Vedat Hussein ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 1

(2011) 2 ΑΑΔ 1

[*1]21 Ιανουαρίου, 2011

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

HUSSEIN VEDAT,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 102/2010)

 

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Διάρρηξη και κλοπή περιπτέρου ― Συμπέρασμα ενοχής κατηγορουμένου στη βάση κατά το πλείστον περιστατικής μαρτυρίας, ήτοι, εντοπισμού του γενετικού του υλικού επί δικών του αντικειμένων, τα οποία βρέθηκαν στην σκηνή διάπραξης του αδικήματος ― Κατά πόσο αποδείχθηκε η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της εμπλοκής του κατηγορουμένου, ώστε να είναι ασφαλές το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για διάρρηξη και κλοπή περιπτέ[*2]ρου ― Ακυρώθηκε κατ’ έφεση λόγω της δημιουργίας τουλάχιστον υποβόσκουσας αμφιβολίας ως προς το συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αυτόπτες μάρτυρες ― Αναγνωριστική παράταξη ― Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή ― Κατά πόσο οδήγησε στην ταύτιση του κατηγορουμένου με το άτομο το οποίο διέπραξε το αδίκημα.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της διάρρηξης και κλοπής περιπτέρου, η οποία διαπράχθηκε τη νύκτα της 12ης Ιουνίου 2009. Αυτόπτης μάρτυρας, μετά τη διάρρηξη, πρόσεξε τρία πρόσωπα που κρατούσαν δύο κιβώτια. Οι δύο, που κρατούσαν το ένα κιβώτιο, έτρεξαν και εξαφανίστηκαν χωρίς να τους προσέξει ιδιαίτερα αφού, όπως είπε, δεν τους είδε πολύ καλά. Ο τρίτος, που κρατούσε το άλλο κιβώτιο, σταμάτησε όταν το κιβώτιο του έπεσε και στη συνέχεια, αφήνοντάς το εκεί, εξαφανίστηκε και αυτός. Διαπιστώθηκε από την αστυνομία ότι το κιβώτιο περιείχε προϊόντα καπνού που, όπως εξακριβώθηκε στη συνέχεια, είχαν κλαπεί μετά από διάρρηξη που είχε γίνει σε παρακείμενο περίπτερο την ίδια νύκτα. Άλλα κλαπέντα από το περίπτερο δεν εντοπίσθηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος, στηριζόμενο κατά το πλείστον σε περιστατική μαρτυρία, ήτοι, στην ανεύρεση του γενετικού του υλικού σε μία μάλλινη κουκούλα η οποία είχε ανευρεθεί εντός του κιβωτίου όπου είχαν τεθεί τα κλαπέντα από το περίπτερο προϊόντα και σε ένα ζεύγος μάλλινα γάντια τα οποία είχαν ανευρεθεί κοντά στο κιβώτιο αυτό. Τα άλλα στοιχεία τα οποία υπολόγισε το Δικαστήριο ήσαν κυρίως το ότι στη διάρρηξη και στη μεταφορά των κλοπιμαίων εμφαίνεται να εμπλέκετο όχι μόνο το ένα πρόσωπο που κρατούσε τα ανευρεθέντα κλοπιμαία και που ασφαλώς δεν ήταν ο εφεσείων αλλά και άλλα δύο πρόσωπα που διέφυγαν με άλλο κιβώτιο.

Ο εφεσείων, με την ανώμοτη δήλωσή του, αποσύνδεσε τον εαυτό του με τη διάρρηξη, αναφέροντας ότι ο ίδιος, που διαμένει σε πολυκατοικία 31 διαμερισμάτων, είχε φυλάξει, σε αποθήκη που χρησιμοποιείται από όλους τους ενοίκους και δεν κλειδώνεται, κουκούλα (που ο ίδιος θεωρούσε σκούφο) και γάντια όπως αυτά που τα είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, όταν δε τα αναζήτησε εκεί η σύζυγός του, μετά που προέκυψε το θέμα κατά την ανάκρισή του, δεν τα βρήκε. Αυτά βεβαίωσε και η σύζυγός του ως Μ.Υ.1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της υπεράσπισης βασιζόμενο και στο ότι ο εφεσείων και η σύζυγός του δεν ανέφεραν στην Αστυνομία πριν τη δίκη οτιδήποτε σε σχέση με την μη ανεύ[*3]ρεση της κουκούλας και των γαντιών μετά από αναζήτησή τους.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση εναντίον της καταδίκης του. Η έφεση απευθύνεται τόσο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και στο συμπέρασμα ενοχής. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι:

1) Σημειώθηκε αντίφαση σχετικά με τη διεξαχθείσα αναγνωριστική παράταξη, την οποία (αντίφαση) το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε μόνο φαινομενική.

2) Η απόρριψη της εξήγησής του ως προς την κουκούλα και τα γάντια, ήταν ανεπαρκής, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι δεν μπορούσε να υπήρχε άλλη λογική εξήγηση για την ανεύρεση του γενετικού του υλικού επ’ αυτών, πλην της εμπλοκής του στη ληστεία.

3) Κακώς το Δικαστήριο αξιολόγησε την εκδοχή του ως αναξιόπιστη βασιζόμενο, πέραν των ανωτέρω, και στο ότι η κατάθεσή του στην Αστυνομία ήταν επί των δικών της δεδομένων αναληθής.

4) Δεν δικαιολογείτο, προκειμένου περί περιστατικής μαρτυρίας, το συμπέρασμα ότι αυτός συμμετείχε στη διάρρηξη μόνο ως εκ του ότι το γενετικό υλικό του βρέθηκε στην κουκούλα και στα γάντια που όντως του ανήκαν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αναγνώριση του εφεσείοντος από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν έγινε σύντομα μετά τη διάρρηξη (12.6.2009) αλλά μετά τη σύλληψη του εφεσείοντος (2.4.2010), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η απαιτούμενη βεβαιότητα ως προς την ταύτιση του εφεσείοντος με το πρόσωπο του άγνωστου άντρα το οποίο οι ΜΚ5 και ΜΚ6 είδαν τη δεδομένη στιγμή να έχει στην κατοχή του το επίδικο κιβώτιο με τα κλαπέντα καπνικά προϊόντα. Είναι βεβαίως κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων δεν ήταν το πρόσωπο εκείνο, στην περιγραφή του οποίου και δεν ανταποκρίνεται, ενώ τόσο ο Μ.Κ.5 όσο και ο Μ.Κ.6 δεν τον αναγνώρισαν ως το πρόσωπο εκείνο όταν τον είδαν στο εδώλιο, και ότι και το ίδιο το Δικαστήριο δεν είναι με εκείνο αλλά με τον ένα εκ των δύο διαφυγόντων που είχε ταυτίσει τον εφεσείοντα. Παραμένει όμως το ερώτημα, ή τουλάχιστον σύγχυση, αν υπήρχαν άλλοι αυτόπτες μάρτυρες που δεν εκλήθησαν.

2.  Η παράλειψη του εφεσείοντος να θέσει εξ αρχής την εκδοχή του [*4]στην Αστυνομία σε σχέση με την κουκούλα και τα γάντια – εκδοχή την οποία το Δικαστήριο θεώρησε εκ των υστέρων σκέψη – δεν συνιστούσε επαρκώς ασφαλή βάση για την απόρριψη της. Και αυτό, ενόψει του ότι δεν παρήλθε πολύς χρόνος μεταξύ της κατάθεσής του αλλά και της καταχώρησης της υπόθεσης και της δίκης, ώστε να μην αναμένετο λογικά ότι ο εφεσείων θα έθετε την εκδοχή του στην Αστυνομία ενώ η υπόθεση βρισκόταν ακόμα υπό διερεύνηση.

3.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την διαπίστωση της αναξιοπιστίας του εφεσείοντος, δεν ήταν ορθή, αφού οι συλλογισμοί και τα ερωτήματά του δεν έχουν τη δέουσα βεβαιότητα.

4.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν ένα από τα άλλα δύο πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στη διάπραξη της ληστείας είναι ανασφαλές. Η ταύτιση του εφεσείοντος με το ένα από τα δύο πρόσωπα που εθεάθησαν μπορούσε με ασφάλεια να εγίνετο μόνο αν η εκδοχή του για την κουκούλα και τα γάντια ήταν εντελώς απορριπτέα ώστε η κατοχή τους από ένα εκ των φερομένων δραστών να παρέμενε χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση.

5.  Τα ακόλουθα – μεταξύ άλλων – στοιχεία δημιουργούν τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς το κατά πόσο το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα επί της περιστατικής μαρτυρίας:

     Η απουσία της άμεσης εναπόθεσης του γενετικού υλικού του εφεσείοντος στο χώρο της διάρρηξης, αλλά μόνο σε αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάπραξή της, σε συνδυασμό με το ότι τα εν λόγω αντικείμενα ήσαν στην κατοχή άλλου προσώπου, η αδυναμία προσδιορισμού του χρόνου εναπόθεσης του γενετικού υλικού, και το ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε άλλως να συνδεθεί με τη διάρρηξη.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525.

[*5]Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παντελή, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8009/10), ημερομηνίας 3/6/10.

Τ. Κατρίν, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Λίγο πριν τα μεσάνυκτα της 12ης Ιουνίου 2009 ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτου και η αρραβωνιαστικιά του Σοφία Μαυρουδή, πηγαίνοντας βόλτα με το αυτοκίνητό τους, έγιναν μάρτυρες ορισμένων γεγονότων που συνθέτουν την ενώπιόν μας υπόθεση. Ο Χρήστος, που οδηγούσε, πρόσεξε τρία πρόσωπα που κρατούσαν δύο κιβώτια. Οι δύο, που κρατούσαν το ένα κιβώτιο, έτρεξαν και εξαφανίστηκαν χωρίς να τους προσέξει ιδιαίτερα αφού, όπως είπε, δεν τους είδε πολύ καλά. Ο τρίτος, που κρατούσε το άλλο κιβώτιο, σταμάτησε όταν το κιβώτιο του έπεσε και στη συνέχεια, αφήνοντας το εκεί, εξαφανίστηκε και αυτός. Αυτόν ο Χρήστος τον περίγραψε ως «αρκετά χοντρό» γύρω στα 25 και με κοντά μαλλιά, αναφέροντας ότι ο δρόμος εκεί ήταν πολύ φωτεινός, μάλιστα δε ο ίδιος άναψε τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου όταν τους είδε. Η Σοφία δεν είδε τους άλλους δύο, είδε όμως τον τρίτο, περιγράφοντας τον ως μέτριου αναστήματος και «γεμάτο», πιθανόν Κύπριο, γύρω στα 25. Ο Χρήστος και η Σοφία σταμάτησαν κοντά στο κιβώτιο που είχε πέσει και ειδοποίησαν την Αστυνομία. Διαπιστώθηκε ότι το κιβώτιο περιείχε προϊόντα καπνού που, όπως εξακριβώθηκε στη συνέχεια, είχαν κλαπεί μετά από διάρρηξη που είχε γίνει σε παρακείμενο περίπτερο την ίδια νύκτα.  Άλλα κλαπέντα από το περίπτερο δεν εντοπίσθησαν. Μέσα στο κιβώτιο όμως ανευρέθη και μία μάλλινη κουκούλα, ενώ κοντά σε αυτό ανευρέθησαν ένα λιβέρι, ένας γλύπτης και ένα ζεύγος μάλλινα γάντια. Στην κουκούλα και στα γάντια εντοπίσθηκε μεικτό γενετικό υλικό, η κύρια συνεισφορά του οποίου ταυτίσθηκε με το γενετικό υλικό του Εφεσείοντα. Δεν ανευρέθη γενετικό υλικό στο λιβέρι και στο γλύπτη, ούτε σε διάφορα σημεία του περιπτέρου από τα οποία ελήφθησαν επιχρίσματα, ενώ δεν ελήφθησαν επιχρίσματα από το κιβώτιο ούτε εξετάσθηκε αυτό δακτυλοσκοπικώς. [*6]Διενεργήθηκε μια αναγνωριστική παράταξη πριν από τη σύλληψη του Εφεσείοντα, ο οποίος βεβαίως δεν περιλαμβάνετο σε αυτή, ενώπιον της Σοφίας (Μ.Κ.5), αλλά δεν διεξήχθη αναγνωριστική παράταξη του Εφεσείοντα ενώπιον είτε της Μ.Κ.5 είτε του Χρήστου (Μ.Κ.6) μετά τη σύλληψη του Εφεσείοντα. Κατά τη διάρκεια της δίκης όμως οι Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6 ερωτήθησαν σχετικά με την αναγνώριση στην κυρίως εξέτασή τους. Η Μ.Κ.5, ερωτηθείσα αν αναγνωρίζει μέσα στο δικαστήριο το πρόσωπο που είχε περιγράψει στην κατάθεσή της, απάντησε αρνητικά, ενώ ο Μ.Κ.6, ερωτηθείς αν από τα τρία πρόσωπα που είχε δει έβλεπε κάποιο στο δικαστήριο απάντησε «όχι, δεν μπορώ να αναγνωρίσω».

Ο Εφεσείων απεδέχθη όλα αυτά. Αποσύνδεσε όμως, με την ανώμοτη δήλωσή του, τον εαυτό του από τη διάρρηξη, αναφέροντας ότι ο ίδιος, που διαμένει σε πολυκατοικία 31 διαμερισμάτων, είχε φυλάξει, σε αποθήκη που χρησιμοποιείται από όλους τους ενοίκους και δεν κλειδώνεται, κουκούλα (που ο ίδιος θεωρούσε σκούφο) και γάντια όπως αυτά που τα είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, όταν δε τα αναζήτησε εκεί η σύζυγός του, μετά που προέκυψε το θέμα κατά την ανάκρισή του, δεν τα βρήκε. Αυτά βεβαίωσε και η σύζυγός του ως Μ.Υ.1.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Αστυνομίας και απόρριψε εκείνη της υπεράσπισης, βασιζόμενος και στο ότι ο Εφεσείων και η σύζυγός του δεν είχαν αναφέρει στην Αστυνομία πριν από τη δίκη οτιδήποτε για το ότι η κουκούλα και τα γάντια είχαν αφεθεί στην αποθήκη και ότι όταν τα αναζήτησαν δεν τα βρήκαν.

Επ’ αυτής της άποψης της μαρτυρίας, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, παρατηρώντας ότι η μαρτυρία κατά του Εφεσείοντα ήταν εξ ολοκλήρου περιστατική και ότι, εφ’ όσον η εκδοχή του Εφεσείοντα εκρίθη ως αναξιόπιστη, η μαρτυρία του γενετικού υλικού θα έπρεπε να αξιολογηθεί αφ’ εαυτής, θεώρησε ότι το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν εκείνο της ενοχής του Εφεσείοντα. Με δεδομένη τη διάρρηξη του παρακείμενου περιπτέρου και την κλοπή από αυτό του κιβωτίου με καπνικά προϊόντα που ανευρέθη, ανέφερε ότι:

«Συνάγεται συναφώς ότι ο άγνωστος άντρας που είδαν οι ΜΚ5 και ΜΚ6, καθώς και τα δύο πρόσωπα που είδε ο ΜΚ6, τη δεδομένη στιγμή είχαν στην κατοχή τους το επίδικο κιβώτιο με τα καπνικά προϊόντα και έτσι στην κατοχή τους βρίσκετο προσφάτως κλαπείσα περιουσία.»

[*7]Συνδέοντας δε τούτα με τη φυγή των εν λόγω τριών προσώπων όπως περιγράφηκε από τους Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, ανέφερε:

«Ως εκ των πιο πάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως οι κάτοχοι της κλαπείσας περιουσίας που βρέθηκε στη σκηνή είναι και οι δράστες της διάρρηξης και κλοπής του περιπτέρου από το οποίο κλάπηκε η περιουσία που εντοπίστηκε.»

Και, εξετάζοντας το θέμα του γενετικού υλικού, κατέληξε:

«Αξίζει να ειπωθεί ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου δεν απαντήθηκαν από την υπεράσπιση με αξιόπιστη μαρτυρία. Εν ολίγοις, αναπάντητος και ανεξήγητος παρέμεινε ο λόγος που μαζί με την προσφάτως κλαπείσα περιουσία που άφησε στη σκηνή ένας εκ των τριών δραστών της διάρρηξης και κλοπής του περιπτέρου, βρέθηκαν και τα τεκμήρια 8 μέχρι και 10 στα οποία εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου καθώς και εκείνο άγνωστου άνδρα. Η απουσία εξήγησης, ορώμενη υπό το φως όλων όσων αναφέρθηκαν από τον κατηγορούμενο στη γραπτή κατάθεσή του (βλ. τεκμήριο 22), δηλαδή ότι δεν χρησιμοποιεί και δεν έχασε τέτοια αντικείμενα, οδηγεί σε και συμβιβάζεται με ένα μόνο λογικό συμπέρασμα, ήτοι ότι τον επίδικο χρόνο ο κατηγορούμενος ήτο στη σκηνή και ως εκ τούτου είναι ένας εκ των δύο προσώπων που ο ΜΚ6 είδε στη σκηνή να διαφεύγουν με το άλλο κιβώτιο, δηλαδή ένας εκ των δραστών της διάρρηξης και κλοπής του περιπτέρου, σύμφωνα με όλα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν. Το εν λόγω συμπέρασμα κρίνω πως είναι και το μοναδικό στο οποίο δύναται να καταλήξει το Δικαστήριο εξετάζοντας το σύνολο του μαρτυρικού υλικού το οποίο δεν συμβιβάζεται με άλλες διαζευκτικές πιθανολογήσεις.»

Η έφεση απευθύνεται τόσο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και στο συμπέρασμα ενοχής. Μία πτυχή των εισηγήσεων του Εφεσείοντα αφορά την κρίση του δικαστηρίου για την αξιοπιστία της μαρτυρίας της Αστυνομίας. Ο Εφεσείων εισηγείται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.3 ήταν σε αντίφαση με εκείνη των Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6 καθ’ όσον ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι δεν διεξήχθη αναγνωριστική παράταξη διότι οι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι δεν είδαν καθαρά τα πρόσωπα των φερομένων δραστών και δεν μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν, αφού μάλιστα πέρασε αρκετός χρόνος, ούτε επιθυμούσαν να προβούν σε αναγνώριση για να πουν αν μεταξύ των προσώπων που θα έβλεπαν ήταν και ο Εφεσείων. Ενώ η μεν Μ.Κ.5 περιέγραψε στην κατάθεση της το πρόσωπο που είδε και κλήθηκε [*8]σε αναγνωριστική παράταξη πριν συλληφθεί ο Εφεσείων (στην οποία δεν ήταν βεβαίως ο Εφεσείων), ο δε Μ.Κ.6 ανάφερε ότι ποτέ δεν κλήθηκε σε αναγνωριστική παράταξη. Το δικαστήριο, εφ΄όσον η υπεράσπιση είχε επισημάνει το θέμα, το αντιμετώπισε θεωρώντας ότι η όποια αντίφαση ήταν μόνο φαινομενική αφού «δεν σημαίνει πως ο Μ.Κ.3 είναι αυτούς τους μάρτυρες που εννοούσε, εφ’ όσον κάτι τέτοιο δεν διερευνήθηκε κατά την αντεξέταση του». Εκτός όμως του ότι δεν είχε βάρος η υπεράσπιση να διερευνήσει περαιτέρω το θέμα στην αντεξέταση, δεν παραπεμφθήκαμε σε ύπαρξη άλλων αυτόπτων μαρτύρων πλην των Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, είναι δε εξ άλλου σαφές ότι ο Μ.Κ.3 δεν αναφέρετο σε αυτόπτες μάρτυρες που εκλήθησαν να αναγνωρίσουν σύντομα μετά τη διάρρηξη (12.6.2009) αλλά σε αυτόπτες μάρτυρες που εκλήθησαν να αναγνωρίσουν μετά από τη σύλληψη τον Εφεσείοντα (2.4.2010).  Αυτό μας οδηγεί και σε μια άλλη θεώρηση που συναρτάται με το γενικότερο θέμα της αναγνώρισης. Όταν, μήνες μετά τη διάρρηξη, συνελήφθη ο Εφεσείων, η Αστυνομία δεν κάλεσε τους μόνους γνωστούς αυτόπτες μάρτυρες, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, να προβούν σε αναγνώριση, έστω και αν μόνο τον ένα από τους τρεις που είχαν δει είχαν περιγράψει, ώστε να διαπιστώνετο αν ο Εφεσείων μπορούσε να ταυτισθεί με τον ένα εκείνο. Είναι βεβαίως κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων δεν ήταν το πρόσωπο εκείνο, στην περιγραφή του οποίου και δεν ανταποκρίνεται, ενώ τόσο ο Μ.Κ.5 όσο και ο Μ.Κ.6 δεν τον αναγνώρισαν ως το πρόσωπο εκείνο όταν τον είδαν στο εδώλιο, και ότι και το ίδιο το δικαστήριο δεν είναι με εκείνο αλλά με τον ένα εκ των δύο διαφυγόντων που είχε ταυτίσει τον Εφεσείοντα. Παραμένει όμως το ερώτημα, ή τουλάχιστον σύγχιση, αν υπήρχαν άλλοι αυτόπτες μάρτυρες που δεν εκλήθησαν.

Μια άλλη πτυχή των εισηγήσεων του Εφεσείοντα αφορά την κρίση του δικαστηρίου για την αξιοπιστία της εκδοχής του. Ήταν, εισηγείται ο Εφεσείων, ανεπαρκής η απόρριψη της εξήγησης που έδωσε ο Εφεσείων ως προς την κουκούλα και τα γάντια, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να θεώρησε ότι δεν μπορούσε να υπήρχε άλλη λογική εξήγηση για την ανεύρεση του γενετικού υλικού του Εφεσείοντα στην κουκούλα και στα γάντια παρά το ότι αυτό έδειχνε την εμπλοκή του στη ληστεία. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής δεν εδέχθη την εξήγηση του Εφεσείοντα ως προς τη φύλαξη της κουκούλας και των γαντιών στην αποθήκη, κυρίως (και πέραν της υποκειμενικής αντίληψης που σχημάτισε για τον Εφεσείοντα και τη σύζυγό του, που δεν πρέπει να καθίσταται αφ’ εαυτής κριτήριο για την αξιοπιστία) ως εκ του ότι η εκδοχή αυτή δεν είχε αναφερθεί στην Αστυνομία κατά το χρόνο που τα εν λόγω αντικείμενα αναζητήθησαν και δεν ανευρέθησαν παρά μόνο ετέθη ενώ[*9]πιον του δικαστηρίου, ώστε να εκρίνετο ως εκ των υστέρων σκέψη. Αυτή η προσέγγιση ενδεχομένως να μην ήταν άνευ ετέρου λανθασμένη καθ’ όσον μάλιστα, με την εκδοχή του Εφεσείοντα να τίθεται μόνο κατά την ακρόαση, εστερήθη η ευκαιρία στην Αστυνομία να διερευνούσε δεόντως τα αναφερθέντα από τον Εφεσείοντα.  Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν φαίνεται να παρήλθε πολύς χρόνος μεταξύ της κατάθεσης του Εφεσείοντα (1.4.2010) αλλά και της καταχώρησης της υπόθεσης (7.4.2010) και της δίκης του που άρχισε σύντομα μετά (21.4.2010), ώστε να μην παρείχετο επαρκής χρόνος για να αναμένετο λογικά ο Εφεσείων να έθετε την εκδοχή του στην Αστυνομία ενώ η υπόθεση ακόμα διερευνάτο. Δεν ήταν λοιπόν επαρκώς ασφαλής βάση για απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντα η παράλειψη του να θέσει εξ αρχής την εκδοχή του.

Ο Εφεσείων επιχειρηματολογεί περαιτέρω ότι κακώς το δικαστήριο αξιολόγησε την εκδοχή του ως αναξιόπιστη βασιζόμενο, πέραν των ανωτέρω, και στο ότι η κατάθεση του στην Αστυνομία ήταν επί των δικών της δεδομένων αναληθής. Να σημειωθεί ότι και η κατάθεσή του Εφεσείοντα ελήφθη όταν συνελήφθη πολύ αργότερα, την 1.4.2010, στα Τουρκικά, που είναι η γλώσσα του, μεταφρασθείσα ακολούθως στα Ελληνικά. Μία από τις ερωτήσεις που του υπεβλήθη (14) ήταν αν είχε χρησιμοποιήσει κουκούλα ή γάντια ή λιβέρι, στην οποία ακολούθως προσετέθη η λήξη «οποτεδήποτε», γεγονός επί του οποίου αντεξετάσθηκε ο λαβών την κατάθεση Μ.Κ.3 και το οποίο απεδέχθη ως ορθό,  η δε απάντηση του ήταν αρνητική. Ο Εφεσείων στην ανώμοτη δήλωση του είπε ότι την ερώτηση αυτή την αντελήφθη ως αναφερόμενη στο ότι είχε χρησιμοποιήσει τα αναφερθέντα αντικείμενα για σκοπούς της ληστείας και όχι «οποτεδήποτε», εξ ου και απάντησε αρνητικά. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, αξιολογώντας τη βαρύτητα της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα και βασιζόμενος όπως προαναφέρθηκε στο ότι ο Εφεσείων στην κατάθεσή του είπε ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ τέτοια αντικείμενα, έκρινε το περιεχόμενο της «σαθρό, υστερόβουλο και απορριπτέο», αναφέροντας τα εξής:

«Αναφορικά με το χαρακτηρισμό του τεκμηρίου 10 ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε δυστοκία συνεννόησης με το ΜΚ3 που ελάμβανε την κατάθεση. Ό,τι όμως δεν απαντάται από τα λεγόμενα του κατηγορουμένου είναι το εξής· εάν μεν ο κατηγορούμενος δεν αντιλαμβάνετο την ερώτηση και περαιτέρω πίστευε πως ούτε ο ΜΚ3 αντιλήφθηκε εκείνον, γιατί τότε έδωσε καταφατική απάντηση στην ερώτηση 17 που του υποβλήθηκε, δηλαδή κατά πόσο κατάλαβε τις πιο πάνω ερωτήσεις, και δεν θέλησε να αναφέρει οτιδήποτε περαιτέρω (βλ. ερώτηση 18 τεκ[*10]μηρίου 22); Από την άλλη, εάν ο κατηγορούμενος δεν αντιλήφθηκε για τι είδους αντικείμενο ερωτήθηκε, δηλαδή κουκούλα αντί μπερέ, τότε πώς αμέσως μετά την κατάθεση που έδωσε στο ΜΚ3 ενθυμήθηκε τα αντικείμενα, τεκμήρια 8 έως 10, και έδωσε οδηγίες στη σύζυγό του να ψάξει να τα βρει; Πώς δηλαδή αίφνης μετά την κατάθεση που έδωσε στο ΜΚ3 ενθυμήθηκε τούτα τα αντικείμενα που δεν είχε ενωρίτερα αντιληφθεί το χαρακτηρισμό τους; Τέλος, ακόμη και επί τη υποθέσει ότι ο κατηγορούμενος απάντησε την εν λόγω ερώτηση ως φαίνεται στο τεκμήριο 22 επειδή για εκείνον το τεκμήριο 10 δεν είναι κουκούλα αλλά μπερές, ποια είναι τότε η λογική επεξήγηση για τα γάντια, για τα οποία επίσης ερωτήθηκε στην ερώτηση 14; Γιατί δεν ενθυμήθηκε τότε τουλάχιστον τα γάντια, το χαρακτηρισμό των οποίων αντιλήφθηκε;»

Κρίνουμε ότι αυτή η προσέγγιση του δικαστηρίου δεν ήταν ορθή, αφού οι συλλογισμοί και τα ερωτήματα του δεν έχουν τη δέουσα βεβαιότητα. Κατ’ αρχάς, όπως εισηγείται και ο Εφεσείων, οι προηγηθείσες της ερώτησης 14 ερωτήσεις αφορούσαν την ίδια τη διάρρηξη και τα προκύψαντα στοιχεία. Δεν ήταν παράλογο για τον Εφεσείοντα, αν μάλιστα υπήρχε δυστοκία συνεννόησης ως εκ της γλώσσας, να αντιλαμβάνετο την ερώτηση ως αναφερόμενη στην ίδια τη διάρρηξη παρά γενικά. Η αρχική ερώτηση μάλιστα εμπεριείχε γενικότητα, η δε εκ των υστέρων πρόσθεση της λέξης «οποτεδήποτε», εκτός του ότι δεν περιόριζε προσδιοριστικά τη γενικότητα εκείνη, δεν μπορούσε λογικά να αναμένετο να αναδεικνύετο, αφού είχε δοθεί ήδη η απάντηση, σε μείζον θέμα ώστε το ότι ο Εφεσείων απάντησε καταφατικά στην ερώτηση 17, που ήταν αν κατάλαβε τις προηγηθείσες ερωτήσεις, να μπορούσε να κριθεί ότι επηρέαζε την αξιοπιστία της αντίληψης του για την ερώτηση 14. Στην κατάληξη μας αυτή μας οδηγεί και η παρατήρησή μας ότι η ερώτηση 14 δεν αναφέρετο μόνο στην κουκούλα και τα γάντια, στα οποία ανευρέθη το γενετικό υλικό του Εφεσείοντα, αλλά περιλάμβανε και το λιβέρι, στο οποίο δεν ανευρέθη γενετικό υλικό του και το οποίο δεν μπορούσε να συνδεθεί με τον Εφεσείοντα. Η λεπτομέρεια αυτή είναι σημαντική αφού η ερώτηση διευρύνει τα αντικείμενα, πέραν των ταυτιζομένων με τον Εφεσείοντα, σε εκείνα που σχετίζοντο γενικότερα με τη διάρρηξη και έτσι ενισχύει την αντίληψη της αναφοράς της ερώτησης στη χρήση των αντικειμένων σχετικά με τη διάρρηξη και όχι γενικά.

Το άλλο σκέλος των εισηγήσεων του Εφεσείοντα αφορά το ίδιο το συμπέρασμα ενοχής. Δεν δικαιολογείτο, λέγει, προκειμένου περί περιστατικής μαρτυρίας, το συμπέρασμα ότι αυτός συμμετείχε [*11]στη διάρρηξη μόνο ως εκ του ότι το γενετικό υλικό του βρέθηκε στην κουκούλα και στα γάντια που όντως του ανήκαν, παραπέμπει δε στα λεχθέντα στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 όπως και στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485. Παρατηρώντας ότι το γενετικό υλικό του εντοπίσθηκε μεν σε δικά του αντικείμενα που όμως ήσαν στην κατοχή άλλου προσώπου, ότι το γενετικό υλικό ήταν μεικτό, ότι ο ίδιος ο ειδικός γενετιστής ΜΚ4 ανέφερε ότι δεν μπορούσε να λεχθεί πότε εναποτέθηκε οποιοδήποτε από το μεικτό γενετικό υλικό στην κουκούλα και στα γάντια, και ότι γενετικό υλικό του δεν βρέθηκε στα άλλα αντικείμενα ή στο περίπτερο, το δε κιβώτιο δεν εξετάσθηκε δακτυλοσκοπικώς, εισηγείται ότι το συμπέρασμα ενοχής του δεν ήταν το μόνο λογικό συμπέρασμα ώστε να δικαιολογείτο η ασφάλεια της καταδίκης.

Πρέπει βεβαίως να υποδείξουμε ότι το δικαστήριο κατέληξε στην καταδίκη με αναφορά όχι αποκλειστικά στο γενετικό υλικό αλλά και στα υπόλοιπα στοιχεία, και δη στο ότι στη διάρρηξη και τη μεταφορά των κλοπιμαίων εμφαίνεται να εμπλέκετο όχι μόνο το ένα πρόσωπο που κρατούσε τα ανευρεθέντα κλοπιμαία και που ασφαλώς δεν ήταν ο Εφεσείων αλλά και άλλα δύο πρόσωπα που διέφυγαν με άλλο κιβώτιο. Οι παρατηρήσεις όμως του Εφεσείοντα είναι εύστοχες ως προς την ασφάλεια του συμπεράσματος του δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ήταν ένα από τα άλλα δύο πρόσωπα.  Οι παρατηρήσεις αυτές, σε συνδυασμό ιδιαίτερα με την κατάληξή μας αναφορικά με την προσέγγιση του δικαστηρίου στην εκδοχή και στην κατάθεση του Εφεσείοντα, στην οποία στηρίχθηκε για να απορρίψει την πιθανότητα η κουκούλα και τα γάντια να είχαν αφεθεί στην αποθήκη όπως έλεγε ο Εφεσείων και να κατέληξαν από εκεί σε ένα από τους φερόμενους ως δράστες, αναδεικνύουν αμφιβολίες που στερούν από το συμπέρασμα ενοχής τη βεβαιότητα εκείνη που απαιτείται να υπάρχει. Η ταύτιση του Εφεσείοντα με το ένα από τα άλλα δύο πρόσωπα που εθεάθησαν μπορούσε με ασφάλεια να εγίνετο μόνο αν η εκδοχή του Εφεσείοντα για την κουκούλα και τα γάντια του ήταν εντελώς απορριπτέα ώστε η κατοχή τους από ένα εκ των φερομένων δραστών να παρέμενε χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Εφ’ όσον όμως η απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντα συναρτήθηκε από το Δικαστήριο προς την εκ των υστέρων προβολή της και προς την κατάθεσή του, ως προς την οποία η προσέγγιση του δικαστηρίου εκρίθη λανθασμένη, η εκδοχή του Εφεσείοντα δημιουργεί τουλάχιστον την αμφιβολία εκείνη στην οποία αναφερθήκαμε.

Η μαρτυρία γενετικού υλικού, που συνιστά πάντοτε επιστημο[*12]νική μαρτυρία, αξιολογείται και τυγχάνει εφαρμογής αναλόγως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, η καταδίκη εβασίσθη στο ότι το γενετικό υλικό του κατηγορηθέντος είχε βρεθεί στο μηχανισμό ανοίγματος του ίδιου του φορητού χρηματοκιβωτίου που βρισκόταν στο χώρο της διάρρηξης και, σύμφωνα με την ειδική μαρτυρία, είχε εναποτεθεί άμεσα, ώστε η απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από τον κατηγορηθέντα να μην άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως το γενετικό υλικό του Εφεσείοντα δεν ανευρέθη στο χώρο της διάρρηξης, ώστε η εναπόθεσή του, αν ήταν άμεση, να συνδέετο με την παρουσία του εκεί, αλλά σε αντικείμενα που χρησιμοποιήθησαν στη διάρρηξη. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι τα εν λόγω αντικείμενα ήσαν στην κατοχή άλλου προσώπου, το ότι δεν μπορούσε να προσδιορισθεί ο χρόνος εναποθέτησης του γενετικού υλικού, και το ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε άλλως να συνδεθεί με τη διάρρηξη, και έχοντας υπ’ όψη την εξήγηση που είχε δώσει ο Εφεσείων και ως προς την οποία η προσέγγιση του δικαστηρίου ήταν ελλιπής, απολήγει στη δημιουργία τουλάχιστον υποβόσκουσας αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο το συμπέρασμα ενοχής  του Εφεσείοντα είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα επί της περιστατικής μαρτυρίας.

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η καταδίκη του Εφεσείοντα, όπως και η ακόλουθη αυτής ποινή, παραμερίζεται, ο δε Εφεσείων απαλλάσσεται των εν λόγω κατηγοριών.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο