(2012) 2 ΑΑΔ 100
[*100]22 Φεβρουαρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΠΗ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 124/2010)
Ναρκωτικά ― Κατοχή με σκοπό την προμήθεια, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ποσότητας ενός κιλού και 4,28 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης ― Επικύρωση κατ’ έφεση πενταετούς ποινής φυλάκισης ― Απόφανση εφετείου ότι επρόκειτο για μάλλον επιεική ποινή ― Τάση για την επίδειξη μεγαλύτερης αυστηρότητας στην επιβολή ποινών για αδικήματα αυτής της μορφής ― Αγωνία και αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου για αδικήματα αυτής της μορφής ― Θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει και η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης.
Ποινή ― Έκδηλα υπερβολική ποινή ― Δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων ― Η κάθε υπόθεση εξετάζεται στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν.
Δικαστική απόφαση ― Η απόφαση θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της και όχι κατ’ απομόνωση λέξεων να επιχειρείται η κατάδειξη λάθους ― H αποσπασματική εξέταση μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το εφετείο σπανίως επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων ― Η επέμβαση του εφετείου καθίσταται απαραίτητη όταν διαπιστωθούν σοβαρής μορφής αντιφάσεις που δημιουργούν ρήγμα στην αξιοπιστία ενός μάρτυρα.
Ο εφεσείων αναγνωρίστηκε αρχικά ως το πρόσωπο που άνδρες της ΥΚΑΝ, εντόπισαν σε πρατήριο βενζίνης που έθεσαν υπό παρακολούθηση να ένα εναποθέτει στη ρίζα μιας ακακίας μια τσάντα εντός της οποίας υπήρχαν ναρκωτικά, ποσότητας ενός κιλού και 4,28 γραμ[*101]μάρια ρητίνης καννάβεως.
Ο εφεσείων συνελήφθη το ίδιο βράδυ έξω από το σπίτι του και στην κατοχή του βρέθηκαν και τρία δισκία τύπου ecstasy.
Αργότερα καταδικάστηκε στις σχετικές κατηγορίες που του προσήφθησαν και του επιβλήθηκε ποινή 5 ετών για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια και 3 μήνες φυλακή για το αδίκημα της κατοχής 3 χαπιών (Μ-CPP) (1η κατηγορία), την οποία παραδέχτηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο εφεσείων αμφισβήτησε την αξιοπιστία της προσαχθείσας μαρτυρίας που οδήγησε σε αναγνώριση του ως το άτομο που εναπόθεσε τη σακούλα με τα ναρκωτικά.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με έφεση τόσο την καταδίκη του όσο και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι:
α) Η σχετική μαρτυρία ήταν αναξιόπιστη.
β) Με δοσμένη την αποδοχή της μαρτυρίας του μετεωρολογικού λειτουργού περί πλήρους σκότους, με σελήνη μηδέν ημερών, το Κακουργιοδικείο λανθασμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που εναπόθεσε τη τσάντα με τα ναρκωτικά και το σχετικό συμπέρασμα ήταν ανασφαλές.
γ) Ενώ, μάρτυρες τοποθετούσαν τον εφεσείοντα, τη δεδομένη στιγμή της εναπόθεσης της σακούλας με τα ναρκωτικά στη Μονή, αυτός βρισκόταν σε λιβανέζικο εστιατόριο στην οδό Ρήγα Φεραίου στη Λεμεσό, το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή των μαρτύρων υπεράσπισης συνοπτικά και χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση.
Αναφορικά με την έφεση εναντίον της ποινής υποστηρίχθηκαν τα εξής:
α) Η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή, των 5 χρόνων, ήταν έκδηλα υπερβολική.
β) Από τα γεγονότα που είχε αποδεχθεί ως αληθή το κακουργιοδικείο, ο εφεσείων δεν ήταν οτιδήποτε άλλο παρά ένας μεταφορέας ο οποίος ενήργησε χωρίς οποιοδήποτε σχέδιο δράσης.
[*102]Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν ορθός ο τρόπος απομόνωσης λέξεων, από το κείμενο της απόφασης, όπως έπραξε ο συνήγορος του εφεσείοντα.
2. Δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε αδυναμία στο συλλογισμό του Κακουργιοδικείου που να επέτρεπε επέμβαση.
3. Το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε μόνο στη μαρτυρία του αστυφύλακα Χαραλάμπους αλλά η κατάληξή του, ότι ο εφεσείων άφησε τη σακούλα με τα ναρκωτικά, είχε ως βάση την αποδοχή της μαρτυρίας του αστυφύλακα Α. Δημητρίου (Μ.Κ.7).
4. Η μαρτυρία του εν λόγω αστυνομικού ήταν, κατά την άποψη του Κακουργιοδικείου πειστική και η εκδοχή του έγινε πιστευτή. Ο εφεσείων εκινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ο μάρτυρας δεν είχε χάσει, από το οπτικό του πεδίο το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Σε συνάρτηση με τη δοσμένη θέση ότι ο ίδιος ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΚΚL881 και όταν τούτο ακινητοποιήθηκε κατέβηκε από αυτό, δεν υπήρχε πεδίο αμφισβήτησης του συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου, ως προς τον οδηγό του οχήματος.
5. Δεν εντοπιζόταν σφάλμα του Κακουργιοδικείου στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας από πλευράς της κατηγορούσας αρχής.
6. Το πρωτόδικο δικαστήριο με σαφήνεια και επαρκή τεκμηρίωση εξήγησε γιατί θεώρησε ότι το προβληθέν άλλοθι ήταν ψευδές.
7. Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο δεν φαίνεται να θεώρησε, σ’ οποιοδήποτε στάδιο, ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει το άλλοθι του, ή ότι δεν ήταν αρκετή η δημιουργία αμφιβολίας ως προς την ενοχή του. Από την απόφαση γίνεται σαφές ότι προσέγγισε το θέμα με το σωστό τρόπο εναποθέτοντας στην κατηγορούσα αρχή την υποχρέωση ανατροπής του άλλοθι, εφόσον αυτό ηγέρθη από τον εφεσείοντα.
8. Δεν υπήρχε πεδίο επέμβασης στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, ότι το άλλοθι που προβλήθηκε ήταν ψευδές. Η έφεση ως προς την καταδίκη απορρίφθηκε.
Αναφορικά με την έφεση εναντίον της ποινής:
1. Ο εφεσείων, χωρίς να έχει κανένα ενδοιασμό ως προς τις συνέπειες των πράξεων του, που δεν ήταν άλλος παρά τη διοχέτευση των [*103]ναρκωτικών στη κοινωνία, εναπόθεσε σε απόμερο μέρος μια τσάντα με 1 κιλό και 4,28 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης. Απομακρύνθηκε από τη σκηνή και σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έδειξε να μεταμελεί για το αδίκημα το οποίο διέπραξε.
2. Έχοντας υπόψη τη μέγιστη από το νόμο προβλεπόμενη ποινή, η επιβληθείσα ποινή των 5 χρόνων δεν κρινόταν με κανένα τρόπο υπερβολική, αλλά μάλλον επιεικής,
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Charitonos a.o. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,
Ιωάννου κ.ά v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,
Ιωάννου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14,
Σολωμού v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 138,
Σάββα v. Κυριάκου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 83,
Ιωάννου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 538,
Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17,
Χ"Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104,
Redjep v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 217,
Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 187,
Jovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635,
Hadavand v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 359.
Έφεση κατά της Καταδίκης και της Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Σταματίου, Π.Ε.Δ., Καουτζιάνη, Α.Ε.Δ., Αμπίζα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7436/09), ημερομηνίας 19/7/10.
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
[*104]Α. Κανναουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 26 Μαρτίου, 2009, άνδρες της ΥΚΑΝ, έθεσαν υπό παρακολούθηση την περιοχή του πρατηρίου βενζίνης «Πετρολίνα», στο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, κοντά στο χωριό Μονή της επαρχίας Λεμεσού. Στις 20:30 της ιδίας ημέρας ένα αυτοκίνητο σταμάτησε, κατέβηκε ένας άνδρας, εναπόθεσε στη ρίζα μιας ακακίας μια τσάντα, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο του και απομακρύνθηκε. Δεν αμφισβητήθηκε ότι εντός της τσάντας υπήρχαν ναρκωτικά, ήτοι 1 κιλό και 4,28 γραμμάρια ρητίνης καννάβεως.
Ο εφεσείων συνελήφθη το ίδιο βράδυ έξω από το σπίτι του στη Γερμασόγεια, τη στιγμή που αποβιβαζόταν από το αυτοκίνητο του, μάρκας Mercedes, με αριθμό εγγραφής ΚΚL881. Στην κατοχή του βρέθηκαν τρία δισκία τύπου ecstasy.
Η αστυνομία προώθησε την υπόθεση της με βάση την εκδοχή ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που κατέβηκε από το αυτοκίνητο και εναπόθεσε τη σακούλα με τα ναρκωτικά στη βάση της ακακίας. Η εκδοχή αυτή έγινε αποδεχτή από το κακουργιοδικείο, και ο εφεσείων καταδικάστηκε για το αδίκημα της κατοχής της πιο πάνω ποσότητας ναρκωτικών (2η κατηγορία), για το αδίκημα της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο άτομο (3η κατηγορία). Του επιβλήθηκε ποινή 5 ετών για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια και 3 μήνες φυλακή για το αδίκημα της κατοχής 3 χαπιών Μ-Χλωροφενίλ-Πιπεραζίνη (Μ-CPP) (1η κατηγορία), την οποία παραδέχτηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Ο εφεσείων αμφισβητεί τόσο την καταδίκη του όσο και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Έφεση κατά της Καταδίκης.
Η γραμμή υπεράσπισης που προωθήθηκε πρωτοδίκως και υποστηρίχθηκε επίσης κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης, είχε ως επίκεντρο την αναξιοπιστία της προσαχθείσας μαρτυρίας που οδήγησε σε αναγνώριση του εφεσείοντα, ως το άτομο που εναπόθεσε τη σακούλα με τα ναρκωτικά.
[*105]Με δοσμένη την αποδοχή της μαρτυρίας του μετεωρολογικού λειτουργού Μ. Θεοφίλου (Μ.Υ.4), ότι τη συγκεκριμένη ημέρα, (26 Μαρτίου, 2009, και ώρα 20:30, υπήρχε πλήρες σκότος, με σελήνη μηδέν ημερών, το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στη μαρτυρία του αστυφύλακα Α. Χαραλάμπους (Μ.Κ.3) για την αναγνώριση του εφεσείοντα, ως το άτομο που εναπόθεσε τη τσάντα με τα ναρκωτικά, ήταν ανασφαλές, υποστήριξε ο συνήγορος του εφεσείοντα.
Το ίδιο το Κακουργιοδικείο, επισήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος θεώρησε τον εν λόγω μάρτυρα ως ανειλικρινή αφού η αναγνώριση του εφεσείοντα έγινε μετά από υπόδειξη του αστυφύλακα Αριστοτέλους (Μ.Κ.10) κάτι που ο τελευταίος αρνήθηκε ότι έγινε, αφού δεν είχε, όπως παραδέχτηκε, οπτική επαφή με τη σκηνή.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν συμφωνούμε με τον τρόπο απομόνωσης λέξεων, από το κείμενο της απόφασης, όπως έκαμε ο συνήγορος του εφεσείοντα. Η απόφαση θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της και όχι κατ’ απομόνωση λέξεων να επιχειρείται η κατάδειξη λάθους. (Βλ. Charitonos and others v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40). H αποσπασματική εξέταση μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα τονίστηκε στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195.
Είναι παγίως νομολογημένη αρχή ότι το εφετείο σπανίως επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Προφανής ο λόγος, αφού τούτο έχει ακούσει τη μαρτυρία και βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να την αξιολογήσει. (Βλ. Ιωάννου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14). Η δυνατότητα επέμβασης του εφετείου ασκείται στις περιπτώσεις όπου, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, προκύπτει εσφαλμένο εύρημα ή τούτο είναι αυθαίρετο ή εξ αντικειμένου λανθασμένο. (Βλ. Σολωμού v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 138).
Παράλληλα, η επέμβαση του εφετείου καθίσταται απαραίτητη όταν διαπιστωθούν σοβαρής μορφής αντιφάσεις που δημιουργούν ρήγμα στην αξιοπιστία ενός μάρτυρα. (Βλ. Σάββα v. Κυριάκου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 83, Ιωάννου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 538 και Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17).
Η αναφορά του κακουργιοδικείου στη μαρτυρία του αστυφύλακα Χαραλάμπους, (Μ.Κ.3) και το γεγονός ότι αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από τον αστυφύλακα Αριστοτέλους (Μ.Κ.10), ως προς τη δήλωση του πρώτου ότι ο δεύτερος του είπε ότι είδε τον εφεσείοντα, δεν μπορεί να απομονωθεί. Πρέπει να εξεταστεί, η αξιο[*106]λόγηση της μαρτυρίας που έγινε πρωτοδίκως για τον εν λόγω μάρτυρα, συνολικώς. Εξηγεί το Kακουργιοδικείο τη θέση που βρισκόταν, o αστυφύλακας Μ. Χαραλάμπους το ρόλο που διαδραμάτιζε στη σκηνή παρακολουθώντας την περιοχή για την οποία υπήρχε πληροφορία ότι ο εφεσείων θα διακινούσε ναρκωτικά. Παρόλο που δέχεται το Κακουργιοδικείο ότι υπήρχε σκότος εντούτοις δέχτηκε ότι υπήρχε δυνατότητα να δει ο αστυφύλακας Χαραλάμπους και να αναγνωρίσει τον εφεσείοντα. Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε αδυναμία στο συλλογισμό του Κακουργιοδικείου που να επιτρέπει την επέμβαση μας. Έγινε επίσης αποδεχτή η μαρτυρία του αστυφύλακα Χαραλάμπους ότι έδωσε οδηγίες στον αστυφύλακα Δημητρίου να ακολουθήσει το αυτοκίνητο που έφυγε από τη σκηνή με κατεύθυνση τη Λεμεσό.
Υποδείξαμε κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε μόνο στη μαρτυρία του αστυφύλακα Χαραλάμπους αλλά η κατάληξή του, ότι ο εφεσείων άφησε τη σακούλα με τα ναρκωτικά, είχε ως βάση την αποδοχή της μαρτυρίας του αστυφύλακα Α. Δημητρίου (Μ.Κ.7).
Έγινε αποδεχτό πρωτοδίκως ότι ο εν λόγω αστυφύλακας, που ήταν επίσης στη σκηνή, έλαβε εντολή από τον αστυφύλακα Χαραλάμπους να ακολουθήσει το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΚΚL881 και να το ανακόψει όταν τούτο θα γινόταν εφικτό. Ο μάρτυρας είπε ότι το εν λόγω αυτοκίνητο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα με κατεύθυνση προς Λεμεσό. Το ακολούθησε σ’ όλη τη διαδρομή και όταν εισήλθε στην οδό Θέσπιδος στη Γερμασόγεια και σταμάτησε κατέβηκε από αυτό ο εφεσείων. Τούτο έγινε η ώρα 20:40. Το γεγονός ότι ο εφεσείων οδηγούσε το εν λόγω αυτοκίνητο δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.
Τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο κ. Ερωτοκρίτου για να πείσει για την αναξιοπιστία του αστυφύλακα Δημητρίου, δεν έχουν βάση. Έπρεπε, είπε, οι αστυνομικοί που ακολουθούσαν το αυτοκίνητο του δράστη στον αυτοκινητόδρομο να επιχειρήσουν την ανακοπή του ή να κάμουν αισθητή την παρουσία τους. Εντόπισαν, πρόσθεσε, τυχαία το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στον κυκλικό κόμβο Γερμασόγειας και το ακολούθησαν.
Η μαρτυρία του εν λόγω αστυνομικού ήταν, κατά την άποψη του Κακουργιοδικείου πειστική και η εκδοχή του έγινε πιστευτή. Ο εφεσείων εκινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και δεν είχε χάσει, από το οπτικό του πεδίο το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Σε συνάρτηση με τη δοσμένη θέση ότι ο ίδιος ο εφεσείων οδηγούσε το αυ[*107]τοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΚΚL881 και όταν τούτο ακινητοποιήθηκε κατέβηκε από αυτό δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει πεδίο αμφισβήτησης του συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου, ως προς τον οδηγό του οχήματος.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας από πλευράς της κατηγορούσας αρχής και η κατάληξη ότι η μαρτυρία του αστυφύλακα Δημητρίου είναι ανεξάρτητη και όχι ενισχυτική της μαρτυρίας ότι αστυφύλακα Χαραλάμπους, «η οποία συμπληρώνει τα λεγόμενα του Μ.Κ.3 και την αλυσίδα γεγονότων από το σημείο που ο κατηγορούμενος έφυγε από την ακακία μέχρι το σημείο της σύλληψης του από την αστυνομία», είναι, κατά τη γνώμη μας, ορθή, ως επιβεβαιώνουσα την αναγνώριση του εφεσείοντα.
Αυτή η θέση πρέπει να ανατραπεί υποστήριξε ο συνήγορος του εφεσείοντα ενόψει του προταθέντος από τον ίδιο και τους μάρτυρες υπεράσπισης άλλοθι. Ενώ, εισηγήθηκε, υπήρχαν οι μάρτυρες που τοποθετούσαν τον εφεσείοντα, τη δεδομένη στιγμή της εναπόθεσης της σακούλας με τα ναρκωτικά στη Μονή, σε λιβανέζικο εστιατόριο στην οδό Ρήγα Φεραίου στη Λεμεσό, το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή των μαρτύρων υπεράσπισης συνοπτικά και χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση.
Έχοντας μελετήσει το κείμενο της απόφασης του Κακουργιοδικείου και αφού έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της υπόθεσης, κρίνουμε ότι η πιο πάνω εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα στερείται ερείσματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με σαφήνεια και επαρκή τεκμηρίωση εξηγεί γιατί θεώρησε ότι το προβληθέν άλλοθι ήταν ψευδές. Η απουσία αντεξέτασης του αστυφύλακα Αριστοτέλους (Μ.Κ.10), ως προς την άρνηση καταγραφής των δηλώσεων του εφεσείοντα, στο στάδιο της λήψης της ανακριτικής κατάθεσης του τελευταίου, είναι ένα παράδειγμα. Προβληματίστηκε το Κακουργιοδικείο σε σχέση με την ενιαία θέση όλων των μαρτύρων υπεράσπισης, για το λόγο που πρόβαλαν για το γεγονός ότι δεν έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία. Η αιτία, όπως είπαν, ήταν το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έγινε πιστευτός όταν πρόβαλε το δικό του άλλοθι. Δεν μπορούσαν να γνώριζαν κάτι τέτοιο αφού, όπως σημειώνεται στην απόφαση η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι η αστυνομία δεν του επέτρεψε να πει οτιδήποτε. Ακόμη, ήταν εύλογος ο προβληματισμός του Κακουργιοδικείου ως προς τα τρόπο που όλοι οι μάρτυρες θυμόντουσαν την ημέρα και ώρα επίσκεψης του εφεσείοντα, αφού [*108]όλοι είχαν ως πηγή γνώση τη σύζυγο του εφεσείοντα που δεν είχε εμφανιστεί ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Βρίσκουμε τις δοθείσες εξηγήσεις του Κακουργιοδικείου, για την κατάληξη επί του προκειμένου, βάσιμες, ιδιαιτέρως ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η μαρτυρία της Μ. Νέστωρος (Μ.Υ.2).
Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο δεν φαίνεται να θεώρησε, σ’ οποιοδήποτε στάδιο, ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει το άλλοθι του, ή ότι δεν ήταν αρκετή η δημιουργία αμφιβολίας ως προς την ενοχή του. Από την απόφαση γίνεται σαφές ότι προσέγγισε το θέμα με το σωστό τρόπο εναποθέτοντας στην κατηγορούσα αρχή την υποχρέωση ανατροπής του άλλοθι, εφόσον αυτό ηγέρθη από τον εφεσείοντα. (Βλ. Χ"Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104.)
Συναφώς καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, ότι το άλλοθι που προβλήθηκε ήταν ψευδές.
Η έφεση ως προς την καταδίκη απορρίπτεται.
Έφεση κατά της Ποινής.
Με γνώμονα την ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου ως προς την ενοχή του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3 που αντιμετώπιζε, ήτοι στην κατοχή 1 κιλού και 4,28 γραμμαρίων ρητίνης καννάβεως και κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα σε συνδυασμό με την παραδοχή του, κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων στην κατηγορία της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως «Β» ήτοι 3 χαπιών Μ-Xλωροφενίλ-Πιπεραζίνη (M-CPP) (1η κατηγορία), επεβλήθηκε στον κατηγορούμενο σε σχέση με την 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών και σε σχέση με την 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 χρόνων.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων παραπονείται ότι η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή, των 5 χρόνων, είναι έκδηλα υπερβολική. Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι από τα γεγονότα που είχε αποδεχθεί ως αληθή το κακουργιοδικείο, ο εφεσείων δεν ήταν οτιδήποτε άλλο παρά ένας μεταφορέας ο οποίος ενήργησε χωρίς οποιοδήποτε σχέδιο δράσης. Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα σε συνδυασμό με προηγούμενες αποφάσεις σε αδικήματα παρόμοιας φύσης επιβάλλουν, όπως προτάθηκε από το συνήγορο τη μείωση της επιβληθείσας ποινής.
[*109]Έγινε από το συνήγορο ιδιαίτερη αναφορά στις υποθέσεις Redjep v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 217, στην οποία για το αδίκημα της προμήθειας ξηρής φυτικής ύλης 1.358,10 γραμμαρίων επιβλήθηκε φυλάκιση 3,5 χρόνων. Στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 187, για κατοχή 126 χαπιών Ecstasy και 349 γραμμαρίων ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων. Περαιτέρω ο συνήγορος αναφέρθηκε στην υπόθεση Jovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635 όπου για το αδίκημα της κατοχής κοκαΐνης, ηρωίνης και χαπιών Ecstasy με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4,5 ετών. Σημειώνουμε ότι σ’ όλες τις περιπτώσεις αυτές υπήρξε από πλευράς εφεσειόντων παραδοχή.
Έχοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πιο πάνω αποφάσεις, ο κ. Ερωτοκρίτου εισηγήθηκε ότι το ύψος της ποινής που κρίνεται ως ορθό από το εφετείο, καταδεικνύει ότι η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή, ήταν εκτός του πιο πάνω πλαισίου. Υποδείξαμε στο συνήγορο κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων. Η κάθε υπόθεση εξετάζεται στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν και η κρίση της ορθότητας μιας ποινής εάν δηλαδή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι συναρτάται με τα περιστατικά της υπόθεσης, την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή και τις προσωπικές συνθήκες εκάστου εφεσείοντα, όπου είναι δυνατόν.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε αυτό που κατ’ επανάληψη έχει τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση αδικημάτων που έχουν σχέση με την κατοχή ναρκωτικών ουσιών και ιδιαιτέρως με την κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα. Επισημαίνεται και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου η τάση για την επίδειξη μεγαλύτερης αυστηρότητας στην επιβολή ποινών για αδικήματα αυτής της μορφής.
Τα ναρκωτικά αποτελούν τη μάστιγα μιας σύγχρονης κοινωνίας, ιδιαιτέρως σε μια χώρα όπως την Κύπρο η οποία έχει ιδιαίτερα προβλήματα τα οποία ανάγονται στην κατοχή μέρους της χώρας μας από τα τουρκικά στρατεύματα και της αναγκαιότητας στήριξης της νεολαίας. Τα ναρκωτικά, ως επί το πλείστον, έχουν στόχο νεαρά πρόσωπα. Η αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων αυτής της μορφής, αντανακλάται από την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, που για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β προνοείται ποινή φυλάκισης 8 χρόνων, και για το αδίκημα της κατοχής ιδίας φύσεως, με σκοπό την προμήθεια προς τρίτα πρόσω[*110]πα, η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση δια βίου. Αυτό καταδεικνύει την αγωνία της κοινωνίας και την αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου για αδικήματα αυτής της μορφής. Θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει και η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στον καθημερινό αγώνα που γίνεται για την καταπολέμηση της μάστιγας αυτής των ναρκωτικών. Βλ. Hadavand v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 359.
Έχοντας υπόψη τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και το γεγονός ότι ο εφεσείων, χωρίς να έχει κανένα ενδοιασμό ως προς τις συνέπειες των πράξεων του, που δεν ήταν άλλος παρά τη διοχέτευση των ναρκωτικών στη κοινωνία, εναπόθεσε σε απόμερο μέρος μια τσάντα με 1 κιλό και 4,28 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης. Απομακρύνθηκε από τη σκηνή και σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έδειξε να μεταμελείται για το αδίκημα το οποίο διέπραξε. Έχοντας υπόψη την μέγιστη από το νόμο προβλεπόμενη ποινή θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή των 5 χρόνων δεν κρίνεται με κανένα τρόπο υπερβολική, μάλλον επιεικής, θα λέγαμε.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο