Κ. Λ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547

(2011) 2 ΑΑΔ 547

[*547]28 Δεκεμβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

Λ. Κ.,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 152/2010)

 

Ποινικός Κώδικας ― Σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανηλίκων ― Καθυστέρηση στην καταγγελία των αδικημάτων ― Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθιά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφ’ όσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους.

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ήταν τέτοια που το Κακουργιοδικείο μπορούσε με βεβαιότητα να βασιστεί με απόλυτη ασφάλεια σ’ αυτήν, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης ― Καθήκον αυτοπροειδοποίησης Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ποιες οι συνέπειες παράλειψης αντεξέτασης παραπονούμενου προσώπου ― Στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή.

O εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε 15 συνολικά κατηγορίες για αδικήματα άσεμνης επίθεσης, βιασμού, διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, αιμομιξίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου. 

Άσκησε έφεση αμφισβητώντας την καταδίκη του, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι:

α) το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα τον καταδίκασε βασιζόμενο [*548]στη μαρτυρία της παραπονούμενης θυγατέρας του την οποία έκρινε τόσο αξιόπιστη, ώστε να μην αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία.

β) το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε το λάθος να αποτιμήσει εσφαλμένα τη μαρτυρία της υπεράσπισης και απέτυχε να προσδώσει σ’ αυτή την πρέπουσα ή δέουσα σημασία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προσπάθεια του εφεσείοντα να επιρρίψει ταπεινά κίνητρα στην παραπονούμενη, δεν είχε αποτέλεσμα.  Τα διάφορα επιχειρήματα είχαν απαντηθεί τόσο στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και στην αγόρευση  για την εφεσίβλητη.

2.  Εκείνο που είχε σημασία στην υπόθεση ήταν η εξιστόρηση των γεγονότων και όχι η προσπάθεια σπίλωσης της παραπονούμενης με υπαινιγμούς για πράγματα που έγιναν ακόμα και μετά την καταγγελία της υπόθεσης.  Το δικαστήριο δέχτηκε ως εντελώς αξιόπιστη τόσο τη μαρτυρία της, όσο και αυτή του αρραβωνιαστικού της, ενώ δεν ήταν άσχετο και το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν αντεξετάστηκε καθόλου επί των πλέον σοβαρών και ενδιαφερόντων σημείων της μαρτυρίας της.

3.  Οι όποιες ασήμαντες ασυνέπειες, τόσο στη μαρτυρία της, όσο και στη μαρτυρία του αρραβωνιαστικού της, κρίθηκαν από το δικαστήριο ως ενισχύουσες την αξιοπιστία τους.

4.  Σε μια άλλη παράμετρο, έγινε δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εφεσείων όταν κατηγορήθηκε ανοικτά από την παραπονούμενη για τις πράξεις του, τις παραδέχτηκε ζητώντας συγγνώμη.  Στην παραπονούμενη δεν ετέθη κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής της, ούτε και η βασική υποβολή ότι όσα είχε διηγηθεί δεν ήταν αλήθεια.

5.  Οι μαρτυρίες από πλευράς υπεράσπισης  δεν επιδρούσαν με οποιοδήποτε τρόπο επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης.  Ούτε και αποδεικνυόταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι σκοπός της ήταν ο έλεγχος της οικογενειακής εταιρείας.

6.  Είχε μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία παρέλειψε να αντεξετάσει την παραπονούμενη ως προς τα συμβάντα στα οποία βασιζόταν η καταγγελία της.

7.  Ως προς δε την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Υ. 2 και Μ.Υ. 6 το [*549]δικαστήριο παρείχε επαρκή αιτιολόγηση.

8.  Δεν ήταν ορθή η προσέγγιση ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν ενισχυόταν από άλλη μαρτυρία. Ενισχυόταν και από άλλη μαρτυρία, όπως εκείνη του αρραβωνιαστικού της. Εξ’ άλλου δεν ήταν απόλυτα απαραίτητη η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, ούτως ώστε, όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων, ελλείψει αυτής  να αθωωνόταν.

9.  Το πρωτόδικο δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του περί των κινδύνων που υποβόσκουν σε τέτοιες περιπτώσεις, στην αποδοχή μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση. Κατέληξε ότι η ποιότητα, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της ήταν τέτοια που μπορούσε με βεβαιότητα να βασιστεί με απόλυτη ασφάλεια σ’ αυτήν, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης. Η παραπονούμενη δεν είχε κανένα λόγο, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, να προβεί στην καταγγελία της, ενώ η υποβολή της υπεράσπισης περί οικονομικών κινήτρων, καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία της ίδιας και του αρραβωνιαστικού της. Εν όψει και της παράλειψης  της υπεράσπισης να αντεξετάσει επί των ισχυρισμών της παραπονούμενης, παρέμεινε εντελώς αναντίλεκτη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολωμονίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8189/09), ημερομηνίας 2/2/10 και 25/2/10.

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

[*550]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε 15 συνολικά κατηγορίες για αδικήματα άσεμνης επίθεσης, βιασμού, διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, αιμομιξίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου. Παραπονούμενη ήταν η κόρη του.

Η παραπονούμενη που γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1991, στις 18.12.2008, ύστερα από κάποιο οικογενειακό καυγά, αποκάλυψε στη μητέρα της, στον αρραβωνιαστικό και τη μικρή της αδελφή, ότι ο εφεσείων την παρενοχλούσε σεξουαλικά από τότε που ήταν 5½ χρόνων, ενώ την είχε βιάσει επανειλημμένα. Όταν σε λίγο ο εφεσείων μπήκε στο σπίτι, σύμφωνα με την εκδοχή που δέχτηκε το δικαστήριο, παραδέχτηκε όσα του καταμαρτυρούσε η κόρη του, ζητώντας ταυτόχρονα συγγνώμη. Η υπόθεση καταγγέλθηκε στην αστυνομία λίγους μήνες αργότερα, ύστερα από προτροπή του παππού της.

Κατ’ έφεση ο εφεσείων προβάλλει το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα τον καταδίκασε βασιζόμενο στη μαρτυρία της παραπονούμενης την οποία έκρινε τόσο αξιόπιστη, ώστε να μην αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Τονίζει την παρατήρηση του δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη δεν είχε κανένα λόγο να προβεί στην καταγγελία αν δεν βίωνε όσα κατάθεσε στη μαρτυρία της, ενώ, από την άλλη δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στο ότι η παραπονούμενη δεν είχε πείσει, ούτε έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για το λόγο για τον οποίο απέφευγε να καταγγείλει τον εφεσείοντα μετά τη διάπραξη των εναντίον της αδικημάτων ή, εν πάση περιπτώσει, για την καθυστέρηση την οποία επέδειξε μεταξύ της αποκάλυψης ενώπιον της οικογένειάς της, της συμπεριφοράς του εφεσείοντα και του χρόνου καταγγελίας του στην αστυνομία.

Επισημαίνεται ακόμα ότι η παραπονούμενη αρνήθηκε να καταγγείλει τον πατέρα της, απορρίπτοντας σχετικές προτροπές  της υπεύθυνης λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, ενώ ήταν διάχυτο από τη μαρτυρία της, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, ότι μεταξύ της αποκάλυψης προς την οικογένεια και της καταγγελίας προς την αστυνομία, έγιναν συζητήσεις περί της οικογενειακής εταιρείας αλλά και για κάποιο αυτοκίνητο, το οποίο διεκδικούσε η παραπονούμενη από τον πατέρα της, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ξενίσει.

Ο εφεσείων αναφέρεται επίσης και σε επισκέψεις της παραπο[*551]νούμενης με τον αρραβωνιαστικό της σε καταστήματα και σε πελάτες της οικογενειακής επιχείρησης, με σκοπό την απόσπαση χρημάτων που οι επιχειρήσεις αυτές όφειλαν στην οικογενειακή επιχείρηση, συμπεριφορά η οποία δεν μπορούσε να αναμένεται από πρόσωπο τόσο συντετριμμένο.

Μέσα στα πλαίσια του ίδιου λόγου έφεσης, δηλαδή της αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, υποστηρίζεται ότι η εκδοχή της παρουσίαζε ασυνέπεια, γεγονός το οποίο αποδέχτηκε το δικαστήριο. Αναφέρει ακόμα ο εφεσείων ότι γεγονότα υποβαθμίστηκαν ή έτυχαν επιφανειακής προσέγγισης και υπενθυμίζει την απουσία άμεσης αντίδρασης ή καταγγελίας από την παραπονούμενη, καθώς και τη μακρόχρονη καθυστέρηση στην καταγγελία των κατ’ ισχυρισμόν αδικημάτων εναντίον της.

Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο με ευκρίνεια αλλά και με μεγάλη θα λέγαμε λεπτομέρεια, ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους έγινε πιστευτή η εκδοχή της παραπονούμενης. Κρίνεται δε ως ανακριβής ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η μαρτυρία της παρουσίαζε ασυνέπεια.  Στην απόφαση εξηγούνται και οι λόγοι της καθυστέρησης της καταγγελίας των αδικημάτων εναντίον της. Το δικαστήριο στηρίχτηκε ταυτόχρονα και στη μαρτυρία της Μ.Κ. 5 Τζεμιλέ Μουσταφά, ειδικής κλινικής ψυχολόγου, η οποία κατέθεσε ότι είναι δικαιολογημένο να περάσουν πέντε, δέκα ή ακόμα και είκοσι χρόνια πριν το πρόσωπο που βιώνει τέτοια εμπειρία να το αποκαλύψει, αν το αποκαλύψει καθόλου.

Η τραυματική και συγκλονιστική εμπειρία, όπως χαρακτηρίζεται από το δικαστήριο, της ομολογίας του εφεσείοντα ότι είχε ερωτικά αισθήματα για τη θυγατέρα του, συγκλόνισε την παραπονούμενη και την οδήγησε να αποκαλύψει στις 18.12.2008, παρουσία της μητέρας της, του αρραβωνιαστικού της και της αδελφής της, τη σεξουαλική κακοποίηση και τους βιασμούς που υπέστη. Αυτό δε που οδήγησε την παραπονούμενη να καταγγείλει τα συμβάντα στην αστυνομία μετά πάροδο επτά μηνών ήταν αφ’ ενός η πίεση της μητέρας της να μην το καταγγείλει και αφ’ ετέρου η ψυχολογική της κατάσταση, η ανετοιμότητά της στο να αποκαλύψει σε εντελώς άγνωστά της πρόσωπα, όπως είναι οι αστυνομικοί, τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια, καθώς και ιδιαίτερες πτυχές της προσωπικής της ζωής.

Το περιεχόμενο της κατάθεσής της (τεκμήριο 7), έγινε πλήρως αποδεκτό από το δικαστήριο το οποίο επίσης κατέληξε στη διαπί[*552]στωση ότι η παραπονούμενη σε ηλικία πεντέμιση ετών υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον εφεσείοντα. Αυτό συνέχισε να γίνεται και τα επόμενα χρόνια μέχρις ότου, όταν βρισκόταν στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου το 2003, σε ηλικία δωδεκάμιση ετών βιάστηκε από τον εφεσείοντα. Παρά τις προσπάθειες της παραπονούμενης να τον αποφεύγει και να μη μένει μόνη στο σπίτι μαζί του, δύο περίπου εβδομάδες αργότερα επανέλαβε το βιασμό, ενώ για τρίτη φορά την βίασε ξανά, ύστερα από άλλες δύο εβδομάδες. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούμε με λεπτομέρειες στα συμβάντα, τα οποία, ούτως ή άλλως, περιέχονται στην πρωτόδικη απόφαση.

Η προσπάθεια του εφεσείοντα να επιρρίψει ταπεινά κίνητρα στην παραπονούμενη με το να προσπαθήσει να δείξει ότι η καταγγελία έγινε με σκοπό την απόκτηση των μετοχών της οικογενειακής εταιρείας, δεν είχε αποτέλεσμα. Τα διάφορα επιχειρήματα έχουν απαντηθεί τόσο στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και στην αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη. Για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι η παραπονούμενη ρωτούσε αστυνομικό που είχε αναμειχθεί στην υπόθεση για τις μετοχές, αναφορά η οποία έγινε από τον εφεσείοντα στην προσπάθειά του να δείξει ότι άλλα ήταν τα κίνητρα της παραπονούμενης κατέληξε, ύστερα από έρευνα του σχετικού πρακτικού, να φανεί ότι η παραπονούμενη ρώτησε το συγκεκριμένο αστυνομικό πώς να απαλλαγεί από τις μετοχές που ήταν εγγεγραμμένες επ’ ονόματί της και όχι πώς να αποκτήσει τις υπόλοιπες.

Εκείνο που έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση είναι η εξιστόρηση των γεγονότων και όχι η προσπάθεια σπίλωσης της παραπονούμενης με υπαινιγμούς για πράγματα που έγιναν ακόμα και μετά την καταγγελία της υπόθεσης. Το δικαστήριο δέχτηκε ως εντελώς αξιόπιστη τόσο τη μαρτυρία της, όσο και αυτή του αρραβωνιαστικού της, ενώ δεν είναι άσχετο και το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν αντεξετάστηκε καθόλου επί των πλέον σοβαρών και ενδιαφερόντων σημείων της μαρτυρίας της. Οι όποιες ασήμαντες ασυνέπειες, τόσο στη μαρτυρία της, όσο και στη μαρτυρία του αρραβωνιαστικού της, κρίθηκαν από το δικαστήριο ως ενισχύουσες την αξιοπιστία τους. Ως προς δε το επιχείρημα για έλλειψη μαρτυρίας για το χρονικό σημείο ρήξης του παρθενικού υμένα της παραπονούμενης, μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι δεν είναι ορθή η προσέγγιση ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν ενισχύεται από άλλη μαρτυρία. Αντίθετα, η μαρτυρία της ενισχύεται από την κατάθεση του αρραβωνιαστικού της, του οποίου η εκδοχή, ως [*553]προς τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποκάλυψη των συμβάντων από την παραπονούμενη κατά τη διάρκεια του οικογενειακού καυγά έγινε απόλυτα αποδεκτή. Έγινε δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εφεσείων όταν κατηγορήθηκε ανοικτά από την παραπονούμενη για τις πράξεις του, τις παραδέχτηκε ζητώντας συγγνώμη. Σημειώνεται ακόμα και το γεγονός ότι στην παραπονούμενη δεν ετέθη κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής της, ούτε και η βασική υποβολή ότι όσα είχε διηγηθεί δεν ήταν αλήθεια.

Ως προς την καθυστέρηση στην καταγγελία των αδικημάτων, εκτός από τη μαρτυρία της Μ.Κ. 5 Τζεμιλέ Μουσταφά, μπορεί να γίνει αναφορά στην υπόθεση Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, όπου το δικαστήριο σε παρόμοια υπόθεση σημειώνει ότι οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθιά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφ’ όσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους (βλέπε ακόμα Andrew Ashworth Principles of Criminal Law, 3η έκδοση, σελ. 368-372).

Ο εφεσείων υποστηρίζει περαιτέρω (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε το λάθος να αποτιμήσει εσφαλμένα τη μαρτυρία της υπεράσπισης. Ειδικότερα αναφέρει ότι άνκαι το δικαστήριο αποδέχεται στην ολότητά της τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης 3, 4, 5 και 7, εντούτοις απέτυχε να προσδώσει σ’ αυτή την πρέπουσα ή δέουσα σημασία.

Παραπονείται περαιτέρω ότι κατά ένα τρόπο παράδοξο, όπως τον χαρακτηρίζει, το δικαστήριο εξέλαβε ότι είχε εξασθενήσει η βαρύτητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως κατηγορουμένου, έναντι της μαρτυρίας της παραπονούμενης, γιατί η παραπονούμενη δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο ο εφεσείων είχε προβεί στις πράξεις  τις οποίες του καταλόγιζε η παραπονούμενη. Τέλος παραπονείται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3 δικηγόρου του εφεσείοντα και της εταιρείας του, αυτή εξαντλήθηκε σε αναφορά σε επίσκεψη των γονιών της παραπονούμενης μετά το περιστατικό της 18.12.2008, όπου του δόθηκαν οδηγίες να προχωρήσει στην αλλαγή του καταστατικού και μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, λόγω φόβων που είχαν εκφράσει αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις της παραπονούμενης για έλεγχο [*554]της οικογενειακής επιχείρησης.

Η μαρτυρία του Μ.Υ. 4 Λοΐζου Βασιλείου, Γραμματέα και Διευθυντή της Σ.Π.Ε. Ιδαλίου εξαντλείται σε περιστατικό κατά το οποίο η παραπονούμενη και ο αρραβωνιαστικός της προσπάθησαν να εξαργυρώσουν επιταγή που είχαν στην κατοχή τους, ενώ ο Μ.Υ. 5 Χριστόδουλος Ηλία, κατέθεσε ότι το Δεκέμβριο του 2008, η παραπονούμενη παρουσιάστηκε σε δύο περιπτώσεις στο ταμείο για να προβεί σε ανάληψη ποσού €750 και €1.730.

Ο Μ.Υ. 7 Κώστας Κόμπος, οικονομικός διευθυντής σε εταιρεία που διαθέτει υπεραγορά, περιέγραψε περιστατικό κατά το οποίο στις 19.12.2008, η παραπονούμενη με τον αρραβωνιαστικό της επισκέφθηκαν το κατάστημά του και παρέλαβαν επιταγή της εταιρείας.

Με όλο το σεβασμό δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο αυτές οι μαρτυρίες επιδρούν επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Ακόμα κι’ αν υποθέσουμε ότι η παραπονούμενη προσπάθησε να εισπράξει κάποια χρήματα μετά την καταγγελία των γεγονότων στις 18.12.2008, αυτό δεν σημαίνει ότι η εκδοχή της είναι και αναληθής. Ούτε και αποδεικνύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι σκοπός της ήταν ο έλεγχος της οικογενειακής εταιρείας. Δεν βλέπουμε πώς η παραπονούμενη, εν πάση περιπτώσει, με συγκεκριμένο αριθμό μετοχών, που δεν της έδιναν την πλειοψηφία, μπορούσε να επηρεάσει τον έλεγχο ή το μέλλον της οικογενειακής εταιρείας.

Όπως είπαμε και προηγουμένως, ασφαλώς και έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία παρέλειψε να αντεξετάσει την παραπονούμενη ως προς τα συμβάντα στα οποία βασίζεται η καταγγελία της. Ο ισχυρισμός ότι η αντεξέταση δεν έγινε γιατί τέτοια γεγονότα δεν έλαβαν ποτέ χώρα, δεν αντέχει ούτε στην πιο απλοϊκή λογική. Ασφαλώς και, ιδιαίτερα μάλιστα, θα λέγαμε, στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υπόβαθρου στην καταγγελία, αν επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες. Ως προς δε την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Υ. 2 και Μ.Υ. 6 το δικαστήριο παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, όπως δε είναι γνωστό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός αν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες βέβαια ελλείπουν στην παρούσα υπόθεση.

[*555]Ως προς την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας που εγείρεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η εκδοχή της παραπονούμενης ενισχύεται και από άλλη μαρτυρία, όπως είναι αυτή του αρραβωνιαστικού της. Εξ άλλου δεν είναι απόλυτα απαραίτητη η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, ούτως ώστε, όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ελλείψει αυτής να αθωωνόταν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του περί των κινδύνων που υποβόσκουν σε τέτοιες περιπτώσεις, στην αποδοχή μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση. Σημείωσε όμως ότι η παραπονούμενη έκαμε εξαιρετικά θετική εντύπωση και ύστερα από συνεχείς και έντονες αυτοπροειδοποιήσεις, κατέληξε ότι η ποιότητα, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της ήταν τέτοια που μπορούσε με βεβαιότητα να βασιστεί με απόλυτη ασφάλεια σ’ αυτήν, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης. Η παραπονούμενη δεν είχε κανένα λόγο, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, να προβεί στην καταγγελία της, ενώ η υποβολή της υπεράσπισης περί οικονομικών κινήτρων, καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία της ίδιας και του αρραβωνιαστικού της οι οποίοι αντεξεταζόμενοι ανέφεραν ότι δεν επιθυμούν να έχουν καμιά σχέση με τις μετοχές της εταιρείας.  Το δικαστήριο καταλήγει ότι η εκδοχή της παραπονούμενης, εν όψει και της παράλειψης βέβαια της υπεράσπισης να αντεξετάσει επί των ισχυρισμών της παραπονούμενης, παρέμεινε εντελώς αναντίλεκτη.

Εν όψει των πιο πάνω η παρούσα έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο