(2011) 2 ΑΑΔ 562
[*562]28 Δεκεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΑ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 54/2011)
Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ― Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης τριών ετών ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει και απόρριψη εισήγησης περί έκδηλα υπερβολικής ποινής ― Σε τέτοιου είδους αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή ― Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι η επικίνδυνη οδήγηση στοιχίζει πόρους και ζωές.
Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Επιμέτρηση ποινής ― Ποιοι οι νομολογιακά καθορισμένοι επιβαρυντικοί παράγοντες και ποιοι οι μετριαστικοί ― Η μεταμέλεια δεν μπορεί να καταντά μόνο λεκτική, πρέπει να είναι έμπρακτη ― Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας σε συνάρτηση με τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου σχετικά με την κοινωνική μάστιγα των θανατηφόρων ατυχημάτων και την επικρατούσα κατάσταση που επηρεάζει τόσο την επιλογή του είδους της ποινής, όσο και το ύψος της.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά του ύψους της ποινής φυλάκισης τριών χρόνων που του επεβλήθη αφού εκρίθη ένοχος στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. [*563]154, καθώς και στην κατηγορία για οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική ποινή και άγγιζε τα υψηλότερα όρια της νομολογίας.
β) Δεν λήφθησαν υπ’ όψιν οι μετριαστικοί παράγοντες που τέθηκαν υπ’ όψιν του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ως ελαφρυντικούς παράγοντες ο συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε μεταξύ άλλων τη μεταμέλειά του, αλλά και τη γενική επίδραση που είχε στη ψυχολογική του κατάσταση ο θάνατος του φίλου του.
γ) Το δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε περιορισμένη βαρύτητα στα ψυχολογικά προβλήματα και τη ψυχική ταλαιπωρία του εφεσείοντα συνεπεία του δυστυχήματος.
δ) Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι υπήρξε κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη συμπεριφορά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν ορθή η σύγκριση στην οποία προέβη ο συνήγορος του εφεσείοντα με συγκεκριμένες υποθέσεις για να δείξει ότι το δικαστήριο έσφαλε στην επιμέτρηση της ποινής.
2. Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήγει ότι συγκεκριμένη επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική, δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκην ότι δημιουργεί οποιαδήποτε οδηγία ή κατεύθυνση για το ύψος των ποινών εν γένει. Συνήθως κρίνεται αν συγκεκριμένη ποινή είναι ή όχι υπερβολική υπό τις περιστάσεις. Η νομολογία παρέχει κάποια καθοδήγηση ως προς το ύψος της ποινής, αλλά κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά.
3. Ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση αμφισβήτησε την κατηγορία για να βρεθεί τελικά ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία. Κατά την πρωτόδικη διαδικασία αμφισβητήθηκε μάλιστα από τον τότε δικηγόρο του και το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου. Η μεταμέλεια δεν μπορεί να καταντά μόνο λεκτική, πρέπει να είναι έμπρακτη.
4. Ούτε η κοινωνική προσφορά που ελήφθη υπ’ όψιν σε άλλη υπόθεση όπου ο εφεσείων ήταν δότης αιμοπεταλίων, μπορούσε να συ[*564]γκριθεί στην παρούσα υπόθεση με τη γενικόλογη αναφορά που έγινε από την υπεράσπιση για την εργατικότητα και συνεισφορά του εφεσείοντα στα κοινά της κοινότητας.
5. Η αρνητική επίδραση που το συμβάν είχε στη ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα φαίνεται να απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Σχολιάστηκε ακόμα και το γεγονός ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν είχαν εκδοθεί προ δύο περίπου ετών και συνεπώς δεν μαρτυρούσαν για την υφιστάμενη κατάσταση της ψυχικής του υγείας.
6. Το νεαρό της ηλικίας σίγουρα δεν μπορούσε να ενεργήσει όπως σε άλλες περιπτώσεις. Η παρούσα υπόθεση περιείχε έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας στην ασφάλεια άλλων προσώπων. Ο εφεσείων είχε ο ίδιος αντιληφθεί σε ποιο βαθμό τελούσε υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών και παρ’ όλα αυτά επέλεξε να οδηγήσει, αλλά και να μεταφέρει και άλλα πρόσωπα.
7. Η καθυστέρηση στην καταχώρηση και ο χρόνος που παρήλθε για την ολοκλήρωση της υπόθεσης, μιας πάρα πολύ σοβαρής υπόθεσης, δεν ήταν τέτοιος που να επηρέαζε το είδος ή και το ύψος της ποινής. Η υπόθεση εκδικάστηκε μέσα σε λογικά, υπό τις περιστάσεις, όρια, ενώ δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι ο εφεσείων επηρεάστηκε αρνητικά από την καθυστέρηση αυτή.
Παρατήρηση Εφετείου:
«Τα θανατηφόρα ατυχήματα έχουν καταστεί κοινωνική μάστιγα, γεγονός που έχει επανειλημμένα επισημανθεί από τα δικαστήρια. Η επικρατούσα κατάσταση επηρεάζει τόσο την επιλογή του είδους της ποινής, όσο και το ύψος της. Τα δικαστήρια ασφαλώς και δεν μπορούν να αδιαφορούν μπροστά στο φαινόμενο αυτό. Ατυχήματα όπως αυτό της παρούσας υπόθεσης μπορούν εύκολα να αποφεύγονται αν επιδεικνύεται η ελάχιστη σωφροσύνη και επιμέλεια».
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 242,
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 460,
R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353,
[*565]Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331,
Παμπακάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487,
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,
Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπαπέτρου-Φούρναρη, πρ. Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14279/09), ημερομηνίας 10/2/11.
Μ. Γ. Πικής, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς και στην κατηγορία για οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών και της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος έχοντας στο αίμα του 157 χιλιοστά αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, αντί του καθορισθέντος, τότε, ορίου των 50 χιλιοστών. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για την πρώτη κατηγορία και ποινή προστίμου €450 για την τρίτη. Στη δεύτερη κατηγορία δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή. Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται το ύψος της ποινής φυλάκισης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά. Στις 19.8.2008 ο κατηγορούμενος ύστερα από κατανάλωση οινοπνεύματος σε φεστιβάλ στο χωριό Σίμου οδήγησε το αυτοκίνητό του, με τον πατέρα του στην μπροστινή θέση και τον Χάρη Χαραλαμπίδη επιβάτη στο πίσω κάθισμα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο πατέρας του, του [*566]ζήτησε να σταματήσει για φυσική του ανάγκη. Όταν ο πατέρας του κατέβηκε από το αυτοκίνητο αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα να θέτει σε κίνηση το όχημά του. Σε απόσταση 500 περίπου μέτρων έγινε το δυστύχημα. Όταν ο πατέρας του πλησίασε στη σκηνή είδε τον εφεσείοντα εκτός του αυτοκινήτου τραυματισμένο, ενώ ο Χάρης Χαραλαμπίδης παρέμεινε εγκλωβισμένος. Ανασύρθηκε αναίσθητος από νοσηλευτικούς λειτουργούς που έφτασαν στη σκηνή από το Νοσοκομείο της Πόλης Χρυσοχούς. Είχε παραμορφωμένο πρόσωπο, κατάγματα στα χέρια και ανοικτό κάταγμα του κρανίου. Τελικά εξέπνευσε.
Στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και επέβαλε έκδηλα υπερβολική ποινή, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η επιβληθείσα ποινή αγγίζει τα υψηλότερα όρια της νομολογίας και δεν έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι μετριαστικοί παράγοντες που τέθηκαν υπ’ όψιν του πρωτόδικου δικαστηρίου. Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε περιορισμένη βαρύτητα στα ψυχολογικά προβλήματα και την ψυχική ταλαιπωρία του εφεσείοντα συνεπεία του δυστυχήματος. Ακόμα ως προς το ύψος της ποινής άντλησε καθοδήγηση από συγκεκριμένες υποθέσεις (Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 242 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 460) τις οποίες όμως διαφοροποίησε. Κι’ αυτό θεωρώντας ότι η παρούσα υπόθεση ήταν σοβαρότερη γιατί στην υπόθεση Σάββα υπήρξε άμεση παραδοχή του κατηγορουμένου, η οποία δείχνει την έμπρακτη μεταμέλεια και ειλικρινή συγγνώμη του προς την οικογένεια του θύματος, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν πρόσωπο με κοινωνική προσφορά, ενώ στην Κωνσταντίνου επειδή ο εφεσείων εκεί δεν είχε επιδείξει κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη οδική συμπεριφορά.
Σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, στη Σάββα, η οποία επίσης αφορούσε πρόκληση θανάτου από οδηγό ο οποίος τελούσε υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, ο εφεσείων δεν ήταν άτομο νεαρής ηλικίας, ούτε υπήρξε καθυστέρηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και την επιβολή ποινής, ενώ το θύμα, αντίθετα με την παρούσα υπόθεση, είχε εγκαταλειφθεί στη σκηνή του δυστυχήματος. Περαιτέρω το θύμα δεν ήταν φίλος του εφεσείοντα. Όσον δε αφορά την προσφορά του ως δότη αιμοπεταλίων, η οποία προσμέτρησε ως μετριαστικός παράγοντας στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, κατ’ αναλογία έχουμε τη θετική συμπεριφορά του εφεσείοντα μετά το δυστύχημα, την εργατικότητα και συνεισφορά του στα κοινά, καθώς και την προσπάθεια συνεισφοράς [*567]του μέσα από την εργασία του στην εξόφληση χρέους του πατέρα του ο οποίος είναι άνεργος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναλύοντας την υπόθεση Κωνσταντίνου, ανωτέρω, επεσήμανε ότι η υπόθεση δεν αφορούσε την επιβολή ποινής σε άτομο νεαρής ηλικίας, ούτε υπήρξε καθυστέρηση από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής. Τόνισε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ανέφερε ότι στην υπόθεση Κωνσταντίνου δεν υπήρξε κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη συμπεριφορά, διαπίστωση η οποία προσβάλλεται ως εσφαλμένη, αφού το γεγονός ότι ο εφεσείων σταμάτησε το αυτοκίνητο και συνέχισε στη συνέχεια την πορεία του δεν συνιστά κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη συμπεριφορά η οποία μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν ως επιβαρυντικό στοιχείο.
Στην υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, παρατίθενται ενδεικτικά κάποιοι επιβαρυντικοί και κάποιοι ελαφρυντικοί παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά την επιβολή ποινής σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου λόγω απερίσκεπτης οδήγησης. Ως επιβαρυντικοί παράγοντες αναφέρονται, επί παραδείγματι, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από τους επιβάτες του και η επί μακρόν επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η αδιαφορία σε φώτα τροχαίας και το προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων από τη λανθασμένη πλευρά. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ταυτόχρονη διάπραξη άλλων αδικημάτων (όπως για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια). Επιβαρυντικός παράγων είναι επίσης η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για οδικά αδικήματα, το κατά πόσο περισσότερα από ένα πρόσωπα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης, αν ο κατηγορούμενος παρέλειψε να σταματήσει στη σκηνή ή αν διέπραξε το αδίκημα στην προσπάθειά του να αποφύγει έλεγχο ή σύλληψη.
Ως ελαφρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης (error of judgment), το λευκό οδικό μητρώο, ο καλός χαρακτήρας, η παραδοχή κατά τη δίκη και η ειλικρινής μεταμέλεια. Ελαφρυντικό είναι επίσης και το κατά πόσο το θύμα είναι στενός φίλος ή συγγενής του οδηγού και το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατός του στον οδηγό.
Στην ίδια υπόθεση τονίζεται ότι όπου υπάρχουν ένας ή περισσότεροι επιβαρυντικοί παράγοντες, γενικά η ποινή φυλάκισης εί[*568]ναι η πλέον κατάλληλη, και σε μια επιβαρυμένη υπόθεση ως προς τον τρόπο οδήγησης, όπως για παράδειγμα η ανταγωνιστική οδήγηση σε δημόσιο υπεραστικό δρόμο ή η αμελής οδήγηση μετά την κατανάλωση αλκοόλης, ποινή δύο ή περισσότερων χρόνων φυλάκισης και μεγάλη περίοδος στέρησης αδείας (μεταξύ επτά έως δέκα ετών) θα πρέπει να επιβάλλεται.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331, σε τέτοιου είδους αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει πόρους και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ’ όψιν (Παμπακάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491).
Ακόμα, στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 στην οποία έγινε αναφορά και στην υπόθεση R. v. Boswell, ανωτέρω, επαναλήφθηκε ότι τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό της ποινής σε τέτοιες υποθέσεις, σχετίζονται μεταξύ άλλων, με την υφή της αμέλειας που προκάλεσε το θάνατο, αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ’ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε κατ’ αρχήν ότι δεν συμφωνούμε με τη σύγκριση στην οποία προβαίνει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα με συγκεκριμένες υποθέσεις για να δείξει ότι το δικαστήριο έσφαλε στην επιμέτρηση της ποινής. Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήγει ότι συγκεκριμένη επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική, δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκην ότι δημιουργεί οποιαδήποτε οδηγία ή κατεύθυνση για το ύψος των ποινών εν γένει. Συνήθως κρίνεται αν συγκεκριμένη ποινή είναι ή όχι υπερβολική υπό τις περιστάσεις. Η νομολογία παρέχει κάποια καθοδήγηση ως προς το ύψος της ποινής, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά.
Ως ελαφρυντικούς παράγοντες ο συνήγορος του εφεσείοντα [*569]επικαλέστηκε τη μεταμέλειά του, αλλά και τη γενική επίδραση που είχε στη ψυχολογική του κατάσταση ο θάνατος του φίλου του.
Για τη μεταμέλεια θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι, με δεδομένο το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να υπερασπίσει τον εαυτό του, ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση αμφισβήτησε την κατηγορία για να βρεθεί τελικά ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία. Κατά την πρωτόδικη διαδικασία αμφισβητήθηκε μάλιστα από τον τότε δικηγόρο του και το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου. Η μεταμέλεια δεν μπορεί να καταντά μόνο λεκτική, πρέπει να είναι έμπρακτη.
Ούτε η κοινωνική προσφορά που ελήφθη υπ’ όψιν στην υπόθεση Σάββα ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, όπου ο εφεσείων ήταν δότης αιμοπεταλίων μπορεί να συγκριθεί με τη γενικόλογη αναφορά που έγινε για την εργατικότητα και συνεισφορά του εφεσείοντα στα κοινά της κοινότητας.
Η αρνητική επίδραση που το συμβάν είχε στη ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα φαίνεται να απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Σχολιάστηκε ακόμα και το γεγονός ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν είχαν εκδοθεί προ δύο περίπου ετών και συνεπώς δεν μαρτυρούσαν για την υφιστάμενη κατάσταση της ψυχικής του υγείας.
Το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου μπορεί, γενικά, να ληφθεί υπ’ όψιν ως ελαφρυντικός παράγων. Όμως σε παρόμοιας φύσης αδικήματα έχουμε τη γνώμη ότι το νεαρό της ηλικίας σίγουρα δεν μπορεί να ενεργήσει έτσι. Ιδιαίτερα, εν όψει του γεγονότος ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα στον τόπο μας έχουν πολλαπλασιαστεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια. Ακριβώς είναι τα άτομα νεαρής ηλικίας που θα πρέπει να συνετιστούν και οι αυστηρές ποινές μπορούν να συμβάλουν προς το σκοπό αυτό.
Μπορεί το γεγονός ότι ο εφεσείων σταμάτησε το αυτοκίνητο για να το ξεκινήσει αμέσως μετά, να μην μπορεί, αυστηρά ομιλούντες, να θεωρηθεί ως κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη συμπεριφορά, που μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν ως επιβαρυντικό στοιχείο, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να μείνει και εντελώς χωρίς επισήμανση. Ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να ξανασκεφτεί την πράξη του και να μην επιχειρήσει να οδηγήσει ξανά το όχημα του, για να καταλήξει 500 μέτρα αργότερα σε τραγωδία.
Τα θανατηφόρα ατυχήματα έχουν καταστεί κοινωνική μάστιγα, [*570]γεγονός που έχει επανειλημμένα επισημανθεί από τα δικαστήρια. Η επικρατούσα κατάσταση επηρεάζει τόσο την επιλογή του είδους της ποινής, όσο και το ύψος της (Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232, 238). Τα δικαστήρια ασφαλώς και δεν μπορούν να αδιαφορούν μπροστά στο φαινόμενο αυτό. Ατυχήματα όπως αυτό της παρούσας υπόθεσης μπορούν εύκολα να αποφεύγονται αν επιδεικνύεται η ελάχιστη σωφροσύνη και επιμέλεια. Η παρούσα υπόθεση περιέχει έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας στην ασφάλεια άλλων προσώπων. Ο εφεσείων είχε ο ίδιος αντιληφθεί σε ποιο βαθμό τελούσε υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών και παρ’ όλα αυτά επέλεξε να οδηγήσει, αλλά και να μεταφέρει και άλλα πρόσωπα.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει επί του χρονικού διαστήματος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Το αδίκημα διαπράχθηκε στις 19.8.2008 και η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 5.10.2009 για να ολοκληρωθεί στις 21.1.2011. Η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 29.7.2009 και η κατηγορούσα αρχή δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τους λόγους της καθυστέρησης μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης της υπόθεσης για έντεκα περίπου μήνες. Όμως, η καθυστέρηση στην καταχώρηση και ο χρόνος που παρήλθε για την ολοκλήρωση της υπόθεσης, μιας πάρα πολύ σοβαρής υπόθεσης, δεν είναι τέτοιος που να επηρεάσει το είδος ή και το ύψος της ποινής. Η υπόθεση εκδικάστηκε μέσα σε λογικά, υπό τις περιστάσεις, όρια, ενώ δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι ο εφεσείων επηρεάστηκε αρνητικά από την καθυστέρηση αυτή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο