Θεοδώρου Ανδρέας Σ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 376

(2011) 2 ΑΑΔ 376

[*376]19 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2010)

 

Ποινική Δικονομία ― Χρόνος έναρξης ποινής ― Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Αμφισβήτηση του χρόνου έναρξης ποινής φυλάκισης, επιβληθείσας κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας ως αποτέλεσμα καταδίκης σε σειρά κατηγοριών, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, (Ν. 188(Ι)/2007) ― Απόρριψη έφεσης επί τω ότι η συνολική ποινή δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ― Απόφανση εφετείου ότι η διαταγή του Κακουργιοδικείου όπως ο χρόνος έναρξης της ποινής φυλάκισης άρχιζε από την ημερομηνία επιβολής της ποινής και όχι από την ημερομηνία κράτησης του εφεσείοντα ως υπόπτου, αλλά ούτε και μετά την έκτιση της εξαετούς φυλάκισης που ήδη εξέτιε για παρόμοια αδικήματα, δεν παραβίαζε την αρχή της συνολικότητας της ποινής.

Ποινή ― Αρχή της συνολικότητας της ποινής ― Εφαρμοστέες αρχές - Αποσκοπεί στην αποφυγή επιβολής υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής για το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του παραβάτη.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν μπορεί να οδηγεί σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων, ούτε του στοιχείου της αποτροπής της ποινής.

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον Κακουργιοδικείου 45 κατηγορίες σχετικά με διάφορα αδικήματα και συγκεκριμένα, δεκατέσσερις για  συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δύο για πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, δέκα για πλαστογρα[*377]φία, πέντε για πλαστογραφία επίσημου εγγράφου, εννέα για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, τέσσερις για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και μία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Ο εφεσείων, όταν του επιβλήθηκε η υπό έφεση ποινή, εξέτιε, ήδη, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και έξι ετών, οι οποίες του επιβλήθηκαν ύστερα από ακροαματική διαδικασία για παρόμοιας φύσης αδικήματα, τα οποία διαπράχθηκαν μετά τη διάπραξη των αδικημάτων που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση.

Υπό τα δεδομένα, το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο από τη νομολογία ως προς τις αρχές που διέπουν τη συνολικότητα της ποινής, κατέληξε όπως οι ποινές που επέβαλε, άρχιζαν από την ημέρα της επιβολής τους, δηλαδή 3/5/2010, και όχι από την ημέρα κράτησης του εφεσείοντα ως υπόπτου στις 4/1/2008, αλλά ούτε και μετά την έκτιση της εξαετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε στις 16/7/2009.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Ήταν εσφαλμένη η διαταγή του Δικαστηρίου ως προς το χρόνο έναρξης της υπό έφεση ποινής, ο οποίος, κατά τον ισχυρισμό του, επηρέαζε το ύψος της και την καθιστούσε έκδηλα υπερβολική.

β) Εάν το Κακουργιοδικείο συνυπολόγιζε ορθά τους ελαφρυντικούς παράγοντες γι’ αυτόν, θα κατέληγε σε επιεικέστερη ποινή.

γ) Εάν, η υπόθεση ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου όταν αυτό επέβαλλε την εξαετή ποινή φυλάκισης και λαμβανόταν υπόψη, η ποινή που θα του επιβαλλόταν δε θα ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της εξαετούς φυλάκισης, η οποία βρίσκεται στο επίπεδο των ποινών που επιβάλλονται για αδικήματα της φύσης των αδικημάτων που αυτός διέπραξε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα αδικήματα της φύσης που διέπραξε ο εφεσείων δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν από τα πιο σοβαρά του Ποινικού Κώδικα. Η σοβαρότητά τους προέκυπτε από τις προβλεπόμενες ποινές αλλά και από τις ποινές που σταθερά επιβάλλονται από τα δικαστήρια γι’ αυτά. Η επιβολή αυστηρών ποινών για αδικήματα αυτής της φύσης σκοπό έχει όχι μόνο την τιμωρία του παραβάτη και την πιθανή αναμόρφωση του, αλλά και την αποτροπή άλλων επίδοξων παραβατών, οι οποίοι, όταν γνωρίζουν ότι εγκληματικές τους ενέρ[*378]γειες θα αντιμετωπισθούν αυστηρά, ενδεχομένως, να κάμουν δεύτερες σκέψεις.

2.  Εξετάστηκαν με προσοχή όσα το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε, τόσο υπέρ όσο και εναντίον του εφεσείοντα. Στο σκεπτικό της ποινής, δε διαπιστώθηκε να μην είχαν  συνυπολογιστεί ορθά όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν του και αφορούσαν είτε στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων είτε το πρόσωπο και την οικογένεια του εφεσείοντα, είτε τη μεταχείριση που έτυχαν τα άλλα πρόσωπα με τα οποία αυτός έδρασε.

3.  Τόσο το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα όσο και η διαφοροποίησή της από εκείνην του συγκατηγορουμένου του, λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο που ο εφεσείων διαδραμάτισε, ο οποίος ήταν ουσιαστικής σημασίας, δεν ήταν εκτός των πλαισίων που η νομολογία καθορίζει.

4.  Η αρχή της συνολικότητας της ποινής, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις επιβολής διαδοχικών ποινών αλλά καλύπτει και περιπτώσεις όπως η παρούσα, αποσκοπεί στην αποφυγή επιβολής υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής για το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του παραβάτη.

5.  Η συνολική ποινή, την οποία ο εφεσείων θα εξέτιε ενόψει της ποινής που ήδη εξέτιε όταν του επιβλήθηκε η υπό έφεση ποινή,  υπό το φως του συνόλου αυτών που σταθμίζονται και προσδιορίζουν την ποινή για αυτής της φύσης τα αδικήματα, δεν ήταν έκδηλα υπερβολική, ώστε να παραβιαζόταν η αρχή της συνολικότητάς της. Το Κακουργιοδικείο, ενεργώντας βάσει του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155, εύλογα διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα της επιβολής της.

6.  Ούτε η μη παραδοχή του εφεσείοντα επέδρασε γι’ αυτόν αρνητικά.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443,

Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 212,

Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304,

Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28,

Kolev v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 197.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Σταματίου, Π.Ε.Δ., Καουτζάνη, Α.Ε.Δ., Αμπίζας, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 694/08), ημερομηνίας 3/5/10.

Η. Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.

Ο εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι το ύψος της ποινής*, η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, μετά που αυτός κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε σειρά κατηγοριών, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, (Ν. 188(Ι)/2007).

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λεμεσό 45 κατηγορίες· συγκεκριμένα, δεκατέσσερις κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, δύο κατηγορίες πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, δέκα κατηγορίες πλαστογραφίας, πέντε κατηγορίες πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου, εννέα κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, τέσσερις κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και μία κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στις κατηγορίες πλαστογραφίας πληρεξουσίου εγγράφου - (Άρθρο 336 του Κεφ. 154) - και πλαστογραφίας επισήμου εγγράφου - (Άρθρο 337 του Κεφ. 154) - οι προβλεπόμενες ποινές είναι φυλάκιση μέχρι 14 έτη και δέκα έτη, αντίστοιχα.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του, προσποιούμενοι ότι είχαν σχετική εξουσιοδότηση, έπεισαν τον παραπονούμενο, κτηματολογικό υπάλληλο, να αγοράσει κτήματα στη Λεμεσό και Λάρνακα, ιδιοκτησία Τουρκοκυπρίων, μονίμων κατοίκων του εξωτερικού. Προς το σκοπό αυτό, πλαστογράφησαν διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων, πληρεξούσια έγγραφα των υποτιθέμενων πωλητών, διαβατήριά τους και επίσημα πιστοποιητικά των Βελγικών Αρχών. Αποτέλεσμα των ενεργειών τους ήταν να αποσπάσουν από τον παραπονούμενο το συνολικό ποσό  των £126,700,00.

Ο εφεσείων, όταν του επιβλήθηκε η υπό έφεση ποινή, εξέτιε, ήδη, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και έξι ετών, οι οποίες του επιβλήθηκαν μετά από ακροαματική διαδικασία για παρόμοιας φύσης αδικήματα, τα οποία διαπράχθηκαν μετά τη διάπραξη των αδικημάτων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Ο εφεσείων συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση: για τα αδικήματα της υπόθεσης στην οποία αυτός εξέτιε ήδη ποινή στις 11/3/2008 και για τα αδικήματα της υπό έφεση ποινής στις 4/1/2008. Η εκδίκαση πρώτα της άλλης υπόθεσης έγινε μετά από αίτημα του εφεσείοντα.

Το παράπονό του, ουσιαστικά, συνίσταται στη διαταγή ως προς το χρόνο έναρξης της υπό έφεση ποινής, ο οποίος, κατά τον ισχυρισμό του, επηρεάζει το ύψος της και την καθιστά έκδηλα υπερβολική.

Το Κακουργιοδικείο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία* ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για αδικήματα της φύσης των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων - οικονομικό έγκλημα, το οποίο βρίσκεται σε έξαρση - και την ανάγκη εξατομίκευσης της ποινής και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός διέπραξε τα αδικήματα, οι οποίες ήταν επιβαρυντικές για τον ίδιο - δε δίστασε για μεγάλο διάστημα να [*381]χρησιμοποιήσει μια σειρά από ψεύδη και τεχνάσματα, ώστε να επιτύχει το σκοπό του, δηλαδή, την αποκόμιση οικονομικού οφέλους - τα προβλήματα υγείας που αυτός και μέλη της οικογένειάς του αντιμετώπιζαν - ο ίδιος το 2007 υποβλήθηκε σε εγχείρηση στο στομάχι, έχει προβλήματα με την καρδία του, ένα από τα παιδιά του είναι εκ γενετής με νοητική στέρηση - το ότι ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας σκοτώθηκε σε δυστύχημα σε νεαρή ηλικία, την ευνοϊκή μεταχείριση που έτυχε η συγκατηγορούμενή του, θυγατέρα του πρώτου συγκατηγορουμένου του - η ποινική δίωξη εναντίον της ανεστάλη - την πάροδο τεσσάρων χρόνων από τη διάπραξη των αδικημάτων, το λευκό ποινικό του μητρώο, την αποδοχή, εκ μέρους του, έκδοσης εναντίον του διατάγματος δήμευσης των περιουσιακών του στοιχείων στο ύψος του αποσπασθέντος ποσού των £126.700,00 - (€216.480,00) - όπως ήταν το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, κατέληξε στην επιβολή ποινών φυλάκισης από 18 μήνες μέχρι πέντε έτη.  Καίτοι συμφώνησε με το συνήγορο του εφεσείοντα ότι το γεγονός της μη παραδοχής εκ μέρους του των κατηγοριών δεν επενεργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας, σημείωσε ότι η απουσία παραδοχής του στερεί το δικαίωμα αυτός να ζητήσει από το Δικαστήριο επιεική αντιμετώπιση - (βλ. Kolev ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 197).  Στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο εφεσείων εξέτιε, ήδη, ποινή φυλάκισης έξι ετών για παρόμοια αδικήματα, τα οποία διαπράχθηκαν μετά τη διάπραξη των αδικημάτων της υπό έφεση ποινής και τα οποία, σύμφωνα με εισήγηση του συνηγόρου του, θα μπορούσε να εκδικαστούν μαζί και καθοδηγούμενο από τη νομολογία ως προς τις αρχές που διέπουν τη συνολικότητα της ποινής, κατέληξε όπως οι ποινές που επέβαλε αρχίζουν από την ημέρα της επιβολής τους, δηλαδή 3/5/2010, και όχι από την ημέρα κράτησης του εφεσείοντα ως υπόπτου στις 4/1/2008, αλλά ούτε και μετά την έκτιση της εξαετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε στις 16/7/2009.

Ο εφεσείων, με δύο λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής. Ισχυρίζεται ότι η διαταγή η ποινή να αρχίζει από την ημέρα της επιβολής της και όχι από την ημέρα της κράτησής του καθιστά αυτήν έκδηλα υπερβολική και λανθασμένη. Εάν, εισηγείται, το Κακουργιοδικείο συνυπολόγιζε ορθά τους ελαφρυντικούς παράγοντες γι’ αυτόν, όπως ήταν η αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον της θυγατέρας του συγκατηγορουμένου του, η αποδοχή από μέρους του της έκδοσης διατάγματος δήμευσης της περιουσίας του στο ποσό της ζημιάς του παραπονουμένου - (€216.480,00), η μειωμένη εμπλοκή του στην τέλεση των αδικημάτων, οι προσωπικές και οι οικογενειακές του περιστάσεις, θα κατέληγε σε επιεικέστερη ποινή. Εάν, υπέβαλε, η παρούσα υπόθεση [*382]ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου όταν αυτό επέβαλλε την εξαετή ποινή φυλάκισης και λαμβανόταν υπόψη, η ποινή που θα του επιβαλλόταν δε θα ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της εξαετούς φυλάκισης, η οποία βρίσκεται στο επίπεδο των ποινών που επιβάλλονται για αδικήματα της φύσης των αδικημάτων που αυτός διέπραξε. Η διαταγή, ισχυρίζεται, όπως η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αρχίσει από τις 3/5/2010 και όχι από τις 4/1/2008, που αυτός τελούσε υπό κράτηση, ουσιαστικά, οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της συνολικότητας των ποινών. Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα ποινή θα ήταν ορθή, εάν αυτή άρχιζε από την ημερομηνία της κράτησής του, οπόταν αυτός και για τις δύο υποθέσεις θα εξέτιε ποινή φυλάκισης έξι ετών και όχι ενός και πλέον έτους περισσότερο, όπως θα εκτίσει. Η διαφοροποίηση, επίσης, της ποινής του από εκείνη του συγκατηγορουμένου του - φυλάκιση τεσσάρων χρόνων - υπό τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων και τις προσωπικές και τις οικογενειακές του περιστάσεις, είναι έκδηλα υπερβολική. Και αν ακόμη, υπέβαλε, αυτός και ο συγκατηγορούμενός του ενεργούσαν με κοινό στόχο, και πάλι θα έπρεπε να αποτιμηθεί χωριστά η συμμετοχή του κάθε ενός.

Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης. Ο κ. Κέκκος, προς υποστήριξη της ορθότητας της ποινής, αναφέρθηκε στη φύση των αδικημάτων και στο σύνολο των περιστάσεων, τόσο της διάπραξής τους όσο και του εφεσείοντα. Υπέβαλε ότι, με δεδομένο το ύψος των ποινών που επιβάλλονται για παρόμοιας φύσης αδικήματα, η επιβληθείσα ποινή δεν εκφεύγει του μέτρου, ώστε να παραβιάζεται η αρχή της συνολικότητας της ποινής.

Το Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπει, σε σχέση με την έναρξη της ποινής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, τα εξής:-

«(2) Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»

Τα αδικήματα της φύσης που διέπραξε ο εφεσείων δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι από τα πιο σοβαρά του Ποινικού Κώδικα. Η σοβαρότητά τους προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές αλλά και από τις ποινές που σταθερά επιβάλλονται από τα δικαστήρια γι’ αυτά. Η επιβολή αυστηρών ποινών για αδικήματα αυτής της φύσης σκοπό έχει όχι μόνο την τιμωρία του παραβάτη και την πιθανή αναμόρφωση του αλλά και την αποτροπή άλλων επίδοξων [*383]παραβατών, οι οποίοι, όταν γνωρίζουν ότι εγκληματικές τους ενέργειες θα αντιμετωπισθούν αυστηρά, ενδεχόμενα, να κάμουν δεύτερες σκέψεις.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή όσα το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε, τόσο υπέρ όσο και εναντίον του εφεσείοντα. Στο σκεπτικό της ποινής, δε διαπιστώνουμε αυτό να μην έχει συνυπολογίσει ορθά όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν του και αφορούσαν είτε τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων είτε το πρόσωπο και την οικογένεια του εφεσείοντα, είτε τη μεταχείριση που έτυχαν τα άλλα πρόσωπα με τα οποία αυτός έδρασε.

Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής έχει, κατ’ επανάληψη, τονιστεί ότι δεν μπορεί να οδηγεί σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων, που εδώ είναι αδιαμφισβήτητη, ούτε του στοιχείου της αποτροπής της ποινής. Τόσο το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα όσο και η διαφοροποίησή της από εκείνην του συγκατηγορουμένου του, λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο που ο εφεσείων διαδραμάτισε, ο οποίος ήταν ουσιαστικής σημασίας - όταν ο παραπονούμενος δεν ενέδιδε στις προτροπές του συγκατηγορουμένου του για την αγορά της τουρκοκυπριακής γης, αυτός, με διάφορα τεχνάσματα και υποσχέσεις, που έφτασαν μέχρι και την παροχή εγγύησης με έκδοση επιταγής, πέτυχε το σκοπό τους - δε βρίσκουμε να είναι εκτός των πλαισίων που η νομολογία καθορίζει.

Η αρχή της συνολικότητας της ποινής, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις επιβολής διαδοχικών ποινών αλλά καλύπτει και περιπτώσεις όπως η παρούσα, αποσκοπεί στην αποφυγή επιβολής υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής για το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του παραβάτη - (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443).

Στην Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, γίνεται αναφορά στην Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 212, στην οποία επιβλήθηκε επταετής ποινή φυλάκισης για εγκληματική ενέργεια απόσπασης £920.000,00, ενώ ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου και αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα υγείας.

Στη Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210, επικυρώθηκε και πάλι επταετής ποινή φυλάκισης για κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, τις οποίες ο εφεσείων παραδέχθηκε. Εκεί, καίτοι δεν [*384]προκύπτει το συνολικό ποσό που υπεξαιρέθηκε, δεν επεστράφη το ποσό των 945.605,00 στερλινών, 376.171,00 δολαρίων Αμερικής και €31.483,00.

Στην Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), για αδικήματα συγκάλυψης και κλοπής υπό αντιπροσώπου επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών, η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν και εκεί λευκού ποινικού μητρώου.

Η συνολική ποινή, την οποία ο εφεσείων θα εκτίσει ενόψει της ποινής που εξέτιε όταν του επιβλήθηκε η υπό έφεση ποινή, θεωρούμε, υπό το φως του συνόλου αυτών που σταθμίζονται και προσδιορίζουν την ποινή για αυτής της φύσης τα αδικήματα, ότι δεν είναι έκδηλα υπερβολική, ώστε να παραβιάζεται η αρχή της συνολικότητάς της. Συνεπώς, το Κακουργιοδικείο, ενεργώντας βάσει του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155, εύλογα διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα της επιβολής της.

Ούτε η μη παραδοχή του εφεσείοντα επέδρασε γι’ αυτόν αρνητικά. Δε θα μπορούσε, άλλωστε, να επιδράσει, όπως δε θα μπορούσε να μη ληφθεί υπόψη η παραδοχή του συγκατηγορουμένου του, η οποία έγινε σε πολύ αρχικό στάδιο και η οποία δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση της ποινής του τελευταίου. Η παραδοχή κατηγορουμένου προσώπου συνιστά μορφή έμπρακτης μεταμέλειας και, δικαιωματικά, η ποινή που επιβάλλεται σ’ αυτό είναι επιεικέστερη.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο