(2011) 2 ΑΑΔ 32
[*32]15 Φεβρουαρίου, 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 223/2009)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών (14 κιλών και 985,80 γρ. φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη) ― Συνωμοσία ― Εφεσείων ηλικίας 41 ετών διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, η δε εμπλοκή του ήταν ουσιαστικής και καταλυτικής σημασίας ― Εφεσείων είναι έγγαμος και προστάτης του παιδιού της συζύγου του από προηγούμενο γάμο, ηλικίας 10 ετών ― Λόγω προβλημάτων υγείας δεν έχει τη δυνατότητα να εργαστεί σε ικανοποιητικό βαθμό και τυγχάνει δημοσίου βοηθήματος ― Προβλήματα υγείας έχουν επίσης η σύζυγος και το παιδί της ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών δωδεκαετούς φυλάκισης στις κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παγίδευση κατηγορουμένου ― Κατά πόσο σημειώθηκε παγίδευση κατηγορουμένου στην παρούσα υπόθεση ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Mousa Abdel Hady Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στο σύνολό της είτε εν μέρει, νοουμένου ότι θα δοθεί επαρκής αιτιολογία με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης.
Απόδειξη ― Μαρτυρία συναυτουργού ― Ναρκωτικά ― Αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργού μετά από προειδοποίηση του Δικαστηρίου ως [*33]προς τους κινδύνους που ενδεχομένως να συνεπαγόταν η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Η διατύπωση της αυτοπροειδοποίησης είναι άνευ σημασίας.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση εισαγωγής, κατοχής και κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ― Δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα.
Απόδειξη ― Δακτυλικά αποτυπώματα ― Κατά πόσο η απουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού του κατηγορουμένου επί συγκεκριμένων τεκμηρίων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τα τεκμήρια αυτά.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η καταδίκη του εφεσείοντος στις κατηγορίες εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών – (14 κιλών και 985.80 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη) – καθώς και στην κατηγορία της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή ότι συνωμότησε με τον Φ. Μηνά για την εισαγωγή των εν λόγω ναρκωτικών. Αμφισβητείται επίσης ως έκδηλα υπερβολική η συντρέχουσα ποινή φυλάκισης των 12 χρόνων που του επιβλήθηκε αντίστοιχα στις κατηγορίες της εισαγωγής και της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους.
Τα γεγονότα τα οποία πλαισιώνουν και στοιχειοθετούν την καταδίκη, όπως διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο είναι εν συντομία τα ακόλουθα:
Ο εφεσείων και ο Μηνά γνωρίζονταν από παλιά και συνεργάζοντο επαγγελματικά. Ο εφεσείων χρησιμοποίησε τον Μηνά – ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα – για να μεταφέρει από την Ολλανδία ναρκωτικά. Ο τελευταίος αποδέχθηκε όπως μεταβεί με το πρώτο στην Ολλανδία και επιστρέφοντας να φέρει μαζί του μια βαλίτσα με 10 κιλά χόρτο κάνναβη. Τη βαλίτσα ο Μηνά θα μετέφερε στη Λεμεσό, όπου και θα την παρέδιδε αφού του καταβαλλόταν η αμοιβή του, η οποία συμφωνήθηκε σε £8.000. Στις 7.12.2008, εφεσείων και Μηνά, μετέβησαν μαζί μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας στο Άμστερνταμ. Ο εφεσείων, προβληματιζόμενος σοβαρά για την απόφασή του να εμπλακεί σε μεταφορά ναρκωτικών, άρχισε να κάνει σκέψεις υπαναχώρησης. Επειδή όμως φοβόταν για τη ζωή του αν υπαναχωρούσε, [*34]αποφάσισε να ζητήσει και τελικά ζήτησε, τη συνδρομή της αστυνομίας, σε μέλη της οποίας (Μ.Κ.4 και 6), αποκάλυψε τα μέχρι τότε διαδραματισθέντα γεγονότα. Η αστυνομία εισηγήθηκε στον Μηνά αναβολή του ταξιδιού του για σκοπούς καλύτερου συντονισμού της όλης επιχείρησης, αυτός όμως επειδή φοβόταν για τη ζωή του δεν δέχθηκε. Έτσι, Μηνά και εφεσείων πραγματοποίησαν το ταξίδι όπως προγραμματιζόταν αρχικά, αφού στο μεταξύ ο Μηνά ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη, σε περίπτωση σύλληψής του από τις ολλανδικές αρχές. Παράλληλα διαβίβασε στην αστυνομία την ετοιμότητά του όπως, σε περίπτωση που τα γεγονότα εξελίσσονταν όπως του είχε αναφέρει ο εφεσείων, να συνεργαστεί με την αστυνομία με απώτερο σκοπό τον εντοπισμό και τη σύλληψη του παραλήπτη των ναρκωτικών. Μαζί με τους δύο συνταξίδευσε για το Άμστερνταμ και κάποια Μαίρη, για την οποία ο εφεσείων είχε πει στο Μηνά ότι θα μετέφερε €230.000 με σκοπό την αγορά 60 κιλών ναρκωτικών, ποσότητα στην οποία θα περιλαμβάνοντο και τα 10 κιλά που ο Μηνά συμφώνησε να μεταφέρει στην Κύπρο. Το απόγευμα της προηγουμένης της αναχώρησής τους από το Άμστερνταμ και ενώ ο εφεσείων και ο Μηνά ήταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους, άγνωστα πρόσωπα ήλθαν στο δωμάτιο τους και άφησαν μια βαλίτσα χρώματος μαύρου. Ο εφεσείων εξέφρασε ανησυχίες ως προς το βάρος και το μέγεθος της βαλίτσας αυτής, η οποία και αντικαταστάθηκε από δύο άλλες βαλίτσες μια κόκκινη και μια μαύρη, και οι δύο κλειδωμένες. Ο Μηνά δεν άνοιξε τις βαλίτσες ούτε και είδε το περιεχόμενό τους. Αρκέστηκε στις εξηγήσεις του εφεσείοντος ότι το βάρος των ναρκωτικών ήταν 8 με 10 κιλά.
Κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ο εφεσείων συμπεριφερόταν ως να μη γνώριζε το Μηνά. Οι τελωνειακές αρχές δεν ήλεγξαν τις αποσκευές του Μηνά, ο οποίος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του εφεσείοντος, που του είχαν από πριν δοθεί, αφού εξήλθε του αεροδρομίου μόνος του πήρε ταξί και μετέβη στο σπίτι της μητέρας του στη Λεμεσό. Το ταξί, εν αγνοία του Μηνά, οδηγείτο από μέλος της ΥΚΑΝ.
Επιστρέφοντας στο πατρικό σπίτι του Μηνά, εφεσείων και Μηνά επιχείρησαν να μεταφέρουν τις δύο βαλίτσες με τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του Μηνά. Ο μεν εφεσείων μετέφερε την κόκκινη βαλίτσα, ο δε Μηνά τη μαύρη. Καθοδόν προς το αυτοκίνητο επενέβη η αστυνομία, η οποία και τους ανέκοψε για έλεγχο.
Στη συνέχεια εφεσείων και Μηνά οδηγήθηκαν στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού, όπου στην παρουσία τους ανοίχθηκαν οι δύο βαλίτσες και αποκαλύφθηκαν οι συσκευασίες με τα ναρκωτικά.
[*35]Το Κακουργιοδικείο έκρινε το Μηνά, Μ.Κ.1, συναυτουργό και αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του προχώρησε στην καταδίκη του εφεσείοντος, αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενδεχομένως να συνεπαγόταν η αποδοχή της μαρτυρίας του Μηνά χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία.
Λόγοι έφεσης εναντίον καταδίκης:
1. Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1. Κεντρικό άξονα σχετικά με την αξιολόγηση του Μ.Κ.1 συνιστά η θέση ότι «ο Μ.Κ.1 έχει υποπέσει σε τέτοιες αντιφάσεις που το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκρινε χωρίς προηγουμένως να προειδοποιήσει τον εαυτό του, ότι μπορούσε με απόλυτη ασφάλεια να στηριχθεί σε μέρος αυτής και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο». Ο Μ.Κ.1 θα έπρεπε, σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, να είχε κριθεί, λόγω της αντιφατικής εικόνας που η μαρτυρία του παρουσιάζει, αναξιόπιστος και η μαρτυρία του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί ως αναληθής.
2. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην παρούσα περίπτωση από τις αστυνομικές αρχές, δεν συνήδε με την προβλεπόμενη από το Νόμο 3(Ι)/1995, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης, με συνέπεια «να εγείρεται θέμα παγίδευσης του εφεσείοντα», σε περίπτωση που η διαδικασία δεν ήταν νομότυπη, στοιχείο που σε μεγάλο βαθμό προσδίδει, σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, στα διαπραχθέντα αδικήματα «πλασματικό χαρακτήρα, γεγονός που μετριάζει ουσιωδώς τη σοβαρότητα τους και συνακόλουθα την ποινή».
3. Η θέση του Κακουργιοδικείου ότι «η απουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τεκμήρια» είναι εσφαλμένη.
Λόγοι έφεσης εναντίον ποινής:
Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολικές, καθότι το Κακουργιοδικείο «δεν έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει» ο εφεσείων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο ορθώς έκρινε ως συναυτουργό τον Μ.Κ.1 και [*36]προειδοποίησε δεόντως τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενδεχομένως να συνεπαγόταν η αποδοχή της μαρτυρίας του χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Στις περιπτώσεις μαρτυρίας συναυτουργού, η διατύπωση της αυτοπροειδοποίησης δεν έχει σημασία. Ό,τι έχει σημασία είναι η λεκτική εκδήλωση της σκέψης, δηλαδή της σκέψης ότι το δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στο ειδικό αυτό ζήτημα και ότι το συνέλαβε ορθά.
2. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Σε περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί.
3. Το Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, διατηρεί την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης.
4. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η ύπαρξη ή μη νομότυπης διαδικασίας ελεγχόμενης παράδοσης ουδόλως επηρεάζει το βάσιμο της υπόθεσης της κατηγορίας, είναι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ορθή.
5. Η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού ενός κατηγορουμένου είναι δυνατό να οδηγήσει και πλειστάκις οδηγεί σε θετικό εύρημα, όμως, η απουσία τέτοιων αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού δεν οδηγεί στο αρνητικό συμπέρασμα που εισηγείται ο συνήγορος υπεράσπισης, δηλαδή ότι ο εφεσείων δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τεκμήρια. Το κατά πόσο ο εφεσείων ήλθε ή όχι σε επαφή με τα τεκμήρια, κρίνεται πάντα βέβαια με βάση το σύνολο της ενώπιον του δικαστηρίου σχετικής μαρτυρίας, μέρος της οποίας αποτελεί τόσο το γεγονός ύπαρξης όσο και το γεγονός απουσίας δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού επί των τεκμηρίων.
6. Ο ρόλος του εφεσείοντος στη διάπραξη των αδικημάτων δεν ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Είναι το πρόσωπο που εισηγήθηκε την ιδέα στο Μ.Κ.1 και τον στρατολόγησε για τη μεταφορά των ναρκωτικών έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων. Πέραν τούτου, τα ναρκωτικά εισήχθηκαν στην Κύπρο για λογαριασμό του εφεσείο[*37]ντος. Το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος και το γεγονός ότι υποθέσεις όπως η παρούσα παρουσιάζουν έξαρση και έχουν καταστεί η σύγχρονη μάστιγα της κοινωνίας μας. Εδώ, δεν σημειώθηκε παγίδευση του εφεσείοντος, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος υπεράσπισης, και οι υποθέσεις Brannan v. Peek [1947] 2 All E.R. 572 και Mousa Abdel Hady Haggag ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52, τις οποίες ο συνήγορος επικαλέσθηκε συναφώς, διαφοροποιούνται από την παρούσα υπόθεση.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Price [1968] 2 All E.R. 282,
Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκη ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 4,
Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,
Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,
Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,
Brannan v. Peek [1947] 2 All E.R. 572,
Haggag ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52,
Χατζηπέτρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Σταματίου, Π.Ε.Δ., Καουτζάνη, Α.Ε.Δ., Αμπίζας, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 25202/08), ημερομηνίας 23/10/09.
Λ. Λυσάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*38]ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού για τα αδικήματα εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια 14 κιλών και 985.80 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη (κατηγορίες 2, 3 και 4, αντίστοιχα), καθώς επίσης και για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή ότι συνωμότησε με τον Φετόρεγκο Μηνά για την εισαγωγή των εν λόγω ναρκωτικών (1η κατηγορία). Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 χρόνων στις κατηγορίες 2 και 4, αντίστοιχα, ενώ δεν επεβλήθη ποινή στις κατηγορίες 1 και 3 γιατί τα συστατικά τους στοιχεία εμπεριέχονται, της μεν κατηγορίας 1 στην κατηγορία 2, της δε κατηγορίας 3 στην κατηγορία 4.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, ενόψει της έφεσης 223/2009 που καταχωρήθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντα, η έφεση 234/2009 που είχε καταχωρηθεί μεταγενέστερα (μια μέρα), από τον εφεσείοντα προσωπικά και είχε κοινούς στόχους με την έφεση 223/2009, αποσύρθηκε.
Τα γεγονότα που πλαισιώνουν και στοιχειοθετούν την καταδίκη, όπως τα διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, είναι σε συντομία τα πιο κάτω.
Στις 7/12/2008, εφεσείων και Μηνά, μετέβησαν μαζί μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας στο Άμστερνταμ. Της μετάβασης τους στην Ολλανδία είχε προηγηθεί συνάντηση των δύο, οι οποίοι να σημειωθεί γνωρίζονταν από παλιά και συνεργάζοντο επαγγελματικά, κατά την οποία ο εφεσείων πρότεινε στο Μηνά, πρόταση την οποία ο τελευταίος αποδέχθηκε γιατί αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, όπως μεταβούν μαζί στην Ολλανδία και κατά την επιστροφή τους ο Μηνά φέρει μαζί του μια βαλίτσα με 10 κιλά χόρτο κάνναβη. Τη βαλίτσα ο Μηνά θα μετέφερε στη Λεμεσό, όπου και θα την παρέδιδε αφού του καταβαλλόταν η αμοιβή του, η οποία συμφωνήθηκε σε £8.000.
Την προηγουμένη της μετάβασης του στην Ολλανδία, ο Μηνά, ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε παραλάβει από τον εφεσείοντα το αεροπορικό εισιτήριο που του είχε αγοράσει ο τελευταίος, προβληματιζόμενος σοβαρά για την απόφαση του να εμπλακεί σε μεταφορά ναρκωτικών, άρχισε να κάμνει δεύτερες σκέψεις. Επειδή όμως φοβόταν για τη ζωή του αν υπαναχωρούσε, αποφάσισε να [*39]ζητήσει και τελικά ζήτησε, τη συνδρομή της αστυνομίας, σε μέλη της οποίας (Μ.Κ. 4 και 6), αποκάλυψε τα μέχρι τότε διαδραματισθέντα γεγονότα.
Αρχικά η αστυνομία συμβούλευσε το Μηνά να επιδιώξει και αυτό για σκοπούς καλύτερου συντονισμού της όλης επιχείρησης, αναβολή του ταξιδιού του, αυτός όμως επειδή φοβόταν για τη ζωή του δεν δέχθηκε. Έτσι, Μηνά και εφεσείων πέταξαν την επομένη στην Ολλανδία, αφού στο μεταξύ ο Μηνά ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη, σε περίπτωση σύλληψης του από τις ολλανδικές αρχές. Παράλληλα διαβίβασε στην αστυνομία την ετοιμότητα του όπως, σε περίπτωση που τα γεγονότα εξελίσσονταν όπως του είχε αναφέρει ο εφεσείων, να συνεργαστεί με την αστυνομία με απώτερο σκοπό τον εντοπισμό και τη σύλληψη του παραλήπτη των ναρκωτικών.
Κατά την παραμονή τους στο Άμστερνταμ, εφεσείων και Μηνά διέμεναν σε ξενοδοχείο, σε δωμάτιο που το μοιράζονταν. Στην εξεύρεση ξενοδοχείου τους βοήθησε κάποια Μαίρη, η οποία συνταξίδεψε μαζί τους και η οποία κατέλυσε τελικά στο ίδιο με αυτούς ξενοδοχείο. Το εν λόγω πρόσωπο είχαν συναντήσει στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου Λάρνακας λίγο πριν την αναχώρηση τους.
Κατά την παραμονή τους στο Άμστερνταμ, εφεσείων, Μηνά και Μαίρη συναντήθηκαν επανειλημμένα και συνέφαγαν αρκετές φορές. Μαζί επισκέφθηκαν μάλιστα και καταστήματα. Αν και ο εφεσείων είχε πει στο Μηνά ότι μαζί τους στο αεροπλάνο θα συνταξίδευε και μια γυναίκα, η οποία θα μετέφερε €230.000 με σκοπό την αγορά 60 κιλών ναρκωτικών, ποσότητα στην οποία θα περιλαμβάνοντο και τα 10 κιλά που ο Μηνά συμφώνησε να μεταφέρει στην Κύπρο, ουδέποτε ο Μηνά άκουσε τον εφεσείοντα και τη Μαίρη, κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής τους στο Άμστερνταμ, να μιλούν για ναρκωτικά.
Το απόγευμα της προηγουμένης της αναχώρησης τους από το Άμστερνταμ και ενώ ο εφεσείων και ο Μηνά ήταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους, άγνωστα πρόσωπα ήλθαν στο δωμάτιο τους και άφησαν μια βαλίτσα χρώματος μαύρου. Είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία άγνωστου προσώπου με τον εφεσείοντα, μετά το πέρας της οποίας ο εφεσείων ανέφερε στο Μηνά ότι επειδή επίκειτο η παράδοση των ναρκωτικών και οι μεταφορείς επιθυμούσαν να παραμείνουν άγνωστοι, του ζήτησε να μπουν στο αποχωρητήριο όπου και να παραμείνουν μέχρι την παράδοση των ναρκωτι[*40]κών και την αποχώρηση του μεταφορέα, πράγμα που έκαμαν.
Επειδή ο Μηνά εξέφρασε ανησυχίες ως προς το μέγεθος και το βάρος της βαλίτσας, που οι άγνωστοι είχαν αφήσει στο δωμάτιο τους, ο εφεσείων του ζήτησε να εγκαταλείψει το δωμάτιο, πράγμα που ο Μηνά έκαμε. Όταν ο Μηνά επέστρεψε, στη θέση της βαλίτσας υπήρχαν δύο άλλες βαλίτσες, μια κόκκινη και μια μαύρη. Και οι δύο ήταν κλειδωμένες με κλειδαριές. Ο Μηνά δεν άνοιξε τις βαλίτσες ούτε και είδε το περιεχόμενο τους. Αρκέστηκε στις εξηγήσεις του εφεσείοντα, ότι το βάρος των ναρκωτικών ήταν 8 με 10 κιλά. Η πράσινη βαλίτσα που ο Μηνά είχε φέρει από την Κύπρο απουσίαζε, όπως δε του είπε ο εφεσείων την είχε πάρει μαζί του ο μεταφορέας των ναρκωτικών «ώστε να μην έχει και άλλη βαλίτσα να δημιουργεί υποψίες».
Στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ ο Μηνά ζύγισε τις δύο βαλίτσες με τα ναρκωτικά στο όνομα του, ενώ ο εφεσείων μαζί με τη Μαίρη, η οποία συνταξίδευε μαζί τους και κατά την επιστροφή, προχώρησαν στην αίθουσα αναμονής μαζί μεν, χωριστά όμως από το Μηνά. Μετά την άφιξη τους στο αεροδρόμιο Λάρνακας, η Μαίρη, η οποία κατέβηκε από το αεροπλάνο πρώτη, έφυγε και ο Μηνά δεν την ξαναείδε. Ο εφεσείων, ο οποίος προχώρησε στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών, συμπεριφερόταν ως να μην γνώριζε το Μηνά. Ο τελευταίος, με οδηγίες του εφεσείοντα που του είχαν από πριν δοθεί, μπήκε στα αποχωρητήρια του αεροδρομίου Λάρνακας και αφαίρεσε τα αυτοκόλλητα που είχαν τοποθετηθεί κατά τη ζύγιση τους στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. Αντί όμως να πετάξει τα αυτοκόλλητα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου, όπως ήταν οι οδηγίες του εφεσείοντα, τα παρέδωσε στον αστυφύλακα Κ. Χατζησωτηρίου (Μ.Κ. 4), τον οποίο είχε σχετικά ενημερώσει πριν την αναχώρηση του και με τον οποίο είχε διευθετήσει τη συνάντηση.
Οι τελωνειακές αρχές στο αεροδρόμιο Λάρνακας ήλεγξαν τις αποσκευές του εφεσείοντα. Δεν ήλεγξαν όμως τις αποσκευές του Μηνά, ο οποίος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του εφεσείοντα, που του είχαν από πριν δοθεί, αφού εξήλθε του αεροδρομίου μόνος του πήρε ταξί και μετέβη στο σπίτι της μητέρας του στη Λεμεσό. Το ταξί, εν αγνοία του Μηνά, οδηγείτο από μέλος της ΥΚΑΝ.
Σε λίγο επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά ο εφεσείων, ο οποίος του ανέφερε να αναμένει τις οδηγίες του ως προς το πού θα παρέδιδε τις βαλίτσες, τις οποίες οδηγίες θα του έδινε σε λίγο «μόλις έπαιρνε την αμοιβή τους».
[*41]Πράγματι, ο εφεσείων ήλθε στο σπίτι της μητέρας του Μηνά και από εκεί μαζί με το Μηνά μετέβησαν στο σπίτι του τελευταίου, από το οποίο ο Μηνά παρέλαβε το αυτοκίνητο του το οποίο θα χρησιμοποιούσαν για σκοπούς μεταφοράς και παράδοσης των ναρκωτικών, γιατί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα παρουσίαζε μηχανικά προβλήματα. Τις βαλίτσες με τα ναρκωτικά τις άφησαν στο σπίτι της μητέρας του Μηνά, το οποίο τελούσε υπό τη διακριτική παρακολούθηση της αστυνομίας.
Η διακριτική παρακολούθηση του Μηνά από την αστυνομία άρχισε από τη στιγμή της πληροφόρησης της αστυνομίας από το Μηνά για τη συμφωνία του με τον εφεσείοντα, διακόπηκε με την αναχώρηση του Μηνά στην Ολλανδία και επανήρχισε με την άφιξη τους στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ολλανδία, ο Μηνάς είχε τηλεφωνική επικοινωνία με το Μ.Κ. 6, τον οποίο και ενημέρωνε για τα όσα εκεί λάμβαναν χώρα.
Για όλα τα πιο πάνω είχε ενημερωθεί από την πρώτη στιγμή από το Μ.Κ. 6 η ηγεσία της ΥΚΑΝ, με οδηγίες της οποίας ο Μ.Κ. 6 ενεργούσε. Οι οδηγίες δίνοντο στο μάρτυρα κατόπιν συνεννόησης της ηγεσίας της ΥΚΑΝ με το Γενικό Εισαγγελέα και τον Αρχηγό Αστυνομίας για ελεγχόμενη παράδοση των ναρκωτικών.
Επιστρέφοντας στο πατρικό σπίτι του Μηνά, εφεσείων και Μηνά επιχείρησαν να μεταφέρουν τις δύο βαλίτσες με τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του Μηνά. Ο μεν εφεσείων μετέφερε την κόκκινη βαλίτσα, ο δε Μηνά τη μαύρη. Καθοδόν προς το αυτοκίνητο επενέβη η αστυνομία, η οποία και τους ανέκοψε για έλεγχο.
Στη συνέχεια εφεσείων και Μηνά οδηγήθηκαν στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού, όπου στην παρουσία τους ανοίχθηκαν οι δύο βαλίτσες και αποκαλύφθηκαν οι συσκευασίες με τα ναρκωτικά.
Τόσο από τον εφεσείοντα όσο και από το Μ.Κ. 6 λήφθηκαν παρειακά επιχρίσματα. Παρειακά επιχρίσματα λήφθηκαν και από κάποια Μαίρη Νεάρχου, η οποία φέρεται να ήταν το πρόσωπο που συνταξίδεψε με τους εφεσείοντα και Μηνά από Κύπρο στο Άμστερνταμ και πίσω. Στα χερούλια της μιας από τις δύο βαλίτσες, που περιείχαν τα ναρκωτικά, εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό που εκτιμάται ότι είναι πολύ πιθανότερο να ανήκει στους Μηνά, εφεσείοντα και άγνωστο τρίτο πρόσωπο, παρά σε τρία άγνωστα πρόσωπα. Στα χερούλια του «φερμουάρ» της κύριας θήκης της ίδιας βαλίτσας απομονώθηκε το γενετικό υλικό του εφε[*42]σείοντα. Σε καμιά από τις δύο βαλίτσες ή τα αντικείμενα που εξετάστηκαν δακτυλοσκοπικά, εντοπίστηκαν αποτυπώματα του εφεσείοντα.
Την ορθότητα της καταδίκης του, ο εφεσείων την αμφισβητεί με εννέα λόγους έφεσης, οι πέντε από τους οποίους (λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 8), έχουν ως στόχο την ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου περί του αξιόπιστου της μαρτυρίας του Μηνά (Μ.Κ. 3). Επί της εν λόγω μαρτυρίας το Κακουργιοδικείο βάσισε ουσιαστικά την καταδίκη του εφεσείοντα, χωρίς μάλιστα ενισχυτική μαρτυρία, παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας είχε κριθεί ως συναυτουργός. Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 προσβάλλεται ως εσφαλμένη τόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου να αποδεχθεί ως μαρτυρία τις επιστολές τεκμήρια 29, 30 και 31, το περιεχόμενο των οποίων αφορούσε την ελεγχόμενη παράδοση (λόγος έφεσης 5), όσο και η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι «η ύπαρξη ή μη νομότυπης διαδικασίας ελεγχόμενης παράδοσης ουδόλως επηρεάζει το βάσιμο της υπόθεσης της κατηγορίας» (λόγος έφεσης 6). Με το λόγο έφεσης 9 προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου ότι η απουσία των δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσείοντα στις δύο βαλίτσες, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν έθεσε υπό τη φυσική κατοχή του οποιαδήποτε από τις βαλίτσες, ενώ σύμφωνα με το λόγο έφεσης 7 η κατηγορούσα αρχή, με βάση τα γεγονότα και τον τρόπο εισαγωγής των ναρκωτικών στην Κύπρο, όφειλε, αλλά δεν το έπραξε, να αποδείξει ότι ακολουθήθηκε νομότυπα η προβλεπόμενη από το Νόμο 3(Ι)/1995, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το Νόμο 34(Ι)/1998, διαδικασία που αφορά σε ελεγχόμενη παράδοση.
Η ορθότητα της επιβληθείσας ποινής αμφισβητείται με το λόγο έφεσης 10, σύμφωνα με τον οποίο η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα, κρινόμενη υπό τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, είναι υπερβολική.
Αξιολόγηση Μηνά Φετόρεγκου (Μ.Κ. 1) – Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 8
Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η σχετική με τους πιο πάνω λόγους έφεσης επιχειρηματολογία του κ. Λυσάνδρου, συνιστά η θέση ότι «ο Μ.Κ. 1 έχει υποπέσει σε τέτοιες αντιφάσεις που το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκρινε χωρίς προηγουμένως να προειδοποιήσει τον εαυτό του, ότι μπορούσε με απόλυτη ασφάλεια να στηριχθεί σε μέρος αυτής και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο». Ο Μ.Κ. 1 θα έπρεπε, σύμφωνα με τον κ. [*43]Λυσάνδρου, να είχε κριθεί, λόγω της αντιφατικής εικόνας που η μαρτυρία του παρουσιάζει, αναξιόπιστος και η μαρτυρία του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί ως αναληθής.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πούμε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο έκρινε το Μ.Κ. 1 συναυτουργό. Θα πρέπει όμως επίσης να πούμε ότι θέμα μη προειδοποίησης του Κακουργιοδικείου για τους κινδύνους που είναι ενδεχόμενο να συνεπάγεται η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1 χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, δεν εγείρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το Κακουργιοδικείο σαφώς απηύθυνε τη συγκεκριμένη προειδοποίηση στον εαυτό του και μάλιστα παραπέμποντας σε σχετική νομολογία. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση μαρτυρεί του λόγου το ασφαλές:
“Με αυτά τα δεδομένα, παρά το ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι ο ΜΚ1 δεν υπέχει θέση συναυτουργού, εν τούτοις θεωρούμε ότι από τη στιγμή που προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου, σε αντίθεση με την προτροπή της αστυνομίας για αναβολή του ταξιδιού, με δική του ευθύνη, καθώς επίσης και λόγω της σύλληψης του από την αστυνομία, έστω για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αυτός υπέχει θέση συναυτουργού και ως τέτοιου θα αντικρύσουμε τη μαρτυρία του, προειδοποιώντας τον εαυτό μας για τους κινδύνους που είναι ενδεχόμενο να συνεπάγεται η αποδοχή της χωρίς ενισχυτική μαρτυρία (βλ. Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546 στη σελ. 560, Α.Κ. Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκη ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 171, Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628).”
Επί του πιο πάνω θέματος θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή στις περιπτώσεις μαρτυρίας συναυτουργού, η διατύπωση της αυτοπροειδοποίησης δεν έχει σημασία. Ό,τι έχει σημασία είναι η λεκτική εκδήλωση της σκέψης, δηλαδή της σκέψης ότι το δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στο ειδικό αυτό ζήτημα και ότι το συνέλαβε ορθά (βλ. R. v. Price [1968] 2 All E.R. 282 και Α.Κ. Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκη ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 4).
Οι αντιφάσεις που σύμφωνα με την υπεράσπιση περιέπεσε ο Μ.Κ. 1, οι οποίες πλήττουν, σύμφωνα πάντα με την υπεράσπιση, καίρια και καθοριστικά την αξιοπιστία του μάρτυρα, απαριθμούνται στο διάγραμμα αγόρευσης του κ. Λυσάνδρου και συνιστούν ουσιαστικά επανάληψη των όσων σχετικών απαρίθμησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της υπεράσπισης στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας.
[*44]Προτού ασχοληθούμε με την ουσία της συγκεκριμένης πτυχής της επιχειρηματολογίας του κ. Λυσάνδρου, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τις αρχές βάσει των οποίων το Εφετείο επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε θέματα αξιοπιστίας. Υπενθυμίζουμε ότι το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και ότι επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια, ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Σε περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί. (Βλ. Παντελής Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).
Με δεδομένες τις θέσεις της υπεράσπισης που προβάλλονται στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1, 2, 3, 4 και 8, κρίνουμε επίσης σκόπιμο να υπενθυμίσουμε και την αρχή ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση μας το Κακουργιοδικείο, διατηρεί την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης. (Βλ. Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).
Πρωταρχική θέση στον κατάλογο των στοιχείων που ο κ. Λυσάνδρου υπέδειξε ως αντιφάσεις που δικαιολογούν την ανατροπή της κρίσης του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του Μ.Κ. 1, κατέχει το γεγονός ότι ενώ ο Μ.Κ. 1 απέδωσε την ενέργεια του να ενημερώσει την αστυνομία σε φόβο για τη ζωή του, στην αντεξέταση του δέχθηκε ότι δεν θεωρούσε τον εφεσείοντα επικίνδυνο πρόσωπο, ούτε και γνώριζε την ταυτότητα των τρίτων προσώπων που ήταν και αυτά αναμεμειγμένα στην υπόθεση. Το συγκεκριμένο στοιχείο ο κ. Λυσάνδρου το συνάρτησε με το θέμα προστασίας του μάρτυρα από την αστυνομία.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αφού επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο στοιχείο δεν αποτελεί ουσιαστικά αντίφαση στη [*45]μαρτυρία του μάρτυρα, με την έννοια που ο ευπαίδευτος συνήγορος χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όρο, αναφέρει τα εξής σχετικά:
“….. δεν θεωρούμε παράδοξη την τοποθέτηση του Μ.Κ. 1, ειδικότερα έχοντας υπόψη ότι στην όλη υπόθεση υπήρχαν αναμεμειγμένα τρίτα πρόσωπα, άγνωστα στο μάρτυρα. Το κατά πόσο ο φόβος είναι δικαιολογημένος ή όχι δεν αποτελεί στοιχείο που καταρρίπτει την αξιοπιστία κάποιου μάρτυρα, νοουμένου ότι αυτό δεν εκφεύγει της λογικής όπως και στην παρούσα περίπτωση. Τέλος αναφορικά με το κατά πόσο η αστυνομία προσέφερε προστασία στο Μηνά, θέμα για το οποίο έδωσε έμφαση ο συνήγορος του κατηγορούμενου παρατηρούμε ότι και πάλι δεν στοιχειοθετείται ουσιαστική αντίφαση μεταξύ Μηνά και Μ.Κ. 6, έχοντας υπόψη ότι και ο Μηνά μίλησε για το ότι θα του παρείχετο προστασία, έστω και αν δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένη περίπτωση τέτοιας παροχής ή στη μορφή τέτοιας προστασίας που θα εδίδετο. Κοινή τοποθέτηση των δύο μαρτύρων ήταν ότι ο Μηνά δεν είχε ενταχθεί σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.”
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της υπεράσπισης αντιπαραβάλλοντας πτυχές της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1 είτε με άλλες πτυχές της μαρτυρίας του, είτε με πτυχές της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων, επεσήμανε συγκεκριμένες αντιφάσεις τις οποίες έθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και επανέλαβε ενώπιον μας, οι οποίες πλήττουν, σύμφωνα με τον κ. Λυσάνδρου, καίρια την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα και συνακόλουθα την κρίση του Κακουργιοδικείου περί του αξιόπιστου της εν λόγω μαρτυρίας. Τις καταγράφουμε όπως αυτές συνοψίζονται και προωθούνται στα πλαίσια του διαγράμματος αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα.
(α) Ενώ στην κατάθεση του ο Μ.Κ. 1 τοποθετεί την πρώτη συνάντηση του με τους Μ.Κ. 6 και 4 στις 6/12/2008, στην αντεξέταση του καθόρισε ως ημερομηνία της συνάντησης της 4/12/2008 και ημερομηνία αναχώρησης του από την Κύπρο στις 6/12/2008, εκδοχή την οποία το Κακουργιοδικείο απέρριψε. Σύμφωνα με τους Μ.Κ. 4 και 6 των οποίων τη μαρτυρία επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε, η συνάντηση με το Μ.Κ. 1 έλαβε χώρα στις 6/12/2008.
(β) Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του Μ.Κ. 1 ότι κατά τη διαδρομή με ταξί, οδηγός του οποίου υπενθυμίζουμε ήταν υπό κάλυψη αστυνομικός της ΥΚΑΝ, από τη Λάρνακα στη Λεμεσό, μετά την άφιξη του από το Άμστερνταμ, δεν μίλησε με κανένα [*46]αστυνομικό. Επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο απεδέχθη τη μαρτυρία των Μ.Κ. 6 και 8, σύμφωνα με την οποία, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο Μ.Κ. 1 μίλησε μαζί τους τηλεφωνικά.
(γ) Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του Μ.Κ. 1 σύμφωνα με την οποία αυτός δεν εισήλθε ποτέ στο εσωτερικό της κατοικίας της μητέρας του. Αντ’ αυτής δέχθηκε την επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης, εκδοχή των αστυνομικών μαρτύρων.
(δ) Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του Μ.Κ. 1 ότι ουδέποτε συνελήφθη από την αστυνομία.
(ε) Η διαδικασία στα πλαίσια της οποίας ανοίχθηκαν οι δύο βαλίτσες και αφού εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά συσκευάστηκαν και σφραγίστηκαν οι συσκευασίες, αποτέλεσαν σημεία διαφορετικής τοποθέτησης του Μ.Κ. 1 με τους αστυφύλακες μάρτυρες.
Το Κακουργιοδικείο αφού εντοπίζει και παραθέτει λεπτομέρειες των πιο πάνω αντιφάσεων, τις σχολιάζει ως εξής:
“Είναι εμφανές ότι τα σημεία που παραθέσαμε πιο πάνω αφορούν θέματα που σχετίζονται όχι με τον πυρήνα των γεγονότων που συνθέτουν τα αδικήματα, αλλά με παρεμφερή γεγονότα που είτε συνέβησαν μετά την άφιξη των ναρκωτικών στην Κύπρο, είτε αφορούν θέματα επουσιώδη για τα επίδικα γεγονότα. Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε ο ΜΚ1 ουδόλως επηρεάζουν το βάσιμο της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, καθότι δεν προσθέτουν ούτε αφαιρούν οτιδήποτε από αυτή, ούτε αποκαλύπτουν από μόνες τους διάθεση παραπλάνησης δεδομένου και του επουσιώδους του χαρακτήρα τους.
Η διαφορά στον καθορισμό των ημερομηνιών που ο Μηνά συναντήθηκε με τους αστυνομικούς και της ημερομηνίας αναχώρησης του από την Κύπρο επίσης δεν μπορεί να του αποδώσει διάθεση παραπλάνησης του Δικαστηρίου, ειδικότερα έχοντας υπόψη ότι η αρχική του τοποθέτηση συνάδει τόσο με την υπόλοιπη μαρτυρία όσο και με τα παραδεκτά γεγονότα. Αναφορικά δε με τη μαρτυρία του η οποία έρχεται σε αντίφαση με αυτή των αστυνομικών μαρτύρων όπως τους έχουμε αξιολογήσει ανωτέρω και αφορά γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά την άφιξη του Μηνά και του κατηγορουμένου στην Κύπρο, την [*47]ανακοπή τους, σύλληψη, εξεύρεση και σφράγιση τεκμηρίων, δεν δεχόμαστε τη μαρτυρία του, αποδεχόμενοι ότι οι ως άνω μάρτυρες απέδωσαν ορθά τα σχετικά γεγονότα και καταλήγουμε στα ανάλογα ευρήματα. Στην κατάληξη μας αυτή συνηγορεί και η διαπίστωση μας αφ’ ενός ότι ο μάρτυρας αυτός μας έδωσε την εντύπωση κατά τη ζωντανή του παρουσία στο Δικαστήριο ότι αδιαφορούσε για τα γεγονότα αυτά και αφ’ ετέρου ότι οι αστυφύλακες μάρτυρες έχοντας καθηκόντως την ευθύνη της παρακολούθησης και διερεύνησης της υπόθεσης ήταν περισσότερο παρατηρητικοί και προσεκτικοί ως προς το να παραθέσουν στο Δικαστήριο τις λεπτομέρειες. Σημειώνουμε επίσης ότι το ιστορικό των γεγονότων μετά την άφιξη τους στην Κύπρο δεν διαφέρει ουσιαστικά ούτε από την εκδοχή του κατηγορούμενου με εξαίρεση βέβαια στο ρόλο που είχε ο καθένας και το λόγο που έγιναν κάποιες ενέργειες. Ας σημειωθεί επίσης ότι η υπεράσπιση απέδωσε στο μάρτυρα αντίφαση στα λεγόμενα του η οποία δεν υφίσταται. Συγκεκριμένα του αποδίδει ότι ανέφερε πως η συνάντηση με τους αστυνομικούς έγινε στα γραφεία της ΥΚΑΝ ενώ οι αστυφύλακες ανέφεραν ότι αυτή έγινε σε χώρο στάθμευσης στο μόλο ενόσω ο Μηνά δεν αναφέρθηκε στο χώρο όπου έγινε η συνάντηση.”
Έχοντας απορρίψει το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1 που δεν συνήδε με την αντίστοιχη μαρτυρία των εμπλεκόμενων αστυνομικών, το Κακουργιοδικείο καταπιάνεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα, στο σύνολο της. Παραθέτουμε πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:
“… Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Κανναουρίδης ο μάρτυρας αυτός δεν αντεξετάστηκε σε ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας του τα οποία παρατηρούμε ότι αφορούν και αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζονται οι κατηγορίες. Συναφώς παρατηρούμε ότι κατά την αντεξέταση του, και ενώ του παρατέθηκαν οι δικοί του ισχυρισμοί για το τι έλαβε χώρα σε σχέση με τα ναρκωτικά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στην Ολλανδία, τους οποίους και επιβεβαίωσε, δεν του τέθηκε κάποια διαφορετική εκδοχή γεγονότων. Ούτε αντεξετάστηκε επί των γεγονότων που έλαβαν χώρα ενωρίτερα κατά τη συνάντηση του με τους αστυνομικούς και το περιεχόμενο της συνομιλίας τους ή για το ότι ο Μηνά υποψιάστηκε ότι η αναφερόμενη Μαίρη Νεάρχου αποτελούσε μέρος της όλης πράξης. Βέβαια η παράλειψη αντεξέτασης ενός μάρτυρα δεν οδηγεί στην χωρίς άλλο αποδοχή της μαρτυρίας του. Από την άλλη όμως η παράλειψη αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά την ευρύτερη εξέταση της [*48]αξιοπιστίας του μάρτυρα. Σχετική με το θέμα είναι η υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260 (βλ. επίσης Wood Green Crown Court ex parte Taylor [1995] Crim. LR 879 και σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2007 στη σελ. 2379 παρα. F7.4).
Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε πως η μαρτυρία του Μηνά επί των ουσιωδών γεγονότων που συναρτούν τα αδικήματα παρέμεινε χωρίς αντίλογο και χωρίς παράθεση άλλης εκδοχής για τα διαδραματισθέντα γεγονότα. Δεν μας διαφεύγει η γενική θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος ήταν αμέτοχος στη διάπραξη των αδικημάτων, ούτε μας διαφεύγουν οι αναφορές του στην ανακριτική του κατάθεση και στην ανώμοτη του δήλωση με την οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, όμως παραδόξως σε κανένα στάδιο της αντεξέτασης του Μηνά δεν τέθηκε σ’ αυτόν οποιαδήποτε εκδοχή της υπεράσπισης επί των ουσιαστικών γεγονότων. Τι έγινε στην Ολλανδία κατά τον επίδικο χρόνο; Με αυτά δεν υπονοούμε ότι η υπεράσπιση έχει οποιοδήποτε βάρος απόδειξης. Από την άλλη όμως η εκδοχή του Μηνά για τα ουσιώδη γεγονότα παραμένει χωρίς αντίλογο. Συνακόλουθα επί ποίας βάσης να θεωρηθεί ο Μηνά εκ προοιμίου αναξιόπιστος μάρτυρας; Δεδομένου ότι η μαρτυρία του Μηνά για τα ουσιώδη γεγονότα, επί της οποίας βασίζεται η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αντιστρατεύεται της λογικής και δεν έχει κλονιστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά την αντεξέταση, θεωρούμε ότι είναι αληθινή και ικανή να αποτελέσει βάση για να καταλήξουμε σε ευρήματα ως προς τα διαδραματισθέντα γεγονότα κρίνοντας το Μηνά απόλυτα αξιόπιστο ως προς το μέρος αυτό της μαρτυρίας του.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι μπορούμε με απόλυτη ασφάλεια να στηριχθούμε στο μέρος αυτό της μαρτυρίας του ΜΚ1 χωρίς να είναι ανάγκη να αναζητήσουμε ενισχυτική μαρτυρία.”
Διαπιστώνουμε ότι η απόρριψη συγκεκριμένου μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1 συνοδευόταν από αιτιολογία. Συνιστά επίσης διαπίστωση μας ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν είναι ασαφής και αόριστη, αλλά δίνεται με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, τα οποία και έχουμε διεξέλθει προσεκτικά. Δεν διαπιστώνουμε λόγους που θα δικαιολογούσαν επέμβαση μας είτε στον τρόπο προσέγγισης από το Κα[*49]κουργιοδικείο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1, είτε στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του υπέρ της αποδοχής ως αξιόπιστης μέρους της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 8 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 5, 6 και 7
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 5 και 6 επισημαίνουμε ότι το περιεχόμενο των επιστολών, τεκμήρια 29, 30 και 31, αφορά μεν στο θέμα ελεγχόμενης παράδοσης των ναρκωτικών, η κατάθεση όμως των εν λόγω επιστολών ως τεκμηρίων, έγινε με σκοπό την αντίκρουση της εισήγησης της υπεράσπισης για χαλκευμένη από πλευράς αστυνομίας μαρτυρίας, με την υπεράσπιση να περιορίζεται στο να επιφυλάξει το δικαίωμα της να ζητήσει την κλήτευση του συντάκτη των εν λόγω επιστολών για σκοπούς αντεξέτασης, δυνάμει του Άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, δικαίωμα όμως που η υπεράσπιση, τελικά επέλεξε να μην ασκήσει. Επομένως, ούτε ο λόγος έφεσης 5, ούτε ο λόγος έφεσης 6, με τον οποίο πλήττεται η ορθότητα της διαπίστωσης του Κακουργιοδικείου ότι η ύπαρξη ή μη νομότυπης διαδικασίας ελεγχόμενης παράδοσης ουδόλως επηρεάζει το βάσιμο της υπόθεσης της κατηγορίας, διαπίστωση η οποία, υπό τις περιστάσεις, μας βρίσκει σύμφωνους, μπορούν να πετύχουν. Εξάλλου, και η ίδια η υπεράσπιση συναρτά τους συγκεκριμένους δύο λόγους έφεσης με τον καθορισμό της ποινής και όχι με το βάσιμο της υπόθεσης της κατηγορίας.
Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της υπεράσπισης με αναφορά στις υποθέσεις Brannan v. Peek [1947] 2 All E.R. 572 και Mousa Abdel Hady Haggag ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52 υποστήριξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην παρούσα περίπτωση από τις αστυνομικές αρχές, δεν συνήδε με την προβλεπόμενη από το Νόμο 3(Ι)/1995, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης, με συνέπεια «να εγείρεται θέμα παγίδευσης του εφεσείοντα», σε περίπτωση που η διαδικασία δεν ήταν νομότυπη, στοιχείο που σε μεγάλο βαθμό προσδίδει, σύμφωνα με τον κ. Λυσάνδρου, στα διαπραχθέντα αδικήματα «πλασματικό χαρακτήρα, γεγονός που μετριάζει ουσιωδώς τη σοβαρότητα τους και συνακόλουθα την ποινή». Επομένως, τόσο ο λόγος έφεσης 5 όσο και ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 7 δεν αμφισβητείται η ορθότητα κρίσης του Κακουργιοδικείου είτε επί πραγματικού είτε επί νομικού επίδικου [*50]ζητήματος. Απλά διατυπώνεται, χωρίς όμως οποιαδήποτε εξειδίκευση, η θέση ότι η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει και δεν απέδειξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αστυνομία συνήδε με τις πρόνοιες του Νόμου 3(Ι)/1995, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Νόμο 34(Ι)/1998. Η απουσία οποιασδήποτε εξειδίκευσης δεν επιτρέπει στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης να εκφύγει από τη σφαίρα της γενικότητας, της ασάφειας και της αοριστίας, στοιχεία που δεν αφήνουν άλλη επιλογή από την απόρριψη του.
Λόγος έφεσης 9
Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στην υπόθεση Χρ. Χατζηπέτρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123, έκρινε ότι «η απουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τεκμήρια». Η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού ενός κατηγορουμένου είναι δυνατό να οδηγήσει και πλειστάκις οδηγεί σε θετικό εύρημα, όμως, η απουσία τέτοιων αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού δεν οδηγεί στο αρνητικό συμπέρασμα που εισηγείται ο κ. Λυσάνδρου, δηλαδή ότι ο εφεσείων δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τεκμήρια. Το κατά πόσο ο εφεσείων ήλθε ή όχι σε επαφή με τα τεκμήρια, κρίνεται πάντα βέβαια με βάση το σύνολο της ενώπιον του δικαστηρίου σχετικής μαρτυρίας, μέρος της οποίας αποτελεί τόσο το γεγονός ύπαρξης όσο και το γεγονός απουσίας δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού επί των τεκμηρίων.
Ενόψει των πιο πάνω ούτε ο λόγος έφεσης 9 μπορεί να πετύχει και συνεπώς απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση 234/2009 κατά της ποινής
Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 χρόνων (κατηγορία 2) και 12 χρόνων (κατηγορία 4). Στις κατηγορίες 1 και 3 δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή γιατί τα μεν συστατικά στοιχεία της κατηγορίας 1 εμπεριέχονται στη δεύτερη κατηγορία, τα δε συστατικά στοιχεία της κατηγορίας 3 εμπεριέχονται στην τέταρτη κατηγορία.
Θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η έφεση κατά της ποινής δεν προωθείται στο περίγραμμα που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, ούτε και ο κ. Λυσάνδρου ασχολήθηκε μαζί του κατά την ενώπιον μας ανάπτυξη των επιχει[*51]ρημάτων του. Ανεξάρτητα τούτου, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και την έφεση κατά της ποινής, γιατί ο λόγος έφεσης 10 που αφορά στο συγκεκριμένο θέμα δεν έχει αποσυρθεί.
Είναι η θέση του εφεσείοντα, όπως αυτή καταγράφεται στους λόγους έφεσης του, ότι η ποινή που του έχει επιβληθεί είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολική, καθότι το Κακουργιοδικείο «δεν έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει».
Με τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ασχολήθηκε σε έκταση το Κακουργιοδικείο. Τις συνοψίζουμε.
Ο εφεσείων είναι ηλικίας 41 ετών, είναι λευκού ποινικού μητρώου και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας τα οποία δεν του επιτρέπουν να εργάζεται σε ικανοποιητικό βαθμό, με αποτέλεσμα να τυγχάνει δημόσιου βοηθήματος. Είναι παντρεμένος και προστάτης τόσο της συζύγου του όσο και του παιδιού της από προηγούμενο γάμο, ηλικίας 10 ετών. Τόσο η σύζυγος του όσο και το παιδί της, επίσης αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Προβλήματα υγείας αντιμετωπίζουν και οι γονείς του, τους οποίους επίσης βοηθά.
Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία στα πλαίσια των Ποινικών Εφέσεων 172/2009 και 178/2009 να επισημάνουμε, για μια ακόμα φορά, τόσο τη σοβαρότητα των αδικημάτων της φύσης και του είδους των αδικημάτων στα οποία έχει βρεθεί ένοχος ο εφεσείων, όσο και την έκταση του ρόλου που το στοιχείο της εξατομίκευσης της ποινής διαδραματίζει σε τέτοιες περιπτώσεις. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, το οποίο και υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσας έφεσης:
“Πιστεύουμε ότι κοινοτυπούμε και επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, επισημαίνοντας πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών [*52]και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική. Όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί οι έμποροι των ναρκωτικών θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τις συνέπειες των απεχθών πράξεων τους. Θα πρέπει να υπολογίζουν τις επιπτώσεις της σύλληψης και καταδίκης τους.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εξουδετερώνει βέβαια το στοιχείο της εξατομίκευσης της ποινής, το οποίο όμως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα έρχεται σε δεύτερη μοίρα.”
Στην κρινόμενη περίπτωση ο ρόλος του εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων δεν ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Αντίθετα, ήταν πρωταγωνιστικός, η δε εμπλοκή του ουσιαστικής και καταλυτικής σημασίας. Ο εφεσείων είναι το πρόσωπο που συνέλαβε την ιδέα για μετάβαση στην Ολλανδία και την εισαγωγή από την εν λόγω χώρα στην Κύπρο των ναρκωτικών. Είναι το πρόσωπο που εισηγήθηκε την ιδέα στο Μ.Κ. 3 και τον στρατολόγησε για τη μεταφορά των ναρκωτικών έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων. Πέραν τούτου, τα ναρκωτικά εισήχθηκαν στην Κύπρο για λογαριασμό του εφεσείοντα. Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί και ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα συνυπολογίστηκαν από το Κακουργιοδικείο και ορθά, υπό το φως της φύσης των αδικημάτων, αποδόθηκε σ’ αυτές η δέουσα σημασία.
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου υπεράσπισης ότι στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές που υιοθετήθηκαν στις υποθέσεις Brannan (πιο πάνω) και Mousa Haggag (πιο πάνω) καθότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αστυνομία στην παρούσα περίπτωση, δεν συνήδε με την προβλεπόμενη από το Νόμο 3(Ι)/1995 διαδικασία, με αποτέλεσμα τα αδικήματα να προσλαμβάνουν «πλασματικό» μόνο χαρακτήρα.
Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ισχυρισμός του κ. Λυσάνδρου ότι στην παρούσα περίπτωση η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν συνήδε με την προβλεπόμενη από το σχετικό νόμο ελεγχόμενη παράδοση ναρκωτικών έχει απορριφθεί ως ασαφής, αβέβαιος και γενικός, τόσο η υπόθεση Brannan όσο και η υπόθεση Haggag διαφέρουν ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα τους, από την περίπτωσή μας. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε ότι σε αντίθεση με την περίπτωση μας, στην οποία η πρωτοβουλία ανήκε αποκλειστικά στον εφεσείοντα, στις εν λόγω δύο υποθέσεις η πρωτοβουλία ανήκε στην μεν υπόθεση Brannan σε μέλος της αστυνομικής δύναμης, στη δε υπόθεση Haggag σε πράκτορα της [*53]αστυνομίας, με προτροπή της οποίας ο κατηγορούμενος παγιδεύτηκε. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο και στις δύο εν λόγω υποθέσεις ενεδύθη η αστυνομία, η οποία όχι μόνο ενθάρρυνε τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά και το σκηνοθέτησε με σκοπό την παγίδευση των εκεί εμπλεκόμενων κατηγορουμένων, κάτι που απουσιάζει παντελώς από την παρούσα περίπτωση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ποινή που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα δεν είναι έκδηλα υπερβολική, έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας. Κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή αποτελεί ορθό μέτρο αντιμετώπισης του εφεσείοντα.
Ως αποτέλεσμα και η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο