Πατατάρης Χριστάκης Πέτρου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 46

(2012) 2 ΑΑΔ 46

[*46]7 Φεβρουαρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΤΑΤΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 30/2012)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη λόγω κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων ― Η έκδοση νέου διατάγματος κράτησης, μετά το εφεσιβληθέν, σε συνδυασμό με την παράλειψη του εφεσείοντα να το εφεσιβάλει, κατέστησε την έφεση άνευ αντικειμένου.

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη λόγω κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων ― Πρωτεύουσα θέση μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται εισήγηση για ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης στο μέλλον αδικημάτων από τον αδικοπραγούντα, κατέχει το ποινικό μητρώο του τελευταίου.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με έφεση το τέταρτο κατά σειρά διάταγμα Επαρχιακού Δικαστηρίου με το οποίο διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι την ημερομηνία που ορίστηκε η δίκη για τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, έκανε δεκτή τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι σε περίπτωση που ο εφεσείων αφηνόταν ελεύθερος, υπήρχε ο κίνδυνος να διαπράξει άλλα αδικήματα.

Το παράπονο του εφεσείοντα, ο οποίος χειρίστηκε χωρίς δικηγόρο την υπόθεση του, επικεντρώθηκε σε ζητήματα ίσης μεταχείρισης και υιοθέτησης της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Πέραν από το γεγονός ότι οι αναφορές του εφεσείοντα σε υποθέσεις επαρχιακών δικαστηρίων που είχε επικαλεστεί ήταν τόσο γενικές και αόριστες που δεν κατέστη δυνατό, παρά τις προσπάθειες που κατε[*47]βλήθησαν να εντοπιστούν, η κάθε περίπτωση κρίνεται, σύμφωνα με τις πάγιες αρχές της νομολογίας, αποκλειστικά  στη βάση των δικών της περιστατικών και γεγονότων. Η θέση/εισήγηση του εφεσείοντα περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή.

2. Η έκδοση στις 30/1/2012  νέου διατάγματος κράτησης που ακολούθησε του εφεσιβληθέντος διατάγματος, σε συνδυασμό με την παράλειψη του εφεσείοντα να το εφεσιβάλει, κατέστησε την  έφεση άνευ αντικειμένου και ως τέτοια, υποκείμενη σε απόρριψη.

3. Παρά την πιο πάνω κατάληξη, η πιθανολόγηση διάπραξης νέου αδικήματος αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του αδικοπραγούντα στο μέλλον. Στο υλικό αυτό συγκαταλέγεται και το ιστορικό του αδικοπραγούντα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από το ποινικό του μητρώο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ο εφεσείων βαρυνόταν με δύο προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες αφορούσαν, η μια φυλάκιση 10 χρόνων για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας και η άλλη χρηματική ποινή προστίμου €600 για μεταφορά επιθετικού όπλου. Καμιά από τις εν λόγω δύο προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες  ήταν σχετικά πρόσφατες, δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ξενοφώντος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 26,

Ιωάννου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495,

Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,

Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 503.

Έφεση κατά του Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λάρμου-Παπαδήμα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 23703/11), ημερομηνίας 11/1/12.

Ο Εφεσείων παρών αυτοπροσώπως.

Α. Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*48]ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 11/1/2012, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τις 30/1/2012, ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση. Του συγκεκριμένου διατάγματος είχαν προηγηθεί τρία άλλα παρόμοια διατάγματα, τα οποία όμως δεν εφεσιβλήθηκαν. Να σημειωθεί ότι από τα εν λόγω τρία διατάγματα, τα δύο τελευταία εκδόθηκαν χωρίς ένσταση από πλευράς του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα:

Στις 19/12/2011 ο εφεσείων κατηγορήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και δεν παραδέχθηκε ενοχή σε καμιά από τις 13 κατηγορίες, αντικείμενο του κατηγορητηρίου. Πρόκειται για τέσσερις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007, μια κατηγορία για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Αρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, μια κατηγορία για σκληρή και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί της Συμβάσεως κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας Κυρωτικού Νόμου 235/1990, μια κατηγορία για οπλοφορία προς διέγερση τρόμου κατά παράβαση του Αρθρου 80 του Ποινικού Κώδικα, μια κατηγορία για μεταφορά μάχαιρας απολήγουσας σε αιχμηρό άκρο εκτός της οικίας ή του περιβόλου της, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, μια κατηγορία για απειλή βιαιοπραγίας κατά παράβαση του Αρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, μια κατηγορία για απαγωγή κατά παράβαση του Αρθρου 148 του ίδιου Κώδικα, μια κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του Αρθρου 151 του Κεφ. 154, μια κατηγορία για επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Αρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα και τέλος, μια κατηγορία για πρόκληση κακόβουλης ζημιάς σε ξένη περιουσία κατά παράβαση του σχετικού άρθρου του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, όλα τα αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί εναντίον συγκεκριμένης αλλοδαπής.

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας που έλαβε χώρα ως αποτέλεσμα ένστασης που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, κάμνοντας δεκτή τη θέση της Κατηγορούσας [*49]Αρχής ότι σε περίπτωση που ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος υπάρχει ο κίνδυνος να διαπράξει άλλα αδικήματα, διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του που ορίστηκε 28/12/2011. Κατά τον εν λόγω χρόνο, τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες της επιφύλαξης του Αρθρου 48 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, σύμφωνα με τις οποίες σε περιπτώσεις συνοπτικής διαδικασίας, όπως είναι και η περίπτωση του εφεσείοντα, η περίοδος κράτησης του δεν πρέπει να υπερβαίνει τις οκτώ μέρες κάθε φορά.

Στις 28/12/2011 η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 5/1/2012, κατόπιν που σχετικό αίτημα του συνηγόρου του εφεσείοντα για αναβολή της υπόθεσης εγκρίθηκε. Η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του διατάχθηκε εκ νέου, χωρίς ένσταση αυτή τη φορά από την πλευρά του τελευταίου. Στις 5/1/2012 και πάλι κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου του εφεσείοντα, η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 10/1/2012. Χωρίς ένσταση διετάχθη επίσης όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση.

Στις 10/1/2012 ως αποτέλεσμα νέου αιτήματος της υπεράσπισης, η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 30/1/2012. Παράλληλα, και παρά την ένσταση που αυτή τη φορά πρόβαλε η υπεράσπιση για συνέχιση της κράτησης του εφεσείοντα, το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του τελευταίου μέχρι τη νέα ημερομηνία. Αυτή είναι και η απόφαση της οποίας την ορθότητα ο εφεσείων αμφισβητεί με την παρούσα έφεση. Σ’ αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι ενόψει των θέσεων του εφεσείοντα, δώσαμε οδηγίες για ετοιμασία των σχετικών πρακτικών. Εκ παραδρομής μαζί με τα πρακτικά προωθήθηκε στο Εφετείο και ο φάκελος της υπόθεσης, πράγμα που για πρώτη φορά διαπιστώθηκε στις 31/1/2012, κατά την ακρόαση της έφεσης. Ως αποτέλεσμα, η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε εκ νέου από το Επαρχιακό Δικαστήριο για τις 17/2/2012. Παράλληλα, διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα. Εναντίον του νέου αυτού διατάγματος, δεν ασκήθηκε έφεση.

Το παράπονο του εφεσείοντα, ο οποίος να σημειωθεί εμφανίζεται ενώπιόν μας χωρίς δικηγόρο, εστιάζεται στις πιο κάτω θέσεις:

(α) Το διάταγμα κράτησης του παραβιάζει την αρχή της ισότητας, όπως αυτή διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι σε δύο άλλες περιπτώσεις – η μια αφορούσε υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ενώ η άλλη του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου – σημειώ[*50]νουμε ότι ο εφεσείων αδυνατούσε να εφοδιάσει το Εφετείο με περισσότερες λεπτομέρειες – το Επαρχιακό Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι τα αδικήματα, αντικείμενο του κατηγορητηρίου και στις δύο εκείνες υποθέσεις ήταν, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, πολύ πιο σοβαρά από τα αδικήματα που αυτός αντιμετωπίζει, οι εκεί κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με όρους.

(β) Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία υπάρχει ο κίνδυνος, αν αφεθεί ελεύθερος, να διαπράξει άλλα αδικήματα, είναι εσφαλμένη. Επί του προκειμένου ο εφεσείων περιορίστηκε να υιοθετήσει την ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του, την οποία και συνοψίζουμε.

Ως αποτέλεσμα της τελευταίας τροποποίησης του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της κατάργησης της προθεσμίας των οκτώ ημερών που η επιφύλαξη του Άρθρου 48 επέβαλλε, οι παράγοντες στη βάση των οποίων διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα επηρεάστηκαν ουσιωδώς, στοιχείο που δικαιολογούσε, σύμφωνα με το συνήγορο του τελευταίου, την αναθεώρηση του διατάγματος κράτησής του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε επίσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου που οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα, δεν εδραζόταν σε μαρτυρία, αλλά σε γενικές και αόριστες αναφορές.

Αναφορικά με την υπό στοιχείο (α) πιο πάνω θέση/εισήγηση του εφεσείοντα, πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι αναφορές του εφεσείοντα στις δύο περιπτώσεις που έχει επικαλεστεί ήταν τόσο γενικές και αόριστες που δεν κατέστη δυνατό, παρά τις προσπάθειες που καταβάλαμε να εντοπίσουμε τις υποθέσεις στις οποίες αφορούσαν, η κάθε περίπτωση κρίνεται, σύμφωνα με τις πάγιες αρχές της νομολογίας, αποκλειστικά στη βάση των δικών της περιστατικών και γεγονότων. Επομένως, η θέση/εισήγηση του εφεσείοντα περί παραβίασης της αρχής της ισότητας στην παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή και απορρίπτεται.

Αναφορικά με την υπό στοιχείο (β) θέση/εισήγηση του εφεσείοντα παρατηρούμε τα πιο κάτω.

Το πρωτόδικο δικαστήριο συμφώνησε μεν με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η τελευταία τροποποίηση του Κεφ. 155 (Νόμος 165(Ι)/2011), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23/12/2011, δηλαδή τρεις μόνο μέρες μετά την έκδοση του πρώτου [*51]διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του, επέφερε ουσιαστικές αλλαγές σε πολλά από τα άρθρα του Κεφ. 155 και ειδικότερα στο Άρθρο 48, απέρριψε όμως, ορθά κατά τη γνώμη μας, τη θέση ότι οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις δημιούργησαν νέα κατάσταση πραγμάτων αναφορικά με τα κριτήρια στη βάση των οποίων εξετάζεται αίτημα για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έτσι ώστε να επηρεάζεται ουσιαστικά και καθοριστικά η ισχύς του διατάγματος στη βάση του οποίου ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και την επί του προκειμένου σχετική επιχειρηματολογία του με το πιο κάτω σκεπτικό:

“Κατ’ αρχή θα πρέπει να λεχθεί ότι σήμερα το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την απόφαση του αυτή για το συγκεκριμένο ζήτημα ούτε να την ανατρέψει. Σε αντίθετη περίπτωση θα καθίστατο το ίδιο Εφετείο του εαυτού του. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η κράτηση του κατηγορούμενου διατάχθηκε όταν κρίθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων. Το στοιχείο τούτο κρίθηκε ότι υφίσταται όχι κατ’ επίκληση αόριστων αναφορών, αλλά συγκεκριμένων στοιχείων και συγκεκριμένα των δύο προηγούμενων καταδικών του κατηγορούμενου στις πιο πάνω υποθέσεις τις οποίες ο κατηγορούμενος όταν στις 19/12/2011 ηγέρθηκε το ζήτημα της κράτησης του δεν αμφισβήτησε και συνεπώς η προσκόμιση οποιασδήποτε μαρτυρίας ήταν αχρείαστη.”

Με δεδομένο τόσο το γεγονός ότι στις 30/1/2012, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, είχε διαταχθεί εκ νέου η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τις 17/2/2012 που η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση, όσο και το γεγονός ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφεσιβλήθηκε, θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα, κατά πόσο η παρούσα έφεση απώλεσε το αντικείμενο της, με αποτέλεσμα να υπόκειται σε απόρριψη. Θα πρέπει να πούμε ότι θέσαμε τον εν λόγω προβληματισμό μας ενώπιόν του εφεσείοντα, ο οποίος όμως επέλεξε να επιμένει στην έφεσή του.

Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε το Εφετείο σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στη Ξενοφώντος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 26. Σε εκείνη την υπόθεση, ο εφεσείων, ο οποίος με την έφεση που είχε καταχωρίσει αμφισβητούσε την ορθότητα του διατάγματος με το οποίο είχε αρχικά τεθεί υπό κράτηση, ενώ τελούσε υπό κράτηση παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και με [*52]διάταγμα του παραπέμποντος δικαστηρίου παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Το Εφετείο επισημαίνοντας το γεγονός ότι η κράτηση του εκεί εφεσείοντα, στην ουσία δεν τερματίστηκε αλλά συνέχισε και μετά την εκπνοή της περιόδου κράτησης του για την οποία παραπονείτο, διαφοροποιούσε ουσιωδώς την περίπτωση του από την υπόθεση Ιωάννου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της έφεσης του αφού κρίθηκε ότι αυτή είχε ουσιαστικά απωλέσει το αντικείμενο της.

Έχουμε την άποψη ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και στην υπόθεση Ξενοφώντος (πιο πάνω), η έκδοση του νέου διατάγματος κράτησης στις 30/1/2012, σε συνδυασμό με την παράλειψη του εφεσείοντα να το εφεσιβάλει, κατέστησε την παρούσα έφεση άνευ αντικειμένου και ως τέτοια, υποκείμενη σε απόρριψη.

Παρά την πιο πάνω κατάληξή μας, κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε και με το δεύτερο σκέλος της υπό στοιχείο (β) πιο πάνω θέσης του εφεσείοντα. Όπως έχει νομολογηθεί και σε σωρεία υποθέσεων επαναληφθεί, πρωτεύουσα θέση μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται εισήγηση για ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης στο μέλλον αδικημάτων από τον αδικοπραγούντα, κατέχει το ποινικό μητρώο του τελευταίου. Η πιθανολόγηση διάπραξης νέου αδικήματος αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του αδικοπραγούντα στο μέλλον, συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, με βάση το σύνολο του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του. Στο υλικό αυτό συγκαταλέγεται και το ιστορικό του αδικοπραγούντα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από το ποινικό του μητρώο. (Βλ. Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 503). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ο εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες αφορούν, η μια φυλάκιση 10 χρόνων για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας και η άλλη χρηματική ποινή προστίμου €600 για μεταφορά επιθετικού όπλου. Καμιά από τις εν λόγω δύο προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες να σημειωθεί ήταν σχετικά πρόσφατες, δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα.

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο