Χαραλάμπους Κύπρος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 53

(2012) 2 ΑΑΔ 53

[*53]20 Φεβρουαρίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 155/2010)

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Άρθρο 144, Κεφ. 154 ― Ποινή ― Βιασμοί με τη χορήγηση χαπιών στα ποτά των θυμάτων ― Μείωση ποινής οκταετούς φυλάκισης σε έξι έτη ― Εκρίθη ότι έπρεπε να διαφοροποιηθεί η περίπτωση από εκείνη της χρήσης βίας, έστω και αν ο τρόπος λειτουργίας του εφεσείοντα, είχε το ίδιο αποτέλεσμα της εξουδετέρωσης αντίστασης ― Προσμέτρηση του παράγοντα ότι επρόκειτο για δράστη ψυχικά ασθενή.

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Το Άρθρο 144, Κεφ. 154 δεν περιορίζει το βιασμό σε περιπτώσεις, όπως ρητά προνοεί, όπου η συναίνεση δίδεται «υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης» ― Η βασική προϋπόθεση του Άρθρου 144 είναι ότι η συνουσία γίνεται χωρίς τη συναίνεση.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε ποινές οκταετούς φυλάκισης για το βιασμό δύο γυναικών και σε ποινή δύο ετών για άσεμνη επίθεση με πρόκληση σωματικής βλάβης.

Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα είχε διαπράξει τους βιασμούς αφού έριξε συγκεκριμένα χάπια σε ποτό, χυμό ή καφέ που πρόσφερε στα θύματα που είχε καλέσει στο σπίτι του για καθαρισμό της οικίας του.

Τα θύματα κατά τη διάπραξη των βιασμών βρίσκονταν υπό την επήρεια του συνδυασμού χαπιών.

Κατά την ακρόαση αμφισβητήθηκε η θεληματικότητα της κατάθεσης του Εφεσείοντα, η οποία τελικώς έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ύστερα από τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης. Ο Εφεσείων περιορίσθη[*54]κε σε ανώμοτη δήλωση.

Το Κακουργιοδικείο απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των τριών γυναικών καθώς και την υπόλοιπη μαρτυρία και, επανεξετάζοντας την κατάθεση του Εφεσείοντα, βεβαίωσε την ορθότητά της με αναφορά σε πολλά στοιχεία της υπόλοιπης μαρτυρίας τα οποία κατέγραψε και σχολίασε. Ανεφέρθη δε περαιτέρω και στις άλλες ενοχοποιητικές προφορικές δηλώσεις του εφεσείοντα οι οποίες και δεν είχαν αμφισβητηθεί, καταγράφοντας και σχολιάζοντας τες.

Έκρινε περαιτέρω ότι ίσχυε ο κανόνας που αφορά μαρτυρία παρόμοιων γεγονότων (similar fact evidence), ως εκ των έντονων ομοιοτήτων των γεγονότων στα οποία αφορούσε η μαρτυρία των τριών γυναικών, τις οποίες και κατέγραψε, ώστε η μαρτυρία της κάθε μιας να συνιστούσε ενίσχυση της μαρτυρίας της κάθε άλλης.

Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης και της ποινής.

Υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

α)    Ήταν εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου για τη δεκτότητα της κατάθεσης του Εφεσείοντα αλλά και η τελική του απόφαση να βεβαιώσει την ορθότητα της κατάθεσης.

β)    Παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα στην πληροφόρηση σε σχέση με τη δυνατότητα επικοινωνίας με δικηγόρο.

γ) Ήταν λανθασμένη η κρίση επί της αξιοπιστίας των τριών γυναικών.

δ)    Δεν απεδείχθη η απουσία συναίνεσης ως προς το βιασμό.

ε) Δεν αξιολογήθηκε δεόντως το ότι δεν υπήρξε χρήση βίας και ουσιαστικά επρόκειτο περί ήπιας περίπτωσης βιασμού.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί λανθασμένη η απόφαση του Κακουργιοδικείου ως προς τη δεκτότητα της κατάθεσης. Η διαπίστωση του ότι κατά το σχετικό χρόνο ο Εφεσείων, παρά τη γενική ψυχική κατάστασή του και τη λήψη φαρμάκων εν τούτοις, ήταν φυσιολογικός και ουδόλως σε σύγχυση ή σε κατάσταση επηρεασμού της ελευθερίας της βούλησης του, ήταν ορθή. Ούτε και οι συνθήκες λήψης της κατάθεσης δικαιολογούσαν άλλη άποψη. Δεν υπήρχε πραγματικό υπόβαθρο για τη θέση του Εφεσείοντα.

[*55]2.        Ως προς την άλλη πτυχή της εισήγησης που αφορούσε στο δικαίωμα πληροφόρησης σε σχέση με τη δυνατότητα επικοινωνίας με δικηγόρο, ο Εφεσείων δεν ήταν υπό κράτηση, ώστε να μην ετίθετο θέμα εφαρμογής του Άρθρου 11.4 το οποίο αφορά στο δικαίωμα συλληφθέντος να πληροφορηθεί κατά το χρόνο της σύλληψής του ότι μπορεί να απευθυνθεί σε δικηγόρο.

3. Οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση της Αστυνομίας να πληροφορήσει μη συλληφθέντα ως προς τη δυνατότητα αυτή, θα εξαρτάτο από γενικότερες αρχές σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες συνθήκες.

4. Δεν δικαιολογείτο παρέμβαση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα σχόλια του Κακουργιοδικείου στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας και σε συνάρτηση με ανάλογες εισηγήσεις της Υπεράσπισης, έδειχναν ορθή προσέγγιση σε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας, σοβαρή και εμπεριστατωμένη ανάλυση και το εύλογο των συμπερασμάτων του.

5. Η εισήγηση του εφεσείοντα ότι δεν απεδείχθη η απουσία συναίνεσης ως προς το βιασμό, βασιζόμενη επίσης στους λόγους έφεσης 13 και 15, ότι η περίπτωση εντασσόταν στα πλαίσια του Άρθρου 159(γ) του Ποινικού Κώδικα, που αφορά στη χορήγηση φαρμάκου σε γυναίκα με σκοπό τη νάρκωση ώστε να δοθεί η δυνατότητα παράνομης συνουσίας με αυτή, αντί στα πλαίσια του βιασμού, ήταν προϊόν παρερμηνείας.

6. Το Άρθρο 144 δεν περιορίζει το βιασμό σε περιπτώσεις, όπως ρητά προνοεί, όπου η συναίνεση δίδεται «υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης», όπως εισηγείται ο Εφεσείων. Η βασική προϋπόθεση του Άρθρου 144 είναι ότι η συνουσία γίνεται χωρίς τη συναίνεση της παθούσας, και εδώ η χορήγηση των φαρμάκων - και οι επιπτώσεις τους που εξηγήθηκαν από τις τρεις γυναίκες – επέφερε ακριβώς την εξουδετέρωση της μη συναίνεσης ώστε σαφώς η συνουσία να ήταν χωρίς συναίνεση.

7. Το αν θα μπορούσαν να είχαν προσαφθεί και κατηγορίες δυνάμει του Άρθρου 159(γ) ήταν άλλο θέμα, η όποια εφαρμογή όμως του άρθρου εκείνου δεν αναιρούσε την κατάσταση ως προς το Άρθρο 144.

8. Η έφεση επί της καταδίκης δεν είχε έρεισμα και απορρίφθηκε.

9. Η έφεση κατά της ποινής είχε κάποιο έρεισμα. Ασφαλώς έπρεπε να διαφοροποιηθεί η περίπτωση από εκείνη της χρήσης βίας, έστω και αν ο τρόπος λειτουργίας του Εφεσείοντα είχε το ίδιο αποτέλεσμα της [*56]εξουδετέρωσης αντίστασης. Αλλά και η συνεργασία του Εφεσείοντα ήταν σημαντική όχι μόνο στην περαιτέρω διαλεύκανση των αδικημάτων αλλά και στην ίδια την απόδειξη τους, αφού τόσο η κατάθεση του όσο και οι άλλες ενοχοποιητικές δηλώσεις του συνέβαλαν τα μέγιστα στη διαπίστωση ενοχής. Η μετέπειτα άρνηση ενοχής, και αν μείωνε, δεν αναιρούσε τη σημασία της όλης αυτής συνεργασίας.

10.   Μπορεί να μην υπήρχε άμεση σχέση της ψυχικής του κατάστασης με τις πράξεις του, όμως η περίπτωση παραμένει ως περίπτωση ψυχικά ασθενούς ανθρώπου που εξ αρχής ανεγνώρισε το λάθος του και ζήτησε να βοηθηθεί. Και τέτοια συμπεριφορά όπως αποκαλύπτουν τα αδικήματα ασφαλώς δεν είναι συμπεριφορά φυσιολογική.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση κατά της ποινής επιτράπηκε και οι ποινές στις κατηγορίες 1 και 2 μειώθηκαν σε 6 έτη.

Έφεση κατά της Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Σταματίου, Π.Ε.Δ., Καουτζιάνη, Α.Ε.Δ., Αμπίζα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 25476/09), ημερομηνίας 14/10/10.

M. Κυπριανού με Σταυρή (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων εκρίθη ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε τέσσερις κατηγορίες. Η μία αφορούσε το βιασμό της Ε. την 23.8.2009, η άλλη το βιασμό της Γ. την 8.9.2009 και οι άλλες δύο άσεμνη επίθεση και επίθεση με πρόκληση σωματικής βλάβης της A. την 19.10.2009. Του επιβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών στις κατηγορίες του βιασμού και δύο ετών στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης.

Στα γεγονότα που συνθέτουν τις κατηγορίες έκανε αναφορά ο ίδιος ο Εφεσείων στην κατάθεσή του ημερομηνίας 20.10.2009, την [*57]οποία και μεταφέρουμε αυτούσια:

«Εγώ είμαι άνεργος, πιάνω επίδομα από το γραφείο Ευημερίας γιατί είμαι άρρωστος και παρακολουθάμαι ο γιατρός ο Χ"Βασίλης στην Λεμεσό και ο γιατρός ο Καραβίας στην Λευκωσία. Για τούτες τες γεναίκες που μου είπες εν αλήθκεια. Πριν δύο μήνες επήρα στο σπίτι του μια Βουλγάρα την Ε. με πρόφαση ότι θα καθάριζε το σπίτι μου. Εμένα σκοπός μου ήταν να την πείσω να κάμει έρωτα μαζί μου. Τούτης έδωκε μου το τηλέφωνο της μια άλλη Βουλγάρα που εν αθυμούμαι το όνομα της τωρά. Μετά που η Ε. εκαθάρισε το σπίτι εζήτησα της να κάμουμε έρωτα. Προηγουμένως όμως ήπιαμε που δκυο-τρεις μπύρες τζαι μέσα στο ποτό της έβαλα της ένα χάπι clonotril τζαι ένα χάπι renax με σκοπό να χαλαρώσει τζαι να έρτει σε κέφι. Το ότι της έβαλα τα χάπια δεν το ήξερε αλλά εκατάλαβε το ύστερα που ένοιωθε υπνηλία. Έτσι όπως ήταν ζαλισμένη εγάμησα την πάνω στο κρεβάτι μου χωρίς να χρησιμοποιήσω βία. Μετά που ετέλειωσα, τίποτε δεν μου είπε τζαι εγώ την επήρα σπίτι της. Την επόμενη ημέρα έπιασε ένας Αστυνομικός τηλέφωνο στο κινητό που χρησιμοποιούσα τότε τζαι είπε μου για την Ε. τζαι εζήτησε μου τα στοιχεία μου τζαι να έρτω να μου πιάσει κατάθεση. Εγώ του είπα ότι δεν έσιη παράπονο η Ε., δεν ήρτα στην Αστυνομία τζαι την κάρτα έκοψα την τζαι επέταξα την. Πριν κανένα μήνα επήρα στο σπίτι μου μια άλλην Βουλγάρα την Γ. για τον ίδιο σκοπό δηλαδή να κάμω έρωτα μαζί της. Την Γ. ήβρα την μέσω μιας άλλης Βουλγάρας που δουλεύκει σε περίπτερο στον Άγιο Νικόλα.  Πριν να αρκέψει δουλειές του σπιτιού, έκαμα της καφέ τζαι έβαλα της μέσα ένα χάπι renax τζαι ένα clonotril. Μετά που ήπιε τον καφέ εχαλάρωσε τζαι εζαλίστηκε. Μετά τον καφέ της επρόσφερα τζαι ήπιε τρεις με τέσσερις μπύρες. Μετά όπως ήταν ζαλισμένη έβαλα την μέσα στο αυτοκίνητο μου τζαι επήρα την στην παραλία του Λέιτις Μάιλ τζαι εκάμαμε έρωτα πάνω στον άμμο. Μετά επήρα την σπίτι της.  Μετά που τρεις βδομάδες με πήρε πάλε ένας Αστυνομικός τηλέφωνο τζαι είπε μου να έρτω στην Αστυνομία να δώκω κατάθεση.  Εγιώ εν ήρτα γιατί ήταν εκδικητικό το γεγονός ότι με εκατάγγειλε τρεις εφτομάδες μετά επειδή δεν την επιέρωσα τζαι δεν της ξανατηλεφώνησα για δουλειά. Εχθές επήρα στο σπίτι μου την Α. την Ρουμάνα. Τούτην ήβρα την μέσω μιας αγγελίας που έβαλα εγώ στις Χρυσές Ευκαιρίες ότι εζήτουν κοπέλα για να καθαρίζει το σπίτι μου. Μόλις την επήρα σπίτι επρόσφερα της χυμό τζαι έβαλα της μέσα δκυο χάπια τα ίδια που σου είπα πριν.  Άμα ήπιε τον χυμό εζαλίστηκε τζαι επήρα την στο δωμάτιο μου. Εσήκωσα την μπλούζα της τζη έγλειψα της τα βυζιά της. Ως τζιαμέ εδέχετουν. Μετά που επήα να της κατεβάσω το παντελόνι αντέδρασε [*58]τζαι εκούντησε με πίσω. Επειδή εκατάλαβα ότι δεν θα δεχόταν έδειξα της ένα πορνοπεριοδικό πέρκι ερεθιστεί αλλά τίποτε. Επέμενε τζαι δεν ήθελε να την γαμήσω. Μετά έφκαλα την βίλλα μου έξω τζαι έπαιξα την ώσπου έχυσα χαμέ. Η Άντρεα εζήτησε μου να την πάρω σπίτι της τζαι επήρα την. Μέσα στις Χρυσές Ευκαιρίες έβαλα ένα τηλέφωνο άλλο τζαι εν η κάρτα που σου έδωκα στο σπίτι μου. Τα άλλα τηλέφωνα που χρησιμοποίουν επέτασσα τα όταν με έπιανε η Αστυνομία. Που επήαμεν στο σπίτι μου έδωκα σας τζαι τα χάπια που χρησιμοποίουν τζαι το πορνοπεριοδικό που έδειξα της Α.  Εγιώ είμαι άρρωστος τζαι πίνω που τζείνα τα χάπια τα οποία έδωκε μου τα ο γιατρός μου.  Εκατάλαβα το λάθος μου τζαι ζητώ τη βοήθειά σας.»

Η Ε. είχε προβεί σε καταγγελία την 23.8.2009, οπότε έδωσε και σχετική κατάθεση αναφερόμενη στα συμβάντα. Δεν θυμόταν τι είχε γίνει αφού ζαλίσθηκε, προέβη όμως σε καταγγελία υποψιαζόμενη ότι είχε βιασθεί αφού ναρκώθηκε, χωρίς να ήταν σε θέση να δώσει στοιχεία που να οδηγούσαν στον εντοπισμό του άνδρα στον οποίο ανεφέρετο πέραν του αριθμού του τηλεφώνου στο οποίο κάλεσε η Αστυνομία τον Εφεσείοντα. Όταν έμαθε για τις άλλες περιπτώσεις που έμοιαζαν με τη δική της, επανήλθε με νέα κατάθεση την 21.10.2009. Η Γ. δεν προέβη σε καταγγελία κατά το σχετικό χρόνο. Προσήλθε στην Αστυνομία και έδωσε κατάθεση την 21.10.2009, αναφερόμενη στα συμβάντα, όταν έμαθε ότι συνελήφθη ένας άνδρας ο οποίος ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο. Ήταν μετά από την καταγγελία της A. την 23.30 της 19.10.2009 που εντοπίσθηκε ο Εφεσείων και αφού την 01.15 της 20.10.2009 η A., μετά από την καταγγελία της, υπέδειξε στην Αστυνομία τη διαδρομή που είχαν κάνει με τον Εφεσείοντα καταλήγοντας στην οικία του όπου τους υπέδειξε και το αυτοκίνητό του. Τότε ο Εφεσείων εκλήθη τηλεφωνικώς και προσήλθε στην Αστυνομία όπου έδωσε την προαναφερθείσα κατάθεσή του την 03.45. Την 03.20 είχε προηγηθεί, με τη γραπτή συγκατάθεσή του, η έρευνα στην οικία του Εφεσείοντα κατά την οποία εντοπίσθηκε ένα περιοδικό ονόματι «sex private” το οποίο ο Εφεσείων, αφού του επεστήθη η προσοχή, είπε «εν τούτο που της έδειξα». Κατά την έρευνα επίσης ο Εφεσείων παρέδωσε στην Αστυνομία 8 χάπια «clonotril» για τα οποία αφού του επεστήθη η προσοχή, είπε «εν τα χάπια που σας ελάλουν», καθώς και 2 χάπια «renax» για τα οποία, αφού του επεστήθη η προσοχή, είπε «εν τα άλλα χάπια». Παρέδωσε επίσης ένα κινητό τηλέφωνο για το οποίο, αφού του επεστήθη η προσοχή, είπε «εν τω τηλέφωνο που έπιασα τη Γ.». Ο Εφεσείων συνελήφθη την 05.25 μετά που έδωσε την κατάθεσή του, οπότε, αφού του επεστήθη η προσοχή, είπε «παραδέχομαι, έκαμα λάθος και ζητώ βοήθεια, είμαι άρ[*59]ρωστος». Ο Εφεσείων συνεργάσθηκε και στη συνέχεια με την Αστυνομία, προβαίνοντας την 22.10.2009 σε υπόδειξη σκηνών ως προς τις τοποθεσίες από όπου είχε παραλάβει τις τρεις γυναίκες, υπόδειξη της οικίας του όπου τις είχε μεταφέρει και υπόδειξη του χώρου στο Ladies Mile όπου είχε τη σεξουαλική επαφή με τη Γ..  Ακολούθως την 23.10.2009 οι τρεις γυναίκες αναγνώρισαν τον Εφεσείοντα ως τον άνδρα στον οποίο ανεφέροντο.

Κατά την ακρόαση αμφισβητήθηκε η θεληματικότητα της κατάθεσης του Εφεσείοντα, η οποία τελικώς έγινε δεκτή μετά από δίκη εντός δίκης. Ο Εφεσείων περιορίσθηκε σε μια δήλωση ότι «επειδή είμαι άρρωστος και παίρνω τα φάρμακα μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ και να εκφράσω οποιαδήποτε γνώμη». Το Κακουργιοδικείο απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των τριών γυναικών καθώς και την υπόλοιπη μαρτυρία της Δημοκρατίας και, επανεξετάζοντας την κατάθεση του Εφεσείοντα, βεβαίωσε την ορθότητά της με αναφορά σε πολλά στοιχεία της υπόλοιπης μαρτυρίας τα οποία κατέγραψε και σχολίασε. Ανεφέρθη δε περαιτέρω και στις άλλες ενοχοποιητικές προφορικές δηλώσεις του οι οποίες και δεν είχαν αμφισβητηθεί, καταγράφοντας και σχολιάζοντας τες. Η κατάληξη του ήταν ότι η ενοχή του Εφεσείοντα ως προς την κατηγορία που αφορούσε την Ε. αποδεικνύετο από τη μαρτυρία της που, αν και δεν ανεφέρετο σε συνουσία, συμπληρώνετο ως προς τούτο από την κατάθεση του Εφεσείοντα. Η ενοχή του ως προς την κατηγορία που αφορούσε τη Γ. αποδεικνύετο από τη μαρτυρία της αλλά και ενισχύετο από την κατάθεση του Εφεσείοντα. Η ενοχή του ως προς τις κατηγορίες που αφορούσαν την A. αποδεικνύετο από τη μαρτυρία της και ενισχύετο τόσο από την κατάθεση του Εφεσείοντα όσο και από πρώτο παράπονό της σε φίλο της. Το Κακουργιοδικείο έκρινε περαιτέρω ότι ίσχυε ο κανόνας που αφορά μαρτυρία παρόμοιων γεγονότων (similar fact evidence), ως εκ των έντονων ομοιοτήτων των γεγονότων στα οποία αφορούσε η μαρτυρία των τριών γυναικών, τις οποίες και κατέγραψε, ώστε η μαρτυρία της κάθε μιας να συνιστούσε ενίσχυση της μαρτυρίας της κάθε άλλης.

Στο επίκεντρο της προσοχής του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ήσαν οι λόγοι έφεσης (1-4) που αφορούν την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου για τη δεκτότητα της κατάθεσης του Εφεσείοντα αλλά και της τελικής του απόφασης να βεβαιώσει την ορθότητα της κατάθεσης.  Στους υπόλοιπους λόγους έφεσης θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Η επιχειρηματολογία που προωθείται ως προς την κατάθεση παραπέμπει στις συνθήκες λήψης της με ιδιαίτερη αναφορά, αφ’ [*60]ενός στη γενική ψυχική υγεία του Εφεσείοντα όπως εξετέθη από τον ιατρό που τον παρακολουθούσε ως «άτομο με μειωμένη ψυχική αντοχή σε στρεσογόνες και ψυχοπιεστικές καταστάσεις», και αφ’ ετέρου στο βεβιασμένο και ακατάλληλο του χρόνου αφύπνισης και λήψης της κατάθεσης σε συνδυασμό και με την επήρεια των φαρμάκων τα οποία ο Εφεσείων ελάμβανε. Περαιτέρω επιχειρηματολογία αναπτύσσεται ως προς το κατ’ ισχυρισμό λανθασμένο της τελικής βεβαίωσης της ορθότητας της κατάθεσης σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία. Γίνεται επίσης εισήγηση ότι ο Εφεσείων εστερήθη του δικαιώματος, δυνάμει του Άρθρου 11.4 του Συντάγματος (σε αντιστοιχία και με το Άρθρο 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), να έχει νομική συμβουλή πριν δώσει την κατάθεσή του αφού δεν ενημερώθηκε για το ότι είχε δικαίωμα να έχει δικηγόρο, παράλειψη που επετείνετο ως εκ της ψυχικής κατάστασης του Εφεσείοντα και των συνθηκών υπό τις οποίες κατέληξε να δίδει κατάθεση.

Δεν έχουμε λόγο να θεωρήσουμε λανθασμένη την απόφαση του Κακουργιοδικείου ως προς τη δεκτότητα της κατάθεσης.  Η διαπίστωση του ότι κατά το σχετικό χρόνο ο Εφεσείων, παρά τη γενική ψυχική κατάστασή του και τη λήψη φαρμάκων ως εκ τούτης, ήταν φυσιολογικός και ουδόλως σε σύγχυση ή σε κατάσταση επηρεασμού της ελευθερίας της βούλησης του, είναι ορθή και συνιστά την πραγματική βάση στην οποία κρίνεται το πράγμα συγκεκριμένα και όχι θεωρητικά. Αλλά ούτε και οι συνθήκες λήψης της κατάθεσης δικαιολογούν άλλη άποψη. Η Αστυνομία ενήργησε, και ορθώς, αμέσως μετά που η A. έδωσε κατάθεση και υπέδειξε την οικία του Εφεσείοντα. Ο ίδιος, αφού κλήθηκε τηλεφωνικά, συμπεριφέρθηκε απόλυτα φυσιολογικά μεταβαίνοντας στο σταθμό και συγκατατιθέμενος σε έρευνα στην οικία του, συνεργαζόμενος πλήρως, και προβαίνοντας στη συνέχεια στην κατάθεσή του, ουδόλως συμπεριφερόμενος άλλως ή φυσιολογικώς και ουδόλως παραπονούμενος ως προς κούραση, σύγχιση ή αδυναμία ανταπόκρισης. Δεν υπάρχει πραγματικό υπόβαθρο για τη θέση του Εφεσείοντα.

Συμφωνούμε με το Κακουργιοδικείο και ως προς την άλλη πτυχή της εισήγησης που αφορά το δικαίωμα πληροφόρησης σε σχέση με τη δυνατότητα επικοινωνίας με δικηγόρο. Σαφώς ο Εφεσείων δεν ήταν υπό κράτηση, ώστε να μην ετίθετο θέμα εφαρμογής του Άρθρου 11.4 το οποίο αφορά το δικαίωμα συλληφθέντος να πληροφορηθεί κατά το χρόνο της σύλληψής του ότι μπορεί να απευθυνθεί σε δικηγόρο. Οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση της Αστυνομίας να πληροφορήσει μη συλληφθέντα ως προς τη δυνατότητα αυτή θα εξαρτάτο από γενικότερες αρχές σε συνάρτηση με [*61]τις συγκεκριμένες συνθήκες. Όπως ήδη επισημάναμε, εδώ δεν υπήρχε οτιδήποτε το οποίο να επισημάνει ότι επρόκειτο για μη φυσιολογική περίπτωση που η ανάγκη τέτοιας πληροφόρησης να ανήγαγε την παράλειψη σε εκμετάλλευση προσώπου ευρισκομένου σε αδυναμία ή μειονεκτική θέση. Να επισημάνουμε μάλιστα ότι ο Εφεσείων είχε ήδη ανταποκριθεί στην κλήση της Αστυνομίας και συνεργασθεί, επιτρέποντας έρευνα στην οικία του και προβαίνοντας σε ενοχοποιητικές δηλώσεις που δεν έχουν αμφισβητηθεί. Η κατάθεσή του ήταν η φυσική κατάληξη των προηγηθέντων και ουδόλως επηρεάσθηκε από τη μη πληροφόρηση του για το δικαίωμα του να επικοινωνήσει με δικηγόρο.

Ορθή κρίνεται και η τελική αξιολόγηση της αλήθειας της κατάθεσης από το Κακουργιοδικείο, αφού τα στοιχεία της υπόλοιπης μαρτυρίας στα οποία γίνεται λεπτομερής αναφορά προς επιβεβαίωση είναι τόσα πολλά και τόσο ισχυρά ώστε να μην υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ζητούμενο.

Λίγα χρειάζεται να λεχθούν ως προς τις εισηγήσεις (λόγοι έφεσης 5-7) για λανθασμένη κρίση επί της αξιοπιστίας των τριών γυναικών. Οι αναφορές που γίνονται σε στήριξη της εισήγησης ουδόλως τεκμηριώνουν αντιφάσεις ή λανθασμένη καθοδήγηση που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρέμβασή μας. Τα σχόλια του Κακουργιοδικείου στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας τους και σε συνάρτηση με ανάλογες εισηγήσεις της Υπεράσπισης, δείχνουν ορθή προσέγγιση σε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας, σοβαρή και εμπεριστατωμένη ανάλυση και το εύλογο των συμπερασμάτων του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα πραγματεύεται και την εισήγηση ότι δεν απεδείχθη η απουσία συναίνεσης ως προς το βιασμό.  Η εισήγηση, βασιζόμενη στους λόγους έφεσης 10 και 13 συμπλέκεται με την εισήγηση, βασιζόμενη στους λόγους έφεσης 9, 11 και 12, ως προς τις επιπτώσεις των εν λόγω φαρμάκων και την πρόθεση του Εφεσείοντα κατά τη χορήγησή τους, όπως και με την εισήγηση, βασιζόμενη επίσης στους λόγους έφεσης 13 και 15, ότι η περίπτωση εντάσσεται στα πλαίσια του Αρθρου 159(γ) του Ποινικού Κώδικα, που αφορά τη χορήγηση φαρμάκου σε γυναίκα με σκοπό τη νάρκωση ώστε να δοθεί η δυνατότητα παράνομης συνουσίας με αυτή, αντί στα πλαίσια του βιασμού.

Φρονούμε ότι υπάρχει παρερμηνεία στις εισηγήσεις αυτές. Το Άρθρο 144 δεν περιορίζει το βιασμό σε περιπτώσεις, όπως ρητά προνοεί, όπου η συναίνεση δίδεται «υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης», όπως εισηγείται ο Εφεσείων. Η βασική προϋ[*62]πόθεση του Άρθρου 144 είναι ότι η συνουσία γίνεται χωρίς τη συναίνεση της παθούσας, και εδώ η χορήγηση των φαρμάκων - και οι επιπτώσεις τους εξηγήθησαν από τις τρεις γυναίκες – επέφερε ακριβώς την εξουδετέρωση της μη συναίνεσης ώστε σαφώς η συνουσία να ήταν χωρίς συναίνεση. Το αν θα μπορούσαν να είχαν προσαφθεί και κατηγορίες δυνάμει του Αρθρου 159(γ) είναι άλλο θέμα, η όποια εφαρμογή όμως του άρθρου εκείνου δεν αναιρεί την κατάσταση ως προς το Αρθρο 144. Όσο για τη γνώση του Εφεσείοντα ως προς τις ιδιότητες των εν λόγω φαρμάκων, μπορεί, όπως αναφέρει και στην κατάθεσή του, να το έκανε για να επιφέρει χαλάρωση, ο τελικός σκοπός του όμως ήταν η συνουσία που έτσι θα υποβοηθείτο, και το αποτέλεσμα βεβαίως ήταν η Ε. και η Γ. να περιέλθουν σε τέτοια κατάσταση που η συνουσία να ήταν χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Σαφώς δεν πρόκειται για περίπτωση που ο δράστης εντίμως και ευλόγως θεωρεί ότι η παθούσα συγκατατίθεται ελευθέρως.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα πραγματεύεται και την εισήγηση ότι η απόφαση για καταδίκη πάσχει και ως προς την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της μαρτυρίας. Μας είναι δύσκολο να συσχετίσουμε επαρκώς τις επί μέρους εισηγήσεις προς οποιουσδήποτε λόγους έφεσης, εξετάζουμε όμως το θέμα έστω και έτσι. Ορισμένες εισηγήσεις θέτουν ερωτήματα που άπτονται της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, ως προς την οποία ήδη αποφανθήκαμε και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Άλλες εισηγήσεις απλώς επανέρχονται στο θέμα του Αρθρου 159(γ), επί του οποίου αρκούν τα λεχθέντα.

Καταλήγουμε ότι η έφεση επί της καταδίκης δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

Υπάρχει και έφεση κατά της ποινής, στα πλαίσια της οποίας υποβάλλεται ότι δεν αξιολογήθηκε δεόντως το ότι δεν υπήρξε χρήση βίας και ουσιαστικά επρόκειτο περί ήπιας περίπτωσης βιασμού, το ότι ο Εφεσείων υπήρξε συνεργάσιμος εξ αρχής και η μη παραδοχή του συναρτάτο μάλλον προς νομικά θέματα, και το ότι δεν ελήφθη δεόντως υπ’ όψη η κατάσταση της ψυχικής υγείας του.

Το Κακουργιοδικείο, τονίζοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού, ανεγνώρισε ότι δεν υπήρξε χρήση βίας, είχε όμως την άποψη ότι ο τρόπος που ενήργησε ο Εφεσείων είχε αντίστοιχο αποτέλεσμα, δηλαδή την αδυναμία αντίστασης, ώστε τούτο να ήταν επιβαρυντικό. Επιβαρυντικό επίσης έκρινε το ότι υπήρχε προγραμματισμός και επανάληψη της συμπεριφοράς. Θεώρησε επίσης ότι δεν έπρεπε να λάβει υπ’ όψη του την αρχική συνεργα[*63]σία του Εφεσείοντα με την Αστυνομία αφού στη συνέχεια αρνήθηκε την ενοχή του και δεν έδειξε μεταμέλεια. Έλαβε υπ’ όψη του τη ψυχική κατάσταση του Εφεσείοντα, πλην όμως θεώρησε ότι αυτή δεν συνδέετο με τη διάπραξη των αδικημάτων αφού ο Εφεσείων είχε αντίληψη των πράξεων του και επίγνωση των επιπτώσεων τους.

Φρονούμε ότι η έφεση κατά της ποινής έχει κάποιο έρεισμα.  Ασφαλώς πρέπει να διαφοροποιηθεί η περίπτωση από εκείνη της χρήσης βίας, έστω και αν ο τρόπος λειτουργίας του Εφεσείοντα είχε το ίδιο αποτέλεσμα της εξουδετέρωσης αντίστασης. Αλλά και η συνεργασία του Εφεσείοντα ήταν σημαντική όχι μόνο στην περαιτέρω διαλεύκανση των αδικημάτων αλλά και στην ίδια την απόδειξη τους, αφού τόσο η κατάθεση του όσο και οι άλλες ενοχοποιητικές δηλώσεις του συνέβαλαν τα μέγιστα στη διαπίστωση ενοχής. Να επισημάνουμε ότι η συνεργασία του δεν περιορίσθηκε σε αυτά αλλά επεκτάθηκε στη συγκατάθεση για έρευνα, στην υπόδειξη χώρων και στη διαδικασία αναγνώρισης, που δεν περιορίζοντο στη νύκτα των ερευνών αλλά επεκτείνοντο και στις επόμενες μέρες. Η μετέπειτα άρνηση ενοχής, και αν μείωνε, δεν αναιρούσε τη σημασία της όλης αυτής συνεργασίας. Ασφαλώς ο Εφεσείων, αν εδέχετο ενοχή επί Δικαστηρίω, θα εδικαιούτο ακόμα ευνοϊκότερη μεταχείριση, η συνεργασία του όμως παρέμενε ως γεγονός που απεδείχθη σημαντικό στη διαπίστωση ενοχής. Είναι δε και η ψυχική του κατάσταση. Μπορεί να μην υπάρχει άμεση σχέση της ψυχικής του κατάστασης με τις εδώ πράξεις του, όμως η περίπτωση παραμένει ως περίπτωση ψυχικά ασθενούς ανθρώπου που εξ αρχής ανεγνώρισε το λάθος του και ζήτησε να βοηθηθεί. Και τέτοια συμπεριφορά όπως αποκαλύπτουν τα αδικήματα ασφαλώς δεν είναι συμπεριφορά φυσιολογική.

Δεχόμενοι την έφεση κατά της ποινής, μειώνουμε τις ποινές στις κατηγορίες 1 και 2 σε 6 έτη. Όλες οι ποινές θα συνεχίσουν να συντρέχουν.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται και οι ποινές στις κατηγορίες 1 και 2 μειώνονται σε 6 έτη.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο