(2011) 2 ΑΑΔ 19
[*19]3 Φεβρουαρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΩΣΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 151/2009)
Ποινή ― Κλοπή υπό υπαλλήλου ― Πλαστογραφία ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Συγκάλυψη αδικήματος ― Ο εφεσείων ηλικίας 36 χρόνων, νυμφευμένος και πατέρας ενός προβληματικού στην υγεία του αγοριού ηλικίας 8 ½ χρόνων, διέπραξε τα αδικήματα κατά τη διάρκεια της σχέσης εργοδότη – εργοδοτούμενου αποσπώντας κατά καιρούς το συνολικό ποσό των €604.572,14 ― Λευκό ποινικό μητρώο, άμεση παραδοχή, δεινή οικονομική κατάσταση η οποία τον ενέπλεξε στα γρανάζια της τοκογλυφίας ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 4, 5 ½ , 5 ½ , 3 και 5 ½ χρόνων σε κάθε κατηγορία από τις 90 κατηγορίες τις οποίες συνολικά αντιμετώπιζε ο εφεσείων ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252 ― Επικύρωση ποινών κατ’ έφεση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου για αύξηση ή μείωση της ποινής ― Εφετείο δεν επεμβαίνει μόνο για το λόγο ότι ενδεχομένως κατά την κρίση του η ποινή θα μπορούσε να ήταν επιεικέστερη.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε 90 κατηγορίες που προσάχθηκαν εναντίον του και αφορούσαν κλοπή υπό υπαλλήλου (μία κατηγορία), πλαστογραφία (30 κατηγορίες), κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (30 κατηγορίες), απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (28 κατηγορίες) και συγκάλυψη αδικήματος (μια κατηγορία). Με την έφεσή του αυτή προσβάλλει τις ακόλουθες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν σε κάθε κατηγορία, αντιστοίχως εμπίπτουσα στις προαναφερόμενες ενότητες: 4, 5½ , 5½ , 3 και 5½ χρόνων, υποστηρί[*20]ζοντας ότι αυτές είναι έκδηλα υπερβολικές.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από τον εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του ως λογιστής στην εταιρεία Global Business Network International, ιδιοκτησίας του επιχειρηματία Ahmet Lamlum ο οποίος δραστηριοποιείται στην Κύπρο και στο εξωτερικό με έδρα την Κύπρο. Ο εφεσείων υπό την ιδιότητά του αυτή εκτελούσε εργασίες της εταιρείας και είχε υπό τον έλεγχό του όλους τους προσωπικούς λογαριασμούς και τους λογαριασμούς των εταιρειών του κ. Lamlum στην Ελληνική Τράπεζα. Μεταξύ άλλων, ετοίμαζε και υπέγραφε έγγραφα, εντολές και αποδείξεις και εισέπραττε χρήματα ως εξουσιοδοτημένος λογιστής της εταιρείας. Τα αδικήματα ήλθαν στο φως τον Οκτώβριο του 2008 μετά από έλεγχο κατά τον οποίο διαπιστώθηκε διαφορά που αφορούσε ποσό €300.391,00.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος, ανέφερε, μεταξύ άλλων, για μετριασμό της ποινής, ότι ο πελάτης του αναγκάστηκε να προσφύγει στις πράξεις με τις οποίες καταχράστηκε το σημαντικό αυτό ποσό επειδή είχε συνάψει πολλά χρέη από δάνεια που εξασφάλισε για την ανέγερση της οικίας του και την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του παιδιού του. Λόγω της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η σύζυγος του, εν αγνοία του, κατέφυγε σε δανεισμό από τοκογλύφο. Αυτή η ενέργεια επέφερε αλυσιδωτές αυξήσεις των χρεών καθώς και αφόρητες πιέσεις για την εξόφλησή τους.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων εφεσιβάλλει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο ορθά επεσήμανε ότι η πολυπλοκότητα των συναλλαγών και οι συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας επέβαλαν, από το χρόνο εκδόσεως της υπόθεσης Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252 την οποία επικαλέστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, όχι μόνο την ανάγκη αύξησης της ποινής από επτά σε δέκα χρόνια στα αδικήματα κλοπής (βλ. τον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο Αρ.43(1)/2000) αλλά και την εισαγωγή διά νόμου από το 1996 νέων μεθόδων ανίχνευσης των διαφόρων μεθόδων συγκάλυψης των εσόδων από εγκληματικές ενέργειες. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε επίσης ότι στην Κολοκασίδης (ανωτέρω) ο κατηγορούμενος είχε αποζημιώσει πλήρως τον παραπονούμενο. Το Κακουργιοδικείο ορθά επίσης απέρριψε εισήγηση ότι ο εφεσείων έδρασε με τρόπο ερασιτεχνικό υποδεικνύοντας ότι η δράση του, πλαστογραφώντας έγγραφα, υπογραφές κλπ, συ[*21]νεχίστηκε για μια τριετία.
2. Η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχομένως να ήταν κατά την κρίση του επιεικέστερη αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.
3. Οι επιβληθείσες στον εφεσείοντα ποινές αποτελούν προϊόν ορθής συνεκτίμησης όλων των παραγόντων και είναι οι ενδεδειγμένες, στην παρούσα υπόθεση, ποινές.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R v. Barrick [1985] 7 Cr.App.R. (S) 142,
R. v. Clark [1998] 2 Cr.App.R. (S) 95,
Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,
Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ., Σωκράτους, Α.Ε.Δ. Μάρκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 22827/08), ημερομηνίας 6/7/09.
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κάρνου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή και στις ενενήντα κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον του και αφορούσαν κλοπή υπό υπαλλήλου (μία κατηγορία) πλαστογραφία (30 κατηγο[*22]ρίες), κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (30 κατηγορίες), απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (28 κατηγορίες) και συγκάλυψη αδικήματος (μια κατηγορία). Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4, 5½, 5½, 3 και 5½ χρόνων σε κάθε κατηγορία, αντιστοίχως εμπίπτουσα στις προαναφερόμενες ενότητες. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων εφεσιβάλλει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.
Ο εφεσείων από το 1996 εργαζόταν ως λογιστής στην εταιρεία Global Business Network International ιδιοκτησίας του επιχειρηματία Ahmet Lamlum ο οποίος δραστηριοποιείται στην Κύπρο και στο εξωτερικό με έδρα την Κύπρο. Ο κ. Lamlum διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελληνική Τράπεζα καθώς και άλλες τράπεζες του εξωτερικού. Ο εφεσείων υπό την ιδιότητα του λογιστή, εκτελούσε εργασίες της εταιρείας και είχε υπό τον έλεγχό του όλους τους προσωπικούς λογαριασμούς και τους λογαριασμούς των εταιρειών του κ. Lamlum στην Ελληνική Τράπεζα. Μεταξύ άλλων, ετοίμαζε και υπέγραφε έγγραφα, εντολές και αποδείξεις και εισέπραττε χρήματα ως εξουσιοδοτημένος λογιστής της εταιρείας. Τον Οκτώβριο του 2008 μετά από έλεγχο των υπολοίπων των καταστάσεων των τραπεζικών λογαριασμών των εργοδοτών του, διαπιστώθηκε διαφορά που αφορούσε ποσό €300.391,00. Ο εφεσείων εξήγησε ότι επρόκειτο για λάθος το οποίο θα διευθετούσε την επόμενη ημέρα. Ωστόσο, την επόμενη ημέρα, διαπιστώθηκε ότι δεν επρόκειτο για λάθος αλλά για οικονομική ατασθαλία. Ο εφεσείων δεν προσήλθε στην εργασία του ούτε και απαντούσε στα τηλέφωνά του. Ο έλεγχος των λογαριασμών επεκτάθηκε και η έρευνα έφερε στο φως τις εγκληματικές πράξεις και ενέργειες του εφεσείοντα που συνθέτουν τα αδικήματα για τη διάπραξη των οποίων αντιμετώπισε το κατηγορητήριο με τις 90 κατηγορίες.
Το συνολικό ποσό που με διάφορους τρόπους και τεχνάσματα ο εφεσείων απέσπασε κατά καιρούς από τους εργοδότες του, υπολογίστηκε στα €604.572,14 χωρίς να επιστρέψει ούτε μέρος από τα χρήματα που παράνομα καρπώθηκε.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου τέθηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, ηλικίας 36 χρόνων, νυμφευμένος και πατέρας αγοριού ηλικίας 8½ χρόνων, διέμενε με την οικογένειά του σε ιδιόκτητη οικία στη Λεμεσό. Το παιδί του αντιμετωπίζει εκ γενετής προβλήματα υγείας και παρακολουθεί μαθήματα κινησιοθεραπείας. Η σύζυγος του διατηρεί κατάστημα υποδημάτων και από την εργασία της έχει εισόδημα περίπου [*23]€1000 μηνιαίως. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αγορεύοντας ενώπιον του Κακουργιοδικείου για μετριασμό της ποινής, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι ο πελάτης του αναγκάστηκε να προσφύγει στις πράξεις με τις οποίες καταχράστηκε το σημαντικό αυτό ποσό επειδή είχε συνάψει πολλά χρέη από δάνεια που εξασφάλισε για την ανέγερση της οικίας του και την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του παιδιού του. Λόγω της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η σύζυγος του, εν αγνοία του, κατέφυγε σε δανεισμό από τοκογλύφο. Αυτή η ενέργεια επέφερε αλυσιδωτές αυξήσεις των χρεών καθώς και αφόρητες πιέσεις για την εξόφληση τους. Ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε σε κάποια περιστατικά που συνέβηκαν μετά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης στο δικαστήριο και τα οποία ερμήνευσε ως απειλές στρεφόμενες εναντίον του εφεσείοντα και της συζύγου του.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της έφεσης υποστήριξε ότι η ποινή είναι υπέρμετρα υπερβολική προφανώς γιατί το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τα περιστατικά και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και δεν εξατομίκευσε δεόντως την ποινή. Επανέλαβε όσα είχαν τεθεί επί του προκειμένου ενώπιον του Κακουργιοδικείου με ιδιαίτερη έμφαση στις πιέσεις και απειλές που υφίστατο ο πελάτης του από τους διάφορους τοκογλύφους για την πληρωμή των χρεών και οι οποίες, αποτέλεσαν κατά το συνήγορο, την αιτία που ο πελάτης του κατέφυγε στην παρανομία προκειμένου να εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να πληρώνει τα χρέη του.
Το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, να μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά (α) σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, (β) σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία ή/και σε συνδυασμό των δύο αυτών παραγόντων.
Το Κακουργιοδικείο προσδιόρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων με αναφορά στις ποινές που προβλέπει ο νόμος καθώς και σε άλλους παράγοντες. Για τα αδικήματα της πλαστογραφίας ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης 14 ετών, για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου προβλέπεται ποινή φυλάκισης 10 ετών, για το αδίκημα της συγκάλυψης εσόδων από γενεσιουργά αδικήματα 14 χρόνια και για τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις η ανώτατη ποινή είναι η φυλάκιση των 5 ετών.
[*24]Τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων συσχετίζονται με τη φύση της σχέσης εργοδότη – εργοδοτούμενου. Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στις R. v. Barrick [1985] 7 Cr.App.R. (S)142 και R. v. Clark [1998] 2 Cr.App.R. (S) 95 αναφέρθηκε στους διάφορους παράγοντες που προσδιόρισε το Αγγλικό Εφετείο οι οποίοι, δυνητικά λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής σε παρόμοιας φύσεως υποθέσεις.
Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στην Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 ορθά διέκρινε την παρούσα υπόθεση από την Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252 που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, επαναλαμβάνοντας την επισήμανση που έγινε στην Ανδρονίκου ότι η Κολοκασίδης δεν έχει θέσει άκαμπτους κανόνες και ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι εκδικάστηκε πριν από 16 χρόνια όταν ενδεχομένως τα εγκλήματα αυτής της φύσης να ήταν ολιγότερα. Όπως ορθά επισημαίνεται, η πολυπλοκότητα των συναλλαγών και οι συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας επέβαλαν έκτοτε όχι μόνο την ανάγκη αύξησης της ποινής από επτά σε δέκα χρόνια στα αδικήματα κλοπής (βλ. τον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο Αρ. 43(Ι)/2000) αλλά και την εισαγωγή διά νόμου από το 1996 νέων μεθόδων ανίχνευσης των διαφόρων μεθόδων συγκάλυψης των εσόδων από εγκληματικές ενέργειες. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε επίσης ότι στην Κολοκασίδης (ανωτέρω) ο κατηγορούμενος είχε αποζημιώσει πλήρως τον παραπονούμενο. Το Κακουργιοδικείο ορθά επίσης απέρριψε εισήγηση ότι ο εφεσείων έδρασε με τρόπο ερασιτεχνικό υποδεικνύοντας ότι η δράση του, πλαστογραφώντας έγγραφα, υπογραφές κλπ, συνεχίστηκε για μια τριετία.
Ως παράγοντες μετριαστικούς της ποινής το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη τη δεινή οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα η οποία τον ενέπλεξε στα γρανάζια της τοκογλυφίας, την άμεση παραδοχή του, το λευκό ποινικό του μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες και τα ιδιαζόντως, όπως τα χαρακτήρισε, ευνοϊκά γι’ αυτόν στοιχεία που αναφέρονται στον πρότερο έντιμο βίο του. Παράλληλα το δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων καταχράστηκε την εμπιστοσύνη την οποία του επέδειξε ο εργοδότης του διορίζοντας τον στη θέση του λογιστή, παρέχοντας του εξουσία να υπογράψει διάφορα έγγραφα, καθώς και το γεγονός ότι δεν αποζημίωσε τον εργοδότη του.
Επανειλημμένα υποδείξαμε ότι η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχομένως να [*25]ήταν κατά την κρίση του επιεικέστερη αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.
Εξετάσαμε όλα τα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση χωρίς να εντοπίσουμε το παραμικρό λάθος στην επιμέτρηση της ποινής. Το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτίμησε ορθά όλους τους παράγοντες και επέβαλε στον εφεσείοντα τις ενδεδειγμένες ποινές.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο