Μαυραντωνίου Κωνσταντίνος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 333

(2012) 2 ΑΑΔ 333

[*333]20 Ιουνίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 204/2011)

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Κατοχή δύο πυροβόλων όπλων κατηγορίας Β, ήτοι δύο πιστολιών κατά παράβαση του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974, Κεφ. 57 ― Παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών, ήτοι, πέντε πλήρων φυσιγγίων περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου του 1970 (Κεφ. 54) (Ν. 21/70) ― Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Β΄ τάξης, ήτοι, κάνναβης βάρους 59,3521 γρ ― Επιβολή  σωρευτικής ποινής φυλάκισης 3 ετών και μείωση της ποινής κατ’ έφεση σε δύο χρόνια φυλάκιση ― Το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, οι λόγοι που τον ώθησαν να εφοδιαστεί με τα πιστόλια και τα πυρομαχικά, το γεγονός της διαταραγμένης ψυχικής υγείας του, η γενικότερη πιστοποιημένη καλή προσωπικότητα και ήθος του, η μεταγενέστερη τέλεση γάμου, δικαιολογούσαν την επίδειξη επιείκειας ώστε η ποινή να ταίριαζε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δράστη.

Ποινή ― Παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών ― Η κατοχή όπλων και πυρομαχικών χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια, όπως και η συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία επιτελείται εγκληματική πράξη αποτελούν στοιχεία μετριαστικά της παράνομης ενέργειας.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Αδικοπραγούντες ψυχασθενείς ― Για τους αδικοπραγούντες ψυχασθενείς έχει σημασία για το Δικαστήριο να προσπαθήσει να στοχεύσει σε εκείνη την ποινή που θα διασφαλίσει, κατά το δυνατό, στην απομάκρυνση της πιθανότητας ο αδικοπραγών να υποστεί υποτροπή ώστε να εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τους συνανθρώπους τους ― Αποτελεί πάγια αρχή ότι οι αδικοπραγούντες ψυχασθενείς πρέπει να τυγχάνουν μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης.

[*334]Ναρκωτικά ― Επιμέτρηση ποινής ― Είναι καταλυτικής σημασίας για την επιμέτρηση της ποινής, το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος με δική του θέληση ακολουθεί με επιτυχία πρόγραμμα απεξάρτησης.

Ναρκωτικά ― Επιμέτρηση ποινής ― Προσωπικές περιστάσεις ― Δεν είναι άκαμπτη η νομολογία που θέλει τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου να έχουν πολύ περιορισμένο ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής σ΄ ότι αφορά την κατοχή ναρκωτικών ουσιών.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε σωρευτική  ποινή φυλάκισης 3 ετών που κατόπιν παραδοχής του επιβλήθηκε  από Κακουργιοδικείο και συγκεκριμένα ποινή φυλάκισης 2½ ετών στις κατηγορίες  που αφορούσαν παράνομη κατοχή δύο πυροβόλων όπλων κατηγορίας Β, ήτοι δύο πιστολιών, παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών, ήτοι, πέντε πλήρων φυσιγγίων ως επίσης και για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Β΄ τάξης, ήτοι, κάνναβης  βάρους 59.3521 γρ. από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, καθώς και για παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, ήτοι, είχε καπνίσει κάνναβη, όπου του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έξι και τεσσάρων μηνών.

Το Κακουργιοδικείο, έκρινε περαιτέρω ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αναστολής της ποινής διατυπώνοντας ταυτόχρονα την «ισχυρή άποψη», όπως το έθεσε, ότι τυχόν αναστολή θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον εφεσείοντα, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α)    Το Κακουργιοδικείο έσφαλε ως προς το είδος και το ύψος της ποινής. Δεν έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείων έπασχε τον κρίσιμο χρόνο διάπραξης των αδικημάτων από παραληρητικές ιδέες διωκτικού και παρανοϊκού περιεχομένου και ιδέες αυτοαναφοράς και συσχετίσεως. Ήταν στα πλαίσια των πιο πάνω ιδεών που ο εφεσείων προμηθεύτηκε τα  πιστόλια.

β)    Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ήδη επιδείνωσε τη ψυχική του υγεία.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τα αδικήματα της κατοχής πιστολιών και πυρομαχικών είναι ιδιαιτέρως σοβαρά έχοντας υπόψη και το ύψος της προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής, που ανέρχεται στα 15 χρόνια.

2. Η κατοχή πιστολιών έστω και του τύπου που ο εφεσείων αγόρασε [*335]και κατείχε παρανόμως εγκυμονεί κινδύνους εφόσον  χρήση των πιστολιών μπορούσε να γίνει ανά πάσα στιγμή, ιδιαίτερα στα χέρια ενός ατόμου όπως του εφεσείοντος που παραδεδεγμένα πάσχει από ψυχική ασθένεια. 

3. Η περίπτωση του εφεσείοντος δεν ενέπιπτε στις σοβαρότερες περιπτώσεις ψυχικών ασθενειών που θα έπρεπε να τύχουν μεταχείρισης δυνάμει των προνοιών του πιο πάνω Νόμου. Όμως, η διαταραγμένη ψυχική υγεία λαμβάνεται υπόψη προς επιμέτρηση της ποινής. Η συνήθης αντιμετώπιση είναι να μειώνεται η ποινή φυλάκισης λογίζοντας υπέρ του κατηγορουμένου την επιβάρυνση της ψυχικής υγείας.

4. Ο εφεσείων, σε ό,τι αφορούσε στην κατοχή των παρανόμων ναρκωτικών ουσιών, αποδεδειγμένα υπέβαλε τον εαυτό του σε έντονες προσπάθειες απεξάρτησης από τον εθισμό των ναρκωτικών, το οποίο πρόγραμμα απεξάρτησης παρουσιάζεται να στέφθηκε με επιτυχία. 

5. Υπήρχαν ακόμα τα δεδομένα της τέλεσης γάμου  του εφεσείοντα ως επίσης και της συμπεριφοράς του εντός των φυλακών, γεγονός που έδειχνε μεταξύ άλλων και εμπράκτως τη μεταμέλεια του και το γενικότερο χαρακτήρα του.

6. Ενώ η επιλογή της ποινής φυλάκισης ήταν ορθή και δεν ενδείκνυτο διαφορετική μεταχείριση του εφεσείοντος, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε μεν σε έκαστο μετριαστικό παράγοντα λεκτικώς, αλλά απέτυχε να προσδώσει σ’ αυτούς τη συνολική μετριαστική επίπτωση τους προς όφελος του εφεσείοντος.

7. Αναμφίβολα τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνέθεταν  τέτοια εικόνα για την οποία η επιβληθείσα συνολική ποινή θα έπρεπε να ανασταλεί.  Συνέθεταν, όμως, μια εικόνα η οποία δικαιολογούσε επιεικέστερη μεταχείριση. 

8. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 2½ ετών στις κατηγορίες της κατοχής των πιστολιών, μειώθηκε στον 1½ χρόνο, που διαδοχικά με  την  επιβληθείσα ποινή των έξι μηνών στις κατηγορίες της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών η οποία επικυρώθηκε έφερε τη συνολική ποινή στα δύο έτη, στα οποία και μειώθηκε η επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206,

[*336]Νικολεττή v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279,

Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,

Δημοκρατία v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603,

Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολοπούλου-Βασιλείου κ.ά. (2007) 2 Α.Α.Δ. 84,

Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264,

Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11,

Γενικός Εισαγγελέας v. Λεωνίδου (1997) 2 Α.Α.Δ. 300,

Παπαγεωργίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646,

Προδρόμου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 169,

R. v. Julia Ann French [1994] 15 Cr. App. R. 194,

Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 299,

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2012) 2 A.A.Δ. 53,

Δημοκρατία v. Abdurakhman, Yπόθ. Aρ. 555/04, ημερ. 27.7.2004,

Καρακάννας v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 463,

Ιωάννου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513,

Τσιάκκα κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282,

Χρίστου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448,

Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211.

Έφεση κατά της Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείο Πάφου (Μαλαχτός, Π.Ε.Δ., Ματθαίου, Α.Ε.Δ., Κίτσιος, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1364/11), ημερομηνίας 24/11/11.

Ε. Ευσταθίου με Α. Ματθαίου (κα), για τον Εφεσείοντα.

[*337]Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου επέβαλε στον εφεσείοντα στις 24.11.2011, τη σωρευτική ποινών των 3 ετών φυλάκισης από την ημερομηνία επιβολής της, λαμβανομένων όμως υπόψη των ημερών που αυτός παρέμεινε υπό κράτηση, προς μείωση αναλόγως της ποινής.

Συγκεκριμένα, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2½ ετών στις κατηγορίες 1 και 2, που αφορούσαν την παράνομη κατοχή δύο πυροβόλων όπλων κατηγορίας Β, ήτοι δύο πιστολιών, το ένα εκ των οποίων έφερε έμφορτη φυσιγγιοθήκη με ένα πλήρες φυσίγγιο, ενώ το άλλο ήταν με κενή φυσιγγιοθήκη. Ο εφεσείων πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας παραδέχθηκε ενοχή στις δύο αυτές κατηγορίες, καθώς και ενοχή στην τρίτη κατηγορία για την παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών, ήτοι, πέντε πλήρων φυσιγγίων. Παραδοχή έγινε επίσης και για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Β΄ τάξης, ήτοι, κάνναβης βάρους 59,3521 γρ. από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, καθώς και για παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, ήτοι, είχε καπνίσει κάνναβη, (κατηγορίες 4 και 6 αντίστοιχα). Στις κατηγορίες 3 και 4 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, ενώ στην κατηγορία 6 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών.

Η προσαγωγή του εφεσείοντος ενώπιον της δικαιοσύνης είχε έναυσμα πληροφορίες στη βάση των οποίων εκδόθηκε στις στις 17.1.2011 δικαστικό ένταλμα έρευνας της οικίας του, κατά την εκτέλεση του οποίου υποδείχθηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα τα πιστόλια, τα φυσίγγια και η ως άνω ποσότητα ναρκωτικών. Ακρόαση διεξήχθη για το επεισόδιο που έλαβε χώραν κατά τη διερεύνηση όταν ο εφεσείων εξώθησε τον σκύλο του να επιτεθεί σε αστυνομικό, προκαλώντας σ’ αυτόν πραγματική σωματική βλάβη, ενώ εσκεμμένως και παρανόμως προκάλεσε ζημία στο παντελόνι του (κατηγορίες 8, 15 και 12 αντίστοιχα). Σ’ αυτές ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ενώ είχε με το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής παραδεχθεί ενοχή και στην κατηγορία 13, ότι διατηρούσε σκύλο χωρίς άδεια. Στην κατηγορία 8 του επιβλήθηκε ποινή ενός μηνός. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή. Το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 5, 11 και 14, που αφορούσαν την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προ[*338]μήθεια του σε άλλα πρόσωπα, αντίσταση κατά νομίμου κρατήσεως και άλλες πράξεις που προκαλούν πραγματική σωματική βλάβη.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε τις πιο πάνω ποινές αφού άκουσε ό,τι σχετικό ελέχθη προς μετριασμό της ποινής. Θεώρησε ταυτόχρονα ορθό να διατάξει όπως οι ποινές φυλάκισης επί των κατηγοριών κατοχής πιστολιών και φυσιγγίων συντρέχουν με την επιβληθείσα ποινή επί των ναρκωτικών, έτσι ώστε το σύνολο της ποινής να ανέλθει στα 3 έτη. Ταυτόχρονα, εξέτασε τη δυνατότητα αναστολής της ποινής, αλλά αποφάσισε ότι δεν υπήρχε προς τούτο δυνατότητα διατυπώνοντας ταυτόχρονα την «ισχυρή άποψη», όπως το έθεσε, ότι τυχόν αναστολή θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον εφεσείοντα, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες.

Ο κ. Ευσταθίου αγορεύοντας προς υποστήριξη της έφεσης  προς αναστολή ή μείωση της ποινής, εισηγήθηκε με την εμπεριστατωμένη του αγόρευση ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε ως προς το είδος και το ύψος της ποινής υπό το φως του ότι στη βάση της νομολογίας και των σχετικών συγγραμμάτων, η ποινή φυλάκισης επιβάλλεται μόνο όταν δεν υπάρχει καταλληλότερο και ευχερέστερο μέτρο ποινικής μεταχείρισης του αδικοπραγούντος. Η ποινή πρέπει να στοχεύει και στην αναμόρφωση του δράστη, τον χαρακτήρα του οποίου το Δικαστήριο πρέπει να αναλογιστεί επαρκώς, ώστε το επιλεγέν ποινικό μέτρο να μην επιδράσει αρνητικά σ’ αυτόν. Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του εφεσείοντος ο οποίος, με αναφορά σε ιατρικά πιστοποιητικά, έπασχε τον κρίσιμο χρόνο διάπραξης των αδικημάτων από παραληρητικές ιδέες διωκτικού και παρανοϊκού περιεχομένου και ιδέες αυτοαναφοράς και συσχετίσεως.

Ήταν στα πλαίσια των πιο πάνω ιδεών που ο εφεσείων προμηθεύτηκε τα πιστόλια θεωρώντας, εσφαλμένα, ότι κάποιοι συζητούσαν για την επιχείρηση περιπτέρου που διατηρούσε, πιστεύοντας ότι «περίεργοι» πηγαινοέρχονταν παρακολουθώντας τον. Γενικότερα, ο εφεσείων δεν είναι άτομο με επιθετικές τάσεις, διέπραξε δε τα αδικήματα στα πλαίσια ψυχωτικού επεισοδίου, έτσι ώστε να πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ψυχικά ασθενές άτομο που χρήζει παρακολούθησης και θεραπείας. Αυτά περιέχονται σε πιστοποιητικό του Δρος Νεόφυτου Παπανεοφύτου, Νευρολόγου-Ψυχιάτρου ημερ. 27.5.2011 και το οποίο παρουσιάστηκε στο Κακουργιοδικείο ως τεκμήριο. Σ’ αυτό εκφραζόταν η θέση ότι «οποιαδήποτε καταδίκη σε φυλάκιση θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη ψυχική του κατάσταση.».

Ο συνήγορος τόνισε ότι ακριβώς η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ήδη επιδείνωσε τη ψυχική του υγεία, ώστε να αναγκάζεται να [*339]τυγχάνει φαρμακευτικής αγωγής από τον προαναφερθέντα ψυχίατρο. Το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε κατά την εισήγηση την πρέπουσα σημασία σ’ αυτά τα ψυχασθενικά φαινόμενα, ενώ είναι φανερό ότι ο εφεσείων δεν είναι ένα κοινό εγκληματικό στοιχείο εφόσον τα πιστόλια τα είχε στο σπίτι του και όχι στο χώρο εργασίας του, προηγουμένως δε είχε αγοράσει για την προστασία του ομοιώματα πιστολιών. Τα ίδια τα πιστόλια των κατηγοριών δεν ήταν ουσιαστικά επικίνδυνα, εφόσον από τις μετατροπές που υπέστησαν πριν την αγορά τους, από τον εφεσείοντα, ήταν μάλλον επικίνδυνα για τον ίδιο. Το ένα δε ήταν αθλητικό που μετετράπη ώστε να δέχεται ανάλογα φυσίγγια και δεν είχε ραβδώσεις. Ο συνήγορος παρέπεμψε στη σχετική έκθεση του πραγματογνώμονος Βίκτωρα Ακάμαντος, διευθυντή ιδιωτικής εταιρείας, η οποία τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Ευσταθίου τόνισε τον καλό χαρακτήρα και ήθος του εφεσείοντος, υποστηριζόμενη η θέση αυτή από διάφορες βεβαιώσεις και πιστοποιητικά που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου από τον Δήμαρχο Πόλης Χρυσοχούς, τον εφημέριο και πρόεδρο της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της πόλης και τον πρόεδρο και γραμματέα του Akamas Lions Club. Σ’ αυτές τις εξαίρετες συστάσεις δεν δόθηκε επαρκής σημασία από το Κακουργιοδικείο. Ο συνήγορος ανέφερε ότι δεν εξατομικεύθηκε επαρκώς η ποινή ώστε να έχει αντίκρυσμα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατηγορουμένου.

Οι αναφορές του Κακουργιοδικείου ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων κατοχής πιστολιών στις υποθέσεις Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206, Νικολεττή v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279 και Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, αποτελούσαν λανθασμένη προσέγγιση διότι οι συγκεκριμένες υποθέσεις είχαν πολύ διαφορετικά και σοβαρότερα δεδομένα, οπότε η συσχέτιση αυτών με τα υπό κρίση γεγονότα, επέφερε δυσανάλογα αποτελέσματα με αποτέλεσμα την φυλάκιση του εφεσείοντος, ιδιαιτέρως όταν συναρτηθεί η ποινή που επιβλήθηκε επί των κατηγοριών της κατοχής πιστολιών των 2½ ετών, με την εξάμηνη ποινή φυλάκισης για απλή κατοχή 59 γρ. φύλλων κάνναβης από την οποία δεν εξήχθη η ρητίνη και την οποία το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να επιβάλει διαδοχικά με την ποινή της κατοχής των πιστολιών.

Τέλος, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η συγκεκριμένη ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της διότι δεν άρμοζε στην ιδιοσυγκρασία του συγκεκριμένου ατόμου υπό το φως και του γεγονότος ότι ο εφεσείων είχε κατά την καταδίκη του [*340]σταθερό δεσμό, στη συνέχεια δε τέλεσε γάμο μετά την καταδίκη του στις 27.4.2012, με καθηγήτρια Μαθηματικών, ενώ απεξαρτήθη πλήρως από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, όπως πιστοποιήθηκε και από ιατρική βεβαίωση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής – Μονάδα Απεξάρτησης Τοξικομανών 18 Άνω, ημερ. 1.3.2011.

Ο εκπρόσωπος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι δεν είναι έκδηλα υπερβολική η ποινή, ούτε επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε λάθους, η δε κατοχή των πιστολιών δεν συνδέεται καθόλου με την κατοχή των ναρκωτικών και την ψύχωση από την οποία πάσχει ο εφεσείων. Ο κ. Χατζηκύρου τόνισε ότι δεν επρόκειτο για μια απλή κατοχή εφόσον τα περιστατικά αφορούσαν δύο πιστόλια  με πυρομαχικά, έτοιμα ουσιαστικά προς  χρήση, ενόψει του ότι και ο εφεσείων τα δοκίμασε πριν την αγορά τους για να βεβαιωθεί ότι λειτουργούν. Οτιδήποτε μπορούσε να εξεταστεί και να ληφθεί υπόψη από το Κακουργιοδικείο, εξετάστηκε δεόντως από αυτό. Παραδεχόμενος ότι δεν υπήρχε πράγματι ταύτιση των γεγονότων των υποθέσεων που μνημόνευσε το Κακουργιοδικείο με τα παρόντα γεγονότα,  εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο χρησιμοποίησε τις αυθεντίες αυτές για καθοδήγηση ενόψει του γεγονότος ότι και η δική του έρευνα δεν έφερε στην επιφάνεια κάποια σχετική ή παρόμοια  με τα υπό κρίση γεγονότα υπόθεση. Ο κατήγορος πρόσθεσε ότι μπορεί η επιβληθείσα ποινή να ήταν αυστηρή, αλλά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική, ώστε να παρέμβει το Εφετείο. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα της κατοχής πιστολιών και πυρομαχικών είναι ιδιαιτέρως σοβαρά έχοντας υπόψη και το ύψος της προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής, που ανέρχεται στα 15 χρόνια. Η κατοχή πιστολιών έστω και του τύπου που ο εφεσείων αγόρασε και κατείχε παρανόμως εγκυμονεί κινδύνους εφόσον χρήση των πιστολιών μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, ιδιαίτερα στα χέρια ενός ατόμου όπως του εφεσείοντος που παραδεδεγμένα πάσχει από ψυχική ασθένεια. Το Κακουργιοδικείο ανεφέρθη στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και έδωσε βαρύτητα στην παράνομη κατοχή των πιστολιών, ορθά επισημαίνοντας ότι το γεγονός ότι δυνητικά μπορούσαν να καθίσταντο επικίνδυνα και για τον ίδιο τον κάτοχο τους, δεν υποβάθμιζαν το στοιχείο της εγκληματικότητας ή τους κινδύνους που αυτή καθαυτή η κατοχή εγκυμονούσε.

Η τιμωρία βεβαίως δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά «..... μέτρο άμυνας έναντι παραβάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών του.» (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603). Και πράγματι υποθέσεις κατοχής πυροβό[*341]λων όπλων, παρόλο που δεν φαίνεται να έχουν απασχολήσει με κάποια ιδιαίτερη συχνότητα το Εφετείο στα πρόσφατα χρόνια, (η τελευταία παρουσιάζεται να είναι αυτή στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Νικολοπούλου-Βασιλείου κ.ά. (2007) 2 Α.Α.Δ. 84, με πολύ σοβαρότερα γεγονότα), εν τούτοις πάντοτε αντιμετωπίζονται με την αναγκαία αυστηρότητα, όπως υποδεικνύουν οι μνημονευθείσες από το Κακουργιοδικείο υποθέσεις, αλλά και άλλες όπως οι υποθέσεις Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Λεωνίδου (1997) 2 Α.Α.Δ. 300 και πιο πρόσφατα η Παπαγεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, όπου έγινε ανασκόπηση και της προηγούμενης νομολογίας.

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε προς όφελος του εφεσείοντος την εξήγηση που ο ίδιος είχε δώσει για το λόγο απόκτησης των δύο πιστολιών και των πυρομαχικών. Η απειλή που ένοιωθε να υπάρχει λόγω και των υπόπτων κινήσεων που παρατηρούσε στην περιοχή του περιπτέρου του, το οποίο λειτουργούσε επί 24ώρου βάσεως, ήταν υπαρκτή στα πλαίσια του δικού του ψυχισμού. Δέχθηκε επίσης ότι ο εφεσείων δεν είχε κώλυμα στο να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της απόκτησης και κατοχής των πιστολιών και πως η ψυχική υγεία του εφεσείοντος θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί κατάλληλα από τους αρμοδίους ιατρούς κατά την παραμονή του στις φυλακές, έτσι ώστε να συνέχιζε τη σχετική θεραπεία του.

Oι ευρύτερες παράμετροι της παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών λαμβάνονται βεβαίως υπόψη. Η κατοχή όπλων και πυρομαχικών χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια, όπως και η συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία επιτελείται εγκληματική πράξη αποτελούν στοιχεία μετριαστικά της παράνομης ενέργειας (Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 169 και R. v. Julia Ann French [1994] 15 Cr. App. R. 194). 

Περαιτέρω, τα Δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει ότι, ανάλογα με το βαθμό ψυχολογικής ή ψυχιατρικής ανισορροπίας, είναι υποχρεωμένα επιβάλλοντας την ποινή να ισοζυγίσουν από τη μια την αναγκαιότητα της επιβολής αποτρεπτικής ποινής, αλλά και από την άλλη να ασκήσουν το εξίσου σοβαρό καθήκον τους να εξατομικεύσουν την ποινή, όχι μόνο σε σχέση με τα προσωπικά δεδομένα του ιδίου του κατηγορουμένου, αλλά ιδιαίτερα και σε σχέση με  αυτά που συναρτώνται προς τις όποιες ψυχικές διαταραχές. Για τους αδικοπραγούντες ψυχασθενείς έχει σημασία για το Δικαστήριο να προσπαθήσει να στοχεύσει σε εκείνη την ποινή που θα διασφαλίσει, κατά το δυνατό, στην απομάκρυνση της πιθανότητας ο [*342]αδικοπραγών να υποστεί υποτροπή ώστε να εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τους συνανθρώπους τους. Αποτελεί πάγια αρχή ότι οι αδικοπραγούντες ψυχασθενείς πρέπει να τυγχάνουν μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης, όχι κατ’ ανάγκη αυτής που οριοθετούν συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες, όπως αυτές που εισήχθησαν με τον περί Ψυχιατρικής  Νοσηλείας Νόμο αρ. 77(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2007.

Η περίπτωση του εφεσείοντος δεν εμπίπτει βέβαια στις σοβαρότερες περιπτώσεις ψυχικών ασθενειών που θα έπρεπε να τύχουν μεταχείρισης δυνάμει των προνοιών του πιο πάνω Νόμου. Όμως, η διαταραγμένη ψυχική υγεία λαμβάνεται υπόψη προς επιμέτρηση της ποινής.  Η συνήθης αντιμετώπιση είναι να μειώνεται η ποινή φυλάκισης λογίζοντας υπέρ του κατηγορουμένου την επιβάρυνση της ψυχικής υγείας, όπως συνέβη στη Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 299. Πιο πρόσφατα στη Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2012) 2 A.A. 53, το Εφετείο έλαβε υπόψη την ψυχική κατάσταση του εφεσείοντος, ο οποίος παρά το γεγονός ότι είχε αντίληψη των πράξεων και επίγνωση των επιπτώσεων τους, παρέμενε ένα ψυχικά ασθενές άτομο παρακολουθούμενο από ιατρούς στη βάση του ότι ήταν «άτομο με μειωμένη ψυχική αντοχή σε στρεσσογόνες και ψυχοπιεστικές καταστάσεις». Μαζί με τα υπόλοιπα μετριαστικά στοιχεία, θεωρήθηκε ορθό να μειωθεί η ποινή των 8 ετών σε 6 έτη, σε κατηγορίες βιασμού, άσεμνης επίθεσης και επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη.

Οι συνθήκες διάπραξης των εδώ αδικημάτων σε ό,τι αφορά την κατοχή των πιστολιών και των πυρομαχικών, προσομοιάζουν με αυτές της υπόθεσης Δημοκρατία v. Abdurakhman, Υπόθ. Αρ. 555/04, ημερ. 27.7.2004, του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όπου το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων για την επιβολή φυλάκισης ενός έτους για την κατοχή πιστολιού και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, μέλος της Κουρδικής Οργάνωσης PKK, αγόρασε πιστόλι διότι αισθανόταν ανασφαλής μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων προς τα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, ενώ έπασχε νευρολογικά και νοητικά λόγω βασανιστηρίων που υπέστη κατά την 11χρονη φυλάκιση του στην Τουρκία. Ο κατηγορούμενος είχε έλθει στα ελεύθερα εδάφη της Δημοκρατίας επιδιώκοντας την αναγνώριση του ως πολιτικού πρόσφυγα.

Ο εφεσείων, σε ό,τι αφορά την κατοχή των παρανόμων ναρκωτικών ουσιών, αποδεδειγμένα υπέβαλε τον εαυτό του σε έντονες προσπάθειες απεξάρτησης από τον εθισμό των ναρκωτικών, το οποίο πρόγραμμα απεξάρτησης παρουσιάζεται να στέφθηκε με [*343]επιτυχία. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Καρακάννας v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 463, είναι καταλυτικής σημασίας για την επιμέτρηση της ποινής, το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος με δική του θέληση ακολουθεί με επιτυχία πρόγραμμα απεξάρτησης.  Τονίστηκε ότι ανατροπή της θετικής πορείας του εκεί εφεσείοντος με ποινή άμεσης φυλάκισης που να τον απέτρεπε μάλιστα από του να προχωρήσει σε σπουδές στο εξωτερικό, ισοδυναμούσε με άκρως υπερβολική τιμωρία. Τα γεγονότα της υπόθεσης αφορούσαν την κατοχή 6 χαπιών ecstasy και πέντε τεμαχίων από το ίδιο είδος, συνολικού βάρους 2,5 γρ., αντιμετωπίστηκε δε πρωτοδίκως με τετράμηνη ποινή φυλάκισης, η οποία όμως κατ’ έφεση μειώθηκε ώστε να ήταν δυνατή η αποφυλάκιση του εφεσείοντος.

Πιο πρόσφατα, στην Ιωάννου v. Αστυνομίας (2011) 2 A.A. 513, λήφθηκε υπόψη η επιτυχής προσπάθεια του εφεσείοντος για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά, μαζί με άλλους μετριαστικούς παράγοντες, ώστε η επιβληθείσα ποινή των 12 μηνών για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Α΄, ήτοι ηρωΐνης βάρους 3,6422 γρ., να μειωθεί κατά τόση έκταση ώστε να ήταν δυνατή η άμεση αποφυλάκιση του εφεσείοντος.

Υπάρχει ακόμη ένα δεδομένο το οποίο είναι απόρροια και συνακόλουθο ενός γεγονότος που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και που αφορά στον τελεσθέντα γάμο του εφεσείοντος μετά την επιβολή ποινής φυλάκισης σ’ αυτόν, γεγονός που δείχνει ότι ο σταθερός δεσμός που ο εφεσείων διατηρούσε, όπως αναφέρθηκε πρωτοδίκως, ολοκληρώθηκε με την τέλεση του γάμου, στοιχείο που δείχνει ότι ο εφεσείων δύναται πλέον να προσβλέπει σε στήριξη και στη σύζυγό του. Περαιτέρω, ένα άλλο δεδομένο που αναφέρθηκε από τον κ. Ευσταθίου, αφορά τη συμπεριφορά του εντός των φυλακών, γεγονός που δείχνει και εμπράκτως τη μεταμέλεια του εφεσείοντος και το γενικότερο χαρακτήρα του πιστοποιώντας έτσι, μεταγενέστερα της καταδίκης του, τα όσα  ευνοϊκά προς αυτόν εκδοθέντα πιστοποιητικά, που μνημονεύθηκαν προηγουμένως, ανέφεραν για το άτομό του. Αυτό το δεδομένο, είναι δυνατό, μαζί βέβαια με τους υπόλοιπους παράγοντες, να προσμετρήσει κατά τι προς όφελος του εφεσείοντος, (Τσιάκκα κ.ά. v. Δημοκρατίας  (2011) 2 A.A. 282).

Η νομολογία που θέλει τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου να έχουν πολύ περιορισμένο ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής σ’ ό,τι αφορά την κατοχή ναρκωτικών ουσιών δεν είναι άκαμπτη, όπως αναφέρθηκε στη Χρίστου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448, ενώ και στην Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, [*344]λέχθηκε ότι «..... δεν πρέπει να δίνεται η εντύπωση ότι οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου δεν λαμβάνονται ουσιαστικά καθόλου υπόψη, παρά το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση.».

Ενώ η επιλογή της ποινής φυλάκισης ήταν ορθή και δεν ενδείκνυτο διαφορετική μεταχείριση του εφεσείοντος, κρίνεται ότι το Κακουργιοδικείο όπως αναφέρθηκε και στην Ιωάννου v. Αστυνομίας – ανωτέρω –, αναφέρθηκε μεν σε έκαστο μετριαστικό παράγοντα λεκτικώς, αλλά απέτυχε να προσδώσει σ’ αυτούς τη συνολική μετριαστική επίπτωση τους προς όφελος του εφεσείοντος. Αναμφίβολα τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνθέτουν τέτοια εικόνα για την οποία η επιβληθείσα συνολική ποινή θα έπρεπε να ανασταλεί. Συνθέτουν, όμως, μια εικόνα η οποία δικαιολογούσε επιεικέστερη μεταχείριση υπό το φως των όσων έχουν διεξοδικά μνημονευθεί προηγουμένως. Το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, οι λόγοι που τον ώθησαν να εφοδιαστεί με τα πιστόλια και τα πυρομαχικά, το γεγονός της διαταραγμένης ψυχικής υγείας του, η γενικότερη πιστοποιημένη καλή προσωπικότητα και ήθος του, η μεταγενέστερη τέλεση γάμου, δικαιολογούν την επίδειξη επιείκειας ώστε η ποινή να ταιριάζει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δράστη.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 2½ ετών στις κατηγορίες της κατοχής των πιστολιών, μειώνεται στον 1½ χρόνο, που διαδοχικά με την επιβληθείσα ποινή των έξι μηνών στις κατηγορίες της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών η οποία επικυρώνεται, φέρει τη συνολική ποινή στα δύο έτη, στα οποία και μειώνεται η επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή.

H έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο