(2011) 2 ΑΑΔ 113
[*113]29 Μαρτίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΣΟΦΡΩΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΚΛΕΙΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2009)
Ποινή ― Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Διαφθορά νεαρής γυναίκας, ηλικίας 13 – 17 ετών κατά παράβαση του Άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε ― Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 ― Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από άτομο του φιλικού περιβάλλοντος της ανήλικης, το οποίο, κατόπιν σχεδιασμού, απέκτησε την εύνοιά της ― Επιβολή ποινής οκταετούς φυλάκισης στην κατηγορία του βιασμού και οκταετούς φυλάκισης στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Επιβαρυντικοί παράγοντες ― Απουσία ένδειξης οποιασδήποτε μετάνοιας ― Συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Μαρτυρία ― Ανήλικοι παραπονούμενοι ― Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί επί ανηλίκων προσώπων, επηρεάζουν τόσο βαθιά την προσωπικότητά [*114]τους ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους.
Απόδειξη ― Νέο Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, που εισήχθηκε στο βασικό Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο 14(Ι)/09 ― Αναβάθμιση της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ώστε να μην είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, ούτε και η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού ― Κατά πόσο η τροποποίηση έχει αναδρομική ισχύ ώστε να τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία τα αδικήματα διαπράχθηκαν πριν από την τροποποίηση ― Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από το κατά πόσο η τροποποίηση του νόμου αφορά το ουσιαστικό δίκαιο ή απλώς τη δικονομία ή τους κανόνες αποδείξεως.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Μαρτυρία ― Ανήλικοι παραπονούμενοι ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος σε μια κατηγορία βιασμού, τρεις κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας, ηλικίας 13 – 17 ετών και μια κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών. Η έφεση στρέφεται επίσης και εναντίον της οκταετούς ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην 1η κατηγορία και της επίσης οκταετούς ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σε αυτόν στην 5η κατηγορία.
Η κατηγορούσα αρχή στήριξε την υπόθεσή της στη μαρτυρία της ανήλικης παραπονούμενης, ηλικίας 15 χρονών, η οποία θεωρήθηκε ως μάρτυρας που έχρηζε βοήθειας, με βάση το Νόμο 95(Ι)/2001 και έδωσε τη μαρτυρία της μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, στην παρουσία ειδικού ψυχολόγου.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα, αφού αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης και άλλων μαρτύρων κατηγορίας, και αφού απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης:
Η παραπονούμενη γεννήθηκε στις 7.7.1993 και έχει ελαφράς μορφής νοητική υστέρηση και μαθησιακά προβλήματα. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μαθήτρια της τρίτης τάξης στο γυμνάσιο Ύψωνα.
Ο κατηγορούμενος είναι συνάδελφος της μητέρας της. Το καλοκαίρι του 2008, η παραπονούμενη μετείχε σε ταξίδι αναψυχής μαζί με [*115]την οικογένειά της στην Ταϋλάνδη. Στο ίδιο ταξίδι και με την ίδια ομάδα, μετείχε ο κατηγορούμενος με τη σύντροφό του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της παραπονούμενης, δημιουργήθηκε οικειότητα στα πλαίσια της οποίας ο εφεσείων έκαμε ένα δώρο στην παραπονούμενη, της έδωσε κάρτα με το τηλέφωνό του και της υποσχέθηκε, όταν θα επέστρεφαν στην Κύπρο να της συστήσει τον δεκαεννιάχρονο γιο του. Μετά την επιστροφή στην Κύπρο και συγκεκριμένα από τα τέλη Αυγούστου 2008, άρχισε τακτική επικοινωνία μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορούμενου με την ανταλλαγή μηνυμάτων και τηλεφωνημάτων, η οποία συνεχίστηκε και τους υπόλοιπους μήνες του ιδίου έτους. Σε κάποια φάση εντός του Σεπτεμβρίου του 2008 ο κατηγορούμενος προφασιζόμενος ότι θα σύστηνε την παραπονούμενη στον 19χρονο γιο του, την κάλεσε στο σπίτι του. Η παραπονούμενη μετέβη στο σπίτι του όπου ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του. Της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό, το οποίο η παραπονούμενη αφού το ήπιε ζαλίστηκε και στη συνέχεια κοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ήταν γυμνή στο κρεβάτι. Γυμνός ήταν επίσης και ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Η παραπονούμενη διαπίστωσε ότι υπήρχαν αίματα στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων, όπως επίσης και στα σεντόνια. Στο διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2008 και μέχρι τις 18.12.08, που αποκαλύφθηκε η υπόθεση, η παραπονούμενη συνήθιζε να επισκέπτεται τον κατηγορούμενο στο σπίτι του κάποτε μόνη της και κάποτε με τη συνοδεία φίλης της. Μαζί με την παραπονούμενη ο εφεσείων είχε και πρωκτική και κολπική επαφή. Η ΜΚ19 στην οποία η παραπονούμενη είχε διηγηθεί την εμπειρία της με τον κατηγορούμενο, στην παρουσία της Μ.Λ. κατάγγειλε την υπόθεση στην καθηγήτριά της ΜΚ14. Η τελευταία αφού διασταύρωσε με την παραπονούμενη τα όσα της καταγγέλθηκαν ενημέρωσε την υπεύθυνη για την τάξη της παραπονούμενης ΜΚ15, η οποία με την σειρά της αφού πρώτα συνομίλησε με την παραπονούμενη, ενημέρωσε τη βοηθό διευθύντρια (ΜΚ10). Η τελευταία ενημέρωσε την μητέρα της παραπονούμενης και αυτή το γιο της ΜΚ3 με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταγγελθεί στην αστυνομία. Η ιατροδικαστής Ελένη Αντωνίου ΜΚ8 προέβη σε διαπίστωση για πλήρη ρήξη του παρθενικού υμένα. Την παραπονούμενη εξέτασε και κλινική ψυχολόγος ΜΚ9.
Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
1. Εσφαλμένη αξιολόγηση των αντιφάσεων της παραπονούμενης με τρόπο που να μην επηρεαζόταν η αξιοπιστία της.
2. Εσφαλμένη τοποθέτηση του Δικαστηρίου σε σχέση με το ότι «Ο πιο πάνω Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 6.3.2009 ημερομηνία δημοσί[*116]ευσης του στην εφημερίδα της Δημοκρατίας, δηλαδή μετά την καταχώρηση της υπόθεσης πριν όμως την ολοκλήρωση της ακρόασης της. Είμαστε της γνώμης ότι οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής και στην περίπτωσή μας».
3. Ήταν απαράδεκτη ως μαρτυρία η γραπτή έκθεση της Κλινικής Ψυχολόγου ΜΚ9 και το συμπέρασμά της ότι: «Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Μαρία να υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον κ Κλείτου».
4. Εσφαλμένα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο προσέγγισε μαρτυρία του ΜΚ12 και ΜΚ20 Paul Martin και Μάριου Φωτίου αποδεχόμενο αρχικά να την ακούσει και κρίνοντας ορθά στο τέλος ότι ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Όσο δε αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί.
Στην υπό εξέταση υπόθεση οι αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε η παραπονούμενη δεν αφορούν τα ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας της και ούτε είναι ουσιαστικής μορφής, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία της. Αντίθετα, θα ήταν παράξενο αυτή να μην περιέπιπτε σε καμία αντίφαση, έχοντας υπόψη την ηλικία της, τα γεγονότα που βίωσε και την ελαφρά νοητική της υστέρηση. Εξάλλου, η μαρτυρία περί του αντιθέτου, που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο, ήταν μόνο η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου που περιείχε τη γενική του άρνηση για τη διάπραξη των αδικημάτων καθώς και η μαρτυρία του Μ.Υ. Ορφανίδη, την οποία αιτιολογημένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε.
2. Ο περί Αποδείξεως Τροποποιητικός Νόμος 14(Ι)/09 (ο Νόμος), τέθηκε σε ισχύ στις 6.3.09, μετά την καταχώρηση της υπόθεσης, πριν όμως την ολοκλήρωση της ακρόασης. Εφόσον όμως το θέμα που εγείρεται εδώ είναι διαδικαστικής φύσης και αφορά κανόνες απόδειξης, ορθά το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε τις νέες πρόνοιες του [*117]σχετικού Νόμου.
Η εισήγηση του εφεσείοντος κάτω από αυτό το λόγο έφεσης ότι, έστω και με τις νέες πρόνοιες του Νόμου, αφού πρόκειται για αδίκημα σεξουαλικής φύσης, υπήρχε η υποχρέωση, ως θέμα πρακτικής του Κοινοδικαίου, να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία ή να δοθεί η αναγκαία αυτοπροειδοποίηση από το εκδικάζον Δικαστήριο, δεν βρίσκει σύμφωνο το Εφετείο.
Από τις νέες πρόνοιες του Άρθρου 9 του Νόμου προκύπτει καθαρά ότι αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για την απόδειξη «οποιουδήποτε αδικήματος» και έτσι δεν μπορεί η πρακτική του Κοινοδικαίου να υπερισχύσει του ρητού νομοθετήματος επί του προκειμένου.
Εν πάση περιπτώσει το εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή το θέμα αυτό όταν προέβαινε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
3. Η μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου ορθά έγινε αποδεκτή, αφού αυτή ήταν εμπειρογνώμονας επί του θέματος. Αφού το Κακουργιοδικείο τελικά αγνόησε το συμπέρασμά της, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό πως κακώς έγινε αρχικά δεκτή η μαρτυρία της.
4. Η μαρτυρία των Μ.Κ.12 και Μ.Κ.20, η οποία αναφερόταν στην, κατ’ ισχυρισμό, διάπραξη άλλων προηγούμενων σεξουαλικών αδικημάτων εκ μέρους του κατηγορουμένου, τελικά είχε απορριφθεί από το Κακουργιοδικείο και δεν λήφθηκε υπόψη κατά την κατάληξή του στα συμπεράσματά του. Εξ άλλου η υπεράσπιση δεν ήγειρε καμιά ένσταση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά αντίθετα, αναφορικά με τον επιπρόσθετο Μ.Κ.20 δόθηκε και η συγκατάθεσή της.
5. Η άποψη του Κακουργιοδικείου ότι η ποινή αφορά σε σοβαρή περίπτωση αδικημάτων εναντίον ανήλικου και μάλιστα με νοητική στέρηση, είναι ορθή. Το δε ύψος της ποινής αντανακλά τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία βρέθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Για τη διάπραξη αυτής της φύσης αδικημάτων, τα οποία τελευταίως βρίσκονται σε έξαρση, οι ποινές που επιβάλλονται θα πρέπει να είναι αυστηρές και αποτρεπτικές. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε μέχρι και την τελευταία στιγμή την αθωότητά του και ως εκ τούτου, μετά την καταδίκη του, δεν δικαιούται να επικαλεσθεί την επιείκεια του Δικαστηρίου για μείωση της ποινής του, αφού δεν έχει επιδείξει οποιαδήποτε μετάνοια.
Η έφεση απορρίφθηκε.
[*118]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294,
Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,
American Express v. Pavemar Hotels (1992) 1 A.A.Δ. 1204,
Σιακαλλή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146,
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ., Σωκράτους, Α.Ε.Δ., Μάρκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 25525/08), ημερομηνίας 7/8/09.
Μ. Γεωργίου και Β. Μπίσσας, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο κατηγορούμενος, μετά από ακρόαση, καταδικάστηκε στις πιο κάτω κατηγορίες:
(α) Μια κατηγορία βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 1),
(β) Τρεις κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας, ηλικίας 13-17 χρονών, κατά παράβαση του Άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορίες 2, 3 και 4) και,
(γ) μια κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 (κατηγορία 5).
Το εκδικάσαν την υπόθεση Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον [*119]εφεσείοντα-κατηγορούμενο σε οκταετή φυλάκιση στην 1η κατηγορία και οκταετή φυλάκιση στην 5η κατηγορία. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και το μέγεθος της ποινής που του επιβλήθηκε.
Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκε η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής εναντίον του κατηγορούμενου ήταν η μαρτυρία της ανήλικης παραπονούμενης, ηλικίας 15 χρονών, η οποία θεωρήθηκε ως μάρτυρας που έχρηζε βοήθειας, με βάση το Νόμο 95(Ι)/2001 και έδωσε τη μαρτυρία της μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, στην παρουσία ειδικού ψυχολόγου.
Αφού το Κακουργιοδικείο ανέλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία και δέχθηκε ως αξιόπιστη εκείνη της παραπονούμενης και άλλων μαρτύρων κατηγορίας και, αφού απέρριψε και την εκδοχή της υπεράσπισης, κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα πιο κάτω ευρήματα:
«α. Η παραπονούμενη γεννήθηκε στις 7.7.1993 και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μαθήτρια της τρίτης τάξης στο γυμνάσιο Ύψωνα. Είναι παιδί με ελαφράς μορφής νοητική υστέρηση και μαθησιακά προβλήματα. Ενόψει τούτου τυγχάνει υποστήριξης από τις σχετικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας τμήμα των οποίων στεγάζεται στο Γυμνάσιο Ύψωνα.
β. Το καλοκαίρι του 2008 η παραπονούμενη μετείχε σε ταξίδι αναψυχής μαζί με την οικογένεια της στην Ταϋλάνδη. Στο ίδιο ταξίδι και με την ίδια ομάδα, μετείχε ο κατηγορούμενος μαζί με τη σύντροφο του. Ο κατηγορούμενος και η μητέρα της παραπονούμενης είναι συνάδελφοι. Ο κατηγορούμενος είναι εκδότης της τοπικής εφημερίδας «Επαρχία Λεμεσού και Δυτικά Προάστια», τα γραφεία της οποίας στεγάζονται στον ίδιο χώρο που στεγάζεται και η οικία του κατηγορούμενου στο χωριό Ύψωνας Λεμεσός. Στο ίδιο χωριό διέμενε και η παραπονούμενη με την οικογένεια της.
γ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της παραπονούμενης, μεταξύ κατηγορούμενου και παραπονούμενης δημιουργήθηκε οικειότητα στα πλαίσια της οποίας ο κατηγορούμενος έκανε δώρο στην παραπονούμενη κολιέ και της έδωσε κάρτα με το τηλέφωνο του και της υποσχέθηκε, μετά την επιστροφή τους στην Κύπρο, να την συστήσει στον γιο του. Ο κατηγορούμενος έχει γιο 19 χρονών.
[*120]δ. Μετά την επιστροφή τους στην Κύπρο και συγκεκριμένα από τα τέλη Αυγούστου 2008, άρχισε τακτική επικοινωνία, με την ανταλλαγή μηνυμάτων και τηλεφωνημάτων, μέσω κινητών τηλεφώνων, μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορούμενου. Αρχικά η παραπονούμενη ήταν κάτοχος κινητού τηλεφώνου μάρκας Motorolla με τηλεφωνικό αριθμό 96-650438. Ο κατηγορούμενος ήταν κάτοχος κινητού τηλεφώνου το οποίο δεχόταν δύο τηλεφωνικές κάρτες με αριθμούς 99-446788 και 99-414031 αντίστοιχα. Από τους εν λόγω δύο αριθμούς του κατηγορούμενου μόνο ο αριθμός 99-446788 ήταν καταχωρημένος στην εφημερίδα του. Στην επικοινωνία τους, κατηγορούμενος και παραπονούμενη χρησιμοποιούσαν και τους τρεις εν λόγω αριθμούς.
ε. Η τηλεφωνική επικοινωνία την οποία κατηγορούμενος και παραπονούμενη εγκαινίασαν τον Αύγουστο του 2008 συνεχίστηκε και τους υπόλοιπους μήνες και συγκεκριμένα κατά τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Μεταξύ των μηνυμάτων που οι δύο τους αντάλλασσαν είναι και τα μηνύματα που αναγράφονται στη λίστα μηνυμάτων που κατατέθηκε από τον ΜΚ7 στα πλαίσια της κατάθεσης του με Ένδειξη Ζ το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε σαν μέρος της κύριας εξέτασης του όπως και τα μηνύματα που ο ΜΚ3 εντόπισε στο κινητό τηλέφωνο Nokia της παραπονούμενης. Σχετικές είναι επίσης οι λίστες, Τεκμήρια 12 και 13.
στ. Σε κάποια φάση εντός του Σεπτεμβρίου του 2008 ο κατηγορούμενος προφασιζόμενος ότι θα σύστηνε την παραπονούμενη στον 19χρονο γιο του, την κάλεσε στο σπίτι του. Η παραπονούμενη μετέβη στο σπίτι του όπου ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του. Της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό, το οποίο η παραπονούμενη αφού το ήπιε ζαλίστηκε και στη συνέχεια κοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ήταν στο κρεβάτι γυμνή και στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων διαπίστωσε να υπάρχουν αίματα. Ο κατηγορούμενος ήταν ξαπλωμένος δίπλα της επίσης γυμνός. Αίματα υπήρχαν και στα σεντόνια. Στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων ένοιωθε πόνο και κάψιμο. Ρώτησε τι συμβαίνει και ο κατηγορούμενος της έδειξε στην οθόνη κινητού τηλεφώνου ένα ζευγάρι να κάμνει έρωτα λέγοντας ταυτόχρονα, «Εν τούτο που εκάμαμε». Η παραπονούμενη ζαλισμένη, αφού ντύθηκε έφυγε χωρίς να πει τίποτε.
ζ. Την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος έστειλε στο κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης το video που της είχε δείξει ως πιο πάνω έχουμε αναφέρει, ενώ παράλληλα της τηλεφώνησε υπο[*121]δεικνύοντας της να μην το δείξει σε κανένα. Η παραπονούμενη όμως, σε κάποιο στάδιο, το έδειξε στη φίλη της ΜΚ19. Επί τούτου ενημέρωσε τον κατηγορούμενο ο οποίος, σε κάποια από τις επισκέψεις της, τη μάλωσε και της απέσπασε το κινητό της τηλέφωνο Τεκμήριο 6, το οποίο ουδέποτε της επέστρεψε, ενώ της επέστρεψε τη κάρτα τηλεφώνου με τον αριθμό 96-650438.
η. Η παραπονούμενη δικαιολόγησε την απουσία του κινητού της τηλεφώνου λέγοντας στην μητέρα της ότι χάλασε. Έκτοτε χρησιμοποιούσε άλλη συσκευή κινητού τηλεφώνου μάρκας Nokia.
θ. Στο διάστημα που ακολούθησε από τον Σεπτέμβριο 2008 και μέχρι τις 18.12.08 που αποκαλύφθηκε η υπόθεση, η παραπονούμενη συνήθιζε να επισκέπτεται τον κατηγορούμενο στο σπίτι, κάποτε μόνη της και κάποτε με τη συνοδεία της φίλης της Ελίζας. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος την απομόνωνε και ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Όσες φορές συνέβη αυτό και η παραπονούμενη συνοδευόταν από την Ελίζα, ο κατηγορούμενος έπειθε την Ελίζα να απασχολείται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια ενώ ο ίδιος αφού απομόνωνε την παραπονούμενη στο υπνοδωμάτιο ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Μαζί με την παραπονούμενη είχε και πρωκτική και κολπική επαφή.
ι. Σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος έκανε δώρο στην παραπονούμενη 4 εσώρουχα (περισκελίδες) συσκευασμένα μέσα σε χάρτινη τσαντούλα δώρων η οποία είχε ζωγραφισμένη από έξω μια καρδιά (τεκμήριο 5).
ια. Η ΜΚ19 στην οποία η παραπονούμενη εκτός από το video της είχε σε προγενέστερο στάδιο διηγηθεί την πρώτη της εμπειρία με τον κατηγορούμενο στις 18.12.08, στην παρουσία της Μ.Λ κατάγγειλε την υπόθεση στην καθηγήτρια της Χ. Τάτση (ΜΚ14). Η τελευταία αφού διασταύρωσε με την παραπονούμενη τα όσα της καταγγέλθηκαν ενημέρωσε την υπεύθυνη για την τάξη της παραπονούμενης συνάδελφο της Ε. Παμπακά (ΜΚ15) η οποία με την σειρά της αφού πρώτα συνομίλησε με την παραπονούμενη, ενημέρωσε τη βοηθό διευθύντρια Μ. Κωστή (ΜΚ10). Η τελευταία ενημέρωσε την μητέρα της παραπονούμενης και αυτή το γιο της ΜΚ3 με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταγγελθεί στην αστυνομία.
[*122]ιβ. Την παραπονούμενη εξέτασε ιατροδικαστικά στις 23.12.2008 η ΜΚ8, Ελένη Αντωνίου, της οποίας τη μαρτυρία έχουμε δεχτεί. Η εν λόγω μάρτυς διαπίστωσε, διαπίστωση η οποία αποτελεί και εύρημα μας, πλήρη ρήξη του παρθενικού υμένα. Την παραπονούμενη εξέτασε και η κλινική ψυχολόγος Βαλεντίνα Μηνά (ΜΚ9). Έχουμε ήδη αναφερθεί στα ευρήματα της εν λόγω μάρτυρος όπως και στα πορίσματα της και έχουμε καταλήξει σε ανάλογα ευρήματα. Τα επαναλαμβάνουμε.
ιγ. Βρίσκουμε ότι τα γεγονότα που ακολούθησαν την καταγγελία της υπόθεσης στην αστυνομία έχουν, ως η παραπονούμενη και οι λοιποί μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, των οποίων τη μαρτυρία έχουμε δεχθεί, περιγράψει.»
Ο εφεσείων καταχώρησε μόνος του την έφεση, με το πιο κάτω λεκτικό:
«Είμαι Αθώος και μου επεβλήθει (sic) και ψηλή ποινή διότι έδειξα να είμαι αμετανόητος ανάφερε το Δικαστήριο κατά της καταδίκης και ποινής»
Ακολούθως, ο συνήγορος του εφεσείοντα καταχώρησε λεπτομερείς λόγους έφεσης, «συμπληρωματικούς», όπως τους ονόμασε. Οι λόγοι αυτοί είναι οι ακόλουθοι:
«Πρώτος λόγος έφεσης:
Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αξιολόγησε τις πάρα πολλές αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η παραπονούμενη, ως αντιφάσεις χωρίς ιδιαίτερη σημασία και με τρόπο που να μην επηρεάζουν την αξιοπιστία της.»
«Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Εσφαλμένα το Δικαστήριο στη σελίδα 66 της απόφασης του αναφέρει ότι «Ο πιο πάνω Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 6.3.2009 ημερομηνία δημοσίευσης του στην εφημερίδα της Δημοκρατίας, δηλαδή μετά την καταχώρηση της υπόθεσης πριν όμως την ολοκλήρωση της ακρόασης της. Είμαστε της γνώμης ότι οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής και στην περίπτωσή μας.»
«Τρίτος Λόγος έφεσης:
Η Κλινική Ψυχολόγος Μηνά Βαλεντίνη ΜΚ9 στη γραπτή της έκθεση αναφέρει το εξής συμπέρασμα: «Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Μαρία [*123]να υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον κ Κλείτου».
Αυτό το συμπέρασμα καθιστά την όλη έκθεση της απαράδεκτη ως μαρτυρία αλλά και την όλη μαρτυρία της ως απαράδεκτη.»
«Τέταρτος Λόγος Έφεσης:
Εσφαλμένα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο προσέγγισε μαρτυρία του ΜΚ12 και ΜΚ20 Paul Martin και Μάριου Φωτίου αποδεχόμενο αρχικά να την ακούσει και κρίνοντας ορθά στο τέλος ότι ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα.»»
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε σε σωρεία αντιφάσεων, οι οποίες, όπως τις χαρακτήρισε, ήταν ουσιαστικές και θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε απόρριψη της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με πλείστες απ’ αυτές τις αντιφάσεις και, όπως ορθά παρατήρησε, όπως καθορίζει η νομολογία, εξέτασε τη μαρτυρία της παραπονούμενης συνολικά και όχι αποσπασματικά.
Στην υπόθεση Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα στη σελ. 313:
«Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Όσο δε αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί.»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Έχοντας με προσοχή εξετάσει τις κατ΄ισχυρισμό ουσιαστικές αντιφάσεις, στις οποίες αναφέρεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, έχουμε καταλήξει πως αυτές δεν αφορούν τα ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας της παραπονούμενης και ούτε είναι ουσιαστικής μορφής, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία της παραπονούμενης. Αντίθετα, έχοντας υπόψη την ηλικία της, τα γεγονότα τα οποία βίωσε και την ελαφρά νοητική της υστέρηση, θα [*124]θεωρούσαμε παράξενο και ύποπτο να ήταν η μαρτυρία της χωρίς καμιά αντίφαση.
Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, από τη σελ. 782, που αφορά προβλήματα και μειονεκτήματα στη μαρτυρία ανηλίκων παραπονουμένων για σεξουαλικά αδικήματα και παρενοχλήσεις.
«Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους. Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.»
Καταλήγουμε πως δεν έχουμε πειστεί ότι είναι περίπτωση στην οποία πρέπει να επέμβουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το Κακουργιοδικείο, που ήταν και το αρμοδιότερο για να την κρίνει. Εξάλλου, η μαρτυρία περί του αντιθέτου, που είχε ενώπιον του, ήταν μόνο η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, που όπως παρατηρεί και το Δικαστήριο, ήταν η γενική του άρνηση για τη διάπραξη των αδικημάτων και εκείνη του Μ.Υ. Ορφανίδη, την οποία αιτιολογημένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο έφεσης, που αφορά την εισήγηση ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε στην υπόθεση το νέο Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, που εισήχθηκε στο βασικό Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο 14(Ι)/09. Με τον τροποποιητικό αυτό Νόμο καταργήθηκε το προηγούμενο Άρθρο 9 του Νόμου και αντικαταστάθηκε με το πιο κάτω:
«9. Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος δεν είναι απα[*125]ραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού.»
Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, ότι, αφού η τροποποίηση αυτή έγινε μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν είχε αναδρομική εφαρμογή και έτσι, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση μας, έστω και αν η απόφαση επί του προκειμένου εκδόθηκε μετά την τροποποίηση.
Ο Νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ στις 6.3.09, μετά την καταχώρηση της υπόθεσης, πριν όμως την ολοκλήρωση της ακρόασης.
Άμεσα σχετική με το ερώτημα που εγείρεται είναι η American Express v. Pavemar Hotels (1992)1 A.A.Δ. 1204, óπου στις σελίδες 1208 – 1209 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
“Τα δικαστήρια ανέκαθεν έκαναν τη διάκριση ανάμεσα στους νόμους που μεταρρυθμίζουν το υφιστάμενο ουσιαστικό δίκαιο και εκείνους που τροποποιούν απλώς τη δικονομία ή τους κανόνες αποδείξεως (για πλήρη ανάλυση βλέπε 36 Halsbury’ s Laws of England 3η έκδοση, παραγ. 644 και 647). Η ταξινόμηση αυτή έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Τις εξηγά με καθαρότητα η απόφαση R. v. 35 Harris (Richard) [1970] 3 All E.R. 746 στη 754:
«Where the trial is held after the substantive law is changed, they apply the old law to transactions taking place before the change was made and the new law only to subsequent transactions. But where the change is in the rules of procedure or the law of evidence the new law is applied in both cases. Whether this is to give statutes about procedure and evidence retrospective effect, as Lord Blackburn said in Gardner v. Lucas [1878] 3 App.Cas. 582 at 603, or whether these statutes are construed as giving directions to the court about its mode of hearing all future cases and are in that sense not retrospective at all, as Harman L.J. said in Blyth v. Blyth and Pugh [1965] 2 All E.R. 817 at 826, is a difference of words only. However the matter is expressed, we have Lord Blackburn’s authority in Gardner’s case for holding that the rule is the same both for criminal and civil cases.”
Xρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην Director of Public [*126]Prosecutions v. Lamb [1941] 2 All E.R. 499. Το σκεπτικό της ακολούθησε η Buckman v. Button [1943] 2 All E.R. 82 το οποίο επικρότησε το Εφετείο στην R. v. Oliver [1943] 2 All E.R. 800. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επιβολή μεγαλύτερου προστίμου που προβλέφθηκε από μεταγενέστερο της διάπραξης των αδικημάτων κανονισμό, ο οποίος ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο της ακρόασης. Το επιχείρημα που προβλήθηκε ήταν ότι η τροποποίηση του σχετικού κανονισμού, που αύξησε τις ποινές, δεν μπορούσε να επηρεάσει την τιμωρία αδικήματος που τελέστηκε πριν από αυτή. Απορρίφθηκε όμως διότι κρίθηκε ότι, κατά την αληθινή του ερμηνεία, ο κανονισμός αναφερόταν σε καταδίκες μετά την ημερομηνία που η τροποποίηση του είχε τεθεί σε εφαρμογή. Επομένως το γεγονός πως το αδίκημα διαπράχθηκε προγενέστερα ήταν άσχετο.»
Έτσι, καταλήγουμε ότι, εφόσον το θέμα είναι διαδικαστικής φύσης και αφορά κανόνες απόδειξης, ορθά το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε τις νέες πρόνοιες του σχετικού Νόμου.
Περαιτέρω, όμως, κάτω απ’ αυτό το λόγο και με την αιτιολογία του, ο εφεσείων εισηγείται ότι, έστω και με τις νέες πρόνοιες του Νόμου, αφού πρόκειται για αδίκημα σεξουαλικής φύσης, υπήρχε η υποχρέωση, ως θέμα πρακτικής του Κοινοδικαίου, να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία ή να δοθεί η αναγκαία αυτοπροειδοποίηση από το εκδικάζον Δικαστήριο. Και αυτή η εισήγηση δε μας βρίσκει σύμφωνους.
Είναι καθαρό από τις νέες πρόνοιες του Άρθρου 9 ότι αυτές έχουν εφαρμογή για την απόδειξη «οποιουδήποτε αδικήματος» και έτσι δεν μπορεί η πρακτική του Κοινοδικαίου να υπερισχύσει του ρητού νομοθετήματος επί του προκειμένου.
Εν πάση όμως περιπτώσει, σημειώνουμε πως το Δικαστήριο παρατήρησε τα πιο κάτω, που δείχνουν την προσοχή, με την οποία εξέτασε το θέμα:
«Η καταδίκη ενός κατηγορούμενου για αδικήματα αυτής της φύσης με μόνη βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης εξακολουθεί παρά την πρόσφατη τροποποίηση να ελλοχεύει τους ίδιους κινδύνους ως και προηγουμένως, στοιχείο που ουδόλως παραγνωρίσαμε όταν αξιολογήσαμε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και προβαίναμε σε ευρήματα και συμπεράσματα τα οποία και καταγράφουμε πιο κάτω, με μόνη βάση την εν λόγω μαρτυρία.»
[*127]Η αναφορά του ευπαίδευτου συνήγορου στη Σιακαλλή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146, και η παραπομπή σε απόσπασμα απ’ αυτή, είναι μάλλον παραπλανητική και δεν υποστηρίζει τη θέση ότι αυτή αφορά και την περίπτωση του Άρθρου 9 του Νόμου.
Στο απόσπασμα αυτό αναφέρεται ότι το εκδικάζον Δικαστήριο δεν έχει «οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας του παραπονούμενου σε σεξουαλικά αδικήματα αν και συνηθίζεται ως θέμα πρακτικής με βάση το Κοινοδίκαιο να γίνεται αυτή η αναζήτηση».
Αυτά δεν λέχθηκαν, όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, «παρόλες τις διατάξεις του τροποποιητικού Νόμου με τον οποίο δε χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία για να καταδικαστεί κάποιος σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα εναντίον ανηλίκου». Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από παραπομπή στην υπόθεση Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, από της οποίας την απόφαση λήφθηκε, απόφαση η οποία εκδόθηκε πριν την τροποποίηση του Νόμου και ουδεμία σχέση έχει με το υπό κρίση θέμα.
Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται για το συμπέρασμα της κλινικής ψυχολόγου Μ.Κ.9 στη γραπτή της έκθεση, όπου αναφέρει ότι «από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Μαρία να υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον κ. Κλείτου». Υπέβαλε, ως εκ τούτου ότι το συμπέρασμα αυτό καθιστά ολόκληρη την έκθεσή της απαράδεκτη, καθώς και όλη τη μαρτυρία της.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ότι παρόλο ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη την κατάληξη αυτή, εντούτοις αυτό δεν αρκεί, καθόσον δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό το συμπέρασμα της κλινικής ψυχολόγου επηρέασε το Κακουργιοδικείο.
Το Κακουργιοδικείο, πολύ σαφώς στην απόφαση του επεσήμανε πως «είναι πιστεύουμε αρκετό να υπενθυμίσουμε πως το συγκεκριμένο θέμα εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και οι μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσουν το Δικαστήριο σε αυτό τον τομέα». Η μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου ορθά έγινε αποδεκτή, αφού αυτή [*128]ήταν εμπειρογνώμονας επί του θέματος. Αφού το Κακουργιοδικείο τελικά αγνόησε το συμπέρασμα της, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό πως κακώς έγινε αρχικά δεκτή η μαρτυρία της.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι Δικαστές είναι νομικά εκπαιδευμένοι και δεν μπορούν να επηρεάζονται από μαρτυρία που δεν μπορεί να γίνει τελικά αποδεκτή.
Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει, με την ίδια περίπου αιτιολογία και τη μαρτυρία των Μ.Κ.12 και 20, η οποία αναφερόταν, κατ’ ισχυρισμό σε άλλα προηγούμενα σεξουαλικά αδικήματα εκ μέρους του εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο, τελικά απέρριψε τις μαρτυρίες των δύο αυτών μαρτύρων και δεν τις έλαβε υπόψη όταν κατέληγε στα συμπεράσματά του.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καμιά ένσταση δεν ηγέρθη εκ μέρους της υπεράσπισης, αλλά αντίθετα, αναφορικά με τον επιπρόσθετο Μ.Κ.20, δόθηκε και η συγκατάθεσή της. Είναι παράδοξο τώρα να υπάρχει παράπονο γιατί δόθηκε η μαρτυρία αυτή και, ιδιαίτερα, εν όψει της τελικής απόρριψης της.
Επαναλαμβάνουμε και εδώ ότι το Κακουργιοδικείο αποτελείται από νομικούς με ευρεία εμπειρία σε ποινικές υποθέσεις και σύμφωνα με τη νομολογία δεν υπάρχει πιθανότητα να επηρεασθούν από άσχετη μαρτυρία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κατά της καταδίκης, απορρίπτεται.
Όσον αφορά την έφεση για υπερβολική ποινή, παρατηρούμε πως, όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα τόνισε, αυτός επικεντρώθηκε κυρίως στην καταδίκη του εφεσείοντα και έτσι δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας σοβαρά στοιχεία που να μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επέμβουμε. Αδικήματα αυτής της φύσης βρίσκονται τελευταίως σε έξαρση και οι ποινές που πρέπει να επιβάλλει το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι αυστηρές και αποτρεπτικές. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε μέχρι και την τελευταία στιγμή την αθωότητά του και ως εκ τούτου, μετά την καταδίκη του, δεν δικαιούται να επικαλεσθεί την επιείκεια του Δικαστηρίου, αφού δεν έχει επιδείξει οποιαδήποτε μετάνοια. Συμμεριζό[*129]μαστε την άποψη του Κακουργιοδικείου ότι πρόκειται περί σοβαρής περίπτωσης εναντίον ανήλικου και μάλιστα με νοητική στέρηση, ώστε να μη δικαιολογείται οποιαδήποτε μείωσή της.
Κατά συνέπεια απορρίπτεται και η έφεση αναφορικά με την έκταση της ποινής.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο