Ψύλλας Μιχάλης ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2011) 2 ΑΑΔ 466

(2011) 2 ΑΑΔ 466

[*466]8 Νοεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΨΥΛΛΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (Αρ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 77/2011)

 

Ποινικός Κώδικας ― Κλεπταποδοχή ― Άρθρο 306(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Συστατικό στοιχείο είναι  η γνώση της κλοπιμαίας προέλευσης ― Η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα γνώσης και συνακόλουθα ενοχής, εκτός αν δοθεί εξήγηση που οδηγεί προς άλλη κατεύθυνση την οποία το Δικαστήριο αξιολογεί, με συνέπεια την αθώωση, εφόσον την αποδεχτεί.

Δικαστική απόφαση ― Διαπίστωση Εφετείου περί σοβαρής ασάφειας  στην πρωτόδικη απόφαση και δημιουργία ερωτήματος τι ήταν αυτό που αποφασίστηκε τελικά ― Διετάχθη επανεκδίκαση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του και τις συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης δυο ετών που του επιβλήθηκαν αφού εκρίθη  ένοχος σε δυο κατηγορίες για κλεπταποδοχή.

Είχε συλληφθεί στο αεροδρόμιο κατά την αναχώρηση του προς την Αθήνα, όπου ύστερα από έρευνα, βρέθηκαν στη βαλίτσα του τέσσερα σακουλάκια που περιείχαν αριθμό κοσμημάτων, χρυσαφικών, μέρος των οποίων όπως διαπιστώθηκε, ανήκε σε δύο οικογένειες οι οικίες των οποίων είχαν διαρρηχθεί.

Οι ιδιοκτήτες αναγνώρισαν ως μέρος των κλαπέντων, τα επίδικα χρυσαφικά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διερεύνησε ακολούθως  το κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε, όπως ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, ότι [*467]τα αντικείμενα που αναφέρονταν στο Κατηγορητήριο ήταν κλοπιμαία.

Κατέληξε μεταξύ άλλων, ότι όλη περιστατική μαρτυρία συναρτώμενη και συγκροτημένη ως σύνολο, δεν άφηνε αμφιβολία για την ένοχη γνώση του κατηγορούμενου ότι τα χρυσαφικά ήταν κλοπιμαία.

Απεφάνθη, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συμβιβάζονταν με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά μόνο με την ενοχή του κατηγορούμενου και ότι η  εκδοχή του δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα η οποία όπως επεσήμανε, είχε καταρριφθεί εν πάση περιπτώσει, από την Κατηγορούσα Αρχή.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση  χειριζόμενος αυτοπροσώπως την υπόθεση, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων πως έλειπε και μαρτυρία που να αποδείκνυε ότι τα αντικείμενα ήταν πράγματι χρυσαφικά, όπως αναφερόταν στο κατηγορητήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Διαπιστώθηκε  σοβαρή ασάφεια ως προς το κρίσιμο ζήτημα, και το Εφετείο έθεσε το ερώτημα τι ήταν αυτό που  αποφασίστηκε τελικά. Ήτοι, κατά πόσον αποφασίστηκε ότι η εξήγηση του εφεσείοντα ήταν αναληθής - ενδεχόμενο που ανέκυπτε από την εν τέλει πρωτόδικη καταγραφή, πως «η εκδοχή του κατηγορούμενου δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα» και «εν πάση περιπτώσει είχε καταρριφθεί από την Κατηγορούσα Αρχή» - ή κατά πόσον αποφασίστηκε ότι η εξήγηση ήταν αληθής αλλά από αυτή, ως εκ του περιεχομένου της, όπως αυτό σχολιαζόταν στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και αν συνίστατο σε άρνηση γνώσης, έδειχνε γνώση περί κλοπιμαίων;

2.  Περαιτέρω αποφασίστηκε ότι υπό  τις περιστάσεις δεν ήταν επιτρεπτή η εξέταση από το Εφετείο του ζητήματος ποιά θα έπρεπε να ήταν η ορθή εκτίμηση στη μία και ποιά στην άλλη περίπτωση ούτε ήταν  δυνατή η εκτίμηση υποθετικών ενδεχομένων και προς τούτο θα έπρεπε να διαταχθεί επανεκδίκαση.

3.  Αποτελούσε παραδεκτό γεγονός ότι τα αντικείμενα ήταν χρυσαφικά και δεν ευσταθούσε η σχετική εισήγηση του εφεσείοντα.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε.

Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

[*468]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Christofides v. Τhe Police (1965) 2 C.L.R. 69,

Paspalli v. The Police (1968) 2 C.L.R. 108,

Kyprianou v. The Police (1976) 2 C.L.R. 75,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989 ) 2 Α.Α.Δ. 258.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8189/09), ημερομηνίας 19/4/11.

Ο εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε δυο κατηγορίες για κλεπταποδοχή, κατά παράβαση του Άρθρου 306(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Εφεσίβαλε την καταδίκη του και τις συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης δυο ετών που του επιβλήθηκαν. Ο εφεσείων επέλεξε, τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιόν μας, να χειριστεί την υπόθεσή του αυτοπροσώπως.

Στις 20.8.08, κατά την αναχώρηση του εφεσείοντα από το αεροδρόμιο Λάρνακας προς την Αθήνα, μετά από έρευνα, βρέθηκαν στη βαλίτσα του τέσσερα σακουλάκια που περιείχαν αριθμό κοσμημάτων, χρυσαφικών, όπως περιγράφηκαν. Διαπιστώθηκε ότι μέρος τους ανήκε στην οικογένεια Χαριλάου και μέρος τους στην οικογένεια Δήμου. Βρίσκονταν στο σπίτι τους και κλάπηκαν μετά από διάρρηξη μετά τις 2.8.2008 στην πρώτη περίπτωση και μετά τις 11.8.2008 στη δεύτερη περίπτωση. Είχαν και οι δυο οικογένειες απουσιάσει για ταξίδι στο εξωτερικό και διαπίστωσαν τη διάρρηξη και την κλοπή όταν επέστρεψε η πρώτη οικογένεια στις 11.8.08 και η δεύτερη στις 29.8.08. Τα μέλη των οι[*469]κογενειών αναγνώρισαν, ως μέρος των κλαπέντων, η πρώτη 23 και η δεύτερη 57 τεμάχια που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα.

Με δεδομένη την κλοπή, ήταν το αντικείμενο της αμφισβήτησης το κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε, όπως ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, ότι τα αντικείμενα που αναφέρονταν στο Κατηγορητήριο ήταν κλοπιμαία. Ενώπιόν μας ο εφεσείων υποστήριξε και πως έλειπε και μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι τα αντικείμενα ήταν πράγματι χρυσαφικά, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αλλά αυτό το ζήτημα μπορούμε να το διευκρινίσουμε εξ αρχής. Ανεξάρτητα από τη δυνητική του σημασία αφού, εν πάση περιπτώσει, είναι δεδομένο πως τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα είχαν κλαπεί από τους παραπονουμένους, στους οποίους ανήκαν, ήταν και παραδεκτό ότι ήταν χρυσαφικά. Είχε γίνει συναφώς δήλωση παραδεκτών γεγονότων που καταγράφεται στα πρακτικά και στην πρωτόδικη απόφαση, όπως άλλωστε τα χαρακτήρισε και ο ίδιος ο εφεσείων στις δηλώσεις του προς την αστυνομία, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα γνώσης και συνακολούθως ενοχής. Εκτός αν δοθεί εξήγηση που οδηγεί προς άλλη κατεύθυνση την οποία το Δικαστήριο αξιολογεί, με συνέπεια την αθώωση αν τη δεχτεί ή αν δεν είναι διατεθειμένο να την αποκλείσει. [Βλ. Antonis Ioannou Christofides v. Τhe Police (1965) 2 C.L.R. 69, Efstathios Charalambous Paspalli v. The Police (1968) 2 C.L.R. 108, και Ioannis Kyprianou v. The Police (1976) 2 C.L.R. 75.]

Ο εφεσείων είχε στην κατοχή του προσφάτως κλαπείσα περιουσία και το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην εξήγηση που έδωσε εξ αρχής, προφορικά, και σε γραπτή κατάθεση μετά τη σύλληψή του. Κάτω από περιστάσεις που περιέγραψε, τα χρυσαφικά τα αγόρασε από κάποιο Ηassan στις κατεχόμενες περιοχές έναντι του ποσού των €2.000. Δεν γνώριζε ότι ήταν κλοπιμαία. Ο Hassan του είπε ότι «τα πήρε από ελληνοκύπριο που του έδωσε χόρτο.» Ορθώς στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με τη σημασία της απόρριψης της εξήγησης του κατηγορουμένου σε τέτοιες περιπτώσεις αν και διακρίνουμε κάποια σύγχυση ενόψει της εκτεταμένης αναφοράς του στην αρχή πως ψεύδη, δυνητικά οδηγούν σε συμπέρασμα ενοχής, νοουμένου όμως ότι αυτά αποδεικνύονται με ανεξάρτητη μαρτυρία που δεν ήταν εδώ η περίπτωση. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε επ’ [*470]αυτού όμως. Πρέπει να δούμε τον τρόπο με τον οποίο, στην πράξη, το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε την εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων. Παραθέτουμε το απόσπασμα στο οποίο περιλαμβάνεται ο χειρισμός, στη βάση του οποίου κρίθηκε ότι ο εφεσείων είχε γνώση:

«Κατά την κρίση μου, υπέρ του συμπεράσματος στο οποίο έχω καταλήξει, συνηγορούν τα πιο κάτω:

(α)  το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε τα χρυσαφικά στην Αθήνα για να τα πωλήσει στην Ομόνοια όπως ο ίδιος δήλωσε στην κατάθεση του (Τεκμήριο 8), ενώ σύμφωνα με την υπερασπιστική του γραμμή γνώριζε ότι και στην Κύπρο αγοράζονται και πωλούνται χρυσαφικά.

(β)  Το ότι τα αγόρασε, όπως ο ίδιος δήλωσε στο Μ.Κ.1 αστυφ. 276 Χρ. Κυριάκου, από κάποιο Hassan στις κατεχόμενες περιοχές έναντι του ποσού των €2,000.

(γ)  Το ότι ο Hassan σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στον κατηγορούμενο, πήρε τα χρυσαφικά από κάποιο Ελληνοκύπριο στον οποίο ο Hassan έδωσε «χόρτο», δηλαδή ναρκωτικά. Ο κατηγορούμενος γνώριζε συνεπώς ότι τα χρυσαφικά ήταν προϊόν επιλήψιμης πράξης, και συγκεκριμένα ότι ήταν προϊόν από αγοραπωλησία ναρκωτικών.

(δ)  Το ότι ο Χασάν, σύμφωνα με την κατάθεση του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 8), αρχικά ζήτησε €2,500 για τα χρυσαφικά ενώ στο τέλος του τα έδωσε €2,000.

(ε)  Το ότι αγόρασε τα χρυσαφικά στην τιμή των €2,000 (σε πολύ χαμηλή τιμή) ενώ θα τα πωλούσε στην τιμή των €4,000, σύμφωνα με πάντα με τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του (Tεκμήριο 8).

Η όλη περιστατική μαρτυρία συναρτώμενη και συγκροτημένη ως σύνολο, δεν αφήνει αμφιβολία για την ένοχη γνώση του κατηγορούμενου ότι τα χρυσαφικά ήταν κλοπιμαία.

Τα γεγονότα της υπόθεσης βρίσκω ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά μόνο με την ενοχή του κατηγορούμενου. Η εκδοχή του κατηγορούμενου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εν πάση περιπτώσει έχει καταρριφθεί από την Κατηγορούσα Αρχή.».

[*471]Διαπιστώνουμε σοβαρή ασάφεια ως προς το κρίσιμο ζήτημα.  Τι αποφασίστηκε τελικά; Ότι η εξήγηση του εφεσείοντα ήταν αναληθής, ενδεχόμενο που ανακύπτει από την εν τέλει καταγραφή, πως «η εκδοχή του κατηγορούμενου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» και «εν πάση περιπτώσει έχει καταρριφθεί από την Κατηγορούσα Αρχή»; Ή ότι η εξήγηση ήταν αληθής αλλά από αυτή, ως εκ του περιεχομένου της, όπως αυτό σχολιάζεται στις παραγράφους (α) μέχρι (ε) ανωτέρω, όσο και αν συνίστατο σε άρνηση γνώσης, έδειχνε γνώση; Δεν θεωρούμε ότι κάτω από τις περιστάσεις πρέπει ή μπορούμε καν εμείς τώρα να εξετάσουμε τα δυο για να δούμε ποιά θα έπρεπε να ήταν η ορθή εκτίμηση στη μια και ποιά στην άλλη περίπτωση. Δεν είναι δυνατό να λειτουργούμε στη βάση τέτοιας μορφής υποθετικών ενδεχομένων. Όπως και στην υπόθεση Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258 στην οποία παρατίθεται και άλλη σχετική νομολογία, καταλήγουμε πως δικαιολογείται επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από διαφορετικό δικαστή. Ο εφεσείων θα αφεθεί ελεύθερος υπό τον όρο ότι θα υπογράψει προσωπική εγγύηση για το ποσό των €10.000 ότι θα παρουσιαστεί στο Δικαστήριο όταν κληθεί.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο