(2010) 2 ΑΑΔ 525
[*525]10 Νοεμβρίου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 212/2009)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση διάρρηξης κτιρίου και κλοπής, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης με την προβολή εισήγησης περί εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης και της επιστημονικής μαρτυρίας σε σχέση με τον εντοπισμό του γενετικού υλικού του κατηγορουμένου στη σκηνή του εγκλήματος ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Πρέπει απαραιτήτως να συνδέει αιτιωδώς και άμεσα τον κατηγορούμενο όταν «......τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του».
Απόδειξη ― Επιστημονική μαρτυρία ― Μαρτυρία μέσω γενετικού υλικού ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας γενετικού υλικού του δράστη σε υπόθεση διάρρηξης και κλοπής και κατάληξη σε ετυμηγορία αθώωσής του ― Ανατροπή πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428.
Η υπόθεση αυτή αφορά στη διάρρηξη μεταξύ των ημερομηνιών 29.8.08 και 1.9.08 των γειτνιαζόντων γραφείων δύο εταιρειών στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας στη Λευκωσία, από όπου κλάπηκαν χρήματα, τιμαλφή, αντικείμενα μεγάλης αξίας, ένα χρηματοκιβώτιο, φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ένας φορητός εκτυπωτής, τσιγάρα και άλλα καπνικά είδη, συνολικής αξίας €9.390 και $74,635.
[*526]Στις 29.7.09, η αστυνομία συνέλαβε τον εφεσίβλητο στη βάση γενετικού υλικού που βρέθηκε σε μικρό χρηματοκιβώτιο στα γραφεία της μιας εκ των εταιρειών και το οποίο ταυτίστηκε στη βάση της μαρτυρίας του μοριακού γενετιστή Δρ. Μ. Καριόλου με τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος διώχθηκε ποινικώς για τα αδικήματα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο άκουσε, εκτός από τη μαρτυρία του Δρ. Καριόλου και επτά άλλους μάρτυρες που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και που ήσαν υπάλληλοι των προαναφερθεισών εταιρειών, οι ιδιοκτήτες αυτών και οι αστυνομικοί που διερεύνησαν την υπόθεση.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος δεν κάλεσε μάρτυρες, εξάντλησε την υπεράσπισή του σε μια σύντομη ανώμοτη δήλωση ότι το γενετικό υλικό του είχε ληφθεί και στο παρελθόν σε διάφορες αστυνομικές υποθέσεις χωρίς να γνώριζε αν υπάρχει ακόμη ή έχει στο μεταξύ καταστραφεί και δηλώνοντας άγνοια ως προς τον εντοπισμό του γενετικού του υλικού στο συγκεκριμένο σημείο. Πρόσθεσε δε ότι ήταν πρόθυμος να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση δηλώνοντας ότι δεν ήταν στη σκηνή του εγκλήματος και ότι ήταν αθώος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αντλώντας καθοδήγηση από την Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 όπου λέχθηκε ότι η περιστατική μαρτυρία πρέπει να αποτελεί τη μόνη λογική κατάληξη ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου χωρίς να υπάρχουν κενά στην πορεία της, ώστε να υπάρχει ασφάλεια στην απόφαση περί της ενοχής.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενη την καθ’ ολοκληρία ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως εσφαλμένης και αντίθετης με τις νομολογημένες αρχές περί του επιπέδου ικανοποίησης ενός Δικαστηρίου στην ποινική δίκη. Προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε αποσπασματικά και μόνο στη μαρτυρία του Δρ. Καριόλου, ενώ εάν την αντιμετώπιζε ορθά και ολοκληρωμένα θα κατέληγε ότι στην ουσία εδίδοντο πολύ μικρές πιθανότητες στην έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού, ενώ αντίθετα λόγω της επάρκειας και της καλής ποιότητας του υλικού αυτού, η τοποθέτησή του στο αντικείμενο ήταν άμεση, είχε γίνει χωρίς την παρέμβαση τρίτων και έγινε σε πολύ λίγο χρόνο. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί με ιδιαίτερα σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας του Δρ. Καριόλου, ώστε να οδηγηθεί στο μοναδικό συμπέρασμα το οποίο υπό [*527]τις περιστάσεις θα μπορούσε να εξαχθεί, ήτοι, σε συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε να αναπαράξει μόνο την τελευταία δήλωση του Δρ. Καριόλου κατά την επανεξέταση, να αναφερθεί στον μη αποκλεισμό του ενδεχόμενου να υπήρξε έμμεση μεταφορά και να σημειώσει τη δυνατότητα το γενετικό υλικό να εναποτίθεται είτε αμέσως, είτε εμμέσως, παραλείποντας όμως να τονίσει τα όσα άλλα καταγράφηκαν αυτολεξεί στην υπόλοιπή του μαρτυρία και να αντικρύσει τη μαρτυρία του σφαιρικά.
2. Η περιστατική μαρτυρία δεν είναι υποδεέστερη της άμεσης μαρτυρίας, όταν δε είναι «.....συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους.....». Περιστατική μαρτυρία δε που προέρχεται από επιστημονικές εξετάσεις, όπως αυτές σε επίπεδο μοριακής γενετικής, είναι ιδιαιτέρως σημαντική ως προς τη δυναμική που αναπτύσσει λόγω της φύσης της ώστε να επαρκεί στην κατάλληλη περίπτωση να θεμελιώσει ενοχή. Παρά τη δυναμική της, η επιστημονική μαρτυρία πρέπει, δίχως άλλο, να συνδέεται με την ενοχή του κατηγορουμένου κατά τρόπο άμεσο και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία επ’ αυτής, όπως και κάθε άλλης φύσεως περιστατική μαρτυρία.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία δεν προέβη σε ευρήματα ούτε και επί της υπόλοιπης περιφερειακής μαρτυρίας, η οποία έγινε δεκτή. Αναμφιβόλως, όμως, δεν προέβη σε πλήρη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δρ. Καριόλου, ούτε εξήχθησαν εξ αυτής ορθά ευρήματα. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό λάθος πρωτοδίκως κατά τρόπο που η μαρτυρία αυτή να έχει κριθεί σταχυολογικά και μόνο, χωρίς να αναζητηθεί και εντοπισθεί η ουσία της.
4. Σε σχέση με την επιστημονική μαρτυρία του Δρ. Καριόλου, υπήρχαν αναντίλεκτα στοιχεία τα οποία έπρεπε να κατευθύνουν την σκέψη του Δικαστηρίου προς την αντίθετη κατάληξη. Προσεκτική δε εξέταση της μαρτυρίας αυτής αποκαλύπτει ότι η μεγάλη επιφύλαξη στην οποία αναφέρθηκε αφορούσε μάλλον το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα της εναπόθεσης, παρά την αμεσότητα της επαφής, ενώ το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού ως αιτιολογία της αθωωτικής του κατάληξης, ενώ πλειστάκις ο Δρ. Καριόλου με θετικό τρόπο κατάθεσε ότι η επαφή ήταν άμεση.
5. Υπήρχε λοιπόν στα δεδομένα της υπόθεσης ικανή περιστατική [*528]μαρτυρία που διασύνδεε τον εφεσίβλητο με τα υπό κρίση αδικήματα αφού αποδείκνυαν την παρουσία του στο χώρο, σ’ αντίθεση με τα όσα ο ίδιος, έστω ανώμοτα, ανέφερε. Ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες, ούτε με σενάρια που ευφάνταστα μπορεί να προωθήσει η υπεράσπιση, όπως έγινε εδώ, όπου υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση, η θεωρία ότι αν ο εφεσίβλητος είχε δίδυμο αδελφό ή συγγενικό πρόσωπο, δυνατόν το ανευρεθέν γενετικό υλικό να μην ήταν του εφεσίβλητου.
6. Η Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσίβλητος, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση. Στα δεδομένα εκείνης της υπόθεσης ήταν δυνατή η διασύνδεση του εφεσείοντος με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στη σκηνή της διάπραξης της ληστείας και οδηγούσε αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι αυτός ταυτιζόταν με τον δράστη.
7. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση καταδίκης του εφεσίβλητου και στις δύο κατηγορίες.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428,
Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,
Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρ[*529]χιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8216/09), ημερομηνίας 5/10/2009.
Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μεταξύ των ημερομηνιών 29.8.08 και 1.9.08, διερρήχθησαν τα γειτνιάζοντα γραφεία των εταιρειών G.B. Tobacco International Limited και Metco Limited στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας στη Λευκωσία. Κλάπηκαν χρήματα, τιμαλφή, αντικείμενα μεγάλης αξίας, ένα χρηματοκιβώτιο, φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ένας φορητός εκτυπωτής, τσιγάρα και άλλα καπνικά είδη, συνολικής αξίας €9.390 και $74,635.
Στις 29.7.09, η αστυνομία οδηγήθηκε στα ίχνη του εφεσίβλητου στη βάση γενετικού υλικού που εντοπίστηκε σε ένα μικρό χρηματοκιβώτιο το οποίο υπήρχε στα γραφεία της εταιρείας G.B. Tobacco International Limited, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η σύλληψη και η δίωξη του ποινικώς για τα αδικήματα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ήταν αποδεκτό από την εφεσείουσα Δημοκρατία και κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, ότι η μοναδική στην ουσία μαρτυρία που είχε στην κατοχή της εμπλέκουσα τον εφεσίβλητο, ήταν η ύπαρξη αυτού του γενετικού υλικού το οποίο στη βάση της μαρτυρίας του μοριακού γενετιστή Δρος Μάριου Καριόλου, ταυτιζόταν με τον εφεσίβλητο, ώστε να μην παρέχεται άλλη εξήγηση εκτός του ότι ο εφεσίβλητος ήταν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ο δράστης. Κατά συνέπεια όλοι οι υπόλοιποι επτά μάρτυρες που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και που ήσαν υπάλληλοι των προαναφερθεισών εταιρειών, οι ιδιοκτήτες αυτών και οι αστυνομικοί που διερεύνησαν την υπόθεση, έδωσαν μαρτυρία ως προς τα περιφερειακά της υπόθεσης γεγονότα. Δηλώθηκε δε ως παραδεκτό γεγονός το νομότυπο της διακίνησης όλων των ληφθέντων τεκμηρίων από τη σκηνή του εγκλήματος περιλαμβανομένων και των επιχρισμάτων που είχαν ληφθεί από σταθερές επιφάνειες και φορητά αντικείμενα που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν στα γραφεία των δύο εταιρειών. Παραδεκτή ως προς το νομότυπο της διακίνησης τους δήλωση, έγινε [*530]και ως προς τα παρειακά επιχρίσματα που λήφθηκαν από τον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε εν συνόψει τη μαρτυρία που δόθηκε από τους διάφορους μάρτυρες κατηγορίας, επισημαίνοντας εξ αρχής ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ως προς την ενοχή του εφεσίβλητου εφόσον ουδείς των μαρτύρων κατηγορίας είχε εντοπίσει τον εφεσίβλητο στην σκηνή είτε πριν, είτε κατά, είτε μετά τη διάρρηξη. Αλλά και ουδείς των μαρτύρων τον γνώριζε ή είχε τύχει να τον συναντήσει ή έστω να ακούσει γι’ αυτόν προηγουμένως. Σύμφωνα δε με τα διαπιστωθέντα γεγονότα, ο δράστης είχε πετύχει την είσοδο και έξοδο του από τα γραφεία παραβιάζοντας με αιχμηρό όργανο δύο μονόφυλλες ξύλινες πόρτες. Διαπιστώθηκε ότι οι είσοδοι των γραφείων των δύο εταιρειών είναι μεν διαφορετικές, ανοίγουν δε με κοινό κλειδί, όλοι δε οι εργαζόμενοι στις εταιρείες, πλην μιας υπαλλήλου, είχαν τέτοιο κλειδί. Στο χώρο μετά τη διάρρηξη επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία, οι υπάλληλοι όμως και οι διευθυντές των εταιρειών που εισήλθαν στα γραφεία αναμένοντας την άφιξη της αστυνομίας, δεν άγγιξαν πουθενά εφόσον τους επιστήθηκε από την αστυνομία η προσοχή ως προς τούτο.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε πρωτοδίκως στη μαρτυρία του Δρος Καριόλου η ουσία της οποίας είχε ως εξής: Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ημερ. 16.10.08, την οποία ο Δρ. Καριόλου ετοίμασε και υπέγραψε, Τεκμήριο 15, καταγράφηκε ότι η ποσότητα και ποιότητα του ανθρώπινου πυρηνικού γενετικού υλικού από επιχρίσματα που λήφθηκαν από διάφορα μέρη τόσο των παραβιασθεισών θυρών, όσο και εσωτερικά του χώρου, ήταν μηδαμινά και όχι ικανοποιητικά για να διερευνηθούν περαιτέρω και να συγκριθούν σε μοριακό επίπεδο. Όμως, από το μικρό φορητό χρηματοκιβώτιο το οποίο βρισκόταν στο πάτωμα υποδοχής του γραφείου, και συγκεκριμένα επί του μηχανισμού ανοίγματος αυτού, κατέστη δυνατό να απομονωθεί μεικτό γενετικό υλικό με κύρια συνεισφορά αγνώστου ανδρός. Σε άλλη έκθεση πραγματογνωμοσύνης ημερ. 5.8.09, Τεκμήριο 11, καταγράφηκε ότι το μεικτό γενετικό υλικό που είχε απομονωθεί ως ανωτέρω, ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε σε ένα από τα δύο παρειακά επιχρίσματα του εφεσίβλητου. Ο Δρ. Καριόλου, κατά την ένορκη μαρτυρία του στο πρωτόδικο Δικαστήριο, διευκρίνισε περαιτέρω ότι παρόλο που δεν μπορούν οι εξετάσεις γενετικού υλικού να καθορίσουν το χρόνο εναπόθεσης αυτού επί αντικειμένου, ένα γενετικό υλικό εναποτίθεται είτε αμέσως, είτε εμμέσως, χωρίς να αποκλείσει την πιθανότητα το γενετικό υλικό επί του μικρού [*531]φορητού χρηματοκιβωτίου να εναποτέθηκε κατά έμμεσο τρόπο εκεί, δίνοντας όμως ως προς τούτο πολύ μικρές πιθανότητες. Ήταν πρόσθετα η θέση του ότι με δεδομένο ότι το γενετικό υλικό ήταν πολύ καλής ποιότητας, η τοποθέτηση του επί του μικρού φορητού χρηματοκιβωτίου ήταν άμεση, χωρίς δηλαδή να μεσολαβήσει άλλο πρόσωπο ή άλλο αντικείμενο και χωρίς να μεσολαβήσει πολύς χρόνος.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος πρωτοδίκως είχε τις υπηρεσίες συνηγόρου, εξάντλησε την υπεράσπιση του σε μια σύντομη ανώμοτη δήλωση ότι το γενετικό υλικό του είχε ληφθεί και στο παρελθόν σε διάφορες αστυνομικές υποθέσεις, χωρίς να γνώριζε αν υπάρχει ακόμη ή έχει στο μεταξύ καταστραφεί, ενώ για την επίδικη υπόθεση δεν γνώριζε πώς βρέθηκε, αν έτσι είχαν τα πράγματα, στο συγκεκριμένο σημείο. Πρόσθεσε δε ότι ήταν πρόθυμος να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση δηλώνοντας ότι δεν ήταν στη σκηνή του αδικήματος και ήταν αθώος. Ο εφεσίβλητος δεν κάλεσε μάρτυρες, ενώ κατά την εφετειακή διαδικασία ενώ αρχικά εμφανίστηκε μόνος άνευ συνηγόρου, έτοιμος να χειρισθεί προσωπικά την υπόθεση, στην επόμενη ημερομηνία στην οποία ορίσθηκε η έφεση, λόγω έλλειψης χρόνου, ενόψει συνεχιζόμενης ακρόασης άλλων ποινικών εφέσεων, ο εφεσίβλητος δεν παρουσιάσθηκε. Το Εφετείο ανέβαλε την ακρόαση σε μια προσπάθεια να ειδοποιηθεί στο μεταξύ ο εφεσίβλητος από το Πρωτοκολλητείο, όπως και έγινε, χωρίς όμως αυτός να εμφανισθεί ούτε κατά τη νέα δικάσιμο. Η ακρόαση επομένως προχώρησε στην απουσία του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «…. τυχόν εύρημα ενοχής του κατηγορούμενου επί τη βάσει, αποκλειστικώς και μόνο, της ανίχνευσης γενετικού υλικού επί του φορητού χρηματοκιβωτίου που βρέθηκε στο πάτωμα του χώρου υποδοχής του γραφείου της “GB Tobacco” δεν είναι ασφαλές.». Αυτό διότι η περιστατική μαρτυρία δεν ήταν δυνατόν αφ’ εαυτής να οδηγήσει σε ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εφόσον δεν ήταν συντελεστική, αλλά ούτε καθοριστική ως προς την παρουσία του εφεσίβλητου στο χώρο, με δεδομένο ότι ο Δρ. Καριόλου δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο της μεταφοράς του γενετικού του υλικού και της τοποθέτησης του επί του φορητού αντικειμένου που βρέθηκε στη σκηνή. Με οδηγό τα όσα λέχθηκαν στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428, στις σελ. 438-9, ότι η περιστατική μαρτυρία πρέπει να αποτελεί τη μόνη λογική κατάληξη ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου χωρίς να υπάρχουν κενά στην πορεία της, ώστε να υπάρχει ασφάλεια στην απόφαση περί της ενοχής, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο σε αμφότερες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
[*532]Προχώρησε δε το Δικαστήριο να διερωτηθεί, υπό τύπον σχολίου, επί τη βάσει ποίων στοιχείων είχε εξαρχής συλληφθεί στις 29.7.09 ο εφεσίβλητος και σε ποια ενοχοποιητική μαρτυρία αναφέρθηκε ο αστυφύλακας που έλαβε την ανακριτική κατάθεση από τον εφεσίβλητο στις 2.8.09, όταν η κατήγορος επιβεβαίωσε ότι η υπόθεση εδραζόταν αποκλειστικώς και μόνο στην ανιχνευθείσα γενετική ουσία, ενώ η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης συντάχθηκε μόλις στις 5.8.09.
Η κα Κάρνου εισηγήθηκε την καθ’ ολοκληρία ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως εσφαλμένης και αντίθετης με τις νομολογημένες αρχές περί του επιπέδου ικανοποίησης ενός Δικαστηρίου στην ποινική δίκη. Θέση της ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε αποσπασματικά και μόνο στη μαρτυρία του Δρ. Καριόλου, ενώ η ορθή και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της θα κατεδείκνυε ότι στην ουσία πολύ μικρές πιθανότητες έδιδε στην έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού, ενώ, αντίθετα, λόγω του ότι το απομονωθέν γενετικό υλικό ήταν και σε ποσότητα επαρκές και σε ποιότητα πολύ καλό, η τοποθέτηση του στο αντικείμενο ήταν άμεση, είχε γίνει χωρίς την παρέμβαση τρίτων και έγινε σε πολύ λίγο χρόνο. Η δικηγόρος της εφεσείουσας Δημοκρατίας με πολλή επιμέλεια και με παραπομπή σε αριθμό σχετικών αποφάσεων, εξήγησε τη θέση της με αναφορά σε επιμέρους αποσπάσματα της κατάθεσης του Δρ. Καριόλου και στα όλα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης προς υποστήριξη της θέσης της.
Έχοντας με τη δέουσα προσοχή εξετάσει την όλη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του, είναι χωρίς δυσκολία που κρίνεται ότι η αθωωτική κατάληξη του ήταν πράγματι εσφαλμένη. Επιφανειακά μόνο και με αποσπασματικό τρόπο καταγράφηκε η μαρτυρία του Δρ. Καριόλου και δικαίως η εφεσείουσα παραπονείται ως προς την παράλειψη του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ιδιαίτερα σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας του, ώστε να οδηγηθεί στο μοναδικό συμπέρασμα το οποίο υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να εξαχθεί. Όπως παρατηρείται από τα τηρηθέντα πρακτικά, ο Δρ. Καριόλου κατέθεσε σε έκταση ως προς τις επιστημονικές-γενετικές εξετάσεις που έκαμε, με τη μαρτυρία του να εκτείνεται από τη σελ. 50, έως τη σελ. 68, των πρακτικών. Σ’ αυτές τις σελίδες περιέχεται πλήρης εξήγηση ως προς «….. τα γενετικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο, γενετικό υλικό που κληροδοτείται και κληρονομείται.». Αποτελούν το γενετικό χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή άλλως τη γενετική υπογραφή του. Εξήγησε επίσης ότι στο μεικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το επίχρισμα που λήφθηκε από το φορητό χρηματοκιβώ[*533]τιο, η κύρια συνεισφορά ήταν αυτή του εφεσίβλητου με την άλλη συνεισφορά να είναι τόσο μικρή «…. που να αγγίζει τα επίπεδα θορύβου», με αποτέλεσμα να μπορεί επιστημονικά να αγνοηθεί.
Ήταν περαιτέρω η μαρτυρία του, ότι εργαστηριακά το γενετικό προφίλ φαίνεται υπό τον τύπο ενός ηλεκτροφερογράμματος που είναι στην ουσία μια φωτογραφία του γενετικού υλικού. Στο ηλεκτροφερόγραμμα, εντοπίζονται κορυφές που είναι μετρήσιμες, καθώς και μικρές διαδοχικές επαναλήψεις τις οποίες οι γενετιστές ονομάζουν «αλλήλια». Το μέγεθος μιας κορυφής υποδηλώνει την ποσότητα γενετικού υλικού που υπάρχει, ενώ οι διαφορετικές κορυφές εμφανίζουν και διαφορετικούς δότες. Όταν μια κορυφή είναι στα επίπεδα θορύβου, αυτό σημαίνει ότι οι επαναλήψεις είναι πολύ χαμηλές υποδεικνύοντας ανάλογα μικρή ποσότητα.
Ο Δρ. Καριόλου είπε κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του και τα εξής, επί λέξει:
Από τη σελ. 53 των πρακτικών:
«Αυτή η κύρια συνεισφορά ταυτίζεται πλήρως με το γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα του Παναγιώτη Νικολάου …….. και διατυπώνω τη στατιστική εκτίμηση ότι είναι περίπου 1 προς 282 πεντάκις εκατομμύρια φορές πιο πιθανή εάν το γενετικό υλικό προερχόταν από τον Παναγιώτη Νικολάου παρά από κάποιο τυχαίο και μη συγγενικό πρόσωπο του Παναγιώτη Νικολάου και καταγράφω ότι η εκτίμηση έγινε με βάση τη συχνότητα των αλλήλιων στον Ελληνοκυπριακό πληθυσμό.»
Σε ερώτηση κατά την αντεξέταση, (ας σημειωθεί ότι στη σελ. 59, η τότε συνήγορος του εφεσίβλητου αποδέχθηκε και την ορθότητα και τα συμπεράσματα της όλης διαδικασίας που ακολούθησε ο Δρ. Καριόλου), κατά πόσο ήταν δυνατόν να αποκλείσει την έμμεση μεταφορά, ώστε να είχε βρεθεί το γενετικό υλικό του εφεσίβλητου χωρίς ο ίδιος να είχε μεταβεί στο χώρο συναναστρεφόμενος, για παράδειγμα, με το δράστη πριν την διάπραξη του αδικήματος, απάντησε στις σελ. 64-65 των πρακτικών:
«Εγώ δεν είμαι από αυτούς που αποκλείουν πράγματα ιδιαίτερα στη δικανική γενετική. Όμως με το γενετικό προφίλ που λήφθηκε που παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 17, στη σελίδα 2, που είναι το αντικείμενο, εγώ πρακτικά δίδω πολύ μικρή πιθανότητα να έχει γίνει αυτό το πράγμα, έμμεση μεταφορά.».
[*534]Όσον αφορούσε το χρόνο εναπόθεσης, η θέση του ήταν ότι αν το γενετικό υλικό πάνω σε ένα αντικείμενο αφεθεί για πολύ χρόνο, τότε παρατηρείται κατατεμαχισμός του γενετικού υλικού, στην επίδικη περίπτωση όμως «…. έχουμε πολύ καλής ποιότητας γενετικό προφίλ. Πράγμα το οποίο με κάνει να πιστεύω και να έχω την άποψη ότι σίγουρα δεν ήταν μακρύς ο χρόνος που είχε αφεθεί αυτό το γενετικό υλικό στο συγκεκριμένο χρηματοκιβώτιο», (σελ. 65 των πρακτικών) και περαιτέρω (σελ. 66), ότι:
«….. εγώ προσωπικά πιστεύω και έχω την άποψη ότι η εναπόθεση του γενετικού προφίλ πάνω στο χρηματοκιβώτιο ήταν άμεση επαφή, χέρι με αντικείμενο χωρίς να μεσολαβεί αντικείμενο ή πρόσωπο και πιστεύω ότι δεν παρήλθε αρκετός χρόνος από την ώρα της εναπόθεσης. Το λέω με πολύ επιφύλαξη όπως έχω πεί, οι γενετικές εξετάσεις που διεξάγονται δεν μπορούν να μας δώσουν αυτή την απάντηση. Αυτή είναι η άποψη μου λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές εξετάσεις που έχω κάνει και τα γενετικά προφίλ που έχει δει σε διάφορα αντικείμενα σε διάφορα αδικήματα.»
Κατά την επανεξέταση ρωτήθηκε αν η τοποθέτηση του γενετικού υλικού στο μικρό χρηματοκιβώτιο ήταν άμεση ή έμμεση. Απάντησε στη σελ. 67, ότι:
«Σας το είπα και προηγουμένως. Πιστεύω ότι η τοποθέτηση που λέτε ήταν άμεση, δηλαδή χωρίς να μεσολαβήσει άλλο πρόσωπο ή άλλο αντικείμενο και χωρίς να μεσολαβήσει πολύς χρόνος, αυτό όμως το λέω με μεγάλη επιφύλαξη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο από όλα τα πιο πάνω και ακόμη άλλες θετικές δηλώσεις του Δρ. Καριόλου που απαντώνται τόσο στα πρακτικά, όσο και στις κατατεθείσες εκθέσεις του (Τεκμ. 11, 16 και 17), αρκέστηκε να αναπαράξει μόνο την τελευταία δήλωση κατά την επανεξέταση, να αναφερθεί στον μη αποκλεισμό του ενδεχόμενου να υπήρξε έμμεση μεταφορά και να σημειώσει τη δυνατότητα το γενετικό υλικό να εναποτίθεται είτε αμέσως, είτε εμμέσως, παραλείποντας όμως να τονίσει τα όσα άλλα καταγράφηκαν αυτολεξεί ανωτέρω και να αντικρύσει τη μαρτυρία του σφαιρικά.
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η περιστατική μαρτυρία δεν είναι υποδεέστερη της άμεσης τοιαύτης, όταν δε είναι «….. συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρωπίνου λάθους …..». (δέστε Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 σελ. 119-120 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746). [*535]Περιστατική μαρτυρία δε που προέρχεται από επιστημονικές εξετάσεις, όπως αυτές σε επίπεδο μοριακής γενετικής, είναι ιδιαιτέρως σημαντική ως προς τη δυναμική που αναπτύσσει λόγω της φύσης της ώστε να επαρκεί στην κατάλληλη περίπτωση να θεμελιώσει ενοχή. (R. V. Melias The Times 14.11.87, Σάββας Πλαστήρας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571). Παρά τη δυναμική της δεν έχει βεβαίως οποιοδήποτε εγγενές διαφοροποιητικό στοιχείο που να την διακρίνει από οποιαδήποτε άλλης φύσεως περιστατική μαρτυρία και κατά συνέπεια πρέπει, δίχως άλλο, να είναι δυνατή η σύνδεση της με την ενοχή του κατηγορουμένου κατά τρόπο άμεσο και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία επ’ αυτής. (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73).
Σε κάθε περίπτωση ένα Δικαστήριο ενεργεί και αποφασίζει επί των δεδομένων της ενώπιον του υπόθεσης. Τα γεγονότα, τα οποία δικαστικώς αξιολογούμενα θα οδηγήσουν στα ευρήματα του Δικαστηρίου, αποτελούν το στερεό βάθρο επί των οποίων το Δικαστήριο επιθέτει τη νομική πτυχή του ζητήματος. Παρατηρείται, εδώ, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία δεν προέβηκε σε ευρήματα, ούτε ακόμη και επί εκείνης της υπόλοιπης περιφερειακής μαρτυρίας, αν και συνάγεται από τη δομή της σχετικά σύντομης απόφασης, ότι αυτή η μαρτυρία έγινε δεκτή. Αναμφιβόλως, όμως, δεν προέβηκε σε πλήρη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δρ. Καριόλου, ούτε εξήχθησαν εξ αυτής ορθά ευρήματα. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό λάθος πρωτοδίκως κατά τρόπο που η μαρτυρία αυτή να έχει κριθεί σταχυολογικά και μόνο, χωρίς να αναζητηθεί και εντοπισθεί η ουσία της. Αυτό, μάλιστα, παρά την καταγραφείσα ταυτόχρονη θέση του Δικαστηρίου ότι «…. ο άμεσος, προσεκτικός, μεθοδικός, αναλυτικός και πολύ κατατοπιστικός λόγος του Δρ. Μ. Καριόλου δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία πως όλες οι ενέργειες που εδώ ενδιαφέρουν υπήρξαν επιμελείς και σύμφωνες με όσα η επιστήμη του ορίζει.».
Αυτή η πρωτόδικη θέση δεν μετουσιώθηκε όμως σε πράξη, ούτε είχε ανάλογη επίπτωση. Έτσι, παραγνωρίστηκαν τα εξής δεδομένα: (i) ότι το γενετικό υλικό ήταν του εφεσίβλητου σε βαθμό μάλιστα που στατιστικώς η πιθανότητα να μην ανήκε σ’ αυτόν ήταν μόνο μια στα 282 πεντάκις εκατομμύρια, δηλαδή, η πιθανότητα αυτή ήταν πρακτικώς και νομικώς μη συζητήσιμη, (ii) το γενετικό υλικό ήταν πολύ καλής ποιότητας και επαρκούς ποσότητας με ουσιαστικά αποκλειστικό δότη τον εφεσίβλητο, (iii) η εναπόθεση του γενετικού αυτού υλικού ήταν άμεση, (iv) ότι η έμμεση μεταφορά, τόσο στα δεδομένα της υπόθεσης, όσο και από την πείρα του Δρ. Κα[*536]ριόλου που απέκτησε από την πολύχρονη εξέταση γενετικών προφίλ επί διαφόρων αντικειμένων για σκοπούς πάντοτε αστυνομικών υποθέσεων, είχε πρακτικώς αμελητέες πιθανότητες, (v) ότι ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της εναπόθεσης και της επιστημονικής ανίχνευσης του γενετικού προφίλ του εφεσίβλητου ήταν σύντομος, (vi) δεν είχε μεσολαβήσει για την εναπόθεση αυτή άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, αλλά υπήρξε απευθείας επαφή χεριού με το αντικείμενο και (vii) ουδείς άλλος από το προσωπικό της εταιρείας είχε αγγίξει οτιδήποτε ακολουθώντας τις σχετικές προς τούτο οδηγίες της αστυνομίας.
Όλα τα πιο πάνω αναντίλεκτα στοιχεία έπρεπε να κατευθύνουν τη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς την αντίθετη κατάληξη. Το Δικαστήριο απομόνωσε το ενδεχόμενο έμμεσης μεταφοράς του γενετικού υλικού, το οποίο όμως ο ίδιος ο Δρ. Καριόλου ουσιαστικά απέκλεισε δίδοντας σ’ αυτό πολύ μικρή πρακτική πιθανότητα, αφού όπως εξήγησε κατά κόρον, η επαφή ήταν άμεση, χέρι με αντικείμενο, αφήνοντας και πολύ καλής ποιότητας και επαρκούς ποσότητας γενετικό υλικό. Προσεκτική δε εξέταση της μαρτυρίας του Δρ. Καριόλου αποκαλύπτει ότι η μεγάλη επιφύλαξη στην οποία αναφέρθηκε αφορούσε μάλλον το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα της εναπόθεσης, παρά την αμεσότητα της επαφής, ενώ το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού ως αιτιολογία της αθωωτικής του κατάληξης, ενώ πλειστάκις ο Δρ. Καριόλου με θετικό τρόπο κατάθεσε ότι η επαφή ήταν άμεση.
Υπήρχε λοιπόν στα δεδομένα της υπόθεσης ικανή περιστατική μαρτυρία που διασύνδεε τον εφεσίβλητο με τα υπό κρίση αδικήματα αφού αποδείκνυαν την παρουσία του στο χώρο, σ’ αντίθεση με τα όσα ο ίδιος, έστω ανώμοτα, ανέφερε. Ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες, ούτε με σενάρια που ευφάνταστα μπορεί να προωθήσει η υπεράσπιση, όπως έγινε εδώ, όπου υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση, η θεωρία ότι αν ο εφεσίβλητος είχε δίδυμο αδελφό ή συγγενικό πρόσωπο, δυνατόν το ανευρεθέν γενετικό υλικό να μην ήταν του εφεσίβλητου, στην οποία υποβολή ο Δρ. Καριόλου απάντησε ότι αυτό θα ίσχυε μόνο αν ο εφεσίβλητος είχε μονοζυγοτικό δίδυμο αδελφό και όχι για άλλο συγγενικό πρόσωπο. Σενάριο, βεβαίως, που έμεινε στη σφαίρα της εικασίας εφόσον ούτε ο ίδιος ο εφεσίβλητος στην ανόμωτη του δήλωση δεν είπε ότι έχει δίδυμο αδελφό, ούτε άλλη μαρτυρία δόθηκε προς τούτο. Όπως λέχθηκε και στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, οι:
[*537]«…. διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, άλλως πως τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες, ως προς τα συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιον τους και αυτό δεν είναι το έργο του Δικαστηρίου.».
Σχετική είναι και η πιο πρόσφατη απόφαση στην Ανδρέας Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, όπου λέχθηκε ότι:
«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.»
Στην Αθηνής επίσης λέχθηκε ότι η μαρτυρία πρέπει να εκτιμάται στο σύνολο της και όχι τεμαχισμένα. Το απόλυτο δικαίωμα του εφεσίβλητου να επιλέξει, μετά που κλήθηκε σε απολογία (η υπεράσπιση δεν πρόβαλε καν εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση), να προβεί σε ανόμωτη δήλωση και να μην καλέσει μάρτυρες, άφησε τα πράγματα ως είχαν κατά το κλείσιμο της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή και με την τεκμηριωμένη επιστημονική θέση του Δρ. Καριόλου, αλώβητη.
Η διασύνδεση πρωτοδίκως της υπόθεσης με την απόφαση στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ήταν ατυχής διότι τα δεδομένα εκεί ήταν πολύ διαφορετικά, εφόσον ο δράστης της ληστείας σε τράπεζα, στο πάγκο του ταμείου της οποίας εντοπίστηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντος, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας έφερε μαύρη κουκούλα, φορούσε μεγάλα γυαλιά με φακούς καθρέφτη χρώματος μπλε βαθύ, καθώς και μαύρα γάντια. Ο εφεσείων, το γενετικό υλικό του οποίου ταυτίστηκε με αυτό στον πάγκο, ήταν αποδεδειγμένα πελάτης της τράπεζας, είχε κάμει την τελευταία του συναλλαγή εκεί προ πενταμήνου, ο πάγκος δεν καθαριζόταν κατ’ ανάγκην από την καθαρίστρια καθ’ ολοκληρίαν, ενώ η εναπόθεση του γενετικού υλικού ήταν δυνατή μόνο με έμμεση μεταφορά από τα επιμολυσμένα με το υλικό ρούχα ή γάντια του δράστη. Στα δε[*538]δομένα εκείνα ενώ ήταν δυνατή η διασύνδεση του εφεσείοντα με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στον πάγκο, δεν ήταν επιτρεπτό και το ταυτόχρονο συμπέρασμα ότι το υλικό εναποτέθηκε κατά τη διάρκεια της ληστείας από τον εφεσείοντα ώστε αυτός να ταυτιζόταν με το δράστη.
Όπως επαναβεβαιώθηκε και εντελώς πρόσφατα στη Σωτήρης Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485, η περιστατική μαρτυρία πρέπει απαραιτήτως να συνδέει αιτιωδώς και άμεσα τον κατηγορούμενο όταν «…. τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του.». Όπως και στη Μιχαήλ – ανωτέρω –, η ταύτιση γενετικού υλικού που βρέθηκε στο χερούλι της πόρτας οχήματος που παραβιάσθηκε, με τον εφεσείοντα, καθώς και η μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού στην εσωτερική πλευρά της δεξιάς πόρτας, για το οποίο δεν αποκλειόταν ο εφεσείων να ήταν δότης, δεν επαρκούσαν για να θεμελιώσουν καταδίκη εφόσον, όπως αποφασίστηκε, πέραν της ταύτισης του και της ένδειξης παρουσίας του κοντά στο όχημα, δεν αποδείκνυε και τον τόπο και χρόνο της παρουσίας αυτής.
Όπως εξηγήθηκε αναλυτικά ανωτέρω, τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης είναι διαφορετικά. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση καταδικαστική κρίνοντας τον εφεσίβλητο ένοχο σε αμφότερες τις κατηγορίες.
Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης και κράτησης του εφεσίβλητου, το δε Πρωτοκολλητείο θα μεριμνήσει ώστε το Εφετείο να ενημερωθεί αμέσως ως προς την επιτευχθείσα σύλληψη, ορίζοντας ενώπιον του την υπόθεση στην αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα για τα περαιτέρω.
Η έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο