Λαζάρου Παντελής και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633

(2010) 2 ΑΑΔ 633

[*633]21 Δεκεμβρίου, 2010

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2009)

(Σχ. με 178/2009)

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 178/2009)

(Σχ. με 172/2009)

TARDIOTA COSIMA,

Εφεσείουσα,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 172/2009, 178/2009)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση συνωμοσίας, εισαγωγής ναρκωτικών, ήτοι 9 κιλών και 803,9 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης, κατοχής και κατοχής της προαναφερθείσας ποσότητας των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων.

Ποινή ― Συνωμοσία ― Εισαγωγή ναρκωτικών, ήτοι 9 κιλών και 803,9 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης ― Κατοχή της ίδιας ποσότητας ναρ[*634]κωτικών με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα ― Εφεσείουσα μετέφερε τα ναρκωτικά από το εξωτερικό, καλά συσκευασμένα στη βαλίτσα της έναντι πρότασης για χρηματική αμοιβή ύψους 3.500, η οποία έγινε σε αυτή στο εξωτερικό από τρίτο πρόσωπο, με στόχο τη διοχέτευσή τους στην Κύπρο, συνεργαζόμενη με τον εφεσείοντα ο οποίος ήταν ο ιθύνων νους της όλης παράνομης επιχείρησης ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 5 ετών στην κατηγορία της συνομωσίας και 13 ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, και για τους δύο εφεσείοντες ― Επικύρωση της ποινής του εφεσείοντος ― Η ποινή της εφεσείουσας μειώθηκε σε 9 έτη σε κάθε μια από τις κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ενόψει του περιορισμένου ρόλου που αυτή διεδραμάτισε σε συσχετισμό με τις προσωπικές περιστάσεις της.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Συγκατηγορούμενοι ― Κατά πόσο υπήρχαν περιθώρια για διαφοροποίηση μεταξύ των ποινών που επιβλήθηκαν σε κάθε ένα από αυτούς σε υπόθεση εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εξουδετερώνει το στοιχείο της εξατομίκευσης της ποινής, το οποίο όμως σε περιπτώσεις εισαγωγής ναρκωτικών και κατοχής τους με σκοπό την προμήθεια, έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ― Δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ναρκωτικά ― Συγκατηγορούμενοι ― Συνωμοσία, εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ― Καταδίκη βασιζόμενη σε περιστατική μαρτυρία ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.

Απόδειξη ― Προτίμηση μαρτυρίας μαρτύρων κατηγορίας η οποία ερχόταν σε αντίθεση με μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας ― Κατά πόσο η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολό της είτε εν μέρει, νοουμένου ότι θα δοθεί επαρκής αιτιολογία με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης.

Ποινικός Κώδικας ― Συνωμοσία κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εκτός της ύπαρξης συμφωνίας [*635]περιλαμβάνει και το στοιχείο της πρόθεσης (mens rea).

Ναρκωτικά ― «Κατοχή» στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977, όπως τροποποιήθηκε ― «Κατοχή με σκοπό την προμήθεια» στα πλαίσια του ίδιου Νόμου ― Ποία η έννοιά τους.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Ναρκωτικά ― Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη από τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές.

Στις 3.11.2008 η εφεσείουσα αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας από τη Φραγκφούρτη, μεταφέροντας ποσότητα δέκα σχεδόν κιλών ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, καλά συσκευασμένη σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο της βαλίτσας της. Η εφεσείουσα γνώριζε ότι θα μετέφερε στην Κύπρο τα ναρκωτικά έναντι αμοιβής €3.500. Στο αεροδρόμιο Λάρνακας ανέμενε την εφεσείουσα με το ταξί του ο Μ.Κ.3 με σκοπό να την μεταφέρει στο ξενοδοχείο Aphrodite Hills, μετά από μήνυμα που πήρε στο κινητό του τηλέφωνο από κάποιο πρόσωπο το οποίο χρησιμοποίησε αγγλικό αριθμό. Μια ώρα περίπου αργότερα, ο εφεσείων επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μ.Κ.3, αναφέροντάς του ότι η γυναίκα στην οποία αναφερόταν το μήνυμα «ήταν γι’ αυτόν που ερχόταν», δηλαδή τον εφεσείοντα. Ο Μ.Κ.3, κατόπιν οδηγιών του εφεσείοντος προς αυτόν οι οποίες δόθηκαν τηλεφωνικώς, αντί να κατευθυνθεί προς το πιο πάνω ξενοδοχείο, κατευθύνθηκε αρχικά προς το χωριό Τίμη και στη συνέχεια προς το χωριό Νατά. Το ταξί ακολούθησαν διακριτικά αυτοκίνητα της ΥΚΑΝ. Σε κάποιο στάδιο της διαδρομής, ο εφεσείων θεάθηκε από το Μ.Κ.3, μέσα σε αυτοκίνητο μάρκας BMW μέσα στον κύριο δρόμο,  πίσω από το ταξί, μπροστά όμως από τα αυτοκίνητα της αστυνομίας που το ακολουθούσαν δίνοντας ταυτόχρονα οδηγίες στο Μ.Κ. 3 να συνεχίσει την πορεία του. Ο εφεσείων, οδηγούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζει τα αυτοκίνητα της αστυνομίας να πλησιάσουν το ταξί, δίδοντάς του έτσι την ευκαιρία να διαφύγει.

Οι πιο πάνω δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν. Τόσο ο εφεσείων στην έφεση 172/2009 (ο εφεσείων), όσο και η εφεσείουσα στην έφεση 178/2009 (η εφεσείουσα), κρίθηκαν ένοχοι από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου στις πιο κάτω τέσσερις κατηγορίες:

(α)   Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

(β)   Παράνομη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου και συγκεκριμένα, 9 [*636]κιλών και 803,9 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α), 30 και 31, Τάξεως Β, Μέρος ΙΙ και IV και Πρώτος Πίνακας του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως τροποποιήθηκε και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

(γ)   Παράνομη κατοχή του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 6(1)(2) του Πρώτου Πίνακα, Μέρος ΙΙ, 30, 31, 31Α και Τρίτου Πίνακα του Νόμου 29/77, όπως αυτός τροποποιήθηκε.

(δ)   Κατοχή της ίδιας ποσότητας του ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 5(1)(β), 6(1)(3), 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του Νόμου 29/77, όπως αυτός τροποποιήθηκε.

     Στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 ετών στην κατηγορία της συνομωσίας, 13 ετών στην κατηγορία της παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου και 13 ετών στην κατηγορία κατοχής της ίδιας ποσότητας ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα.

     Ο εφεσείων με την έφεση 172/2009 εφεσιβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και τις ποινές που του επιβλήθηκαν. Η εφεσείουσα με την έφεση 178/2009 αμφισβητεί την ορθότητα του ύψους της ποινής που της επιβλήθηκε.

Έφεση υπ’ αρ.172/2009

Έφεση εναντίον της καταδίκης.

Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1) Η αξιολόγηση των μαρτύρων Μ.Κ.6, 8 και 14 είναι εσφαλμένη. Ο Μ.Κ.6 είναι ο Τουρκοκύπριος Λοχίας των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας ο οποίος συνέλαβε τον εφεσείοντα δυνάμει δικαστικού εντάλματος στο οδόφραγμα του Περγάμους αργά το βράδυ της 3.11.2008. Οι Μ.Κ.8 και 14 είναι τα μέλη της ΥΚΑΝ τα οποία επέβαιναν υπηρεσιακών αυτοκινήτων και συμμετείχαν στην παρακολούθηση του ταξί και τα οποία αναγνώρισαν τον εφεσείοντα «όταν κατόρθωσαν να προσπεράσουν το BMW» εντός του χωριού Νατά.

[*637]2)      Η προσέγγιση της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 από το Κακουργιοδικείο είναι εσφαλμένη. Υποστηρίχθηκε συναφώς πως το Δικαστήριο δεν εδικαιούτο υπό τας περιστάσεις της υποθέσεως και σύμφωνα με την νομολογία να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού και να βασίσει επ’ αυτής την καταδίκη του εφεσείοντος, κατ’ αντίθεση προς την νομολογία η οποία επιτρέπει την χρησιμοποίηση μέρους μαρτυρίας, εάν το μέρος αυτό εναρμονίζεται προς την υπόλοιπη μαρτυρία.

3) Είναι εσφαλμένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι «ο εφεσείων ήταν ένοχος των αδικημάτων του κατηγορητηρίου και με βάση την ενώπιόν του περιστατική μαρτυρία». Η δε απόφαση του Κακουργιοδικείου «πάσχει λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και ως εκ του λόγου τούτου είναι μη ασφαλής και μη ικανοποιητική (unsafe and unsatisfactory)».

4) «Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής είναι μολυσμένη ευθύς από την αρχή σε τέτοιο σημείο που κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταδικάσει κατηγορούμενο πρόσωπο χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία η οποία να ενοχοποιεί τον εφεσείοντα αφ’ εαυτής».

5) Δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της συνωμοσίας και εισαγωγής, ως και κατοχής, ναρκωτικών και ως εκ τούτου εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντος για τα αδικήματα αυτά. Επίσης, το Κακουργιοδικείο «υπήγαγε πραγματικά γεγονότα ανύπαρκτα σε βάρος του εφεσείοντα», ενώ παράλληλα ενεργούσε υπό νομική πλάνη όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου.

     Η Υπεράσπιση υποστήριξε συναφώς ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι τρωτή γιατί η μαρτυρία του Μ.Κ.3 θα έπρεπε να είχε προσεγγιστεί με τις επιφυλάξεις εκείνες που η νομολογία επιβάλλει για την αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού / συναυτουργού ή μάρτυρα με ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσει.

6) Σημειώθηκε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Κ.8 και 14 έχοντας υπόψη ότι αυτοί ήσαν αυτόπτες μάρτυρες που βίωσαν τα γεγονότα, και ορθά την προτίμησε [*638]εκεί που ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και 5, η οποία επί της συγκεκριμένης πτυχής των γεγονότων, συνιστούσε καθαρά εξ ακοής μαρτυρία. Η αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας των εν λόγω δύο μαρτύρων, συνάδει πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές που τέθηκαν στην πολύ γνωστή υπόθεση R. v. Turbull [1976] 63 Cr. App. Rep. 132.

     Το Κακουργιοδικείο ορθά απέρριψε το άλλοθι του εφεσείοντος το οποίο ο τελευταίος ήγειρε για πρώτη φορά κατά την ακρόαση της υπόθεσης.

2.  Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο, στην περίπτωση μας το Κακουργιοδικείο, έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισής του. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης.

     Στην προκείμενη περίπτωση το περιεχόμενο των καταθέσεων του Μ.Κ.3 στην Αστυνομία, με την υιοθέτησή του από το μάρτυρα ενόρκως ως μέρος της κύριας εξέτασής του, κατέστη μαρτυρία και συνεπώς μέρος του αποδεικτικού υλικού υποκείμενου σε αξιολόγηση.

     Κάτω από τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 και ο τρόπος προσέγγισής της από το Κακουργιοδικείο συνάδει με τις καθιερωμένες αρχές.

3.  Είναι ορθό το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου με βάση το οποίο οδηγήθηκε στα περί ενοχής του εφεσείοντος συμπεράσματά του τόσο σε σχέση με το αδίκημα της συνωμοσίας όσο και σε σχέση με το αδίκημα της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα.

4.  Υπήρχε στην προκείμενη περίπτωση επαρκής περιστατική μαρτυρία η οποία όχι μόνο συμβιβάζετο με την ενοχή του εφεσείοντος αλλά και δεν συμβιβάζετο με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος.

5.  Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος περί παραβίασης του δικαιώματός του να τύχει δίκαιης δίκης γιατί «οι ανακριτικές αρχές παρέλει[*639]ψαν να προβούν σε πλήρη και αμερόληπτη εξέταση των διαφόρων στοιχείων και περιστατικών τα οποία περιβάλλουν την υπόθεση με αποτέλεσμα να ευρίσκεται ο εφεσείων εις δυσμενή θέση κατά τρόπον ανεπίτρεπτο σύμφωνα με τις αρχές δικαίου που αφορούν την έννοια της δίκαιης δίκης (fair trial)» δεν έχουν τεκμηριωθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

     Έφεση εναντίον της ποινής.

     Οι έμποροι των ναρκωτικών θα πρέπει να τιμωρούνται με αποτρεπτικές ποινές ενόψει της έξαρσης των αδικημάτων κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα αφού τα αδικήματα αυτά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα του κοινωνικού ιστού, επιφέροντας ολέθριες επιπτώσεις. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας, όπως ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση.

     Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εξουδετερώνει βέβαια το στοιχείο της εξατομίκευσης της ποινής, το οποίο όμως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

     Η επιβληθείσα ποινή είναι μεν αυστηρή, όμως δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωσή της.

     Έφεση υπ’ αρ.178/2009 εναντίον της ποινής.

     Ο περιορισμένος σε σύγκριση με το ρόλο του εφεσείοντος στην έφεση 172/2009 ρόλος της εφεσείουσας, σε συνδυασμό με τις προσωπικές της περιστάσεις όπως αυτές αναδύονται από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, δικαιολογούν τη διαφοροποίηση μεταξύ της ποινής της και της ποινής του εφεσείοντος. Οι ορθές ποινές στη δική της περίπτωση σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 4 θα ήταν οι ποινές φυλάκισης των 9 ετών οι οποίες και θα συντρέχουν με την ποινή φυλάκισης των 5 ετών η οποία επιβλήθηκε σε αυτήν στην κατηγορία της συνωμοσίας.

Η έφεση 172/2009 απορρίφθηκε. Η έφεση 178/2009 επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

[*640]Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653,

Παπαμιλτιάδους ν. Ιωάννου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1320,

Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 254,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

R. v. Pestano a.o. [1981] Crim. L.R. 397,

R. v. Turbull [1976] 63 Cr. App. Rep. 132,

Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,

Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336,

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24,

Ρόπας ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

R. v. Beck [1982] 1 All E.R. 807,

Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256,

Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134,

R. v. Thompson, 50 Cr. App. R. 1.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Χαραλάμπους, Π.Ε.Δ., Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ., Ματθαίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14550/08), ημερο[*641]μηνίας 7/8/2009 και 11/8/2009.

Ε. Ευσταθίου με Π. Φιλίππου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 172/2009.

Χ. Φωτίου, για την Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση 178/2009.

Α. Χ” Κύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν. Τόσο ο εφεσείων στην έφεση 172/2009 (ο εφεσείων), όσο και η εφεσείουσα στην έφεση 178/2009 (η εφεσείουσα), κρίθηκαν ένοχοι από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου στις πιο κάτω τέσσερις κατηγορίες:

(α) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσείων μαζί με τη συγκατηγορούμενη του, εφεσείουσα στην έφεση 178/2009, συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν τα αδικήματα, αντικείμενο των κατηγοριών 2 - 4 (1η κατηγορία).

(β) Παράνομη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου και συγκεκριμένα, 9 κιλών και 803,9 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α), 30 και 31, Τάξεως Β, Μέρος ΙΙ και IV και Πρώτος Πίνακας του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, στις 3/11/2008, ο εφεσείων μαζί με την εφεσείουσα στην έφεση 178/2009 παράνομα εισήγαγαν στην Κύπρο, μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας τη συγκεκριμένη ποσότητα ελεγχόμενου φαρμάκου (2η κατηγορία).

(γ) Παράνομη κατοχή του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 6(1)(2) του Πρώτου Πίνακα, Μέρος ΙΙ, 30, 31, 31Α και Τρίτου Πίνακα του Νόμου 29/77, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε (3η κατηγορία) και

[*642](δ) Κατοχή της ίδιας ποσότητας του ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 5(1)(β), 6(1)(3), 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του Νόμου 29/77, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε (4η κατηγορία).

Στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 5 ετών στην 1η κατηγορία, 13 ετών στη 2η κατηγορία και 13 ετών στην 4η κατηγορία. Οι ποινές να συντρέχουν. Δεν επιβλήθηκε ποινή στην 3η κατηγορία.

Ο εφεσείων με την έφεση 172/2009 εφεσιβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και τις ποινές που του επιβλήθηκαν. Η εφεσείουσα με την έφεση 178/2009 αμφισβητεί την ορθότητα του ύψους της ποινής που της επιβλήθηκε. Δεν αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης της.

Τρίτο πρόσωπο το οποίο αντιμετώπιζε την κατηγορία της συνέργειας μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 23 και 24 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (6η κατηγορία), αθωώθηκε μετά που κρίθηκε ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του. Για τον ίδιο λόγο το Κακουργιοδικείο αθώωσε και την εφεσείουσα στην κατηγορία της κατοχής σκευών κατασκευασμένων ή προσαρμοσμένων για χρήση σε σχέση με κάπνισμα κάνναβης κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε (5η κατηγορία).

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατέθεσαν συνολικά 15 μάρτυρες κατηγορίας, η εφεσείουσα και ένας μάρτυρας για λογαριασμό του εφεσείοντα. Ο εφεσείων όταν κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του επέλεξε να κάμει χρήση του δικαιώματος του να προβεί σε ανώμοτη δήλωση.

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, όπως την συνόψισε το Κακουργιοδικείο στη σελ. 2 της απόφασής του, έχει ως εξής:

Στις 3.11.08 και περί ώρα 17.00 κλιμάκιο της ΥΚΑΝ Αρχηγείου μετέβη στο αεροδρόμιο Λάρνακας κατόπιν πληροφορίας, ότι την ίδια ημέρα πρόσωπο προερχόμενο από ευρωπαϊκή χώρα θα αφικνείτο στην Κύπρο έχοντας στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Περί ώρα 19.30 κατέφθασε η [*643]πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών CY377 από τη Φρανκφούρτη. Με την εν λόγω πτήση αφίχθη η κατηγορούμενη 2 η οποία θεωρήθηκε ύποπτη και σαν το πρόσωπο που κατείχε την άγνωστη ποσότητα ναρκωτικών, εισήλθε σε ταξί και ανεχώρησε από το αεροδρόμιο ενώ πλειάδα οχημάτων της ΥΚΑΝ την παρακολουθούσε για να εντοπίσει και το πρόσωπο στο οποίο θα παρέδιδε τα ναρκωτικά. Παρά το χωρίο Νατά το ταξί που μετέφερε την κατηγορούμενη 2 ανεκόπη, ερευνήθη και στην αποσκευή με τα προσωπικά αντικείμενα της κατηγορούμενης 2 ανευρέθηκε ποσότητα δέκα σχεδόν κιλών ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Κατά τη διαδρομή αυτή αυτοκίνητο τύπου BMW με αριθμούς εγγραφής ΚΚΑ623, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, παρενεβλήθη μεταξύ του ταξί που μετέφερε την κατηγορούμενη 2 και των οχημάτων των μελών της ΥΚΑΝ που την παρακολουθούσαν εμποδίζοντας κατά τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής τα μέλη της ΥΚΑΝ να πλησιάσουν το ταξί δίδοντας έτσι ευκαιρία σε αυτό να διαφύγει. Εντός του χωρίου Νατά σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής, δύο οχήματα της ΥΚΑΝ κατάφεραν να προσπεράσουν το αυτοκίνητο τύπου BMW ενώ το τελευταίο αφού έκαμε απότομη επαναστροφή εξαφανίστηκε. Ήταν ο ισχυρισμός των μελών της ΥΚΑΝ Αρχηγείου που διεξήγαγε αυτή την επιχείρηση ότι είδαν και ανεγνώρισαν σαν οδηγό του οχήματος τύπου BMW τον κατηγορούμενο 1. Με βάση αυτά τα γεγονότα που στηρίζονται στους ισχυρισμούς και τη μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή διατυπώθησαν οι πιο πάνω κατηγορίες εναντίον του Κατηγορούμενου 1 και της κατηγορούμενης 2.”

Οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου

Τα ουσιώδη γεγονότα όπως έγιναν αποδεκτά από το Κακουργιοδικείο μετά από παράθεση, σχολιασμό και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, έχουν ως πιο κάτω.

Η εφεσείουσα στις 3/11/2008 αφίχθηκε αεροπορικώς με την πτήση CY377 από τη Φρανκφούρτη στο αεροδρόμιο Λάρνακας, μεταφέροντας την ποσότητα των ναρκωτικών, αντικείμενο του κατηγορητηρίου. Τα ναρκωτικά, όπως εκ των υστέρων διεφάνη, ήταν καλά συσκευασμένα σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο της βαλίτσας της. Η πρόταση για μεταφορά των ναρκωτικών, την οποία η εφεσείουσα απεδέχθη έναντι της χρηματικής αμοιβής των €3.500, έγινε στην εφεσείουσα στο εξωτερικό, από τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα από κάποιο Κάρλος. Η εφεσείουσα γνώριζε από την πρώ[*644]τη στιγμή ότι θα μετέφερε στην Κύπρο ναρκωτικά.

Προτού αναχωρήσει για την Κύπρο της λέχθηκε ότι «κάποιος θα την ανέμενε για να την παραλάβει και να την μεταφέρει στον προορισμό της και προς τούτο της εδόθη και συγκεκριμένος αριθμός τηλεφώνου για να επικοινωνήσει και την εν λόγω αποσκευή θα την παρέδιδε σε κάποιο Παντελή».

Την ίδια μέρα, γύρω στις 5.00 το απόγευμα, κλιμάκιο της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) του Αρχηγείου Αστυνομίας, σε γνώση της οποίας είχαν περιέλθει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες πρόσωπο προερχόμενο από ευρωπαϊκή χώρα θα αφικνείτο στην Κύπρο το βράδυ της 3/11/2008, έχοντας μαζί του μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, μετέβη στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Γύρω στις 7.30 αφίχθηκε στην Κύπρο με πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών από την Φρανκφούρτη η εφεσείουσα. Επειδή η εφεσείουσα θεωρήθηκε ύποπτη και σαν το πρόσωπο που μετέφερε τα ναρκωτικά, με την άφιξη της τέθηκε υπό παρακολούθηση με σκοπό τη διακρίβωση του τελικού προορισμού των ναρκωτικών και τον εντοπισμό του παραλήπτη τους.

Στο αεροδρόμιο ανέμενε την εφεσείουσα με το ταξί του ο Μάριος Χαραλάμπους (Μ.Κ. 3), κρατώντας πινακίδα με το όνομα Tina Aphrodite Hills. Ο Μ.Κ. 3 μετέβη στο αεροδρόμιο μετά που πήρε μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο του στις 12.23 το μεσημέρι της ίδιας μέρας, από τον αγγλικό αριθμό 00447931157390, ότι μια γυναίκα με το όνομα Tina θα έφθανε στο αεροδρόμιο Λάρνακας και του ζητούσε όπως την παραλάβει από το αεροδρόμιο η ώρα 8.00 μ.μ. και να την μεταφέρει στο ξενοδοχείο Aphrodite Hills, στο οποίο είχε διαμείνει και τον προηγούμενο χρόνο. Μια ώρα περίπου μετά που ο Μ.Κ. 3 έλαβε το συγκεκριμένο μήνυμα, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του εφεσείων, ο οποίος του ανέφερε ότι η γυναίκα στην οποία αναφερόταν το μήνυμα «ήταν γι’ αυτόν που ερχόταν», δηλαδή τον εφεσείοντα.

Η εφεσείουσα αφού συνάντησε στο αεροδρόμιο το Μ.Κ. 3, επιβιβάστηκε στο ταξί του τελευταίου, το οποίο αναχώρησε, με οδηγό το μάρτυρα, για το ξενοδοχείο Aphrodite Hills στην Πάφο. Το ταξί ακολουθούσαν διακριτικά, αυτοκίνητα της ΥΚΑΝ. Ελάχιστο χρόνο μετά την αναχώρηση του ταξί από το αεροδρόμιο Λάρνακας, ο εφεσείων με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου του και χρησιμοποιώντας κάρτα so easy, επικοινώνησε τηλεφωνικά με το Μ.Κ. 3, από τον οποίο και ζήτησε να πληροφορηθεί «πού ευρίσκοντο».

[*645]Με οδηγίες του εφεσείοντα, οι οποίες δόθηκαν στο Μ.Κ. 3 τηλεφωνικά, λίγο πριν το ξενοδοχείο Aphrodite Hills, ο τελευταίος, αντί να κατευθυνθεί προς το εν λόγω ξενοδοχείο, κατευθύνθηκε αρχικά προς το χωριό Τίμη και στη συνέχεια προς το χωριό Νατά. Σε κάποιο στάδιο της διαδρομής και συγκεκριμένα έξω από το χωριό Αγία Βαρβάρα, ο εφεσείων θεάθηκε από το Μ.Κ. 3, μέσα σε αυτοκίνητο μάρκας BMW, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Μόλις το ταξί προσπέρασε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο εφεσείων, ο τελευταίος οδήγησε το αυτοκίνητο BMW μέσα στον κύριο δρόμο, πίσω από το ταξί, μπροστά όμως από τα αυτοκίνητα της αστυνομίας που το ακολουθούσαν δίνοντας ταυτόχρονα οδηγίες στο Μ.Κ. 3 να συνεχίσει την πορεία του.

Κοντά στο χωριό Νατά, ο Μ.Κ. 3 ο οποίος είχε στο μεταξύ, αντιληφθεί αριθμό αυτοκινήτων να τον ακολουθούν, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον εφεσείοντα, από τον οποίο και ζήτησε να πληροφορηθεί «τι γίνεται». Ο εφεσείων του είπε «προχώρα μη σταματήσεις και θα τους κόψω εγώ το δρόμο». Παράλληλα, ο εφεσείων έδωσε οδηγίες στο Μ.Κ.3 όπως σβήσει από το κινητό τηλέφωνο του τον αριθμό τηλεφώνου από τον οποίο επικοινώνησε μαζί του ο εφεσείων, πράγμα που ο Μ.Κ. 3 έκαμε.

Ενώ ο εφεσείων οδηγούσε μεταξύ των αυτοκινήτων της ΥΚΑΝ και του ταξί του Μ.Κ. 3, έγινε αντιληπτός από το μάρτυρα «να πατά απότομα τα στόπερ για να καθυστερήσει τα αυτοκίνητα που τον ακολουθούσαν». Συνιστά διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων οδηγώντας με το συγκεκριμένο τρόπο, εμπόδιζε τα αυτοκίνητα της αστυνομίας να πλησιάσουν το ταξί, δίδοντας του έτσι την ευκαιρία να διαφύγει.

Επειδή ο Μ.Κ. 3 δεν γνώριζε τι συνέβαινε, μόλις εξήλθε του χωριού Νατά, αφού σταμάτησε, στη συνέχεια επιχείρησε να κάμει επαναστροφή οπόταν και συγκρούστηκε με άλλο αυτοκίνητο, γεγονός που τον ανάγκασε να σταματήσει. Στο μεταξύ ήλθαν στη σκηνή και άλλα αυτοκίνητα. Σε όλα επέβαιναν άνδρες της αστυνομίας. Ακολούθησε η έρευνα του ταξί και ο εντοπισμός των ναρκωτικών, αντικείμενο των κατηγοριών για τις οποίες ο εφεσείων και η εφεσείουσα, κρίθηκαν ένοχοι, μέσα στην αποσκευή της εφεσείουσας.

Σύμφωνα πάντα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, το BMW που οδηγούσε ο εφεσείων το συγκεκριμένο βράδυ, έφερε τον αριθμό εγγραφής ΚΚΑ 623 και «κατείχετο ουσιαστικά», σύμφωνα [*646]με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, από την οικογένεια του εφεσείοντα, η οποία σε δύο περιπτώσεις είχε καταβάλει τις δόσεις ενοικιαγοράς του. Ο εφεσείων, ο οποίος διέφυγε οδηγώντας το BMW, το οποίο ουδέποτε ανευρέθη, εντοπίστηκε και συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος, αργότερα το ίδιο βράδυ και συγκεκριμένα η ώρα 23.46 στο οδόφραγμα του Περγάμους ενώ επιχειρούσε να περάσει στα κατεχόμενα και συγκεκριμένα να μεταβεί στο κατεχόμενο αεροδρόμιο Τύμπου. Στην κατοχή του εντοπίστηκε το διαβατήριο του και το ποσό των €6.000.

Τέλος, συνιστά διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι τον εφεσείοντα αναγνώρισαν ως τον οδηγό του BMW που παρενεβλήθη μεταξύ των αυτοκινήτων της ΥΚΑΝ και του ταξί του Μ.Κ. 3, τα μέλη της ΥΚΑΝ, Μ.Κ. 8 και Μ.Κ. 14, τα οποία επέβαιναν υπηρεσιακών αυτοκινήτων που συμμετείχαν στην παρακολούθηση του ταξί και τα οποία αναγνώρισαν τον εφεσείοντα «όταν κατόρθωσαν να προσπεράσουν το BMW» εντός του χωριού Νατά.

Η έφεση 172/2009, εναντίον της καταδίκης

Η δομή της πρωτόδικης απόφασης

Στη συγγραφή της πρωτόδικης απόφασης υιοθετήθηκε από το Κακουργιοδικείο η πιο κάτω δομή.

Το Κακουργιοδικείο αφού παρέθεσε λεπτομέρειες των κατηγοριών που ο εφεσείων αντιμετώπιζε, προέβη σε ευρήματα στη βάση του περιεχομένου των παραδεκτών γεγονότων. Λεπτομέρειες των παραδεκτών γεγονότων, παρατίθενται στην απόφασή του. Στη συνέχεια, συνόψισε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της ένορκης μαρτυρίας της εφεσείουσας και παρέθεσε αυτούσια την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα. Ακολούθως καταπιάστηκε με τη νομική πτυχή της υπόθεσης και με αναφορά σε σχετική νομολογία σκιαγράφησε το νομικό πλαίσιο που την διέπει. Ακολούθησε η αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας, η καταγραφή των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου και η υπαγωγή των γεγονότων, όπως αυτά διαπιστώθηκαν, στο νομικό πλαίσιο που διέπει την υπόθεση.

Υπόβαθρο της καταδικαστικής απόφασης συνιστά ουσιαστικά η μαρτυρία των Μ.Κ. 3, 8, 14 και της εφεσείουσας. Η μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 14 αξιολογήθηκε στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων κατηγορίας, πλην αυτής του Μ.Κ. 3 και αυτής της εφεσείουσας, και αφού κρίθηκε αξιόπιστη, έγινε αποδεκτή. Η μαρτυρία του Μ.Κ. 3, όπως και αυτή της εφεσείου[*647]σας, αξιολογήθηκαν από το Κακουργιοδικείο χωριστά.

Ο Μ.Κ. 3 υιοθέτησε στο στάδιο της κύριας εξέτασης του καθιστώντας το έτσι μέρος της μαρτυρίας του, το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων που έδωσε στην αστυνομία, την πρώτη αμέσως μετά το συμβάν και τη δεύτερη λίγες μέρες αργότερα. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε «ολοφάνερη», από πλευράς του μάρτυρα, προσπάθεια αποστασιοποίησης του από το μέρος εκείνο των εν λόγω καταθέσεων του, που έδειχνε ότι το πρόσωπο που αρχικά του τηλεφώνησε λίγη ώρα μετά το μήνυμα που δέχθηκε στο κινητό του το μεσημέρι της 3/11/2008 και στη συνέχεια του έδινε εντολές κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της εφεσείουσας στην Πάφο, ήταν ο εφεσείων. Το Κακουργιοδικείο απεδέχθη ως αξιόπιστη, μέρος μόνο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι τα πραγματικά γεγονότα εξελίχθηκαν όπως ο Μ.Κ. 3 τα διηγείται στις δύο γραπτές καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία, των οποίων το περιεχόμενο υπενθυμίζουμε ότι ο Μ.Κ. 3 υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής του και το κατέστησε έτσι μέρος της μαρτυρίας του. Στους λόγους που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στη συγκεκριμένη κρίση του και τους οποίους το Κακουργιοδικείο παραθέτει στην απόφαση του, αναφερόμαστε πιο κάτω.

Από πλευράς της εφεσείουσας το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε  προσπάθεια «να ελαφρύνει με την προφορική της μαρτυρία όσο της ήταν δυνατό τη θέση της», ενώ ταυτόχρονα «να βοηθήσει» και τον εφεσείοντα. Η εφεσείουσα «δεν αποκάλυψε», σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, «όλη την αλήθεια και δεν ανεφέρθη σε όλα τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν αυτή την υπόθεση».

Τέλος, το Κακουργιοδικείο αφού απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ. 6, την οποία υπενθυμίζουμε αξιολόγησε στα ίδια πλαίσια με αυτά που αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 14, απέρριψε το άλλοθι του εφεσείοντα.

Η ορθότητα της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου αποτελεί και τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι πέντε από τους επτά προβαλλόμενους λόγους έφεσης και συγκεκριμένα οι λόγοι έφεσης 1-5.

Για να γίνει κατανοητή η επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων Yπεράσπισης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 3, 6, 8 και 14, καθώς επίσης και αυτή της εφεσείουσας. Έχοντας κατά νου τη δομή της πρωτόδικης απόφασης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε πρώτα την [*648]αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 6, 8 και 14.

Η μαρτυρία των Μ.Κ. 6, 8 και 14 και η αξιολόγηση της από το Κακουργιοδικείο

Η μαρτυρία του Μ.Κ. 6

Πρόκειται για τον Τουρκοκύπριο Λοχία των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας Κ. Akbay, ο οποίος συνέλαβε τον εφεσείοντα δυνάμει δικαστικού εντάλματος στο οδόφραγμα του Περγάμους αργά το βράδυ της 3/11/2008 και συγκεκριμένα στις 23.46. Για πρώτη φορά πληροφορήθηκε ότι ο εφεσείων καταζητείτο από την ΥΚΑΝ το βράδυ της 3/11/2008 και συγκεκριμένα στις 10.17 μ.μ., από συγκεκριμένο αξιωματικό της αστυνομίας των βάσεων. Κατά το χρόνο της σύλληψης του ο εφεσείων ήταν μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο, σε ταξί το οποίο οδηγούσε Τουρκοκύπριος, ο οποίος όταν ρωτήθηκε από το μάρτυρα για τον προορισμό του απάντησε «εγώ είμαι αθώος. Απλά μου ζήτησαν να τους πάρω στο αεροδρόμιο Εργκάν». Ο μάρτυρας παρέδωσε τον εφεσείοντα στο Λοχία της ΥΚΑΝ 1083, Ανδρέα Ελευθερίου στις 00.30 το πρωΐ της 4/11/2008, στον οποίο παρέδωσε επίσης τα όσα ανευρέθησαν στην κατοχή του εφεσείοντα όταν ο τελευταίος ερευνήθηκε κατά το χρόνο της σύλληψης του από το μάρτυρα, μεταξύ των οποίων ήταν το διαβατήριο του εφεσείοντα, δύο κινητά τηλέφωνα μάρκας Nokia και €6.365.

Η μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 14

Πρόκειται για τους δύο μάρτυρες, μέλη της ΥΚΑΝ, οι οποίοι, προσπερνώντας μέσα στο χωριό Νατά με τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα τους, το BMW το οποίο λίγο έξω από το χωριό Νατά αφού παρενεβλήθη μεταξύ των αυτοκινήτων που οι μάρτυρες οδηγούσαν και του ταξί το οποίο οδηγούσε ο Μ.Κ. 3, εμπόδιζε την απρόσκοπτη παρακολούθηση του ταξί, ενώ παράλληλα παρείχε στον οδηγό του ταξί την ευκαιρία να διαφύγει της παρακολούθησης, αναγνώρισαν τον εφεσείοντα ως τον οδηγό του BMW.

Σημειώνουμε ότι οι δύο μάρτυρες οδηγούσαν διαφορετικά υπηρεσιακά αυτοκίνητα. Σημειώνουμε επίσης ότι το γενικό πρόσταγμα της όλης επιχείρησης είχε ο Μ.Κ. 14, ο οποίος ακολουθούσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μ.Κ. 8, ο οποίος οδηγούσε πίσω από το ταξί. Το BMW παρενεβλήθη μεταξύ του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Μ.Κ. 8 και του ταξί.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι και οι δύο πιο πάνω μάρτυρες, αντε[*649]ξεταζόμενοι ανέφεραν ότι ο εφεσείων τους ήταν γνωστός από προηγούμενες παρακολουθήσεις στις οποίες έλαβαν μέρος, στα πλαίσια πληροφοριών που έφεραν τον εφεσείοντα να εμπλέκεται σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο οδηγός του BMW αμέσως μετά που τον προσπέρασαν οι δύο μάρτυρες, έκαμε, σύμφωνα με τους δύο μάρτυρες, επαναστροφή και κατευθύνθηκε προς την κατεύθυνση της πόλης της Πάφου. Σ’ αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τους Μ.Κ. 2 – εξεταστή της υπόθεσης - και Μ.Κ. 5 - αστυφύλακα που προέβη στην ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας και σύλληψης του εφεσείοντα – ο εφεσείων μετά που τον προσπέρασαν οι Μ.Κ. 8 και 14, οδηγώντας το BMW προς την κατεύθυνση, σύμφωνα με την πληροφόρηση που έτυχαν οι Μ.Κ. 2 και 5 από συναδέλφους τους, του χωριού Χολέτρια, εξαφανίστηκε.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία των πιο πάνω τριών μαρτύρων, το Κακουργιοδικείο έθεσε το θέμα ως εξής:

“Χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό αποδεχόμεθα σαν αληθινή και ειλικρινή μαρτυρία και σαν μαρτυρία που εκφράζει τα πραγματικά γεγονότα τη μαρτυρία των Μ.Κ.1, 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15. Όσοι από τους πιο πάνω μάρτυρες είναι μέλη της Αστυνομίας ανεφέρθησαν στις ενέργειες στις οποίες προέβησαν, τι διαπίστωσαν και τι είδαν από τη στιγμή που ανεμίχθησαν στην υπόθεση και είμεθα βέβαιοι ότι δεν είχαν κανένα λόγο να πουν οτιδήποτε πέρα από αυτά που οι ίδιοι διαπίστωσαν. Οι πιο πάνω μάρτυρες με θετικότητα, με ειλικρίνεια, με αμεσότητα, χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό και χωρίς παλινδρομήσεις απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις που τους υποβλήθησαν και δεν μας έδωσαν την εντύπωση έστω και την ελάχιστη ότι προσπαθούσαν να αποκρύψουν οτιδήποτε από την αλήθεια. Οποιαδήποτε διαφορά υπάρχει στη μαρτυρία αυτών των μαρτύρων κατηγορίας δεν αφορά ουσιώδη σημεία της υπόθεσης και όπου εντοπίστηκε τέτοια διαφορά και ετέθηκε στους μάρτυρες οι πιο πάνω μάρτυρες με ειλικρίνεια επέμειναν σ’ αυτά που οι ίδιοι διαπίστωσαν ή είδαν ή αντελήφθησαν, χωρίς ενδοιασμό να βεβαιώσουν την ύπαρξη αυτής της αντίθεσης. Όλα τα πιο πάνω ισχύουν και για τους μάρτυρες που δεν είναι μέλη της Αστυνομίας και που κατά την άποψη μας ανάφεραν στο Δικαστήριο όλη την αλήθεια γι’ αυτή την υπόθεση.

Αναφορικά με τους …… Μ.Κ. 6 λοχία 139 K. Akbay, Μ.Κ. 8 λοχία 2230 Γιάννο Γιαννακού και Μ.Κ. 14 λοχία 4743 Γιάν[*650]νο Ιωάννου, προσθέτουμε τα εξής. Δεν μας έδωσαν καθόλου την εντύπωση μιας φτιαχτής και ψεύτικης εξιστόρησης γεγονότων τα οποία επινόησαν έτσι ώστε να τοποθετήσουν τους δύο κατηγορουμένους πλησιέστερα στη διάπραξη των υπό κατηγορία αδικημάτων. Η όλη μαρτυρία τους τόσο κατά την κυρία εξέταση όσο και μετά τη δοκιμασία της αντεξέτασης παρουσιάζεται να είναι θετική, πειστική και χωρίς ελλείψεις ή αδυναμίες λόγω αντιφάσεων ή οποιωνδήποτε κλονιστικών λόγων. Περιέγραψαν με κάθε δυνατή λεπτομέρεια και ακρίβεια τα όσα οι ίδιοι προσωπικά είχαν οπτικά αντιληφθεί να λαμβάνουν χώρα. Εκεί όπου είχαν δυσκολία στο να αντιληφθούν κάτι λόγω εμποδίων που παρεμβάλλονταν στο οπτικό τους πεδίο το δέχθηκαν με ειλικρίνεια. Αναφορικά δε με την αμφισβήτηση της ύπαρξης δυνατότητας αναγνώρισης του κατηγορούμενου 1 από τους Μ.Κ. 8 και 14 διατηρώντας υπόψη, πρώτο, τις συνθήκες φωτισμού όπως αυτές περιγράφηκαν από τους συγκεκριμένους μάρτυρες και δεύτερο, το δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος 1 ήταν άτομο γνωστό σε αμφότερους τους μάρτυρες, δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη αυτής της δυνατότητας. Πέραν τούτου η πιθανότητα να είχαν καταθέσει ως προς γεγονότα που δεν είχαν βιώσει για να εξυπηρετήσουν το σκοπό της ενοχοποίησης των δύο κατηγορουμένων όπως κατά κόρον τους είχε υποβληθεί, μας φαίνεται να είναι χωρίς κανένα έρεισμα. Όλοι οι πιο πάνω μάρτυρες κατηγορίας είμεθα πεπεισμένοι ότι ανάφεραν στο Δικαστήριο την αλήθεια και το τι πραγματικά συνέβη κατά την εκτέλεση της επιχείρησης που έγινε με έναρξη το αεροδρόμιο Λάρνακας και με λήξη την ανακοπή του ταξί έξωθι του χωριού Νατά στην Πάφο.

Όντως διαπιστώνεται η ύπαρξη αντίφασης μεταξύ της μαρτυρίας των Μ.Κ. 8 και 14 σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5 ως προς την κατεύθυνση προς την οποία ο Παντελής Λαζάρου αποπειράθηκε να διαφύγει. Εντούτοις θεωρούμε ότι αυτή οφείλεται σε λανθασμένη, είτε μεταφορά, είτε αντίληψη των γεγονότων όπως αυτά εξηγήθηκαν από τους μάρτυρες οι οποίοι, μεταξύ αυτών των 4 μαρτύρων, συμμετείχαν στην καταδίωξη του ταξί, προς τους μάρτυρες οι οποίοι ετοίμασαν τις ένορκες δηλώσεις για την έκδοση είτε διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είτε ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.”

Η μαρτυρία του Μ.Κ. 3 και η αξιολόγηση της από το Κακουργιοδικείο

Ο εν λόγω μάρτυρας είναι καλαδελφός του εφεσείοντα. Πρό[*651]κειται για τον οδηγό ταξί που παρέλαβε την εφεσείουσα από το αεροδρόμιο Λάρνακας για να την μεταφέρει στον προορισμό της. Ως μέρος της κύριας εξέτασης του υιοθέτησε το περιεχόμενο των γραπτών καταθέσεων που έδωσε στην αστυνομία. Επειδή το περιεχόμενο της πρώτης κατάθεσης του στην αστυνομία αποτελεί ουσιαστικά την ουσία της εκδοχής του, όπως αυτή προβλήθηκε στην αστυνομία ευθύς αμέσως μετά την ανακοπή και την έρευνα του ταξί, θεωρούμε σκόπιμο να το παραθέσουμε αυτούσιο:

“… Τον Παντελή Λαζάρου από τα Χολέτρια τον γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια γιατί είναι καλαδελφός μου. Συγκεκριμένα εβάφτισεν τον ο πατέρας μου. Παρά το γεγονός αυτό δεν έχω πολλές ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του, παρά μόνο κανένα γεια σου ….... Στις 3/11/2008, η ώρα 12.23 το μεσημέρι έπιασα ένα μήνυμα στο τηλέφωνο μου που τον αριθμό 00447931157390 στο οποίο μου έλεε στα αγγλικά ότι ονομάζεται Τίνα, εμείνισκε πέρσι στο Αφροδίτη Χιλς γι’ αυτό τζαι έχει το τηλέφωνο μου και ήθελε η ώρα 8 τη νύχτα να πάω να την παραλάβω που το αεροδρόμιο της Λάρνακας τζαι να την φέρω στο Αφροδίτη Χιλς.

Μετά που έπιασα το μήνυμα τζαι επέρασε καμιά ώρα περίπου επήρε με τηλέφωνο ο Παντελής ο Λαζάρου τζαι είπε μου ότι η κοπέλα που σου έστειλε το μήνυμα εν για μένα που να έρτει τζαι πήγαινε φέρτει, τζαι έτσι εγώ υπολόγισα ότι θα την πάρω στο Αφροδίτη Χιλς. Πιο πριν τις 8 τη νύχτα εψές δηλαδή τις 03 του Νιόβρη επία στο αεροδρόμιο της Λάρνακας τζαι πάνω σε μια κόλλα έγραψα το όνομα και τον προορισμό δηλαδή ΤΙΝΑ τζαι ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΧΙΛΣ. Γύρω στις 8 πράγματι ενώ επερίμενα βαστόντας την κόλλα με τα στοιχεία μια κοπέλα με πλησίασε η οποία εκατάλαβα που την αντίδραση της ότι εν τούτη που μου έστειλε το μήνυμα τζαι επερίμενα την. Εκράταν μια βαλίτσα ταξιδιωτική και την τσέντα της την κανονική του ώμου. Έβαλα την μέσα στο αυτοκίνητο τζαι εξεκινήσαμε. Μόλις εξεκινήσαμε έπιασε με τηλέφωνο ο Παντελής που έναν αριθμό SO-EASY τζαι ερώτησε με αν την επαράλαβα. Εγώ είπα του ότι την επαράλαβα τζαι ε να του την πάρω. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής που ήταν προς την Πάφο έπιασε με 4-5 φορές τηλέφωνο ο Παντελής που τζοίνω τον αριθμό το SO-EASY τζαι ενδιαφέρετουν σε πιο σημείο είμαι. Όταν έφτασα κοντά στην περιοχή του Αφροδίτη Χιλς είπε μου να κατευθυνθώ προς την Τίμη τζαι αφού επέρασα μέσα που την Τίμη εξανατηλεφώνησε μου ο Παντελής τζαι είπε μου να πάω προς τη Νατά. Αφού επέρασα που την Αγία Βαρβάρα είδα τον Παντελή σταματημένο αριστερά [*652]του δρόμου σταματημένο μαζί με το BMW οπότε μόλις τον επέρασα εμπήκεν πίσω μου τζαι μου είπεν να συνεχίσω την πορεία μου. Ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο εγώ αντιλήφθηκα ότι αρκετά αυτοκίνητα ακολουθούσαν μας οπότε τούτο είπα και μου απάντησε. “Προχώρα προχώρα”. Εγώ συνέχισα την πορεία μου, έρεξα που το χωρκό Νατά τζαι την ώρα που εμάχουμουν να φκω εμίλησα πάλε μαζί του στο τηλέφωνο τζαι είπα του “Τι γίνεται”; τζαι μου απάντησε “Προχώρα μεν εσταματάς τζαι να τους κόψω εγώ το δρόμο”. Είπε μου ακόμα να σβήσω τζαι το τηλέφωνο που με έπιασε πράγμα το οποίο και έκαμα τζαι εν γι’ αυτό που εν τω βρίσκω για να σας το πω τωρά. Σε κάποια φάση είδα που το γυαλί ότι επάτησε τα στόπερ απότομα για να καθυστερήσει τα αυτοκίνητα που έρκουνταν πίσω μας. Εγώ εσυνέχισα την πορεία μου οπότε σε κάποια στιγμή όταν έφτασα σε ένα διχάλι του δρόμου ελάττωσα ταχύτητα τζαι σταμάτησα τζαι διερωτήθηκα ήταν που συμβαίνει τζαι γιατί να βουρώ. Επροσπάθησα πως εν να πάω πίσω οπότε ανέκοψε με ένα αυτοκίνητο μπλε με το οποίο ετουμπάραμε. Τον Παντελή εν τον είδα ξανά γιατί φαίνεται ότι έφυεν. ..................”

Αυτούσια θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε και την αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3:

“Όταν ο μάρτυρας κλήθηκε στο εδώλιο και ορκίσθηκε επιθεώρησε, ανεγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων που έδωσε, τις παρουσίασε και έγιναν τεκμήριο και που το περιεχόμενο τους κατέστη σύμφωνα με τον Περί Αποδείξεως Νόμο μέρος της κυρίως εξέτασης του. Στη συνέχεια εξεταζόμενος από το συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής άφησε να αιωρούνται αμφιβολίες κατά πόσο το πρόσωπο που κατονομάζει πολλές φορές στις καταθέσεις που έδωσε, είναι ο Παντελής Λαζάρου από τα Χολέτρια κατηγορούμενος 1 στην υπόθεση. Ήταν η θέση του εν λόγω Μ.Κ.3 ότι εκείνος μιλούσε με κάποιον Παντελή τον οποίο δεν είδε τη συγκεκριμένη ημέρα και νύχτα και ούτε μπορούσε να πει ποιος Παντελής ήταν. Ήταν ολοφάνερη η προσπάθεια του εν λόγω μάρτυρα να αποστασιοποιηθεί από το μέρος εκείνο των καταθέσεων του που είχαν καταστεί ήδη μαρτυρία στην υπόθεση και έδειχναν ότι το πρόσωπο που του έδιδε εντολές για να παραλάβει την κατηγορούμενη 2 και να την φέρει σε αυτόν ήταν ο Παντελής Λαζάρου που είναι ο κατηγορούμενος 1 στην υπόθεση, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο αμφιβολίες κατά πόσο ο Παντελής Λαζάρου, κατηγορούμενος 1, ήταν το πρόσωπο και συγκεκριμένα ο άγνωστος Παντελής [*653]που άφησε να νοηθεί ο Μ.Κ. που του έδιδε τις εντολές.

Πέραν τούτου αντεξεταζόμενος ο εν λόγω μάρτυρας από το συνήγορο του κατηγορούμενου 1 και απαντώντας σε ερωτήσεις εντελώς καθοδηγητικές και που υποδείκνυαν και την απάντηση που έπρεπε να δώσει προσπάθησε να ανατρέψει εκ βάθρων το περιεχόμενο των καταθέσεων του που όπως είπαμε πιο πάνω είχαν ήδη καταστεί μαρτυρία στο Δικαστήριο.

Ο αφύσικος τρόπος με τον οποίο ο εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε κατά την αντεξέταση του και η προσπάθεια του παντί τρόπω να ανατρέψει τη μαρτυρία του κατά την κυρίως εξέταση με στόχο να βοηθήσει την υπόθεση του κατηγορούμενου 1 μας προκάλεσε αλγεινοτάτη εντύπωση και πιστεύομε ακράδαντα ότι όσα πλείστα ανάφερε κατά την αντεξέταση περί ξυλοδαρμού του και κακοποίησης του αμέσως μετά την ανακοπή του αυτοκινήτου και τα όσα ανάφερε ως διαμειφθέντα μεταξύ αυτού και των αστυνομικών μελών της ΥΚΑΝ που τον ανέκοψαν και που στόχο είχαν να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο 1 είναι ψευδολογίες και σκέψεις εκ των υστέρων για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος είναι προσωπικά γνωστός του και βαφτιστικός του πατέρα του δηλαδή καλαδελφός του. Η προσπάθεια αυτή του Μ.Κ.3 ήρχησε από τη στιγμή που προσπάθησε να δημιουργήσει αμφιβολίες κατά την κυρίως εξέταση του περί του προσώπου που του τηλεφώνησε για να παραλάβει και να μεταφέρει την κατηγορούμενη 2 και του έδιδε οδηγίες καθοδόν από το αεροδρόμιο Λάρνακας μέχρι το χωριό Νατά. Ερωτηθείς από το συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής ευθέως με ποιον ομιλούσε στα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα που προκύπτουν από το Τεκμήριο 2(44) απάντησε ότι δεν είδε προσωπικά τον Παντελή «τούτο τον Παντελή» εννοώντας τον κατηγορούμενο 1, ενώ στις καταθέσεις που έδωσε κατονομάζει με λεπτομέρειες το πρόσωπο με το οποίο συνεννοήθηκε. Σε περαιτέρω ερωτήσεις και με σκοπό τη δημιουργία αμφιβολιών ο εν λόγω μάρτυρας ερωτηθείς ξανά εάν αντελήφθη με ποιον μιλούσε απάντησε «κανονικά όχι». Δεν ήταν σίγουρος εάν είναι ο Παντελής ο συγκεκριμένος που του μιλούσε προσθέτοντας ότι του είπε είναι ο Παντελής. Και πάλι σε περαιτέρω ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την κυρίως εξέταση ο μάρτυρας επανέλαβε ότι τον πήρε τηλέφωνο ο Παντελής και τον πήρε πίσω στο κινητό τηλέφωνο so easy και μιλούσε με τον Παντελή προσθέτοντας ότι δεν [*654]μπορούσε να ξέρει και να είναι σίγουρος ότι ήταν ο Παντελής ο συγκεκριμένος, ο οποίος βρισκόταν απέναντι του. Πρόσθεσε επίσης ότι το συγκεκριμένο βράδυ ο ίδιος στο τέλος της ημέρας πήγε να εκτελέσει μια αποστολή, να κάμει μια κούρσα, ότι είναι οδηγός ταξί και βρέθηκε δεν ξέρει που.

Όταν άρχισε η αντεξέταση του Μ.Κ.3 Μάριου Χαραλάμπους τότε φάνηκε με καθαρότητα πλέον ότι ο μάρτυρας δεν επιθυμούσε να καταθέσει εις βάρος του κατηγορούμενου 1 και επιθυμία του ήταν να βοηθήσει την υπόθεση του όσο και όπως μπορούσε. Ο Μ.Κ.3 υιοθετούσε και επιβεβαίωνε μονολεκτικά το περιεχόμενο των ερωτήσεων που του υποβάλλοντο και σε ορισμένες περιπτώσεις πλειοδοτούσε και πέραν από το περιεχόμενο της υποβαλλομένης ερώτησης. Μικρό παράδειγμα ερωτήσεων και απαντήσεων του Μ.Κ.3 είναι και τα ακόλουθα:

«Ε.          Δηλαδή για να καταλάβω καλά οι σχέσεις σας ήταν ένα γεια σου, δεν εκάμνετε δηλαδή παρέα, να έχετε επισκέψεις ο ένας στο σπίτι του άλλου, να τρώτε και να πίνετε μαζί, να κάνετε συναναστροφή. Εν τούτο που εννοείτε;

 Α. Δεν είχα καθόλου σχέση μαζί του παρά μόνο ένα γεια. Όπως το λέω. Απλά, ίσως, πιθανόν επειδή η δουλειά μου εμένα είναι άλλη οι δουλειές του Παντελή εν άλλες.

 Ε. Μα δεν ρωτώ να μάθω την αιτία. Δεν έχετε σχέσεις.

 Α. Όχι.

 Ε. Δεν τρώτε μαζί, να πίνετε από καιρού εις καιρό, να φκαίνετε έξω και να κάνετε παρέα, να συναντάστε στα καφενεία.

 Α. Όχι.

 Ε. Επήρες ένα τηλεφώνημα από το τηλέφωνο 99981089 η ώρα 13:06:06. Θέλω να σου πω το εξής. Ο Παντελής, επήρες ένα τηλεφώνημα στο οποίο σου είπε. «Είμαι ο Παντελής ο καλαδελφός σου και έμαθα ότι πουλείς μια τετράτροχη μοτοσικλέτα», θυμάσαι κύριε;

 Α. Ναι με ρώτησε ναι.

 Ε. Σε ερώτησε εάν πουλείς; Έχεις δύο τετράτροχες μοτοσικλέτες;

 Α. Έχω μια.

 Ε. Και σε ερώτησε εάν την πουλείς;

 Α. Μάλιστα και όντως ενδιαφερόμουν να την πουλήσω τον τότε καιρό.

 Ε. Είπε σου «έμαθα ότι θέλεις να πουλήσεις την τετράτροχη τη μοτοσικλέτα που έχεις. Θέλω να την αγοράσω». Εσύ [*655]του είπες ότι εν να το σκεφτείς και να μιλήσετε την άλλη ημέρα. Αληθεύει αυτό το πράγμα;

 Α. Μάλιστα.

 Ε. Την επόμενη ημέρα επήρες από το ίδιο τηλέφωνο που σου είπα προηγουμένως 99981089 προς το τηλέφωνο σου, 3.11.08 ώρα 11:42:30 σχετικά με τη μοτοσικλέτα αυτή, αληθεύει;

 Α. Μάλιστα.

 Ε. Τι είπετε για το θέμα;

 Α. Με ρώτησε αν τελικά θα την πουλούσα και του είπα θα το σκεφτώ γιατί δεν ήμουν σίγουρος.»

Στο σημείο που αντεξεταζόταν ο μάρτυρας και αφορούσε τη γενόμενη ανακοπή του ταξί από τα μέλη της ΥΚΑΝ έξωθι του χωριού Νατά ο εν λόγω μάρτυρας σε ερωτήσεις που του υποβλήθησαν έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις:

«Ε.          Όταν ανεκόπηκες έχω ασφαλείς πληροφορίες, έχω πληροφορίες ή τέλος πάντων να το αποσύρω τούτο. Κακοποιήθηκες ή όχι;  Θέλω επί του όρκου σου να πεις στο Δικαστήριο τι συνέβηκε μετά την ανακοπή.

 Α. Εγώ σταμάτησα.

 Ε. Εδώ βρίσκεσαι στο Δικαστήριο και θα πεις την αλήθεια κύριε.

 Α. Εγώ σταμάτησα το αυτοκίνητο. Με ανέκοψε το μπλε αυτοκίνητο, όπως βλέπετε στα αριστερά, δηλαδή ντουμπάραμε με δύο λόγια. Εγώ άνοιξα το παράθυρο μου και είπα καλησπέρα ρε παιδιά. Εσπάσετε μου το αυτοκίνητο και στη συνέχεια ανοίξαν μου την πόρτα και κάπου 10-15 μέλη της Αστυνομίας με κτύπησαν γιατί μου είπαν είμαστε αστυνομικοί. Αλλά εγώ όταν μου άνοιξαν την πόρτα και με κατέβασαν από το αυτοκίνητο δεν μπορούσα να πω κάτι γιατί κακοποιήθηκα.

 Ε. Τι ακριβώς έκαναν. Πες στο Δικαστήριο με λεπτομέρειες τι κακοποίηση υπέστης εκείνη την ημέρα.

 Α. Με πήραν από τη θέση του οδηγού, με κατέβασαν από το αυτοκίνητο, περίπου για δέκα λεπτά εκτυπήσαν με.

 Ε. Ετραβήσαν σε από τη θέση του οδηγού και που σε επήραν;

 Α. Ερίψαν με κάτω.

 Ε. Στο έδαφος;

 Α. Στον άσφαλτο.

 Ε. Τι έγινε μετά;

 Α. Με κτυπούσαν.

[*656] Ε. Πού, πέστε λεπτομέρειες.

 Α. Στο κορμί μου. Σε κάποια φάση φωνάζω, λέω «ρε παιθκιά», δεν ακούουμουν καθόλου λόγω του ότι ήταν όχλος, δεν ακουόμουν καθόλου. Μου έβαλαν τις χειροπέδες και με έβαλαν να βλέπω το ριμς του αυτοκινήτου.

 Ε. Εκλωτσούσαν σε;

 Α.           Μάλιστα.

 Ε. Εκτυπήσαν σου πουνιές, πατσαρκές, τι πες,

 Α. Εκτυπήσαν με στα πλευρά πίσω, γιατί δεν μπορούσα να … Ήμουν  γυρισμένος προς το αυτοκίνητο, γιατί όπως με τράβηξαν και πήγα κάτω εγώ, κτυπούσαν με και έβλεπα το αυτοκίνητο.

 Ε. Βλέπω στη φωτογραφία ότι είχες μακριά μαλλιά.

 Α. Μάλιστα.

 Ε. Τραβούσαν σε που τα μαλλιά κύριε;

 Α. Σε κάποια φάση ναι, αλλά παραπάνω ήταν κτυπήματα.

 Ε. Σε ύβριζαν κιόλας εκεί;

 Α. Μάλιστα.

 Ε. Τι σου έλεγαν;

 Α.           Ρεμάλι.

 Ε. Κύριε θα σου πω, θα σε ρωτήσω συγκεκριμένα και θέλω να μου απαντήσεις. Είπαν σου ότι «εν τζιαι θέλουμε σε εσένα ούτε τζείνη. Θέλουμε τζείνο που ήταν να του τα πάρεις. Έχεις δέκα χρόνια μες το νερό». Λέξεις ή φράσεις που είχαν αυτή την έννοια. Αληθεύει;

 Α. Όπως το είπατε.»

……………………………………………………………

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μ.Κ.3 απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθησαν κατά την αντεξέταση και ο τρόπος με τον οποίο κατά την κυρίως εξέταση προσπάθησε να δημιουργήσει αμφιβολίες περί του προσώπου που επικοινωνούσε μαζί του τηλεφωνικά, αμέσως μετά που πήρε μήνυμα στο κινητό του από αγγλικό τηλέφωνο, για να παραλάβει μια κυρία Τίνα από το αεροδρόμιο Λάρνακας και να τη μεταφέρει στο Aphrodite Hills μας προκάλεσε τη χειρότερη δυνατή εντύπωση. Κατά την κυρίως εξέταση του δεν ανάφερε ότι κακοποιήθηκε, ενώ είχε την ευκαιρία να το αναφέρει αυθόρμητα στο Δικαστήριο. Το ανάφερε κατά την αντεξέταση καθοδηγούμενος από τις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν. Κατά την επανεξέταση του ανάφερε ότι δεν κατάγγειλε πουθενά την κακοποίηση που του έγινε και ούτε στη δεύτερη κατάθεση που έδωσε μετά από πέντε μήνες περίπου ανάφερε οτιδήποτε για κακοποίηση του από τα μέλη του κλιμακίου [*657]της ΥΚΑΝ που ανέκοψαν το ταξί του και ούτε πήγε σε γιατρό. Η προσπάθεια του να συσκοτίσει, να επισκιάσει και να εξουδετερώσει τη σαφήνεια του περιεχομένου των καταθέσεων του σχετικά με το πρόσωπο του κατηγορούμενου 1, που κατέστη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν τόσο έντονη και ολοφάνερη που δεν μας επιτρέπει να αποδεχθούμε οτιδήποτε ανέφερε κατά την αντεξέταση του, κατά την επανεξέταση του και όσα ανάφερε κατά την κυρίως εξέταση του σχετικά με το πρόσωπο που επικοινωνούσε μαζί του τηλεφωνικά. Μας προκαλεί κατάπληξη ο ισχυρισμός του Μ.Κ.3 ο οποίος ενώ επαγγέλλεται τον οδηγό ταξί πήρε οδηγίες από ένα άγνωστο πρόσωπο να μεταφέρει συγκεκριμένο πρόσωπο που πήρε οδηγίες να παραλάβει από το αεροδρόμιο, χωρίς να ρωτήσει ή και να διερωτηθεί ποιος είναι αυτός που του δίδει τέτοιες οδηγίες. Ο ισχυρισμός αυτός του Μ.Κ.3 είναι εντελώς παράλογος και δεν έχει καμία λογικότητα ή επαγγελματική συνέπεια. Γι’ αυτό το μέρος της μαρτυρίας του τον κρίνομε εντελώς αναξιόπιστο. Κρίνομε περαιτέρω και αποφασίζομε, ότι τα όσα αναφέρει στις δύο καταθέσεις που έδωσε στις διωκτικές αρχές, η πρώτη αμέσως μετά την ανακοπή του αυτοκινήτου και τη σύλληψη του, εκφράζουν την αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα αυτής της υπόθεσης και αποδεχόμεθα το περιεχόμενο αυτών των καταθέσεων ότι ανταποκρίνεται στην αλήθεια των γεγονότων και ότι ο Μ.Κ.3 σ’ αυτές του τις καταθέσεις περιέγραψε λεπτομερώς και με ειλικρίνεια το τι συνέβη από την ώρα που πήρε μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο από κάποιον αγγλικό αριθμό μέχρι τη στιγμή που έδωσε τις δύο καταθέσεις στην Αστυνομία. Θα πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι ο Μάριος Χαραλάμπους ανακρινόμενος και χωρίς να ερωτηθεί ανεφέρθη και σε άλλη περίπτωση που ο αδελφός του κατηγορούμενου 1 Στέλιος Λαζάρου του ανέθεσε να μεταφέρει μια κοπέλα από το αεροδρόμιο Λάρνακας στο Aphrodite Hills και που έγινε στις 26.10.08. Τούτο δεικνύει ότι ο Μάριος Χαραλάμπους στις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία ανάφερε αυθόρμητα και με ειλικρίνεια τα όσα εγνώριζε, έπραξε ή διαπίστωσε σε αυτή την υπόθεση.”

Η μαρτυρία της εφεσείουσας και η αξιολόγηση της

Η εφεσείουσα έδωσε στην αστυνομία τρεις καταθέσεις, την πρώτη λίγο μετά τον εντοπισμό των ναρκωτικών και τη σύλληψή της, ενώ την τρίτη 2½ περίπου μήνες αργότερα. Σε καμιά από τις καταθέσεις της παραδέχεται ότι γνώριζε ότι η βαλίτσα [*658]που μετέφερε περιείχε ναρκωτικά. Σε καμιά επίσης από τις καταθέσεις της κάμνει οποιαδήποτε αναφορά σε κακοποίηση από την αστυνομία του Μ.Κ. 3 στη σκηνή κατά το χρόνο ανακοπής του ταξί. Στις πρώτες δύο καταθέσεις της δεν κάμνει οποιαδήποτε αναφορά στην ταυτότητα του παραλήπτη των ναρκωτικών. Τέτοια αναφορά όμως κάμνει στην τρίτη κατάθεση της και κατονομάζει ως παραλήπτη των ναρκωτικών κάποιον Παντελή. Το περιεχόμενο των τριών καταθέσεων της υιοθέτησε ως αληθές κατά τη διάρκεια της ένορκης μαρτυρίας της, στα πλαίσια της οποίας, πρόβαλε για πρώτη φορά και τον ισχυρισμό για κακοποίηση του Μ.Κ. 3 κατά το χρόνο ανακοπής του ταξί.

Στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας της το Κακουργιοδικείο κάμνοντας λεπτομερή αναφορά σε σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας της, κατέληξε ότι η εφεσείουσα, με σκοπό να βοηθήσει τόσο τον εαυτό της όσο και τον εφεσείοντα, δεν είπε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο και δεν αποκάλυψε όλα τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της εφεσείουσας περί κακοποίησης του Μ.Κ. 3 από την αστυνομία στη σκηνή, ο οποίος απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο ως ψευδής, κρίθηκε ότι αποσκοπούσε στο να βοηθήσει τον εφεσείοντα.

Η υπαγωγή των γεγονότων στο νομικό πλαίσιο που διέπει την υπόθεση.

Το Κακουργιοδικείο εντάσσοντας τα γεγονότα, όπως αυτά αναδύονται μέσα από τις διαπιστώσεις του, στο νομικό πλαίσιο που σκιαγράφησε, έκρινε τόσο τον εφεσείοντα όσο και την εφεσείουσα, ένοχους στις σχετικές κατηγορίες. Παραθέτουμε αυτούσιο εκείνο το μέρος του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου που μας ενδιαφέρει:

“Αρχίζοντας από το αδίκημα της συνωμοσίας παρατηρούμε ότι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 και η κατηγορούμενη 2 δεν εγνωρίζοντο μεταξύ τους και ούτε συνομίλησαν σύμφωνα με τη μαρτυρία μεταξύ τους παρατηρούμε ότι ….. ενσυνείδητα ο κατηγορούμενος 1 ανέμενε να παραλάβει αυτή την ποσότητα ναρκωτικών από την κατηγορούμενη 2 και προς τούτο οργάνωσε και τη μεταφορά της αποσκευής της κατηγορούμενης 2 από το αεροδρόμιο Λάρνακας προς τον τελικό προορισμό της που ήταν ο ίδιος. Ο κάθε ένας προέβη στις δικές του συγκεκριμένες ενέργειες για ολοκλήρωση του κοινού σκοπού και σύμφωνα με τη νο[*659]μική ανάλυση που έγινε πιο πάνω κρίνομε ότι το αδίκημα της συνωμοσίας έχει αποδειχθεί στο βαθμό που πρέπει σε ποινικές υποθέσεις. ……………………

Σε σχέση με τα αδικήματα της κατοχής και εισαγωγής της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικών από αμφότερους τους κατηγορούμενους παρατηρούμε τα εξής. ………………… Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 παρατηρούμε ότι παρόλο ότι δεν περιήλθε στη φυσική κατοχή του η ποσότητα αυτή των ναρκωτικών είχε παρόλα ταύτα τον πλήρη έλεγχο αυτής της ποσότητας ναρκωτικών από τη στιγμή που έφθασε στο αεροδρόμιο Λάρνακας μέχρι τη στιγμή που η ποσότητα αυτή των ναρκωτικών παρελήφθη από την Αστυνομία σαν τεκμήριο. Τούτο φαίνεται από τις πιο κάτω ενέργειες και πράξεις στις οποίες ο κατηγορούμενος 1 προέβηκε.

-    Διευθέτησε με το Μ.Κ.3 Μάριο Χαραλάμπους τη μεταφορά της κατηγορούμενης 2 μαζί με την αποσκευή της, μέσα στην οποία ήταν τα ναρκωτικά από το αεροδρόμιο Λάρνακας προς αυτόν.

-    Κατηύθυνε με τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με το Μάριο Χαραλάμπους την πορεία που θα ακολουθούσε το ταξί που μετέφερε την εν λόγω αποσκευή με τα ναρκωτικά.

-    Παρενεβλήθη με το αυτοκίνητο του BMW KKA623 για να εμποδίσει τα αστυνομικά οχήματα από του να πλησιάσουν και/ή ανακόψουν το ταξί μέσα στο οποίο υπήρχε η συγκεκριμένη ποσότητα ναρκωτικών.

-    Ότι ο τελικός προορισμός των ναρκωτικών ήταν ο κατηγορούμενος 1 όπως προκύπτει από τα γεγονότα τα οποία έχει καταθέσει η κατηγορούμενη 2 ότι δηλαδή, αφικνούμενη στο αεροδρόμιο Λάρνακας θα επικοινωνούσε με κάποιο Παντελή σε συγκεκριμένο τηλέφωνο που φαίνεται να είναι τηλέφωνο της Ολλανδίας και ότι ο εν λόγω Παντελής ήταν ηλικίας 27-28 χρονών, λίγο πιο ψηλός από την κατηγορούμενη 2, χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στο πρόσωπο του κατηγορούμενου 1.

Η γνώση του κατηγορούμενου 1 ως προς το παράνομο περιεχόμενο της βαλίτσας και της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικών προκύπτει και από άλλα γεγονότα και μαρτυ[*660]ρία που έχει γίνει αποδεχτή, όπως,

-    ο τρόπος οδήγησης από αυτόν του αυτοκινήτου BMW προπορευόμενος των αυτοκινήτων της ΥΚΑΝ που έβαλαν σε λειτουργία και τους φάρους των αυτοκινήτων τους και έκαμαν φανερή την παρουσία τους στην περιοχή,

-    η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία διέφυγε ο κατηγορούμενος 1 από την περιοχή που διαδραματίζοντο τα γεγονότα,

-    η ανεύρεση του και σύλληψη του στην περιοχή Πύλας και οδοφράγματος Περγάμου από την Αστυνομία των Βάσεων,

-    το γεγονός ότι θα πήγαινε στο αεροδρόμιο των κατεχομένων έχοντας μαζί του το διαβατήριο και σεβαστό ποσό χρημάτων.

Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και που έχει σχέση με τον προορισμό του κατηγορούμενου 1 στο αεροδρόμιο των κατεχομένων, παρόλο ότι είναι εξ’ ακοής μαρτυρία, επειδή ο τουρκοκύπριος ταξιτζής Τσαβούσογλου δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθεί, κλητευθεί, μαρτυρήσει και επιβεβαιώσει αυτό το γεγονός, παρά τις προσπάθειες της Κατηγορούσας Αρχής, αφού όπως λέχθηκε διαμένει στις κατεχόμενες περιοχές, το Δικαστήριο με βάση τον περί Αποδείξεως Νόμο όπως έχει τροποποιηθεί, Άρθρα 24 και 26, την αποδέχεται καθότι προήλθε από ένα καθόλα αξιόπιστο μάρτυρα όπως είναι ο Μ.Κ.6, λοχίας 139 K. Akbay.

Θα θέλαμε να τονίσουμε επίσης παρά και το δεδομένο ότι οδηγούμαστε στα πιο πάνω συμπεράσματα μας έχοντας ως βάση τη μαρτυρία στο σύνολο της, όπως αυτή έχει αξιολογηθεί από το Δικαστήριο, ακόμη και να μην υπήρχε εκείνο το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3 το οποίο κρίνουμε ως αξιόπιστο, θεωρούμε ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία με βάση την οποία θα καταλήγαμε στα ίδια συμπεράσματα αναφορικά με την ενοχή του κατηγορουμένου 1.

Κρίνομε με βάση όλα τα πιο πάνω ότι οι κατηγορίες της κατοχής και εισαγωγής της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικών που αντιμετωπίζουν και οι δύο κατηγορούμενοι έχουν αποδειχθεί στο βαθμό που πρέπει σε ποινικές υποθέσεις.

Αναφορικά με την κατηγορία της κατοχής της συγκεκρι[*661]μένης ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα παρατηρούμε ότι ισχύει το τεκμήριο που έχει καθιερώσει ο Νόμος (βλ. σχετικά το Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, όπως έχει τροποποιηθεί) λόγω της μεγάλης ποσότητας της κάνναβης που οι δύο κατηγορούμενοι κατείχαν και που δεν παρουσιάσθηκε από τους κατηγορούμενους οποιαδήποτε μαρτυρία που να ανατρέπει αυτό το τεκμήριο του Νόμου. Συνακόλουθα κρίνομε ότι και η πιο πάνω κατηγορία έχει αποδειχθεί στο βαθμό που πρέπει σε ποινικές υποθέσεις.”

Οι λόγοι της έφεσης

Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 14 και συνακόλουθα εσφαλμένα δέχθηκε ως ορθή την αναγνώριση από τους εν λόγω δύο μάρτυρες του εφεσείοντα ως του οδηγού του BMW, που εμπόδιζε την παρακολούθηση του ταξί. Σε συνάρτηση με την ορθότητα της αναγνώρισης του εφεσείοντα από τους Μ.Κ. 8 και 14, η Υπεράσπιση επικαλείται τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 ως προς τη δυνατότητα ορθής αναγνώρισης, όπως και τη μαρτυρία του Μ.Κ. 6 ως αναιρούσα την παρουσία του εφεσείοντα στη Νατά, κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και ιδιαίτερα του φωτισμού και των διαστάσεων του δρόμου στο συγκεκριμένο σημείο του, της ταχύτητας των αυτοκινήτων και του γεγονότος ότι ήταν μήνας Νοέμβριος και ήταν νύχτα κανένας από τους δύο πιο πάνω μάρτυρες ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τον εφεσείοντα ως τον οδηγό του BMW. Και οι δύο είχαν σχηματίσει, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, την πεποίθηση και τη βεβαιότητα ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο εφεσείων, εκ προοιμίου. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων δεν μπορούσε να ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο (9-9.30 το βράδυ της 3/11/2008), ο οδηγός του BMW γιατί βρισκόταν, σύμφωνα με τη θέση της Υπεράσπισης, μίλια μακριά από τη σκηνή και συγκεκριμένα βρισκόταν στην περιοχή του χωριού Πύλα της επαρχίας Λάρνακας και διασκέδαζε. Σκοπός του ήταν να μεταβεί σε καζίνο στα κατεχόμενα, πράγμα το οποίο και επιχείρησε να κάμει αργότερα το ίδιο βράδυ, όταν και συνελήφθηκε από το Μ.Κ. 6.

Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1, σημειώνουμε τα εξής: [*662]Ο εν λόγω μάρτυρας είναι Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός. Ο μάρτυρας κατέθεσε σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 20) που απεικόνιζε τον άξονα του δρόμου στο χωριό Νατά. Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι για πολλά από τα θέματα για τα οποία ρωτήθηκε δεν ήταν σε θέση να δώσει απαντήσεις γιατί δεν τα είχε εξετάσει και αυτό γιατί δεν ήταν εντός των οδηγιών που του δόθηκαν. Οι οδηγίες στη βάση των οποίων ο μάρτυρας εργάστηκε και ετοίμασε το τεκμήριο 20, γύρω από το περιεχόμενο του οποίου η μαρτυρία του περιστρεφόταν, του δόθηκαν από τον αδελφό του εφεσείοντα. Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, το Κακουργιοδικείο την απεδέχθη μεν ως αληθή, πλην όμως έκρινε ότι αυτή «είναι ελλιπής και δεν αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση του άξονα του δρόμου όπως τον περιέγραψε κατά την κυρίως εξέταση του. Από την αντεξέταση του προκύπτει ότι όχι μόνο η αποτύπωση των στοιχείων του δρόμου είναι επιλεκτική αλλά υπάρχουν πολλοί περισσότεροι λαμπτήρες στο δρόμο και σημεία του δρόμου όπου το πλάτος είναι μεγαλύτερο από αυτό που φαίνεται στο τεκμήριο 20» και συνεπώς ανασφαλής για να βασίσει επ’ αυτής οποιαδήποτε συμπεράσματα και ευρήματα.

Η ορθότητα της αναγνώρισης αμφισβητείται και λόγω της ύπαρξης αντίφασης μεταξύ της μαρτυρίας των Μ.Κ. 8 και 14 σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 5 ως προς την κατεύθυνση προς την οποία ο οδηγός του BMW διέφυγε, μαζί με το αυτοκίνητο, ευθύς μετά που οι Μ.Κ. 8 και 14 τον προσπέρασαν εντός του χωριού Νατά. Επί τούτου, υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με τους Μ.Κ. 8 και 14, ο εφεσείων αφού έκαμε επιτόπια επαναστροφή οδήγησε το αυτοκίνητο του με κατεύθυνση την Πάφο, ενώ σύμφωνα με τους Μ.Κ. 2 και 5, ο εφεσείων αναπτύσσοντας, σύμφωνα με πληροφορίες που πήραν από τους συναδέλφους τους οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επιχείρηση, ιλιγγιώδη ταχύτητα εξαφανίστηκε «προς την κατεύθυνση του χωριού Χολέτρια». Την εν λόγω θέση τους οι Μ.Κ. 2 και 5 διατυπώνουν στις ένορκες δηλώσεις στις οποίες προέβησαν στα πλαίσια έκδοσης είτε διαταγμάτων αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, είτε ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.

Έχουμε υπόψη μας ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την ταυτότητα του οδηγού του BMW κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν βασικά το αποτέλεσμα της αναγνώρισης του εφεσείοντα από τους Μ.Κ. 8 και 14. Έχουμε επίσης υπόψη την πάγια θέση της νομολογίας ότι το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας, κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων [*663]μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε θέματα αξιοπιστίας. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου            οι διαπιστώσεις κρινόμενες εξ αντικειμένου καταφαίνονται ανυπόστατες ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ή είναι αντίθετες με μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί ή είναι κοινά αποδεκτή. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653, Παπαμιλτιάδους ν. Ιωάννου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1320 και Α. Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 Α.Α.Δ. 254).

Τέλος, έχουμε υπόψη την αρχή σύμφωνα με την οποία εκεί όπου διαπιστώνονται αντιφάσεις στη μαρτυρία, πεδίο επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο όταν οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια. Σε περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί. (Βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και R. v. Pestano and Others [1981] Crim. L.R. 397).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που παρέθεσε και στους οποίους έχουμε αναφερθεί λίγο πιο πάνω, έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 ελλιπή, και ως τέτοια ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Δεν διαπιστώνουμε λόγους που θα δικαιολογούσαν επέμβαση μας στην κατάληξη αυτή.

Σε σχέση με τη διαπιστωθείσα αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας των Μ.Κ. 8 και Μ.Κ. 14 από τη μια και αυτής των Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5 από την άλλη, την οποία επικαλείται η Υπεράσπιση, το Κακουργιοδικείο όχι μόνο την εντόπισε, αλλά και τη σχολιάζει. Έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Το υπενθυμίζουμε:

“Όντως διαπιστώνεται η ύπαρξη αντίφασης μεταξύ της [*664]μαρτυρίας των Μ.Κ. 8 και 14 σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 5 ως προς την κατεύθυνση προς την οποία ο Παντελής Λαζάρου αποπειράθηκε να διαφύγει. Εντούτοις θεωρούμε ότι αυτή οφείλεται σε λανθασμένη, είτε μεταφορά, είτε αντίληψη των γεγονότων όπως αυτά εξηγήθηκαν από τους μάρτυρες οι οποίοι, μεταξύ αυτών των 4 μαρτύρων, συμμετείχαν στην καταδίωξη του ταξί, προς τους μάρτυρες οι οποίοι ετοίμασαν τις ένορκες δηλώσεις για την έκδοση είτε διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είτε ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.”

Θεωρούμε ότι η όλη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, ήτοι η προτίμηση της μαρτυρίας των Μ.Κ. 8 και 14 εκεί που ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 5, ως ασφαλούς υπόβαθρου για την εξαγωγή συμπερασμάτων, όχι μόνο είναι καθόλα επιτρεπτή, αλλά και συνάδει πλήρως με την ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία. Επί τούτου επισημαίνουμε το γεγονός ότι τόσο η μαρτυρία του Μ.Κ. 2 όσο και η μαρτυρία του Μ.Κ. 5 επί της συγκεκριμένης πτυχής των γεγονότων, συνιστά καθαρά εξ ακοής μαρτυρία, σε αντίθεση με την αντίστοιχη πτυχή της μαρτυρίας των Μ.Κ. 8 και 14 που ως αυτόπτες μάρτυρες βίωσαν τα γεγονότα. Η θέση της υπεράσπισης ότι το πιο πάνω συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι προφανές ότι οι μάρτυρες 2 και 5, εφόσον δεν ήταν παρόντες στη σκηνή δεν μπορούσαν να είχαν ιδίαν γνώση των γεγονότων και συνεπώς η σχετική πτυχή της μαρτυρίας τους δεν μπορούσε παρά να είναι εξ ακοής μαρτυρία, και οι δύο τους ανέφεραν ότι πληροφορήθηκαν τα γεγονότα από συναδέλφους τους και μάλιστα ο Μ.Κ. 5 κατονόμασε ως πηγή της γνώσης του επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης, το Μ.Κ. 2, ανακριτή της υπόθεσης.

Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 14 και την προσήγγισε τόσο υπό το φως των συνθηκών που επικρατούσαν κατά το χρόνο που οι δύο μάρτυρες αναγνώρισαν τον εφεσείοντα ως τον οδηγό του BMW, όσο και υπό το φως της διαπιστωθείσας πιο πάνω συγκεκριμένης αντίφασης και γενικά του συνόλου της μαρτυρίας. Είναι η διαπίστωση μας ότι η αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας των εν λόγω δύο μαρτύρων, συνάδει πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές που τέθηκαν στην πολύ γνωστή υπόθεση R. v. Turbull [1976] 63 Cr. App. Rep. 132.

Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ακόμα μια παράμετρο·∙ το άλλο[*665]θι του εφεσείοντα που προκύπτει από την ανώμοτη δήλωση του, όπως το θέμα προβάλλει στο σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και παραθέτουμε πιο κάτω. Σημειώνεται ότι το Κακουργιοδικείο αφού, με παραπομπή σε σχετική με τον τρόπο προσέγγισης τέτοιας μαρτυρίας, νομολογία, επεσήμανε το γεγονός ότι αυτή είναι πειστικής σημασίας παρά αποδεικτικής, κατέληξε να απορρίψει το άλλοθι του εφεσείοντα, το οποίο ο τελευταίος για πρώτη φορά ήγειρε κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει ως εξής:

“Ο κατηγορούμενος 1 ανακρινόμενος μετά τη σύλληψη του σε όλες τις ανώδυνες ερωτήσεις έδωσε κάποια απάντηση ενώ σε όλες τις υπόλοιπες η σταθερή απάντηση του ήταν ότι, ό,τι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο. Δεν μπορούμε να δούμε ή να εντοπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος για να αναφέρει στις ανακριτικές καταθέσεις που του λήφθησαν το σκοπό για τον οποίο βρισκόταν στην Πύλα και στο Πέργαμος τη συγκεκριμένη νύχτα. Ο ισχυρισμός που προβάλλεται μέσα από την ανωμοτί δήλωση του ότι λόγω ταλαιπωρίας και κούρασης και βιολογικής ανάγκης που είχε για ύπνο δεν απαντούσε στις ερωτήσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Έρχεται σε σύγκρουση με τον ισχυρισμό που αναφέρει στην ανώμοτη δήλωση του ότι ο σκοπός που πήγε στην Πύλα και ακολούθως στο Πέργαμος ήταν για να πάει σε καζίνο και νυχτερινό κέντρο για να διασκεδάσει στα κατεχόμενα, γεγονός που σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος σίγουρα θα παρέμενε άυπνος μέχρι τις πρωϊνές ώρες έχοντας μαζί του και το σεβαστό ποσό των €6.000.”

Ούτε στην εν λόγω κατάληξη του Κακουργιοδικείου διαπιστώνουμε λόγους που θα δικαιολογούσαν επέμβασή μας.

Σχετική με την πιο πάνω παράμετρο του πρώτου λόγου έφεσης είναι και η μαρτυρία του Μ.Κ. 6, της οποίας λεπτομέρειες έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω. Αναφορικά με την εν λόγω μαρτυρία, την οποία το Κακουργιοδικείο έκρινε αξιόπιστη, παρατηρούμε τα εξής. Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, στην ουσία περιστράφηκε γύρω από τις συνθήκες και ιδιαίτερα το χρόνο ανακοπής και σύλληψης του εφεσείοντα δυνάμει του δικαστικού εντάλματος στο οδόφραγμα Περγάμου. Κατά την αντεξέταση, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από την Υπεράσπιση στη διαφορά του χρόνου σύλληψης του εφεσείοντα από το μάρτυρα, που όντως παρουσιάζει η ένορκη μαρτυρία του επί του συγκεκριμένου σημείου συγκρινόμενη με την [*666]αντίστοιχη αναφορά στη γραπτή κατάθεση του. Η εξήγηση του μάρτυρα δεν ήταν μόνο σαφής αλλά και πειστική. Ο μάρτυρας δεν περιορίστηκε στο να αποδώσει κατά τρόπο ασαφή και αόριστο τη συγκεκριμένη διαφορά σε λανθασμένη αναφορά στη γραπτή κατάθεση του, αλλά παρουσίασε στο Κακουργιοδικείο και το σημειωματάριο του στο οποίο ήταν καταγραμμένες λεπτομέρειες των σχετικών γεγονότων. Ούτε εδώ διαπιστώνουμε λόγους που θα δικαιολογούσαν επέμβαση μας στην κατάληξη του Κακουργιοδικείου να κρίνει τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα αξιόπιστη.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η προσέγγιση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3, οδηγού του ταξί κατά τον ουσιώδη χρόνο. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το δεύτερο λόγο έφεσης:

“Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και/ή πλημμελώς αξιολόγησε αποδεχόμενο εν μέρει την μαρτυρία του Μ.Κ. 3 Μάριου Χαραλάμπους εμφανώς συνεργού στην υπόθεση της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών, και κατά τρόπον εντελώς αντινομικό αφού επέλεξε μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού και μαζί με την μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 14, εθεμελίωσε τα ευρήματα του, περί ενοχής του εφεσείοντα. Το επιλεγέν μέρος της μαρτυρίας ήταν η κατάθεση που έδωσε ο Μ.Κ. 3 στους ανακριτές στις 4.11.08 (τεκμήριο 3) ευθύς μετά την σύλληψη του, απολογούμενος δια την συμμετοχή του στο αδίκημα. Απέρριψε δε το σύνολο της ένορκης μαρτυρίας του που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία.

Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου, ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν ο κύριος συνεργός εις την υπόθεση και ότι η μαρτυρία του θα έπρεπε να κριθεί εξ υπαρχής ύποπτη ως προς το σημείο που ενοχοποιούσε άλλους και συγκεκριμένα τον εφεσείοντα.

Το Δικαστήριο δεν εδικαιούτο υπό τας περιστάσεις της υποθέσεως και σύμφωνα με την νομολογία να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού και να βασίσει επ’ αυτής την καταδίκη του εφεσείοντα, κατ’ αντίθεση προς την νομολογία η οποία επιτρέπει την χρησιμοποίηση μέρους μαρτυρίας, εάν το μέρος αυτό εναρμονίζεται προς την υπόλοιπη μαρτυρία.

Περαιτέρω το Δικαστήριο ενώ προβαίνει σε εύρημα ότι η ένορ[*667]κη μαρτυρία του Μ.Κ. 3 ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν μαρτυρία με ψευδολογίες, μαρτυρία που βασίζεται σε σκέψεις εκ των υστέρων ότι του ενεποίησε αλγεινότατη εντύπωση, ότι επροκάλεσε στο Δικαστήριο την χειρότερη δυνατή εντύπωση και ότι οι ισχυρισμοί του είναι παράλογοι εν τούτοις βασίζεται μόνον εις την κατάθεση του στους ανακριτές και επ’ αυτής καταδικάζει τον εφεσείοντα.

Εν τέλει το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία εις τους ισχυρισμούς του Μ.Κ. 3 ότι, εβασανίσθη και κατεπιέσθη να δώσει την μαρτυρία ενοχοποιώντας τον εφεσείοντα ως όφειλε να το πράξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και των συνθηκών υπό τις οποίες ελήφθη η κατάθεση του εις την αστυνομία ημερομηνίας 4.11.08 την οποία επιλεκτικά εδέχθη ως αληθή για να καταδικάσει τον εφεσείοντα.”

Έχουμε ήδη παραθέσει αυτούσια τόσο την εκδοχή του Μ.Κ. 3, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την πρώτη κατάθεση του στην αστυνομία, όσο και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα από το Κακουργιοδικείο. Γι’ αυτό θεωρούμε περιττό να τα επαναλάβουμε.

Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο, στην περίπτωση μας το Κακουργιοδικείο, έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται σε συγκεκριμένο περιορισμό. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης του. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης. (Βλ. Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).

Στην περίπτωση μας το περιεχόμενο των καταθέσεων που ο Μ.Κ. 3 έδωσε στην αστυνομία, με την υιοθέτηση του από το μάρτυρα ενόρκως ως μέρος της κύριας εξέτασής του, κατέστη μαρτυρία και συνεπώς μέρος του αποδεικτικού υλικού υποκείμενου σε αξιολόγηση.

Κατά την ένορκη μαρτυρία του, ο Μ.Κ. 3, αποστασιοποιήθηκε, γεγονός που εντοπίστηκε και διαπιστώθηκε και από το Κακουργιοδικείο, από το μέρος εκείνο των καταθέσεων του που είχε ήδη καταστεί μαρτυρία στην υπόθεση και το οποίο έδειχνε ότι το πρόσωπο, τις εντολές του οποίου ακολουθούσε κατά τη διαδρομή και [*668]με τις εντολές του οποίου αφού παραλάβει την εφεσείουσα «να την φέρει σε αυτόν», ήταν ο εφεσείων. Με άλλα λόγια, κατά την ένορκη μαρτυρία του ο μάρτυρας αποστασιοποιήθηκε από τη πτυχή της μαρτυρίας του που ενέπλεκε τον εφεσείοντα.

Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο δεν αντιμετώπισε τον Χαραλάμπους (Μ.Κ. 3) είτε ως συνεργό ή συναυτουργό, είτε ως μάρτυρα με ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει, ούτε και προσήγγισε τη μαρτυρία του με τις επιφυλάξεις εκείνες που η νομολογία επιβάλλει στην αξιολόγηση μαρτυρίας μαρτύρων αυτών των κατηγοριών. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τη μαρτυρία για να διαπιστώσει, διαπίστωση στην οποία και καταλήγουμε, ότι οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ο εν λόγω μάρτυρας συνεργός ή συναυτουργός ή τουλάχιστον ως μάρτυρας με ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει, ουδόλως ικανοποιούνται. Ούτε ο ίδιος παραδέχεται κάτι τέτοιο ούτε η μαρτυρία του, κρινόμενη από μόνη της ή σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, εγείρει θέμα δικής του εμπλοκής στη διάπραξη των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει οτιδήποτε που να τείνει να καταδείξει ότι, σε οποιοδήποτε στάδιο πριν την ανακοπή και σύλληψη του μάρτυρα, είχε περιέλθει σε γνώση του η φύση του περιεχομένου της βαλίτσας που η εφεσείουσα μετέφερε, και γενικά η ύπαρξη των ναρκωτικών. (Βλ. Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24, Ρόπας ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και R. v. Beck [1982] 1 All E.R. 807). Πέραν τούτου, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, σε κάποιο στάδιο της κύριας εξέτασης του και καθόλη τη διάρκεια της αντεξέτασής του, ο μάρτυρας αποστασιοποιήθηκε από το μέρος εκείνο της εκδοχής του που ενέπλεκε τον εφεσείοντα. Η Υπεράσπιση, προφανώς γιατί η στάση αυτή του Μ.Κ. 3 συνέπλεε με τις δικές της θέσεις, δεν τον θεώρησε είτε ως συνεργό/συναυτουργό είτε ως πρόσωπο που είχε ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσει. Έχουμε την άποψη ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3 και ο τρόπος προσέγγισης της από το Κακουργιοδικείο, δεν είναι εσφαλμένη.

Έχουμε παραθέσει πιο πάνω αυτούσια την αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3, την οποία και έχουμε διεξέλθει προσεκτικά. Διαπιστώνουμε ότι η απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3 συνοδευόταν από αιτιολογία. Συνιστά επίσης διαπίστωση μας ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν είναι ασαφής και αόριστη, αλλά δίνεται με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Επομένως, δεν διαπιστώνουμε λόγους που θα δικαιο[*669]λογούσαν επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Κακουργιοδικείου υπέρ της αποδοχής, ως αξιόπιστης, μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ. 3.

Ενόψει των πιο πάνω, ούτε ο λόγος έφεσης 2 μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ούτε ο λόγος έφεσης 4, η ουσία του οποίου συμπίπτει απόλυτα με την ουσία των λόγων έφεσης 1 και 2, μπορεί να πετύχει και συνεπώς απορρίπτεται. Υπενθυμίζουμε ότι και οι τρεις συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της προσέγγισης και αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας των Μ.Κ. 3, 6, 8 και 14.

Τον ίδιο ουσιαστικά με τους πιο πάνω λόγους έφεσης στόχο έχουν και οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 6, τους οποίους όμως, λόγω της ιδιαιτερότητας κάποιων από τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια τους, θα τους εξετάσουμε ως μια ενότητα. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 6 συγκρινόμενοι τόσο μεταξύ τους όσο και με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 που έχουν ήδη εξεταστεί, σε ένα μεγάλο βαθμό αλληλοκαλύπτονται, ενώ ένας σημαντικός αριθμός ζητημάτων που εγείρονται στα πλαίσια ενός εκάστου από αυτούς, όπως και οι σχετικές με τα εν λόγω ζητήματα εισηγήσεις της Υπεράσπισης, συμπίπτουν απόλυτα. Στο βαθμό και την έκταση που διαπιστώνεται τέτοια σύμπτωση, υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε τα όσα σχετικά έχουν λεχθεί πιο πάνω στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 1, 2 και 4.

Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως μη ορθή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι «ο εφεσείων ήταν ένοχος των αδικημάτων του κατηγορητηρίου και με βάση την ενώπιον του περιστατική μαρτυρία». Επίσης, η απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται και γιατί «πάσχει λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και ως εκ του λόγου τούτου είναι μη ασφαλής και μη ικανοποιητική (unsafe and unsatisfactory)».

Με το λόγο έφεσης 5 προβάλλεται η θέση ότι «η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής είναι μολυσμένη ευθύς από την αρχή σε τέτοιο σημείο που κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταδικάσει κατηγορούμενο πρόσωπο χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία η οποία να ενοχοποιεί τον εφεσείοντα αφ’ εαυτής».

Τέλος, στόχος του λόγου έφεσης 6 είναι η ορθότητα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου περί ενοχής του εφεσείοντα για τα [*670]αδικήματα της συνωμοσίας και εισαγωγής, ως και κατοχής, ναρκωτικών. Είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι τα συστατικά στοιχεία των εν λόγω αδικημάτων δεν έχουν αποδειχθεί. Είναι επίσης η θέση της Υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο «υπήγαγε πραγματικά γεγονότα ανύπαρκτα σε βάρος του εφεσείοντα», ενώ παράλληλα ενεργούσε υπό νομική πλάνη όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου.

Κατ’ αρχήν κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τη θεμελιακή αρχή ότι εκεί όπου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εδράζεται πάνω σε περιστατική μαρτυρία, η εν λόγω μαρτυρία όχι μόνο θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά και δεν θα πρέπει να συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. (Βλ. Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444 και Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).

Σκόπιμο επίσης θεωρούμε, και αυτό ενόψει των ζητημάτων που εγείρονται στα πλαίσια του λόγου έφεσης 6, να ασχοληθούμε σε αυτό το στάδιο με τα αδικήματα, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος. Σημειώνουμε ότι τα εν λόγω αδικήματα, όπως και στις λεπτομέρειες αδικήματος ενός εκάστου από αυτά, έχουμε κάμει λεπτομερή αναφορά στα πολύ αρχικά στάδια της απόφασης μας (βλ. σελ. 641 και 642 πιο πάνω).

Το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέραν από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. Αν ένας κατηγορούμενος αθωωθεί στην κατηγορία για τη διάπραξη ενός αδικήματος, δεν έπεται ότι θα πρέπει να απαλλαγεί και στην κατηγορία με την οποία κατηγορείται για συνωμοσία διάπραξης εκείνου του αδικήματος (Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134).

Η συνωμοσία, εκτός της ύπαρξης συμφωνίας, περιλαμβάνει και το στοιχείο της πρόθεσης (mens rea) και για τούτο, η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια είτε άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύ[*671]ει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ’ ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό (R. v. Thompson, 50 Cr. App. R. 1).

Σχετικά με την έννοια του όρου «κατοχή», όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, καθώς επίσης και σχετικά με την έννοια του όρου «κατοχή με σκοπό την προμήθεια», όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στα πλαίσια του ίδιου Νόμου, παρατηρούμε τα πιο κάτω:

«Κατοχή» σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 211). Στον όρο «κατοχή» η νομολογία είχε δώσει ευρεία έννοια. Καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η απαγορευμένη ουσία, βρίσκεται μεν στη φυσική κατοχή ή φύλαξη τρίτου, ο κατηγορούμενος όμως συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της. Συνεπώς η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409). Η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση βρίσκει έρεισμα και σε νομοθετικές πρόνοιες. Σχετικό είναι το Άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου «… παν πρόσωπο θεωρείται ως έχων εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα, τελούντα υπό τον έλεγχο αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό τη φύλαξη ετέρου προσώπου». Τέλος, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).

Για σκοπούς του αδικήματος της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, προσθέτουμε τα εξής: Το Άρθρο 30Α του Νόμου, έχει θεσπίσει μαχητό τεκμήριο απόδειξης της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο πρόσωπο. Σύμφωνα με αυτό, εφόσον καταδειχθεί ότι πρόσωπο κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο η ποσότητα του οποίου υπερβαίνει την υπό του Νόμου καθοριζομένη, τότε αυτός θεωρείται ότι κατείχε το φάρμακο με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο. Για την περίπτωση της κάνναβης, η ύποπτη ποσότητα ικανοποιούσα το τεκμήριο είναι 30 ή περισσότερα γραμμάρια, ποσότητα που στην παρούσα υπόθεση υπερβαίνει κατά πολύ το όριο της ποσότητας που κάποιος θα εδικαιολογείτο να έχει για δική του χρήση.

[*672]Επανερχόμενοι στην παρούσα περίπτωση, σημειώνουμε ότι έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω (βλ. σελίδες 656-660) το σκεπτικό με βάση το οποίο το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στα περί ενοχής του εφεσείοντα συμπεράσματά του. Με τη θέση της Υπεράσπισης, ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι τρωτή γιατί η μαρτυρία του Μ.Κ. 3 θα έπρεπε να είχε προσεγγιστεί με τις επιφυλάξεις εκείνες που η νομολογία επιβάλλει για την αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού/συναυτουργού ή μάρτυρα με ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσει, έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω. Υιοθετούμε τα όσα έχουμε πει και τα επαναλαμβάνουμε.

Σε σχέση με τη θέση της Υπεράσπισης αναφορικά με την προσέγγιση και την αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας της εφεσείουσας στην έφεση 178/2009, παρατηρούμε τα εξής: Η εφεσείουσα στην έφεση 178/2009 κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ενόρκως. Στα πλαίσια της μαρτυρίας της υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεων της στην αστυνομία, με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί μέρος του αποδεικτικού υλικού. Επομένως, η θέση της Υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε το περιεχόμενο των καταθέσεων της εφεσείουσας στην αστυνομία και το χρησιμοποίησε εναντίον του εφεσείοντα, δεν αποδίδει ορθά τη διάσταση των πραγμάτων. Εκείνο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε δεν είναι τις καταθέσεις της εφεσείουσας στην αστυνομία αλλά την ένορκη μαρτυρία της, μέρος της οποίας αποτελεί και το περιεχόμενο των εν λόγω καταθέσεων.

Η Υπεράσπιση ισχυρίζεται επίσης ότι, εφόσον η εφεσείουσα στην έφεση 178/2009 είναι συνεργός/συναυτουργός και/ή πρόσωπο με ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσει, η μαρτυρία της θα έπρεπε να είχε προσεγγιστεί και αξιολογηθεί με τις επιφυλάξεις που η νομολογία επιβάλλει σε τέτοιες περιπτώσεις. Εφόσον το Κακουργιοδικείο δεν ενήργησε με αυτό τον τρόπο, τότε η απόφαση του είναι, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, τρωτή. Επί της συγκεκριμένης θέσης παρατηρούμε τα πιο κάτω:

(α) Η εφεσείουσα στην έφεση 178/2009 κατέθεσε ενόρκως στο Κακουργιοδικείο για σκοπούς υπεράσπισης της και όχι ως μάρτυρας κατηγορίας.

(β) Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, διαπιστώσεις οι οποίες δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση και με τις οποίες συμφωνούμε, ένας από τους στόχους της εφεσείουσας ήταν όπως, με τη μαρτυρία της βοηθήσει τον εφεσείοντα και όχι να τον ενοχοποιήσει.

[*673]Επομένως, η μη προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας ως συνεργού/συναυτουργού ή μάρτυρα με ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσει, καθίσταται υπό τις περιστάσεις θέμα θεωρητικό. Εξάλλου, τα περί ενοχής του εφεσείοντα συμπεράσματα βρίσκουν ασφαλές έρεισμα σε αυτές τις ίδιες τις ενέργειες και πράξεις στις οποίες ο εφεσείων, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, προέβη και οι οποίες απαριθμούνται στο σκεπτικό του.

Ήταν επίσης η θέση της Υπεράσπισης ότι τα περί ενοχής του εφεσείοντα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, δεν είναι ασφαλή, καθότι δεν τεκμηριώνονται επαρκώς από την ενώπιον του μαρτυρία, την οποία η Υπεράσπιση χαρακτηρίζει ως «μολυσμένη» επιβάλλουσα, σύμφωνα πάντα με την Υπεράσπιση την αναγκαιότητα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.

Ούτε η πιο πάνω θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Έχουμε ήδη κάμει εκτενή αναφορά τόσο στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου όσο και στο σκεπτικό που οδήγησε το Κακουργιοδικείο στην καταδικαστική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στα αδικήματα που ο εφεσείων αντιμετώπιζε και ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία ενός εκάστου από αυτά, χωριστά, και αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ότι η εν λόγω μαρτυρία συνιστούσε ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων ενοχής του εφεσείοντα. Με άλλα λόγια έκρινε ότι η εν λόγω μαρτυρία, όχι μόνο συμβιβάζεται με την ενοχή του εφεσείοντα, αλλά και ότι δεν συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος. Συμφωνούμε με την κρίση του Δικαστηρίου. Το σκεπτικό με βάση το οποίο κατέληξε στη συγκεκριμένη κρίση του, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Επομένως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας.

Ενόψει των πιο πάνω, ούτε οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 6 μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

Με το λόγο έφεσης 7 προωθείται η θέση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη γιατί «οι ανακριτικές αρχές παρέλειψαν να προβούν σε πλήρη και αμερόληπτη εξέταση των διαφόρων στοιχείων και περιστατικών τα οποία περιβάλλουν την υπόθεση με αποτέλεσμα να ευρίσκεται ο εφεσείων εις δυσμενή θέση κατά τρόπον ανεπίτρεπτο σύμφωνα με τις αρχές δικαίου που αφορούν την έννοια της δίκαιης δίκης (fair trial)».

[*674]Για σκοπούς τεκμηρίωσης της πιο πάνω θέσης της η Υπεράσπιση ισχυρίστηκε τα πιο κάτω:

I. Όταν συνέλαβαν τον εφεσείοντα και τον ανέκριναν κατά τις αυγινές ώρες στις 4/11/08 επέμεναν να λάβουν απαντήσεις από τον ίδιο ενώ αυτός ευρίσκετο σε πλήρη σχεδόν αποδιοργάνωση των σωματικών και κατ’ επέκταση πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων.

ΙΙ. Ανάλογη διαγωγή επέδειξαν οι ανακριτές καταπιέζοντας τον ΜΚ3 Μάριο Χαραλάμπους δια να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα και ευθύς ως αυτός ενέδωσε τον απέλυσαν διότι δήθεν δεν προέκυψε τίποτε το ενοχοποιητικό εις βάρος του.

ΙΙΙ. Για να παραποιείσουν το Δικαστήριο προς το οποίον ο                Ανακριτής απευθύνθηκε για την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, εδήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δήθεν ο ΜΚ3 Μάριος Χαραλάμπους ήταν ύποπτος και αντεξεταζόμενοι ανέφεραν το πρωτάκουστο ότι αν έλεγαν κάτι διαφορετικό δεν θα τους εδίδετο το διάταγμα (σελίς 92 τέλος και 95 τέλος των πρακτικών).

IV. Ενώ είχαν εις χείρας τους αριθμούς τηλεφώνων με τα οποία επικοινώνησε η κατηγορούμενη 2 με το εξωτερικό και πληροφόρησε για την άφιξη της στην Κύπρο, οι ανακριτικές αρχές ενώ πληροφορήθηκαν τα ονόματα των συνδρομητών των τηλεφώνων αυτών, δεν επεδίωξαν να ανακρίνουν τα πρόσωπα αυτά δια να διαλευκανθεί η υπόθεση.

Ειδικά ενώ είχαν εις χείρας των τον αριθμό Ολλανδικού τηλεφώνου με το οποίο επικοινώνησε η κατηγορούμενη 2 μόλις αφίχθη στην Κύπρο, δεν ζήτησαν να ανευρεθεί ο ιδιοκτήτης/συνδρομητής του τηλεφώνου αυτού με αποτέλεσμα να θεωρήσει το Δικαστήριο ότι αυτός ήταν ο εφεσείοντας και να τον καταδικάσει.

V. Ενώ οι ανακριτικές αρχές εγνώριζαν το όνομα και τη διεύθυνση του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη ταξί Ισμαήλ Τσιαούσογλου δεν επεδίωξαν να τον ανεύρουν μέσω των ανδρών της ειρηνευτικής δύναμης Κύπρου για να τον παρουσιάσουν στο Δικαστήριο ώστε να διαπιστωθεί το άλλοθι του κατηγορούμενου.”

Είμαστε της άποψης ότι τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω, στα [*675]πλαίσια των λόγων έφεσης 1-6 καλύπτουν πλήρως και τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης. Συνακόλουθα, η απόρριψη των λόγων έφεσης 1-6 σφραγίζει και τη μοίρα του λόγου έφεσης 7, ο οποίος και απορρίπτεται.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση 172/2009 κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Έφεση 172/2009 κατά της ποινής

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο ποινές φυλάκισης 5 ετών (1η κατηγορία) και 13 ετών (κατηγορίες 2 και 4), αντίστοιχα. Στην 3η κατηγορία δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή γιατί τα γεγονότα της καλύπτονται από τα γεγονότα της 4ης κατηγορίας. Το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

Με την έφεση κατά της ποινής ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, ενόψει του νεαρού της ηλικίας του, του λευκού ποινικού μητρώου του, όπως και του ρόλου που διαδραμάτισε στην όλη υπόθεση, τον οποίο η Υπεράσπιση χαρακτηρίζει ως «επουσιώδη», η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, «είναι προφανώς και/ή έκδηλα υπερβολική». Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων είναι ηλικίας 27 χρόνων.

Κατ’ αρχή θα πρέπει να πούμε ότι ο ρόλος και η εμπλοκή του εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση, κάθε άλλο παρά «επουσιώδης» μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε το γεγονός ότι τελικός παραλήπτης των ναρκωτικών ήταν ο εφεσείοντας, για λογαριασμό του οποίου τα ναρκωτικά εισήχθησαν στην Κύπρο, καθώς επίσης και ότι αυτός ήταν και το πρόσωπο που έδινε τις εντολές και τις οδηγίες για τη διακίνησή τους, κατά τη διάρκεια της διαδρομής του ταξί.

Πιστεύουμε ότι κοινοτυπούμε και επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, επισημαίνοντας πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικό λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα [*676]με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά τη αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική. Όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί οι έμποροι των ναρκωτικών θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τις συνέπειες των απεχθών πράξεων τους. Θα πρέπει να υπολογίζουν τις επιπτώσεις της σύλληψης και καταδίκης τους.

Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εξουδετερώνει βέβαια το στοιχείο της εξατομίκευσης της ποινής, το οποίο όμως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνουμε ότι η ποινή που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα είναι αυστηρή, δεν είναι όμως έκδηλα υπερβολική έτσι ώστε να δικαιολογείται επέμβασή μας. Κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή αποτελεί ορθό μέτρο αντιμετώπισης του εφεσείοντα.

Ως αποτέλεσμα και η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

Έφεση 178/2009 κατά της ποινής

Στην εφεσείουσα επιβλήθηκαν οι ίδιες ποινές φυλάκισης με αυτές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στην έφεση 172/2009.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, σχολιάζοντας τις ποινές που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο στην πελάτιδα του, στη βάση αποκλειστικά, όπως διευκρίνισε της αρχής της διαφοροποίησης των ποινών, εισηγήθηκε τη μείωση της.

Η θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Ο περιορισμένος, σε σύγκριση με το ρόλο του εφεσείοντα στην έφεση 172/2009, ρόλος της εφεσείουσας, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις της, όπως αυτές αναδύονται μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, δικαιολογούν κατά τη γνώμη μας την επέμβαση του Εφετείου στη βάση που  το θέμα τέθηκε από την Υπεράσπιση.

Αναφορικά με το ρόλο της εφεσείουσας στην παρούσα υπόθεση, είναι πιστεύουμε αρκετό να σημειώσουμε ότι αυτός, σε αντίθεση με το ρόλο του εφεσείοντα στην έφεση 172/2009 για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά, ήταν αυτός του μεταφορέα. Αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας είναι αρκετό να σημειώσουμε την προβληματική υγεία της, ως [*677]αποτέλεσμα της οποίας λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή εδώ και 20 χρόνια, το γεγονός ότι μεγάλωσε σε κρατικό ίδρυμα στο οποίο τοποθετήθηκε όταν ήταν έξι περίπου χρόνων, καθώς επίσης και το γεγονός ότι είναι μητέρα δύο παιδιών.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση 178/2009, επιτυγχάνει. Η ποινή των 13 ετών που επιβλήθηκε στη 2η και 4η κατηγορία ακυρούται και αντικαθίσταται με την ποινή της φυλάκισης 9 ετών σε κάθε μια από τις εν λόγω κατηγορίες. Οι ποινές, όπως και η ποινή των 5 ετών που έχει επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο στην 1η κατηγορία να συντρέχουν.

Η έφεση 172/2009 απορρίπτεται. Η έφεση 178/2009 επιτρέπεται. Η ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο