Kesov Nikos και άλλος ν. Aστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 348

(2012) 2 ΑΑΔ 348

[*348]26 Ιουνίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 30/2011)

KESOV NIKOS,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 58/2011)

HAMID HOSEINI,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 30/2011, 58/2011)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Άρθρων 228(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα ― Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 και 20 του ίδιου Κώδικα ― Έφεση εναντίον της καταδίκης ― Επικύρωση συντρεχουσών ποινών φυλάκισης δύο ετών και τεσσάρων μηνών, αντίστοιχα ― Αποτελούσε άσχετο γεγονός αν η ενέργεια που προκάλεσε το σοβαρό τραυματισμό του παραπονούμενου  ήταν εκείνη του εφεσείοντα ή οποιουδήποτε άλλου από τους πρώην δύο συγκατηγορουμένους του.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο αν οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση να αποκρύψει την αλήθεια.

[*349]Με την Έφεση Αρ. 30/11 αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία ο εφεσείων (πρώην κατηγορούμενος 1), μαζί με δύο ακόμα πρόσωπα, κρίθηκαν ένοχοι στα αδικήματα της τέλεσης πράξεων που σκοπό είχαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Άρθρων 228(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα (πρώτη κατηγορία) και της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 και 20 του ίδιου Κώδικα (δεύτερη κατηγορία) και τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών και τεσσάρων μηνών, αντίστοιχα. Η δε δεύτερη έφεση απεσύρθη.

Ο εφεσείων μαζί με τους δύο πρώην συγκατηγορούμενους του, επιτέθηκαν στους δύο παραπονούμενους, οι οποίοι είναι αδέλφια και τους κτύπησαν, προκαλώντας στον μεν ένα βαριά σωματική βλάβη, στο δε άλλον πραγματική σωματική βλάβη. Η φύση των τραυμάτων, το είδος και η έκταση τους δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση.

Της επίθεσης προηγήθηκε έντονη λογομαχία μεταξύ εφεσείοντα και των δύο πρώην συγκατηγορουμένων του από τη μια και παραπονουμένων από την άλλη, με αφορμή την επίμονη απαίτηση του ενός από τους παραπονουμένους να του καταβληθούν από τον εφεσείοντα δεδουλευμένα του.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

1ος λόγος έφεσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τους παραπονουμένους ως αξιόπιστους και συνεπώς εσφαλμένα βάσισε τα ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα στα οποία κατέληξε, επί της εν λόγω μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας των δύο παραπονουμένων.

3ος λόγος Έφεσης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση του για ομολογία του εφεσείοντα που προέκυπτε μέσα από την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο στο Δικαστήριο.

[*350]Αποφασίστηκε ότι:

Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα ήταν εσφαλμένη.

Δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε την ομολογία του εφεσείοντα. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγούμενο από νομολογιακές αρχές, προσέγγισε το περιεχόμενο της ομολογίας του εφεσείοντα όχι μόνο με βάση την αυθεντικότητα των ισχυρισμών που περιέχονται σε αυτή, αλλά και σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και ιδιαίτερα αυτή των παραπονουμένων, η οποία έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο, όπως και της φύσης των τραυμάτων που οι τελευταίοι υπέστησαν, τα οποία και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνίας, προσέγγιση καθόλα ορθή και επιτρεπτή.

2ος και 4ος λόγος Έφεσης.

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στην 2η κατηγορία χωρίς να υπάρχει καμία μαρτυρία περί τούτου, στηριζόμενο σε ευρήματα που είναι αντίθετα με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του».

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση του ότι υπήρχε σκοπός από τον εφεσείοντα να προκαλέσει στον παραπονούμενο Μ.Κ.4 πρόκληση αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης καθ’ ότι κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε μέσα από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του.»

«Ενώ στο κατηγορητήριο περιλαμβανόταν το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύθηκε τα εγειρόμενα στην παρούσα υπόθεση ζητήματα υπάγοντας στις πρόνοιες του Άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο όμως δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο».

Αποφασίστηκε ότι:

1. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπαγωγή των γεγονότων από το πρωτόδικο δικαστήριο στις πρόνοιες του Άρθρου 21, έστω και αν το εν λόγω άρθρο απουσίαζε από το κατηγορητήριο, δεν οδηγούσε σε ακύρωση της καταδίκης. Η απουσία από το κατηγορητήριο του Άρθρου 21, το οποίο αναφέρεται σε εγκλήματα που διαπράττονται από πρόσωπα που σχηματίζουν κοινή πρόθεση να επιδιώξουν κοινό σκοπό, δεν συνιστά παρατυπία της φύσης που εισηγήθηκε η πλευρά του εφεσείοντα. Δεν επρόκειτο για ουσιώδη παρατυπία.

[*351]2.      Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων μαζί με τους δύο πρώην συγκατηγορουμένους του διαμόρφωσαν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη κοινού σκοπού, ήτοι να επιτεθούν στους παραπονούμενους και να τους προκαλέσουν σωματικές βλάβες, δικαιολογείτο απόλυτα με βάση τη μαρτυρία που έγινε δεκτή ως αξιόπιστη.

3. Με δεδομένο ότι στα πλαίσια πραγμάτωσης του κοινού σκοπού που εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του είχαν διαμορφώσει, οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν και πέτρα, η συζήτηση του κατά πόσο το Άρθρο 228(α) απαιτεί «ειδική πρόθεση» στη βάση που το συγκεκριμένο ζήτημα είχε τεθεί στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, ήτοι, με την έννοια ότι το αδίκημα που προνοείται από το συγκεκριμένο άρθρο μόνο με τη βοήθεια αντικειμένου μπορούσε να διαπραχθεί, καθίστατο περιττή. Είναι άσχετο αν η ενέργεια που προκάλεσε το σοβαρό τραυματισμό του Μ.Κ.4 ήταν αυτή του εφεσείοντα ή οποιουδήποτε άλλου από τους πρώην δύο συγκατηγορουμένους του.

     Πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε, ότι εφόσον εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του έδρασαν από κοινού στην επίθεση εναντίον των δύο παραπονουμένων και ο εφεσείων δεν αποσύρθηκε από τον παράνομο σκοπό της επίθεσης εναντίον του Μ.Κ.3, είναι άσχετο αν ο τελευταίος δέχθηκε κτυπήματα μόνο από τους πρώην συγκατηγορουμένους του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Αποφάσεις:

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Ομήρου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

Ρόπας v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,

Μάρτιν v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 65,

Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

[*352]Κίτα v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 209,

Ιακωβίδης v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 110,

Ξυδιάς κ.ά. v Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174,

Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Fourri a.o. v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152.

Εφέσεις κατά της Καταδίκης.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παναγιώτου, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16261/08), ημερομηνίας 12/1/11 και 26/1/11.

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα στην Υπόθεση Αρ. 30/11.

Α. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της Έφεσης Αρ. 30/11 είναι η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία ο εφεσείων (πρώην κατηγορούμενος 1), μαζί με δύο ακόμα πρόσωπα, κρίθηκαν ένοχοι στα αδικήματα της τέλεσης πράξεων που σκοπό είχαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Αρθρων 228(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα (πρώτη κατηγορία) και της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Αρθρου 243 και 20 του ίδιου Κώδικα (δεύτερη κατηγορία) και τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών και τεσσάρων μηνών, αντίστοιχα.

Την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αρχικά αμφισβητούσε, εκτός από τον εφεσείοντα, και ο πρώην κατηγορούμενος 2 (εφεσείων στην Έφεση Αρ. 58/11), ο οποίος όμως, για λόγους που δεν μας ενδιαφέρουν, απέσυρε την έφεση του λίγο πριν την έναρξη της ακρόασης. Έτσι παρέμεινε η Έφεση Αρ. 30/2011, η οποία αφορά μόνο την καταδίκη.

[*353]Ενόψει των λόγων έφεσης και της σχετικής με αυτούς επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα και ιδιαίτερα ενόψει της συμπερίληψης του Αρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα στην έκθεση αδικήματος και στις δύο κατηγορίες, θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι εκεί και όπου επιβάλλεται για σκοπούς της παρούσας έφεσης, αναφορά στην απόφαση μας θα γίνεται και στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορούν την εμπλοκή στη διάπραξη των αδικημάτων των δύο πρώην συγκατηγορουμένων του εφεσείοντα.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου παρέλασαν εννιά συνολικά μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή, ενώ ο εφεσείων, όπως και οι δύο πρώην συγκατηγορούμενοι του περιορίστηκαν σε ανώμοτες δηλώσεις.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις στις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο εφεσείων μαζί με τους δύο πρώην συγκατηγορούμενους του, επιτέθηκαν στους δύο παραπονούμενους, οι οποίοι είναι αδέλφια και τους κτύπησαν, προκαλώντας στον μεν ένα βαριά σωματική βλάβη, στο δε άλλον πραγματική σωματική βλάβη. Η φύση των τραυμάτων, το είδος και η έκταση τους δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση. Κοινό έδαφος συνιστά επίσης το γεγονός ότι το επεισόδιο, στα πλαίσια του οποίου οι δύο παραπονούμενοι τραυματίστηκαν, έλαβε χώρα σε δημόσιο δρόμο, έξω από ανεγειρόμενη οικοδομή στην οποία ο εφεσείων και οι δύο πρώην συγκατηγορούμενοι του εργάζονταν. Της επίθεσης προηγήθηκε έντονη λογομαχία μεταξύ εφεσείοντα και των δύο πρώην συγκατηγορουμένων του από τη μια και παραπονουμένων από την άλλη, με αφορμή την επίμονη απαίτηση του ενός από τους παραπονουμένους να του καταβληθούν από τον εφεσείοντα δεδουλευμένα του.

Σύμφωνα πάντα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο πρώην κατηγορούμενος 3, ο οποίος είναι αδελφός του εφεσείοντα, κτύπησε τον ένα από τους δύο παραπονούμενους (το Μ.Κ.3) στο κεφάλι και στην περιοχή της κοιλιάς, τόσο με τα χέρια, όσο και με τα πόδια του. Ταυτόχρονα, ο πρώην κατηγορούμενος 2 γρονθοκόπησε στο κεφάλι τον άλλο παραπονούμενο (Μ.Κ.4), ενώ τον τελευταίο κρατούσε ο εφεσείων.

Στη συνέχεια, ο πρώην κατηγορούμενος 3, χρησιμοποιώντας πέτρα κτύπησε στο μάτι και στο πίσω μέρος του κεφαλιού το Μ.Κ.4 ο οποίος λόγω των κτυπημάτων έπεσε στο έδαφος. Ακολούθως, ο εφεσείων «σήκωσε το Μ.Κ.4 από το έδαφος, τον άρ[*354]παξε από τα ρούχα, τον σήκωσε στο ύψος του στήθους του και τον έριξε ξανά στο έδαφος με το κεφάλι», με αποτέλεσμα αυτός να χάσει τις αισθήσεις του, ενώ αιμορραγούσε από τη μύτη, το στόμα και τα αυτιά.

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, ο εφεσείων μαζί με τους δύο άλλους πρώην συγκατηγορουμένους του εγκατέλειψαν τη σκηνή, ενώ «ο Μ.Κ.3 σήκωσε το Μ.Κ.4 αδελφό του από το έδαφος και περπάτησε γύρω στα 100 μέτρα για να τον πάρει σε νοσοκομείο που βρισκόταν εκεί κοντά». Στη σκηνή του επεισοδίου κατέφθασε περιπολικό της Αστυνομίας, στη θέα του οποίου ο Μ.Κ.3 εγκατέλειψε τη σκηνή αφήνοντας τον τραυματία αδελφό του στο πεζοδρόμιο.

Ο Μ.Κ.4 μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, ενώ η Αστυνομία επελήφθη ερευνών, οι οποίες οδήγησαν στον εφεσείοντα και τους πρώην δύο συγκατηγορουμένους του, εναντίον των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερις λόγους έφεσης, τους οποίους και προχωρούμε να εξετάσουμε, όχι κατ’ ανάγκη με τη σειρά που παρατίθενται στην Ειδοποίηση Έφεσης.

Προεξάρχουσα θέση στον πρώτο λόγο έφεσης, τον οποίο και παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω, κατέχει η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τους παραπονουμένους ως αξιόπιστους και συνεπώς εσφαλμένα βάσισε τα ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα στα οποία κατέληξε, επί της εν λόγω μαρτυρίας.

“1ος λόγος Έφεσης: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως αξιόπιστους τους Μ.Κ. 3 και Μ.Κ. 4 (παραπονούμενους) και στηριζόμενο στην μαρτυρία αυτή κατέληξε σε ευρήματα ενοχής και για τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας ενώ με βάση την μαρτυρία ως τέθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και οι δύο μάρτυρες αυτοί έπρεπε να κριθούν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστοι.”

Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί ότι το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει βασικά στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Αν με βάση τη μαρτυρία ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κατα[*355]λήξει στις υπό αμφισβήτηση διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Το Εφετείο επεμβαίνει, και αυτό σπάνια συμβαίνει, μόνο εκεί όπου οι αμφισβητούμενες διαπιστώσεις, κρινόμενες εξ αντικείμενου, είτε συγκρούονται με την κοινή λογική, είτε δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αποδεκτή, ή βέβαια με μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί ή είναι παραδεκτή. Όπως έχει κατ’ επανάληψη τεθεί από τη νομολογία μας, επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο αν οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση να αποκρύψει την αλήθεια. (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Ομήρου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιπαραβάλλοντας, είτε πτυχές της μαρτυρίας των δύο παραπονουμένων με άλλες πτυχές της μαρτυρίας τους, είτε πτυχές της μαρτυρίας του ενός με πτυχές της μαρτυρίας του άλλου, επεσήμανε συγκεκριμένες αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια και καθοριστικά, σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου, την αξιοπιστία των συγκεκριμένων δύο μαρτύρων. Τις παραθέτουμε όπως αυτές συνοψίζονται στα πλαίσια του διαγράμματος του ευπαίδευτου συνήγορου υπεράσπισης.

Ενώ στα πλαίσια της γραπτής κατάθεσης του στην Αστυνομία ο Μ.Κ.4 αναφέρει ότι ως αποτέλεσμα του κτυπήματος που δέχθηκε με την πέτρα στο κεφάλι έχασε τις αισθήσεις του, έπεσε στο έδαφος και δεν θυμόταν τι ακολούθησε, στην ένορκη μαρτυρία του «διαφοροποιώντας ουσιαστικά», σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου την εν λόγω θέση του, ισχυρίστηκε ότι όταν δέχθηκε το κτύπημα με την πέτρα ζαλίστηκε και έπεσε στο έδαφος, από όπου κάποιος αφού τον σήκωσε τον ξανάριξε στο έδαφος και τότε ήταν που έχασε τις αισθήσεις του, τις οποίες επανηύρε στο νοσοκομείο. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι, σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου, και η επί της συγκεκριμένης πτυχής του επεισοδίου μαρτυρία του Μ.Κ.3, ο οποίος ανέφερε ότι ο αδελφός του δεν ήταν στο έδαφος όταν ο εφεσείων τον σήκωσε «αλλά είχε κάποια κλήση». Επίσης, εφόσον ο Μ.Κ.4 ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, αναίσθητος, είναι αδύνατο, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, να περπάτησε μαζί με το Μ.Κ.3, 100 περίπου μέτρα με σκοπό να μεταβεί στο νοσοκομείο, ως ήταν [*356]και το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Εξετάσαμε προσεκτικά τα σχετικά με τη συγκεκριμένη πτυχή του επεισοδίου ευρήματα και διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία των δύο παραπονουμένων, έχοντας συνέχεια κατά νου τις επισημάνσεις της Υπεράσπισης. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας των δύο παραπονουμένων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού υπενθύμισε τη βασική αρχή ότι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν πρέπει να απομονώνονται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματα της μαρτυρίας, αλλά αυτή να εξετάζεται στην ολότητα της και σημείωσε ότι, στην παρούσα περίπτωση η απομόνωση των συγκεκριμένων αντιφάσεων συνιστά παραγνώριση της εν λόγω αρχής, καταλήγει ως εξής, κατάληξη με την οποία και συμφωνούμε:

“..... Παραγνωρίζει επίσης το γεγονός ότι οι δύο παραπονούμενοι δεν κλονίστηκαν καθόλου κατά την αντεξέταση τους, στο κύριο επίδικο γεγονός της παρούσας, ότι δηλαδή δέχθηκαν επίθεση από τους κατηγορουμένους με τον τρόπο που την περιέγραψαν. Το που ακριβώς στεκόταν ο ένας σε σχέση με τον άλλο όταν δέχθηκαν την επίθεση και με τι σειρά κατέβηκαν από την οικοδομή με όλο το σέβας προς την υπεράσπιση, είναι λεπτομέρειες που δεν μπορούν να επηρεάσουν την γενικότερη καλή εικόνα που οι παραπονούμενοι έδωσαν στο Δικαστήριο.

Ο ίδιος εξάλλου ο Μ.Κ.4 ανέφερε ότι μετά που κτυπήθηκε από τον κατηγορούμενο 3 με πέτρα στο κεφάλι, έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε στο έδαφος. Υπό τας περιστάσεις δεν θα μπορούσε να θυμάται λεπτομέρειες ως προς το σημείο που στεκόταν ο κάθε εμπλεκόμενος στο επεισόδιο. Ανέφερε παρόλα αυτά στο Δικαστήριο με αρκετή πειστικότητα ότι ένιωσε να τον σηκώνει κάποιος ψηλά και να τον ξαναρίχνει στο έδαφος. Υπήρξε δε επί του προκειμένου ειλικρινής, καταθέτοντας ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιος από τους τρεις κατηγορουμένους τον κτύπησε με αυτόν τον τρόπο.

Ανεξαρτήτως τούτου, επαναλαμβάνω ότι οι πιο πάνω μικροαντιφάσεις δεν αλλοιώνουν σε καμία περίπτωση την πολύ καλή εντύπωση που οι δύο παραπονούμενοι έκαναν στο Δικαστήριο, οι οποίοι υπήρξαν σταθεροί στο κύριο επίδικο γεγονός της παρούσας ότι οι τρεις κατηγορούμενοι κατέβη[*357]καν από την οικοδομή στον δρόμο και τους επιτέθηκαν με τον τρόπο που περιέγραψαν επειδή ζήτησαν τα δεδουλευμένα του Μ.Κ.3.”

Ενόψει των πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασής μας στον τομέα αυτό. Συνεπώς, ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται.

“3ος λόγος Έφεσης: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καταλήγει στην απόφαση του και δη στην σελ. 19 αυτής για ομολογία του εφεσείοντα που προέκυπτε μέσα από την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο στο Δικαστήριο.”

Στο στόχαστρο του πιο πάνω λόγου έφεσης βρίσκεται η ορθότητα της πιο κάτω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου:

“Έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον μου δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι ομολογίες των κατηγορουμένων 1 & 3 όπως αναφέρθηκαν στην μαρτυρία των αστυνομικών Μ.Κ.5 & Μ.Κ.9, είναι αυθεντικές. Η εξακρίβωση της ορθότητας των πιο πάνω ομολογιών, γίνεται σε συνάρτηση με την μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα των παραπονουμένων, η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Γίνεται επίσης σε συνάρτηση με τα τραύματα των δύο παραπονουμένων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο με την μορφή παραδεκτών γεγονότων.”

Η σχετική επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, καθότι ο εφεσείων σε καμιά ομολογία δεν προέβη στα πλαίσια της γραπτής προς την Αστυνομία κατάθεσης του.

Έχουμε την άποψη ότι η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα είναι εσφαλμένη. Ο εφεσείων στα πλαίσια της γραπτής κατάθεσης του προέβη στη διαπιστωθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο παραδοχή. Το σχετικό απόσπασμα απαντάται στη σελ. 2 της κατάθεσης, όπου διαβάζουμε:

“Όταν τους πλησίασα πήγα προς το μέρος εκείνου που κρατούσε την πέτρα, τον έσπρωξα με τα χέρια μου δυνατά, και του είπα να μην κτυπά με την πέτρα αλλά μόνο με τα χέρια. Όταν τον έσπρωξα αυτός έγειρε με το σώμα προς τα πίσω στο έδαφος αλλά δεν πρόσεξα αν κτύπησε.”

[*358]Να σημειωθεί ότι το πρόσωπο που σύμφωνα με την κατάθεση του εφεσείοντα, κρατούσε την πέτρα και το οποίο ο εφεσείων παραδέχεται ότι έσπρωξε με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος, ήταν, ο Μ.Κ.4.

Ούτε στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσήγγισε την ομολογία του εφεσείοντα, διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγούμενο από νομολογιακές αρχές (Μάρτιν v. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, Κίτα v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 209 και Ιακωβίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 110), προσήγγισε το περιεχόμενο της ομολογίας του εφεσείοντα όχι μόνο με βάση την αυθεντικότητα των ισχυρισμών που περιέχονται σε αυτή, αλλά και σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και ιδιαίτερα αυτή των παραπονουμένων, η οποία έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο, όπως και της φύσης των τραυμάτων που οι τελευταίοι υπέστησαν, τα οποία και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνίας, προσέγγιση καθόλα ορθή και επιτρεπτή.

Ενόψει των πιο πάνω, ούτε σ’ αυτό τον τομέα διαπιστώνουμε λόγο για να επέμβουμε. Κατά συνέπεια, και ο λόγος 3 απορρίπτεται.

Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε τους εναπομείναντες δύο λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 2 και 4), τους οποίους λόγω της συνάφειας που παρουσιάζουν, θα τους εξετάσουμε μαζί. Τους παραθέτουμε:

“2ος λόγος Έφεσης: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στην 2η κατηγορία χωρίς να υπάρχει καμία μαρτυρία περί τούτου, στηριζόμενο σε ευρήματα που είναι αντίθετα με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του.

4ος λόγος Έφεσης: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση του ότι υπήρχε σκοπός από τον εφεσείοντα να προκαλέσει στον παραπονούμενο Μ.Κ.4 πρόκληση αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης καθ’ ότι κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε μέσα από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του.”

Βασικούς άξονες της σχετικής με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, συνιστούν οι πιο κάτω θέσεις:

(α) Για τη διάπραξη του αδικήματος, αντικείμενο του Αρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα*, απαιτείται η ύπαρξη από πλευράς του αδικοπραγούντα, «ειδικής πρόθεσης», και συγκεκριμένα της πρόθεσης να προκαλέσει αναπηρία ή βαριά σωματική βλάβη με τη χρήση κάποιου αντικειμένου. Αυτή είναι, σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της πρόθεσης που απαιτεί το Αρθρο 228(α) και αυτής που απαιτεί το Αρθρο 231** του ίδιου Κώδικα που είναι γενική.

Η θέση του κ. Αλεξάνδρου ότι η διάπραξη του αδικήματος, αντικείμενο του Αρθρου 228(α), προϋποθέτει τη χρήση αντικειμένου εδράζεται στην ερμηνεία που ο ευπαίδευτος συνήγορος δίνει στον όρο «by any means» που χρησιμοποιείται στο Αρθρο 228(α). Σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου, ο εν λόγω όρος σημαίνει «με οποιοδήποτε μέσο» και όχι «με οποιοδήποτε τρόπο» όπως το πρωτόδικο δικαστήριο τον έχει ερμηνεύσει.

(β) Το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων «συμμετείχε ενεργά στην επίθεση εναντίον του Μ.Κ.3, κρατώντας αρχικά το Μ.Κ.3 από πίσω ενώ τον κτυπούσε ο 2ος κατηγορούμενος» (σελ. 28 της εκκαλούμενης απόφασης), είναι εσφαλμένο και πλήρως αντίθετο με τη μαρτυρία που νωρίτερα το δικαστήριο έκαμε αποδεκτή ως αξιόπιστη, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων «έπιασε το Μ.Κ.4 από πίσω» τον οποίο «ο 2ος κατηγορούμενος άρχισε να κτυπά με γροθιές».

(γ) Ενώ στο κατηγορητήριο περιλαμβάνεται το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, ο πρωτόδικος δικαστής πραγματεύθηκε τα εγειρόμενα στην παρούσα υπόθεση ζητήματα υπαγάγοντας τα γεγονότα της υπόθεσης όχι στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, αλλά στις πρόνοιες του Άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο όμως δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

Αρχίζοντας από την τελευταία πιο πάνω θέση του κ. Αλεξάν[*360]δρου, παρατηρούμε τα εξής: Πράγματι, το πρωτόδικο δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του πραγματεύεται τη συμμετοχή του εφεσείοντα ως συνεργού στη διάπραξη των αδικημάτων, όχι στη βάση του Αρθρου 20 το οποίο περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, αλλά στη βάση του Αρθρου 21 το οποίο όντως δεν περιλαμβάνεται.

Έχουμε την άποψη ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπαγωγή των γεγονότων από το πρωτόδικο δικαστήριο στις πρόνοιες του Αρθρου 21, έστω και αν το εν λόγω άρθρο απουσιάζει από το κατηγορητήριο, δεν οδηγεί, ως ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης εισηγείται, σε ακύρωση της καταδίκης. Η απουσία από το κατηγορητήριο του Αρθρου 21, το οποίο αναφέρεται σε εγκλήματα που διαπράττονται από πρόσωπα που σχηματίζουν κοινή πρόθεση να επιδιώξουν κοινό σκοπό, δεν συνιστά παρατυπία της φύσης που εισηγείται ο κ. Αλεξάνδρου. Δεν πρόκειται για ουσιώδη παρατυπία. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Ξυδιάς κ.ά. v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία (Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 376 και Fourri a.o. v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152), πραγματεύθηκε πανομοιότυπο ζήτημα.

Το επόμενο ερώτημα το οποίο, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας αναπόφευκτα εγείρεται και στο οποίο στρέφουμε αμέσως την προσοχή μας, είναι κατά πόσο, στην παρούσα περίπτωση, η υπαγωγή των γεγονότων στις πρόνοιες του Αρθρου 21, οδηγεί με την ασφάλεια που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, στο συμπέρασμα στο οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, ήτοι ότι ο εφεσείων έλαβε ενεργό μέρος στην επίθεση, στα πλαίσια κοινού σκοπού που μοιραζόταν με τους δύο πρώην συγκατηγορουμένους του, οι οποίοι συμμετείχαν επίσης στην επίθεση παρέχοντας έτσι συνδρομή ο ένας στον άλλο.

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων ήταν φίλος του πρώην κατηγορούμενου 2 και αδελφός του πρώην κατηγορούμενου 3. Τη συγκεκριμένη μέρα και οι τρεις τους εργάζονταν στην ίδια οικοδομή. Της επίθεσης εναντίον των δύο παραπονουμένων προηγήθηκε έντονη λογομαχία μεταξύ των δύο πλευρών, ως αποτέλεσμα της οποίας εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του κατέβηκαν στο δρόμο και ουσιαστικά ταυτόχρονα επιτέθηκαν στους δύο παραπονουμένους. Τους κτύπησαν τόσο με τα χέρια τους όσο και με πέτρα, τραυματίζοντας και τους δύο, με σοβαρότερο τραυματισμό αυτό του Μ.Κ.4. Ο εφεσείων σε κανένα στάδιο του επεισοδίου δεν αποσύρθηκε του παράνομου σκοπού για επίθεση στους δύο παραπονουμένους. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστή[*361]ριο παρατηρεί, το ποιος από τους τρεις πρώην κατηγορουμένους κατάφερε και σε ποιον από τους δύο παραπονουμένους τα κτυπήματα που τραυμάτισαν τους τελευταίους, είναι άσχετο. Εξάλλου θα ήταν παράλογο, κατά την άποψη μας, να υποθέσουμε ότι η επίθεση του εφεσείοντα εναντίον των παραπονουμένων συνιστούσε κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις ενέργεια χωριστή και ανεξάρτητη από τις επιθετικές ενέργειες των δύο άλλων πρώην συγκατηγορουμένων του. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε το είδος, τη φύση και την έκταση των τραυμάτων που υπέστησαν οι δύο παραπονούμενοι, ιδιαίτερα ο Μ.Κ.4, από την οποία αβίαστα προκύπτει η βιαιότητα της επίθεσης, βιαιότητα η οποία επίσης προκύπτει από το γρονθοκόπημα και το κτύπημα με πέτρα που ο Μ.Κ.4 δέχθηκε στο κεφάλι, όπως και το σήκωμα του και τη ρίψη του Μ.Κ.4 για δεύτερη φορά στο έδαφος, δεν δυσκολευόμαστε να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο εφεσείων μαζί με τους πρώην δύο συγκατηγορουμένους του συμμετείχαν σε κοινή επίθεση, έχοντας κοινή πρόθεση να προκαλέσουν στους παραπονουμένους σωματικές βλάβες.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων μαζί με τους δύο πρώην συγκατηγορουμένους του διαμόρφωσαν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη κοινού σκοπού, ήτοι να επιτεθούν στους παραπονουμένους και να τους προκαλέσουν σωματικές βλάβες, δικαιολογείται απόλυτα με βάση τη μαρτυρία που έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως αξιόπιστη.

Με δεδομένο ότι στα πλαίσια πραγμάτωσης του κοινού σκοπού που εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του είχαν διαμορφώσει, οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν και πέτρα, η συζήτηση του κατά πόσο το Αρθρο 228(α) απαιτεί «ειδική πρόθεση» στη βάση που το συγκεκριμένο ζήτημα έχει τεθεί στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, ήτοι, με την έννοια ότι το αδίκημα που προνοείται από το συγκεκριμένο άρθρο μόνο με τη βοήθεια αντικειμένου μπορεί να διαπραχθεί, καθίσταται περιττή. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, είναι άσχετο αν η ενέργεια που προκάλεσε το σοβαρό τραυματισμό του Μ.Κ.4 ήταν αυτή του εφεσείοντα ή οποιουδήποτε άλλου από τους πρώην δύο συγκατηγορουμένους του.

Αναφορικά με την υπό στοιχείο (β) πιο πάνω θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα του λόγου έφεσης 2, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι, η αναφορά σε Μ.Κ.3 αντί σε Μ.Κ.4, οφείλεται καθαρά σε δακτυλογραφικό λάθος. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τα ευ[*362]ρήματα του δικαστηρίου στη σελ. 20 της εκκαλούμενης απόφασης, για να διαπιστώσει ότι ο παραπονούμενος που ο εφεσείων κρατούσε, ενώ τον κτυπούσε ο πρώην κατηγορούμενος 2, ήταν ο Μ.Κ.4 και όχι ο Μ.Κ.3. Ανεξάρτητα όμως τούτου, όπως πολύ ορθά στο σχετικό απόσπασμα της σελ. 28 το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, εφόσον εφεσείων και πρώην συγκατηγορούμενοι του έδρασαν από κοινού στην επίθεση εναντίον των δύο παραπονουμένων και ο εφεσείων δεν αποσύρθηκε από τον παράνομο σκοπό της επίθεσης εναντίον του Μ.Κ.3, είναι άσχετο αν ο τελευταίος δέχθηκε κτυπήματα μόνο από τους πρώην συγκατηγορουμένους του εφεσείοντα.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο