PPT Aviation Services Ltd ν. Δήμου Λάρνακας (2012) 2 ΑΑΔ 138

(2012) 2 ΑΑΔ 138

[*138]13 Μαρτίου, 2012

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

PPT AVIATION SERVICES LTD,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 117/2010)

 

Πρατήριο πετρελαιοειδών ― Τι συνιστά “πρατήριο πετρελαιοειδών” εν τη εννοία του  περί Ρύθμισης της Κατασκευής, Καθιδρύσεως και Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμου του 1968 (Ν. 94/1968) ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης ότι οι εφεσείοντες λειτουργούσαν πρατήριο πετρελαιοειδών για το οποίο απαιτείτο άδεια λειτουργίας και πιστοποιητικό έγκρισης.

Ερμηνεία νόμων ― Τελεολογική ερμηνεία ― Επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη.

Λέξεις και φράσεις ― «Πρατήριον πετρελαιοειδών» στις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Ρύθμισης της Κατασκευής, Καθιδρύσεως και Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμου (Ν. 94/1968).

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με έφεση πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκαν ένοχοι σε δέκα κατηγορίες σχετικά με μη εξασφάλιση αδειών λειτουργίας και πιστοποιητικών έγκρισης που απαιτούνται δυνάμει του περί Ρύθμισης της Κατασκευής, Καθιδρύσεως και Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμου (Ν. 94/1968).

Πρωτοδίκως υποστήριξαν ότι οι εγκαταστάσεις τους στην ευρύτερη περιοχή του Αερολιμένα Λάρνακας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για ανεφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα, δεν συνιστούσαν πρατήριο αλλά χώρο αποθήκευσης και φύλαξης πετρελαιοειδών, που ενέπιπτε στις πρόνοιες του περί Πετρελαιοειδών Νόμου, Κεφ. 272.

[*139]Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση οι επίδικες εγκαταστάσεις των εφεσειόντων συνιστούσαν “πρατήριο πετρελαιοειδών” στην έννοια του Νόμου.

Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να ρυθμίσει τις εγκαταστάσεις που θα ασχολούνταν με τον ανεφοδιασμό όχι μόνο οχημάτων αλλά και πλοίων και αεροσκαφών με οποιοδήποτε μέσο.

 

Υπέδειξε ότι από τη μαρτυρία προέκυπτε ότι από τις εγκαταστάσεις της Κατηγορούμενης εταιρείας στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, εφοδιάζονταν τα αεροσκάφη με τη χρήση  βυτιοφόρων.

Έκρινε περαιτέρω ότι τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, στα οποία φορτώνεται το πετρέλαιο και μεταφέρεται στα αεροσκάφη, συνιστούν αυτό το άλλο μέσο το οποίο ο νομοθέτης ήθελε να συμπεριλάβει στην ερμηνεία του όρου «πρατήριο».

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση εγείροντας δύο λόγους έφεσης:

α) Ότι ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εγκαταστάσεις των εφεσειόντων αποτελούσαν “πρατήριο πετρελαιοειδών” μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου (Ν. 94/1968).

β) Το Δικαστήριο κατέληξε σε ενοχή χωρίς μαρτυρία ή ενασχόληση με το θέμα του ποίος κατείχε τις επίδικες εγκαταστάσεις και/ή πότε αυτές ανεγέρθηκαν.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Οι εφεσείοντες ανήγειραν και εγκατέστησαν εξοπλισμό αποθήκευσης πετρελαιοειδών στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου με ένα και μοναδικό σκοπό, την πώληση και εφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα, χρησιμοποιώντας αποθηκευτικούς χώρους, αντλίες και βυτιοφόρα εκφόρτωσης. Το εάν ο εφοδιασμός γινόταν με διασωλήνωση στο κοντινά βρισκόμενο αεροδρόμιο ή με άντληση προς βυτιοφόρο και ακόλουθη μεταφορά του, δεν ήταν στοιχείο που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

2. Το γεγονός ήταν ότι επρόκειτο για κτήριο ή τόπο ο οποίος χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για τον εφοδιασμό αεροσκαφών και με χρήση αντλίας και μεταφορικού μέσου που καθιστά πρακτικά εφαρμόσιμη τη δυνατότητα εφοδιασμού αεροσκάφους από πρατήριο πετρελαιοειδών, όπως ήταν η πρόθεση του νομοθέτη.

[*140]3.      Ο δεύτερος λόγος έφεσης έκδηλα δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί. Καθ’ όλη τη διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας, πολυάριθμα στοιχεία υπό μορφή είτε κατατεθέντων εγγράφων, είτε και προφορικής μαρτυρίας, κατέστησαν αποδειχθέν και μη αμφισβητηθέν το γεγονός της κατοχής των χώρων αποθήκευσης καυσίμων που θεωρήθηκαν τελικά ως “πρατήριο” από τους εφεσείοντες. Ακόμα και μέσω της μαρτυρίας του ίδιου του Γενικού Διευθυντή τους. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην υπογραφή σχετικών αιτήσεων για άδεια οικοδομής και σε σχετική συμφωνία των εφεσειόντων με το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας παραχώρησης του συγκεκριμένου χώρου στον Αερολιμένα η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με νέα την οποία οι εφεσείοντες υπέγραψαν με τη διαχειρίστρια εταιρεία του αεροδρομίου. Συνεχείς δε ήταν οι αναφορές του μάρτυρα ως προς τον τρόπο άσκησης των εργασιών των εφεσειόντων για ανεφοδιασμό από τον επίδικο χώρο, των αεροσκαφών τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο όσο και μέχρι τη δίκη, έστω και αν θεωρούσε τα υποστατικά ως αποθηκευτικούς χώρους.

4. Υπήρξε άλλωστε και παρέμεινε μέχρι το τέλος η θέση των εφεσειόντων όχι ότι δεν κατέχουν ή λειτουργούν τα συγκεκριμένα υποστατικά, αλλά ότι τα κατέχουν και τα χρησιμοποιούν ως αποθηκευτικούς χώρους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86,

Shell-Mex & BP Ltd a.ο. v. Langley Evaluations Offices [1962] 3 All E.R. 433.

Έφεση κατά της Καταδίκης.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16533/08), ημερομηνίας 20/5/10.

Μ. Κυριακίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Παστός, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*141]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το προεξάρχον ερώτημα το οποίο απασχόλησε πρωτόδικα, η απάντηση στο οποίο θα κρίνει και την τύχη της έφεσης, είναι το κατά πόσο οι εγκαταστάσεις των εφεσειόντων στην ευρύτερη περιοχή του Αερολιμένα Λάρνακας, οι οποίες χρησιμοποιούνται για ανεφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα, αποτελούν ή όχι “πρατήριο πετρελαιοειδών” μέσα στην έννοια του σχετικού όρου ο οποίος συναντάται στον περί Ρύθμισης της Κατασκευής, Καθιδρύσεως και Λειτουργίας Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμο του 1968 (Ν.94/1968), ή αντίθετα κατά πόσο συνιστούν απλά χώρο αποθήκευσης και φύλαξης πετρελαιοειδών, εντασσόμενες στις πρόνοιες του περί Πετρελαιοειδών Νόμου, Κεφ. 272.

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι επίδικες εγκαταστάσεις συνιστούσαν “πρατήριο πετρελαιοειδών”, οδήγησε στην καταδίκη των εφεσειόντων σε δέκα συνολικά κατηγορίες κατά παράβαση διαφόρων άρθρων του Νόμου 94(Ι)/1968. Επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες ποινές προστίμου, συμποσούμενες σε €1.300, και επιπρόσθετα εκδόθηκε εναντίον τους διάταγμα παύσης της λειτουργίας των υποστατικών. Η ισχύς του διατάγματος αναστάληκε με τη συναίνεση των διαδίκων, λόγω της καταχώρησης της παρούσας έφεσης και μέχρι την πλήρη αποπεράτωσή της. Η μη εξασφάλιση των αδειών λειτουργίας και πιστοποιητικών έγκρισης που απαιτούνται δυνάμει του Νόμου 94/1968 υπήρξε αδιαμφισβήτητη και η καταδίκη των εφεσειόντων ήταν φυσικό επακόλουθο της κρίσης ως προς το ότι οι επίδικες εγκαταστάσεις συνιστούσαν “πρατήριο πετρελαιοειδών” στην έννοια του Νόμου.

Πιο συγκεκριμένα, με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου 94/1968, δίδεται ο ακόλουθος ορισμός:

“«πρατήριον πετρελαιοειδών» σημαίνει οιονδήποτε κτίριον ή τόπον, όστις ήθελε χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθή προς άσκησιν εμπορίας ή επί τω τέλει κέρδους δια τον εφοδιασμόν μηχανοκινήτων οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών δια πετρελαιοειδών, δια της χρήσεως αντλίας ή σωλήνος τροφοδοτήσεως ή ετέρας παρομοίας φύσεως συσκευής ή μέσου, περιλαμβάνει δε οιανδήποτε οικοδομήν, διαφήμισιν, αντλίαν ή ετέραν συσκευήν χρησιμοποιουμένην συναφώς προς τοιούτο κτίριον ή τόπον.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχολιάζοντας την προσκομισθεί[*142]σα μαρτυρία, παρατήρησε τα ακόλουθα:

“Έχω μελετήσει με πολλή προσοχή το σύνολο του Περί Ρυθμίσεως Πρατηρίων Πετρελαιοειδών Νόμου καθώς και τις επί μέρους διατάξεις του και έχω καταλήξει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να ρυθμίσει τις εγκαταστάσεις που θα ασχολούνταν με τον ανεφοδιασμό όχι μόνο οχημάτων αλλά και πλοίων και αεροσκαφών με οποιοδήποτε μέσο. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε αποκάλυψε ότι στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, στον επίδικο χώρο, υπάρχει αποθήκη αποταμίευσης πετρελαιοειδών από την οποία φορτώνονται τα βυτιοφόρα και μεταφέρουν τα καύσιμα στα αεροπλάνα. Για τα καύσιμα αυτά η Κατηγορούμενη εταιρεία πληρώνεται, σύμφωνα με την μαρτυρία του κου Μαυρομίχαλου, Μ.Υ. 1, αφού αυτά καταμετρούνται τόσο κατά την εκφόρτωσή τους κατά την παραλαβή τους από τις εγκαταστάσεις του Βασιλικού καθώς και κατά την φόρτωσή τους για την μεταφορά τους στα αεροσκάφη στο αεροδρόμιο. Η συγκεκριμένη εγκατάσταση της Κατηγορούμενης εταιρείας χρησιμοποιείται για τον ανεφοδιασμό των αεροσκαφών με πετρελαιοειδή με την χρήση των βυτιοφόρων για τα οποία πετρελαιοειδή η συγκεκριμένη εταιρεία πληρώνεται. Οπόταν, από τις εγκαταστάσεις της Κατηγορούμενης εταιρείας στο Αεροδρόμιο Λάρνακας εφοδιάζονται τα αεροσκάφη με την χρήση των βυτιοφόρων, τα οποία μεταφέρουν τα καύσιμα, τα οποία βυτιοφόρα φορτώνουν τα καύσιμα με αντλίες αφού καταμετρηθεί η ποσότητα και βάση αυτής της ποσότητας γίνεται η πληρωμή της Κατηγορούμενης εταιρείας. Δεν χωρεί άλλη προσέγγιση παρά το ότι οι εγκαταστάσεις της Κατηγορούμενης εταιρείας εμπίπτουν εντός της εννοίας του όρου «πρατήριο» όπως καθορίζεται στον Νόμο.

Θεωρώ ότι τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, στα οποία φορτώνεται το πετρέλαιο και μεταφέρεται στα αεροσκάφη, συνιστούν αυτό το άλλο μέσο το οποίο ο νομοθέτης ήθελε να συμπεριλάβει στην ερμηνεία του όρου «πρατήριο». Για την ποσότητα του πετρελαίου που παραχωρεί η Κατηγορούμενη εταιρεία, με τα συγκεκριμένα βυτιοφόρα, πληρώνεται από τις αεροπορικές εταιρείες οπόταν ασκεί την εμπορία πετρελαιοειδών έναντι κέρδους από τις εγκαταστάσεις της που βρίσκονται παρά τον αερολιμένα Λάρνακας. Η σωρευτική σημασία όλων αυτών των γεγονότων είναι ότι οι εγκαταστάσεις της Κατηγορούμενης εταιρείας στον επίδικο χώρο δεν μπορούν να θεωρηθούν οτιδήποτε άλλο από πρατήριο.

Αν οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις συνιστούσαν απλά [*143]αποθηκευτικούς χώρους καυσίμων, όπως ήταν η θέση της Υπεράσπισης, τότε δεν θα ανεφοδίαζαν τα αεροπλάνα απευθείας με τα βυτιοφόρα αλλά θα διοχέτευσαν τα καύσιμα σε άλλες εγκαταστάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα λειτουργούσαν ως πρατήριο και θα παραχωρούνταν τα καύσιμα από εκεί στα αεροσκάφη για ανεφοδιασμό. Τι νόημα θα είχε να βρίσκονται εκεί οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις και να μην λειτουργούν ως πρατήρια αλλά απλά να αποθηκεύουν τα καύσιμα;”

Διαφωνώντας με το σκεπτικό και ασφαλώς με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση εγείροντας δύο λόγους έφεσης.

1ος λόγος έφεσης – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εγκαταστάσεις των εφεσειόντων αποτελούσαν “πρατήριο πετρελαιοειδών” μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου.

Παραπέμποντας στον προαναφερθέντα ορισμό του όρου “πρατήριο πετρελαιοειδών”, οι εφεσείοντες δίδουν έμφαση στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις των εφεσειόντων δε γινόταν ανεφοδιασμός καυσίμων, αλλά φόρτωση σε οχήματα τα οποία μεταφέρουν τα καύσιμα σε χώρο ανεφοδιασμού που απείχε αρκετά από τις επίδικες εγκαταστάσεις. Επικαλούνται περαιτέρω οι εφεσείοντες το γεγονός ότι οι επίδικες εγκαταστάσεις για αρκετά χρόνια θεωρούνταν, τόσο από τον εφεσίβλητο Δήμο, όσο και από την Επαρχιακή Διοίκηση, ότι δεν ενέπιπταν στο πεδίο ρύθμισης του Νόμου, αλλά στο πεδίο ρύθμισης του Κεφ. 272, δυνάμει του οποίου εισπράττονταν και σχετικά δικαιώματα. Μάλιστα δε στην Πάφο, η αρμόδια Αρχή που είναι η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου, σύμφωνα με δοθείσα μαρτυρία, θεωρεί ότι οι ανάλογες εγκαταστάσεις που υπάρχουν στον αερολιμένα Πάφου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο ρύθμισης του Νόμου 94/1968, αλλά του Κεφ. 272 και μάλιστα συνεχίζει να εισπράττει σχετικά δικαιώματα δυνάμει τούτου.

Από τη δική τους πλευρά, οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στην απλή ανάγνωση της νομοθετικής πρόνοιας. Υποβάλλουν ότι σαφής πρόθεση του νομοθέτη ήταν όπως με τις πρόνοιες του Νόμου 94/1968 ρυθμίσει τα θέματα που αφορούν τον εφοδιασμό με πετρελαιοειδή, όχι μόνο μηχανοκινήτων οχημάτων, αλλά και πλοίων και αεροσκαφών. Ειδικότερα δε, ο ανεφοδιασμός αεροσκαφών λογικά δε θα αναμενόταν ότι θα μπορούσε να γίνεται με αντλία ή σωλήνα, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται βυτιοφόρα, δηλαδή “παρομοίας φύσεως” μέσα, όπως προέβλεψε ο Νόμος.

[*144]Προσεγγίζοντας το εγερθέν θέμα ερμηνείας της σχετικής νομοθετικής διάταξης, παρατηρούμε τα εξής:

Η πρόθεση του νομοθέτη ήταν ξεκάθαρα όπως περιλάβει στον υπό εξέταση ορισμό κτήριο ή χώρο ο οποίος να μπορεί να χρησιμοποιείται διά τον εφοδιασμό με πετρελαιοειδή, μεταξύ άλλων, και αεροσκαφών. Αυτή τη δυνατότητα την περιόρισε να γίνεται “δια της χρήσεως αντλίας ή σωλήνος τροφοδοτήσεως ή ετέρας παρομοίας φύσεως συσκευής ή μέσου.”

Εφόσον εδώ μιλούμε για δυνατότητα εφοδιασμού αεροσκαφών, δύο τινά θα μπορούσαν να συμβούν κατά την ενάσκηση αυτής της δυνατότητας:

Είτε τα αεροσκάφη θα μετέβαιναν στο κτήριο ή χώρο όπου αποθηκεύονται πετρελαιοειδή γι’ αυτό το σκοπό, ή από τέτοιο “κτήριο” ή “τόπο” θα διοχετεύονταν πετρελαιοειδή στα αεροσκάφη. Λόγω ασφαλώς των εγγενών δυσκολιών και κινδύνων που περιέχονται στην πρώτη περίπτωση, η δεύτερη προβάλλει ως αποδεκτή δυνατότητα. Δηλαδή, με τη χρήση αντλίας, όπως ήταν εδώ η μαρτυρία, φορτώνεται το καύσιμο σε ειδικά διασκευασμένο βυτιοφόρο και ακολούθως σε κάποια κοντινή απόσταση από το κτήριο, μεταφέρεται και εφοδιάζεται και πάλι με χρήση αντλίας, το αεροσκάφος. Η ενδιάμεση χρήση οχήματος καθόλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφαιρεί από την διεργασία χρησιμοποίησης του “κτηρίου” ή “τόπου” για εφοδιασμό αεροσκαφών με αντλία η παρόμοιας φύσης συσκευή ή μέσο, όπως προνοεί ο Νόμος, ορθά ερμηνευόμενος. Εξάλλου, όπως παραδέχθηκε και ο Μ.Υ.1 Δ. Μαυρομίχαλος, Γενικός Διευθυντής των εφεσειόντων, στην κύρια εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου, σε καμιά περίπτωση, ούτε στην Κύπρο, ούτε διεθνώς, υπάρχει οποιαδήποτε αντλία, σωλήνας τροφοδότησης, ή συσκευή που να συνδέει απευθείας αποθηκευτικό χώρο καυσίμων με αεροσκάφη, πάντα μεσολαβεί ειδικό όχημα (σελίδα 50 των Πρακτικών).

Όπως τονίστηκε και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού v. Δήμου Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, στη σελίδα 89:

“Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επι[*145]τρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη.”

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο σκοπός του νομοθέτη ήταν όπως ο εφοδιασμός, όχι μόνο οχημάτων αλλά και αεροσκαφών, γίνεται από “πρατήρια πετρελαιοειδών” τα οποία, ως αδειούχες εγκαταστάσεις, πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου και όχι από απλούς χώρους αποθήκευσης καυσίμων.

Σε μια Αγγλική απόφαση, στην οποία ανατρέχουμε όχι λόγω της ομοιότητας του όρου που κλήθηκε να ερμηνεύσει το Δικαστήριο, αλλά καθαρά για σκοπούς κατάδειξης της λογικότητας του πράγματος, ήταν η προσέγγιση του Αγγλικού Εφετείου, όπως διατυπώθηκε στην απόφαση του Lord Denning M.R. (όπως ήταν τότε), ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ των περίπτωσης όπου ο πελάτης πηγαίνει στον πωλητή για να αγοράσει το προϊόν του και της περίπτωσης όπου ο πωλητής παίρνει το προϊόν από το χώρο πώλησης στον πελάτη. Πρόκειται για την απόφαση στην υπόθεση Shell-Mex & BP Ltd and another v. Langley Evaluations Offices [1962] 3 All ER 433, όπου λέχθηκαν και τα εξής:

“Just as a tradesman will pay more for a shop in a good situation, so also will a petrol company pay more for a petrol installation situate within the perimeter of London Airport. I know, of course, that in the ordinary way customers come to the shop for their goods, whereas here the tradesman takes the goods from the shop to the customer. But that makes no difference in point of principle. If you trade in petrol at an airport, it is the only practicable way of doing it. It is the situation that matters; ....”

Κατ’ ανάλογο τρόπο και στην υπό εξέταση εδώ περίπτωση, οι εφεσείοντες ανήγειραν και εγκατέστησαν εξοπλισμό αποθήκευσης πετρελαιοειδών στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου με ένα και μοναδικό σκοπό, την πώληση και εφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα, χρησιμοποιώντας αποθηκευτικούς χώρους, αντλίες και βυτιοφόρα εκφόρτωσης. Το εάν ο εφοδιασμός γινόταν με διασωλήνωση στο κοντινά βρισκόμενο αεροδρόμιο ή με άντληση προς βυτιοφόρο και ακόλουθη μεταφορά του, δεν είναι στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για κτήριο ή τόπο ο οποίος χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον εφοδιασμό αεροσκαφών και με χρήση αντλίας και μεταφορικού μέσου που καθιστά πρακτικά εφαρμόσιμη τη δυνατότητα εφοδιασμού αεροσκάφους [*146]από πρατήριο πετρελαιοειδών, όπως ήταν η πρόθεση του νομοθέτη.

Αν και θεωρούμε αχρείαστο, αναφέρουμε πως ασφαλώς καμιά σημασία δεν έχει στη διακρίβωση της διάπραξης ή μη των αδικημάτων για την οποία κατηγορήθηκαν οι εφεσείοντες, το γεγονός ότι σε εγκαταστάσεις σε άλλο αεροδρόμιο η εκεί Επαρχιακή Διοίκηση ή ο Δήμος μεταχειρίστηκαν το ίδιο θέμα διαφορετικά, όπως επίσης δεν ενέχει σημασία η τυχόν διαφορετική στάση και μεταχείριση που επέδειξαν οι αρμόδιες Αρχές στην ίδια την περίπτωση των εδώ εφεσειόντων σε προηγούμενα χρόνια, μέχρις ότου εξασφάλισαν ειδική προς τούτο νομική γνωμάτευση.

Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

2ος λόγος έφεσης – Ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε ενοχή χωρίς μαρτυρία ή ενασχόληση με το θέμα του ποίος κατέχει τις επίδικες εγκαταστάσεις και/ή πότε αυτές ανηγέρθηκαν.

Όπως ορθά υποδεικνύουν οι εφεσείοντες, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, η κατοχή, χρήση, εκμετάλλευση και γενικά οι διάφορες περιστάσεις υπό τις οποίες είναι δυνατό να τελεστούν αδικήματα δυνάμει των προνοιών του προαναφερθέντος Νόμου, προϋποθέτουν απόδειξη της σχέσης ενός προσώπου με το αδίκημα ως κατόχου, χρήστη κλπ. και αυτό είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Κατά την πρωτόδικη όμως διαδικασία, δηλώθηκε ως παραδεκτό το γεγονός ότι η κατηγορούμενη εταιρεία, δηλαδή οι εφεσείοντες, υπέγραψαν συμφωνία στις 8.2.2008 με την Hermes Airport Ltd, η οποία συνέχισε να βρίσκεται σε ισχύ και με βάση την οποία επιτρέπεται στους εφεσείοντες να εισέρχονται και χρησιμοποιούν τον επίδικο χώρο για το σκοπό παροχής, αποθήκευσης και προμήθειας καυσίμων σε αεροσκάφη στο αεροδρόμιο. Τούτο όμως, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο παρά τη δυνατότητα εισόδου και χρήσης και όχι την είσοδο και χρήση αυτή καθ’ αυτή.

Αυτός ο λόγος έφεσης έκδηλα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Καθόλη τη διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας, πολυάριθμα στοιχεία υπό μορφή είτε κατατεθέντων εγγράφων, είτε και προφορικής μαρτυρίας, κατέστησαν αποδειχθέν και μη αμφισβητηθέν το γεγονός της κατοχής των χώρων αποθήκευσης καυσίμων που θεωρήθηκαν τελικά ως “πρατήριο” από τους εφεσείοντες. Ακόμα και μέσω της μαρτυρίας του ίδιου του Γενικού Διευθυντή τους Μ.Υ.1 Δ. Μαυρομίχαλου. Ο ίδιος ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, που υπέγραψε την αίτηση για άδεια οικοδομής εκ μέρους των εφε[*147]σειόντων για τα υφιστάμενα κτήρια, ο ίδιος αναγνώρισε τη συμφωνία που συνήψε το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας με τους εφεσείοντες για παραχώρηση του συγκεκριμένου χώρου στον Αερολιμένα Λάρνακας για σκοπούς ανεφοδιασμού αεροσκαφών με πετρελαιοειδή, συμφωνία η οποία έληξε και η οποία όπως ο ίδιος αναγνώρισε, έχει αντικατασταθεί με συμφωνία με την Hermes Airport Ltd που διαχειρίζεται το αεροδρόμιο. Αυτή δε η συμφωνία, κατά το Μ.Υ. 1, ισχύει μέχρι σήμερα και έχει τους ίδιους όρους, αφορά τον ίδιο χώρο και παρέχει άδεια χρήσης για τους ίδιους σκοπούς της προηγούμενης άδειας. (Τεκμήρια 2 και 13). Συνεχείς δε ήταν οι αναφορές του μάρτυρα ως προς τον τρόπο άσκησης των εργασιών των εφεσειόντων για ανεφοδιασμό από τον επίδικο χώρο, των αεροσκαφών τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο όσο και μέχρι τη δίκη, μιλώντας πάντα στον ενεστώτα, έστω και αν θεωρεί τα υποστατικά που κατέχουν ως αποθηκευτικούς χώρους.

Υπήρξε άλλωστε και παρέμεινε μέχρι το τέλος η θέση των εφεσειόντων όχι ότι δεν κατέχουν ή λειτουργούν τα συγκεκριμένα υποστατικά, αλλά ότι τα κατέχουν και τα χρησιμοποιούν ως αποθηκευτικούς χώρους.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο