(2010) 2 ΑΑΔ 503
[*503]21 Οκτωβρίου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 84/2010)
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο λόγω ύπαρξης κινδύνου διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων και μη προσέλευσής του κατά την ακρόαση της υπόθεσης ― Έφεση εναντίον σχετικής διαταγής ― Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με την ορισθείσα χρονική περίοδο ισχύος της διαταγής κράτησης του κατηγορουμένου, ενόψει των συνθηκών της υπόθεσης.
Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Διαταγή για κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο ― Απόλυση υπό όρους άλλου προσώπου το οποίο διώκετο ποινικά με τον κατηγορούμενο και η υπόθεση του οποίου παραπέμφθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα προς εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Κατά πόσο η διαταγή κράτησης του κατηγορουμένου συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.
Προκατάληψη ― Οι ισχυρισμοί για προκατάληψη του Δικαστηρίου πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα.
Ο εφεσείων, ο οποίος είναι εγκατεστημένος με την οικογένειά του στην Κύπρο, όπου και εργάζεται, αντιμετωπίζει, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, κατηγορίες κατοχής και μεταφοράς αυτόματου πυροβόλου όπλου, κατοχής και μεταφοράς εκρηκτι[*504]κών υλών και κατηγορία απόδρασης από νόμιμη κράτηση. Στις 31.5.2010 διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ακρόαση της υπόθεσής του η οποία είχε ορισθεί στις 10, 11, 12, 13, 14, 17, 18, 19, 20 και 21 Ιανουαρίου 2011. Η δικηγόρος η οποία εκπροσώπησε την Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι υπήρχε κίνδυνος (α) διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων σε περίπτωση που ο εφεσείων αφηνόταν ελεύθερος και (β) μη προσέλευσής του στο Δικαστήριο. Τα σχετικά με το β) ανωτέρω επιχειρήματα της δικηγόρου έχουν ως υπόβαθρο τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και το ύψος της ποινής που ενδεχομένως να του επιβάλλετο εάν αυτός εκρίνετο ένοχος. Η ίδια επικαλέστηκε επίσης την ύπαρξη στο κατηγορητήριο κατηγορίας για αδίκημα σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων στις 20.4.2010, ενώ τελούσε υπό κράτηση σε Αστυνομικό Σταθμό της επαρχίας Αμμοχώστου, απέδρασε. Η κράτησή του σχετιζόταν με τα αδικήματα, αντικείμενο των υπόλοιπων κατηγοριών. Ο εφεσείων διέφυγε στις κατεχόμενες περιοχές όπου, αφού εντοπίστηκε, παραδόθηκε στην Κυπριακή Αστυνομία.
Ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος επικαλούμενος τις προσωπικές περιστάσεις του πελάτη του, όπως και τους δεσμούς που αυτός είχε με την Κύπρο, εισηγήθηκε την απόλυσή του υπό όρους. Αμφισβήτησε επίσης τον ισχυρισμό περί απόδρασής του, ενώ τελούσε υπό νόμιμη κράτηση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων, ο οποίος παρουσιάζεται αυτοπροσώπως ενώπιον του Εφετείου, αμφισβητεί την ορθότητα της κράτησής του επικαλούμενος λόγους παραβίασης της αρχής της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και προκατάληψης του Κακουργιοδικείου. Αρνείται επίσης την ύπαρξη ενδεχομένου διαφυγής του σε περίπτωση που αφηνόταν ελεύθερος. Τέλος αρνείται τους ισχυρισμούς περί αποδράσεώς του ενώ τελούσε υπό νόμιμη κράτηση, αμφισβητεί την ποιότητα της μαρτυρίας και το ενδεχόμενο καταδίκης του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται μόνο στους υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντας. Στην κρινόμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στη βάση του συνόλου των στοιχείων που αφορούσαν τον ενώπιόν του συγκεκριμένο κατηγορούμενο στην παρούσα διαδικασία. Επομένως ο ισχυρισμός του για άνιση μεταχείριση δεν έχει τεκμηριωθεί.
2. Η πιθανολόγηση διάπραξης νέου αδικήματος αναφέρεται σε τάση [*505]για συγκεκριμένη συμπεριφορά του αδικοπραγούντα στο μέλλον, συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, με βάση το σύνολο του υλικού που βρίσκεται ενώπιόν του. Στο υλικό αυτό συγκαταλέγεται και το ιστορικό του αδικοπραγούντα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από το ποινικό του μητρώο. Επιπροσθέτως, λόγοι προκατάληψης πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν έχει θεμελιωθεί με οποιοδήποτε τρόπο ο σχετικός ισχυρισμός του εφεσείοντος, ώστε να επιβάλλεται η παρέμβαση του Εφετείου.
3. Ένας υπόδικος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος με όρους, εκεί όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στο Δικαστήριο να δικαστεί. Η προδιάθεση για απόλυση του υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης, αποτελεί απόρροια του συνταγματικά κατοχυρωμένου τεκμηρίου της αθωότητας (Άρθρο 12.4 του Συντάγματος). Όπως έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, σκοπός της κράτησης του υποδίκου είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του και όχι η τιμωρία του.
4. Υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου επιστημονική και άλλη μαρτυρία η οποία υποστηρίζει τη θέση περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης του κατηγορουμένου.
5. Τα θέματα τα οποία αφορούν στην ποιότητα και στον τρόπο λήψης του μαρτυρικού υλικού, εξετάζονται στο στάδιο της δίκης.
6. Το διάταγμα κράτησης του εφεσείοντος, υπό το φως όλων των σχετικών παραγόντων, δεν αποτελεί την ορθή διαταγή, πρέπει δε να περιοριστεί μέχρι τις 31.10.2010, με οδηγίες όπως το Κακουργιοδικείο επανεξετάσει το θέμα της περαιτέρω κράτησης ή απόλυσής του υπό όρους, σε σχέση με όλα τα δεδομένα, περιλαμβανομένων των σημερινών δεδομένων του ημερολογίου του, σε συνάρτηση και με το ενδεχόμενο επίσπευσης της δίκης.
Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294,
Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,
Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397,
[*506]Dora Holdings Ltd κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Α.Ε. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1605,
Rodosthenous v. Police (1961) C.L.R. 50,
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 599,
Χ” Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Παρασκευαΐδου-Καρακάννα, Α.Ε.Δ., Γερολέμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1678/2010), ημερομηνίας 31/5/2010 με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στις 10/1/2011.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, κατηγορίες για κατοχή και μεταφορά αυτόματου πυροβόλου όπλου τύπου ΑΚ 47 καλασνίκοφ, κατηγορίες κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών, συγκεκριμένα 52 πλήρων στρατιωτικών φυσιγγίων, και κατηγορία για απόδραση από νόμιμη κράτηση. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 19/5/2010. Αφού κατηγορήθηκε και δεν παραδέχθηκε ενοχή, το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για προγραμματισμό αρχικά στις 28/5/2010 και στη συνέχεια στις 31/5/2010, με πρόνοια ο εφεσείων να παραμείνει υπό κράτηση.
Στις 31/5/2010 και ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για προγραμματισμό, οι δύο πλευρές ανταποκρινόμενες σε σχετική προτροπή του Κακουργιοδικείου, προέβησαν σε καταρτισμό παραδεκτών γεγονότων. Στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας, κατατέθηκαν καταθέσεις αστυνομικών - μαρτύρων, όπως και άλλα έγγραφα, τα [*507]οποία, με έγκριση του Δικαστηρίου, έγιναν παραδεκτά γεγονότα. Δεν ακούστηκε όμως, βεβαίως, προφορική μαρτυρία. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής: «Παρά την προσπάθεια για τα παραδεκτά γεγονότα έχουν απομείνει πολλοί ακόμα μάρτυρες. Το ημερολόγιο δε του Δικαστηρίου δεν επιτρέπει να ορίσουμε ενωρίτερα από τον Ιανουάριο. Έτσι, η υπόθεση ορίζεται για ακρόαση στις 10, 11, 12, 13, 14, 17, 18, 19, 20 και 21 Ιανουαρίου 2011».
Ευθύς αμέσως μετά τον ορισμό της υπόθεσης, η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, αίτημα το οποίο βάσισε στους πιο κάτω δύο λόγους:
(α) Την ύπαρξη κινδύνου διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από τον εφεσείοντα σε περίπτωση που ο τελευταίος αφεθεί ελεύθερος. Τα σχετικά με το συγκεκριμένο σκέλος του αιτήματος επιχειρήματα της κας Κάρνου, έχουν ως υπόβαθρο την προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως αυτή αναδύεται μέσα από το ποινικό του μητρώο. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων στις 7/8/98 καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση αφού βρέθηκε ένοχος, μεταξύ άλλων, και στο αδίκημα της απόπειρας φόνου με τη χρήση εκρηκτικού μηχανισμού, στις 19/7/2005 καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση για κατοχή εκρηκτικών υλών, αδίκημα το οποίο διεπράχθη σε περίοδο που ο εφεσείων ήταν με άδεια των αρχών των Κεντρικών Φυλακών, και στις 26/1/2010 για κατοχή αντικειμένου (spray) κατά παράβαση του Νόμου 113(Ι)/2004, ο οποίος απαγορεύει την κατοχή πυροβόλου όπλου.
(β) Τον κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στο Δικαστήριο. Τα σχετικά με το δεύτερο αυτό σκέλος του αιτήματος επιχειρήματα της κας Κάρνου, έχουν ως υπόβαθρο τη σοβαρότητα των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, την πιθανότητα καταδίκης του και το ύψος της ποινής που ενδεχομένως να του επιβληθεί σε περίπτωση που κριθεί ένοχος. Επισημαίνουμε ότι η μέγιστη προβλεπόμενη υπό του Νόμου ποινή για τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών, είναι 14 χρόνια φυλάκιση. Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής επικαλέστηκε επίσης την ύπαρξη στο κατηγορητήριο του αδικήματος, αντικείμενο της κατηγορίας 5, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του οποίου ο εφεσείων στις 20/4/2010, ενώ τελούσε υπό κράτηση σε Αστυνομικό Σταθμό της επαρχίας Αμμοχώστου, απέδρασε. Η κράτηση του σχετιζόταν με τα αδικήματα, αντικείμενο των υπόλοιπων [*508]κατηγοριών. Ο εφεσείων διέφυγε στις κατεχόμενες περιοχές όπου, αφού εντοπίστηκε, παραδόθηκε στην Κυπριακή Αστυνομία.
Το αίτημα για κράτηση του εφεσείοντα αντιμετώπισε την ένσταση της Υπεράσπισης, η οποία, εστιάζοντας τα πυρά της στην ποιότητα της μαρτυρίας, και παράλληλα αμφισβητώντας τη νομιμότητα του τρόπου λήψης του γενετικού υλικού του εφεσείοντα, υποστήριξε ότι δεν στοιχειοθετείται πιθανότητα καταδίκης του τελευταίου. Παράλληλα, η Υπεράσπιση, επικαλούμενη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα στις οποίες ο ευπαίδευτος συνήγορος του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, όπως και τους δεσμούς του εφεσείοντα με την Κύπρο, εισηγήθηκε την απόλυση του εφεσείοντα με όρους. Ο κ. Κονναρής, συνήγορος τότε του εφεσείοντα, αμφισβήτησε επίσης τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων απέδρασε ενώ τελούσε υπό νόμιμη κράτηση. Ισχυρίστηκε ότι απήχθη από Τούρκο συγκρατούμενο του, ο οποίος υπό την απειλή περιστρόφου τον εξανάγκασε να μεταβεί μαζί του στα κατεχόμενα. Το θέμα του χρόνου κράτησης, αν και αποτέλεσε κατά την πρωτόδικη διαδικασία αντικείμενο σχολιασμού από την ευπαίδευτη εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, δεν απασχόλησε την Υπεράσπιση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων, ο οποίος εμφανίστηκε ενώπιον μας χωρίς δικηγόρο, αμφισβητεί την ορθότητα της κράτησης του, ισχυριζόμενος ότι:
(i) Το διάταγμα κράτησης του παραβιάζει την αρχή της ισότητας όπως αυτή διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος.
Η επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα εδράζεται επί του γεγονότος ότι, αναφορικά με τη διάπραξη των αδικημάτων της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, εκτός από τον ίδιο, διώκεται ποινικά ακόμα ένα πρόσωπο το οποίο όμως έχει αφεθεί ελεύθερο με όρους από το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου την υπόθεση του έχει παραπέμψει ο Γενικός Εισαγγελέας.
(ii) Προκατάληψη του Κακουργιοδικείου.
Για να στηρίξει την πιο πάνω θέση του ο εφεσείων παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση και συγκεκριμένα στο απόσπασμα από τη εν λόγω απόφαση «… παρά το ότι με βάση τις ποινές που του επιβλήθηκαν θα έπρεπε να παραμείνει στη φυλακή για πολλά ακόμα [*509]χρόνια …» και αμφισβήτησε την ορθότητα της διαδικασίας παράθεσης λεπτομερειών του ποινικού του μητρώου ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Αμφισβητεί την καταδίκη του για το αδίκημα στο οποίο καταδικάστηκε για απόπειρα φόνου με τη χρήση εκρηκτικών υλών και εμπλέκει στο θέμα αποφυλάκισης του, με προεδρική χάρη προτού εκτίσει την ποινή στην οποία καταδικάστηκε για το εν λόγω αδίκημα, τα Ηνωμένα Έθνη στα οποία έχει όπως ανέφερε αποταθεί και από τα οποία αναμένει απάντηση κατά πόσο διέπραξε το εν λόγω αδίκημα ή όχι. Τέλος, αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου ότι «όντως δημιουργείται σοβαρή πιθανολόγηση για διάπραξη αδικημάτων στο μέλλον».
(iii) Οι φόβοι της Κατηγορούσας Αρχής ότι αν αφεθεί ελεύθερος υπάρχει κίνδυνος να διαφύγει, με απώτερο σκοπό να αποφύγει την ποινική του δίωξη, είναι αβάσιμοι.
Επί τούτου ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των ισχυρισμών της Κατηγορούσας Αρχής ότι δραπέτευσε ενώ τελούσε υπό νόμιμη κράτηση. Αμφισβητεί επίσης την ποιότητα της μαρτυρίας και ισχυρίζεται ότι οι πιθανότητες καταδίκης του είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Παράλληλα ο εφεσείων επικαλούμενος τις προσωπικές περιστάσεις του – είναι νυμφευμένος και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού – όπως και τους δεσμούς του με την Κύπρο, υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε, και δεν το έπραξε, να συνεκτιμήσει τους εν λόγω παράγοντες στα πλαίσια εκτίμησης και αξιολόγησης των παραγόντων που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων είναι εγκατεστημένος με την οικογένεια του στην Κύπρο, όπου και εργάζεται.
Σ’ αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι, κατά τη διάρκεια συζήτησης της έφεσης, επισημάναμε στην ευπαίδευτη εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής το γεγονός ότι στις 31/5/2010, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για προγραμματισμό, το Κακουργιοδικείο ενέκρινε παραδεκτά γεγονότα και της ζητήσαμε όπως, ενόψει τούτου και δοθέντος ότι το Κακουργιοδικείο μετά την έγκριση των παραδεκτών γεγονότων όρισε την υπόθεση για ακρόαση επτά και πλέον μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 10/1/2011, σχολιάσει τον ρόλο που ο παράγοντας χρόνος διαδραματίζει στο υπό συζήτηση ζήτημα.
Πρώτος λόγος έφεσης – παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι ισχυρι[*510]σμός περί παραβίασης της αρχής της ισότητας για οποιοδήποτε λόγο δεν ηγέρθη ούτε και συζητήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εκείνο που προκύπτει από τα πρακτικά, είναι ότι ο συνήγορος του εφεσείοντα, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, έκαμε μεν αναφορά στο γεγονός ότι, εκτός από τον εφεσείοντα, ποινική δίωξη για τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, ασκήθηκε εναντίον και ενός άλλου προσώπου, η υπόθεση του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο οποίο παραπέμφθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, πλην όμως όταν ρωτήθηκε από το Κακουργιοδικείο «Ποια σημασία δίδετε σε αυτό το γεγονός;» απάντησε ότι, «… η σημασία είναι ότι ενώ ισχυρίζεται η Κατηγορούσα Αρχή ότι το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου λήφθηκε νομίμως, πληροφορώ το Δικαστήριο σας ότι από τις καταθέσεις και εκθέσεις του Δρα Καριόλου φαίνεται ότι λήφθηκε όχι νομίμως». Ενόψει τούτου, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η Υπεράσπιση «… δεν διασύνδεσε την αναφορά αυτή με τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας…».
Ανεξάρτητα όμως με τα πιο πάνω, παρατηρούμε και τα εξής. Το θέμα κράτησης ή απόλυσης κατηγορουμένου εκκρεμούσης της δίκης του, συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, εξουσία η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση συγκεκριμένων παραγόντων που η νομολογία μας έχει καθιερώσει, κάθε φορά που το θέμα τίθεται ενώπιον του. Έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται μόνο στους υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντας (Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294). Στην υπό κρίση περίπτωση, το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στη βάση του συνόλου των ενώπιον του στοιχείων που αφορούσαν τον ενώπιον του συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Επομένως δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης.
Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης – προκατάληψη του Κακουργιοδικείου.
Διεξήλθαμε προσεκτικά το ενώπιον μας υλικό. Εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι, η αναφορά του Κακουργιοδικείου την οποία επικαλείται ο εφεσείων για να στηρίξει τον πιο πάνω λόγο έφεσης, αν και ατυχής στη διατύπωσή της, έγινε στα πλαίσια παράθεσης του ιστορικού, του ποινικού μητρώου του, παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται εισήγηση για ύπαρξη πι[*511]θανότητας διάπραξης στο μέλλον αδικημάτων από τον αδικοπραγούντα, σε περίπτωση που ο τελευταίος αφεθεί ελεύθερος. Υπενθυμίζουμε τη νομολογιακή αρχή ότι η πιθανολόγηση διάπραξης νέου αδικήματος αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του αδικοπραγούντα στο μέλλον, συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, με βάση το σύνολο του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του. Στο υλικό αυτό συγκαταλέγεται και το ιστορικό του αδικοπραγούντα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από το ποινικό του μητρώο. (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130).
Πρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι, όπως έχει νομολογηθεί, λόγοι προκατάληψης πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια (Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 και Dora Holdings Ltd κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, A.E. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1605). Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει θεμελιωθεί με οποιοδήποτε τρόπο ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί προκατάληψης του Κακουργιοδικείου, έτσι ώστε να επιβάλλεται η παρέμβασή μας.
Ενόψει των πιο πάνω, ούτε ο υπό στοιχείο 2 λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος έφεσης – Κίνδυνος διαφυγής του εφεσείοντα σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στα πλαίσια συζήτησης του πρώτου λόγου έφεσης, το θέμα κράτησης ή απόλυσης κατηγορουμένου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά κάθε φορά που το θέμα τίθεται ενώπιον του. Η νομολογία μας αναγνωρίζει ως θέμα αρχής ότι ένας υπόδικος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος με όρους, εκεί όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στο Δικαστήριο να δικαστεί. Η προδιάθεση για απόλυση του υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης, αποτελεί απόρροια του συνταγματικά κατοχυρωμένου τεκμηρίου της αθωότητας (Άρθρο 12.4 του Συντάγματος). Όπως έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, σκοπός της κράτησης του υποδίκου είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του και όχι η τιμωρία του. (Βλ. Rodosthenous v. The Police (1961) C.L.R. 50 και Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109).
Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε τις προσωπικές του περιστάσεις, όπως και [*512]τους δεσμούς του με την Κύπρο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο συγκεκριμένος παράγοντας λήφθηκε υπόψη στα πλαίσια αξιολόγησης του κινδύνου φυγοδικίας, του οποίου την ύπαρξη ορθά με βάση το ενώπιον του υλικό το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η πιθανότητα καταδίκης του μπορεί να προβλεφθεί στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας από το ενώπιον του υλικό, είναι εσφαλμένη. Η εν λόγω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε επιστημονική και άλλη μαρτυρία η οποία υποστηρίζει τη θέση περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης του κατηγορουμένου.
Σε σχέση με τα επιχειρήματα του εφεσείοντα που αφορούν στην ποιότητα του μαρτυρικού υλικού όπως και στον τρόπο λήψης του, υπενθυμίζουμε, όπως εξάλλου πολύ ορθά επισημαίνει και το Κακουργιοδικείο, ότι τα ζητήματα αυτά «αφορούν την ουσία και δεν είναι του παρόντος». Το κατάλληλο στάδιο για εξέταση της ποιότητας της μαρτυρίας, όπως και της επάρκειας της, είναι το στάδιο της δίκης, όπου το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφανθεί επί θεμάτων ενοχής του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Σε σχέση με τον παράγοντα του χρόνου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, κατά τη συζήτηση της έφεσης επισημάναμε στην κα Κάρνου το γεγονός ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση από το Κακουργιοδικείο, επτά και πλέον μήνες μετά τη λήψη παραδεκτών γεγονότων και ζητήσαμε τα σχόλιά της. Τα επί του προκειμένου επιχειρήματα της κας Κάρνου, η οποία αποδέχθηκε ότι η ακρόαση, έστω και τυπικώς άρχισε με την έγκριση παραδεκτών γεγονότων, περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι η συνολική διάρκεια του χρόνου κράτησης του εφεσείοντα, συνεκτιμούμενη στα πλαίσια όλων των σχετικών παραγόντων, δεν οδηγεί σε παραβίαση των κατοχυρωμένων δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης, δικαιωμάτων του εφεσείοντα.
Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 599, το Εφετείο, αφού υπενθυμίζει ότι η απόφαση για την κράτηση ή μη υποδίκου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος Δικαστηρίου, με αναφορά στην υπόθεση Χ” Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, σημειώνει τα εξής: «Στην αποτίμηση των παραγόντων που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου – (της πιθανολόγησης του κινδύνου μη προσέλευσης του υποδίκου κατά τη δίκη, λόγω της σοβαρότητας του [*513]αδικήματος, και του ενδεχομένου διάπραξης άλλων αδικημάτων στο ενδιάμεσο) – υπεισέρχεται η χρονική διάρκεια της κράτησης του υποδίκου … Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται σύμμετρα βάσει των σχετικών γεγονότων και των αρχών του δικαίου που άπτονται του θέματος, δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, …».
Στη περίπτωση μας, η απόφαση για την κράτηση του εφεσείοντα λήφθηκε υπό το πρίσμα δύο παραγόντων που παραδεκτά προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, λήφθηκε υπό το πρίσμα του παράγοντα της σοβαρότητας των αδικημάτων σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα, στο βαθμό που η εν λόγω πιθανότητα μπορούσε να προβλεφθεί από το ενώπιον του υλικό, και κατά συνέπεια την ύπαρξη κινήτρου για φυγοδικία, και του παράγοντα της πιθανότητας διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων εκκρεμούσης της δίκης. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφασή του μετά από συστάθμιση όλων των σχετικών με την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας παραγόντων.
Δεδομένα το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιον του μια σοβαρή υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας ορθώς εθεωρήθη ότι έπρεπε να βαρύνει, πέραν των γενικών παραμέτρων που ρυθμίζουν το θέμα, και η προηγούμενη συμπεριφορά του εφεσείοντα ενόψει, όχι μόνο της καταδίκης του, αλλά και της αναφοράς, που ενσωματώνεται και σε σχετική κατηγορία, σε απόδραση του από νόμιμη κράτηση και καταφυγή του στα κατεχόμενα. Ο παράγων αυτός ασφαλώς συνηγορούσε προς την πλευρά της κράτησης και ορθώς θα έπρεπε να συσταθμιστεί με τον παράγοντα του χρόνου κράτησης που το Δικαστήριο είχε υπόψη του, έχοντας ορίσει την υπόθεση για να ακουστεί μαρτυρία 7½ μήνες μετά.
Δεν μπορούμε όμως να υποτιμήσουμε και το γεγονός ότι, παρά το ότι η υπόθεση δεν είχε οριστεί για ακρόαση παρά μόνο για προγραμματισμό, και τούτο σύντομα μετά την καταχώρησή της, εντούτοις, την ημέρα που ήταν ορισμένη για προγραμματισμό, έγιναν παραδεκτά γεγονότα που σηματοδοτούσαν την έναρξη της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με αυτή την έννοια καθιστώντας την έστω και τυπικώς ως συνεχιζόμενη. Τούτο, σε συνδυασμό και με την ασφαλώς επικροτούμενη ετοιμότητα του Δικαστηρίου να ορίσει την υπόθεση για προγραμματισμό, ώστε να τροχιοδρομηθεί και να διευκολυνθεί η όλη διαδικασία, καθιστούσε ευλόγως αναμενόμενο το ότι ο ορισμός της υπόθεσης για να ακουστεί η υπόλοιπη μαρτυρία θα εγίνετο σε συντομότερο του ορισθέ[*514]ντος χρόνου των 7½ μηνών. Δεν είναι βεβαίως έργο του Εφετείου να υπεισέλθει στο πρόγραμμα του Κακουργιοδικείου και να υπαγορεύσει τις συγκεκριμένες ανάγκες σε συνδυασμό με όλες τις υποθέσεις που έχει ενώπιον του. Όμως, προκειμένου περί τόσο μακρού αφ’ εαυτού χρόνου στην ως άνω προδιαγραφείσα πορεία της υπόθεσης, θα αναμένετο κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια ένταξης της υπόθεσης σε συντομότερα προσφερόμενα χρονικά πλαίσια.
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ορθή διαταγή, την οποία και εκδίδουμε, στην προκείμενη περίπτωση είναι, όπως το διάταγμα κράτησης του εφεσείοντα περιοριστεί μέχρι τις 31/10/2010, με οδηγίες όπως το Κακουργιοδικείο επανεξετάσει το θέμα της περαιτέρω κράτησης ή απόλυσης του υπό όρους, σε σχέση με όλα τα δεδομένα, περιλαμβανομένων των σημερινών δεδομένων του ημερολογίου του, σε συνάρτηση και με το ενδεχόμενο επίσπευσης της δίκης.
Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο