(2011) 2 ΑΑΔ 409
[*409]7 Οκτωβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 217/2009)
Τροχαία αδικήματα ― Αμελής οδήγηση ― Άρθρα 8, 19(1) και (4) και 20 Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/72, ως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση καταδίκης για αμελή οδήγηση του εφεσείοντα το όχημα του οποίου ανέμενε στο μέσο διασταύρωσης ελεγχόμενης από φώτα τροχαίας, με πρόθεση να στρίψει δεξιά και ανέκοψε την πορεία αυτοκινήτου που περνούσε όταν ο φωτεινός σηματοδότης είχε ένδειξη πορτοκαλί ― Εφετειακή απόφανση ότι η κατάφαση του μάρτυρα ότι πέρασε με κόκκινο ήταν, αποτέλεσμα σύγχυσης και ορθά έγινε πρωτοδίκως αποδεκτή η θέση του ότι πέρασε με πορτοκαλί η οποία και επαναλήφθηκε με σταθερότητα και συνέπεια.
Τροχαία αδικήματα ― Αμελής οδήγηση ― Οδηγός που διασταυρώνει σε φώτα τροχαίας που είναι αναμμένα προς όφελος του, δεν έχει καθήκον επιμέλειας προς τους οδηγούς που παραβιάζουν τα δικά τους φώτα τροχαίας, εκτός βεβαίως του καθήκοντος να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, εάν όντως είχε επίγνωση της αντίθετης παράνομης διέλευσης.
Αμέλεια ―Τροχαία αδικήματα ― Ο βαθμός αμέλειας για ένταξη της στο Άρθρο 8 του Νόμου Αρ. 86/72 δεν είναι μεγαλύτερος από την αμέλεια στις αστικές υποθέσεις.
Απόδειξη ―Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η μαρτυρία αξιολογείται στο σύνολο της με λογική προσέγγιση και όχι μικροσκοπικά και αποσπασματικά ― Στις εύλογες διαπιστώσεις ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου, προερχόμενες από ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Εφετείο [*410]δεν επεμβαίνει ― Χρειάζονται πολύ πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης. Σύμφωνα με το Κατηγορητήριο, ενώ ανέμενε στο μέσο διασταύρωσης με πρόθεση να στρίψει δεξιά, δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή και ανέκοψε την πορεία του οχήματος του Μ.Κ.2 την ώρα που αυτό πέρασε μέσα στη διασταύρωση με κίτρινο/πορτοκαλί φως στη δική του πορεία. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων την κατάφαση του Μ.Κ.2 στην υποβολή ότι πέρασε με κόκκινο, ως υπερβολή, η οποία αποσκοπούσε στο να δώσει έμφαση στη θέση του ότι ο κατηγορούμενος έφερε ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος. Προς τούτο σημείωσε και τη δήλωση του Μ.Κ. 2 ότι ακόμα και αν περνούσε με κόκκινο εφόσον η πορεία του ήταν ευθεία, ο κατηγορούμενος όφειλε να ελέγξει το δρόμο πριν να στρίψει δεξιά.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Ότι ήταν λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Κ.2 εισήλθε στη διασταύρωση με κίτρινο/πορτοκαλί φως, κατ’ αντίθεση προς τη μαρτυρία που ο ίδιος έδωσε και που καταδείκνυε ότι εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπό το φως της ολότητας των πρακτικών, η καταγραφείσα σύμφωνη θέση του Μ.Κ.2 ότι πέρασε με κόκκινο, εμφανώς δεν αναιρούσε τη ρητή του θέση ότι είχε περάσει στη διασταύρωση με πορτοκαλί διότι και πριν και μετά, η θέση του ήταν σταθερή ότι είχε περάσει με πορτοκαλί, για τους λόγους που εξήγησε, και όχι με κόκκινο.
2. Στη μαρτυρία του Μ.Κ.2, η θέση του ήταν σταθερή ότι πέρασε στη διασταύρωση ενώ το φως στο σηματοδότη είχε ανάψει πορτοκαλί στην πορεία του. Ο συνήγορος του εφεσείοντος απομόνωσε μια στιχομυθία μεταξύ του ιδίου του συνηγόρου και του Μ.Κ.2, δίνοντας διαφορετική χροιά από όλο το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας.
3. Πέραν από την κατάθεση του στην αστυνομία που ο Μ.Κ.2 υιοθέτησε και όπου σαφώς είχε τη θέση ότι πέρασε με πορτοκαλί χρώμα, σε πολλά σημεία των πρακτικών όπου και έγιναν παραπομπές, διατήρησε την ίδια σταθερή θέση.
[*411]4. Η αξιολόγηση επομένως από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ήταν ορθή, και επειδή το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το συγκεκριμένο μάρτυρα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να σχηματίσει την εντύπωση, όπως την κατέγραψε, ότι αυτός ήταν ειλικρινής και κατέθεσε την αλήθεια ως προς τα γεγονότα.
5. Ήταν ωστόσο ατυχής, η θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της απάντησης του Μ.Κ.2 ότι είχε περάσει με κόκκινο φως, ως «υπερβολή», διότι το σύνολο της μαρτυρίας του αποκαλύπτει ότι επρόκειτο περί σύγχυσης του μάρτυρα.
6. Λόγω της αποτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης οδηγήθηκε και ο δεύτερος στην αποτυχία.
7. Το Δικαστήριο στη βάση των ευρημάτων του, ορθά εντόπισε την αμέλεια του εφεσείοντος στο γεγονός ότι αυτός ενώ ήταν στη μέση της διασταύρωσης (ασχέτως της θέσης ότι τα φώτα τροχαίας στη δική του πορεία έγιναν κόκκινα μετά που έστριψε), όφειλε εν πάση περιπτώσει να ελέγξει επαρκώς την ευρύτερη τροχαία κίνηση και να εντοπίσει έγκαιρα το όχημα του Μ.Κ.2, το οποίο είχε ήδη εισέλθει στη διασταύρωση νόμιμα εφόσον πέρασε με πορτοκαλί χρώμα.
8. Η πιθανότητα κινδύνου ήταν εύλογα αντιληπτή και ο εφεσείων όφειλε να ασκεί τη δέουσα παρατηρητικότητα στις συνθήκες που επικρατούσαν στο χρόνο και τόπο του ατυχήματος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816,
Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115,
Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84,
Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134,
Κρασιμένου ν. Σωφρονίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1152,
[*412]Rayas v. Police 19 C.L.R. 308.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Βασιλείου, Πρ.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11744/08), ημερομηνίας 29/10/09.
Γ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης στη βάση της οποίας κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19(1) και (4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/72, ως τροποποιήθηκε.
Οι συνθήκες που οδήγησαν στην διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος και που αποτέλεσαν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραπέμπουν στην οδήγηση του οχήματος υπ’ αρ. εγγραφής ΕΤΜ 311 από τον κατηγορούμενο στις 21.4.2008 και ώρα 06:55 επί της λεωφόρου Ακροπόλεως στην Αραδίππου της επαρχίας Λάρνακας, με πρόθεση δεξιάς στροφής προς την οδό Ιβύκου. Εξ αντιθέτου, ερχόμενος από Λάρνακα με κατεύθυνση τη Λευκωσία, οδηγούσε το όχημα υπ’ αρ. εγγραφής DAQ 776, ο Μιχάλης Μάρκου, ο οποίος πρωτοδίκως κατέθεσε ως Μ.Κ.2. Η διασταύρωση των δύο οδών ελέγχεται από φώτα τροχαίας. Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος διότι αναμένοντας στο μέσο της διασταύρωσης με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς την οδό Ιβύκου, δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή αποκόπτοντας κατά την προσπάθεια του την πορεία του οχήματος του Μ.Κ.2 την ώρα που αυτό πέρασε μέσα στη διασταύρωση με κίτρινο/πορτοκαλί φως στη δική του πορεία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, μετά από σχετική αξιολόγηση, ως ορθή και αληθή τη μαρτυρία του αστυφύλακα 2644 Λοΐζου Μολέσκη, Μ.Κ.1, ο οποίος έχοντας επισκεφθεί τη σκηνή του ατυ[*413]χήματος, κατέγραψε σε πρόχειρο αρχικά σχεδιάγραμμα (Τεκμ. 1), το οποίο αργότερα μετέφερε σε ευκρινές, αλλά μη συμμετρικό σχεδιάγραμμα (Τεκμ. 3), την τελική θέση των οχημάτων και διαπίστωσε το σημείο σύγκρουσης το οποίο έδειξε με το σημείο «Χ» επί του σχεδιαγράμματος. Υπήρχαν επί της στεγνής ασφάλτου ίχνη τροχοπέδησης μήκους 13.2 μ. και 13.1 μ. από το δεξιό και αριστερό τροχό αντίστοιχα του οχήματος του Μ.Κ.2, ενώ διαπιστώθηκε επίσης ότι το εμπρόσθιο μέρος του συγκρούστηκε με το αριστερό πλευρό του οχήματος του εφεσείοντος. Τη μαρτυρία του Μ.Κ.2, το Δικαστήριο επίσης αποδέχθηκε στην ουσία της παρόλο που χαρακτήρισε ένα σημείο της, στο οποίο θα γίνει αναφορά κατωτέρω, ως «υπερβολή». Θεώρησε τη μαρτυρία αυτή ως συνάδουσα με τη πραγματική μαρτυρία, όπως αποτυπώθηκε στο σχεδιάγραμμα, Τεκμ. 3. Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων, κληθείς να προβάλει την υπεράσπιση του, υιοθέτησε απλώς το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του (Τεκμ. 4), που έδωσε στην αστυνομία δύο ημέρες μετά το ατύχημα, δηλαδή, στις 23.4.2008. Δεν κατέθεσε ενόρκως, ούτε κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα εκ μέρους του.
Ένα είναι το ουσιαστικό σημείο που προβάλλει ως λόγος ανατροπής της καταδικαστικής απόφασης μέσα από τους δύο λόγους έφεσης. Εντοπίζεται στο κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Κ.2 εισήλθε στη διασταύρωση με κίτρινο/πορτοκαλί φως, κατ’ αντίθεση προς τη μαρτυρία που ο ίδιος έδωσε και που καταδείκνυε ότι εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως. Προς τούτο υποδείχθηκαν συγκεκριμένα σημεία από τα πρακτικά που παραπέμπουν στην ένορκη κατάθεση του Μ.Κ.2, κατά την αντεξέταση, όπου φαίνεται ότι δεν σταμάτησε στον κόκκινο σηματοδότη, αλλά αντίθετα εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τον εφεσείοντα. Με αυτή τη μαρτυρία, η οποία τουλάχιστον θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την ενοχή του εφεσείοντος, ο εφεσείων δεν είχε με βάση τη νομολογία καθήκον επιμέλειας προς άλλους οδηγούς, όπως τον Μ.Κ.2, που παραβιάζουν τα φώτα τροχαίας στη δική τους πορεία. Υπό το φως των δεδομένων της μαρτυρίας, η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι δεν είχε υποχρέωση να δώσει προτεραιότητα στον Μ.Κ.2, προτού ο ίδιος στρίψει δεξιά.
Για να γίνει κατανοητή η εισήγηση του εφεσείοντος, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο Μ.Κ.2, ανέφερε σε σχέση με την πορεία του λίγο πριν τη σύγκρουση, ότι πλησιάζοντας τη διασταύρωση στην λεωφόρο Ακροπόλεως και κινούμενος με ταχύτητα περίπου 60-70 χ.α.ω. είχε έμπροσθεν του άλλο όχημα γύρω στα 15 μ. το οποίο πέ[*414]ρασε από τα φώτα τροχαίας εισερχόμενο στη διασταύρωση, ενώ το φως στην πορεία τους ήταν ακόμη πράσινο. Μόλις το όχημα αυτό εισήλθε στη διασταύρωση το φως του σηματοδότη άλλαξε σε πορτοκαλί, σκεφτόμενος δε ότι βρισκόταν ήδη πολύ πλησίον του αλτ, με άλλα οχήματα να τον ακολουθούν και ότι θα ήταν δύσκολο να σταματήσει, προχώρησε να περάσει στη διασταύρωση. Ταυτόχρονα πρόσεξε ένα μικρό βαν όχημα από απέναντι του, το όχημα του εφεσείοντος, να στρίβει δεξιά προς την οδό Ιβύκου αποκόπτοντας του την πορεία. Παρά την εφαρμογή των φρένων του, το όχημα του κτύπησε στο όχημα του εφεσείοντος με αποτέλεσμα το τελευταίο να παρασυρθεί πιο κάτω.
Αυτή ήταν η ουσία της κατάθεσης του Μ.Κ.2 στην αστυνομία, Τεκμ. 6, την οποία έδωσε στις 21.4.2008, την ίδια δηλαδή μέρα του ατυχήματος και την οποία υιοθέτησε για σκοπούς της κύριας εξέτασης του. Κατά την αντεξέταση του επέμενε στη βασική αυτή τοποθέτηση, αλλά είναι γεγονός ότι στη μαρτυρία του, όπως αποτυπώθηκε στα πρακτικά, καταγράφηκε η συμφωνία του σε υποβολή του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι είχε περάσει με κόκκινο. Στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, ο κ. Λουκαΐδης παρέθεσε το εξής απόσπασμα από τη σελ. 24 των πρακτικών:
«Ε. Η θέση του πελάτη μου είναι ότι πέρασες με κόκκινο.
Α. Συμφωνώ
Δικ. Συμφωνείτε;
Α. Να σας πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα αν συμφωνώ με αυτό.
Δικ. Προς μάρτυρα: ο κατηγορούμενος έστριψε δεξιά, μετά που άναψε το κόκκινο. Τι απαντάτε;
Α. Συμφωνώ. (σ.25).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 θεώρησε ότι αυτός κατέθεσε με ειλικρίνεια και είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο «…… παραδεχόμενος μάλιστα ότι πέρασε στη διασταύρωση όταν το φως του σηματοδότη άναψε πορτοκαλί.». Την καταφατική απάντηση του ότι πέρασε με κόκκινο φως, παρά την προηγούμενη επίμονη θέση του ότι είχε περάσει με πορτοκαλί, την εξέλαβε
«….. ως υπερβολή, η οποία αποσκοπούσε στο να δώσει έμφαση στη θέση του ότι ο κατηγορούμενος φέρει ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος. Προς τούτο και η δήλωση του ότι ακόμα και αν περνούσε με κόκκινο εφόσον η πορεία του ήταν ευθεία ο κατηγορούμενος όφειλε να ελέγξει το δρόμο πριν να [*415]στρίψει δεξιά.».
Η οικοδόμηση του επιχειρήματος του εφεσείοντος επί των πιο πάνω, εν τέλει δεν τον βοηθά. Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα σπουδή την ολότητα των πρακτικών, με ιδιαίτερη έμφαση στη μαρτυρία του Μ.Κ.2, η θέση αυτού ήταν σταθερή ότι πέρασε στη διασταύρωση, ενώ το φως το σηματοδότη στην πορεία του είχε ανάψει πορτοκαλί. Ο συνήγορος του εφεσείοντος απομόνωσε την πιο πάνω στιχομυθία μεταξύ του ιδίου και του Μ.Κ.2, δίνοντας διαφορετική χροιά από όλο το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας. Συγκεκριμένα πέραν από την κατάθεση του στην αστυνομία που υιοθέτησε και όπου σαφώς είχε τη θέση ότι πέρασε με πορτοκαλί χρώμα, στη σελ. 22 των πρακτικών σε παρόμοια υποβολή του συνηγόρου ότι πέρασε με τον κόκκινο σηματοδότη να είναι εναντίον του, απάντησε ρητά ότι το χρώμα ήτο πορτοκαλί, ενώ στην ίδια σελίδα σε υποβολή ότι το χρώμα είχε μετατραπεί σε κόκκινο πριν καν φρενάρει, επανέλαβε ότι επέμενε στην κατάθεση του. Ιδιαίτερα στις σελ. 23 και 24, από όπου παρατέθηκε και το προηγούμενο απόσπασμα, πριν την καταγραφή της συμφωνίας του ότι πέρασε με κόκκινο, σε αμέσως προηγούμενη υποβολή ότι μπήκε στη διασταύρωση με κόκκινο φως, είπε επί λέξει:
«Να κάνω δεν κάνω ανακεφαλαίωση. Δεν κατάλαβα. Θα λέμε ξανά τα ίδια πράγματα;»
Περαιτέρω, το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 24 των πρακτικών έπεται αμέσως μετά το προηγουμένως παραταθέν κείμενο στις σελ. 5-6, του παρόντος σκεπτικού:
«Δικαστήριο προς μάρτυρα: Ηρεμήστε, σας υποβάλλει τις θέσεις του ο δικηγόρος και εσείς θα πρέπει να απαντήσετε κατά πόσο συμφωνείτε ή όχι, μην βιάζεστε.
Α. Απολογούμαι γιατί πρώτη φορά βρίσκομαι σε έτσι θέση.
(συνεχίζει ο κ. Λουκαΐδης)
Ε. Η επόμενη υποβολή είναι ότι ο πελάτης μου ισχυρίζεται ότι πέρασε μετά που άψε το κόκκινο.
Α. Διαφωνώ.»
Υπό το φως επομένως της ολότητας των πρακτικών, η καταγραφείσα σύμφωνη θέση του Μ.Κ.2 ότι πέρασε με κόκκινο, εμφανώς δεν αναιρούσε τη ρητή του θέση ότι είχε περάσει στη διασταύρωση με πορτοκαλί διότι και πριν και μετά η θέση του ήταν σταθερή ότι είχε περάσει με πορτοκαλί, για τους λόγους που εξήγησε, και όχι με κόκκινο. Η αξιολόγηση επομένως από το πρωτόδικο Δι[*416]καστήριο της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ήταν ορθή, όχι μόνο διότι πράγματι η θέση του Μ.Κ.2 ήταν στην ουσία σταθερή ως προς το ότι πέρασε στη διασταύρωση με πορτοκαλί χρώμα, αλλά και διότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το συγκεκριμένο μάρτυρα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να σχηματίσει την εντύπωση, όπως το κατέγραψε, ότι αυτός ήταν ειλικρινής και κατέθεσε την αλήθεια ως προς τα γεγονότα. Ήταν ατυχής, κρίνεται, η από το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρηση της απάντησης του Μ.Κ.2 ότι είχε περάσει με κόκκινο φως, ως «υπερβολή», διότι το σύνολο της μαρτυρίας του αποκαλύπτει ότι πρόκειτο περί σύγχυσης του μάρτυρα, όπως ορθά το εντοπίζει και η εφεσίβλητη στο δικό της περίγραμμα. Η μαρτυρία άλλωστε αξιολογείται στο σύνολο της με λογική προσέγγιση και όχι μικροσκοπικά και αποσπασματικά. (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, 720). Στις εύλογες διαπιστώσεις ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου, προερχόμενες από ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Χρειάζονται πολύ πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας. (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822).
Με δεδομένο ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση επί της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ήταν ορθή, καταρρέουν και οι δύο λόγοι έφεσης. Ο έτερος λόγος έφεσης αφορούσε την ορθή αρχή που έχει αναπτύξει η νομολογία ότι οδηγός που διασταυρώνει σε φώτα τροχαίας που είναι αναμμένα προς όφελος του, δεν έχει καθήκον επιμέλειας προς τους οδηγούς που παραβιάζουν τα δικά τους φώτα τροχαίας, εκτός βεβαίως του καθήκοντος να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, εάν όντως είχε επίγνωση της αντίθετης παράνομης διέλευσης. (Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115 και Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84). Η αρχή αυτή, όμως, δεν έχει καμία εφαρμογή στα υπό κρίση γεγονότα διότι το Δικαστήριο στη βάση των ευρημάτων του, ορθά εντόπισε την αμέλεια του εφεσείοντος στο γεγονός ότι αυτός ενώ ήταν στη μέση της διασταύρωσης ερχόμενος από Λευκωσία προς Λάρνακα, (ασχέτως της θέσης ότι τα φώτα τροχαίας στη δική του πορεία έγιναν κόκκινα μετά που έστριψε), όφειλε εν πάση περιπτώσει να ελέγξει επαρκώς την ευρύτερη τροχαία κίνηση και να εντοπίσει έγκαιρα το όχημα του Μ.Κ.2, το οποίο είχε ήδη εισέλθει στη διασταύρωση νόμιμα εφόσον πέρασε με πορτοκαλί χρώμα (δέστε και Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας σελ. 68, σε σχέση με τη σημασία του κίτρινου σηματοδότη). Η πιθανότητα κινδύνου ήταν εύλογα αντιληπτή και ο εφεσείων όφειλε να ασκεί τη δέουσα παρατηρητικότητα στις συνθήκες που επικρατούσαν στο χρόνο και τόπο του ατυχήματος. Η πρωϊνή ώρα του συμβάντος, με καθαρή ορατότητα, αί[*417]θριο καιρό και στεγνή άσφαλτο, δεν δικαιολογούσε την πορεία που ακολούθησε ο εφεσείων, ο οποίος προφανώς δεν αντιλήφθηκε την κίνηση του οχήματος του Μ.Κ.2. Η αμελής οδήγηση παραπέμπει σε μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων εφόσον το επίπεδο οδήγησης που απαιτείται είναι αντικειμενικό. (Ioannis Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134). Οι θέσεις του Μ.Κ.2 στη μαρτυρία του στις σελ. 14-15 των πρακτικών, ότι είχε δει το όχημα του εφεσείοντος από 10-15 μέτρα απόσταση αλλά θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατό να «πεταχτεί» στο δρόμο και ότι στην ουσία «του έκοψε» την πορεία (σελ. 17), με αποτέλεσμα ο ίδιος να αναγκαστεί να φρενάρει χωρίς ουσιαστικό χρόνο αντίδρασης (σελ. 18), ήταν εύστοχες.
Τα γεγονότα της υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της Κρασιμένου ν. Σωφρονίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1152, η οποία ήταν βεβαίως πολιτική υπόθεση, αλλά σε πολύ παρόμοιες συνθήκες, η έφεση εναντίον της απόδοσης 100% ευθύνης στην εφεσείουσα όταν επιχείρησε δεξιά στροφή αποκόπτοντας την εξ αντιθέτου πορεία του εφεσίβλητου, ο οποίος κατ’ ισχυρισμόν της είχε περάσει με κόκκινο ή έστω κίτρινο φως, απερρίφθη.
Η υπό κρίση υπόθεση είναι βεβαίως ποινικής φύσεως και η αμέλεια του εφεσείοντος στοιχειοθετεί την ποινική του ευθύνη, έχοντας υπόψη ότι ο βαθμός αμέλειας για ένταξη της στο Άρθρο 8 του Νόμου αρ. 86/72 δεν είναι μεγαλύτερος από την αμέλεια στις αστικές υποθέσεις. (Christos Rayas v. Police 19 C.L.R. 308 και Charalambous v. Police, ανωτέρω, σελ. 143).
Η έφεση, ενόψει όλων των ανωτέρω, απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο