Πεπέκκος Ανδρέας ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 86

(2012) 2 ΑΑΔ 86

[*86]22 Φεβρουαρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ANΔΡΕΑΣ ΠΕΠΕΚΚΟΣ,

Eφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 203/2010)

 

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Άρθρο 205(1)(3), Κεφ. 154 ― Επικύρωση κατ’ έφεση καταδίκης και ποινής εννεαετούς φυλάκισης ― Δράστης άτομο με ψυχικά και ψυχιατρικά προβλήματα που έδρασε υπό το κράτος ψυχικού παραληρήματος αποδίδοντας ιδιότητα κατασκόπου σε Γερμανό ποδηλάτη τον θάνατο του οποίου αποφάσισε να προκαλέσει με το αυτοκίνητο του ― Η ψυχική του κατάσταση δεν εξουδετέρωνε τη φύση της πράξης του που ήταν βάναυση και αποτρόπαια.

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Άρθρο 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Το αναγκαίο που πρέπει να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος έχει επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη, την οποία είχε πρόθεση να διαπράξει.

Απόδειξη — Ομολογία ενοχής κατηγορουμένου — Θεληματική κατάθεση ― Η θεληματικότητα δηλώσεων από άτομο που βρίσκεται σε παραλογισμό ή έχει παρανοϊκές ιδέες ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ενυπάρχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο παρά την απουσία οποιουδήποτε συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού να προβεί σε απόρριψη κατάθεσης όταν η θεληματικότητα της σκιάζεται από γεγονότα που την καθιστούν αμφίβολη.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Η γενική αρχή δικαίου η οποία ισχύει είναι ότι θέματα που ανάγονται τόσο στην ορθότητα όσο και στην ακρίβεια του περιεχόμενου κατάθεσης που αναπόφευκτα σχετίζονται με τη νοητική κατάσταση του υπόπτου κατά το χρόνο της ομολογίας ανάγονται όχι στο παραδεκτό της κατάθεσης αλλά στη βαρύτητα που μπορεί να της αποδοθεί.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή [*87]ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφ’ εαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα ― Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο  ότι ήταν το πρόσωπο που στις 28 Νοεμβρίου, 2009, στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας προκάλεσε το θάνατο του Harald Joseph Krebs, 44 χρονών τέως από τη Γερμανία, ο οποίος επέβαινε ποδηλάτου.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο,  ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του διπλοκάμπινου ενεχόμενου αυτοκινήτου και με πρόθεση να επιφέρει το θάνατο του εν λόγω Krebs  οδήγησε το αυτοκίνητο του και προκάλεσε σύγκρουση με το εν λόγω ποδήλατο που προπορευόταν της πορείας του. Ο οδηγός του αυτοκινήτου εγκατέλειψε τη σκηνή και κατά τη δίκη, αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, ότι ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου.

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 χρόνων.

Με την έφεση που ασκήθηκε αμφισβητήθηκε τόσο η ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντα όσο και  το ύψος της ποινής.

Μεταξύ άλλων υποστηρίχθηκαν τα εξής:

α)    Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ήταν θεληματική η δήλωση που έκαμε ο εφεσείων προς Υπαστυνόμο κατά το στάδιο της ανάκρισης του πρώτου, την ημέρα του δυστυχήματος και με την οποία παραδέχθηκε ότι ο ίδιος «ετσίλλισε» τον αποβιώσαντα.

β)    Το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τη κατάθεση της ψυχιάτρου Άννας Πολυνείκη, σχετικά με τη ψυχική υγεία του εφεσείοντα.

γ) Η υιοθέτηση της περιστατικής μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη του εφεσείοντα.

δ)    Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο έπρεπε να καταλήξει ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να καταδικαστεί για το αδίκημα που προβλέπεται με βάση το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα και όχι με βάση το Άρθρο 205.

[*88]Αποφασίστηκε ότι:

1. Το πρωτόδικο δικαστήριο με σαφήνεια παραθέτει την αναγκαία νομολογία, σύμφωνα με την οποία αποτελεί υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ότι τα στοιχεία που επιχειρεί να προσκομίσει στο Δικαστήριο δεν μολύνονται από αντισυνταγματική, παράνομη ή από άλλως πως επιλήψιμη ενέργεια της Αστυνομίας. Ιδιαιτέρως, προστίθεται στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου σε περιπτώσεις προφορικών ενοχοποιητικών δηλώσεων η κατηγορούσα αρχή πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι αυτή ήταν θεληματική.

2. Το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε τη νομολογία, με βάση το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και δεν υπήρχε οποιονδήποτε στοιχείο που να δικαιολογούσε την εισήγηση της υπεράσπισης περί έλλειψης θεληματικότητάς της. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου ήταν ορθή.

3. Ορθή ήταν και η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η όλη μαρτυρία οδηγούσε προς την κατεύθυνση ότι η ιδιότητα του κατασκόπου που ο κατηγορούμενος απέδωσε στο θύμα, ήταν μέρος του παραληρήματος, αποτέλεσμα της ψυχικής του κατάστασης. Αυτό όμως δεν εξουδετέρωνε τη φύση της πράξης του κατηγορούμενου.

4. Το Κακουργιοδικείο εξέθετε με επάρκεια, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ανθρωποκτονίας του Άρθρου 205, επισημαίνοντας ότι το αναγκαίο να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος έχει επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη, την οποία είχε πρόθεση να διαπράξει.

5. Ορθά, κατέληξε το Κακουργιοδικείο ο κατηγορούμενος διαμόρφωσε πρόθεση να κτυπήσει τον εν λόγω ποδηλάτη και αυτό καταδεικνυόταν με την όλη μαρτυρία την οποία ανέλυσε.

6. Από τη στιγμή που η διαμορφωθείσα πρόθεση υλοποιήθηκε με την οδήγηση του αυτοκινήτου και το συνακόλουθο κτύπημα στο ποδήλατο του αποβιώσαντα, είχε καταδειχθεί η απαιτούμενη ένοχη σκέψη υλοποίησης της πρόθεσης και ορθώς το Κακουργιοδικείο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας, με βάση το Άρθρο 205 του Κεφ. 154.

    Αναφορικά με την έφεση κατά της ποινής:

1.  Ο κατηγορούμενος διαμόρφωσε την πρόθεση να κτυπήσει το εν [*89]λόγω πρόσωπο ορμώμενος από την απέχθεια του έναντι του θύματος στη βάση της ιδιότητας του κατασκόπου που ο ίδιος του απέδωσε, πρόθεση την οποία υλοποίησε.

2.  Δεν μπορούσε να παραγνωριστεί το γεγονός ότι με τις ενέργειες του εφεσείοντα ένας συνάνθρωπος μας έχασε τη ζωή του με αυτό τον απαράδεκτο τρόπο, έστω και αν υπήρξε ψυχική πάθηση. Η επιβληθείσα ποινή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική και το Κακουργιοδικείο έλαβε επαρκώς υπόψη τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο εφεσείων και ανέλυσε σε έκταση τις προσωπικές του συνθήκες συνεκτιμώντας τις κατά την επιβολή της ποινής.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

R. v. Phaedonos a.a., 22 C.L.R. 21,

Kokkinos v. The Police (1967) 2 C.L.R. 217,

Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 40,

Ioannides v. Republic (1968) 2 C.L.R. 169,

Vrakas a.a. v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

Azinas a.a. v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9,

Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

R. v. Miller [1986] 3 All E.R. 119,

Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 55,

Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

Πουτζιουρής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Νικολάου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482,

Malik κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 36,

[*90]Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 692.

Έφεση κατά της Καταδίκης και της Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Σταματίου, Π.Ε.Δ., Καουτζιάνη, Α.Ε.Δ., Αμπίζα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 946/10, ημερομηνίας καταδίκης 16/12/10 και ημερομηνίας Ποινής 22/12/10).

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Ιωαννίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 28 Νοεμβρίου, 2009, στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας παρά την αερογέφυρα που οδηγεί στην παραλία της ακτής του κυβερνήτη, στην επαρχία Λεμεσού έγινε μια σύγκρουση ενός αυτοκινήτου με ένα ποδηλατιστή και ως αποτέλεσμα της εν λόγω σύγκρουσης ο Harald Joseph Krebs, 44 χρονών, τέως από τη Γερμανία, που επέβαινε του ποδηλάτου, σκοτώθηκε.

Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας κατέδειξε, όπως έγινε αποδεκτό από το Κακουργιοδικείο, ότι ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του διπλοκάμπινου ενεχόμενου αυτοκινήτου, μάρκας MITSUBISHI, με αριθμό εγγραφής ΕΑΚ592 και με πρόθεση να επιφέρει το θάνατο του εν λόγω Krebs οδήγησε το αυτοκίνητο του και προκάλεσε σύγκρουση με το εν λόγω ποδήλατο που προπορευόταν της πορείας του. Ο οδηγός του αυτοκινήτου εγκατέλειψε τη σκηνή και αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, κατά πόσο ο εφεσείων ήταν ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου.

Mε την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντα για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Αρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και επίσης το ύψος της επιβληθείσας ποινής των 9 χρόνων φυλάκιση που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.

Έφεση κατά της Καταδίκης.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης έχουν περιοριστεί οι λόγοι έφε[*91]σης στις πιο κάτω παραγράφους:

Α. Αμφισβητείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η δήλωση που έκαμε ο εφεσείων προς τον Υπαστυνόμο Κκαφά, κατά το στάδιο της ανάκρισης του πρώτου, την ημέρα του δυστυχήματος και με την οποία παραδέχεται ότι ο ίδιος «ετσίλλισε» τον αποβιώσαντα, ήταν θεληματική.

Β. Το άλλο παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τη κατάθεση της ψυχιάτρου Άννας Πολυνείκη, ως προς τη ψυχική υγεία του εφεσείοντα.

Γ. Η υιοθέτηση της περιστατικής μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη του εφεσείοντα, προβλήθηκε, αφού δεν έχει προσδιοριστεί ποιο μέρος της μαρτυρίας καταδείκνυε την ενοχή του εφεσείοντα. Και,

Δ. Η τελευταία εισήγηση ήταν ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο έπρεπε να καταλήξει ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να καταδικαστεί για το αδίκημα που προβλέπεται με βάση το Αρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα και όχι με βάση το Αρθρο 205.

Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στα θέματα τα οποία έχουν εγερθεί θα παραθέσουμε τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο ως ορθά και συνθέτουν την υπόθεση αυτή.

•“Στις 28.11.2009 και περί ώρα 10.15 το όχημα με αρ. εγγραφής ΕΑΚ 592 θεάθηκε από τους Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 να οδηγείται στην αερογέφυρα που οδηγεί στην παραλία της Ακτής Κυβερνήτη της Επαρχίας Λεμεσού με νότια κατεύθυνση.

• Αμέσως πριν γίνει αντιληπτό το όχημα από τους εν λόγω μάρτυρες αυτοί άκουσαν ένα δυνατό κτύπημα και αμέσως μετά είδαν το πιο πάνω αναφερόμενο όχημα να κατευθύνεται προς το μέρος τους με μεγάλη ταχύτητα.

• Απέφυγαν το αυτοκίνητο με ελιγμό και τότε είδαν στην αριστερή πλευρά του δρόμου ως προς τη πορεία τους τον θανόντα ποδηλάτη και το ποδήλατο του διαλυμένο στη μέση του δρόμου όπως φαίνεται στις φωτογραφίες του Τεκ. 10.

• Το όχημα ΕΑΚ 592 συνέχισε τη πορεία του προς νότια κατεύθυνση, χωρίς να καταφέρει ο Μ.Κ.3 ο οποίος το ακολούθησε να [*92]το σταματήσει, χάνοντας οπτική επαφή μαζί του στο χωριό Καλαβασός.

• Το εν λόγω όχημα αναζητήθηκε από την αστυνομία και όταν ανευρέθη η ώρα 14.00 της ίδιας ημέρας ήταν στην κατάσταση που εμφαίνεται στις φωτογραφίες του Τεκμ. 11 φέροντας κτύπημα στο μπροστινό του μέρος περιλαμβανομένου και του ανεμοθώρακα. Από το αυτοκίνητο έλειπε η μπροστινή πινακίδα εγγραφής του οχήματος η οποία βρέθηκε στη σκηνή, όπως φαίνεται στη φωτογραφία 4 του Τεκ. 10.”

Επειδή, όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ως προς τον οδηγό του οχήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα στη συνέχεια. Ο εφεσείων, έφθασε πεζός και καταβεβλημένος σε χωράφι του χωριού Ασγάτα στις 11.30 της ιδίας ημέρας, ζητώντας από τους παριστάμενους νερό. Σημειώνουμε ότι ένα από τα τρία άτομα που ήταν εκεί, ο εφεσείων, τον γνώριζε. Το εν λόγω χωράφι στην Ασγάτα, βρίσκεται περίπου 8 χιλιόμετρα από το σημείο που έγινε η πιο πάνω σύγκρουση. Εκεί ο εφεσείων συναντήθηκε με τους Σ. Χρίστου, Δ. Ππασιά και Π. Παντελή (Μ.Κ.10, 12 και 13) στους οποίους, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, προέβη σε δηλώσεις σε συνάρτηση με το επίδικο συμβάν.

«Οι δηλώσεις αυτές κυμαίνονται μεταξύ της θέσης ότι ο ίδιος κτύπησε με το αυτοκίνητο του ένα ξένο κατάσκοπο, ο οποίος πρέπει να πέθανε και θέσεις ότι άλλο άτομο έπραξε τούτο αφού του έκλεψε το αυτοκίνητο αφαιρώντας την κλειδωνιά».

Στη συνέχεια ο εφεσείων μεταφέρθηκε από τους πιο πάνω στο χωριό Ασγάτα όπου συναντήθηκε τυχαία με το Χρίστο Χαραλάμπους από τον οποίο ζήτησε να τον μεταφέρει στο στρατόπεδο της 31ης Μοίρας Καταδρομών στο Ζύγι.

Στις 12.05 ο εφεσείων εισήλθε στο στρατόπεδο και όταν συναντήθηκε με τον Γ. Παπαστυλιανού, υπίλαρχο της Μοίρας επανέλαβε τη δήλωση ότι σε κάποιο σημείο είχε «πατήσει ένα Άγγλο κατάσκοπο».

Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και ο εφεσείων στις 13.00 μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Μονής όπου ανακρινόμενος από τον Υπαστυνόμο Κκαφά προέβη σε δήλωση ότι «ετσίλλισα ένα κατάσκοπο, τζιαι επήα τζιαι έχωσα το τζιαμαί που εν θα τον έβρετε».

[*93]Στο σημείο αυτό είχε εγερθεί ένσταση ως προς τη θεληματικότητα της πιο πάνω δήλωσης και είχε διεξαχθεί δίκη εντός δίκης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος αναπτύσσοντας αυτό το σκέλος της έφεσης, υποστήριξε ότι από τη μια η κατηγορούσα αρχή είχε υποχρέωση να αποδείξει θετικά και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κατάθεση και η ομολογία ήταν θεληματική, κάτι το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει μεν αλλά από την άλλη, μέσα από την ενδιάμεση απόφασή του, καταφαίνεται ότι το Δικαστήριο ανέμενε από την Υπεράσπιση να προσαγάγει ιατρική μαρτυρία για να αποδείξει τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο εφεσείων, η οποία έπρεπε να ήταν τέτοια που να του επέτρεπε να είχε ελεύθερη διαμόρφωση βούλησης, κάτι που δεν συνέβαινε.

Το δεύτερο σκέλος του ιδίου επιχειρήματος εδράζεται στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της δίκης, ο δικηγόρος είχε αρχικώς προβάλει ένσταση και στην αναφορά, από τον Υπαστυνόμο Κκαφά, σε δήλωση του εφεσείοντα ότι «τζίνος που ετσίλλησε τον εγγλέζο τον πράκτορα, έκαμε καλόν, εγλύτωσα που ένα που με παρακολούθαν». Δεν του είχε επιτραπεί, όπως είπε από το Δικαστήριο να προχωρήσει και επ’ αυτού, επειδή η πιο πάνω δήλωση δεν κρίθηκε ως ενοχοποιητική.

Ως προς το δεύτερο σκέλος έχουμε να σημειώσουμε ότι τα πρακτικά του Δικαστηρίου αποτελούν τη βάση επί της οποίας εξετάζεται η ορθότητα ενός ισχυρισμού ως προς τα διαδραματισθέντα κατά τη διάρκεια της δίκης. Είναι γεγονός ότι ο συνήγορος είχε αρχικώς προβάλει ένσταση σε σχέση με «δηλώσεις» που φέρεται να έκαμε ο εφεσείων προς τον Υπαστυνόμο Κκαφά. Σε κάποιο στάδιο είχε, όπως αντιλαμβανόμαστε τα γραφόμενα υπάρξει ουσιαστικά μια διευκρίνιση από το Δικαστήριο εάν και κατά πόσο και η δεύτερη δήλωση είναι ενοχοποιητική. Ο συνήγορος τότε περιόρισε την ένσταση του στη φερόμενη δήλωση του εφεσείοντα ότι ο ίδιος «ετσίλλισε ένα κατάσκοπο». Συνεπώς δεν βρίσκουμε ότι με οποιονδήποτε τρόπο το Δικαστήριο εμπόδισε τον εφεσείοντα να αμφισβητήσει τη θεληματικότητα της πιο πάνω δήλωσης. Εν πάση περιπτώσει, όπως φαίνεται και από τα πρακτικά, ο συνήγορος αντεξετάζοντας τον Υπαστυνόμο Κκαφά, ο οποίος ήταν και ο μόνος μάρτυρας στη δίκη εντός δίκης, τον ερώτησε και για τη δήλωση που υπονοεί ότι τρίτο πρόσωπο «ετσίλλισε» τον αποβιώσαντα.

Επανερχόμενοι τώρα στο πρώτο σκέλος του επιχειρήματος, το πρωτόδικο δικαστήριο με σαφήνεια παραθέτει την αναγκαία νομολογία, σύμφωνα με την οποία αποτελεί υποχρέωση της κατηγο[*94]ρούσας αρχής να αποδείξει, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ότι τα στοιχεία που επιχειρεί να προσκομίσει στο Δικαστήριο δεν μολύνονται από αντισυνταγματική, παράνομη ή από άλλως πως επιλήψιμη ενέργεια της Αστυνομίας. Ιδιαιτέρως, προστίθεται στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου σε περιπτώσεις προφορικών ενοχοποιητικών δηλώσεων η κατηγορούσα αρχή πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι αυτή ήταν θεληματική. Σχετική αναφορά γίνεται στις υποθέσεις R. v. Phaedonos a.a., 22 C.L.R. 21, Kokkinos v. The Police (1967) 2 C.L.R. 217, Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 40, Ioannides v. Republic (1968) 2 C.L.R. 169, Vrakas a.a. v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Azinas a.a. v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9, Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73 και Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510.

Iδιαιτέρως ως προς το θέμα της θεληματικότητας δηλώσεων από άτομο που βρίσκεται σε παραλογισμό ή έχει παρανοϊκές ιδέες το Δικαστήριο έκαμε αναφορά στις υποθέσεις R. v. Miller [1986] 3 All  E.R. 119 και Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556.

Στην υπόθεση Ονησίλλου (ανωτέρω) τονίζεται ότι:

«ενυπάρχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο παρά την απουσία οποιουδήποτε συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού να προβεί σε απόρριψη κατάθεσης όταν η θεληματικότητα της σκιάζεται από γεγονότα που την καθιστούν αμφίβολη.»

Και περαιτέρω αναφέρεται ότι:

«Η γενική αρχή δικαίου η οποία ισχύει είναι ότι θέματα που ανάγονται τόσο στην ορθότητα όσο και στην ακρίβεια του περιεχόμενου κατάθεσης που αναπόφευκτα σχετίζονται με τη νοητική κατάσταση του υπόπτου κατά το χρόνο της ομολογίας ανάγονται όχι στο παραδεκτό της κατάθεσης αλλά στη βαρύτητα που μπορεί να της αποδοθεί.»

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε μεν, στην απουσία ιατρικής μαρτυρίας, όχι για να διαπιστώσει ή να καταλογίσει οποιαδήποτε ευθύνη σε οποιαδήποτε πλευρά για τη μη προσκόμιση τέτοιας, αλλά, για να καταδείξει ότι έλαβε υπόψη του, κατά το στάδιο της εξέτασης των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο εφεσείων έκαμε τη φερόμενη δήλωση, ότι υπήρχε μόνο ένας μοναδικός μάρτυρας στη διαδικασία. Υιοθέτησε τη νομολογία, όπως πηγάζει από την υπόθεση Ονησίλλου, και κατέληξε ότι, με βάση το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, δεν υπήρχε οποιονδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί [*95]την εισήγηση της υπεράσπισης.  Θεωρούμε την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου ορθή.

Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε, έχει σχέση με τη μαρτυρία της ψυχιάτρου Α. Πολυνείκη. Από τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου είχε εκδοθεί εναντίον του εφεσείοντα, μετά από αίτηση του θείου του Κ. Πεπέκκου, (Μ.Υ. 1) διάταγμα υποχρεωτικής εξέτασης. Μετά από την ανάκριση που έγινε από τον Υπαστυνόμο Κκαφά στις 13.30 της ιδίας ημέρας (28 Νοεμβρίου, 2009), ο εφεσείων οδηγήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου εξετάστηκε από την εν λόγω γιατρό.

Το παράπονο, όπως αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνοεί, στα συμπεράσματα του, τη μαρτυρία της εν λόγω ψυχιάτρου την οποία ενώ δέχεται ως αξιόπιστη για ένα άλλο μέρος της μαρτυρίας της την κρίνει ως αναξιόπιστη. Η μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος ενισχύεται, όπως υποστήριξε ο συνήγορος, και από τη μαρτυρία άλλης ψυχιάτρου Ε. Χατζηκυπριανού (Μ.Κ. 2).

Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε την ιατρική μαρτυρία που είχε προσαχθεί και από τους δύο ιατρικούς λειτουργούς, με διάγνωση ότι ο εφεσείων έπασχε από «ψυχωσικό σύνδρομο έχοντας παραληρητικές ιδέες».  Εκείνο το οποίο επισημαίνεται από το Κακουργιοδικείο είναι ότι η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε το πιο πάνω ιατρικό εύρημα αλλά εισηγήθηκε ότι υπήρχε ταυτοχρόνως και «ασυναρτησία στο λόγο» που ουσιαστικώς εστιαζόταν στην αναφορά που έκαμε ο εφεσείων στη γιατρό Πολυνείκη ότι ο ίδιος βρισκόταν σε δύο διαφορετικούς τόπους ταυτοχρόνως. Το Κακουργιοδικείο, θεωρούμε ότι με σαφήνεια εξηγεί γιατί δεν αποδέχτηκε την εν λόγω θέση, ιδιαιτέρως αφού έλαβε υπόψη του ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς το ακριβές περιεχόμενο της εν λόγω συνομιλίας και έχοντας υπόψη του την υπόλοιπη μαρτυρία δυνάμει της οποίας ο εφεσείων είχε πάει τη συγκεκριμένη ημέρα σε δύο διαφορετικούς τόπους στους οποίους αναφέρθηκε κατά τη συνομιλία με τη γιατρό Πολυνείκη.  Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι οι δηλώσεις που έκαμε ο εφεσείων στα διάφορα πρόσωπα που συνάντησε, πριν εξεταστεί από την εν λόγω ψυχίατρο, έγιναν ενώ ο ίδιος δεν είχε ενημερωθεί για το δυστύχημα. Επισημαίνεται περαιτέρω από το Κακουργιοδικείο ότι η μαρτυρία των δύο μαρτύρων, ως προς τη ψυχική κατάσταση του εφεσείοντα, ήταν σε διαφορετικά στάδια και με αυτό το σκεπτικό έγιναν αποδεκτές. Συνεπώς και αυτό το σκέ[*96]λος του επιχειρήματος απορρίπτεται.

Λαμβανομένου υπόψη ότι ο εφεσείων δεν είχε αναγνωριστεί ως ο οδηγός του διπλοκάμπινου ΕΑΚ592, από τους μάρτυρες Ε. Τσούτση Μ.Κ. 3 και Π. Νικολάου Μ.Κ. 4, οι οποίοι επέβαιναν αυτοκινήτου που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση, το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, οδηγείτο από τον εφεσείοντα, προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας έχοντας ως βάση την αναγκαιότητα  τήρησης των προϋποθέσεων που τίθενται από τη νομολογία σε σχέση με την περιστατική μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο παραθέτει ένα απόσπασμα από την υπόθεση Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, και ιδιαιτέρως από τις σελ. 119 και 120 όπου καταφαίνεται η νομική αρχή και ταυτοχρόνως ο τρόπος αντιμετώπισης της περιστατικής μαρτυρίας, το οποίο και υιοθετούμε.

«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, p. 79 και Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).

Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του».

[*97]Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τα πρακτικά της δίκης, το κείμενο της απόφασης και ταυτοχρόνως εξετάσαμε τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα. Έχοντας υπόψη την περιγραφή που έγινε από τους μάρτυρες Τσούτση και Νικολάου αμέσως μετά τη σύγκρουση, την απομάκρυνση του εφεσείοντα από τη σκηνή, την απόκρυψη του αυτοκινήτου σε περιοχή κοντά στο φράκτη Καλαβασού, την περαιτέρω περιπλάνηση του εφεσείοντα, τις δηλώσεις του στους Σ. Χρίστου, Δ. Ππασιά και Π. Παντελή που συνάντησε στην Ασγάτα, τη δήλωση του στον Υπίλαρχο Παπαστυλιανού όπως και στη συνέχεια τις παραδοχές και δηλώσεις του προς τον Υπαστυνόμο Κκαφά, θεωρούμε ότι ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο όχημα υπ’ αριθμό ΕΑΚ592 οδηγείτο τη συγκεκριμένη στιγμή της σύγκρουσης από τον εφεσείοντα. Περαιτέρω, η όλη περιστατική μαρτυρία οδηγεί στο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα ότι ενώ οδήγησε το αυτοκίνητο του ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, διαμόρφωσε την πρόθεση να κτυπήσει τον εν λόγω ποδηλάτη, πρόθεση την οποία υλοποίησε. Συμφωνούμε δε και με την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η όλη μαρτυρία οδηγούσε προς την κατεύθυνση ότι «Ασφαλώς η ιδιότητα του κατασκόπου που ο κατηγορούμενος απέδωσε στο θύμα ήταν μέρος του παραληρήματος, αποτέλεσμα της ψυχικής του κατάστασης. Αυτό όμως δεν εξουδετερώνει τη φύση της πράξης του κατηγορούμενου.»

Με το τελευταίο σκέλος της έφεσης ο εφεσείων πρόβαλε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ανθρωποκτονίας δεν έχουν αποδειχθεί και με την προσαχθείσα μαρτυρία το Δικαστήριο θα έπρεπε να καταδικάσει τον εφεσείοντα για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Αρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα ή για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου.

Το Κακουργιοδικείο εκθέτει με επάρκεια, πιστεύουμε, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ανθρωποκτονίας του Αρθρου 205, επισημαίνοντας ότι το αναγκαίο να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος έχει επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη, την οποία είχε πρόθεση να διαπράξει. Σχετικές επί του θέματος είναι οι υποθέσεις Πουτζιουρής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309 και Νικολάου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482. Η πρόθεση του δράστη να διαπράξει την παράνομη πράξη είναι το μόνο στοιχείο που πρέπει να αποδειχθεί και δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ο δράστης είχε πρόθεση να φονεύσει το θύμα. Βλ. Malik κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 36 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 692.

[*98]Όπως ορθώς, κατά την άποψή μας, καταλήγει το Κακουργιοδικείο ο κατηγορούμενος διαμόρφωσε πρόθεση να κτυπήσει τον εν λόγω ποδηλάτη και αυτό καταδεικνύεται με την όλη μαρτυρία την οποία ανέλυσε το Κακουργιοδικείο και περιγράψαμε πιο πάνω.  Συνεπώς, από τη στιγμή που η διαμορφωθείσα πρόθεση υλοποιήθηκε με την οδήγηση του αυτοκινήτου και το συνακόλουθο κτύπημα στο ποδήλατο του αποβιώσαντα, θεωρούμε ότι έχει καταδειχθεί η απαιτούμενη ένοχη σκέψη υλοποίησης της πρόθεσης και ορθώς το Κακουργιοδικείο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας, με βάση το Αρθρο 205 του Κεφ. 154.

Έφεση κατά της Ποινής.

Το Κακουργιοδικείο κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής πέρα από τα γεγονότα που αποτελούσαν τα συμπεράσματα του όπως τα έχουμε αναλύσει πιο πάνω, ανέφερε τα εξής:

«Στην παρούσα υπόθεση, τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος επέφερε το θάνατο του ποδηλάτη συνεπεία της σύγκρουσης του οχήματος του με το ποδήλατο που οδηγούσε αμέριμνο το θύμα. Ο κατηγορούμενος διαμόρφωσε την πρόθεση να κτυπήσει το εν λόγω πρόσωπο ορμώμενος από την απέχθεια του έναντι του θύματος στη βάση της ιδιότητας που ο ίδιος του απέδωσε, πρόθεση την οποία υλοποίησε. Ασφαλώς η ιδιότητα του κατασκόπου που ο κατηγορούμενος απέδωσε στο θύμα ήταν μέρος του παραληρήματος του, αποτέλεσμα της ψυχικής του κατάστασης. Αυτό όμως δεν εξουδετερώνει τη φύση της πράξης του κατηγορουμένου, που είναι βάναυση και αποτρόπαια, εφόσον είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής με βίαιο και απαράδεκτο τρόπο. Είναι πράγματι λυπηρό που ένας νεαρός άνδρας, η προοπτική του οποίου φαινόταν να προδιαγράφεται ευοίωνη από την όλη του δραστηριότητα όπως έχει εκτεθεί από το συνήγορο υπεράσπισης, οδηγήθηκε σε τέτοια εγκληματική συμπεριφορά υπό το κράτος της ψυχικής του κατάστασης, η οποία παρέμεινε ανεξέλεγκτη λόγω της αυτόβουλης του παράλειψης να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή που του είχε χορηγηθεί. Είναι επίσης λυπηρό που δεν έγινε κατορθωτή η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης για υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση του κατηγορούμενου, που ενδεχομένως να απέτρεπε τα γεγονότα, όμως αυτό δεν μπορεί να έχει ουσιαστική επίδραση στην ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί.

Έχοντας υπόψη ότι τόσο από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας από την κατηγορούσα αρχή όσο και από την ιατρική [*99]μαρτυρία, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πάσχει τα τελευταία χρόνια από ψυχικά και ψυχιατρικά προβλήματα, τα οποία καθιστούν τη δυνατότητα του για έλεγχο των πράξεων του μειωμένη με αποτέλεσμα και η ευθύνη του να είναι μειωμένη. Παραθέτουμε αποφάσεις όπου φαίνεται ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήριο τέτοιου είδους περιπτώσεις.»

Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι με τις ενέργειες του εφεσείοντα ένας συνάνθρωπος μας έχασε τη ζωή του με αυτό τον απαράδεκτο τρόπο, έστω και αν υπήρξε ψυχική πάθηση όπως, περιγράφεται πιο πάνω, θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική και θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε επαρκώς υπόψη τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο εφεσείων και ανέλυσε σε έκταση τις προσωπικές του συνθήκες συνεκτιμώντας τις κατά την επιβολή της ποινής. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση και για την ποινή απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο