(2012) 2 ΑΑΔ 231
[*231]26 Απριλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΘΑΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 13/2011)
Ναρκωτικά ― Επικύρωση καταδίκης και εννεαετούς ποινής φυλάκισης για εισαγωγή 389,36 γραμμαρίων κοκαΐνης και κατοχής τους με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους ― Ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977 (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Πατέρας δυο ανήλικων παιδιών 9 και 10 ετών ― Μη αποκόμιση οφέλους ― Ανεύρεση του γενετικού υλικού, του εφεσείοντα στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας που τοποθετήθηκαν τα ναρκωτικά ― Μαζί με τους άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, δεν επέτρεπαν διαφορετικό συμπέρασμα, παρά ότι ο εφεσείων συμμετείχε στην τοποθέτηση των ναρκωτικών στη τσάντα που βρέθηκε στην κατοχή άλλου προσώπου που συνταξίδεψε με τον εφεσείοντα.
Ναρκωτικά ― «Κατοχή» ― Σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου ― Άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί ― Καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η απαγορευμένη ουσία, βρίσκεται μεν στη φυσική κατοχή ή φύλαξη τρίτου, ο κατηγορούμενος όμως συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της ― Η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης ― Η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση βρίσκει έρεισμα και σε νομοθετικές πρόνοιες.
Ναρκωτικά ― Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Οι προσωπικές συνθήκες του καταδικασθέντα για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά, υποχωρούν έναντι της ευρύτερης αναγκαιότητας προστασίας του κοινωνικού συνόλου και της εκδήλωσης απαρέσκειας της κοινωνίας για την εγκληματική συμπεριφορά, αυτού του είδους.
[*232]Ναρκωτικά ― Μαχητό τεκμήριο απόδειξης της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους ― Άρθρο 30Α, του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977 (Ν.29/77) όπως τροποποιήθηκε ― Εφαρμοστέες αρχές.
Απόδειξη ― Η απόδειξη κατηγοριών βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή και δεν επιτρέπονται υποθέσεις όσο εύλογες και αν είναι.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Νομολογιακά επιβεβαιώθηκε η σπουδαιότητα της, που τείνει να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, πολλές φορές αποκλείοντας και το ανθρώπινο λάθος, αφού εδράζεται σε συμπερασματική στοιχειοθέτηση ενός γεγονότος ― Πρέπει να οδηγεί όχι μόνο σε εκδοχή συμβατή με την ενοχή ενός κατηγορουμένου, αλλά επίσης να αποκλείει οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η προσαχθείσα μαρτυρία εξετάζεται στο σύνολο της και όχι κατακερματισμένα.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε κατόπιν Ακρόασης στην κατηγορία της εισαγωγής 389,36γρ. κοκαΐνης όπως επίσης για το αδίκημα της κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου και για κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα.
Ο εφεσείων διασυνδέθηκε με την σύλληψη ενός προσώπου στο αεροδρόμιο Πάφου όπου άνδρες της υπηρεσίας της ΥΚΑΝ, ενεργώντας βάσει πληροφοριών για διακίνηση ναρκωτικών, συνέλαβαν ένα άλλο άτομο μετέπειτα συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα ο οποίος είχε στην κατοχή του μια βαλίτσα, στην οποία από ακτινοδιαγνωστικό έλεγχο που διενεργήθηκε επί τόπου, διαφάνηκε ότι υπήρχαν ναρκωτικά στα εσωτερικά τοιχώματα της βαλίτσας. Εναντίον των δύο προσώπων καταχωρήθηκε, για τα πιο πάνω αδικήματα, ποινική υπόθεση. Η υπόθεση προχώρησε για ακρόαση μόνο για τον εφεσείοντα ο οποίος δεν παραδέχθηκε ενοχή.
Το κύριο μέρος της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και έγινε αποδεκτή, εστιαζόταν στο γεγονός ότι στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας, στην οποία υπήρχαν τα ναρκωτικά, εντοπίστηκε γενετικό υλικό, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα.
Με το ίδιο αεροσκάφος των Κυπριακών Αερογραμμών και με την ίδια πτήση, που ταξίδευσε ο πιο πάνω Παντελή, επέστρεψε στην Κύπρο και ο εφεσείων.
[*233]Κατά την άποψη του μάρτυρα εμπειρογνώμονα γενετιστή που κατέθεσε στο Δικαστήριο, υπήρξε άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού στο εν λόγω σημείο, προερχόμενο, ως επί το πλείστον, από δερματικά κύτταρα.
Αποτέλεσε επίσης συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι και οι δύο συγκατηγορούμενοι είχαν, κατά την επιστροφή τους από την Ολλανδία, ταξιδεύσει μαζί. Το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε περαιτέρω και στο γεγονός ότι οι δύο εισήλθαν διαδοχικώς στο σημείο ελέγχου του αεροδρομίου.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο εφεσείων είχε προβεί σε ανώμοτη δήλωση, αναφέροντας ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει πως βρέθηκε το γενετικό του υλικό στο εσωτερικό σημείο της εσωτερικής φόδρας της τσάντας, που εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε τόσο η καταδίκη, όπως το ύψος της επιβληθείσας ποινής και μεταξύ άλλων υποστηρίχθηκαν τα εξής:
Στην έφεση εναντίον της καταδίκης:
α) Αποτελούσε λανθασμένο συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι δεν υπήρχε άλλη λογική εξήγηση η οποία να οδηγούσε στην ανεύρεση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στην εν λόγω βαλίτσα.
β) Το δικαστήριο, δεν έδωσε επαρκή εξήγηση για τον αποκλεισμό της δυνατότητας δευτερεύουσας ή έμμεσης τοποθέτησης.
γ) Το Κακουργιοδικείο σχολίασε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, καταλήγοντας ότι, αυτή, δεν οδήγησε σε προβληματισμό το Κακουργιοδικείο.
δ) Με βάση τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν δυνατό, να οδηγηθεί το δικαστήριο σε ύπαρξη συμφωνίας για συνωμοσία.
ε) Αποτελούσε σφάλμα να κριθεί ότι ο εφεσείων είχε συσκευάσει τα ναρκωτικά, αφού δεν βρέθηκε δικό του γενετικό υλικό στη συσκευασία των ναρκωτικών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, τα γεγονότα δεν ήταν σε μεγάλη έκταση αμφισβητούμενα και το κακουργιοδικείο δεν έκαμε υποθέσεις, [*234]αφού εν πάση περιπτώσει δεν είχε ενώπιόν του και άλλη εκδοχή.
2. Αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι τα ναρκωτικά είχαν εισαχθεί στη Δημοκρατία μέσα σε τσάντα που κρατούσε ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα, προερχόμενος από την Ολλανδία.
3. Έγινε από το Κακουργιοδικείο μια ανάλυση των γεγονότων που στοιχειοθετούσαν την παρούσα υπόθεση, αφού βασίστηκε σε περιστατική μαρτυρία.
4. Στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας μεταφοράς των ναρκωτικών εντοπίστηκε γενετικό υλικό, προερχόμενο από «επιθηλιακά δερματικά κύτταρα», όπως ήταν η μαρτυρία, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό, ως κυρίου δότη, του εφεσείοντα.
5. Το επιχείρημα που πρόβαλε ο εφεσείων περί εμμέσου εναπόθεσης του γενετικού υλικού, δεν μπορούσε να έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, και ορθώς δεν έγινε αποδεχτό πρωτοδίκως.
6. Το παράπονο του εφεσείοντα ότι κακώς λήφθηκε υπόψη και σχολιάστηκε η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα από το κακουργιοδικείο, δεν είχε έρεισμα.
7. Ο ίδιος ο συνήγορος αναγνώρισε ότι η επιλογή της ανώμοτης δήλωσης, άφηνε ένα κενό στην όλη υπόθεση, ως προς τον τρόπο αντίκρισης του εντοπισμού του γενετικού υλικού.
8. Το κακουργιοδικείο, θεώρησε ορθά ότι η ανεύρεση του γενετικού υλικού, στο σημείο που βρέθηκε, στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας που περιείχαν τα ναρκωτικά, μαζί με τους άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, δεν επέτρεπαν διαφορετικό συμπέρασμα, παρά ότι ο εφεσείων συμμετείχε στην τοποθέτηση των ναρκωτικών στην εν λόγω τσάντα.
9. Έγινε εμπεριστατωμένη ανάλυση της νομολογίας ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με το γεγονός ότι τα ναρκωτικά δεν ήταν στην φυσική κατοχή του εφεσείοντα.
10. Η κοινή μετάβαση των δύο στην Ολλανδία, η συσκευασία, το σημείο που τοποθετήθηκαν τα ναρκωτικά, η ανεύρεση του γενετικού υλικού, το είδος του γενετικού υλικού, η επιστροφή την ίδια ημέρα και με την ίδια πτήση, περιλαμβανομένων και των άλλων στοιχείων, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ότι το συμπέρασμα του [*235]πρωτόδικου δικαστηρίου για κοινή δράση των δυο, που οδήγησε στη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συνωμοσίας, ήταν ορθό.
11. Εύλογα προέκυψε το αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε την κατοχή των ναρκωτικών όταν αυτά εισήχθησαν στην Κύπρο.
12. Τούτου δοθέντος, καταδεικνυόταν η ορθότητα του συμπεράσματος του κακουργιοδικείου για ενοχή στις κατηγορίες της εισαγωγής και κατοχής των ναρκωτικών.
13. Με γνώμονα την ποσότητα, και στην απουσία οποιασδήποτε δικαιολογίας, από πλευράς εφεσείοντα, ορθώς το κακουργιοδικείο εφάρμοσε την κείμενη νομοθεσία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε αποδειχθεί και η κατηγορία της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο πρόσωπο, και καταδίκασε τον εφεσείοντα.
14. Δεν είχε στοιχειοθετηθεί σφάλμα ως προς τις διαπιστώσεις και συμπεράσματα του κακουργιοδικείου, τα οποία τεκμηρίωναν με την αναγκαία βεβαιότητα την ενοχή του εφεσείοντα. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε.
Στην έφεση κατά της ποινής:
Υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η εννεαετής ποινή φυλάκισης ήταν υπέρμετρα ψηλή, λαμβανομένης υπόψη της ποσότητας και του «μέτρου» που εξάγεται από τη νομολογία.
β) Ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη, είναι πατέρας δυο ανήλικων παιδιών 9 και 10 ετών αντίστοιχα, και, ουδέν όφελος αποκόμισε από την υπόθεση αυτή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κοκαΐνη, αποτελεί ένα σκληρό ναρκωτικό, όπως χαρακτηρίστηκε με βάση τη νομολογία,
2. Δοθέντος ότι με βάση την προβλεπόμενη ποινή, όπου βάσει του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 1977 (Ν.29/77) όπως τροποποιήθηκε, τα αδικήματα της εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο, τιμωρούνται με μέγιστη ποινή, δια βίου φυλάκιση, η οποία αντικατοπτρίζει τη σοβα[*236]ρότητα, που ήθελε να προσδώσει στο αδίκημα ο νομοθέτης, δεν διαπιστωνόταν σφάλμα αρχής ούτε η ποινή που επιβλήθηκε ήταν έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Σάζος (2001)2 Α.Α.Δ. 18,
Παφίτης v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,
Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,
Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,
Saremi κ.ά. v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 251,
Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248.
Έφεση κατά της Καταδίκης και της Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Χαραλάμπους, Π.Ε.Δ., Μαυρονικόλα Α.Ε.Δ., Κονή, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 21382/09), ημερομηνίας 11/1/11.
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Κυριακίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 13 Νοεμβρίου, 2009, μετά την άφιξη στο αεροδρόμιο Πάφου της πτήσης των Κυπριακών Αερογραμμών με αρ. CY599, από το Άμστερνταμ, άνδρες της υπηρεσίας της ΥΚΑΝ, ενεργώντας βάσει πληροφοριών για διακίνηση ναρκωτι[*237]κών, έθεσαν υπό επιτήρηση την αίθουσα αφίξεων. Εντοπίστηκε να κινείται ύποπτα ένα άτομο και τέθηκε υπό παρακολούθηση.
Κατά την έξοδο του εν λόγω ατόμου, που ήταν κάποιος Φιλόκυπρος Παντελή, αστυνομικοί, με τη συνοδεία Τελωνειακού Λειτουργού, σταμάτησαν τον πιο πάνω Παντελή για έλεγχο. Μέσα στην βαλίτσα, χρώματος μαύρου, μάρκας «Βenga», την οποία κρατούσε, υπήρχαν προσωπικά αντικείμενα του εν λόγω Παντελή. Από ακτινοδιαγνωστικό έλεγχο που διενεργήθηκε επί τόπου, διαφάνηκε ότι υπήρχαν αντικείμενα στα εσωτερικά τοιχώματα της βαλίτσας. Αφαιρέθηκε με μικρό ψαλίδι μέρος της εσωτερικής φόδρας και στο σημείο εκείνο, ο εν λόγω Παντελή, ανέφερε ότι υπήρχαν ναρκωτικά. Με το περαιτέρω σχίσιμο της φόδρας της βαλίτσας εντοπίστηκε τεμάχιο χαρτονιού χρώματος γκρίζου, πάνω στο οποίο υπήρχε κολλητική ταινία, κάτω δε από αυτό εντοπίστηκαν τέσσερις συσκευασίες, σε σχήμα πλάκας, περιτυλιγμένες με διαφανές νάυλον. Ο πιο πάνω Παντελή κατηγορήθηκε για εισαγωγή 389,36γρ. κοκαϊνης όπως επίσης για το αδίκημα της κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου. Περαιτέρω, κατηγορήθηκε για κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα. Εναντίον του εν λόγω Παντελή και του εφεσείοντα, καταχωρήθηκε, για τα πιο πάνω αδικήματα, η ποινική υπόθεση με αριθμό 21382/09. Ο πρώτος παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση προχώρησε για ακρόαση για τον εφεσείοντα.
Το κύριο μέρος της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και έγινε αποδεκτή, εστιαζόταν στο γεγονός ότι στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας, στην οποία υπήρχαν τα ναρκωτικά, εντοπίστηκε γενετικό υλικό, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα.
Ένα άλλο στοιχείο το οποίο κατατέθηκε, για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν το γεγονός ότι, με το ίδιο αεροσκάφος των Κυπριακών Αερογραμμών και με την ίδια πτήση, που ταξίδευσε ο πιο πάνω Παντελή, επέστρεψε στην Κύπρο και ο εφεσείων.
Στις 23 Νοεμβρίου, 2009, υπήρχε στην αστυνομία πληροφορία η οποία συνέδεε τον εφεσείοντα με την επίσκεψη του εν λόγω Παντελή στην Ολλανδία. Στις 25 Νοεμβρίου, 2009, έγινε έρευνα στο σπίτι του εφεσείοντα στη Λεμεσό, και με τη συγκατάθεση του, πάρθηκαν δύο παρειακά επιχρίσματα. Όταν ταυτίστηκε το εντοπισθέν στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας που περιείχοντο τα ναρκωτικά, γενετικό υλικό, με αυτό του εφεσείοντα, εκδόθηκε ένταλ[*238]μα σύλληψης εναντίον του, ο οποίος, στις 9 Δεκεμβρίου, 2009, δήλωσε ότι δεν έχει καμία σχέση με τα εν λόγω ναρκωτικά.
Ο γενετιστής Μάριος Καριόλου στη δική του μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η οποία και έγινε αποδεκτή, ανέφερε ότι στο κάτω, (εσωτερικό) μέρος της εσωτερικής φόδρας της τσάντας που κατασχέθηκε στο αεροδρόμιο Πάφου και περιείχε τα ναρκωτικά, εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό, η κύρια συνεισφορά του οποίου, προερχόταν και ταυτίστηκε με αυτό του εφεσείοντα. Κατά την άποψη του μάρτυρα, που επίσης αποτελεί και συμπέρασμα του δικαστηρίου, υπήρξε άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού στο εν λόγω σημείο, προερχόμενο, ως επί το πλείστον, από δερματικά κύτταρα.
Αποτελεί επίσης συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι οι Παντελή και εφεσείων είχαν, κατά την επιστροφή τους από την Ολλανδία, ταξιδεύσει μαζί. Εκτός και πέραν από τη μαρτυρία της υπαλλήλου των Κυπριακών Αερογραμμών Μ. Λοΐζου, το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι οι δύο εισήλθαν διαδοχικώς στο σημείο ελέγχου του αεροδρομίου.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο εφεσείων είχε προβεί σε ανώμοτη δήλωση, αναφέροντας ότι δεν μπορεί να εξηγήσει πως βρέθηκε το γενετικό του υλικό στο εσωτερικό σημείο της εσωτερικής φόδρας της τσάντας, που εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά.
Με τη παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος ενοχής και η συνακόλουθη καταδίκη, όπως το ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Έφεση κατά της Καταδίκης
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικέντρωσε την προσοχή του στην πιθανότητα εναλλακτικού τρόπου τοποθέτησης του γενετικού υλικού. Αποτελεί, συνέχισε, λανθασμένο συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι δεν υπάρχει άλλη λογική εξήγηση η οποία να οδηγεί στην ανεύρεση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στην εν λόγω βαλίτσα. Ήταν η μόνη λογική εξήγηση ότι ο εφεσείων ήλθε σε επαφή με τα ναρκωτικά διερωτήθηκε ο κ. Ερωτοκρίτου. Το δικαστήριο, πρόσθεσε, δεν έχει δώσει επαρκή εξήγηση για τον αποκλεισμό της δυνατότητας δευτερεύουσας ή έμμεσης τοποθέτησης. Προχώρησε δε να συνδέσει την πιο πάνω εισήγηση με το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο σχολίασε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, καταλήγοντας ότι, αυτή, δεν [*239]οδήγησε σε προβληματισμό το Κακουργιοδικείο.
Με βάση τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν δυνατό, πρόβαλε ο συνήγορος, να οδηγηθεί το δικαστήριο σε ύπαρξη συμφωνίας για συνωμοσία. Αποτελεί ταυτοχρόνως, όπως είπε, λάθος να κριθεί ότι ο εφεσείων είχε συσκευάσει τα ναρκωτικά, αφού δεν βρέθηκε δικό του γενετικό υλικό στη συσκευασία των ναρκωτικών. Κάτι τέτοιο αποτελεί αντιφατικό γεγονός που έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε απόρριψη της υπόθεσης. Στη συνέχεια πρόβαλε ο συνήγορος, ότι ακόμη και η «συνοδεία» του εφεσείοντα και του Παντελή, δεν αποδείχθηκε. Μπορεί να καταδεικνύεται από το σύστημα ότι πέρασαν διαδοχικά από το σημείο ελέγχου, πλην όμως δεν είχαν καθίσει σε κοντινές θέσεις στο αεροπλάνο, και ούτε υπάρχει οτιδήποτε άλλο που να συνηγορεί υπέρ της υιοθέτησης της προσέγγισης ότι οι δύο είχαν συνωμοτήσει μεταξύ τους για να μεταφέρουν, τα ναρκωτικά, από την Ολλανδία στην Κύπρο, κατέληξε.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι η ανεύρεση του γενετικού υλικού στην εσωτερική φόδρα της τσάντας που περιείχε τα ναρκωτικά, δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Το κακουργιοδικείο, είπε ο κ. Κυριακίδης, είχε συνδέσει και την υπόλοιπη μαρτυρία, όπως το κοινό ταξίδι στην Ολλανδία, για να οδηγηθεί σε πλήρωση του παζλ, όπως ανέφερε. Ως προς το θέμα της στοιχειοθέτησης των κατηγoριών, η περιστατική μαρτυρία ήταν αρκετή, υποστηρίχθηκε από το συνήγορο και οδηγούσε μόνο σ’ ένα συμπέρασμα αυτό της ενοχής του εφεσείοντα. Το κακουργιοδικείο, ορθώς, όπως είπε δεν ασχολήθηκε με εμφάνταστες εισηγήσεις ως προς τα γεγονότα που εισηγήθηκε ο συνήγορος υπεράσπισης.
Αρχικώς θεωρούμε απαραίτητο να επαναλάβουμε ότι η απόδειξη, εν προκειμένω των κατηγοριών, βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή και δεν επιτρέπονται υποθέσεις όσο εύλογες και αν είναι. (Bλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σάζου (2001) 2 Α.Α.Δ. 18.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση, τα γεγονότα δεν ήταν σε μεγάλη έκταση αμφισβητούμενα και το κακουργιοδικείο δεν έκαμε υποθέσεις, αφού εν πάση περιπτώσει δεν είχε ενώπιόν του και άλλη εκδοχή.
Αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι τα ναρκωτικά είχαν εισαχθεί στη Δημοκρατία μέσα σε τσάντα που κρατούσε ο Παντελή, προερχόμενος από την Ολλανδία.
[*240]Στη συνέχεια γίνεται από το Κακουργιοδικείο μια ανάλυση των γεγονότων που στοιχειοθετούν την παρούσα υπόθεση, αφού βασίζεται σε περιστατική μαρτυρία. Ως προς τον τρόπο αντίκρυσης της περιστατικής μαρτυρίας σχετική είναι η υπόθεση Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, όπου επιβεβαιώθηκε η σπουδαιότητα της, που τείνει να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, πολλές φορές αποκλείοντας και το ανθρώπινο λάθος, αφού εδράζεται σε συμπερασματική στοιχειοθέτηση ενός γεγονότος. H περιστατική μαρτυρία πρέπει να οδηγεί όχι μόνο σε εκδοχή συμβατή με την ενοχή ενός κατηγορουμένου, αλλά επίσης να αποκλείει οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα.
Ταυτοχρόνως, η προσαχθείσα μαρτυρία εξετάζεται στο σύνολο της και όχι κατακερματισμένα. (Βλ. Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 41).
Στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας μεταφοράς των ναρκωτικών εντοπίστηκε γενετικό υλικό, προερχόμενο από «επιθηλιακά δερματικά κύτταρα», όπως ήταν η μαρτυρία, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό, ως κυρίου δότη, του εφεσείοντα. Με όλο το σεβασμό προς το συνήγορο του εφεσείοντα, το επιχείρημα που πρόβαλε περί εμμέσου εναπόθεσης του γενετικού υλικού, δεν μπορεί να έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, και, ορθώς κατά την άποψη μας, δεν έγινε αποδεχτό πρωτοδίκως.
Ακόμη, και κατ’ επέκταση τούτου, το παράπονο του εφεσείοντα ότι κακώς λήφθηκε υπόψη και σχολιάστηκε η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα από το κακουργιοδικείο, δεν έχει έρεισμα. Ο ίδιος ο συνήγορος αναγνώρισε ότι η επιλογή της ανώμοτης δήλωσης, άφηνε ένα κενό στην όλη υπόθεση, ως προς τον τρόπο αντίκρισης του εντοπισμού του γενετικού υλικού. Το κακουργιοδικείο, θεώρησε και ορθώς κατά την άποψή μας, ότι η ανεύρεση του γενετικού υλικού, στο σημείο που βρέθηκε, στο εσωτερικό της φόδρας της τσάντας που περιείχαν τα ναρκωτικά, μαζί με τους άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, δεν επέτρεπαν διαφορετικό συμπέρασμα, παρά ότι ο εφεσείων συμμετείχε στην τοποθέτηση των ναρκωτικών στην εν λόγω τσάντα. Σχετική είναι η υπόθεση Vrakas a.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, στην οποία έκαμε αναφορά και ο εφεσίβλητος).
Ο εφεσείων είχε μεταβεί στην Ολλανδία τρεις ημέρες πριν την επιστροφή του στην Κύπρο, που έγινε στις 13 Νοεμβρίου, 2009.
Στη συνέχεια, το κακουργιοδικείο θεώρησε και πάλιν ορθώς, κα[*241]τά τη γνώμη μας, ότι ο εφεσείων συνόδευσε τον Παντελή από την Ολλανδία στην Κύπρο. Ταξίδευσαν μαζί, πέρασαν από τον έλεγχο διαβατηρίων διαδοχικά, κάθισαν σε απόσταση τριών σειρών στο αεροπλάνο. Ο εφεσείων περιγραφόταν ως «ξάδελφος» στον τηλεφωνικό κατάλογο που εντοπίστηκε στο τηλέφωνο του Παντελή, ο δε εφεσείων είχε αρνηθεί ότι τον γνώριζε. Ο δε αριθμός του τηλεφώνου, του εφεσείοντα, επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο, ότι είναι ορθός.
Από τη στιγμή που ο εφεσείων θεωρήθηκε ότι είχε λάβει μέρος στη συσκευασία των ναρκωτικών, με την ανεύρεση του γενετικού του υλικού, το Κακουργιοδικείο είχε κατευθύνει την προσοχή του στο συστατικό στοιχείο της «κατοχής». Έγινε εμπεριστατωμένη ανάλυση της νομολογίας ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με το γεγονός ότι τα ναρκωτικά δεν ήταν στην φυσική κατοχή του εφεσείοντα.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, σελ. 671, είναι σχετικό.
«Κατοχή» σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211). Στον όρο «κατοχή» η νομολογία είχε δώσει ευρεία έννοια. Καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η απαγορευμένη ουσία, βρίσκεται μεν στη φυσική κατοχή ή φύλαξη τρίτου, ο κατηγορούμενος όμως συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της. Συνεπώς η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409). Η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση βρίσκει έρεισμα και σε νομοθετικές πρόνοιες. Σχετικό είναι το Άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου «... παν πρόσωπο θεωρείται ως έχων εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα, τελούντα υπό τον έλεγχο αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό τη φύλαξη ετέρου προσώπου». Τέλος, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή (βλ. Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης, η κοινή μετάβαση των δυο στην Ολλανδία, η συσκευασία, το σημείο που τοποθετήθηκαν τα ναρκωτικά, η ανεύρεση του γενετικού υλικού, το είδος του γενετικού υλικού, η επιστροφή την ίδια ημέρα και με την ίδια πτήση, όπως την περιγράφαμε πιο πάνω, περιλαμβανομένων και των άλλων στοιχείων, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για κοινή δράση των δυο, που οδήγησε στη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συνωμοσίας, είναι ορθό.
[*242]Παράλληλα, τα αδικήματα της εισαγωγής, κατοχής και κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους, έχουν ως κοινό υπόβαθρο τη στοιχειοθέτηση της κατοχής.
Η όλη μαρτυρία, όπως έγινε αποδεχτή, από το κακουργιοδικείο, χωρίς άλλη εκδοχή, που ούτε έγινε υποβολή στους μάρτυρες κατηγορίας, όπως σημείωσε το κακουργιοδικείο, και συνίσταται στην κοινή δράση, με τη μετάβαση στην Ολλανδία, τη συσκευασία, την επιστροφή μαζί με τα υπόλοιπα γεγονότα, όπως τα αναλύσαμε πιο πάνω, εύλογα οδήγησε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε την κατοχή των ναρκωτικών όταν αυτά εισήχθησαν στην Κύπρο.
Τούτου δοθέντος, καταδεικνύεται η ορθότητα του συμπεράσματος του κακουργιοδικείου για ενοχή στις κατηγορίες της εισαγωγής και κατοχής των ναρκωτικών.
Ως προς το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους, σημειώνουμε ότι το Αρθρο 30Α, του νόμου έχει θεσπίσει μαχητό τεκμήριο απόδειξης της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους.
Συμφώνως των προνοιών του εν λόγω άρθρου, εφόσον καταδειχθεί ότι πρόσωπο κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο, η ποσότητα του οποίου υπερβαίνει την υπό του νόμου καθοριζόμενη, τότε θεωρείται ότι αυτός τα κατείχε με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το δικαστήριο για το αντίθετο. Στην περίπτωση του ελεγχόμενου φαρμάκου κοκαΐνης, που αφορά την παρούσα περίπτωση το ποσοστό που του προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο είναι «10 γραμμάρια ή περισσότερα».
Στην εξεταζόμενη υπόθεση η ανευρεθείσα ποσότητα ναρκωτικών, ήταν κατά πολύ περισσότερη των 10 γραμμαρίων, ήτοι 389,36 γραμμάρια. Με γνώμονα την ποσότητα, και στην απουσία οποιασδήποτε δικαιολογίας, από πλευράς εφεσείοντα, ορθώς το κακουργιοδικείο εφάρμοσε την κείμενη νομοθεσία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε αποδειχθεί και η κατηγορία της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο πρόσωπο, και καταδίκασε τον εφεσείοντα.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί σφάλμα ως προς τις διαπιστώσεις και συμπεράσματα του κακουργιοδικείου, τα οποία τεκμηριώνουν με την αναγκαία βεβαιότητα την ενοχή του εφεσείοντα. Όσα προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα αποτελούν αποσπασμα[*243]τική προσέγγιση, που έρχεται σε αντίθεση με το όλο φάσμα γεγονότων και του δημιουργούμενου μεταξύ τους συσχετισμού. Η έφεση κατά της καταδίκης κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Έφεση κατά της Ποινής
Ως την επιβληθείσα ποινή των 9 ετών φυλάκιση για το αδίκημα της εισαγωγής των ναρκωτικών και της κατοχής τους με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι είναι υπερμέτρως ψηλή, λαμβανομένης υπόψη της ποσότητας και του «μέτρου» που εξάγεται από τη νομολογία.
Υποστηρίχθηκε ότι ο εφεσείων δεν έχει οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη, είναι πατέρας δυο ανήλικων παιδιών 9 και 10 ετών αντίστοιχα, και, ουδέν όφελος αποκόμισε από την υπόθεση αυτή.
Σημειώνουμε ότι η κοκαΐνη, αποτελεί ένα σκληρό ναρκωτικό, όπως χαρακτηρίστηκε με βάση τη νομολογία (Saremi κ.ά. v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 251).
Η έξαρση των αδικημάτων, εισαγωγής ναρκωτικών στη χώρα μας, αποτελεί στοιχείο αρκούντως επιβαρυντικό, που καθιστά, άμεση και επιτακτική την ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών. Όπως επαναλήφθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι προσωπικές συνθήκες του καταδικασθέντα για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά, υποχωρούν έναντι της ευρύτερης αναγκαιότητας προστασίας του κοινωνικού συνόλου και της εκδήλωσης απαρέσκειας της κοινωνίας για την εγκληματική συμπεριφορά, αυτού του είδους.
Τούτου δοθέντος, της προβλεπόμενης ποινής, όπου βάσει του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 1977 (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε, τα αδικήματα της εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο, τιμωρούνται με μέγιστη ποινή, δια βίου φυλάκιση, η οποία αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα, που ήθελε να προσδώσει στο αδίκημα, ο νομοθέτης, (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248), δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής ούτε θεωρούμε την ποινή που επιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίφθηκε.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο