Κούκος Κώστας Κοσμάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 64

(2012) 2 ΑΑΔ 64

[*64]20 Φεβρουαρίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΣ ΚΟΥΚΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 125/2010)

 

Ναρκωτικά ― Εισαγωγή ναρκωτικής ουσίας τάξης Β, 110.236,2497 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης και ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης ― Επιβολή δεκατετραετούς φυλάκισης ― Ο ρόλος του εφεσείοντα αν και δευτερεύων,  εκρίθη σημαντικός και ότι δεν δικαιολογείτο διαφοροποίηση της ποινής του σε σχέση με την ποινή του προσώπου που είχε πρωτεύοντα ρόλο ― Ύπαρξη προηγουμένων και επιλογή μη παραδοχής, δικαιολογούσαν την επιβολή ίδιας ποινής με τον πρωταγωνιστή  ο οποίος είχε προβεί σε παραδοχή ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Ναρκωτικά ― Ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε, Άρθρο 32 ― Τεκμήριο γνώσης ― Κατά πόσον  εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 29/77, στη βάση του οποίου ο εφεσείων θα μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο.

Ναρκωτικά ― Ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε, Άρθρο 30Α ― Δημιουργία μαχητού τεκμηρίου κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια ― Δεν μεταθέτει το νομικό βάρος στον κατηγορούμενο, αλλά του δίδει την ευκαιρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία ― Ένας κατηγορούμενος δεν μπορεί ταυτόχρονα να ισχυριστεί ενώπιον του δικαστηρίου ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά, ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξή τους και ταυτόχρονα να ισχυρίζεται διαζευκτικά ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι τα κατείχε, αυτά ήταν για δική του χρήση ― Κάτι τέτοιο θα πρόσβαλλε την κοινή λογική.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Η αρχή δεν έχει σκοπό την αριθμητική εξίσωση της ποινής που επιβάλλεται.

[*65]Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες εισαγωγής ναρκωτικής ουσίας τάξης Β, 110.236,2497 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης και ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν. 29/1977), ως επίσης και στην κατηγορία για συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος.

Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 14, 10, 14 και 5 χρόνων, αντίστοιχα.

Ο Εφεσείων εφεσίβαλε ως λανθασμένη τόσο την καταδίκη του, όσο και τις ποινές που του επιβλήθηκαν.

Με την έφεση υποστηρίχθηκαν με  21 λόγους έφεσης, μεταξύ άλλων τα εξής:

Λόγοι έφεσης 3, 4, 7, 9-18, 20 και 21.

α) Εσφαλμένα αξιολογήθηκε μαρτυρία μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι ήταν συνεργοί και έτσι έπρεπε να είχαν ειδωθεί. Τίποτε δεν λέχθηκε εναντίον του Εφεσείοντος που να τον συνέδεε με τις παρανομίες του άλλου προσώπου που πρωταγωνιστούσε.

Αποφασίστηκε ότι:

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εντοπίστηκαν τέτοιες αντιφάσεις που να δικαιολογούσαν επέμβαση του Εφετείου.  Όλα τα σημεία στα οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος του Εφεσείοντος, αφορούσαν σε μικροδιαφορές οι οποίες άφηναν άθικτο τον κύριο κορμό της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.

Ούτε από τον τρόπο που το δικαστήριο αξιολόγησε τα υπόλοιπα παραδεχτά στοιχεία μαρτυρίας, προέκυπτε οτιδήποτε που να τεκμηρίωνε τα παράπονα που διατυπώθηκαν. Ήταν απόλυτα ορθό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων είχε εμπλακεί στη διαδικασία κατασκευής  κρύπτης.

Λόγος έφεσης 18.

Το Κακουργιοδικείο αγνόησε το γεγονός ότι ο πρώην κατηγορούμενος 6, μετά που του επιβλήθηκε ποινή, εκδόθηκε στη χώρα του με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην έχει τη δυνατότητα να τον καλέσει ως μάρτυρα.

[*66]Αυτό, όπως εισηγήθηκε συνιστούσε παραβίαση του αντίστοιχου δικαιώματος που προστατεύεται από το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο πρώην κατηγορούμενος 6 δεν ήταν μάρτυρας κατηγορίας και επομένως δεν φαινόταν πώς ο Εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος του να καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπιση του. Εάν ο Εφεσείων έκρινε ότι η μαρτυρία του πρώην κατηγορουμένου 6 θα τον βοηθούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όφειλε να προβεί σε διευθετήσεις για τη μεταφορά του στην Κύπρο για να καταθέσει.

Λόγοι έφεσης 1, 5, 19 και 22.

Υπήρξε περιστατική μαρτυρία για την κατοχή και τη γνώση.

Το Κακουργιοδικείο εφαρμόζοντας ορθά τις σχετικές νομικές αρχές, έκρινε ότι υπήρχε ενώπιον του αρκετή μαρτυρία, στη βάση της οποίας στοιχειοθετείτο η φυσική σχέση του Εφεσείοντος με τα σακούλια που περιείχαν τα ναρκωτικά. Εξειδικεύοντας τη μαρτυρία, έκανε συγκεκριμένες αναφορές σε γεγονότα και δηλώσεις.

Ως αποτέλεσμα της κατάληξης για την κατοχή ή τη φυσική σχέση του Εφεσείοντος με τα ναρκωτικά, το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι δημιουργείτο το τεκμήριο γνώσης και ότι εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 29/77, στη βάση του οποίου ο Εφεσείων θα μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο. Ο Εφεσείων είχε το σχετικό βάρος να δημιουργήσει στο μυαλό του Κακουργιοδικείου κάποια αμφιβολία ή υποψία ότι δεν είχε γνώση ή ότι δεν είχε κανένα λόγο να υποπτεύεται ότι στις σακούλες περιλαμβάνονταν τα ναρκωτικά που βρέθηκαν. Το Κακουργιοδικείο όχι μόνο δεν πείστηκε, αλλά ορθά έκρινε ότι οι περιστάσεις ήταν αρκετές να στοιχειοθετήσουν τη γνώση και ανεξάρτητα από το μαχητό τεκμήριο.

Ήταν ορθή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης σωρευτικά αποτιμούμενες, οδηγούσαν σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα, ότι ο Εφεσείων είχε τέτοια ευρεία συνεργασία με βασικό εμπλεκόμενο και τέτοια συμμετοχή στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, ώστε να μην μπορούσε παρά να είχε γνώση για τη φύση των αντικειμένων που μετέφερε στα υποστατικά του όπου και φυλάττονταν.

Καμιά από τις πολλές εισηγήσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντος δεν ευσταθούσε, ώστε να ανατρέπονταν τα ευρήματα και συμπερά[*67]σματα του Κακουργιοδικείου.

Ούτε οι εισηγήσεις για το ρόλο του Εφεσείοντος ευσταθούσαν.  Τόσο ο εποπτικός του ρόλος, όσο και η συμμετοχή του στη δημιουργία της κρύπτης, προέκυπτε από τη μαρτυρία στην οποία έκαμε αναφορά το Κακουργιοδικείο.

Δεν ήταν ορθή ούτε άλλη εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο, ενώ απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του πρωταγωνιστικού προσώπου, εντούτοις δέχθηκε μέρος της. Όπως υποδείχθηκε, το πολύ μικρό μέρος που χρησιμοποιήθηκε από τη μαρτυρία, ήταν αυτό που συνέπιπτε με τα παραδεχτά γεγονότα.

Λόγος έφεσης 2.

Το Άρθρο 30Α του Νόμου 29/77.

Ότι το Άρθρο 30Α του Νόμου βρίσκεται σε αντίθεση με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, καθότι μεταθέτει υπέρμετρο βάρος στον κατηγορούμενο, ο οποίος τυγχάνει να μην παραδέχεται ούτε την κατοχή των ναρκωτικών. 

Αποφασίστηκε ότι:

Η νομολογία έχει ξεκαθαρίσει ότι η δημιουργία μαχητών τεκμηρίων δεν μεταθέτει το νομικό βάρος στον κατηγορούμενο, αλλά του δίδει την ευκαιρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία.

Η εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν υποστηρίζεται από καμία νομική αυθεντία, είτε δική μας, είτε του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που γινόταν δεχτή η εισήγηση, θα σήμαινε ότι ένας κατηγορούμενος θα μπορούσε ταυτόχρονα να ισχυριστεί ενώπιον του δικαστηρίου ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά, ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξή τους και ταυτόχρονα να ισχυρίζεται διαζευκτικά ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι τα κατείχε, αυτά ήταν για δική του χρήση. Κάτι τέτοιο θα πρόσβαλλε την κοινή λογική και θα παρείχε σε κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο, τη δυνατότητα να θέτει ενώπιον του δικαστηρίου εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές, μια εκ των οποίων θα είναι εκ προοιμίου ψευδής. αφού δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν κατέχει μια ουσία και ταυτόχρονα ότι την κατέχει.

Ενόψει όλων των πιο πάνω ο Εφεσείων ορθά κρίθηκε ένοχος στις [*68]κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Λόγος έφεσης 23.

Το ύψος της ποινής.

Οι ποινές ήταν υπερβολικές και άνισες, αφού ο ρόλος του Εφεσείοντος σε σχέση με το πρόσωπο που ήταν ο ιθύνων νους, ήταν δευτερευούσης σημασίας.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι η ποινή των 14 χρόνων για εισαγωγή, η οποία ήταν η ίδια με αυτή που επιβλήθηκε σε άλλο πρόσωπο με πρωταγωνιστικό ρόλο, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.

Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι ο ρόλος του άλλου προσώπου ήταν πρωτεύων. Όμως ορθά έκρινε ότι και ο ρόλος του Εφεσείοντος αν και δευτερεύων, ήταν σημαντικός. Μπορεί να υπήρχε διαφορά στις ποσότητες που αφορούσαν στον καθένα, αλλά η ποσότητα για την οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, δεν έπαυε να ήταν τεράστια. Πέραν τούτου, το άλλο πρόσωπο είχε υπέρ του το σημαντικό ελαφρυντικό της παραδοχής και της μεταμέλειας που, όπως σημείωσε και το Κακουργιοδικείο, μείωνε σημαντικά την ποινή. Άλλη διαφορά που σημείωσε το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ενώ ο Εφεσείων όχι μόνο είχε μια προηγούμενη καταδίκη για σοβαρά αδικήματα, αλλά σε σύντομο χρόνο μετά την αποφυλάκισή του, διέπραξε τα επίδικα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Η ποινή που του επιβλήθηκε όχι μόνο δεν παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αλλά δεν ήταν ούτε έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείτο παρέμβαση.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166,

Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056,

Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Παπαδόπουλος κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 314,

[*69]Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256,

Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,

Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

Oueiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49,

Πολυδώρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492,

Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633,

Μαυρίκιου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359,

Σκούλλου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87,

Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250,

L. v. Director of Public Prosecutors [2002] 2 All E.R. 854,

Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301,

Emegoakor v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 31,

R. v. Lambert [2001] 3 All E.R. 577,

Ευαγόρου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593,

Χαρτούπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28.

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Καρακάννα, Α.Ε.Δ., Γερολέμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2765/09), ημερομηνίας 23/7/10.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κάρνου (κα), για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*70]ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:

Η πρωτόδικη διαδικασία.

Αρχικά εννέα πρόσωπα αντιμετώπιζαν σωρεία κατηγοριών, οι οποίες βασίζονταν στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν. 29/1977). Ο Εφεσείων στην αρχική διαδικασία ήταν ο κατηγορούμενος 2. Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, οι κατηγορίες που αφορούσαν στους πρώην κατηγορούμενους 4-9 αναστάληκαν. Στη συνέχεια, ο πρώην κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε ενοχή, τόσο στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε μόνος, όσο και σε εκείνες που αντιμετώπιζε από κοινού με τον Εφεσείοντα. Ως αποτέλεσμα, παρέμειναν οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3.

Ο Εφεσείων αντιμετώπιζε συνολικά 17 κατηγορίες. Για ορισμένες από αυτές αναστάληκε η δίωξη. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες, ο Εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 3 δεν παραδέχθηκαν ενοχή. Ο Εφεσείων κατηγορείτο, μεταξύ άλλων, ότι σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις μεταξύ 2008-2009, εισήγαγε στο λιμάνι Λεμεσού, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικής ουσίας, τάξης Β, ήτοι: (α) 90 κιλά ρητίνης κάνναβης (κατηγορία 2), (β) 1,5 κιλό ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης (κατηγορία 5). Με αυτή την ποσότητα σχετίζονται και οι κατηγορίες 6 και 7, οι οποίες αφορούν στα αδικήματα της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια της πιο πάνω ουσίας, και (γ) 113 κιλά 222 γραμμάρια και 9.871 χιλιοστά κάνναβης (κατηγορία 23). Με αυτή την ποσότητα σχετίζονται οι κατηγορίες 24 και 25 οι οποίες αφορούν στα αδικήματα της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, καθώς και η κατηγορία 22 με την οποία κατηγορείτο ότι συνωμότησε με τον πρώην κατηγορούμενο 1 να εισαγάγουν την πιο πάνω ποσότητα ναρκωτικών στην Κύπρο.

Κατά τη δίκη που ακολούθησε, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον πρώην κατηγορούμενο 3 σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Επίσης, αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσείοντα σε 10 από τις 17 κατηγορίες που αντιμετώπιζε, είτε μόνος, είτε μαζί με τον πρώην κατηγορούμενο 3. Όμως τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες 5, 6 και 7 για την ολιγότερη ποσότητα που είχε αποδεχθεί (930 γραμμάρια), χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Σ’ αυτές, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 5, 3 και 5 χρόνια αντίστοιχα.  Επίσης [*71]τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες 23, 24, 25 και 22 για την ολιγότερη ποσότητα που είχε αποδεχθεί (110.236,2497 γραμμάρια), χωρίς και πάλιν τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Σ’ αυτές, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 14, 10, 14 και 5 χρόνων, αντίστοιχα.

Ο Εφεσείων εφεσιβάλλει ως λανθασμένη τόσο την καταδίκη του, όσο και τις ποινές που του επιβλήθηκαν για τα πιο πάνω 7 αδικήματα.

Τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη του Εφεσείοντος.

Σύμφωνα με τη σύνοψη των γεγονότων του Κακουργιοδικείου, ο πρώην κατηγορούμενος 1, στον οποίο θα αναφερόμαστε, όπως έπραξε και το Κακουργιοδικείο, ως «ο Ramadan», είναι Αιγύπτιος. Στην Κύπρο σύστησε εταιρεία η οποία το 2005 ενεγράφη στο τελωνειακό μητρώο εισαγωγών και μέχρι τις αρχές του 2009 πραγματοποίησε 14 εισαγωγές, από τις οποίες 3 αφορούσαν κάρβουνα και έπιπλα και οι 11 μόνο κάρβουνα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η χώρα εισαγωγής ήταν η Αίγυπτος. Για την εκτελώνιση των εμπορευμάτων, χρησιμοποιούσε δύο εκτελωνιστικές εταιρείες, οι οποίες για τον τόπο παράδοσης των εμπορευματοκιβωτίων, έπαιρναν οδηγίες από τον ίδιο. Αρκετά εμπορευματοκιβώτια παραδόθηκαν σε κτηνοτροφικά υποστατικά στη Σωτήρα Αμμοχώστου.  Τις τελευταίες δύο φορές, τα εμπορευματοκιβώτια παραδόθηκαν από υπάλληλο των εκτελωνιστών, σε οικόπεδο στο Κίτι Λάρνακας.  Στη μια από τις δύο περιπτώσεις (4.2.2009), ήταν παρών ο Ramadan, ο οποίος παρέλαβε το εμπορευματοκιβώτιο.  Όταν ο οδηγός των εκτελωνιστών επέστρεψε μετά από 2-3 μέρες για να παραλάβει το άδειο εμπορευματοκιβώτιο, διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχε άλλο εμπορευματοκιβώτιο, στο οποίο φορτώνονταν κάρβουνα.

Στις 25.2.2009 η ΥΚΑΝ Λάρνακας έλαβε πληροφορία ότι στον εν λόγω χώρο υπήρχε εμπορευματοκιβώτιο με κάρβουνα, μέσα στο οποίο υπήρχαν ναρκωτικά. Αστυνομικοί που μετέβησαν στο μέρος, εντόπισαν τους αλλοδαπούς πρώην κατηγορούμενους 4-7 να ξεφορτώνουν κάρβουνα από το εμπορευματοκιβώτιο και να τα φορτώνουν σε ένα φορτηγό όχημα. Στο μέρος υπήρχε και δεύτερο φορτηγό.  Παρών ήταν ο Εφεσείων, ο οποίο ήταν ο ιδιοκτήτης των δύο φορτηγών και ο οποίος επέβλεπε τη φορτοεκφόρτωση.  Μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο δεν βρέθηκε οτιδήποτε το παράνομο.  Δίπλα όμως, εντοπίστηκαν δύο πλαστικά  δοχεία χαλουμιών που περιείχαν κάνναβη καθαρού βάρους 930 γραμμαρίων (βλ. κατηγορίες 5, 6 και 7). Επειδή ο Εφεσείων πληροφόρησε την αστυνομία ότι το εμπορευματοκιβώτιο ανήκε στο Ramadan, η έρευνα διακό[*72]πηκε μέχρι να εντοπιστεί ο τελευταίος. Ακολούθησε έρευνα στο διαμέρισμα του Ramadan, στο οποίο εντοπίστηκαν μικρές ποσότητες κάνναβης. Η έρευνα συνεχίστηκε την ίδια μέρα σε μάντρα ζώων που διατηρούσε ο Εφεσείων στην κτηνοτροφική περιοχή Σωτήρας, η οποία βρίσκεται δίπλα από την κατοικία του. Πρόκειται για τα υποστατικά, τα οποία σύμφωνα με τα κοινώς αποδεχτά γεγονότα, χρησιμοποιούνταν από τον Ramadan. Κατά την έρευνα σε υπόστεγο της μάντρας, βρέθηκαν στοιβαγμένες μερικές χιλιάδες σακούλες με κάρβουνα και κάτω από αυτές εντοπίστηκαν άλλες σακούλες που περιείχαν κάνναβη, συνολικού βάρους 78.408,9 γραμμάρια (ποσότητα α΄). Σύμφωνα με τα παραδεχτά γεγονότα, δίπλα από τις σακούλες με κάρβουνα βρέθηκε και άλλη ποσότητα ναρκωτικών διασκορπισμένη στο έδαφος, η οποία είχε βάρος 806,04 γραμμάρια (ποσότητα β΄). Σε άλλο υποστατικό της μάντρας, εντοπίστηκε μια υπόγεια κρύπτη (3 Χ 3 μ. και 1.60 μ. ύψος), το στόμιο της οποίας έκλεινε με μεταλλική συρόμενη πόρτα.  Εντός της κρύπτης, βρέθηκε, μεταξύ άλλων αντικειμένων και άλλη ποσότητα κάνναβης, βάρους 28.838,1296 γραμμαρίων (ποσότητα γ΄). Την επόμενη μέρα που συνέχισαν οι έρευνες (26.2.2009) στον ίδιο τόπο, η αστυνομία βρήκε σκορπισμένη στο έδαφος, κάτω από σακούλες με κάρβουνα και άλλη ποσότητα κάνναβης, βάρους 3.100 γραμμάρια (ποσότητα δ΄). Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το συνολικό βάρος των πιο πάνω τεσσάρων ποσοτήτων (α΄)-(δ΄), που βρέθηκαν στα υποστατικά, ανέρχεται στα 110.236,2497 (βλ. κατηγορίες 22-25).

Ο Ramadan, ο οποίος ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Εφεσείοντος, έδωσε τελικά τέσσερις θεληματικές καταθέσεις:- 25.2.2009 (Τεκμήριο 72), 27.2.2009 (Τεκμήριο 73), 3.3.2009 (Τεκμήριο 74) και 5.3.2009 (Τεκμήριο 75). Με τις δύο πρώτες, ενοχοποιούσε μόνο τον εαυτό του. Όμως με την τρίτη ενοχοποιούσε για πρώτη φορά τον Εφεσείοντα. Ενοχοποιητική για τον Εφεσείοντα ήταν επίσης και η τέταρτη κατάθεση του Ramadan, καθώς και η προφορική μαρτυρία του στο Δικαστήριο.

Ο Εφεσείων στην υπεράσπισή του προέβη σε ανώμοτη δήλωση, αρνούμενος ενοχή. Παραδέχθηκε ότι ενοικίασε τη μάντρα του στον Ramadan για να βάζει μέσα κάρβουνα και έπιπλα. Επίσης, δέχθηκε ότι του έκαμνε κάποιες μεταφορές για τα κάρβουνα. Όμως, δεν είχε σχέση και δεν γνώριζε για τα ναρκωτικά.  Δικαιολόγησε το ταξίδι του στην Αίγυπτο, ότι έγινε κατά παράκληση του Ramadan για να πάρει χρήματα στη μητέρα του.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία του Ramadan μη αξιόπι[*73]στη και δεν στηρίχθηκε σ’ αυτήν για το ρόλο του Εφεσείοντος.  Αφού αξιολόγησε θετικά την υπόλοιπη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε ότι ο Εφεσείων είχε φυσική σχέση με τα ανευρεθέντα ναρκωτικά, με αποτέλεσμα να τεθούν σε ισχύ οι πρόνοιες του Αρθρου 32 του Νόμου 29/77 και να κριθεί συμπερασματικά με βάση περιστατική μαρτυρία, ότι ο Εφεσείων είχε γνώση για τις διάφορες ποσότητες ναρκωτικών που βρέθηκαν στους χώρους που κατείχε ο Ramadan. Ως εκ τούτου, τον βρήκε ένοχο για τα αδικήματα της κατοχής, της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, της εισαγωγής σε συνεργασία με τον Ramadan και της συνωμοσίας για εισαγωγή των διαφόρων ποσοτήτων που αναφέραμε στην αρχή της απόφασής μας.

Οι λόγοι έφεσης.

Ο Εφεσείων προβάλλει 21 συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους ο δικηγόρος του υποστηρίζει στο περίγραμμα του το οποίο αποτελείται από 106 ολόκληρες σελίδες. Σ’ αυτό ταξινομεί τους λόγους έφεσης σε πέντε ενότητες. Η πρώτη αφορά στην περιστατική μαρτυρία και σ’ αυτή ο δικηγόρος του Εφεσείοντος περιλαμβάνει τους λόγους έφεσης 1, 5, 19 και 22.  Η δεύτερη ενότητα, αφορά κατά κύριο λόγο στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο και σ’ αυτήν περιλαμβάνονται οι λόγοι έφεσης 3, 4, 7, 9-18, 20 και 21.  Στην τρίτη ενότητα, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος αναπτύσσει τα επιχειρήματά του για το τεκμήριο της αθωότητας σε σχέση με το λόγο έφεσης 6, ενώ η τέταρτη καλύπτει το λόγο έφεσης 2 σε σχέση με το Αρθρο 30Α του Νόμου 29/77. Η τελευταία ενότητα, αφορά στο λόγο έφεσης 23 και στην ποινή που επιβλήθηκε. Για σκοπούς ευκολίας, θα ακολουθήσουμε και εμείς τις ίδιες ενότητες, μόνο που θα εξετάσουμε πρώτα τη δεύτερη ενότητα, η οποία λογικά προηγείται των άλλων λόγων έφεσης.

Αξιολόγηση μαρτυρίας – Λόγοι έφεσης 3, 4, 7, 9-18, 20 και 21.

Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του Εφεσείοντος, ήταν ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία των Μ.Κ. 2, 3 και 4. Εισηγήθηκε ότι οι πιο πάνω μάρτυρες ήταν συνεργοί και έτσι έπρεπε να είχαν ειδωθεί. Εν πάση περιπτώσει, ανέφερε ο κ. Δράκος, εναντίον τους υπήρχε περισσότερη περιστατική μαρτυρία παρά εναντίον του Εφεσείοντος. Επομένως, εισηγήθηκε, είναι λανθασμένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων είχε γνώση για τα ναρκωτικά, ενώ οι τρεις μάρτυρες όχι. Πέραν τούτου, όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι προϊστάμενος, για ό,τι είχε σχέση με τα κάρβουνα, ήταν ο Ramadan.  Τίποτε δεν λέχθηκε εναντίον του Εφεσείοντος που να τον [*74]συνδέει με τις παρανομίες του Ramadan. Ακόμη και ο Μ.Κ. 4 που αρχικά άφησε να νοηθεί ότι ο Εφεσείων ενίοτε έδιδε και αυτός οδηγίες, στην αντεξέτασή του εγκατέλειψε αυτή τη θέση. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, επεσήμανε επίσης με αναφορά στη μαρτυρία των Μ.Κ. 2, 3 και 4, διάφορα άλλα σημεία στα οποία θεωρούσε ότι υπήρχαν αντιφάσεις.

Σύμφωνα με τη νομολογία μας, τα ευρήματα αξιοπιστίας «είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων» (βλ. Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166, Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056 και Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220). Μικροδιαφορές στη μαρτυρία ενός μάρτυρα ή μεταξύ της μαρτυρίας του και άλλου μάρτυρα, δεν πλήττουν τον κύριο κορμό της μαρτυρίας του, και κατ’ επέκταση την αξιοπιστία του (βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 314). Το Εφετείο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά, ενόψει της μαρτυρίας που είχε προσφερθεί ή υπάρχουν αντιφάσεις που αντικειμενικά κρινόμενες είναι σημαντικές και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε εντοπίσει τέτοιες αντιφάσεις. Όλα τα σημεία στα οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος του Εφεσείοντος, αφορούν σε μικροδιαφορές οι οποίες αφήνουν άθικτο τον κύριο κορμό της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.  Κατ’ αρχάς η μαρτυρία των τριών μαρτύρων, Μ.Κ.2, 3 και 4 (πρώην κατηγορουμένων), όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο δεν αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως. Ανεξάρτητα τούτου, το Κακουργιοδικείο εντόπισε μια διαφορά, αναφορικά με την παρουσία του Εφεσείοντος από τα αρχικά στάδια κατασκευής της κρύπτης, την οποία και αξιολόγησε κατάλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την υπόλοιπη μαρτυρία επί του ζητήματος.

Οι καταθέσεις των μαρτύρων Σάββα Κάουρα (Τεκμήριο 80), Ντίνου Μιχαηλίδη (Τεκμήριο 81) και Στέλιου Κουλλαπή (Τεκμήριο 83), κατατέθηκαν ως κοινώς παραδεχτά γεγονότα. Όμως ο συνήγορος του Εφεσείοντος επιχειρηματολόγησε ότι δεν είναι ορθός ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τις τρεις καταθέσεις.  Δεν συμφωνούμε.  Το Κακουργιοδικείο αφού ενέταξε αυτά τα στοιχεία μαρτυρίας στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, προέβη σε ορθή αξιολόγηση τους αναφορικά με τη γνώση του [*75]Εφεσείοντος για την ύπαρξη της κρύπτης. Επίσης, δεν έχουμε πειστεί για το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Δρ. Α. Μαυρολεύτερου, Μ.Υ.1. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε ορθά τη μαρτυρία του ως εμπειρογνώμονα, του οποίου πρωταρχικός σκοπός ήταν να εφοδιάσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ώστε το δικαστήριο να μπορέσει να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση.  Τελικός κριτής είναι πάντοτε το δικαστήριο, όπως πολύ ορθά επισήμανε το Κακουργιοδικείο.

Ούτε από τον τρόπο που το δικαστήριο αξιολόγησε τα υπόλοιπα παραδεχτά στοιχεία μαρτυρίας, προκύπτει οτιδήποτε που να τεκμηριώνει τα παράπονα που διατυπώθηκαν από το δικηγόρο του Εφεσείοντος.  Ορθή βρίσκουμε και την κατάληξη του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την κατηγορία 22, ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τη συνομωσία μεταξύ του Εφεσείοντος και του Ramadan.  Αφού αποκλείστηκε η μαρτυρία Ramadan που ενέπλεκε άμεσα τον Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στο σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας και ειδικότερα της περιστατικής. Δεν έχουμε πεισθεί ότι προκύπτει οτιδήποτε από τα σημεία που έθιξε ο συνήγορος του Εφεσείοντος. Το Κακουργιοδικείο ορθά βρήκε ότι υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία που παρουσίαζε τον Εφεσείοντα να δίδει οδηγίες για τη φορτοεκφόρτωση των καρβούνων. Επίσης, υπάρχει μαρτυρία ανεξάρτητη ότι ο Εφεσείων ενεπλάκη και στην κατασκευή της κρύπτης. Σχετική είναι η κατάθεση του Στέλιου Κουλλαπή σε σχέση με το μηχάνημα εκσκαφής που οι Ramadan και Εφεσείων ενοικίασαν από κοντά του, η κατάθεση του Ντίνου Μιχαηλίδη και Σάββα Κάουρα, αναφορικά με τις οδηγίες του Ramadan και Εφεσείοντος για την κατασκευή μεταλλικής συρτής πόρτας. Κατά την κρίση μας είναι απόλυτα ορθό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων είχε εμπλακεί στη διαδικασία κατασκευής της κρύπτης.

Με το λόγο έφεσης 18, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο αγνόησε το γεγονός ότι ο πρώην κατηγορούμενος 6, μετά που του επιβλήθηκε ποινή, εκδόθηκε στη χώρα του με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην έχει τη δυνατότητα να τον καλέσει ως μάρτυρα. Αυτό, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του Εφεσείοντος, συνιστά παραβίαση του αντίστοιχου δικαιώματος που προστατεύεται από το Αρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Αρθρο 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος. Δεν συμφωνούμε. Ο πρώην κατηγορούμενος 6 δεν ήταν μάρτυρας κατηγορίας και επομένως δεν βλέπουμε πώς ο Εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος του να καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπιση του. Εάν ο Εφεσείων έκρινε ότι η μαρτυρία του πρώην κατηγορουμένου 6 θα τον βοηθούσε καθ’ οιον[*76]δήποτε τρόπο, όφειλε να προβεί σε διευθετήσεις για τη μεταφορά του στην Κύπρο για να καταθέσει. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη, από την κατάθεση του πρώην κατηγορούμενου 6 δεν προέκυπτε οτιδήποτε βοηθητικό για τον Εφεσείοντα, αλλά αντίθετα φαίνεται να τον ενέπλεκε μαζί με τον Ramadan.

Η περιστατική μαρτυρία για την κατοχή και τη γνώση – Λόγοι έφεσης 1, 5, 19 και 22.

Όπως πολύ ορθά υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) της κατοχής, συνίσταται είτε σε άμεση φυσική φύλαξη του αντικειμένου, είτε σε εξυπακουόμενη κατοχή, σύμφωνα με το Αρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, το οποίο προβλέπει ότι αντικείμενα που τελούν υπό τον έλεγχο προσώπου, θεωρούνται ότι βρίσκονται στην κατοχή του, ανεξάρτητα αν βρίσκονται υπό τη φύλαξη άλλου προσώπου.  Όμως, η κατοχή, είτε υπό τη μία είτε υπό την άλλη έννοια, θα πρέπει να συνοδεύεται με ταυτόχρονη γνώση (mens rea) της φύσεως του αντικειμένου, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256, Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Oueiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49, Πολυδώρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492 και οι πιο πρόσφατες Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633 και Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166.

Απόλυτα σχετικό με το θέμα της κατοχής και της γνώσης, είναι το Αρθρο 32 του Νόμου 29/77, το οποίο προβλέπει ότι:-

«32.-(1) Το παρόν άρθρον εφαρμόζεται εις αδικήματα βάσει των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ήτοι των Αρθρων 5(2) και (3), 6(2) και (3), 7(2) και 10.

(2) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (3) κατωτέρω εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, αποτελεί υπεράσπισιν διά τον κατηγορούμενον η απόδειξις ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ούτε λόγον να υποψιασθή την ύπαρξιν οιουδήποτε γεγονότος προβαλλομένου υπό της κατηγορίας όπερ η κατηγορία δέον να αποδείξη ίνα καταδικασθή ούτος διά το εν τω κατηγορητηρίω αδίκημα.

(3) Εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος διά το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, ίνα καταδικασθή ο κατηγορούμε[*77]νος δέον όπως η κατηγορία αποδείξη ότι ουσία τις ή προϊόν τι σχετιζόμενον με το προσαπτόμενον αδίκημα ήτο το ελεγχόμενον φάρμακον όπερ η κατηγορία ισχυρίζεται και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω ουσία ή προϊόν ήτο τω όντι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον-

(α) ο κατηγορούμενος δεν απαλλάσσεται του αδικήματος λόγω μόνον ότι ούτος αποδεικνύει ότι δεν εγνώριζεν ή υποπτεύετο ούτε είχε λόγον να υποπτευθή ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο το ειδικώς αναφερόμενον φάρμακον περί ου ο ισχυρισμός· αλλά ούτος

(β) απαλλάσσεται του αδικήματος –

 (i)   εάν αποδείξη ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ή λόγον να υποπτεύηται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ή το ελεγχόμενον φάρμακον· ή

(ii)   εάν αποδείξη ότι επίστευε, ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον, ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής ώστε, εάν τούτο ήτο πράγματι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής, ούτος δεν θα διέπραττε κατά τον ουσιώδη χρόνον αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.

(4) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θέλει επηρεάσει δυσμενώς οιανδήποτε υπεράσπισιν ην δύναται να προβάλη πρόσωπον τι κατηγορούμενον δι’ αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.»

Όπως φαίνεται από το πιο κάτω απόσπασμα, το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς την ερμηνεία του Αρθρου 32 και του μαχητού τεκμηρίου που δημιουργείται από αυτό:-

«Η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος είχε υπό την κατοχή ή τον έλεγχό του, εν γνώσει του, ένα δέμα, το οποίο περιείχε κάτι. Αυτό στοιχειοθετεί την απαραίτητη κατοχή. Περαιτέρω, η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει ότι το δέμα περιείχε το επίδικο ναρκωτικό.  Αν αυτά αποδειχθούν, τότε εναποτίθεται το βάρος στους ώμους του κατηγορούμενου «να αποδείξει» ότι η υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του Άρθρου 32 του Νόμου.»

Σχετικές είναι οι υποθέσεις Μαυρίκιου v. Αστυνομίας (2007) 2 [*78]Α.Α.Δ. 359, Σκούλλου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87, Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211 και Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250, L. v. Director of Public Prosecutors [2002] 2 All E.R. 854, στις οποίες το Κακουργιοδικείο έκαμε αναφορά.

Το Κακουργιοδικείο εφαρμόζοντας ορθά τις σχετικές νομικές αρχές, έκρινε ότι υπήρχε ενώπιον του αρκετή μαρτυρία, στη βάση της οποίας στοιχειοθετείτο η φυσική σχέση του Εφεσείοντος με τα σακούλια που περιείχαν τα ναρκωτικά. Εξειδικεύοντας τη μαρτυρία, έκανε αναφορά:- (α) στη δήλωση του ιδίου του Εφεσείοντος ότι εκτελούσε (για τον Ramadan) «τα δρομολόγια με τα κάρβουνα», τα οποία ήταν συσκευασμένα σε σακούλες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι σακούλες με τα ναρκωτικά, (β) στο ότι τα ναρκωτικά βρέθηκαν στα υποστατικά του, τα οποία χρησιμοποιούσε και ο Ramadan. Εκεί ο Εφεσείων είχε τα ζώα του και δίπλα από τα υποστατικά σε πολύ μικρή απόσταση (30 μ.) ήταν το σπίτι του και (γ) στο ότι ο Εφεσείων ήταν παρών κατά τις φορτοεκφορτώσεις των καρβούνων, δίδοντας μάλιστα και οδηγίες.

Ως αποτέλεσμα της κατάληξης για την κατοχή ή τη φυσική σχέση του Εφεσείοντος με τα ναρκωτικά, το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι δημιουργείται το τεκμήριο γνώσης και ότι εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Αρθρου 32 του Νόμου 29/77, στη βάση του οποίου ο Εφεσείων θα μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο. Ο Εφεσείων είχε το σχετικό βάρος να δημιουργήσει στο μυαλό του Κακουργιοδικείου κάποια αμφιβολία ή υποψία ότι δεν είχε γνώση ή ότι δεν είχε κανένα λόγο να υποπτεύεται ότι στις σακούλες περιλαμβάνονταν τα ναρκωτικά που βρέθηκαν. Το Κακουργιοδικείο όχι μόνο δεν πείστηκε, αλλά έκρινε ότι οι περιστάσεις ήταν αρκετές να στοιχειοθετήσουν τη γνώση και ανεξάρτητα από το μαχητό τεκμήριο.

Συμφωνούμε με αυτή την κατάληξη. Το Κακουργιοδικείο εξηγώντας το σκεπτικό του, παρέπεμψε στα παραδεχτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα, ότι τα ναρκωτικά είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο, κρυμμένα σε σακούλες, σε κάποιο στάδιο μεταφέρθηκαν στα επίδικα υποστατικά από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, ότι ορισμένα βρέθηκαν στα υπόστεγά του και άλλα μέσα σε κρύπτη και ότι ο Εφεσείων στάληκε από το Ramadan στην Αίγυπτο με λεφτά. Περαιτέρω, σημείωσε ότι:- (α) ο Εφεσείων δεν ενεργούσε ως απλός μεταφορέας, αλλά ενίοτε έδινε και αυτός οδηγίες σε σχέση με την στοίβα από κάρβουνα, στην οποία ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά, (β) είχε σημαντικό ρόλο στην κατασκευή της κρύπτης μέσα στην οποία βρέθηκαν τα ναρκωτικά, γεγονός που αποκάλυπτε έγνοια, [*79](γ) η κρύπτη-εργαστήριο απείχε από το σπίτι του Εφεσείοντος 30 μέτρα και βρισκόταν δίπλα από τη μάντρα με τα ζώα του και υπήρχε ελεύθερη θέα προς το εσωτερικό της κρύπτης, (δ) η χρονική διασύνδεση των εισαγωγών, με τα ταξίδια του Εφεσείοντος στην Αίγυπτο για μεταφορά χρημάτων. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι, ενώ η πρώτη από τις τελευταίες εισαγωγές έγινε στις 25.10.2008, ο Εφεσείων μετέβη στην Αίγυπτο την 31.10.2008.  Ενώ η δεύτερη εισαγωγή έγινε στις 14.11.2008, ο Εφεσείων αναχώρησε για την Αίγυπτο στις 28.11.2008 και ενώ η τρίτη εισαγωγή έγινε στις 22.12.2008 ο Εφεσείων ταξίδεψε στην Αίγυπτο στις 25.12.2008 και επέστρεψε την επομένη. Ο Εφεσείων βέβαια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που επισκεπτόταν την Αίγυπτο ήταν για να μεταφέρει χρήματα στη μητέρα του Ramadan και για την αγορά επίπλων. Όμως το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή αυτή, δίδοντας προς τούτο επαρκείς και πειστικούς λόγους.

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι είναι ορθή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης «σωρευτικά αποτιμούμενες, οδηγούν σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα», ότι ο Εφεσείων «είχε τέτοια ευρεία συνεργασία με το Ramadan και τέτοια συμμετοχή στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, ώστε να μην μπορεί παρά να είχε γνώση για τη φύση των αντικειμένων που μετέφερε στα υποστατικά του όπου και φυλάττονταν».

Καμιά από τις πολλές εισηγήσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντος δεν ευσταθεί, ώστε να ανατραπούν τα ευρήματα και συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου. Το εύρημα ότι τα ναρκωτικά είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο, δεν προέρχεται από τη μαρτυρία του Ramadan, όπως εισηγήθηκε ο κ. Δράκος, αλλά αποτελούσε παραδεχτό γεγονός σύμφωνα με τη δήλωση παραδεχτών γεγονότων που κατατέθηκε ως τεκμήριο στο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε αυτό το γεγονός. Υπήρξε επίσης εισήγηση, ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε ταξίδια του Εφεσείοντος με χρήματα, ενώ μόνο σε μια περίπτωση δέχθηκε ότι πήρε €20.000 για να τις δώσει στη μητέρα του Ramadan. Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί, αφού το Κακουργιοδικείο με σαφήνεια αναφέρθηκε στις τρεις περιπτώσεις που ο Εφεσείων επισκέφθηκε την Αίγυπτο, τονίζοντας ότι μόνο για τη μία περίπτωση υπήρχε μαρτυρία ότι πήρε μαζί του το ποσό των €20.000. Κατά την άποψή μας, καμία πλάνη δεν φαίνεται να υπήρχε στο μυαλό του Κακουργιοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, η διασύνδεση των ημερομηνιών των ταξιδιών του Εφεσείοντος στην Αίγυπτο, σε σχέση με τις εισαγωγές καρβούνων, ήταν εύστοχη και ορθή. Ούτε οι εισηγήσεις για το ρόλο του Εφεσείοντος ευσταθούν. Τό[*80]σο ο εποπτικός του ρόλος, όσο και η συμμετοχή του στη δημιουργία της κρύπτης, προκύπτει από τη μαρτυρία στην οποία έκαμε αναφορά το Κακουργιοδικείο (παρουσία του στο χώρο όπου θα κατασκευαζόταν το μπετόν για την κρύπτη και η σχέση του με την αγορά της μεταλλικής συρόμενης πόρτας της κρύπτης). Δεν πρόκειται καθόλου για υποθέσεις ή σενάρια, όπως εισηγείται ο κ. Δράκος, αλλά για στοιχεία μαρτυρίας που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου και από τα οποία το Κακουργιοδικείο εξήγαγε τα ορθά συμπεράσματα. Ούτε μπορεί να γίνει δεχτή η εισήγηση ότι η περιστατική μαρτυρία εναντίον των αλλοδαπών υπαλλήλων του Ramadan, μαρτύρων κατηγορίας 2, 3 και 4, ήταν η ίδια με αυτή που υπήρχε εναντίον του Εφεσείοντος. Πέραν της απλής παρουσίας των μαρτύρων και του ίδιου στη σκηνή, πρόκειται για εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Οι συγκεκριμένοι μάρτυρες, εκτελούσαν απλή χειρονακτική εργασία και εργάζονταν στο χώρο για μερικές εβδομάδες πριν τη σύλληψή τους, σε αντίθεση με τον Εφεσείοντα ο οποίος όχι μόνο ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης των υποστατικών στα οποία ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, αλλά τα υποστατικά ήταν ακριβώς δίπλα από τη μάντρα και το σπίτι του. Επίσης η κρύπτη ήταν σε απόσταση 30 μέτρων από το σπίτι του, ενώ ο Εφεσείων σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή, επισκεπτόταν το χώρο σχεδόν καθημερινώς και τις πλείστες φορές μαζί με το Ramadan.

Η άλλη εισήγηση του κ. Δράκου, είναι ότι το Κακουργιοδικείο, ενώ απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Ramadan, εντούτοις δέχθηκε μέρος της. Δεν είναι ορθή η εισήγηση.  Όπως υποδείξαμε, το πολύ μικρό μέρος που χρησιμοποιήθηκε από τη μαρτυρία, ήταν αυτό που συνέπιπτε με τα παραδεχτά γεγονότα, όπως για παράδειγμα ότι η εισαγωγή των καρβούνων γινόταν από την Αίγυπτο.

Το Αρθρο 30Α του Νόμου 29/77 – Λόγος έφεσης 2.

Όταν η κατοχή ναρκωτικών υπερβαίνει συγκεκριμένη ποσότητα, το Αρθρο 30Α καθιερώνει τεκμήριο ότι σκοπός της κατοχής είναι η προμήθεια σε άλλους. Στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι τύγχανε εφαρμογής το Αρθρο 30Α, αφού με δεδομένη την υπεράσπιση του Εφεσείοντος για παντελή αποσύνδεση του από την κατοχή των ναρκωτικών, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Εφεσείων δεν πρόβαλε κανένα ισχυρισμό για ανατροπή του τεκμηρίου του Αρθρου 30Α.

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος επιχειρηματολόγησε περαιτέρω ότι το Αρθρο 30Α του Νόμου βρίσκεται σε αντίθεση με το Αρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων [*81]Δικαιωμάτων και τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, καθότι μεταθέτει υπέρμετρο βάρος στον κατηγορούμενο, ο οποίος τυγχάνει να μην παραδέχεται ούτε την κατοχή των ναρκωτικών. Αυτό ανέφερε ο κ. Δράκος, θέτει ένα κατηγορούμενο σε δυσμενή θέση, αφού στερείται της δυνατότητας να υπερασπιστεί στη βάση του Αρθρου 30Α.

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Η νομολογία μας έχει ξεκαθαρίσει ότι η δημιουργία μαχητών τεκμηρίων δεν μεταθέτει το νομικό βάρος στον κατηγορούμενο, αλλά του δίδει την ευκαιρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία (βλ. Μαυρικίου v. Αστυνομίας, ανωτέρω, Σκούλλου v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301, Emegoakor v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 31 και R. v. Lambert [2001] 3 All E.R. 577).

Η εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν υποστηρίζεται από καμία νομική αυθεντία, είτε δική μας, είτε του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που γινόταν δεχτή η εισήγηση, θα σήμαινε ότι ένας κατηγορούμενος θα μπορούσε ταυτόχρονα να ισχυριστεί ενώπιον του δικαστηρίου ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά, ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξή τους και ταυτόχρονα να ισχυρίζεται διαζευκτικά ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι τα κατείχε, αυτά ήταν για δική του χρήση. Όπως ορθά επισημαίνει η κα Κάρνου, κάτι τέτοιο θα πρόσβαλλε την κοινή λογική και θα παρείχε σε κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο, τη δυνατότητα να θέτει ενώπιον του δικαστηρίου εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές, μια εκ των οποίων θα είναι εκ προοιμίου ψευδής, αφού δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν κατέχει μια ουσία και ταυτόχρονα ότι την κατέχει.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι ο Εφεσείων ορθά κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Το ύψος της ποινής – Λόγος έφεσης 23.

Ως προς τις ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα, ο δικηγόρος του εισηγήθηκε ότι αυτές είναι υπερβολικές και άνισες, αφού ο ρόλος του Εφεσείοντος σε σχέση με αυτόν του Ramadan που ήταν ο ιθύνων νους, ήταν δευτερευούσης σημασίας.

Δεν συμφωνούμε ότι η ποινή των 14 χρόνων για εισαγωγή, η οποία είναι η ίδια με αυτή που επιβλήθηκε στο Ramadan (14 χρόνια), παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.  Όπως ορθά υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο, η αρχή δεν έχει σκοπό την αριθμητική εξίσωση της ποινής που επιβάλλεται (βλ. Ευα[*82]γόρου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι ο ρόλος του Ramadan ήταν πρωτεύων. Όμως ορθά έκρινε ότι και ο ρόλος του Εφεσείοντος αν και δευτερεύων, ήταν σημαντικός. Μπορεί να υπάρχει διαφορά στις ποσότητες που αφορούσαν στον καθένα, αλλά η ποσότητα για την οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, δεν παύει να είναι τεράστια.  Πέραν τούτου, ο Ramadan είχε υπέρ του το σημαντικό ελαφρυντικό της παραδοχής και της μεταμέλειας που, όπως σημείωσε και το Κακουργιοδικείο, μειώνει σημαντικά την ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Αυτό το ελαφρυντικό δεν το είχε ο Εφεσείων.  Άλλη διαφορά που σημείωσε το Κακουργιοδικείο, είναι ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ενώ ο Εφεσείων όχι μόνο είχε μια προηγούμενη καταδίκη για σοβαρά αδικήματα, αλλά σε σύντομο χρόνο μετά την αποφυλάκισή του, διέπραξε τα επίδικα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Κατά την κρίση μας, η ποινή που του επιβλήθηκε όχι μόνο δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αλλά δεν είναι ούτε έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο