Alam Alam ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 539

(2010) 2 ΑΑΔ 539

[*539]12 Nοεμβρίου, 2010

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ALAM ALAM,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 101/2010)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή Επαρχιακού Δικαστηρίου για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την ημερομηνία της δίκης του λόγω της ύπαρξης κινδύνου μη προσέλευσής του στη δίκη ― Έφεση εναντίον σχετικής διαταγής ― Απορρίφθηκε, η διαταγή για κράτηση κρίθηκε δικαιολογημένη ενόψει της απουσίας ύπαρξης δεσμών του κατηγορουμένου με την Κύπρο και της πιθανότητας εγκατάλειψης από αυτόν του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω των κατεχομένων.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες για παράνομη παραμονή και παράνομη απασχόληση στη Δημοκρατία διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημέρα της δίκης του και συγκεκριμένα από τις 18.6.2010 μέχρι τις 24.6.2010 που ορίστηκε η ακρόαση.

Ο εφεσείων, την ημέρα της δίκης του άλλαξε απάντηση και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση, αφού λήφθηκε υπ’ όψη στη ποινή φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε και η περίοδος κράτησής του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την διαταγή κράτησής του. Ο συνήγορος του εφεσείοντος στήριξε την ουσία της έφεσης ουσιαστικά στο αναιτιολόγητο της διαταγής του Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενόψει της εξέλιξης της υπόθεσης, η έφεση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διατηρεί το αντικείμενό της, δεδομένου ότι ουδέν όφελος μπορεί να προκύψει από την έκβασή της, έστω και αν το αποτέλεσμά της θα ήταν ευνοϊκό για τον εφεσείοντα, δεδομένου ότι η [*540]περίοδος για την οποία διετάχθη η κράτησή του, έχει λογισθεί για σκοπούς φυλάκισής του.

2.  Το Δικαστήριο ορθώς έδωσε σημασία σε δύο παράγοντες κατά την έκδοση της σχετικής διαταγής, ήτοι, στην έλλειψη δεσμών του εφεσείοντος με την Κύπρο και στην πιθανότητα εγκατάλειψης από αυτόν του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω των κατεχομένων, σε σχέση με την εξασφάλιση της παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου.

3.  Η υπόθεση Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603, την οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος πόρρω απέχει από την εκδικαζόμενη υπόθεση ως προς το θέμα κράτησης του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση ουδόλως εβασίσθη στο γεγονός ότι υπάρχει παράνομη παραμονή βάσει της ίδιας της κατηγορίας.

4.  Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε στη βάση των ορθών παραγόντων οι οποίοι καθιερώθηκαν από τη σχετική νομολογία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603,

Νικολάου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 6361/10), ημερομηνίας 18/6/2010, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στις 24/6/10.

Σ. Ζανούπας, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αριστείδης, για την Εφεσίβλητη.

Ex tempore

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

[*541]ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: H ενώπιον μας έφεση αφορά την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση του Εφεσείοντα - Κατηγορούμενου σε ποινική υπόθεση μέχρι την ημέρα της δίκης του και συγκεκριμένα από τις 18.6.2010 μέχρι τις 24.6.2010 που ορίστηκε η ακρόαση. Οι κατηγορίες αφορούσαν παράνομη παραμονή και παράνομη απασχόληση στη Δημοκρατία. Εφ’ όσον εζητήθη η κράτηση εκ μέρους της Αστυνομίας και εξηγήθησαν οι λόγοι στους οποίους εβασίζετο το αίτημα, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα έφερε ένσταση, όπως ανέφερε, για τους όρους. Αναφέρεται συγκεκριμένα στα πρακτικά ότι «Εντιμότατε θα διαφωνήσω με τη συνάδελφο για τους όρους».  Προχωρεί όμως στο πρακτικό να γίνει αναφορά σε θέματα τα οποία αφορούν την όλη κράτηση ή απόλυση υπό όρους και αντιμετωπίζουμε τη θέση του ως αφορώσα ουσιαστικά ένσταση στην κράτηση. Ήταν με αυτό το πνεύμα που και το Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση καταλήγοντας ότι θα έπρεπε να διατάξει την κράτηση του.

Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε πριν ακούσουμε τον ευπαίδευτο συνήγορο επί της ουσίας, ως προς την εξέλιξη των πραγμάτων και δη κατά πόσο η ακρόαση είχε συμπληρωθεί όπως ορίστηκε και το αποτέλεσμά της. Πληροφορηθήκαμε ότι ο Εφεσείων τελικά άλλαξε απάντηση την ημέρα της δίκης του, κατεδικάσθη σε φυλάκιση και ότι ελήφθη υπ’ όψη στην ποινή φυλάκισης η οποία επεβλήθη και η περίοδος κράτησης του. Ως εκ τούτου εθέσαμε θέμα στον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Εφεσείοντα κατά πόσο η έφεση στερείτο πλέον αντικειμένου με την έννοια ότι η περίοδος της κράτησης του, έχοντας λογισθεί για σκοπούς της φυλάκισης, η οποία ασφαλώς δεν αμφισβητήθηκε προκύπτουσα από δική του παραδοχή, θα μπορούσε πλέον να διατηρείται ως αντικείμενο της παρούσας έφεσης κατά του διατάγματος κράτησης. Τα όσα αναφέρθησαν εκ μέρους του Εφεσείοντα δεν έχουν διαφοροποιήσει την εντύπωση την οποία είχε σχηματίσει το Δικαστήριο, ότι τίθεται σοβαρό θέμα για να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει πράγματι αντικείμενο της έφεσης.

Έχοντας ακούσει όσα ετέθησαν υπόψη μας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι σίγουρα δεν θα μπορούσε να θεωρείται ότι η έφεση αυτή διατηρεί το αντικείμενο της δεδομένου ότι ουδέν όφελος μπορεί να προκύψει από την έκβαση της έφεσης, έστω και αν το αποτέλεσμα της θα ήταν ευνοϊκό για τον Εφεσείοντα, δεδομένου ότι η περίοδος για την οποία διετάχθη η κράτηση του έχει λογισθεί για σκοπούς φυλάκισης του.

[*542]Δεν θα περιοριστούμε όμως σε αυτό, αλλά θα προχωρήσουμε να εκφράσουμε τη θέση μας επί της ουσίας της έφεσης η οποία εδράζεται ουσιαστικά στο αναιτιολόγητο της διαταγής του Δικαστηρίου.

Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ουσιαστικά ότι δεν εδόθη οποιαδήποτε αιτιολογία από το Δικαστήριο για την κράτηση και ότι με βάση τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να δικαιολογείτο η κράτηση. Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα της κράτησης με αναφορά στον κίνδυνο μη προσέλευσης του Εφεσείοντα στη δίκη του και ήταν με αναφορά σε αυτό που ελέχθη ότι η πιθανότητα μη προσέλευσης ήταν τέτοια ώστε να συνηγορεί υπέρ της κράτησης εφ’ όσον δεν υπήρχαν δεσμοί με την Κύπρο προκειμένου για αλλοδαπό πρόσωπο και υπήρχε η πιθανότητα εγκατάλειψης του εδάφους της Δημοκρατίας μέσω των κατεχομένων.

Σε αυτά τα θέματα είχαν επικεντρωθεί και τα αναφερθέντα κατά την τοποθέτηση των δύο πλευρών ως προς την εξασφάλιση της παρουσίας του Εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου και πιστεύουμε ότι ορθώς το Δικαστήριο έδωσε σημασία στα δεδομένα αυτά συναρτώντας τα προς τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψη στην τελική κρίση του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων της φύσης της κατηγορίας και της πιθανότητας καταδίκης. Είναι γεγονός ότι, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, η πιθανότητα καταδίκης δεν μπορεί να διαφανεί αφού δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου το μαρτυρικό υλικό, όμως το Δικαστήριο παρατήρησε ότι μπορούσε η ποινή να ήταν αρκετά σοβαρή και συγκεκριμένα ποινή φυλάκισης σε περίπτωση καταδίκης, έλαβε δε υπ’ όψη του ιδιαίτερα την έλλειψη δεσμών με την Κύπρο και την πιθανότητα εγκατάλειψης του εδάφους μέσω των κατεχομένων.

Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει στο σύνολο των παραγόντων που ελήφθησαν υπ’ όψη λανθασμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την παρέμβαση μας. Η αναφορά που έγινε από τον ευπαίδευτο συνήγορο στην υπόθεση Amirov ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603, στην οποία και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία ανεφέρθη για να την υποστηρίξει, θεωρούμε είναι εντελώς ατυχής και δεν αντιλαμβανόμαστε τη σχέση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ αυτής της απόφασης και της δικής μας υπόθεσης.  Εκείνο που ετονίσθη σε εκείνη την απόφαση ήταν το γεγονός ότι η ύπαρξη κατηγορίας για παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για τον οποίο να διαταχθεί η κράτηση αφού είναι επίδικο θέμα και δεν μπορεί να εκλαμβάνεται επομέ[*543]νως ως δεδομένο. Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης εκείνης η οποία πόρρω απέχει από την προκειμένη ως προς αυτό το θέμα. Το Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση ουδόλως εβασίσθη στο γεγονός ότι υπάρχει παράνομη παραμονή βάσει της ίδιας της κατηγορίας.

Η άλλη πτυχή η οποία ετέθη ενώπιον μας είναι σε σχέση με την υπόθεση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, όσον αφορά δηλαδή το θέμα των κριτηρίων που λαμβάνονται υπ’ όψη από το Δικαστήριο. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο ότι και βάσει της νομολογίας οι δεσμοί τους οποίους κάποιος έχει με την Κύπρο και η πιθανότητα να εγκαταλείψει την Κύπρο είναι ασφαλώς μεταξύ των δεδομένων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη και τα οποία το Δικαστήριο σταθμίζει για να αποφασίσει κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης ή όχι.

Δεν θα διαπιστώνετο λοιπόν βάσει αυτών αξία στην έφεση, η οποία και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο