Ilie Stefan και άλλοι ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 280

(2012) 2 ΑΑΔ 280

[*280]16 Μαΐου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Aρ. 180/2011)

STEFAN ILIE,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 181/2011)

TOMA MIHAI ROGBAN,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 182/2011)

MARIUS DANCS,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 180/2011, 181/2011, 182/2011)

 

Ποινή ― Διάρρηξη κατοικίας ― Άρθρα 291, 292, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κλοπή ― Άρθρο 255 Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επιβολή ποινών φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στην ποινή που επιβάλλει το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει και την πρωταρχική ευθύνη καθορισμού του ορθού μέτρου όταν αυτή είναι έκ[*281]δηλα υπερβολική.

Οι τρεις  εφεσείοντες άσκησαν έφεση εναντίον απόφασης με την οποία τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών αφού κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν δικής τους παραδοχής σε αδικήματα διάρρηξης κατοικίας κατά παράβαση των Άρθρων 291, 292, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 255, 256 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Και οι τρεις εφεσείοντες προέβαλαν και κατ’ έφεση τα όσα έθεσαν πρωτοδίκως αναφορικά με τις προσωπικές τους οικογενειακές περιστάσεις και χειρίστηκαν προσωπικά τις υποθέσεις τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα καθώς ιδιαίτερα η απολογία και η συγνώμη των εφεσειόντων. Η σοβαρότητα των εγκλημάτων που διέπραξαν και παραδέχτηκαν οι τρεις εφεσείοντες δεν μπορούσε να παρακαμφθεί.

2. Τα δικαστήρια πρέπει να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές σε αδικήματα αυτής της φύσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτίμησε ορθά και όλες τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων. Έλαβε υπόψη του την παραδοχή και την απολογία  και τη συνεργασία τους με την Αστυνομία ως και τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις καθώς και το ρόλο του καθενός στη διάπραξη των αδικημάτων.

3. Ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ποινή δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί υπέρ του τρίτου κατηγορούμενου-εφεσείοντα ο οποίος είχε και εκείνος ενεργό ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και κλοπής ως φρουρός της σκηνής και βοηθός των άλλων δύο εφεσειόντων. Οι επιβληθείσες ποινές δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, υπερβολικές.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Φραντζίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77,

Φιλίππου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113,

Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104,

[*282]Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Γενικός Εισαγγελέας v. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686,

Mixaylov κ.ά. v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175.

Εφέσεις κατά της Ποινής.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 30131/11), ημερομηνίας 26/8/11.

Οι Εφεσείοντες παρουσιάζονται προσωπικά.

Α. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ex tempore

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Και οι τρεις εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν δικής τους παραδοχής σε αδικήματα διάρρηξης κατοικίας κατά παράβαση των Αρθρων 291, 292, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και κλοπής κατά παράβαση των Αρθρων 255, 256 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η πρώτη κατηγορία, που αφορούσε σε συνωμοσία για διάρρηξη διαμερίσματος αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών οι τρεις εφεσείοντες διέρρηξαν και εισήλθαν στην οικία συγκεκριμένου προσώπου με σκοπό την κλοπή και έκλεψαν από την οικία αυτή το ποσό των £680 και ρολόγια και χρυσαφικά αξίας περίπου €220, περιουσία του κατόχου της κατοικίας. Αστυνομικοί, κατόπιν τηλεφωνήματος που δέχθηκαν, εντόπισαν τον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω για τα αδικήματα παράνομης εισόδου και κατοχής περιουσίας. Την ίδια στιγμή συνελήφθη επίσης για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας και ο δεύτερος κατηγορούμενος – εφεσείων στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν κάποια από τα κλοπιμαία. Ο τρίτος κατηγορούμενος- εφεσείων συνελήφθη επίσης για το ίδιο αδίκημα και βρέθηκαν στην κατοχή του κάποια από τα κλοπιμαία.

Η συνήγορος που εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για τους κατηγορούμενους εφεσείοντες αγόρευσε για με[*283]τριασμό της ποινής τους. Έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου όλα τα σχετικά στοιχεία και τόνισε ότι ο ρόλος του τρίτου κατηγορούμενου ήταν δευτερεύων εφόσον η συμμετοχή του περιορίστηκε στο να περιμένει τους άλλους δύο κατηγορούμενους έξω από την οικία αλλά δεν εισήλθε ο ίδιος σ’ αυτή. Η συνήγορος των κατηγορουμένων έθεσε επίσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό, ότι οι τρεις κατηγορούμενοι-εφεσείοντες ενήργησαν απερίσκεπτα και υπό την επήρεια οινοπνεύματος και επίσης έθεσε και τις προσωπικές συνθήκες των κατηγορουμένων-εφεσειόντων οι οποίες αναφέρονται και σε σχετική έκθεση του Λειτουργού Ευημερίας.

Ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων ήταν ηλικίας 54 ετών όταν επιβλήθηκε η ποινή. Είναι πατέρας δύο παιδιών ηλικίας 31 και 15 ετών και η σύζυγος του αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.  Ο δεύτερος κατηγορούμενος-εφεσείων ήταν 21 ετών και διατηρεί δεσμό με συμπατριώτισσα του η οποία άρχισε σπουδές στη νοσηλευτική σχολή τις οποίες διέκοψε λόγω εγκυμοσύνης. Είναι πατέρας δύο παιδιών ενάμιση έτους και τεσσεράμιση μηνών.

Ο τρίτος κατηγορούμενος-εφεσείων είναι ηλικίας 33 ετών συμβιώνει με συμπατριώτισσα του με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά ηλικίας 7, 4 και 3 ετών. Όπως ανέφερε ο ίδιος ο τρίτος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει πρόβλημα με το δεξί του αυτί, εκ γενετής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία και έλαβε υπόψη και την προβλεπόμενη από το νόμο, ποινή για τα αδικήματα της διάρρηξης και της κλοπής που είναι 7 χρόνια για τη διάρρηξη και 3 χρόνια για την κλοπή. Καθοδηγήθηκε, μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Φραντζίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Φιλίππου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113 και Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104.

Στην υπόθεση Παναγίδης (ανωτέρω) τονίστηκε από το Δικαστήριο η θλιβερή διαπίστωση ότι τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται, αντίθετα, έξαρση. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί τα εγκλήματα αυτά δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.

Λάβαμε υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα καθώς και τα όσα οι [*284]τρεις εφεσείοντες ανέφεραν ενώπιόν μας, ιδιαίτερα την απολογία και τη συγνώμη τους. Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που διέπραξαν και παραδέκτηκαν οι τρεις εφεσείοντες δηλαδή της διάρρηξης και της κλοπής. Συμφωνούμε απόλυτα με τα όσα αναφέρθηκαν στην Παναγίδης (ανωτέρω) η οποία αποφασίστηκε το 1997 και πέρασαν από τότε περίπου 15 χρόνια στα οποία το έγκλημα παρουσίασε έντονη αυξητική τάση με αποτέλεσμα να υπάρχει και ανάλογη αύξηση του αισθήματος ανασφάλειας των πολιτών. Συμφωνούμε ότι τα δικαστήρια πρέπει να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές σε αδικήματα αυτής της φύσης όπως είναι η διάρρηξη και η κλοπή. Βεβαίως όπως αναφέρθηκε και στην Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, η αποτρεπτικότητα της ποινής δεν οδηγεί σε ατονία το καθήκον του δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής. Στην προκείμενη όμως περίπτωση θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτίμησε ορθά και όλες τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων. Έλαβε υπόψη του και την παραδοχή και την απολογία τους και τη συνεργασία τους με την Αστυνομία και τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις καθώς και το ρόλο του καθενός στη διάπραξη των αδικημάτων. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ποινή δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί υπέρ του τρίτου κατηγορούμενου-εφεσείοντα ο οποίος είχε και εκείνος ενεργό  ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και κλοπής ως φρουρός της σκηνής και βοηθός των άλλων δύο εφεσειόντων. Είναι θεμελιωμένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στην ποινή που επιβάλλει το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει και την πρωταρχική ευθύνη καθορισμού του ορθού μέτρου (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686 και Mixaylov κ.ά. v. Αστυνομίας (2012) 2 A.A. 175), όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, υπερβολικές.

Κατά συνέπεια οι εφέσεις απορρίπτονται. Τα έξοδα της μεταφράστριας να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο