Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Έφης Ηροδότου (2011) 2 ΑΑΔ 79

(2011) 2 ΑΑΔ 79

[*79]3 Μαρτίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕΦΗΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 198/2009, 213/2009)

 

Απόδειξη ― Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα ― Πλημμελής αξιολόγηση μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα οδήγησε σε αθώωση κατηγορούμενης ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία ― Έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.

Επανεκδίκαση ― Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου η οποία ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Ποίοι παράγοντες θεωρούνται καθοριστικοί ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις κατηγορίες (α) για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και προνοιών του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, (β) οδήγηση καθ’ όν χρόνον η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερέβαινε το καθορισθέν όριο και (γ) μη συμμόρφωση με τα φώτα τροχαίας.

Όλα τα αδικήματα είχαν προκύψει σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 27.12.2007 και περί ώραν 04.45 στη διασταύρωση της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού με την οδό Γρηγόρη Αυξεντίου στη Λεμεσό, υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Η κατηγορουμένη οδηγούσε το αυτοκίνητό της επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού με δυτική κατεύθυνση. Το αυτοκίνητό της συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του Αιμίλιου Ιωάννου στη συμβολή των πιο πάνω οδών, η οποία ελέγχεται από φώτα τροχαίας. Από τη σύγκρουση το θύμα και το μοτοποδήλα[*80]τό του ανατράπηκαν στο δρόμο. Το ατύχημα ήταν θανατηφόρο, αφού το θύμα απώλεσε τη ζωή του.

Η εφεσίβλητη αντιμετώπιζε και 4η κατηγορία για εγκατάλειψη σκηνής δυστυχήματος, στην οποία αυτή βρέθηκε ένοχη και το Δικαστήριο της επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή αναστολή, αποστέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο 2 ετών και €120 έξοδα της διαδικασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε 9 μάρτυρες από πλευράς της κατηγορούσας αρχής με βασικότερο τη Μ.Κ.1 Στέλλα Παναγιώτου, που κλήθηκε ως αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος. Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της, αν και ανέφερε ότι αυτή ήταν αρκετά σταθερή στην εκδοχή της και η «αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε» σε σχέση με το ότι πρόσεξε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης να εισέρχεται στη διασταύρωση όταν το φως στη δική του πορεία ήταν κόκκινο, χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα και ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση, εν τούτοις αρκετά σημεία της μαρτυρίας της διαψεύστηκαν ή αντικρούστηκαν από μαρτυρία, η οποία παρουσιάστηκε κυρίως από την κατηγορούσα αρχή, σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης.

Η δικηγόρος η οποία εκπροσώπησε τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέτρεψε την αρχικά διαμορφωθείσα εντύπωσή του σε σχέση με την αξιοπιστία της Μ.Κ.1 για επουσιώδεις λόγους, μετατρέποντας συγχρόνως τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα σε σχέση με τα ακόλουθα επουσιώδη θέματα: (α) την ώρα λήψης της κατάθεσης από την Μ.Κ.1, (β) κάποιες αποστάσεις που ανέφερε η μάρτυρας, (γ) στο κατά πόσο το θύμα φορούσε κράνος και (δ) ότι η μαρτυρία της ερχόταν σε σύγκρουση με τα παραδεκτά γεγονότα.

Οι λόγοι έφεσης εγείρουν θέματα αποκλεισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρίας πλημμελώς, και εφαρμογής του νόμου / νομολογίας πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε πλημμελώς απόδειξη, δηλαδή τη μαρτυρία της Μ.Κ.1, την οποία μάρτυρα χαρακτήρισε ότι ήταν αρκετά σταθερή στη δική της εκδοχή και δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση.  Όλοι οι λόγοι αποκλεισμού της μαρτυρίας αυτής, ήταν επουσιώδεις και δεν έπρεπε να τους δοθεί η σημασία που τους αποδόθηκε. Η αθωωτική απόφαση της εφεσίβλητης καθ’ όσον [*81]αφορά την πρώτη και τρίτη κατηγορία παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης, αφού αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο για το σκοπό αυτό είναι ενδεικτικά (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) το κατά πόσο το αδίκημα διαπράττεται με συχνότητα, (γ) το περίπλοκο της υπόθεσης, (δ) ο χρόνος που διέρρευσε από την διάπραξη του αδικήματος και (ε) η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής.

2.  Στην παρούσα υπόθεση όλοι οι πιο πάνω παράγοντες είναι τέτοιοι που το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 3.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης στις κατηγορίες 1 και 3 το συντομότερο δυνατό από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94,

Ekdotiki Eteria Kosmos v. Police (1984) 2 C.L.R. 121,

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

Εφέσεις εναντίον Ποινής και Αθωωτικής Απόφασης.

Εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χ”Κυριάκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10140/08), ημερομηνίας 30/9/09 και 16/9/09.

Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Η. Κονναρής, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστη[*82]ρίου Θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η εφεσίβλητη αντιμετώπισε πρωτόδικα (Ποινική υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αρ. 10140/2008) 4 κατηγορίες σχετικά με θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα ως ακολούθως: (α) πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και προνοιών του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, (β) οδήγηση καθ’ όν χρόνον η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερέβαινε το καθορισθέν όριο, (γ) μη συμμόρφωση με τα φώτα τροχαίας και (δ) εγκατάλειψη σκηνής δυστυχήματος.

Όλα τα πιο πάνω αδικήματα προέκυψαν, σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα, σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβηκε στις 27/12/2007 στη διασταύρωση της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού με την οδό Γρηγόρη Αυξεντίου στη Λεμεσό ενώ η εφεσίβλητη οδηγούσε το υπ’ αρ. KNL 326 αυτοκίνητο το οποίο συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο αρ. εγγραφής ΚRΡ 886 που οδηγούσε ο 17χρονος Αιμίλιος Ιωάννου, με αποτέλεσμα το θάνατο του τελευταίου.  Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι η εφεσίβλητη εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως τη στιγμή που ο μοτοποδηλάτης περνούσε τη διασταύρωση με πράσινο φως.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε από πλευράς κατηγορούσας αρχής 9 μάρτυρες με βασικότερο την Μ.Κ.1 Στέλλα Παναγιώτου, που κλήθηκε ως αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος από τη μια και την εφεσίβλητη και ακόμη άλλους 3 μάρτυρες από την άλλη, κατάληξε στην καταδίκη της εφεσίβλητης στην 4η μόνο κατηγορία και την αθώωση της στις 3 πρώτες. Καταληκτικά ανάφερε τα εξής:

«Καταληκτικά, επισημαίνω το γνωστό ρητό πως η αλήθεια φωτίζεται μόνο όταν αφαιρούνται όλες οι σκιές. Στην παρούσα υπόθεση, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αλήθεια δεν έχει λάμψει και το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα σε σχέση με πολλά ουσιαστικά γεγονότα που αφορούν τις συνθήκες του τραγικού αυτού δυστυχήματος που στοίχισε στον νεαρό Αιμίλιο Ιωάννου τη ζωή του. Δεδομένου ότι πρόκειται για ποινική υπόθεση, όπου το βάρος απόδειξης είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, για ευνόητους λόγους, οι σκιές και τα ερωτηματικά που έχουν δημιουργηθεί από την προσκομισθείσα μαρτυρία οδηγούν αναπόφευκτα σε αποτυχία απόδειξης των Κατηγοριών 1, [*83]2 και 3. Ως εκ τούτου, η Κατηγορουμένη αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις Κατηγορίες 1, 2 και 3. Αντίθετα η Κατηγορία 4 έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και η Κατηγορουμένη κρίνεται ένοχη στην 4η Κατηγορία.»

Στην 4η κατηγορία επέβαλε στην εφεσίβλητη ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή αναστολή, αποστέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο 2 ετών και €120 έξοδα της διαδικασίας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση με την καταχώρηση των παρουσών εφέσεων. Με την 198/2009 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών που επιβλήθηκε στην 4η κατηγορία είναι ανεπαρκής με την έννοια ότι αυτή λανθασμένα έχει ανασταλεί. Με την 213/2009 ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την αθώωση της εφεσίβλητης στις 3 πρώτες κατηγορίες.

Κατά την ακρόαση της έφεσης με εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου του εφεσείοντα με την οποία συμφώνησε και ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης, εισήγηση την οποία ενέκρινε και το δικαστήριο, αποφασίστηκε ότι θα ακουστεί πρώτα η ποινική έφεση 213/2009 που στρέφεται κατά της αθώωσης της εφεσίβλητης. Αν η έφεση αυτή επιτύχει και διαταχθεί επανεκδίκαση, τότε η έφεση 198/2009 θα αποσυρθεί. Επομένως τα όσα ακολουθούν αφορούν την έφεση 213/2009.

Η έφεση αυτή βασίζεται σε 4 λόγους, τους εξής:

Με τον πρώτο λόγο υπάρχει ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέκλεισε μαρτυρία πλημμελώς.

Με τον δεύτερο λόγο υπάρχει ισχυρισμός ότι το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο/νομολογία πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.

Με τους τρίτο και τέταρτο λόγους υπάρχει επίσης ισχυρισμός ότι η απόδειξη αποκλείστηκε πλημμελώς.

Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι οι λόγοι έφεσης είναι τέτοιοι που εμπίπτουν στην πρόνοια του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ούτως ώστε να παρέχεται το δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Σημειώνουμε πως δεν έχει υποστηριχθεί το αντίθετο από την εφεσίβλητη [*84]και παραπέμπουμε συναφώς στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.

Προσέχουμε ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 σχετίζονται με τον αποκλεισμό της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 που αναφέρεται στις κατηγορίες της πρόκλησης θανάτου (1η κατηγορία) και μη συμμόρφωσης προς τα φώτα τροχαίας (3η κατηγορία) και γιαυτό θα τους εξετάσουμε μαζί.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη 2η κατηγορία, δηλαδή την οδήγηση με αλκοόλη πέραν του επιτρεπομένου ορίου. Ενόψει όμως του ότι κατά την ακρόαση της έφεσης η ευπαίδευτη δικηγόρος του εφεσείοντα απέσυρε το λόγο αυτό, τα όσα αναφέρουμε στη συνέχεια αφορούν τους υπόλοιπους λόγους.

Είναι ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης δικηγόρου του εφεσείοντα ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι η Μ.Κ.1 ήταν σταθερή στην εκδοχή της και η «αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε», στη συνέχεια ανατρέπει την πιο πάνω εντύπωση για επουσιώδεις λόγους, μετατρέποντας συγχρόνως τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα. Τέτοια επουσιώδη θέματα είναι (α) η ώρα λήψης κατάθεσης από την Μ.Κ.1, (β) κάποιες αποστάσεις που ανέφερε η μάρτυρας, (γ) στο κατά πόσο το θύμα φορούσε κράνος και (δ) ότι η μαρτυρία της ερχόταν σε σύγκρουση με τα παραδεκτά γεγονότα.

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης το θεωρούμε κατάλληλο στάδιο να παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά δηλώθηκαν ως παραδεκτά με βάση τον περί Αποδείξεως Νόμο.  Αυτά έχουν ως εξής:

«Στις 27.12.2007 και περί ώραν 04.45 η Κατηγορουμένη οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής ΚΝL 326 στη Λεωφ. Σπ. Κυπριανού στη Λεμεσό με δυτική κατεύθυνση. Κατά τον ίδιο χρόνο ο Αιμίλιος Ιωάννου οδηγούσε το μοτοποδήλατο με αρ. εγγραφής KRP 886 (Παρενθετικά σημειώνω ότι υπήρξε διαφωνία ως προς την πορεία του θύματος και συνεπώς η αρχική δήλωση ως προς την πορεία του αποσύρθηκε).

Στη συμβολή της διασταύρωσης των πιο πάνω οδών, η οποία ελέγχεται από φώτα τροχαίας τα οποία τοποθετήθηκαν νομίμως από την αρμόδια αρχή, επήλθε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Από τη σύγκρουση το θύμα και το μοτοποδήλατο ανατράπηκαν στον δρόμο.

[*85]Στη σκηνή του δυστυχήματος έφθασε η ώρα 05.00 ασθενοφόρο με νοσηλευτή, ο οποίος αφού εξέτασε το θύμα διαπίστωσε ότι δεν είχε σφυγμό και αναπνοή. Το θύμα διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου η Δρ. Φαίδρα Ιωαννίδου τον εξέτασε η ώρα 05.19, διαπίστωσε ότι ήταν νεκρός και εξέδωσε τη σχετική βεβαίωση θανάτου.

Στις 28.12.2007 ο ιατροδικαστής Σοφοκλής Σοφοκλέους διενήργησε νεκροψία επί της σωρού του θύματος και διαπίστωσε ότι ο θάνατος προήλθε από «κακώσεις σώματος και ζωτικών οργάνων ως είναι κατά τροχαίο ατύχημα».

Την ταυτότητα της σωρού του θύματος αναγνώρισε ο πατέρας του και φωτογραφίες από τη νεκροψία λήφθηκαν από τον Αστυφ. 392 Λούκα Αθανασίου (Μ.Κ.5).»

Λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 σχετικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.1

Αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 το πρωτόδικο δικαστήριο παραθέτει αυτή, κάτω από τον τίτλο Αυτόπτης μάρτυρας Μ.Κ.1. Αυτό που βασικά προκύπτει από την παράθεση της μαρτυρίας της, είναι ότι ενώ πήγαινε προς την εργασία της, περί της 4.50 π.μ. ώρα της 27/12/2007, αλλά με ικανοποιητικό φωτισμό, μόλις σταμάτησε στο κόκκινο φως της επίδικης διασταύρωσης, αντιλήφθηκε σε απόσταση 20-25 μέτρα ένα αγόρι να οδηγεί στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου ένα μοτοποδήλατο φορώντας το κράνος και να εισέρχεται στη διασταύρωση με πράσινο φως. Την ίδια στιγμή πρόσεξε ότι στη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού οδηγείτο ένα αυτοκίνητο (που φάνηκε μετά ότι ήταν αυτό της εφεσίβλητης) το οποίο εισήλθε στη διασταύρωση όταν το φως στη δική του πορεία ήταν κόκκινο, χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα και ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση. Το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία του οπότε η ίδια έκανε επαναστροφή και το καταδίωξε για να το προλάβει σε κάποιο αδιέξοδο όπου είχε τελικά σταματήσει. Πήγε κοντά και είδε την εφεσίβλητη μέσα στο αυτοκίνητο να της φωνάζει από το παράθυρο να την πλησιάσει γιατί δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου.  Στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης ήταν και μια συνοδηγός. Σταμάτησε τότε ένα νεαρό άντρα και του είπε να ειδοποιήσει την αστυνομία διότι η ίδια ήταν συγχυσμένη. Μαζί με τον νεαρό βοήθησαν τις δυο κοπέλλες να βγουν από το αυτοκίνητο. Η εφεσίβλητη έκλαιγε και έλεγε ότι αν πεθάνει ο νεαρός θα ήθελε να πεθάνει και της ζήτησε να πει στην αστυνομία ότι είχε περάσει με πράσινο φως. Η ίδια της είπε ότι δεν μπορεί να πει τέτοιο ψέμα. Έμεινε εκεί μέχρι που ήλθε η αστυνομία και μετά πήγε στην δουλειά της όπου [*86]ζήτησε άδεια και έφυγε λίγο μετά τις 7.00 και πήγε στην αστυνομία όπου έδωσε κατάθεση (τεκμ. 1)

Αξιολογώντας την πιο πάνω μαρτυρία η πρωτόδικη δικαστής είπε τα εξής:

«Η Μ.Κ.1 ήταν αρκετά σταθερή στη δική της εκδοχή και δεν μπορώ να πω ότι κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Εν τούτοις, παρά τη σχετικά θετική εντύπωση που αρχικά απεκόμισα κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της, αρκετά σημεία της μαρτυρίας της διαψεύστηκαν ή αντικρούστηκαν από μαρτυρία, η οποία παρουσιάστηκε κυρίως από την ίδια την Κ.Α. σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης. Ενδεικτικά αναφέρω τα ακόλουθα:.......»

Αναφέρει στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο τα ακόλουθα σημεία που, σύμφωνα με την κρίση του, διέψευδαν ή αντέκρουαν τη μαρτυρία της Μ.Κ.1.:

(α) Ότι ενώ στην κατάθεση της Μ.Κ.1 (τεκμ. 1) αναγράφεται ως ώρα έναρξής της η 06.30 και λήξη 08.30, η ίδια στο δικαστήριο κατέθεσε ότι έφυγε από το ξενοδοχείο FOUR SEASONS όπου εργαζόταν μετά τις 07.00 για να μεταβεί στην Τροχαία.

(β) Η Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι πήρε κλειστά τη στροφή κατά την επαναστροφή για καταδίωξη της εφεσίβλητης, χωρίς να κινηθεί μπροστά και πίσω, κάτι που σημαίνει ότι «κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσε πάνω από τα υγρά Α1 και θα άφηνε ίχνη τα οποία δε φαίνονται στα ευρήματα της Αστυνομίας από τη σκηνή». Έκρινε επίσης ότι ο τρόπος που ανέφερε η Μ.Κ.1 ότι έκανε επαναστροφή για να ακολουθήσει την εφεσίβλητη, δηλαδή πριν αλλάξει το κόκκινο φως, είναι αμφίβολο να είναι ορθό ενόψει της μαρτυρίας του Μ.Κ.9 ότι το κόκκινο φανάρι διαρκεί 35΄ δευτερόλεπτα.

(γ) Η Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι η σύγκρουση επήλθε 4 μέτρα από το άλτ της πορείας του αυτοκινήτου αλλά σύμφωνα με το σχέδιο Τεκμ. 30 και τα ευρήματα στη σκηνή, το σημείο σύγκρουσης ήταν τουλάχιστον 19,50 μέτρα από το άλτ.

(δ) Η Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι το θύμα έπεσε στην άσφαλτο στο σημείο σύγκρουσης, ενώ όπως φαίνεται από το σχέδιο και τα ευρήματα στη σκηνή κατέληξε αρκετά μέτρα βορειοδυτικά του σημείου σύγκρουσης.

(ε) Η Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι το θύμα φορούσε το κράνος ενώ όπως [*87]διαφάνηκε το κράνος δεν είχε καθόλου ίχνη αίματος και ο ίδιος ο εξεταστής της υπόθεσης δέχθηκε ότι πιθανότατα το θύμα να μην φορούσε κράνος.

(στ) Άλλο κώλυμα για να μην δεχθεί τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 «ως πλήρως ανταποκρινόμενης στην αλήθεια σε βαθμό που να είναι ασφαλές να βασιστεί σε αυτήν η καταδίκη» στις κατηγορίες 1 και 3 (πρόκλησης θανάτου και μη συμμόρφωσης με τα φώτα τροχαίας), είναι η κατάθεση του Στέλιου Στυλιανού (τεκμ. 38), το περιεχόμενο της οποίας δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός, σύμφωνα με την οποία ερώτησε την εφεσίβλητη αν ο νεαρός φορούσε κράνος και έλαβε αρνητική απάντηση και επίσης ότι η εφεσίβλητη «δεν φαινόταν μεθυσμένη και δεν μύριζε αλκοόλ». Έτσι απέρριψε τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 ότι παρέμεινε στο αδιέξοδο μέχρι να καταφθάσει η Αστυνομία στην οποία ανέφερε για το δυστύχημα και έδωσε και τα στοιχεία της πριν αποχωρήσει για την εργασία της και ότι η εφεσίβλητη δεν της ζήτησε να καλέσει αστυνομία.

Αναφορικά με τον (α) πιο πάνω λόγο, δηλαδή που αφορά τη λήψη της κατάθεσης της Μ.Κ.1, είναι γεγονός ότι στην κατάθεση ημερ. 27/12/2007 αναγράφεται ως ώρα έναρξης η ώρα 6.30 και ώρα λήξης η 8.30. Είναι κοινό έδαφος ότι το δυστύχημα έγινε λίγο πριν τις 5.00 π.μ. ώρα και επομένως η 6.30 και 8.30 είναι το πρωΐ. Η ίδια η Μ.Κ.1, ανάφερε επανειλημμένα ότι οι ώρες που αναφέρει είναι «περίπου». Το ουσιαστικό για την υπόθεση δεν ήταν πότε ακριβώς άρχισε η κατάθεση και πότε τελείωσε, αλλά αν αυτά που διηγείται η Μ.Κ.1 στην κατάθεση είναι η αλήθεια. Σε όλα τα ουσιαστικά μέρη της κατάθεσής της, η μαρτυρία της Μ.Κ.1 υποστηριζόταν από άλλη μαρτυρία, όπως θα αναφέρουμε πιο κάτω.

Αναφορικά με τον (β) πιο πάνω λόγο κρίνουμε ότι το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι τέτοιο που δείχνει ότι το δικαστήριο ανάλαβε ρόλο εμπειρογνώμονα για να αποφανθεί ότι κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσε το αυτοκίνητο της Μ.Κ.1 από τα υγρά και θα άφηνε ίχνη τα οποία όμως δε φαίνονται στα ευρήματα της σκηνής. Το ίδιο και το σκεπτικό του δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός της Μ.Κ.1 ότι όταν έκανε την επαναστροφή το φως ήταν ακόμα κόκκινο δεν ευσταθεί επειδή ο Μ.Κ.9 είπε ότι η διάρκεια του κόκκινου φωτός είναι 35΄δευτερόλεπτα. Επί του προκειμένου η Μ.Κ.1 ανάφερε ότι από την ώρα που σταμάτησε μέχρι να κάνει την επαναστροφή πέρασαν «περίπου 12-13 δευτερόλεπτα». Λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι η Μ.Κ.1 ανάφερε ότι οι ώρες που δηλώνει είναι «περίπου», δεν θεωρούμε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.9 διέψευδε την Μ.Κ.1. Άλλωστε ότι η Μ.Κ.1 καταδίωξε το αυτοκί[*88]νητο της εφεσίβλητης και την πρόλαβε στο αδιέξοδο όπου σταμάτησε η τελευταία, προκύπτει και από άλλη μαρτυρία.

Αναφορικά με τους (γ) και (δ) πιο πάνω λόγους από τη στιγμή που η εφεσίβλητη δέχεται ότι κτύπησε το νεαρό με το όχημα της μέσα στη διασταύρωση, το ακριβές σημείο στο οποίο αυτός κτυπήθηκε, κρίνουμε επίσης ότι δεν είναι γεγονός για απόρριψη της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 η οποία επαναλαμβάνουμε ότι καθόριζε τις αποστάσεις με το «περίπου», τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε από την αντεξέταση. Άλλωστε το πού έπεσε το θύμα στην άσφαλτο και το πού τελικά κατέληξε είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

Αναφορικά με τον (ε) λόγο που αφορά το κράνος, θεωρούμε ότι και εδώ το δικαστήριο ανέλαβε τον ρόλο εμπειρογνώμονα στο αν έπρεπε να υπάρχουν ίχνη αίματος στο κράνος. Επίσης θεώρησε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, (που δεν ήταν παρών κατά το χρόνο που έγινε το δυστύχημα) ο οποίος απλά δέχθηκε ότι πιθανότατα το θύμα να μην φορούσε κράνος, ότι ανατρέπει τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 που επέμεινε ότι το θύμα φορούσε κράνος, το οποίο μάλιστα  και περιέγραψε. Επίσης η ίδια η εφεσίβλητη στην κατάθεση της (τεκμ. 17) αναφέρει ότι νομίζει ότι ο νεαρός φορούσε κράνος. Επομένως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία της Μ.Κ.1 που κατέθεσε με σαφήνεια ότι το θύμα φορούσε κράνος είναι ενάντια του ευρήματος του ότι η μαρτυρία της δεν είχε κλονιστεί από την αντεξέταση.

Σχετικά με το ίδιο θέμα, δηλαδή του κράνους, το δικαστήριο θεώρησε την κατάθεση του Στέλιου Στυλιανού (τεκμ. 38) που δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι συγκρούετο με τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 και σύμφωνα με νομολογία υπερισχύουν τα παραδεκτά γεγονότα.  Το πρόσωπο αυτό ήταν κάτοικος σε πολυκατοικία στο μέρος (αδιέξοδο) που κατάληξε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Όλα όσα ανάφερε ο μάρτυρας συνάδουν ουσιαστικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 με εξαίρεση το μέρος που ο μάρτυρας Στυλιανού αναφέρει ότι ρώτησε την εφεσίβλητη αν το θύμα φορούσε κράνος και αυτή του είπε ότι δεν φορούσε. Κατά τα υπόλοιπα η κατάθεση του μάρτυρα Στυλιανού (τεκμ. 38) δεν ανατρέπει τον ισχυρισμό της Μ.Κ.1 ότι καταδίωξε την εφεσίβλητη μέχρι το αδιέξοδο αφού από το διαμέρισμα του είδε 2 γυναίκες, δηλαδή τη συνοδηγό και προφανώς τη Μ.Κ.1, αλλά ανέφερε ότι όταν κατέβηκε στο δρόμο, η μια από αυτές (όχι η συνοδηγός) είχε ήδη φύγει. Σημειώνουμε εδώ ότι διαφάνηκε ότι το τεκμ. 38 πρέπει να είχε κάποια επέμβαση (παραποίηση) στο μέρος αυτό του κράνους όπως και σε άλλο μέρος [*89]προς το τέλος της κατάθεσης ως ακολούθως:

Στο τεκμ. 38 που κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός ο Στυλιανού αναφέρει τα εξής: «Προηγουμένως τη ρώτησα αν φορούσε κράνος και μου είπε ότι δεν φορούσε».

Σε άλλη κατάθεση, που είχε στην κατοχή της η δικηγόρος του εφεσείοντα και που σημειώσαμε με την ένδειξη Α για το ίδιο θέμα, στην κατάθεση διαβάζουμε τα εξής:  «Προηγουμένως τη ρώτησα αν φορούσε κράνος και μου είπε ότι φορούσε».

Στην κατάθεση που είχε στην κατοχή του ο δικηγόρος της εφεσίβλητης και που σημειώσαμε με την ένδειξη Β αναφέρονται τα εξής: «Προηγουμένως τη ρώτησα αν φορούσε κράνος και μου είπε ότι δε φορούσε.»

Παρόλο που οι τρεις πιο πάνω καταθέσεις του Στέλιου Στυλιανού φαίνεται να λήφθηκαν την ίδια ημέρα και ώρα (5/1/2008 από 13.00-13.40), εκτός από τις πιο πάνω διαφορές έχουμε προσέξει ότι έχουν και διαφορά (παραποίηση) ως προς τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης κατά τη διαδρομή από το χώρο της σύγκρουσης μέχρι το αδιέξοδο, που όμως δεν το θεωρούμε αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης να την αναφέρουμε.

Από την όλη μαρτυρία όπως την είχε αποδεχτεί το πρωτόδικο δικαστήριο, φαίνεται ότι όσον αφορά τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα οι μόνοι μάρτυρες που είχαν προσωπική γνώση, λόγω της εκεί παρουσίας τους, ήταν η Μ.Κ.1 από την μια και η εφεσίβλητη από την άλλη, αφού η συνοδηγός της δεν κλήθηκε από οποιοδήποτε να καταθέσει. Η Μ.Κ.1 κατέθεσε με σαφήνεια ότι η εφεσίβλητη εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινα φώτα ενώ το φως της πορείας του θύματος ήταν πράσινο. Η μόνη περί του αντιθέτου μαρτυρία ήταν αυτή της εφεσίβλητης την οποία όμως το δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη και κατέληξε ως εξής:

«Για όλους τους πιο πάνω λόγους απορρίπτω κατηγορηματικά τη μαρτυρία της κατηγορουμένης αναφορικά με τα αμφισβητούμενα θέματα ως πλήρως αναξιόπιστη και αναληθή.»

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέκλεισε πλημμελώς απόδειξη, δηλαδή τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 την οποία μάρτυρα χαρακτήρισε ότι ήταν αρκετά σταθερή στη δική της εκδοχή και δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση.  Όλοι οι λόγοι αποκλεισμού της μαρτυρίας αυτής, ήταν επουσιώ[*90]δεις και δεν έπρεπε να τους δοθεί η σημασία που τους αποδόθηκε.

Η πιο πάνω κατάληξή μας, επιβάλλει τον παραμερισμό της αθωωτικής απόφασης όσον αφορά την πρώτη και τρίτη κατηγορία, χωρίς όμως να παρέχεται εκ των δεδομένων η δυνατότητα καταδίκης της εφεσίβλητης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε τέτοια περίπτωση το ερώτημα είναι αν η περίπτωση είναι κατάλληλη για να διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τέτοια διαταγή εκδίδεται όταν το επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο για το σκοπό αυτό έχουν διατυπωθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Ekdotiki Eteria Kosmos v. Police (1984) 2 C.L.R. 121,141, Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, 108-109, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, 149-150 και πιο πρόσφατα Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 απόφαση Πλήρους Ολομέλειας). Τέτοιοι παράγοντες ενδεικτικά είναι (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) το κατά πόσο το αδίκημα διαπράττεται με συχνότητα, (γ) το περίπλοκο της υπόθεσης, (δ) ο χρόνος που διέρρευσε από την διάπραξη του αδικήματος και (ε) η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής.

Στην προαναφερθείσα απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. σελ. 130 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Η διαπίστωση λόγων που επιβάλλουν τον παραμερισμό της αθωωτικής απόφασης, χωρίς όμως και να παρέχεται εκ των δεδομένων δυνατότητα καταδίκης από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν επάγεται αυτομάτως διαταγή για επανεκδίκαση. Το ζήτημα της επανεκδίκασης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, κατά την άσκησή της, γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Αυτό, ως το σταθερό κριτήριο, είναι πάγιο στη νομολογία, στην οποία επίσης καταγράφεται σειρά παραγόντων, όχι βεβαίως κατά τρόπο εξαντλητικό οι οποίοι, μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο, είναι σχετικοί. (βλ. μεταξύ άλλων, Phivos Petrou Pierides v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 263, Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279).»

Στην παρούσα υπόθεση όλοι οι πιο πάνω παράγοντες είναι τέ[*91]τοιοι που το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 3.

Η έφεση 213/2009 επιτυγχάνει και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης στις κατηγορίες 1 και 3 το συντομότερο δυνατό από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης στις κατηγορίες 1 και 3 το συντομότερο δυνατό από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο