Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μπλάκε Ανδρέα Σενέκκη και άλλου (2012) 2 ΑΑΔ 285

(2012) 2 ΑΑΔ 285

[*285]23 Μαΐου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 190/2011)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΠΛΑΚΕ ΑΝΔΡΕΑ ΣΕΝΕΚΚΗ,

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 195/2011)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΛΙΑΣΗ,

Εφεσίβλητου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 190/2011, 195/2011)

 

Ποινή ― Μετριαστικοί Παράγοντες ― Η μη δίωξη συναυτουργού, επενεργεί ως μετριαστικός της ποινής παράγοντας, γιατί μόνο έτσι μπορεί να μετριασθεί το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλείται από την άνιση μεταχείριση και να προστατευθεί το περί δικαίου αίσθημα.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Αρχή της ισότητας ― Η περιφρούρηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ίσης μεταχείρισης, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου, που προβάλλει επιτακτικότερα σε περιπτώσεις, όπως η μη δίωξη συναυτουργού, όπου η ενάσκηση από το Γενικό Εισαγγελέα των εξουσιών του, δεν ελέγχεται δικαστικά.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Άρθρο 30.2 ― Εύλογος χρόνος διεξαγωγής δίκης ― Ο λόγος για τον οποίο συνή[*286]θως προσμετρά η καθυστέρηση, είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου στον καθορισμό της ποινής, εκτός αν είναι εξ αντικειμένου διαπιστωμένη, έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής ή εσφαλμένη νομικά.

Με τις εφέσεις που ακούστηκαν μαζί, λόγω συνάφειας, ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε ως ανεπαρκείς ποινές φυλάκισης εννέα μηνών που επεβλήθησαν πρωτοδίκως στους εφεσίβλητους για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.

Οι εφεσίβλητοι είχαν κριθεί ένοχοι και σε άλλες κατηγορίες στις οποίες τους επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές.

Τα επίδικα γεγονότα αφορούσαν σε επεισόδιο που διαδραματίστηκε όταν ομάδα είκοσι ατόμων στην οποία μετείχαν και οι εφεσίβλητοι επιτέθηκε στο οίκημα του Fun Club ΑΠΟΕΛ, ως επίσης και στους τρεις παραπονούμενους.

Τραγικό αποτέλεσμα των επεισοδίων ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του ενός παραπονουμένου ο οποίος μεταξύ άλλων σοβαρών τραυματισμών στο πρόσωπο υπέστη ρήξη βολβού, αιμόφθαλμο, και μερική εκκένωση βολβού στο αριστερό μάτι το οποίο, κτυπήθηκε βίαια με αποτέλεσμα να σπάσει η περιοχή του ματιού κατακλύστηκε με αίμα ενώ τα ανατομικά τούτης στοιχεία χάθηκαν. Υπεβλήθη σε αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων, οι επιπτώσεις του κτυπήματος δεν ήταν αναστρέψιμες, ιδιαίτερα η απώλεια όρασης, και έκτοτε ο βολβός ακολουθεί φθίνουσα πορεία.

Οι δύο εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι με βάση αποκλειστικά την παραδοχή τους για συμμετοχή στο επεισόδιο, στην οποία προέβησαν στα πλαίσια των γραπτών καταθέσεων τους στην Αστυνομία, καθότι η εκδοχή και των τριών παραπονουμένων απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστη και δεν υπήρχε ίχνος άλλης μαρτυρίας που να εμπλέκει τους εφεσίβλητους με οποιοδήποτε τρόπο στο επεισόδιο.

Η συμμετοχή των δύο εφεσιβλήτων στο επεισόδιο συνίστατο, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκλειστικά στο ότι και οι δύο έριξαν πέτρες, ενώ ο δεύτερος εφεσίβλητος  συμμετείχε και σε επίθεση με πλαστική σωλήνα.

Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, οι δύο εφεσίβλητοι [*287]ήταν ηλικίας, ο πρώτος 22 ετών, ο δε δεύτερος 20 ετών και λευκού ποινικού μητρώου. Και οι δύο είχαν περάσει, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, δύσκολα παιδικά χρόνια και τραγικές εμπειρίες που σημάδεψαν τη ζωή τους.

Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα ανεπαρκής περιστράφηκε  γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

α)    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά την ιδιάζουσα σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε και έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην έκταση, το βαθμό και τη φύση των σωματικών βλαβών του θύματος.

β)    Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων, στον παράγοντα καθυστέρηση, όπως και στη μη δίωξη συνεργού των εφεσιβλήτων.

γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε, να λάβει υπόψη την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων βίας από νεαρά πρόσωπα και να προσδώσει στην επιβληθείσα ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Στην υπό κρίση περίπτωση συνιστούσε κοινή διαπίστωση την οποία υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ένα από τα πρόσωπα που συμμετείχαν στο επεισόδιο και παραδέχθηκε ουσιαστική συμμετοχή στη διάπραξη των αδικημάτων, δεν διώχθηκε. Η Κατηγορούσα Αρχή περιορίστηκε σε δήλωση ότι δεν είχε καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του για σκοπούς κλήτευσης του. Στα πλαίσια της μαρτυρίας του ο παραπονούμενος κατονόμασε το συγκεκριμένο πρόσωπο ως το πρόσωπο που τον κτύπησε.

2. Αναφορικά με την προβληθείσα καθυστέρηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής, παρήλθαν 42 περίπου μήνες, ενώ στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες και των δύο εφεσιβλήτων, ιδιαίτερα του δεύτερου εφεσίβλητου είχαν, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, διαφοροποιηθεί.

3. Όχι μόνο ορθά λήφθηκαν υπόψη ως μετριαστικοί της ποινής παράγοντες, η μη δίωξη του συναυτουργού, όπως και η καθυστέρηση στο σύνολό της, αλλά και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λειτούργησε, λόγω αυτών των παραγόντων, κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση στον καθορισμό της ποινής.

[*288]4.      Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποτίμησε, τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Διάχυτος, τόσο στην απόφαση με την οποία οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι, όσο και στην απόφαση για την ποινή, ήταν ο αποτροπιασμός του Δικαστηρίου για το βάρβαρο της συμπεριφοράς των μελών της ομάδας στην οποία μετείχαν και οι δύο εφεσίβλητοι.

5. Στην παρούσα περίπτωση, η συγκεκριμένη ποινή ήταν επιεικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξάντλησε τα περιθώρια επιείκειας που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε στη διάθεση του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιείκεια η οποία επεδείχθη, για τους λόγους που επεδείχθη δεν καθιστούσε την εκκαλούμενη ποινή έκδηλα ανεπαρκή, έτσι ώστε να δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120,

Γενικός Εισαγγελέας v. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,

Georghiou a.o. v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

Κάττου κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141,

Γενικός Εισαγγελέας v. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 236,

Γενικός Εισαγγελέας v. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267,

Γενικός Εισαγγελέας v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603.

Εφέσεις κατά της Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παντελή, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14906/08), ημερομηνίας 12/10/11.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

[*289]Λ. Πιερή, για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 190/2011.

Κ. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 195/2011.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που δόθηκε στις 12/10/2011, οι δύο εφεσίβλητοι (πρώην κατηγορούμενοι 2 και 4, αντίστοιχα) κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, για συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος (κατηγορία 1), πρόκληση ζημιάς κακοβούλως (κατηγορία 3), απόπειρα εμπρησμού κτιρίου (κατηγορία 4), πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (κατηγορία 6), επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (κατηγορίες 7 και 8) και συμμετοχή σε οχλαγωγία (κατηγορία 9) και τους επιβλήθηκαν διάφορες ποινές συντρέχουσας φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή της φυλάκισης των 9 μηνών στην κατηγορία 6. Σε δύο άλλες κατηγορίες, ήτοι της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 2) και των πράξεων που στοχεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (κατηγορία 5), οι δύο εφεσίβλητοι απηλλάγηκαν και αθωώθηκαν. Το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, αντικείμενο της κατηγορίας 6, φέρει ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια.

Μαζί με τους εφεσιβλήτους κατηγορούντο ακόμα πέντε πρόσωπα, ένα από τα οποία - ο πρώην κατηγορούμενος 1 - κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, για το αδίκημα της κατοχής αντικειμένου κατασκευασμένου για εκτόξευση επιβλαβούς αερίου (κατηγορία 11) – κατηγορία που αντιμετώπιζε μόνο αυτός – ενώ απηλλάγη και αθωώθη στις υπόλοιπες κατηγορίες. Οι πρώην κατηγορούμενοι 5 και 7, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τις ίδιες με τους εφεσιβλήτους κατηγορίες, απηλλάγηκαν και αθωώθηκαν σε όλες τις κατηγορίες στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, ενώ για τους κατηγορούμενους 3 και 6 καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Ακόμα ένα πρόσωπο, κάποιος Αλέξανδρος Δημητριάδης, ο οποίος εντοπίστηκε από τις ανακριτικές αρχές και είχε παραδεχθεί συμμετοχή στη διάπραξη των αδικημάτων, δεν διώχθηκε ποινικά.

Οι δύο εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι με βάση αποκλειστικά την παραδοχή τους για συμμετοχή στο επεισόδιο, στην οποία προέβησαν στα πλαίσια των γραπτών καταθέσεων τους στην [*290]Αστυνομία, καθότι η εκδοχή και των τριών παραπονουμένων απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστη και δεν υπήρχε ίχνος άλλης μαρτυρίας που να εμπλέκει τους εφεσίβλητους με οποιοδήποτε τρόπο στο επεισόδιο. Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι και οι δύο εφεσίβλητοι, κατά την ακρόαση, αμφισβήτησαν, ως ήταν εξάλλου δικαίωμα τους, χωρίς όμως επιτυχία, τη θεληματικότητα της κατάθεσης τους στην Αστυνομία. Η συμμετοχή των δύο εφεσιβλήτων στο επεισόδιο συνίστατο, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκλειστικά στο ότι και οι δύο έριξαν πέτρες, ενώ ο εφεσίβλητος Μ. Λιασής συμμετείχε και σε επίθεση με πλαστική σωλήνα.

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος και τα οποία οδήγησαν στην ποινική δίωξη των δύο εφεσιβλήτων, εκτίθενται με περισσή λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση. Όπως στη συνέχεια θα διαφανεί, πρόκειται για γεγονότα που συνθέτουν μια από τις πιο σοβαρές και συνάμα ανησυχητικές στο είδος της εκφάνσεις του φαινομένου της βίας που ολοένα και πιο συχνά εκδηλώνεται στο χώρο του αθλητισμού και ιδιαίτερα στο χώρο του ποδοσφαίρου, στον τόπο μας. Τα συνοψίζουμε.

Πολύ νωρίς το πρωΐ της 20ης Απριλίου, 2008, το club των οπαδών του αθλητικού σωματείου ΑΠΟΕΛ, το οποίο στεγάζεται στο ισόγειο του κυρίως οικήματος του σωματείου που βρίσκεται στη Λευκωσία, όπως και οι τρεις παραπονούμενοι, που κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ήταν στο χώρο του club, δέχθηκαν επίθεση από οπλισμένη με πέτρες, ξύλα και άλλα αντικείμενα, ομάδα 20 περίπου νεαρών προσώπων, τα πλείστα των οποίων είχαν τα πρόσωπα τους καλυμμένα και έφεραν τα χρώματα και το λογότυπο άλλου αθλητικού σωματείου της Λευκωσίας και συγκεκριμένα του σωματείου Ομόνοια. Σημειώνεται ότι το προηγούμενο βράδυ είχε διαρρηχθεί το αντίστοιχο club των οπαδών της Ομόνοιας. Τα αποτελέσματα της επίθεσης, όπως έχουν διαπιστωθεί πρωτόδικα, ήταν ο πυρπολισμός του club των οπαδών του ΑΠΟΕΛ και η πρόκληση ζημιών στις πόρτες του, του συνόλου των ζημιών ανερχομένων σε €1.800, όπως και ο τραυματισμός των τριών παραπονουμένων, με πολύ σοβαρότερο τον τραυματισμό του παραπονούμενου Μιχάλη. Οι άλλοι δύο παραπονούμενοι υπέστησαν επιπόλαια και αναίμακτα τραύματα· ο μεν Κυριάκος τραυματίστηκε στην περιοχή της δεξιάς κοιλιάς και στη ραχιαία επιφάνεια του δεξιού αντιβραχίονα, ο δε Joseph στο έσω και κάτω δεξιό χείλος και στην πλάτη. Αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης των ζημιών και τραυματισμού των τριών παραπονουμένων, όπως και του βαθμού σοβαρότητας των τραυμάτων του Μιχάλη, που σε τελευταία ανάλυση αυτά είναι ου[*291]σιαστικά που για σκοπούς της παρούσας έφεσης, μας ενδιαφέρουν, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και παραθέτουμε αυτούσιο:

“Εισερχόμενη η ομάδα των είκοσι εντός του προαύλιου χώρου του Fun Club ΑΠΟΕΛ, επιτέθηκε στους τρεις παραπονούμενους καθώς και στο οίκημα του Fun Club. Αποτέλεσμα των ενεργειών των επιτιθεμένων δεν ήταν μόνο πυρπολισμός, κτυπήματα και ζημιά επί των αλουμινένιων θυρών του Fun Club που ανέρχεται σε συνολικό ποσό €1.800. Ας σημειωθεί εδώ ότι τούτες οι ζημίες φαίνονται στις φωτογραφίες του τεκμηρίου 2. Η συνολική συμπεριφορά των επιτιθεμένων, η οποία με λεπτομέρεια αναλύεται πιο κάτω, είχε ως αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του Μιχάλη, δηλαδή ενός εκ των τριών παραπονουμένων. Ο άτυχος νεαρός, θύμα της αναίσχυντης και κτηνώδους επίθεσης, δέχθηκε δύο κτυπήματα σε διαφορετικό χρόνο και από διαφορετικά αντικείμενα. Το πρώτο κτύπημα που δέχθηκε του κατάφερε θλαστικό τραύμα αριστερής βρεγματικής χώρας, δηλαδή του προκάλεσε ανοικτό τραύμα στην αριστερή πλευρά της κεφαλής, που αργότερα αντιμετωπίστηκε στις Α΄ Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας δια συρραφής. Ακολούθως, πέτρα που έριξε άγνωστο πρόσωπο τον πέτυχε στην περιοχή του αριστερού ματιού. Τούτο το κτύπημα ήταν ολέθριο εφόσον χάραξε ανεξίτηλα το πρόσωπο και την προσωπικότητα του θύματος. Από την πρώτη στιγμή διεγνώσθη ότι έφερε ρήξη βολβού, αιμόφθαλμο, και μερική εκκένωση βολβού στο αριστερό μάτι. Όπως επεξηγήθηκε, ο βολβός, δηλαδή το μάτι, κτυπήθηκε βίαια με αποτέλεσμα να σπάσει και η περιοχή του ματιού κατακλύστηκε με αίμα ενώ τα ανατομικά τούτης στοιχεία χάθηκαν. Όπως ο ίδιος ο Μιχάλης ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, για την αντιμετώπιση αυτού του τραύματος υπεβλήθη σε αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων. Δυστυχώς όμως οι επιπτώσεις του κτυπήματος δεν ήτο αναστρέψιμες, ιδιαίτερα η απώλεια όρασης, και έκτοτε ο βολβός ακολουθεί φθίνουσα πορεία.”

Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, οι δύο εφεσίβλητοι ήταν ηλικίας, ο μεν ένας (Μ. Λιασής) 22 ετών, ο δε άλλος (Μ. Σενέκκης) 20 ετών και λευκού ποινικού μητρώου. Και οι δύο είχαν περάσει, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, δύσκολα παιδικά χρόνια. Οι τραγικές εμπειρίες που βίωσαν έμελλε να σημαδέψουν τη μελλοντική ζωή τους και να αφήσουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη μετέπειτα διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.

Ο εφεσίβλητος Μ. Λιασής, παιδί φτωχής και πολυμελούς οι[*292]κογένειας από την Ρουμανία, βίωσε τον αλκοολισμό του φυσικού του πατέρα και ήτο θύμα συστηματικής άσκησης σωματικής βίας από τον τελευταίο. Σε ηλικία πέντε μόλις ετών, αυτός και η δίδυμη αδελφή του υιοθετήθηκαν από τους θετούς γονείς του στην Κύπρο. Λίγο πριν τη διάπραξη των αδικημάτων έχασε το θετό του πατέρα από την επάρατη νόσο, ενώ στη συνέχεια η θετή του μητέρα επίσης διαγνώστηκε καρκινοπαθής, ασθένεια η οποία την έχει καθηλώσει, εφόσον αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί.

Αναφορικά με τον εφεσίβλητο Μ. Σενέκκη, αποκορύφωμα των τραγικών εμπειριών που αυτός βίωσε, ήταν ο θάνατος της εξαρτημένης τότε από το αλκοόλ μητέρας του, η οποία ενώ ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ κάηκε από θερμάστρα στην παρουσία του εφεσιβλήτου, ο οποίος σε ηλικία τότε 6 ετών προσπάθησε, χωρίς όμως επιτυχία, να κατασβήσει τη φωτιά. Στη συνέχεια, παιδί ακόμα ο εφεσίβλητος, υπήρξε θύμα σωματικής και ψυχολογικής βίας από την πρώην μητριά του, αλλά και από τον πατέρα του, σε μια προσπάθεια οριοθέτησης και χειρισμού της συμπεριφοράς του. Στη συνέχεια, ο πατέρας του παντρεύτηκε εκ νέου τη νυν μητριά του, με την οποία απέκτησε άλλα δύο παιδιά ηλικίας τότε 9 και 5 ετών. Ο πατέρας του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, θεωρώντας την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 9 μηνών στην κατηγορία 6, για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης έκδηλα, υπό τις περιστάσεις, ανεπαρκή, καταχώρισε τις δύο πιο πάνω εφέσεις οι οποίες επειδή αλληλοσχετίζονται, ακούστηκαν μαζί.

Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής περιστρέφεται γύρω από τους πιο κάτω άξονες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά την ιδιάζουσα σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε και έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην έκταση, το βαθμό και τη φύση των σωματικών βλαβών του θύματος, το οποίο συνεπεία του αδικήματος απώλεσε την όραση του αριστερού ματιού του σε νεαρή ηλικία. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων, στον παράγοντα καθυστέρηση, όπως και στη μη δίωξη συνεργού των εφεσιβλήτων. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, να λάβει υπόψη την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων βίας από νεαρά πρόσωπα και να προσδώσει στην επιβληθείσα ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα.

[*293]Την αντίθετη άποψη υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι με αιχμή του δόρατος τις αποφάσεις στις υποθέσεις Georghios Yiasoumis Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, εισηγήθηκαν την απόρριψη των θέσεων του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα καθυστέρηση, όπως και στη μη δίωξη συνεργού των εφεσιβλήτων. Απέρριψαν επίσης τις υπόλοιπες θέσεις του εφεσείοντα και υπέβαλαν ότι συνεκτίμηση του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης αποκαλύπτει την ποινή ως καθόλα παραδεκτή.

Η μη δίωξη συναυτουργού ως αποτέλεσμα άσκησης των εξουσιών που το Σύνταγμα παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε και δικαιολογεί απόκλιση από την υποχρέωση επιβολής στους συνεργούς που καταδικάζονται της δέουσας ποινής, επενεργεί όμως ως μετριαστικός της ποινής παράγοντας, γιατί μόνο έτσι μπορεί να μετριασθεί το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλείται από την άνιση μεταχείριση και να προστατευθεί το περί δικαίου αίσθημα. Η περιφρούρηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ίσης μεταχείρισης που θεμελιώνει την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου και κατ’ επέκταση  της δικαιοσύνης, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου, καθήκον το οποίο μάλιστα προβάλλει επιτακτικότερα σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου η ενάσκηση από το Γενικό Εισαγγελέα των εξουσιών του, δεν ελέγχεται δικαστικά. (Georghios K. Georghiou a.o. v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Κάττου κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 236).

Στην υπό κρίση περίπτωση συνιστά κοινή διαπίστωση την οποία υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ένα από τα πρόσωπα που συμμετείχαν στο επεισόδιο και παραδέχθηκε ουσιαστική συμμετοχή στη διάπραξη των αδικημάτων, ο Αλέξανδρος Δημητριάδης, δεν διώχθηκε εφόσον με τη μεσολάβηση του συνηγόρου του είχε επιτευχθεί συμφωνία με τις αστυνομικές αρχές, η οποία έτυχε της έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα, όπως κατονομάσει τους συνεργούς του και στη συνέχεια κληθεί και καταθέσει ως μάρτυρας στην ποινική δίκη. Παρά ταύτα, το εν λόγω πρόσωπο δεν προσήλθε στο Δικαστήριο, ούτε ως μάρτυρας κατηγορίας. Η Κατηγορούσα Αρχή περιορίστηκε σε δήλωση ότι δεν είχε καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του για σκοπούς κλήτευσης του. Θα πρέπει να λεχθεί ότι στα πλαί[*294]σια της μαρτυρίας του ο παραπονούμενος Μιχάλης κατονόμασε το συγκεκριμένο πρόσωπο ως το πρόσωπο που τον κτύπησε.

Ως μετριαστικό της ποινής παράγοντα η νομολογία μας αναγνωρίζει και τον παράγοντα καθυστέρηση στην καταχώριση της ποινικής υπόθεσης. Αναφορικά με τον εν λόγω παράγοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι, «από την ημερομηνία διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων μέχρι και σήμερα παρήλθαν τρία και μισό έτη, χρόνος κατά τον οποίο οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό το δυσβάστακτο και ψυχοφθόρο βάρος της διαδικασίας, ιδιαίτερα ως προς το τι μέλλει γενέσθαι. Δεν παραλείπω ακόμη ότι σε αυτό το χρονικό διάστημα οι κατηγορούμενοι απώλεσαν ή άλλαξαν εργασία ούτως ώστε να παρουσιάζονται στις συχνές και πυκνές ημερομηνίες που ορίζετο η υπόθεση για ακρόαση, γεγονός που επέφερε επιπρόσθετη συναισθηματική φόρτιση. Πέραν των πιο πάνω, γεγονότα που καταδεικνύουν διαφοροποίηση στη ζωή των κατηγορουμένων, δεν παραγνωρίζεται ότι ο κατηγορούμενος 2 είναι πλέον αρραβωνιασμένος». Η επί του προκειμένου θέση της νομολογίας μας επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση Πεγιώτη κ.ά. (πιο πάνω) στην οποία, με αναφορά σε νομολογία, προεξάρχουσα θέση στην οποία κατέχει η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267, λέχθηκαν και τα εξής:

“Παρά τη θέση της νομολογίας ως προς τις επιπτώσεις της καθυστέρησης όταν για αυτήν ευθύνεται ο κατηγορούμενος και τη θέση της ως προς την ευθύνη του δικαστηρίου για τη διεξαγωγή της μέσα σε εύλογο χρόνο παραμένει το γεγονός της επιβολής ποινής μετά την παρέλευση 40 μηνών από τη διάπραξη των αδικημάτων.

Στην Αρέστη (πιο πάνω) ο Πικής, Π., υπέδειξε ότι:

«Η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του.»

Το θέμα της καθυστέρησης εξετάζεται για να κριθεί αν η δίκη ήταν δίκαιη, όπως ορίζεται από το Αρθρο 30.2 του Συντάγματος. Ωστόσο ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. ....”

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη διάπραξη του αδικήματος [*295](20/4/2008), μέχρι την επιβολή της ποινής (26/10/2011), παρήλθαν 42 περίπου μήνες, ενώ στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες και των δύο εφεσιβλήτων, ιδιαίτερα του εφεσίβλητου Μ. Λιασή είχαν, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, διαφοροποιηθεί.

Έχουμε την άποψη ότι όχι μόνο ορθά λήφθηκαν υπόψη ως μετριαστικοί της ποινής παράγοντες, η μη δίωξη του Αλέξανδρου Δημητριάδη, όπως και η καθυστέρηση στο σύνολό της, αλλά και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λειτούργησε, λόγω αυτών των παραγόντων, κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση στον καθορισμό της ποινής.

Έχουμε επίσης την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποτίμησε, ως ενώπιον μας υποστήριξε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, τη σοβαρότητα των αδικημάτων και ιδιαίτερα αυτό της κατηγορίας 6. Διάχυτος, τόσο στην απόφαση με την οποία οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι, όσο και στην απόφαση για την ποινή, είναι ο αποτροπιασμός του Δικαστηρίου για το βάρβαρο της συμπεριφοράς των μελών της ομάδας στην οποία μετείχαν και οι δύο εφεσίβλητοι το πρωϊνό της 20/4/2008. Όπως όμως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί, στα πλαίσια της επιμέτρησης της ποινής πρέπει να εξισορροπούνται όλα τα σχετικά στοιχεία και η σοβαρότητα του αδικήματος όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην ποινή που ο νομοθέτης έχει προνοήσει, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις προσωπικές περιστάσεις του αδικοπραγούντα και τους άλλους μετριαστικούς της ποινής παράγοντες. Έχουμε την άποψη ότι, στην παρούσα περίπτωση, η συγκεκριμένη ποινή είναι επιεικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξάντλησε κατά τη γνώμη μας τα περιθώρια επιείκειας που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε στη διάθεσή του. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πρωταρχική ευθύνη για τον καθορισμό ποινής έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο και πως επέμβαση του Εφετείου δεν χωρεί, εκτός αν η ποινή, εξ αντικειμένου διαπιστωμένη, είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής ή εσφαλμένη νομικά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνουμε ότι η επιείκεια η οποία έχει επιδειχθεί, για τους λόγους που έχει επιδειχθεί, δεν καθιστά την εκκαλούμενη ποινή έκδηλα ανεπαρκή, έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.

Ενόψει όλων των πιο πάνω οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο