό και συνεπώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιος χώρος για τους σκοπούς του συγκεκριμένου αδικήματος (Νίκη Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362). Το κοινό είχε πρόσβαση στο κατάστημα και συνεπώς το ίδιο το κατάστημα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 4 και ως δημόσιος χώρος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για απειλή βιαιοπραγίας. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι από τη μαρτυρία καταδεικνύεται ότι η κατ’ ισχυρισμόν απειλή ήταν κενή περιεχομένου και το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι όσα ο εφεσείων είπε ήταν συνάρτηση της προσπάθειάς του να κτυπήσει την παραπονούμενη.

Σύμφωνα με το Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όποιος με σκοπό υποκίνησης προσώπου σε πράξη την οποία αυτό δεν έχει νομική υποχρέωση να πράξει ή για να παραλείψει πράξη στην οποία αυτό έχει δικαίωμα να προβεί, απειλεί άλλον ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία του ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί οι απειλές που εκτόξευσε ο εφεσείων ήταν, όπως υποστήριξε ο δικηγόρος του, κενές περιεχομένου. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειας ρύθμισης των οικονομικών τους διαφορών, άρχισε να φωνάζει και να υβρίζει κτυπώντας μάλιστα και μία καρέκλα γραφείου στο πάτωμα. Ο εφεσείων περαιτέρω κλώτσησε το γραφείο και εκστόμισε απειλές εναντίον της ζωής της παραπονούμενης, πριν συνεχίσει να την εξυβρίζει.

[*500]Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επισημαίνει ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν από τα γεγονότα στην υπόθεση Kallenos ν. The Police (1969) 2 C.L.R. 210, υπόθεση στην οποία ήταν φανερό ότι οι σκληρές λέξεις που χρησιμοποίησε ο εφεσείων δεν ήταν, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, απειλητικές. Αυτό δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση όπου ο εφεσείων δεν περιορίστηκε σε θεωρητικές εκφράσεις αλλά έδωσε στο θυμό του, βίαιη διέξοδο, ενώ δεν μπορεί να μη ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι απειλές συνοδεύτηκαν με προσπάθειά του να κτυπήσει την παραπονούμενη, προσπάθεια η οποία ανακόπηκε από άλλο πρόσωπο.

Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εσφαλμένη και αντιστρατεύεται την κοινή λογική.  Είναι φανερό, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, ότι η μαρτυρία της δεν ήταν ειλικρινής, ενώ απέφευγε να απαντήσει στις ερωτήσεις κατά την αντεξέταση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την αντεξέταση της παραπονούμενης σε ζητήματα αξιοπιστίας και χαρακτήρα με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία.

Η πιο πάνω δήλωση είναι ανακριβέστατη. Μελετήσαμε με μεγάλη προσοχή τα πρακτικά και σε καμιά περίπτωση δεν φαίνεται ότι το δικαστήριο εμπόδισε την αντεξέταση της παραπονούμενης, ιδιαίτερα σε ζητήματα αξιοπιστίας και χαρακτήρα. Φαίνεται μόνο ότι η αντεξέταση διακόπηκε δύο ή τρεις το πολύ φορές ύστερα από σχετική ένσταση της άλλης πλευράς, γιατί οι ερωτήσεις που υποβάλλονταν ήταν άσχετες. Ο πιο πάνω ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι δεν επιτράπηκε η αντεξέτασή της σε ζητήματα αξιοπιστίας και χαρακτήρα, όπως και ο ισχυρισμός στον πέμπτο λόγο έφεσης ότι το δικαστήριο δεν επέτρεψε στο δικηγόρο του να αντεξετάσει την παραπονούμενη, είναι εντελώς αβάσιμοι.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο περιόρισε το χρόνο εξέτασης της παραπονούμενης σε πέντε λεπτά εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τη σωστή αντεξέτασή της επί όλων των σημαντικών ζητημάτων.

Είναι αλήθεια ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ανέφερε στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείο[*501]ντα ότι έχει πέντε λεπτά ακόμα, υπονοώντας προφανώς ότι η αντεξέταση θα έπρεπε να τελειώνει. Είναι όμως επίσης ολοφάνερο από το τηρηθέν πρακτικό ότι μετά την προειδοποίηση αυτή το δικαστήριο σε καμιά άλλη ενέργεια προέβη ή πίεση ως προς το χρόνο. Χαρακτηριστικά δε, είναι προφανές από τα πρακτικά ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέβαλε υπό μορφή αντεξέτασης πολύ περισσότερες, πέραν των διπλάσιων θα λέγαμε, ερωτήσεις απ’ αυτές που είχε ήδη υποβάλει πριν την προειδοποίηση.

Όσο κι’ αν είναι επιθυμητό οι συνήγοροι κατηγορουμένων να αφήνονται ελεύθεροι να κάνουν τη δουλειά τους και να υποβάλλουν όσες ερωτήσεις νομίζουν ότι χρειάζεται για σωστή απονομή της δικαιοσύνης, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο δικαστικός χρόνος είναι πολύτιμος και πρέπει να διατίθεται ορθολογιστικά.  Θα πρέπει να ανευρίσκεται η χρυσή ισορροπία. Τα δικαστήρια δεν θα πρέπει να ασκούν ασφυκτική πίεση, περιορίζοντας δεσποτικά το δικηγόρο στην άσκηση των καθηκόντων του, συνάμα όμως θα πρέπει να ελέγχουν το δικαστικό χρόνο, προσπαθώντας να αποφύγουν αχρείαστες ερωτήσεις.

Όπως επισημαίνεται και στον Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2006, σελίδα 1224, παράγραφος 8-113, θεωρείται σφάλμα για δικαστή να θεωρήσει ότι η αντεξέταση δεν μπορεί να τερματιστεί μόνο και μόνο επειδή υπάρχει κάποιος αχνός νομικός λόγος γι’ αυτήν. Οι δικαστές θα πρέπει να κάνουν κάθε προσπάθεια για να περιορίζεται η άνευ λόγου αντεξέταση.  Άνκαι ο συνήγορος δεν θα πρέπει να αποθαρρύνεται από την εκτέλεση των καθηκόντων του, θα πρέπει να δεικνύει την κατάλληλη διάκριση και να μην επιμηκύνει την υπόθεση χωρίς λόγο. Δεν αποτελεί μέρος των καθηκόντων του να εμπλέκεται σε μακρά αντεξέταση επί σημείων τα οποία δεν είναι στην πραγματικότητα επίδικα. Οι δικαστές δικαιούνται να επιβάλλουν χρονικά όρια στην αντεξέταση, όταν οι ερωτήσεις επαναλαμβάνονται και ο χρόνος φαίνεται να σπαταλείται. Μια τέτοια πορεία δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαιη (βλέπε R. v. Butt, The Times, May 2, 2005).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε καν παρατηρήσει οποιαδήποτε προσπάθεια του δικαστηρίου να εμποδίσει το δικηγόρο του εφεσείοντα από του να επιτελέσει τα καθήκοντά του και σίγουρα κανένα δικαίωμα του εφεσείοντα δεν έχει παραβιαστεί. Κρίνουμε όσα λέχθηκαν στον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης ως προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων, χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο.

Ο εφεσείων παραπονείται και για τις διαπιστώσεις επί της [*502]αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Το επιχείρημα του εφεσείοντα βασίζεται πάνω σε γενικόλογους και αόριστους ισχυρισμούς, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία που να καθιστούν φανερή τη βάση του επιχειρήματος αυτού.

Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 426, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός αν πεισθεί ότι υπάρχουν θετικοί λόγοι που να του δίνουν το δικαίωμα για κάτι τέτοιο (βλέπε ακόμα Shioukiouroglou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 39, 42, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41).

Εν όψει όλων των πιο πάνω, βρίσκουμε ότι και ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο