Χαμπή Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 70

(2011) 2 ΑΑΔ 70

[*70]24 Φεβρουαρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΜΠΗ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2009)

 

Ποινικός Κώδικας ― Επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξεως κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Αντίσταση κατά νόμιμης σύλληψης, κατά παράβαση του Άρθρου 244 (α) του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση καταδικαστικής απόφασης κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει, ανατρέποντας την καταδικαστική ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε υπόθεση επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξεως κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του και αντίστασης κατά νόμιμης σύλληψης ― Ποίος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας μελών της Αστυνομίας τα οποία εμπλέκονται σε επεισόδιο όπου ασκήθηκε κάποιας μορφής σωματική βία.

Κακοποίηση κρατουμένων ― Τεκμήριο κακοποίησης ατόμων τελούντων υπό κράτηση ― Δημιουργείται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία εγείρεται θέμα κακοποίησής τους εντός αστυνομικού σταθμού και όχι οπουδήποτε αλλού ― Ο περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικός) Νόμος του 1990 (Ν. 235/90), Άρθρο 6.

Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου ― Καταφυγή σε ψεύδος ως προς κρίσιμα γεγονότα υπόθεσης ― Κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα.

[*71]Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντος σχετικά με τα αδικήματα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξεως κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του και της αντίστασης του εφεσείοντος κατά της νόμιμης σύλληψής του, κατά παράβαση των Άρθρων 244(β) και 244(α) αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίστηκαν στις 17.1.2008 σε μεγάλο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων πίσω από την υπεραγορά E&S στη Λεμεσό, όπου ομάδα τεσσάρων νεαρών – μεταξύ των οποίων ήταν και ο εφεσείων – και έξι αστυνομικών μελών της ΥΚΑΝ, ενεπλάκησαν σε κάποιο επεισόδιο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την βασική εκδοχή της Αστυνομίας σύμφωνα με την οποία, ο συγκεκριμένος χώρος τέθηκε υπό παρακολούθηση, κατόπιν πληροφορίας για διακίνηση ναρκωτικών, και οι τέσσερις νεαροί των οποίων οι κινήσεις φάνηκαν ύποπτες, ανακόπηκαν προς διερεύνηση των στοιχείων τους και έρευνα. Ο εφεσείων διαμαρτυρήθηκε αρχικά φραστικά και αργότερα παρεμποδίζοντας τη σωματική έρευνα ενός από τους νεαρούς από αστυνομικό. O εφεσείων τέθηκε υπό σύλληψη για το αυτόφωρο αδίκημα της παρεμπόδισης αστυνομικού οργάνου στην εκτέλεση του καθήκοντός του. Προσπάθεια όμως όπως ερευνηθεί σωματικά οδήγησε σε επίθεση από τον ίδιο, σπρώχνοντας με τα χέρια και παρεμποδίζοντας την τοποθέτηση σ’ αυτόν χειροπέδων. Χρησιμοποιήθηκε τότε από τα αστυνομικά όργανα η απαιτούμενη βία ώστε να γίνει κατορθωτή η τοποθέτηση χειροπέδων και σωματική έρευνα του εφεσείοντος, και αφού αυτό έγινε κατορθωτό, μεταφέρθηκε σε αστυνομικό σταθμό για περαιτέρω εξετάσεις.

Ο εφεσείων προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε αξιοπιστία στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και παρέλειψε να αξιολογήσει πολλές αντιφάσεις οι οποίες ανέτρεπαν ή αναιρούσαν την εκδοχή τους. Γενικά δε, το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν υποστηρίζουν την εκδοχή της Αστυνομίας.

     Ο συνήγορος του εφεσείοντος, προωθώντας την κεντρική του θέση ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να πιστέψει τους αστυνομικούς μάρτυρες, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι παραγνωρίστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 6 του περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990, [*72]όπως τροποποιήθηκε. Όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την πρόνοια εκείνη του Νόμου, σύμφωνα με την οποία εάν ένα πρόσωπο το οποίο τελεί υπό κράτηση ευρεθεί να φέρει τραύματα, τότε τεκμαίρεται ότι έχει υποστεί αστυνομική κακοποίηση.

2.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αναξιοπιστίας του εφεσείοντος ως κατηγορούμενου και του ΜΥ2, είναι εσφαλμένο.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η ανακριτική διαδικασία ήταν μολυσμένη. Αιτιολογώντας αυτή τη θέση, ο συνήγορος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε το γεγονός ότι ο αστυνομικός ανακριτής της υπόθεσης υιοθέτησε απλά την εκδοχή των συναδέλφων του αστυνομικών και απήγγειλε κατηγορία επίθεσης στον εφεσείοντα, χωρίς να του λάβει κατάθεση και χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός έφερε τραύματα και στάληκε μάλιστα στο νοσοκομείο για περίθαλψη. Και τούτο, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο συνήγορο, παρά την ύπαρξη της σχετικής νομοθεσίας ότι η ύπαρξη τραυμάτων σε κρατούμενο δημιουργεί τεκμήριο κακοποίησής του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφασή του έδωσε καλούς λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη. Η μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων προσεγγίστηκε με την αναγκαία προσοχή, επιφυλακτικότητα ή ακόμα και καχυποψία με την οποία θα πρέπει να προσεγγίζεται μαρτυρία ομάδας μελών της Αστυνομίας τα οποία εμπλέκονται σε επεισόδιο όπου ασκήθηκε κάποιας μορφής σωματική βία. Είναι φανερό από το σχετικό απόσπασμα της απόφασης ότι, για τους λόγους που εκεί εξηγούνται, οι μάρτυρες κατηγορίας ενεποίησαν πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο, τόσο απομονωμένα όσο και συνολικά, η δε μαρτυρία τους στα ουσιώδη της μέρη αλληλοεπιβεβαιώνετο. Πέραν τούτου, οι όποιες διαστάσεις ή αντιφάσεις σε επουσιώδη θέματα, τις οποίες υπέδειξε ο συνήγορος του κατηγορουμένου δικαιολογημένα δεν επενήργησαν αρνητικά στο θέμα της γενικότερης αξιοπιστίας αυτών των μαρτύρων.

2.  Η σχετική αιτιολογημένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε σωρεία αντιφάσεων μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντος και του ΜΥ2 και [*73]εμφανή ψεύδη. Η αιτιολογία του Δικαστηρίου ως προς την κατάληξη αυτή είναι πλήρης και σύμφωνα με αυτή το περί αναξιοπιστίας συμπέρασμα των δύο αυτών μαρτύρων, παρουσιάζεται ως αναπόδραστο.

3.  Οι σχετικές πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία εγείρεται θέμα κακοποίησης κρατουμένου εντός αστυνομικού σταθμού και όχι οπουδήποτε αλλού. Έπεται, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει δημιουργηθεί το τεκμήριο κακοποίησης, όπως ο συνήγορος του εφεσείοντος, ισχυρίζετο.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ανδρέου κ.ά. ν. Ζήνωνος (2001) 1Α Α.Α.Δ. 472.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8534/08), ημερομηνίας 11/5/09.

Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17.1.2008 είχε λάβει χώρα κάποιο επεισόδιο μεταξύ ομάδας τεσσάρων νεαρών προσώπων και έξι αστυνομικών – μελών της ΥΚΑΝ, σε μεγάλο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων πίσω από την υπεραγορά E & S στη Λεμεσό.

Σύμφωνα με τη βασική εκδοχή της Αστυνομίας, ο χώρος εκείνος είχε τεθεί υπό παρακολούθηση, κατόπιν πληροφορίας για διακίνηση ναρκωτικών, και οι τέσσερις νεαροί των οποίων οι κινήσεις φάνηκαν ύποπτες, ανακόπηκαν προς διερεύνηση των στοιχείων τους και έρευνα. Σ’ αυτή την προσπάθεια των αστυνομικών οργάνων, ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ένας από τους τέσσερις νεαρούς, [*74]παρουσιάζεται να διαμαρτύρεται για τις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων, αρχικά φραστικά και αργότερα παρεμποδίζοντας τη σωματική έρευνα ενός από τους νεαρούς από αστυνομικό. O εφεσείων τέθηκε υπό σύλληψη για το αυτόφωρο αδίκημα της παρεμπόδισης αστυνομικού οργάνου στην εκτέλεση του καθήκοντός του. Προσπάθεια όμως όπως ερευνηθεί σωματικά οδήγησε σε επίθεση από τον ίδιο, σπρώχνοντας με τα χέρια και παρεμποδίζοντας την τοποθέτηση σ’ αυτόν χειροπέδων. Χρησιμοποιήθηκε τότε από τα αστυνομικά όργανα η απαιτούμενη βία ώστε να γίνει κατορθωτή η τοποθέτηση χειροπέδων και σωματική έρευνα του εφεσείοντα, και αφού αυτό έγινε κατορθωτό, μεταφέρθηκε σε αστυνομικό σταθμό για περαιτέρω εξετάσεις.

Διαφορετική ήταν η εκδοχή του ίδιου του εφεσείοντα και άλλων από την ομάδα των παρισταμένων προσώπων. Σύμφωνα με αυτή, ο εφεσείων, ο οποίος διαχειρίζεται ταχυφαγείο που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του χώρου στάθμευσης, αφού έκλεισε το κατάστημά του με τη βοήθεια ενός φίλου του, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, προχώρησε προς το χώρο στάθμευσης όπου είχαν ήδη προχωρήσει οι τελευταίοι δύο πελάτες και γνωστοί του εφεσείοντα. Τους είδαν να είναι εκεί περικυκλωμένοι και στριμωγμένοι από άτομα με πολιτική περιβολή, οπότε προχώρησαν προς το μέρος τους και ο εφεσείων τους ρώτησε τι συνέβηκε. Του απάντησε ένας από τους άγνωστους, λέγοντάς του ότι δεν ήταν δουλειά του και ότι ήταν “μπάτσος”. Ο εφεσείων ζήτησε να δει ταυτότητα αλλ’ αγνοήθηκε, οπότε όταν είδε ότι ερευνούσαν το αυτοκίνητο ενός από τους γνωστούς του, του φώναξε να προσέχει να μην του ρίξουν κάτι μέσα στο αυτοκίνητο. Τότε, ένα από τα άγνωστα πρόσωπα τον άρπαξε σφίγγοντάς του το σβέρκο και, με τη βοήθεια άλλων, τον έσπρωξαν κάτω και άρχισαν να τον κλωτσούν. Μετά δε που ο εφεσείων ανέφερε ότι θα κατάγγελλε το επεισόδιο, οι άγνωστοι άνδρες άρχισαν και πάλι να τον κτυπούν, του τοποθέτησαν χειροπέδες και τον τοποθέτησαν βίαια μέσα σε αυτοκίνητο όπου συνέχισαν να τον κτυπούν.

Εναντίον του εφεσείοντα προσήχθηκαν δύο κατηγορίες, ήτοι μια για επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξεως κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και μια για αντίσταση κατά νόμιμης σύλληψης, κατά παράβαση του Άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα.

Κατόπιν διεξαχθείσας ακρόασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και στις δύο κα[*75]τηγορίες που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκαν ποινές προστίμου €800 στην πρώτη κατηγορία και €500 στη δεύτερη.

Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης του, εγείροντας τέσσερις συνολικά λόγους έφεσης. Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν σε θέματα προσέγγισης αξιοπιστίας μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο και μπορούν να συνεξετασθούν.

Πρώτος και Δεύτερος Λόγος Έφεσης.

Με τους δύο αυτούς λόγους έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε αξιοπιστία στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και ότι παρέλειψε να αξιολογήσει πολλές αντιφάσεις οι οποίες ανέτρεπαν ή αναιρούσαν την εκδοχή τους. Γενικά δε, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν υποστηρίζουν την εκδοχή της Αστυνομίας.

Προς υποστήριξη αυτών των λόγων έφεσης, ο εφεσείων παρέθεσε στην αγόρευσή του διάφορα σημεία από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας 1 και 3 για να καταδείξει την ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία τους και αδυναμία όπως δώσουν σαφείς απαντήσεις σε υποβληθείσες ερωτήσεις. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, οι αστυνομικοί μάρτυρες εύκολα συμφώνησαν σε μια πλαστή κοινή εκδοχή την οποία προώθησαν στο Δικαστήριο, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικό και προσεκτικό ώστε να αντιμετώπιζε κατάλληλα τις αδυναμίες και αντιφάσεις στη μαρτυρία τους.

Μεταξύ των επιχειρημάτων τα οποία επιστράτευσε ο συνήγορος του εφεσείοντα, με τα οποία προώθησε την κεντρική του θέση ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να πιστέψει τους αστυνομικούς μάρτυρες, ήταν και το ότι παραγνωρίστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 6 του περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990 (Ν. 235/90), όπως τροποποιήθηκε. Όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την πρόνοια εκείνη του Νόμου, σύμφωνα με την οποία εάν ένα πρόσωπο το οποίο τελεί υπό κράτηση ευρεθεί να φέρει τραύματα, τότε τεκμαίρεται ότι έχει υποστεί αστυνομική κακοποίηση.

Αρχίζοντας από αυτό το τελευταίο επιχείρημα και την επίκλη[*76]ση της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, σε συμφωνία με τη συνήγορο του εφεσίβλητου, ότι το Άρθρο 6 του προαναφερθέντος Νόμου δεν έχει εφαρμογή στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως και ο ίδιος ο πλαγιότιτλος του άρθρου, αλλά και το κείμενό του, ρητά αναφέρουν, οι διατάξεις του άρθρου εκείνου εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις κράτησης προσώπων σε αστυνομικό σταθμό, που δεν ήταν εδώ η περίπτωση.

Ως προς τους άλλους ισχυρισμούς και τις θέσεις του εφεσείοντα κάτω από αυτούς τους λόγους έφεσης, παρατηρούμε ότι αυτοί επικεντρώνονται γύρω από τον κεντρικό άξονα της θέσης του, σύμφωνα με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στον τρόπο αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας.

Επανειλημμένα και με συνέπεια έχει νομολογηθεί ότι το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

Οι αρχές που διέπουν το θέμα τούτο και το πεδίο επέμβασης του Εφετείου συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην απόφαση Ειρήνη Ανδρέου κ.ά. ν. Ζήνωνα Ζήνωνος (2001) 1 Α Α.Α.Δ. 472:

“Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δε υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Artistotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).

Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να [*77]φανερώνουν τη διάθεση του στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλη – Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787).”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφασή του έδωσε καλούς λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη. Τίποτε δεν επιμαρτυρεί ότι δεν προσέγγισε τη μαρτυρία τους με την αναγκαία προσοχή, επιφυλακτικότητα ή ακόμα και καχυποψία με την οποία θα πρέπει να προσεγγίζεται μαρτυρία ομάδας μελών της Αστυνομίας τα οποία εμπλέκονται σε επεισόδιο όπου ασκήθηκε κάποιας μορφής σωματική βία. Είναι φανερό από το σχετικό απόσπασμα της απόφασης ότι, για τους λόγους που εκεί εξηγούνται, οι μάρτυρες κατηγορίας ενεποίησαν πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο, τόσο απομονωμένα όσο και συνολικά, η δε μαρτυρία τους στα ουσιώδη της μέρη αλληλοεπιβεβαιώνετο. Πέραν τούτου, οι όποιες διαστάσεις ή αντιφάσεις σε επουσιώδη θέματα, τις οποίες υπέδειξε ο συνήγορος του κατηγορουμένου δικαιολογημένα δεν επενήργησαν αρνητικά στο θέμα της γενικότερης αξιοπιστίας αυτών των μαρτύρων.

Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Τρίτος Λόγος Έφεσης.

Με αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αναξιοπιστίας του εφεσείοντα ως κατηγορούμενου και του ΜΥ2. Ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι το Δικαστήριο αβασάνιστα και με αβάσιμη αιτιολογία απέρριψε αυτή τη μαρτυρία και με ιδιαίτερη αναφορά ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ2, λόγω του ότι αυτός ήταν φίλος του εφεσείοντα.

Σ’ αυτό το τελευταίο περί φιλίας του ΜΥ2 με τον εφεσείοντα δεν θα έπρεπε να δοθεί η σημασία η οποία δόθηκε από πλευράς εφεσείοντα, καθότι τούτο δεν ήταν το σημαίνον στοιχείο το οποίο εβάρυνε στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του, αν και αναφέρθηκε και αυτό από το Δικαστήριο. Η σχετική αιτιολογημένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε σωρεία αντιφάσεων μεταξύ της [*78]μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ΜΥ2 και εμφανή ψεύδη. Δίδεται δε πλήρης αιτιολογία ως προς αυτή την κατάληξη, η οποία καλύπτει πολλές παραγράφους στην πρωτόδικη απόφαση, με την οποία αιτιολογία το συμπέρασμα περί αναξιοπιστίας των δύο τούτων μαρτύρων παρουσιάζεται να είναι αναπόδραστο.

Επομένως, δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.

Τέταρτος Λόγος Έφεσης.

Με αυτό το λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η ανακριτική διαδικασία ήταν μολυσμένη. Αιτιολογώντας αυτή τη θέση, ο συνήγορος του εφεσείοντα επικαλείται το γεγονός ότι ο αστυνομικός ανακριτής της υπόθεσης υιοθέτησε απλά την εκδοχή των συναδέλφων του αστυνομικών και απήγγειλε κατηγορία επίθεσης στον εφεσείοντα, χωρίς να του λάβει κατάθεση και χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός έφερε τραύματα και στάληκε μάλιστα στο νοσοκομείο για περίθαλψη. Και τούτο, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο συνήγορο, παρά την ύπαρξη της σχετικής νομοθεσίας ότι η ύπαρξη τραυμάτων σε κρατούμενο δημιουργεί τεκμήριο κακοποίησής του.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί ότι, κατά τη μετάβαση του εφεσείοντα στον αστυνομικό σταθμό, δεν διερευνάτο οποιοδήποτε δικό του παράπονο ή καταγγελία, αλλά διερευνάτο, όπως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος του εφεσίβλητου, καταγγελία του ΜΚ3 για επίθεση εναντίον του από τον εφεσείοντα. Σημειώνουμε ότι σχετικό παράπονο του εφεσείοντα για κακοποίηση υποβλήθηκε από τον ίδιο προς την ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων εναντίον της Αστυνομίας προς εξέταση. Αναφορικά δε με την επίκληση της νομοθεσίας και της δημιουργίας τεκμηρίου κακοποίησης, επαναλαμβάνουμε αυτό που αναφέραμε προηγουμένως. Ότι δηλαδή οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία εγείρεται θέμα κακοποίησης κρατουμένου εντός αστυνομικού σταθμού και όχι οπουδήποτε αλλού. Κατά τα άλλα αδυνατούμε να διαγνώσουμε οποιαδήποτε παράβαση Νόμου ή Κανονισμών από τον ανακριτή.

Η έφεση αναπόφευκτα απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο