Iωάννου Ανδρέας ν. Aστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 538

(2011) 2 ΑΑΔ 538

[*538]21 Δεκεμβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 176/2010)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ― Εντοπισμός επουσιώδους σφάλματος που ωστόσο δεν ήταν ικανό να μολύνει τα υπόλοιπα ευρήματα και την τελική πρωτόδικη κρίση, σε σημείο που να έχρηζε παρέμβαση του Εφετείου.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η μαρτυρία κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται μόνο από μερικά της στοιχεία, κατ’ απομόνωση.

Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ένοχος και καταδικάστηκε για οκτώ τροχαία αδικήματα τα οποία μεταξύ άλλων αφορούσαν σε κατηγορίες για αλόγιστη και επικίνδυνη οδήγηση αυτοκινήτου, οδήγηση χωρίς άδεια οδήγησης,  χωρίς ασφάλεια υπέρ τρίτου κ.ά.

Με την έφεση επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στην αμφισβήτηση του ευρήματος του Δικαστηρίου με βάσει το οποίο ο εφεσείων εκρίθη ότι ήταν το πρόσωπο το οποίο αφού ανεκόπη από αστυνομικό κατά  τη διάπραξη των επίδικων τροχαίων παραβάσεων και αδικημάτων, ακολούθως εγκατέλειψε τη σκηνή με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς να ωστόσο να καταδιωχθεί από τον αστυνομικό.

Ο Εφεσείων, με ένα λόγο έφεσης προσέβαλε ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ήταν το πρόσωπο που οδη[*539]γούσε το συγκεκριμένο όχημα που αναφερόταν στο κατηγορητήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ευρήματα του δικαστηρίου και η τελική κατάληξή του, ως προς την αναγνώριση του Εφεσείοντος, είτε ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του αστυνομικού Μ.Κ. 2, ή ως προς την εφαρμογή των νομικών αρχών για την αναγνώριση κατηγορουμένων προσώπων, δεν ήταν λανθασμένη. Το ότι ο Μ.Κ. 2 επέλεξε να μην αναφέρει το γεγονός στον παππού του Εφεσείοντος, ότι ο οδηγός τον οποίο ανέκοψε του είχε αναφέρει ότι ονομαζόταν Αντρέας Ιωάννου, δεν εσήμαινε ότι δεν συνέβη το γεγονός.

2.  Ο Μ.Κ. 2 βρισκόταν ακόμη στο στάδιο συλλογής πληροφοριών και διερεύνησης των αδικημάτων. Έτσι έκρινε ότι έπρεπε να χειριστεί το θέμα. Δεν υπήρχε οτιδήποτε το παράλογο ή ότι αυτό συνιστούσε αντίφαση και μάλιστα ουσιαστικής μορφής, ώστε να δημιουργείτο ρήγμα στην όλη αξιοπιστία του μάρτυρα. Κατά την αντεξέταση δεν αναφέρθηκε, τουλάχιστον ευθέως, στο Μ.Κ. 2, η θέση του Εφεσείοντος επί αυτού του σημείου.

3.  Στα πρακτικά υπήρχε σαφής μαρτυρία για την αναγνώριση του Εφεσείοντος, κάτω από συνθήκες που δεν δημιουργούσαν αμφιβολία, χωρίς η υπεράσπιση να το αμφισβητήσει με μαρτυρία.

4.  Το δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία  και τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Εφετείου, δεν ήταν αρκετά για να ανέτρεπαν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ούτε για τα ευρήματα αξιοπιστίας που αφορούσαν στην Μ.Υ. 1 υπήρχε οτιδήποτε που να τα θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση.

5.  Σε μια άλλη παράμετρο, υπήρξε ένα επουσιώδες σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που ωστόσο δεν επηρέασε το κύρος των ευρημάτων του, εφόσον δεν στηρίχθηκε μόνο στο σχετικό με το επουσιώδες σφάλμα, σημείο για να κρίνει την αξιοπιστία του Εφεσείοντος και της Μ.Υ. 1. Έτσι δεν ήταν ικανό να μολύνει τα υπόλοιπα ευρήματα και την τελική πρωτόδικη κρίση, σε σημείο που να έχρηζε παρέμβαση του Εφετείου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιωάννου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14,

[*540]Σολωμού ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 138,

Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,

Σάββα ν. Κυριακίδη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 83,

Ανδρέου κ.ά. ν. Ζήνωνος (2001) 1 Α.Α.Δ. 472,

Σάββα κ.ά. ν. Γεωργίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 658.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3288/09), ημερομηνίας 3/11/10.

Χ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τις πιο κάτω οκτώ κατηγορίες:- (1) Αλόγιστη και επικίνδυνη οδήγηση του αυτοκινήτου, (2) οδήγηση χωρίς άδεια οδήγησης, (3) χωρίς ασφάλεια υπέρ τρίτου, (4) χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, (5) χωρίς τη χρήση ζώνης ασφάλειας, (6) μη συμμόρφωση σε οδηγίες αστυνομικού, (7) προσπέραση σε άσπρη συνεχόμενη γραμμή, παραβιάζοντας το σχετικό σήμα τροχαίας και (8) οδήγηση χωρίς να ανάβει το αριστερό φανάρι πεδήσεως.

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της, κάλεσε δύο μάρτυρες. Τον παππού του Εφεσείοντος, Ανδρέα Δημοσθένους (Μ.Κ. 1) και τον Αστυφύλακα 2714, Αθανάσιο Αθανασίου (Μ.Κ. 2).

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως τα βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο, στις 16.8.2008 και γύρω στις 12 το μεσημέρι, ο Μ.Κ. 2, ο οποίος φορούσε τη στολή του και φωσφορούχο γιλέκο, διενεργούσε έλεγχο τροχαίας στον κύριο δρόμο Σαλαμιού-Κελοκεδάρων [*541]στην Πάφο. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο HTK370 να οδηγείται από το χωριό Σαλαμιού προς Κελοκέδαρα και να προσπερνά άλλο αυτοκίνητο πάνω σε άσπρη συνεχόμενη γραμμή. Έκανε σήμα στον οδηγό να σταματήσει και αυτός παρέλειψε να υπακούσει και συνέχισε την πορεία του. Ο Μ.Κ. 2 τον καταδίωξε με το αστυνομικό αυτοκίνητό του. Σε κάποιο στάδιο ο οδηγός του αυτοκινήτου HTK370 ελάττωσε ταχύτητα, δείχνοντας με το δείχτη του ότι θα έστριβε αριστερά προς Τραχυπέδουλα, οπότε ο Μ.Κ. 2 παρατήρησε ότι το πισινό αριστερό φως του δεν άναβε. Ο οδηγός συνέχισε την πορεία του και ο Μ.Κ. 2 τον κάλεσε από το μεγάφωνο του αστυνομικού οχήματος να σταματήσει και αυτή τη φορά ο οδηγός συμμορφώθηκε. Ο Μ.Κ. 2 οδήγησε το υπηρεσιακό του όχημα δεξιά και παραπλεύρως του αυτοκινήτου HTΚ370. Πλησίασε τον οδηγό και από απόσταση ενός περίπου μέτρου, διαπίστωσε ότι ο οδηγός ο οποίος δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας ήταν νεαρής ηλικίας, με ελαφρύ μούσι. Μαζί του υπήρχε και συνοδηγός, ο οποίος φορούσε ζώνη ασφαλείας. Ζήτησε από τον οδηγό να του παρουσιάσει άδεια οδηγού και πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης. Ο οδηγός του ανέφερε ότι ονομαζόταν Αντρέας Ιωάννου και ότι την άδεια οδηγού του δεν την είχε μαζί του. Ο Μ.Κ. 2 τότε τον προειδοποίησε για όλα τα παραπτώματα που διέπραξε μέχρι εκείνη τη στιγμή και του ζήτησε να εξέλθει από το αυτοκίνητο. Αντί να συμμορφωθεί, με ιλιγγιώδη ταχύτητα εγκατέλειψε το μέρος. Ο Μ.Κ. 2 αποφάσισε να μην τον καταδιώξει. Επειδή όμως ο δρόμος ήταν ανηφορικός και η θέα απρόσκοπτη, πρόσεξε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου οδηγούσε επικίνδυνα, κάνοντας απότομους αριστερούς και δεξιούς ελιγμούς, για περίπου 2 χιλιόμετρα.  Λόγω των ελιγμών που έκανε στο δρόμο, παρ’ ολίγο να συγκρουστεί με διερχόμενο αυτοκίνητο εξ’ αντιθέτου, το οποίο για να αποφύγει τη σύγκρουση αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το παγκέτο και να κορνάρει.

Την ίδια ώρα ο Μ.Κ. 2, μετά από έλεγχο, διαπίστωσε ότι ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ΗΤΚ370 ήταν ο Μ.Κ. 1. Γύρω στις 4 της ίδιας ημέρας, του πήρε κατάθεση (Τεκμήριο 1), η οποία κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας έγινε αποδεχτό γεγονός, σύμφωνα με το Κεφάλαιο 9. Σ’ αυτήν αναφέρει ότι είναι ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου Toyota Starlet με αριθμό εγγραφής ΗΤΚ370. Διαμένει στη Λεμεσό μαζί με τον διαζευγμένο γιο του Χριστάκη, ο οποίος έχει γιο ονόματι Αντρέα, ηλικίας 17½ χρόνων, ο οποίος ορισμένες φορές για να μπορεί να βλέπει τον πατέρα του, έρχεται και μένει μαζί τους στο σπίτι στη Λεμεσό. Ο Μ.Κ. 1 από το εδώλιο του μάρτυρα αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως τον εγγονό του. Την Πέμπτη, 14.8.2008 ο Μ.Κ. 2 μαζί με τη σύζυγό του, [*542]πήγαν με άλλο αυτοκίνητο διπλοκάμπινο στο χωριό Σαλαμιού, όπου διατηρεί εξοχική κατοικία, αφήνοντας το Toyota HTK370 στην οικία του στη Λεμεσό. Το ίδιο βράδυ ήρθε και ο γιος του Χριστάκης, όχι όμως και ο εγγονός του Αντρέας, ο οποίος έμεινε στη Λεμεσό. Ο Μ.Κ. 1 διευκρίνισε επίσης ότι τα κλειδιά του ΗΤΚ370 τις περισσότερες φορές τα άφηνε στο σπίτι. Δεν γνώριζε αν ο εγγονός του Αντρέας είχε αντικλείδι. Πάντως ο ίδιος δεν του επέτρεπε να οδηγεί το αυτοκίνητό του, επειδή δεν είχε άδεια οδηγού, ενώ είναι ασφαλισμένο να το οδηγεί μόνο ο ίδιος και ο γιος του Χριστάκης.  Επίσης, ο μάρτυρας στην κατάθεσή του παραδέχθηκε ότι όντως το αυτοκίνητο του HTK 370 είχε ζημιά στο αριστερό πλευρό, όπως του είχε αναφέρει ο Μ.Κ. 2.

Ο Μ.Κ. 2 στις 18.9.2008 στον Αστυνομικό Σταθμό Τροχαίας Λεμεσού κατηγόρησε γραπτώς τον Εφεσείοντα, ο οποίος δεν παραδέχθηκε ενοχή και αρνήθηκε να αναφέρει ή να υπογράψει οτιδήποτε (Βλ. Τεκμήριο 2). Ο Μ.Κ. 2 από το εδώλιο του μάρτυρα αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το νεαρό άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο ΗΤΚ370 στις 16.8.2008, όταν διαπράχθηκαν τα αδικήματα.

Ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να αναγνώσει γραπτή δήλωση (Τεκμήριο Α). Σ’ αυτή αναφέρει ότι από τις 14.8.2008 βρισκόταν με τη θεία του Μάγδα Σιήττα στο Πισσούρι.  Την ημέρα που κατηγορείται ότι διέπραξε το αδίκημα, ήταν στο Πισσούρι μέχρι την 1 μ.μ. και μετά, μαζί με τη θεία του, πήγε στη Λεμεσό. Η ώρα 3 περίπου πήρε το μοτοποδήλατό του για να πάει μια βόλτα, όταν τον σταμάτησε η αστυνομία και τον κατηγόρησε επειδή δεν φορούσε κράνος. Του εξέδωσε εξώδικο πρόστιμο το οποίο πλήρωσε. Προσπάθησε να καταθέσει ως Τεκμήριο τη σχετική απόδειξη πληρωμής, αλλά δεν του επετράπη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Μετά τις 6 το απόγευμα, έφυγαν μαζί με τη θεία του και επέστρεψαν στο Πισσούρι, όπου έμεινε μέχρι τις 22.8.2008.  Αρνήθηκε ότι οδήγησε το αυτοκίνητο του παππού του, καθώς επίσης και ότι επισκέφθηκε ποτέ Αστυνομικό Σταθμό Τροχαίας Λεμεσού, για αν δώσει κατάθεση σε σχέση με τα αδικήματα, όπως ισχυρίστηκε ο Μ.Κ. 2.

Υπέρ του Εφεσείοντος, κατάθεσε και η θεία του Μάγδα Σιήττα (Μ.Υ. 1), η οποία επιβεβαίωσε τα όσα ισχυρίστηκε ο Εφεσείων.  Ανάφερε επίσης ότι το εξώδικο το πλήρωσε η ίδια μετά που επέστρεψαν από το Πισσούρι.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε και ανέλυσε τη [*543]μαρτυρία, κατέληξε ότι ο Εφεσείων ήταν το πρόσωπο που στις 16.8.2008 οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΗΤΚ370 και διέπραξε τα οκτώ αδικήματα που αντιμετώπιζε.

Ο Εφεσείων, με ένα λόγο έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το συγκεκριμένο όχημα, για τους πιο κάτω λόγους:-

1.  Στηρίχθηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία του Μ.Κ. 2, η οποία ήταν αντίθετη με τα παραδεχτά γεγονότα.

2.  Λόγω αυθαίρετης ερμηνείας του Πιστοποιητικού Πληρωμής Εξώδικου Προστίμου (Τεκμήριο 4), απέρριψε το άλλοθι του Εφεσείοντος που προβλήθηκε μέσα από την ανώμοτη κατάθεσή του και ενισχύθηκε από την ένορκη μαρτυρία της Μ.Υ. 1.

3.  Απέρριψε τη μαρτυρία της Μ.Υ. 1 η οποία ενίσχυε το άλλοθι του Εφεσείοντος, θεωρώντας λανθασμένα ότι αυτή συγκρουόταν με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος στην ανώμοτη δήλωσή του και,

4.  Εφάρμοσε λανθασμένα τα κριτήρια αναγνώρισης κατηγορουμένου προσώπου.

Σύμφωνα με την τελική εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε δώσει το ευεργέτημα της αμφιβολίας ως προς το αν ήταν ή όχι ο Εφεσείων, ο οδηγός του οχήματος ΗΤΚ370.

Από την άλλη, ο συνήγορος για την Εφεσίβλητη, στο διάγραμμα αγόρευσής του υποστηρίζει ότι ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, αφού σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης από το εφετείο στα ευρήματα για την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας το εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ο λόγος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσίαζαν ενώπιόν του (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14). Όμως το εφετείο έχει την ευχέρεια να παρέμβει όταν από τη μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, προκύπτει ότι η κατάληξή του είναι εσφαλμένη ή όταν ένα εύρημά του δεν είναι εύλογα επιτρεπτό ή εξ αντικειμένου [*544]κρινόμενο είναι λανθασμένο ή ανυπόστατο ή αυθαίρετο (βλ. Σολωμού ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 138, Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506). Όπου διαπιστώνονται αντιφάσεις, το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αυτές είναι τέτοιας μορφής και σοβαρότητας, που στην ουσία δημιουργούν ρήγμα στην αξιοπιστία ενός μάρτυρα (βλ. Σάββα ν. Κυριακίδη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 83 και Ομήρου ν. Αστυνομίας, πιο πάνω), ή είναι τέτοιας φύσης που να μολύνουν τη μαρτυρία σε βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο (βλ. Ανδρέου κ.ά. ν. Ζήνωνος (2001) 1 Α.Α.Δ. 472).

Στην προκειμένη περίπτωση, κεντρικό σημείο της έφεσης είναι η αναγνώριση του Εφεσείοντος ως οδηγού του αυτοκινήτου ΗΤΚ370. Έχουμε εξετάσει τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος του, αλλά δεν συμφωνούμε ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου και η τελική κατάληξή του, ως προς την αναγνώριση του Εφεσείοντος, είναι εσφαλμένη. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 2 ως προς την ανακοπή του οχήματος, έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση του Μ.Κ. 1, παππού του Εφεσείοντος. Η διάσταση έγκειται στο ότι ο Μ.Κ. 2 στη μαρτυρία του και στην κατάθεσή του, ανέφερε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου, του είπε ότι ονομαζόταν Αντρέας Ιωάννου, ενώ δεν ανέφερε αυτό το σημαντικό γεγονός στον Μ.Κ. 1, η κατάθεση του οποίου έγινε παραδεχτό γεγονός. Επίσης υποστήριξε ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της κατάθεσης του Μ.Κ. 2 και της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο, ως προς το πότε ο Εφεσείων εγκατάλειψε τη σκηνή.

Δεν συμφωνούμε ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου, είτε ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, είτε ως προς την εφαρμογή των νομικών αρχών για την αναγνώριση κατηγορουμένων προσώπων, είναι λανθασμένη. Το ότι ο Μ.Κ. 2 επέλεξε να μην αναφέρει το γεγονός στον παππού του Εφεσείοντος, ότι ο οδηγός τον οποίο ανέκοψε του είχε αναφέρει ότι ονομαζόταν Αντρέας Ιωάννου, δεν σημαίνει ότι δεν συνέβη το γεγονός. Ο Μ.Κ. 2 βρισκόταν ακόμη στο στάδιο συλλογής πληροφοριών και διερεύνησης των αδικημάτων. Έτσι έκρινε ότι έπρεπε να χειριστεί το θέμα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε το παράλογο ή ότι αυτό συνιστά αντίφαση και μάλιστα ουσιαστικής μορφής, ώστε να δημιουργείται ρήγμα στην όλη αξιοπιστία του μάρτυρα.

Πέραν τούτου όμως, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά την αντεξέταση δεν αναφέρθηκε, τουλάχιστον ευθέως, στο Μ.Κ. 2, η θέση του Εφεσείοντος επί αυτού του σημείου. Αντίθετα, κατά την [*545]αντεξέτασή του, ο Μ.Κ. 2 ανέφερε ότι κατά τη λήψη της κατάθεσης από τον παππού, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Εφεσείοντα, αλλά δεν ήθελε να έρθει στο σταθμό για να δώσει κατάθεση. Του έδωσε όμως δύο τηλέφωνα για να επικοινωνήσει μαζί του αργότερα για τη λήψη κατάθεσης. Επίσης, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, υποστήριξε στο διάγραμμα αγόρευσής του, ότι ο Μ.Κ. 1 στην κατάθεσή του ανέφερε ότι ο Μ.Κ. 2 του είπε ότι ανέκοψε ένα «νεαρό άτομο» που οδηγούσε το ΗΤΚ370 «και όχι τον κατηγορούμενο».  Όμως τέτοια δήλωση δεν υπάρχει στην κατάθεση του Μ.Κ. 1, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1.

Στα πρακτικά υπάρχει σαφής μαρτυρία για την αναγνώριση του Εφεσείοντος, κάτω από συνθήκες που δεν δημιουργούν αμφιβολία, εφόσον ο Μ.Κ. 2 είδε τον Εφεσείοντα από την πολύ κοντινή απόσταση του ενός μέτρου και είχε ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του, έστω και για λίγο. Επίσης, ο Μ.Κ. 2 ανέφερε ότι ο Εφεσείων έφερε μούσι, το ίδιο ανέφερε και την ημέρα της δίκης, χωρίς η υπεράσπιση να το αμφισβητήσει με μαρτυρία. Το δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία του μάρτυρα και τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας, δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ούτε για τα ευρήματα αξιοπιστίας που αφορούν στην Μ.Υ. 1 υπάρχει οτιδήποτε που να τα θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η μαρτυρία κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται μόνο από μερικά της στοιχεία, κατ’ απομόνωση (βλ. Σάββα κ.ά. ν. Γεωργίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 658). Από την απόδειξη πληρωμής του εξώδικου προστίμου, Τεκμήριο 4, που τελικά κατάθεσε η Μ.Υ. 1, φαίνεται ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στη Λεμεσό, όπως ισχυρίστηκε και ο Εφεσείων.

Όμως ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 18 της απόφασής του, αναφέρει ότι «το ελάχιστο που μπορεί να εξαχθεί από το ίδιο το Τεκμήριο 4, είναι ότι ο κατηγορούμενος όταν διέπραξε το συγκεκριμένο αδίκημα ήταν στη Λευκωσία και συνακόλουθα όλα τα περί παρουσίας του στη Λεμεσό καταρρέουν και διαψεύδονται». Είναι γεγονός ότι το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι ορθό. Το Πιστοποιητικό Πληρωμής Εξώδικου Προστίμου, Τεκμήριο 4, αναφέρεται στην Επαρχία Λευκωσίας κατά τρόπο που μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι το αδίκημα διαπράχθηκε εκεί, αφού αμέσως πιο κάτω αναφέρεται και το αδίκημα της οδήγησης χωρίς κράνος, η ημερομηνία διάπραξής του και άλλα στοιχεία. Όμως στο κάτω μέρος του Τεκμηρίου 4, μετά το χώρο που προβλέπεται [*546]για τη σχετική υπογραφή του αστυνομικού που εισπράττει το πρόστιμο, παρατίθενται στοιχεία που διευκρινίζουν ότι η καταγγελία αφορούσε τον Αστυνομικό Σταθμό Τροχαίας Λεμεσού. Κατά την άποψή μας, το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν επουσιώδες και δεν επηρεάζει το κύρος των ευρημάτων του. Εξάλλου, δεν στηρίχθηκε μόνο σ’ αυτό το σημείο για να κρίνει την αξιοπιστία του Εφεσείοντος και της Μ.Υ. 1. Ασχολήθηκε με το θέμα για να απαντήσει στα επιχειρήματα της υπεράσπισης που φαίνεται να παρερμήνευσε. Κατά την κρίση μας, το συγκεκριμένο ολίσθημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν είναι ικανό να μολύνει τα υπόλοιπα ευρήματα και την τελική του κρίση, σε σημείο που να χρήζει η παρέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο