Χαραλάμπους Χριστόφορος ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 370

(2012) 2 ΑΑΔ 370

[*370]29 Ιουνίου, 2012

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (Αρ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 180/2007)

 

Ποινικός Κώδικας ― Φόνος εκ προμελέτης κατά παράβαση του Άρθρου 203(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Παραμερισμός καταδίκης στην κατηγορία για φόνο εκ προμελέτης και αντικατάσταση της με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας ― Δεν μπορούσε να γίνει δεκτό το συμπέρασμα πως κάτω από τις περιστάσεις προέκυπτε, μάλιστα αναμφίβολα, πως δεν ήταν εκείνη τη στιγμή που ο δράστης αποφάσισε να σκοτώσει τα δύο θύματα, υπό το κράτος της φόρτισης.

Ποινικός Κώδικας ― Φόνος εκ προμελέτης ― Τι είναι προμελέτη - Εφαρμοστέα κριτήρια για συμπέρασμα ύπαρξης προμελέτης ― Διάκριση μεταξύ φόνου εκ προμελέτης και Ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Το ζήτημα της ύπαρξης ή μη προμελέτης είναι πραγματικό που εξαρτάται από τη σημασία του συνόλου της μαρτυρίας στην κάθε υπόθεση.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Παρά τη μη ανεύρεση του πτώματος ή μέρους του, η θανάτωση του θύματος μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία, όταν αυτή είναι συμβιβάσιμη μόνο με το συμπέρασμα πως το θύμα είναι νεκρό και πως ο θάνατος του προκλήθηκε από τον κατηγορούμενο.

Ποινική Δικονομία ― Ομολογία ― Και η θεληματική ομολογία αξιολογείται από το Δικαστήριο ― Μια ομολογία μπορεί να είναι θεληματική αλλά το περιεχόμενό της να μην είναι αληθές ― Τα Δικαστήρια εξετάζουν την ομολογία σε συσχετισμό προς την υπόλοιπη μαρτυρία [*371]και ανάλογα με τη φύση και την ποιότητα της ως ενοχοποιητικής ή αναιρετικής.

Ποινική Δικονομία ― Δίκη εντός δίκης ― Στο πλαίσιο του συστήματός μας ακόμα και η κρίση, μετά από δίκη εντός δίκης, ότι μια ομολογία είναι θεληματική, δεν είναι οριστική ― Το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, έχει τη δυνατότητα να την αναθεωρήσει υπό το φως των δεδομένων όπως αυτά διαμορφώνονται κατά την κύρια δίκη και να την αποκλείσει αν θεωρήσει ότι αυτά τα δεδομένα το δικαιολογούν. 

Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης για το θάνατο δύο ανθρώπων και καταδικάστηκε με βάση το Άρθρο 203(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, σε ποινή της φυλάκισης διά βίου.

Με βάση τις δυο κατηγορίες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείων, την 1.8.2006, στους Αγίους Ομολογητές της Επαρχίας Λευκωσίας, εκ προμελέτης, επέφερε το θάνατο του Γιαννάκη Δημοσθένους και της Άννας Βασίλεβα με παράνομη πράξη.

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ως προς τη διάπραξη των δύο φόνων ήταν ομόφωνη και στηρίχθηκε, στη βάση ομολογιών τις οποίες έκρινε θεληματικές και σε περιστατική μαρτυρία για την οποία υπήρξε εύρημα ότι επιβεβαίωνε τις ομολογίες αλλά και που αφ’ εαυτών, στο πλαίσιο του συνόλου, δεν άφηναν οποιαδήποτε αμφιβολία.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο σχετικό συμπέρασμα παρά το ότι δεν είχε ανευρεθεί ταυτοποιημένο το πτώμα της Άννας Βασίλεβα.

Η απόφαση αναφορικά με το ζήτημα της προμελέτης δεν ήταν ομόφωνη αλλά ελήφθη κατά πλειοψηφία. Κατά την απόφαση του Προέδρου του Κακουργιοδικείου που μειοψήφησε, εγείρονταν αμφιβολίες αναφορικά με την προμελέτη.

Στη βάση της απόφασης της πλειοψηφίας επιβλήθηκε στον εφεσείοντα η προβλεπόμενη από το Άρθρο 203(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ποινή της φυλάκισης διά βίου.

Σύμφωνα με την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο, ο εφεσείων άρχισε να αντιδρά με διάφορους τρόπους όταν, η σύζυγος του (ένα από τα δύο θύματα) είχε εκφράσει την πρόθεση της να τον εγκαταλείψει φεύγοντας με τη βαλίτσα της. Άρχισε να την αναζητά μέχρι που την εντόπισε αργά το βράδυ στο διαμέρισμα όπου διέμενε το άλλο θύμα.

[*372]Ο εφεσείων αφού νευρίασε, ξεφούσκωσε δυο από τα λάστιχα του αυτοκινήτου του άλλου θύματος, ενώ παρέμεινε εκεί και κοιμήθηκε για λίγο στο αυτοκίνητό του. Όταν ξύπνησε, εισήλθε στη βεράντα της κουζίνας του διαμερίσματος του θύματος, διά μέσου όμορου διαμερίσματος. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοικτή, μπήκε στο διαμέρισμα και είδε τα θύματα, να κοιμούνται στο κρεβάτι, μέσα στο υπνοδωμάτιο. Πήρε τότε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και άρχισε να τους καταφέρνει βίαια και επανειλημμένα κτυπήματα, μέχρι τη θανάτωσή τους.

Αργότερα ο εφεσείων μετέφερε το πτώμα της συζύγου του στο χωριό του πατέρα του και το έκαψε σ’ ένα βαρέλι. Στο βαρέλι που υπέδειξε αργότερα στην αστυνομία, βρίσκονταν τεμάχια οστών.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων προέβαλε διαφορετική εκδοχή διαφοροποιώντας τα όσα είχε αναφέρει στις καταθέσεις του στην αστυνομία ενώ προέβαλε υπεράσπιση σύμφωνα με την οποία η αστυνομία είχε προκατασκευάσει την υπόθεση εναντίον του.

Ήταν η κατάληξη του κακουργιοδικείου πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας είπαν την αλήθεια και απέρριψε την κεντρική θέση του εφεσείοντα ότι ενοχοποιήθηκε, με σκευωρία των μελών της αστυνομικής δύναμης.

Όπως έκρινε ομόφωνα, δεν υπήρχε περιθώριο για άλλη εκδοχή πλην εκείνης ότι ο εφεσείων σκότωσε και τα δύο θύματα. Το γεγονός ότι δεν ανευρέθη ταυτοποιημένο το πτώμα της Άννας, δεν εμπόδιζε τη διαπίστωση της ενοχής του και ως προς εκείνη. 

Αναφορικά με το ζήτημα της προμελέτης και το κατά πόσον οι φόνοι ήταν το αποτέλεσμα της θόλωσης του μυαλού του εφεσείοντα όταν είδε τα θύματα στο κρεβάτι ή αν ήταν το αποτέλεσμα προειλημμένης απόφασης την οποία ο εφεσείων εκτέλεσε εν ψυχρώ, η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στις απειλές κατά του Γιαννάκη από τον εφεσείοντα στο παρελθόν.

Επεσήμανε ακόμα το ελατήριο που είχε ο εφεσείων και τη νηφαλιότητα και ψυχραιμία του πριν από τα εγκλήματα. Αφού ξεφούσκωσε τα δυο ελαστικά, μπόρεσε και κοιμήθηκε λίγο μέσα στο αυτοκίνητό του. Περαιτέρω, χαρακτήρισε περίτεχνο τον τρόπο εισόδου του εφεσείοντα στο διαμέρισμα που έδειχνε όπως εκρίθη, προσχεδιασμό αλλά, εν τέλει, υπήρχε και η βεβαιότητα και η βαναυσότητα με την οποία τους μαχαίρωσε, μέχρι θανάτου.

Η πλειοψηφία, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη διαπίστωση πως [*373]το μαχαίρι δεν το είχε μαζί του ο εφεσείων αλλά το πήρε από την κουζίνα του διαμερίσματος. Όμως, κατά την εκτίμησή της, αυτό δεν αναιρούσε το αναμφίβολο συμπέρασμα που προέκυπτε από το σύνολο της μαρτυρίας.

Με την έφεση, ο εφεσείων αμφισβήτησε την καταδίκη του αλλά και την ορθότητα του συμπεράσματος της πλειοψηφίας του κακουργιοδικείου πως, από τη μαρτυρία, προέκυπτε ότι οι φόνοι ήταν προμελετημένοι.

Λόγος έφεσης 5.

Παραβιάστηκε το δικαίωμά του εφεσείοντα να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, και με νομική αρωγή, και τούτο επειδή μετά την παύση του δικηγόρου από τον ίδιο, δεν του δόθηκε εύλογος χρόνος για το διορισμό άλλου, υποχρεώθηκε να αντεξετάσει ο ίδιος το μάρτυρα και εσφαλμένα στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο δέχτηκε, μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Κ.29, τον επαναδιορισμό του ίδιου δικηγόρου.

Αποφασίστηκε ότι:

Τη συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν ξεκάθαρη η επιθυμία του εφεσείοντα να παύσει το δικηγόρο του γιατί δεν του είχε εμπιστοσύνη όπως ανέφερε. Ήταν ορθή η θέση της εφεσίβλητης ότι όσο και αν τα πρακτικά εμφανώς ήταν ελλειπτικά, κάθε άλλο παρά προέκυπτε στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντα να διορίσει δικηγόρο.

Λόγοι έφεσης 2, 3, 6, 7 και 8.

Ήταν εσφαλμένη η διεξαγωγή των τριών δικών εντός δίκης από το κακουργιοδικείο και περαιτέρω, η συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης από το ίδιο το Κακουργιοδικείο. Παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας και ο εφεσείων είχε στερηθεί των εχεγγύων αμεροληψίας.

Αποφασίστηκε ότι:

Ασφαλώς δεν μπορεί να παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας και, βεβαίως, το Δικαστήριο πρέπει να συγκεντρώνει τα εχέγγυα όχι μόνο υποκειμενικής αλλά και εξ αντικειμένου αμεροληψίας.

Με κανένα τρόπο τα δεδομένα της νομολογίας που επικαλέστηκε ο εφεσείων δεν μπορούσαν να συσχετισθούν με τα δεδομένα της υπόθεσης. Δεν υπήρχε παραβίαση είτε της Σύμβασης είτε του Συντάγμα[*374]τος. Η δίκη εντός δίκης δεν αφορά καν σ’ αυτό καθ’ εαυτό το ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου. Αφορά στο περιορισμένο ζήτημα της δυνατότητας αποδοχής ομολογίας του, ως μαρτυρίας, με προεξάρχον κριτήριο το κατά πόσο είναι ή όχι θεληματική. 

Λόγος έφεσης 4.

Υπήρχε επιπρόσθετο ζήτημα δίκαιης δίκης όταν ο εφεσείων απέλυσε το δικηγόρο του και αναγκάστηκε να αντεξετάσει το Μ.Κ.29 χωρίς να του είχε δοθεί επαρκής χρόνος προετοιμασίας. Περαιτέρω, όταν σε κάποιο στάδιο ο δικηγόρος του ζήτησε να εξετάσει τα οστά που βρέθηκαν, του δόθηκε μόνο μια μέρα αφού εκείνο το απόγευμα θα τα έστελλαν στο Κιργιστάν στους γονείς της Άννας. Εάν εξέταζε τα οστά άλλος ερευνητής, ενδεχομένως να εντόπιζε σ’ αυτά γενετικό υλικό.  

Αποφασίστηκε ότι:

Οι πιο πάνω εισηγήσεις ήταν αβάσιμες. Ουδέποτε ο εφεσείων ζήτησε χρόνο για να αντεξετάσει και δεν δικαιολογείτο η θέση πως το Δικαστήριο του στέρησε τέτοιο δικαίωμα. Οι λεπτομέρειες, δόθηκαν και κατά την εξέταση του πέμπτου λόγου έφεσης. Τα οστά ήταν στη διάθεση του εφεσείοντα, ήδη από το στάδιο της παραπομπής του σε δίκη.

Επίσης, ο εφεσείων είχε από τότε τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων.

Λόγος έφεσης 18.

Επηρεάστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη από δυσμενή δημοσιεύματα. 

Αποφασίστηκε ότι:

Η πιο πάνω εισήγηση ορθά επισημάνθηκε από την εφεσίβλητη, ότι ετέθη γενικά και αόριστα και χωρίς αναφορά σε κανένα απολύτως πραγματικό υπόβαθρο. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε.

Λόγος έφεσης 2.

Η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν επισφαλής και θα έπρεπε να παραμεριστεί εξ’ αιτίας σοβαρών σφαλμάτων του δικηγόρου του.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν προέκυπτε διαπίστωση πως, με τις γενικές αναφορές που έγιναν, μάλιστα χωρίς άλλους συσχετισμούς ιδιαιτέρως προς τη γραμμή  [*375]της υπεράσπισης ή χωρίς και γνώση των διαβουλεύσεων ή των διαμειφθέντων μεταξύ του δικηγόρου του εφεσείοντα, θεμελιωνόταν στην προκειμένη, έκδηλα ανίκανη δικηγορία.

Λόγος έφεσης 17.

Αδικαιολογήτως δεν επετράπη στον εφεσείοντα να υποβάλει ερώτηση και ανακόπηκε, κατά την αντεξέταση μάρτυρα, αναφορικά με ζήτημα σχετικά με τις τέσσερις κάμερες που ήταν εγκαταστημένες στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν είχε γίνει καμιά ανακοπή του εφεσείοντα και δεν υπήρχε οποιαδήποτε απαγόρευση υποβολής οποιασδήποτε ερώτησης.

Λόγος έφεσης 31.    

Υπήρχαν ανεπίτρεπτες επανειλημμένες παρεμβάσεις του κακουργιοδικείου κατά τη διεξαγωγή της δίκης που αλλοίωσαν το αποτέλεσμά της. 

Αποφασίστηκε ότι:

Ο ισχυρισμός ήταν εντελώς αβάσιμος. Κάθε λέξη του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων τη θεωρούσε απαράδεκτη παρέμβαση. Επρόκειτο για συνήθεις αναφορές, κατ’ εξοχήν διευκρινιστικής φύσης, μάλιστα ελάχιστες, δεδομένου του όγκου των πρακτικών.

Περαιτέρω αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι οποίοι αλληλεπικαλύπτονταν αποφασίστηκαν τα εξής:

1.  Εξετάστηκαν όλα τα δεδομένα και κάθε άλλο παρά προέκυπτε ικανοποίηση ότι υπήρχε λόγος για παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία.

2.  Εξετάστηκε το σύνολο των εισηγήσεων του εφεσείοντα και με την απόρριψη ως εντελώς αβάσιμης και αδικαιολόγητης, της θέσης του πως οι αστυνομικοί, εμπειρογνώμονες και άλλοι συνωμότησαν και συνέθεσαν εικόνα ενοχής του, ήταν αναμφίβολη η ενοχή του εφεσείοντα για τους φόνους των δύο θυμάτων. 

Αναφορικά με την προμελέτη αποφασίστηκε ότι:

1.  Σε συμφωνία με την εισήγηση του εφεσείοντα δεν προέκυπτε, μά[*376]λιστα κατά τον αναμφίβολο τρόπο που απαιτείτο, προμελέτη. Ο εφεσείων δεν βρήκε το Γιαννάκη και την Άννα κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα αλλά τους αναζήτησε και αλλού. Και τους αναζητούσε χωρίς να κρατεί όπλο, πάντως μαχαίρι που ήταν και εργαλείο της δουλειάς του. Το ότι τους ξεφούσκωσε τα λάστιχα ως στοιχείο που έδειχνε προμελέτη, δημιουργούσε ερωτηματικά. Αν ήταν ήδη αποφασισμένος να τους σκοτώσει, μέσα στο διαμέρισμα, προς τι το ξεφούσκωμα και προς τι το ότι αποκοιμήθηκε για λίγο στο αυτοκίνητο. Και ποια μαρτυρία υπήρχε πως γνώριζε καν τον τρόπο εισόδου εκ των προτέρων και ότι ήταν και αυτό μέρος του σχεδίου του;

2.  Ο εφεσείων, στη δήλωσή του που έγινε αποδεκτή, ως βασικό στοιχείο, μαζί με άλλα, για την ενοχή του, ανέφερε πως όταν είδε το κοτσιδάκι της Άννας στο αυτοκίνητο του Γιαννάκη νευρίασε και του «έκατσε» δυο λάστιχα για να μη φύγουν και να του δώσει εξηγήσεις η Άννα. Δεν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με την κρίση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, πως αυτή η ενέργεια του έδειχνε ειλημμένη ήδη απόφαση θανάτωσης. Ούτε, βεβαίως, το ότι, στη συνέχεια, όπως δέχθηκε το κακουργιοδικείο, κοιμήθηκε για  λίγο στο αυτοκίνητό του και όταν ξύπνησε δεν άντεξε άλλο και εισήλθε στο διαμέρισμα.

3.  Ήταν η ομόφωνη διαπίστωση του κακουργιοδικείου πως όταν ο εφεσείων εισήλθε στο διαμέρισμα είδε την Άννα και το Γιαννάκη ημίγυμνο να κοιμούνται στο κρεβάτι. Πήρε τότε μαχαίρι που βρήκε στην κουζίνα και διέπραξε τα αποτρόπαια εγκλήματα. Ο ίδιος είπε, επειδή θόλωσε, και δεν μπορούσε να γίνει δεκτό το συμπέρασμα πως κάτω από τις περιστάσεις προέκυπτε, μάλιστα αναμφίβολα, πως δεν ήταν εκείνη τη στιγμή που αποφάσισε να τους σκοτώσει, υπό το κράτος της φόρτισης που του προκάλεσε το θέαμα, αλλά ότι είχε αποφασίσει να σκοτώσει εκ των προτέρων, δυο ανθρώπους, και εισήλθε γι’ αυτό το λόγο στο διαμέρισμα χωρίς όμως να κρατά φονικό όπλο.

4.  Οι ενέργειες του εφεσείοντα μετά τους φόνους όπως το ότι σκούπισε με γάντια, οι περαιτέρω ενέργειες του για  μεταφορά του πτώματος της Άννας από τις σκάλες στο αυτοκίνητό του στο υπόγειο, τη μεταφορά της με το αυτοκίνητό του στον Ασκά και τα άλλα που έγιναν εκεί, όπως είχαν καταγραφεί, ήταν σημαντικά ως προς την ενοχή για τους φόνους όχι όμως σε σχέση με την προμελέτη. Το συμπέρασμα για την προμελέτη ήταν επισφαλές και ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθούσε.

[*377]5.      Η καταδίκη του εφεσείοντα για φόνο εκ προμελέτης παραμερίστηκε και, στη βάση των αρχών όπως αυτές εξηγήθηκαν στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, αντικαταστάθηκε με καταδίκη για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα.

Στη συνέχεια ακολούθησε Ακρόαση των μερών ως προς το θέμα της επιβολής ποινής.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

R. v. Watson [1980] 2 All ER 293,

R. v. Sfongaras (1957) 22 C.L.R. 113,

R. v. Sykes 8 Cr. App. Rep. 233,

Παναγή άλλως Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65,

Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166,

Findley Duncan [1981] 73 Cr. App. Rep. 359,

 Kωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

R. v. Nash [1911] 6 Cr. App. Rep. 225,

R. v. Robertson [1913] 9 Cr. App. Rep. 189,

R. v. Davidson, [1934] 25 Cr. App. Rep. 21, CCA,

R. v. Onufrejczyk [1955] 1 QB 388, [1955] 1 ALL ER 247,

Attorney General’s Reference (No. 4 of 1980) [1981] 2 All ER 617, 73 Cr. App. Rep. 40, CA,

Pakelli v. Federal Republic of Germany, Application no. 8398/78 Series A No. 64, ημερ. 25.4.83

Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 100,

[*378]Jadallah v. Aστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 613,

Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 72,

Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22,

Ferrantelli and Santangelo v. Italy [1996] 23 E.H.R.R. 288 Para. 56-60,

Οberschlick v. Austria (No. 1), Series A, No. 204, ημερ. 23.5.91,

Χρίστου ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 263,

Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40,

R. v. Pendleton [2001] UKHL 66,

Ioannides v. The Republic (1968) 2 C.L.R. 169,

Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

HadjiSavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37,

Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402,

Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αυξεντίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 197.

Έφεση κατά της Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ., Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ., Εφραίμ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 17439/06), ημερομηνίας 1/8/07.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Έλ. Παπαγαπίου Χρίστου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για την Εφεσίβλητη.

Ο εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*379]δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατά τις δυο κατηγορίες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείων, την 1.8.2006, στους Αγίους Ομολογητές της Επαρχίας Λευκωσίας, εκ προμελέτης, επέφερε το θάνατο του Γιαννάκη Δημοσθένους από τον Αστρομερίτη και της Άννας Βασίλεβα από το Κιργιστάν, με παράνομη πράξη.

Το κακουργιοδικείο ομόφωνα κατέληξε πως ο εφεσείων φόνευσε και τους δυο όσο και αν δεν είχε ανευρεθεί ταυτοποιημένο το πτώμα της Άννας Βασίλεβα (στο εξής η Άννα). Αυτό, στη βάση ομολογιών που έκρινε πως ήταν θεληματικές και περιστατικής μαρτυρίας που θεώρησε πως επιβεβαίωναν τις ομολογίες αλλά και που αφ’ εαυτών, στο πλαίσιο του συνόλου, δεν άφηναν οποιαδήποτε αμφιβολία. Κατά την απόφαση της πλειοψηφίας του κακουργιοδικείου ο εφεσείοντας φόνευσε τα δυο θύματα εκ προμελέτης. Κατά την απόφαση του Προέδρου του κακουργιοδικείου που μειοψήφισε, εγείρονταν αμφιβολίες αναφορικά με την προμελέτη.  Στη βάση της απόφασης της πλειοψηφίας επιβλήθηκε στον εφεσείοντα η προβλεπόμενη από το Αρθρο 203(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ποινή της φυλάκισης δια βίου.

Αφού αφιερώθηκε χρόνος για το διορισμό δικηγόρου για τον εφεσείοντα, με νομική αρωγή, ο προγραμματισμός της ακρόασης ανατράπηκε επανειλημμένα μετά από αιτήσεις του εφεσείοντα. Σημειώνουμε την αίτησή του για προσαγωγή μαρτυρίας στο Ανώτατο Δικαστήριο που απορρίφθηκε με σχετική απόφασή μας και τη δεύτερη αίτησή του, επίσης για προσαγωγή μαρτυρίας που απέληξε στην εκ συμφώνου κατάθεση δυο εγγράφων προς αξιολόγηση. Σημειώνουμε και τα ακόλουθα: Με την αρχική ειδοποίηση έφεσης διατυπώθηκαν δέκα λόγοι έφεσης για να προστεθούν, στη συνέχεια, άλλοι 25. Συναφώς, κατατέθηκε από τον εφεσείοντα αρχικό διάγραμμα αγόρευσης που εκτείνεται σε 191 σελίδες και δεύτερο, συμπληρωματικό ως προς ορισμένους λόγους έφεσης, που εκτείνεται σε άλλες 39 σελίδες. Η εφεσίβλητη κατέθεσε διάγραμμα που εκτείνεται σε 55 σελίδες. Τα μέρη ακούστηκαν σε προφορική ακρόαση στις 29.3.12. Οι λόγοι έφεσης είναι σε μεγάλο βαθμό επάλληλοι και περιλαμβάνουν πολυσέλιδες επαναλήψεις σε μια προσπάθεια κατάταξής τους κάτω από διάφορα κεφάλαια. Ούτως ή άλλως έχει συζητηθεί στο πλαίσιο τους μεγάλος αριθμός σημείων που γενικά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως, κατ’ αρχάς, αφορώντα στο δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη το οποίο, κατά την εισήγηση του παραβιάστηκε για σειρά λόγων. Περαιτέρω, ως αφορώντα στις διαπιστώσεις και στα συμπεράσματα αναφορικά με το εκούσιο ή και το αλη[*380]θές των ομολογιών του εφεσείοντα με συναφή αναφορά στον όγκο της περιστατικής μαρτυρίας, κατά το πλείστον επιστημονικής αλλά και άλλης που είχε προσαχθεί αλλά και της ένορκης μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα και των δυο μαρτύρων υπεράσπισης που κάλεσε, μιας συγγενούς του και του πατέρα του.

Θεωρούμε πως, για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σημασία της μαρτυρίας που προσάχθηκε και τα επιχειρήματα που ως προς αυτή αναπτύχθηκαν, θα πρέπει να έχουμε υπόψη, αδρομερώς, την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο. Εννοούμε ως προς τη θανάτωση του Γιαννάκη Δημοσθένους (στο εξής ο Γιαννάκης) και της Άννας. Το θέμα της προμελέτης θα μας απασχολήσει ξεχωριστά.

Το απόγευμα της 31.7.06 η Άννα εκδήλωσε την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τον εφεσείοντα σύζυγό της και το σπίτι τους στη Μνασιάδου 2, στη Λευκωσία. Ο εφεσείων την εμπόδισε να μεταφέρει τις βαλίτσες της με ταξί που θα καλούσε, όπως του είπε, και εκείνη απομακρύνθηκε πεζή. Την ακολούθησε και την είδε να εισέρχεται στο αυτοκίνητο του Γιαννάκη. Επέστρεψε, πήρε το δικό του αυτοκίνητο, τύπου Μitsubishi Panjero με αρ. εγγραφής ΕΧΚ476 και άρχισε να την αναζητά σε μπυραρίες αλλά και στον Αστρομερίτη που ήταν ο τόπος καταγωγής του Γιαννάκη. Ήταν βράδυ πλέον όταν εντόπισε το αυτοκίνητο του Γιαννάκη με αρ. εγγραφής ΕΚΧ615 σε χώρο στάθμευσης εστιατορίου στην οδό Χίου στη Λευκωσία όπου, στον αριθμό 13, βρισκόταν το διαμέρισμα της πολυκατοικίας στο οποίο διέμενε ο Γιαννάκης. Ο εφεσείοντας νευρίασε και ξεφούσκωσε δυο από τα λάστιχα του αυτοκινήτου του Γιαννάκη, παρέμεινε εκεί και κοιμήθηκε για λίγο στο αυτοκίνητό του και, όταν ξύπνησε, δια μέσου όμορου διαμερίσματος, κατά τρόπο που εξηγήθηκε με λεπτομέρεια, έφθασε στη βεράντα της κουζίνας του διαμερίσματος του Γιαννάκη.  Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοικτή, μπήκε στο διαμέρισμα και τους είδε, το Γιαννάκη και την Άννα, να κοιμούνται στο κρεβάτι, μέσα στο υπνοδωμάτιο. Πήρε τότε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και άρχισε να τους καταφέρει βίαια και επανειλημμένα κτυπήματα, μέχρι τη θανάτωσή τους. Εγκατέλειψε το διαμέρισμα με τον ίδιο τρόπο και, το απόγευμα της 1.8.06, με το αυτοκίνητό του μετέβη δια μέσου του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που κατέχονται από τα τουρκικά στρατεύματα. Επέστρεψε το ίδιο απόγευμα και την επομένη, στις 2.8.06, το βράδυ, ξαναμπήκε στο διαμέρισμα της Χίου 13. Από εκεί, δια μέσου πλέον της κύριας εισόδου του διαμερίσματος, την οποία άνοιξε, έσυρε το πτώμα της Άννας από τις σκάλες προς τα κάτω μέχρι τον υπόγειο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. [*381]Μετέφερε με το αυτοκίνητό του το πτώμα της Άννας σε περιβόλι του πατέρα του στο χωριό Ασκάς της Επαρχίας Λευκωσίας, το τοποθέτησε σε ένα από τα βαρέλια που βρίσκονταν εκεί, και το έκαψε.

Συνοψίζουμε και την εκδοχή του εφεσείοντα όπως την πρόβαλε ενόρκως ενώπιον του κακουργιοδικείου. Δεν σκότωσε είτε το Γιαννάκη είτε την Άννα. Το Γιαννάκη δεν τον γνώριζε καν και ουδέποτε μπήκε στο διαμέρισμά του. Το απόγευμα της 31.7.06 η σύζυγός του Άννα του είπε πως θα πήγαινε σε μια φίλη της και έφυγε κρατώντας μια handbag. Είχαν προβλήματα στο γάμο τους σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν, αλλά αυτά στο παρελθόν, όταν από τις 5.3.06 μέχρι τις 18.4.06 η Άννα φιλοξενήθηκε από το Γραφείο Ευημερίας. Η Άννα, που γεννήθηκε στις 14.2.76, είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο της στο Κιργιστάν μια θυγατέρα, ηλικίας 10 ετών κατά τη δίκη, και ο εφεσείων το 2005 είχε διαζευχθεί την προηγούμενη σύζυγό του, από την Ουκρανία. Μετά τα μεσάνυχτα της 31.7.06 η Άννα του τηλεφώνησε να την παραλάβει από κάποιο διαμέρισμα που του εξήγησε πού ήταν. Την περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας και έφυγαν. Πρόσεξε πως στη handbag και στα ρούχα της Άννας υπήρχαν αίματα και του είπε ότι κτύπησε στις σκάλες όταν της επιτέθηκε κάποιος άγνωστος. Ήταν μεθυσμένη, την άφησε στο διαμέρισμά τους στην οδό Μνασιάδου και πήγε στη δουλειά του. Παρεμβάλλουμε πως ο εφεσείων που γεννήθηκε στις 4.10.76, κατ’ επάγγελμα πουλούσε σάντουιτς χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό κατάλληλα διαμορφωμένο αυτοκίνητο, τύπου «καντίνας», με αριθμό εγγραφής ΒΗ406 που κατά τη δίκη περιγραφόταν ως «σαντουιτσίδικο». Το απόγευμα της 1.8.06, όταν σχόλασε από την εργασία του, η Άννα ήταν στο σπίτι τους, βαριόταν και επειδή ήθελε και να μιλήσουν του ζήτησε και μετέβησαν στις κατεχόμενες περιοχές. Σε κάποιο κέντρο στην Κερύνεια κατανάλωσαν μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και η Άννα του είπε κάποιους λόγους για  τους οποίους ήθελε να μείνει μόνη. Της έδωσε τη handbag, την άφησε στην Κερύνεια και επέστρεψε μόνος. Την επομένη, στις 2.8.06, πήγε στον Ασκά, έδωσε στη μητέρα του ρούχα του για πλύσιμο και έμεινε εκεί το βράδυ. Παρεμβάλλουμε εδώ τη μαρτυρία του πατέρα του εφεσείοντα Χρ. Χαραλάμπους. Το απόγευμα της 2.8.06 είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στον ανηφορικό δρόμο έξω από το σπίτι τους. Το ίδιο απόγευμα, ο ίδιος, σε βαρέλια που βρίσκονταν στο περιβόλι του έκαψε σύρματα για την εξαγωγή χαλκού. Γι’ αυτό το γεγονός την επομένη το πρωί μίλησε σε κάποιο Κωστάκη Πόρα. Επανερχόμαστε στην εκδοχή του εφεσείοντα. Στις 3.8.06 πότισε το περιβόλι και σημειώνουμε τη μαρτυρία της συγγενούς του Γ. Τσίγκη που κατέθεσε πως ακριβώς τον είδε τότε να ποτίζει και τον καλημέρισε. Πα[*382]ρεμβάλλουμε πως το κακουργιοδικείο δέχτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία της Γ. Τσίγκη.

Αυτή η εκδοχή του εφεσείοντα, όπως έκρινε το κακουργιοδικείο, ήταν εντελώς ψευδής. Ήταν μεταγενέστερη σκέψη που για πρώτη φορά πρόβαλε στο κακουργιοδικείο για να αποσυνδεθεί από τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξε. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε ομολογίες του εφεσείοντα και, βεβαίως, θα τις μεταφέρουμε εδώ, όπως αυτές τις κατέγραψε το κακουργιοδικείο στην απόφασή του ως αποκαλύπτουσες, όσο και αν αυτές δεν ήταν ταυτόσημες, πως στην πραγματικότητα φόνευσε και το Γιαννάκη και την Άννα.

Στις 3.8.06, η δυσοσμία από το διαμέρισμα στην οδό Χίου 13 ενόχλησε τους ενοίκους άλλων διαμερισμάτων. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και επειδή η πόρτα του διαμερίσματος ήταν κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη, όπως φάνηκε αργότερα, κλήθηκε η πυροσβεστική και την παραβίασε. Το θέαμα στο υπνοδωμάτιο ήταν φρικτό. Εκεί, πεσμένο μπρούμυτα, βρισκόταν μέσα σε λίμνη αίματος το πτώμα του Γιαννάκη που εδώ και δυο μήνες είχε ενοικιάσει το διαμέρισμα από τον ιδιοκτήτη του Π. Παναγιωτάκη, Μ.Κ.14.  Έφερε 38 κτυπήματα από νήσσον και τέμνον όργανο, όπως είναι το μαχαίρι, σε διάφορα μέρη του σώματος του και ήταν παραδεκτό πως απεβίωσε την 1.8.06. Ο Γιαννάκης γεννήθηκε στις 16.4.59.  Από τον πρώτο του γάμο είχε αποκτήσει δυο παιδιά, ενήλικες πλέον. Βρισκόταν σε διάσταση και με τη δεύτερη σύζυγό του και εργαζόταν ως μηχανοδηγός σε διάφορες εταιρείες και ως μάγειρας.

Στις 4.8.06 συνελήφθη ο εφεσείων ως ύποπτος για  το φόνο του Γιαννάκη. Όπως διαπιστώθηκε, κατά το χρόνο της σύλληψής του έφερε διάφορες εκδορές και τραύματα στα χέρια. Διεξάγονταν παράλληλα διάφορες έρευνες και περισυνελέγησαν τεκμήρια όταν, κατά την επιστημονική εξέταση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα με αριθμό εγγραφής ΕΧΚ476, στο οποίο βρέθηκαν κηλίδες αίματος, εξέφρασε την επιθυμία να προβεί σε κατάθεση. Υπήρξε ένσταση στην προσαγωγή αυτής της κατάθεσης ως μαρτυρίας και διεξάχθηκε δίκη εντός δίκης. Ως λόγοι ένστασης αναφέρθηκαν το κατ’ ισχυρισμόν παράνομο της σύλληψής του, η στέρηση του δικαιώματος του να επικοινωνήσει με δικηγόρο κατά παράβαση του περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμου του 2005 [Ν. 163(Ι)/2005], οι υποσχέσεις που του δόθηκαν με την εμπλοκή και μέλους της αστυνομίας που είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση και με κοινό τους γνωστό, η καταπίεσή του που εκδηλώθηκε και επειδή έφερε χειροπέδες, το ότι δεν του διαβάστηκε η κατάθεση και η ιδιόγραφη σημείωση στο τέλος της, που έφερε και [*383]την υπογραφή του, ήταν το αποτέλεσμα υποβολής. Κατέθεσαν μέλη της αστυνομικής δύναμης και υπήρξε πλήρης άρνηση των ισχυρισμών του εφεσείοντα. Εξ αρχής, προφορικά, κατ’ επανάληψη, είχε πληροφορηθεί το δικαίωμά του να επικοινωνήσει με δικηγόρο αλλά η αντίδρασή του ήταν αρνητική. Όπως τους είπε, «το δικηγόρο τι να τον κάμω». Στη συνέχεια, πληροφορήθηκε για το δικαίωμά του και γραπτώς με το ειδικό έντυπο που κατατέθηκε, το οποίο συμπληρώθηκε ακριβώς κατ’ εφαρμογή του Ν. 163(Ι)/2005 το οποίο και υπέγραψε. Είχε επικοινωνήσει πάντως με τους γονείς του, δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση, δεν του δόθηκε οποιαδήποτε υπόσχεση και η κατάθεση δόθηκε με την ελεύθερη θέλησή του. Όπως αναγνώρισε και ο ίδιος, με τη χειρόγραφη δήλωσή του και την αναγραφή του πλήρους ονόματός του, όπως και πριν, στο τέλος της κατάθεσης, αφού του διαβάστηκε. Ενώ επίσης είχε υπογράψει και κάθε σελίδα της όπως και το κείμενο της γραπτής προειδοποίησης του, στην αρχή του ίδιου εγγράφου, με αναγραφή από τον ίδιο του πλήρους ονόματός του, όπως και στο τέλος. Ο έβδομος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή στο πλαίσιο εκείνης της πρώτης δίκης εντός δίκης, ήταν η πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία κατέθεσε τα πρακτικά της διαδικασίας για την προσωποκράτηση του στις 5.8.06, δηλαδή την επομένη. Ρωτήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο αν ήθελε δικηγόρο και η απάντησή του ήταν «δεν θέλω». Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως. Δέχτηκε πως αρχικώς οι αστυνομικοί του είπαν για το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο που όμως δεν είχε καταστεί δυνατό γιατί δεν είχε το σημειωματάριό του με το τηλέφωνό του. Του υπέβαλαν διάφορες ερωτήσεις μεταξύ άλλων, και για τις εκδορές στα χέρια του, έφερε χειροπέδες και ένας υπαστυνόμος τον παρότρυνε να δώσει κατάθεση με την υπόσχεση πως θα τον βοηθούσε. Δεν είχε ο ίδιος εκφράσει, από μόνος του, την επιθυμία να δώσει κατάθεση. Τις υπογραφές και τα χειρόγραφα σ’ αυτή τα αναγνώρισε ως δικά του. Τη δήλωσή του στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της προσωποκράτησης την απέδωσε στην εξήγηση που του έδωσε υπαστυνόμος πως η διαδικασία ήταν τυπική και δεν χρειαζόταν δικηγόρο. Οι γονείς του εφεσείοντα που κλήθηκαν από τον ίδιο, ισχυρίστηκαν πως στις 4.8.06 δεν είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα. Το κακουργιοδικείο απέρριψε όλους τους λόγους ένστασης, έκρινε πως είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες του Ν. 163(Ι)/2005 και δέχτηκε πως η κατάθεση όπως την υπέγραψε ο εφεσείων ήταν θεληματική. Παραθέτουμε το κείμενο αυτής της κατάθεσης. Πρόκειται για το τεκμήριο 125. Όπως θα δούμε περιλαμβάνει ομολογία πως αυτός μαχαίρωσε επανειλημμένα το Γιαννάκη όχι όμως και την Άννα.

«Τώρα που είμαι εδώ στο Αρχηγείο της Αστυνομίας και γίνε[*384]ται έλεγχος του αυτοκινήτου μου στη παρουσία μου, είδα ότι στο αυτοκίνητο μου υπάρχουν σταγόνες με γέμα γι’ αυτό ζήτησα να σταματήση η εξέταση του αυτοκινήτου για να σας πω τί ακριβώς έγινε. Τους τελευταίους δύο με τρεις μήνες περίπου η γυναίκα μου Άννα Βασίλεβα από τη Ρωσία άρχισε να φεύγει από το σπίτι μας χωρίς να μου δίνει εξηγήσεις πού πήγενε. Μαζί μου ήταν απότομη, με πρόσβαλλε, ήταν επιθετική και σε κάποιες περιπτώσεις όταν οδηγούσα έβαλλε τα πόδια της πάνω στα τιμόνια και πάνω μου. Πριν ένα μήνα περίπου η Άννα είχε στην κατοχή της κάτι κλειδιά του σπιτιού και μαζί με αυτά ένα κλειδί που μου ήταν άγνωστο. Την ρώτησα που το βρήκε και μου είπε ότι ήταν το κλειδί του διαμερίσματος που είχε μέσα τα ρούχα της αφού τις τελευταίες ημέρες τσακωθήκαμε και έφυγε από το σπίτι. Για τούτη την κουβέντα με το κλειδί επείαμεν στο C.I.D. που μας κάλεσαν για να επιστρέψει το κλειδί. Πριν να επιστρέψουμε το κλειδί η Άννα μου είπε ότι το κλειδί τούτο ήταν του διαμερίσματος μιας φίλης της, στην οδό Χίου στη Λ/σία. Την οδό Χίου την γνωρίζω επειδή πριν δύο χρόνια έμενα σε μια πολυκατοικία με την πρώην γυναίκα μου. Όπως είδα το διαμέρισμα που είχε μέσα τα πραματά της η Άννα ήταν δίπλα από την πολυκατοικία που έμενα με την πρώην μου. Την ημέρα που πήγαμε στο C.Ι.D. έμαθα ότι το διαμέρισμα αυτό που είχε τα πράματά της η Άννα ήταν κάποιου Γιαννή. Την περασμένη Δευτέρα 31.7.2006 κατά η ώρα τέσσερις το απόγευμα εσχόλασα που τη δουλειά μου και πήγα σπίτι. Όταν έφθασα εκεί είδα ότι η Άννα εμάζεψε τα πράματά της και τα έβαλε σε βαλίτσες και εκεί εκατάλαβα ότι ήθελε να φύγει. Μετά από μισή ώρα περίπου ήρθε στο σπίτι και έπιασε τις βαλίτσες και τις κατέβασε στην είσοδο και μου είπε ότι θα ερχόταν ταξί για να φύγει. Εγώ θύμωσα, έπιασα τις βαλίτσες και τις επείρα πίσω στο διαμέρισμα λέγωντας της ότι ήθελα να μου δώσει εξηγήσεις που θα πήγενε. Αυτή δεν μου είπε τίποτα και έφυγε για να με καταγγείλει στο Σταθμό του Λυκαβητού. Δεν ξέρω τι έκανε αλλά εγώ την είδα που στεκόταν από απόσταση και παρακολουθούσε το διαμέρισμα. Όταν έφυγε και μετά εγιώ την έπερνα στο κινητό της αλλά δεν απαντούσε. Εγώ υποψιάστηκα ότι θα ήταν στο διαμέρισμα στην οδό Χίου και εσκέφτηκα να την αναζητήσω για να πάμε δουλειά την Τρίτη το πρωί στο σαντουιτσίδικο. Την Τρίτη κατά η ώρα τέσσερις με πέντε το πρωί, δεν αθυμούμαι ακριβώς την ώρα, πήγα στο διαμέρισμα που σου είπα για να αναζητήσω την γυναίκα μου. Πήγα με το αυτοκίνητο μου το πατζιέρο με αριθμούς ΕΧΚ476 το οποίο άφησα έξω στο δρόμο. Εμπήκα στην πολυκατοικία που την πίσω πόρτα που είχε σουβάες και επήγα στο διαμέρισμα [*385]που ήταν στα αριστερά και εχτύπησα την πόρτα. Μετά από κανένα λεπτό μου άνοιξε την πόρτα η Άννα τέλεια λίγο και μόλις με είδε μου είπε: «έλα σε λίγο για να με πάρεις». Εγώ έφυγα από το διαμέρισμα και πήγα σε μία πεζίνα που είναι κοντά στην περιοχή έβαλα πετρέλαιο στο αυτοκίνητο και έπιασα τσιγάρα από ένα περίπτερο και επέστρεψα πίσω για να πιάσω την Άννα. Τούτη τη φορά το εκατέβασα τζαι το σταμάτησα κάτω στο υπόγειο το αυτοκίνητο μου και περπατητός πήγα στο διαμέρισμα που ήταν η Άννα. Εχτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ο Γιαννής. Μόλις με είδε μου είπε: «τί θέλεις ρε μαλάκα» και στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι και όπως ήμουν μπροστά στην είσοδο μου επιτέθηκε για να με μαχαιρώση ενώ εγώ με το χέρι μου άρπαξα το χέρι του που κρατούσε το μαχαίρι και τον έβαλα κάτω στο πάτωμα. Το μαχαίρι που κρατούσε το πήρα και τον μαχαίρωσα δεν αθυμούμαι πόσες φορές του έμπηξα το μαχαίρι διότι θόλωσε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι έκαμνα. Μεταξύ μας έγινε πάλη στο χωλ του διαμερίσματος και στην κρεβατοκάμαρα. Εγώ ετραυματίστηκα στο αριστερό χέρι σε δύο δάχτυλα όταν πήγα να του αρπάξω το μαχαίρι. Η Άννα μπήκε στη μέση μας για να μας χωρίσει και νομίζω ότι έφαε τζαι τούτη καμιάν μασιερκάν διότι είσιε γέματα στο πρόσωπο τζαι τα ρούχα της. Ο Γιαννής ήταν με το σώβρακο τζαι τον άφησα τραυματισμένο στο υπνοδωμάτιο του. Ενώ εγώ εβοήθησα την Άννα να μπούμε στο αυτοκίνητο μου διότι δεν εφαίνετουν καλά διότι ήταν μεθυσμένη τζαι επείαμε στο σπίτι μας στην οδό Μνασιάδου. Όταν εξημέρωσε επεία δουλειά τζαι το απόγευμα με την Άννα επείαμε στο λιμανάκι στην Κερύνεια στα κατεχόμενα. Εκεί έσμιξε κάμποσα ποτά σε ένα κέντρο που εκάτσαμε εμέθυσε τζαι αφού ετσακωθήκαμε έφυα και την άφησα».

Ο εφεσείων εκδήλωσε, ακολούθως, την επιθυμία να δείξει στους αστυνομικούς διάφορες σκηνές και, στις 6.8.06, με υπόδειξή του, μετέβησαν στον Ασκά. Συμπληρώθηκε σχετικό έντυπο «Υπόδειξης σκηνών», ο εφεσείων ενέστη στην προσαγωγή του ως μαρτυρίας και διεξάχθηκε δεύτερη δίκη εντός δίκης. Ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως έθεσε κάποιες υπογραφές στο έντυπο, όχι όλες, αλλά και στο τέλος την ιδιόγραφη σημείωση πως διάβασε τις δηλώσεις, πως πληροφορήθηκε το δικαίωμά του για προσθήκες ή αφαιρέσεις και πως όσα είπε τα είπε με την ελεύθερη θέλησή του, επειδή παραπλανήθηκε από τους αστυνομικούς. Εκείνο που του ζήτησαν ήταν να υπογράψει για την παραλαβή προσωπικού του αντικειμένου και ήταν με την εντύπωση πως ήταν τέτοιο έγγραφο που υπέγραφε. Δεν έκαμε τέτοιες [*386]υποδείξεις ή δηλώσεις τις οποίες και δεν διάβασε πέραν από την πρώτη που δεν ήταν ενοχοποιητική. Μαζί με αυτά, η πλήρης λεπτομέρεια των οποίων όπως και όλης της μαρτυρίας που προσάχθηκε από τους αστυνομικούς αλλά και από τον ίδιο τον εφεσείοντα, καταγράφηκε από το κακουργιοδικείο, υποστήριξε και πάλιν πως δεν είχε πληροφορηθεί για το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο. Περαιτέρω, για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του, ενώ η βασική του θέση ήταν πως παραπλανήθηκε, ισχυρίστηκε και πως υπέγραψε ενώ του ασκείτο προσωπική βία αλλά και άλλης μορφής καταπίεση. Ανέφερε όμως πως κατά τη διαδρομή υπέδειξε κάποια χαρτομάντηλα όχι όμως προβαίνοντας και στη δήλωση που του αποδίδεται, όπως θα τη δούμε μετά. Είπε στους αστυνομικούς πως τα είχε παλαιότερα χρησιμοποιήσει η Άννα και τα είχε πετάξει εκεί. Το κακουργιοδικείο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και στη βάση της μαρτυρίας των μελών της αστυνομικής δύναμης που κατέθεσαν, δέχτηκε πως οι υποδείξεις και οι δηλώσεις έγιναν με την ελεύθερη θέληση του εφεσείοντα. Παραθέτουμε ολόκληρο το έντυπο στο οποίο, όπως έχουμε αναφέρει, υπάρχει υπογραφή, όπως δέχτηκε το κακουργιοδικείο, του ίδιου του εφεσείοντα, στο τέλος κάθε υπόδειξης-δήλωσης αλλά, εν τέλει, και το χειρόγραφο με την υπογραφή του στο οποίο έχουμε αναφερθεί. Πρόκειται για  το τεκμήριο 126:

«Υπόδειξη σκηνών του Χριστόφορου Χαραλάμπους

 από τον Ασκά, Δ/Τ 787246

Ημερ.        Ωρα                               Τόπος   Παρατηρήσεις

6/8/06        07:10                             Σταθμός Ομορφήτας.  Αναχώρηση με τον Χριστόφορο

                                                         Χαραλάμπους για υποδείξεις

                                                         σκηνών στον Ασκά

6/8/06        08:05                             Τοποθεσία Αγ. Παρασκευής Ο ύποπτος υποδυκνείει το

                   του Χωριού Ασκά.       περιβόλι του πατέρα του

                                                         «Την Τετάρτη ήρθα στο χωρκό

                                                         τζαι έδωκα ρούχα της μάνας                                                             μου τζαι έπλυνε. Την Πέμπτη το                                                        πρωΐ ήρθα δαμέ στο περιβόλι

                                                         για κανένα μισάωρο τζαι πότησα».

                                                         Υπογραφή.

6/8/06        08:30                             Τοποθεσία Αγ. Παρασκευής Ο ύποπτος υποδυκνείει σημείο

[*387]                                                  του χωριού Ασκάς. Δρόμος            στο παγκέτο του δρόμου.

                   από το περιβόλι του    «Εν δαμε που επέταξα τα

                   πατέρα του υπόπτου  κλίνεξ που καθάρισα το

                   προς τον κύριο δρόμο.  αυτοκίνητο που τα γαίματα».         

                                                         Υπογραφή.

6/8/06        08:45                             Τοποθεσία Αγ. Παρασκευής Ο ύποπτος υποδυκνείει

                   του χωριού Ασκάς. Το   δεξαμενή με νερό στο περιβόλι.

                   2ο περιβόλι του πατέρα            «Εν που τούτη την δεξαμενή που

                   του υπόπτου.               έπιασα νερό με τις μπουκαλούες

                                                         τζαι είπια τζιαι εκαθάρισα τζαι

                                                         το αυτοκίνητό μου που τα

                                                         γαίματα.

                                                         Υπογραφή.

6/8/06        09:05                             Σκυβαλλότοπος χωριού         Ο ύποπτος υποδυκνείει τον

                   Ασκά.                            σκυβαλλότοπο.

                                                         «Δαμέ πέταξα δύο τσάντες μια

                                                         τσάντα του Ζορπά τζαι ένα

                                                         μαυροσάκκουλο που είχε μέσα

                                                        διάφορα παλιοπράματα».

                                                        

                                                         Υπογραφή.

6/8/06        09:30                             Οικία του υπόπτου      Ο ύποπτος οδηγήθηκε στην οικία

                   στο χωριό Ασκά.         του για ξεκούραση και για να

                                                         δει τους γονείς του.

6/8/06        10:20                             Οικία του υπόπτου      Αναχώρηση από το μέρος για

                   στο χωριό Ασκάς.       την Λευκωσία.

6/8/06        11:20                             Οδός Χίου 13, υπόγειο          Χώρος στάθμευσης

                   πολυκατοικίας Καριάτης.          διαμερίσματος αρ. 101.

                                                         «Εν δαμέ που εσταμάτισα το

                                                         Pajero με τα μούτρα προς την

                                                         είσοδο».

                                                         Υπογραφή.

6.8.06        11:25                             Οδός Χίου 13, διαμέρισμα     Ο ύποπτος υποδυκνείει την

                   αρ. 003                          είσοδο του διαμερίσματος

                                                         αριθμός 003.

[*388]                                                              «Εν τούτη την πόρτα που

                                                         χτύπησα τζαι άνοιξε μου η Άννα.

                                                         Μου είπε να περιμένω, άνοιξε

                                                         μετά από λίγο τζαι πίσω της

                                                         ήταν τζιήνος τζαι είπε μου εν τα

                                                         που θέλεις ρε μαλάκα πίενε να

                                                         βοσιήσιεις. Εγίνηκε το κακό τζαι

                                                         ύστερα έπιασα κάτι γάντια που

                                                         την κουζίνα τζαι εκαθάρισα λίγο

                                                         τζαι εφκήκα έξω. Ήρτε τζαι η

                                                         Άννα με μια hanback στο σιέρι,

                                                         τζαι βοήθησα την τζαι κατέβηκε

                                                         κάτω που την σκάλα τζιαι

                                                         εμπήκαμε στο αυτοκίνητο».

                                                         Υπογραφή.

6/8/06        11:35                             Χώρος στάθμευσης    Ο ύποπτος υποδυκνείει τον χώρο

                   ψαροταβέρνας Παραγάδι          στάθμευσης. «Δαμέ ήταν το

                   στην οδό Χίου.             αυτοκίνητο τούτου του μαλάκα

                                                         επία κοντά είδα την μαξιλάρα

                                                         του συνοδηγού γυρμένη τζαι το

                                                         κοτσούϊ το κόκκινον της Άννας

                                                         μέσα τζαι εκατάλαβα ότι ήταν το

                                                         αυτοκίνητο του τούτου.

                                                         Ενευρίασα τζαι έκατσα του δύο

                                                         λάστιχα για να μεν φύου τζαι

                                                         για να μου δόκει εξηγήσεις η

                                                         Άννα τι έκαμνε τζιαμέ. Εν άντεξα

                                                         τζαι εφκύκα πάνω στο διαμέρισμα.

                                                         Όχι αμέσως εκημήθηκα λίγο μέσα

                                                         στο αυτοκίνητο μου τζαι όταν με

                                                         ξύπνησε ένα αυτοκίνητο που ήρτε

                                                         στο πάρκιγκ εφκύκα πάνω στο

                                                         διαμέρισμα.»

                                                         Υπογραφή.

6/8/06        11:40                             Αναχώρηση από την οδό

                   Χίου για τον Αστυνομικό

                   Σταθμό Ομορφήτας.

6/8/06        12:00                             Επιστροφή στον Αστυνομικό

                   σταθμό Ομορφήτας.

[*389]Διάβασα τα πιο πάνο και μου έχεται ποι ότι μπορο να καμο οπιες δήποτε θέλο αλλαγές προσθεσης η διορθοσης στο περιεχόμενο. οσα είπα ειναι όλα αληθια και τα ειπα με την θέληση μου

Υπογραφή.

Οι πιο πάνω υποδείξεις σκηνών έγιναν από τον Χριστόφορο Χαραλάμπους την 6/8/06 και μεταξύ των ωρών 07:10-12:00 στην παρουσία τους Λοχ 593 και Α/1848 και του φωτογράφου Α/748.  Σε κάθε υπόδειξη επιστούσα την προσοχή του Χ. Χαραλάμπους στο Νόμο, έδιδε μια απάντηση την οποία έγραφα, του την διάβαζα κα ως ορθή την υπέγραφε στην παρουσία μας. Κάθε υπόδειξη φωτογραφιζόταν από τον Α/748. Μετά το τέλος των υποδείξεων του έδωσα τις τρία (υπογραφή Α/1623) τρεις πιο πάνω σελίδες τις οποίες διάβασε και του εξήγησα ότι μπορούσε να κάνει οποιεσδήποτε ήθελε αλλαγές προσθέσεις ή διορθώσεις στο περιεχόμενο τους. Είπε ότι είναι ορθά, του υπαγόρευσα και έγραψε σχετικό λεκτικό για την ορθότητά τους το οποίο υπέγραψε στην παρουσία μας.

Υπογραφές Α/1623, Λοχ 593, Α1843».

Στις 12.8.06 ο εφεσείων συνελήφθη ως ύποπτος και για το φόνο της Άννας. Η απάντησή του, όπως σημείωσε ο αστυφύλακας προς τον οποίο δόθηκε η δική του κατάθεση ήταν, «η Άννα εν εις τα κατεχόμενα». Στις 13.8.06 λήφθηκε από τον εφεσείοντα ανακριτική, όπως ονομάστηκε, κατάθεση, που δεν ήταν ενοχοποιητική.  Πρόκειται για το τεκμήριο 127. Στερεότυπα ο εφεσείων απαντούσε στις διάφορες ερωτήσεις με τη φράση «προς το παρόν δεν έχω να πω τίποτε».

Η επόμενη ενοχοποιητική δήλωση, με την οποία πλέον ο εφεσείων φερόταν να ομολογεί και πως σκότωσε και την Άννα, έγινε στις 16.8.06. Οι αστυνομικοί τού υπέβαλλαν ερωτήσεις και σε κάποια στιγμή, όπως κατέθεσαν, εκείνος άρχισε να κλαίει λέγοντάς τους ότι η Άννα είναι νεκρή και ότι την έκαψε ο ίδιος μέσα σε βαρέλι στο χωριό Ασκάς. Επαναλήφθηκε και σ’ αυτή την περίπτωση η γνωστοποίηση των δικαιωμάτων του και ο εφεσείων οδήγησε τους αστυνομικούς στον Ασκά, στο περιβόλι του πατέρα του. Του επεστήθη ξανά η προσοχή και προέβη σε υπόδειξη που κατεγράφη σε έντυπο «Υπόδειξης Σκηνών» το οποίο ο εφεσείων υπέγραψε. Αυτό το έντυπο κατατέθηκε, χωρίς ένσταση, ως τεκμήριο 132. Η υπόδειξη-δήλωση του εφεσείοντα ήταν η ακόλουθη: «Δαμέ σε τούτη τη βαρέλλα που έκρουσα την Άννα γιατί ήταν η επιθυμία της τζιε εγιώ εσεβάστηκά την. Έβαλα της λίον πετραίλεο τζιε άψα την».

[*390]Σημειώνουμε πως, στο τέλος, ήταν η θέση του εφεσείοντα πως δεν προέβη σε τέτοια δήλωση και πως δεν υπέγραψε το έντυπο.  Ισχυρισμό που απέρριψε ο αναπληρωτής Λοχίας Κ. Σαριγιάννης όπως και ο Λοχίας Π. Ιορδάνους, ο οποίος δεν παρέλειψε να καταγράψει στη δική του κατάθεση και άλλη δήλωση, προς τον ίδιο, πριν μεταβούν στον Ασκά, ενόσω ακόμα βρισκόταν στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας, ως ακολούθως: «Πάμε να σου δείξω, εγιώ θέλω να πιστεύκω ότι η Άννα εν ζωντανή στα κατεχόμενα».  Η επόμενη δήλωση του εφεσείοντα, όπως ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, έγινε στις 23.8.06. Συνεχίζονταν οι έρευνες και ο Λοχ. Ιορδάνους μαζί με τον Αν. Λοχ. Κάρκα επισκέφθηκαν τον εφεσείοντα στον τόπο κράτησής του. Ενώ τον ανέκριναν, ο εφεσείων προέβη σε δήλωση την οποία ο λοχίας έγραψε στο Ημερολόγιο Ενέργειας το οποίο τα δυο μέλη της αστυνομικής δύναμης υπέγραψαν. Αυτό το έγγραφο, για το οποίο στο τέλος ο εφεσείων εξέφρασε άγνοια κατατέθηκε χωρίς ένσταση, ως τεκμήριο 139. Παραθέτουμε το κείμενό του:

«Σήμερα 23/8/2006 και μεταξύ των ωρών 1210-1315 οι Λοχ. 593 Α/1623 επισκέφθηκαν τον ύποπτο Χριστόφορο Χαραλάμπους στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας όπου τον ανέκριναν σχετικά με το φόνο της Άννας Βασίλεβα όπου ο Χριστόφορος Χαραλάμπους ανέφερε στους πιο πάνω ότι αν δεν υπέδειχνε ο ίδιος την Άννα κρουσμένη μέσα στην βαρέλλα, η Αστυνομία δεν θα την εύρισκε ούτε μετά από 100 (εκατόν) χρόνια. Περεταίρω ανέφερε ότι έχει πολλά ακόμα που θα ήθελε να πει στους πιο πάνω αλλά δεν βγαίνουν από μέσα του καθότι ο ίδιος θέλει να τα διαγράψει από την μνήμη του. Του επεστήθηκε η προσοχή του στο νόμο από τον Λοχ. 593 και ο Χριστόφορος Χαραλάμπους απάντησε «Δεν μπορώ να τα βγάλω όλα από μέσα μου, τα έχω διαγράψει όπως όταν πατάς το κουμπί «Delete» στο κομπιούτερ». Υπογραφές Α/1623, Λοχ. 593».

Για το λοχία Π. Ιορδάνους, όπως κατέθεσε ο ίδιος, ήταν φανερό πως ο εφεσείων πάλευε μέσα του και πως είχε και άλλα που ήθελε να τους πει. Τον επισκέφθηκε, επομένως, ξανά στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας όπου κρατείτο στις 25.8.06. Πράγματι ο εφεσείων του είπε πως δεν ένιωθε καλά με τη συνείδησή του και πως ήθελε να του πει κάποια πράγματα. Προέβη τότε σε δήλωση την οποία ο Λοχ. Ιορδάνους, εν τέλει, κατέγραψε στο Ημερολόγιο Ενέργειας του, το οποίο, στο τέλος, υπέγραψε ο εφεσείων και ο ίδιος. Ο εφεσείων ενέστη στην προσαγωγή αυτού του εγγράφου και διεξήχθη τρίτη, η τελευταία, δίκη εντός δίκης. Στο πλαίσιο της ο Λοχ. Ιορδάνους εξήγησε τις λεπτομέρειες. Ο εφεσείων ήταν σκυφτός και σοβα[*391]ρός. Κρατούσε δυο άλπουμς και τη φωτογραφία της Άννας που του τα είχε δώσει στις 16.8.06. Μετροφυλλούσε τα άλπουμς και του εξηγούσε τι έδειχναν. Ο Λοχ. Ιορδάνους είπε: «Θωρείς την ρε θωρείς την, αν δεν τη λυπάσαι τούτη λυπήθου μας εμάς που τη γυρεύκουμε και έσιει ένα μήνα να πάμε έσσω μας». Ο εφεσείων του είπε τότε πως αποφάσισε να πει όλη την αλήθεια για να ησυχάσει. Του επέστησε και σε εκείνη την περίπτωση την προσοχή λέγοντας του και πως θα ήταν καλύτερα να έλθει ο δικηγόρος του. Είχε υπόψη του ο Λοχ. Ιορδάνους πως ο εφεσείων είχε διορίσει ένα δικηγόρο τον οποίο στην πορεία έπαυσε και πως δεύτερος δικηγόρος που διόρισε τον είχε επισκεφθεί. Ο εφεσείων δεν ήθελε δικηγόρο. Όπως του είπε, κατά τη μαρτυρία του, «εν εμένα που βασανίζουν οι τύψεις τζαι όι το δικηγόρο μου. Τζείνοι μόνο λίρες θέλουν». Ο Λοχ. Ιορδάνους πήρε έντυπο κατάθεσης, έγραψε σ’ αυτό την προειδοποίηση την οποία και υπέγραψε ο εφεσείων, για να δηλώσει όμως στη συνέχεια πως δεν ήθελε να δώσει κατάθεση αλλά να του πει τι είχε γίνει. Το έντυπο εκείνο κατατέθηκε στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης. Ο Λοχ. Ιορδάνους πληροφόρησε τον εφεσείοντα πως θα κατέγραφε ό,τι του έλεγε και αυτό έκαμε. Έγραψε τη δήλωση του εφεσείοντα στο Ημερολόγιο Ενεργειών, του τη διάβασε και, στο τέλος, ο εφεσείων έγραψε ολογράφως το όνομά του και, δίπλα, την υπέγραψε. Ήταν η ένσταση του εφεσείοντα, που την υποστήριξε ενόρκως, ότι δεν προέβη σε τέτοια δήλωση. Παραδέχτηκε πως ο Λοχ. Ιορδάνους του είπε τη φράση για τη λύπηση που σημειώσαμε αλλά μέχρις εκεί. Ο Λοχ. Ιορδάνους τον επισκέφθηκε κρατώντας δυο άλπουμς και του έδωσε μια κόλλα για να υπογράψει ώστε να τα παραλάβει. Τοποθέτησε τα άλπουμς πάνω σε μια κόλλα καλύπτοντας το περιεχόμενό της και υπέγραψε. Αρνήθηκε όμως ότι έγραψε και το όνομά του ολογράφως. «’Ηπιαν καφέ και η συνάντηση τέλειωσε».

Το κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία, στην οποία συμπεριλήφθηκε και εκείνη άλλων αστυνομικών που βεβαίωναν πως τα άλπουμς είχαν παραδοθεί στον εφεσείοντα από τις 16.8.06. Κατέληξε πως η εκδοχή του εφεσείοντα «δεν συνάδει με τη λογική των πραγμάτων» και εξήγησε τι εννοούσε. Έκρινε πως από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής προέκυπτε ότι η δήλωση στο Ημερολόγιο Ενεργειών έγινε από τον εφεσείοντα με την ελεύθερη θέλησή του. Το Ημερολόγιο Ενέργειας κατατέθηκε ως τεκμήριο 135. Παραθέτουμε τη δήλωση:

«Σήμερα αποφάσισα ότι θέλω να πω ούλλην την αλήθκεια για να υσηχάζω τζαι εγώ γιατί βασανίζουν με οι τύψεις με τούτην την υπόθεση γιαφτό τωρά που ήρτες να με δεις θα σου τα πω ούλλα να υσηχάζω. Τζιαμε σε τζιήνον το διαμέρισμα έκοψα την [*392]Άννα την γεναίκα μου να πέφτει μέσα στο κρεβάτι μαζί με τον Γιάννη τζαι εγώ εθόλωσα τζαι εν εθώρουν μπροστά μου που τα νεύρα μου τζαι έπιασα έναν μαχαίρι που μέσα στην κουζίνα τζαι επήα στο υπνοδωματιο τζαι άρκεψα τζαι εκτύπουν τους τζαι τους δκυό με το μασιέρι ώσπου τζαι εν εταράσσαν καθόλου. Την άλλην νύχτα εξαναπήγα τζιαμέ τζαι εφόρτωσα την Αννα τζαι επήρα την στο περβόλι στον Ασκά τζαι εκαψα την μεσα σε τζήνον το βαρελλι που σας εδειξα τζαί όταν εφυγα που τον Ασκά όπως έρκουμουν κάτω προς την Λευκωσία, επαίταξα το μασιέρι κάτω που το γεφύρι μετά το Μιτσερό τζαι αύριο που εν να είναι μέρα να σας πάρω να σας το δείξω. Πριν το Μιτσερό επέταξα τζαι κάτι κλειθκιά που ήταν της Αννας τζαί να σας πάρω να σας τα δείξω τζαι τούτα».

Το τελευταίο έγγραφο με την ομολογία του εφεσείοντα ήταν το τεκμήριο 140. Πρόκειται για έντυπο «Υπόδειξης Σκηνών» που συμπληρώθηκε από το Λοχ. Π. Ιορδάνους και τον Αν. Λοχ. Κάρκα, σταδιακά, κατά την υπόδειξη της κάθε σκηνής. Στο τέλος, όμως, για λόγο που δεν εξήγησε, ο εφεσείων αρνήθηκε να το υπογράψει.  Το υπέγραψαν οι δυο λοχίες και αυτό κατατέθηκε χωρίς ένσταση.  Ο εφεσείων κατά τη δίκη αρνήθηκε ότι προέβη σε τέτοιες υποδείξεις ή δηλώσεις. Παραθέτουμε τις δηλώσεις:

Σε σχέση με τοποθεσία αριστερά γεφυριού παλαιού δρόμου πριν το χωριό Μιτσερό,

«Το μασιέρι που εκτύπησα τζαι τους θκυο έβαλα το τζαί εκρουσεν μεσα στην βαρελλα μαζι με την Άννα τζαι η λεπίδα που εμεινε επέταξα την κάπου μεστούτην την περιοχή αριστερά του γεφυρκού όπως έρκουμουν κατω που τον Ασκά.»

Σε σχέση με περιοχή αριστερά του δρόμου ακριβώς πριν το στρίψιμο προς το χωριό Απλίκι,

«Κάπου δαμεσα δά επέταξα τζαι τα κλειθκιά που ήσιεν η Άννα τζαι ήταν μεσα στο αυτοκίνητο μου τζαι το έναν πουτζιήνα ήταν του διαμερίσματος στην Χίου».

Σε σχέση με την Πολυκατοικία Καρυάτις 7, οδός Χίου 13, Λευκωσία,

«Εκτύπησα τους την πόρτα να μου ανοίξουν θκυό με τρείς φορές τζαί ύστερα έβαλα τα κλειθκιά να ανοίξω μόνος μου αλλά εν άνοιεν η πόρτα ετσι επετάχτηκα το κάτζιελο του διπλανού [*393]διαμερίσματος τζαι ύστερα τον φράχτη τζαι εφκήκα στην βεράντα του διαμερίσματος τζαι εμπήκα που την πόρτα της κουζίνας που ήταν ξεκλείδωτη τζαι έκοψα την Άννα τζαι τον Γιαννή μέσα στο κρεβάτι τζαι άρκεψα τους με το μασιέρι.»

Μεγάλο μέρος της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής προερχόταν από τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων που διενέργησαν σειρά εξετάσεων σε σχέση με μεγάλο αριθμό τεκμηρίων και σημειώνουμε πως δηλώθηκε ως παραδεχτό γεγονός ότι κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης περισυνελέγησαν τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν νόμιμα και διακινήθηκαν νομότυπα και κανονικά μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο και δεν υπέστησαν καμιά επέμβαση εκτός για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων. Όπως η ανθρωπολόγος - οστεοαρχαιολόγος Πόπη Χρυσοστόμου, ο Διευθυντής του Εργαστηρίου Δικανικής Ιατρικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Δρ. Μάριος Καριόλου, ο Εργαστηριακός Λειτουργός στο πιο πάνω Ινστιτούτο Π. Μανώλη, ο Υπαστυνόμος Γ. Αναστασίου, οι ιατροδικαστές Σ. Σοφοκλέους και Ν. Χαραλάμπους και ο Ειδικός Μηχανολόγος στο Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας Θ. Δημητριάδης. Μαζί με αυτούς και αριθμός μελών της αστυνομικής δύναμης που αναμείχθηκαν στα διάφορα στάδια της διερεύνησης, περιλαμβανομένων των υποδείξεων σκηνών που έλαβαν φωτογραφίες αλλά και άλλοι αστυνομικοί και ιδιώτες. Το κακουργιοδικείο συνόψισε τη μαρτυρία όλων και σημειώνουμε εδώ τα πιο κάτω: Τη μαρτυρία του Λοχ. Σπ. Γεωργίου, Μ.Κ.4 ότι από τη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή διαπίστωσε ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα με αρ. εγγραφής ΕΧΚ476, την 1.8.06, εισήλθε στα κατεχόμενα στις 16:12 και εξήλθε στις 17:35.  Τη μαρτυρία του αστυφύλακα Κ. Κωνσταντινίδη (Μ.Κ.16) ότι περί τα τέλη Ιουνίου 2006, κατά παράκληση φίλου του, κάλεσε την Άννα στον Αστυνομικό Σταθμό και εκεί, στην παρουσία του εφεσείοντα που τη συνόδευε, της ζήτησε να επιστρέψει ένα κλειδί του διαμερίσματός του Γιαννάκη που φερόταν να  κατείχε η Άννα. Παρέδωσε ένα κλειδί ο εφεσείων φανερά εκνευρισμένος και διατυπώνοντας απειλή κατά του Γιαννάκη Δημοσθένους πως αν ξαναπλησίαζε την Άννα θα τον σκότωνε. Όπως αντελήφθη ο μάρτυρας, ο εφεσείων γνώριζε το Γιαννάκη. Τη μαρτυρία του Λούη Καρανίκη, ενοίκου διαμερίσματος στην οδό Χίου 13, πως περί την 4:00 π.μ. της 1.8.06 είδε άγνωστό του άντρα να εισέρχεται και μετά να εξέρχεται από την πολυκατοικία. Τη μαρτυρία του Η. Θεοδοσίου πως περί τη 18:30 της 31.7.06 ο Γιαννάκης Δημοσθένους τον επισκέφθηκε και του ζήτησε να εργοδοτήσει την Άννα, όπως την αναγνώρισε από φωτογραφία, που τον συνόδευε και φαινόταν μεθυσμένη. Τη μαρτυρία της Irina Dray από τη Λευκορωσία, πως το [*394]βράδυ της 31.7.06 η Άννα που ήταν φίλη της, της ζήτησε τηλεφωνικώς να τη φιλοξενήσει επειδή τσακώθηκε με το σύζυγό της χωρίς όμως να συγκατατεθεί. Τη μαρτυρία του Π. Παναγιωτάκη, ιδιοκτήτη του διαμερίσματος στο οποίο βρέθηκε νεκρός ο Γιαννάκης.  Του το είχε ενοικιάσει και στις 19:45 της 1.8.06 πήγε στο διαμέρισμα επειδή του χρωστούσε ενοίκια, συνοδευόμενος και από άλλο ενδιαφερόμενο ενοικιαστή. Κτύπησε μερικές φορές την πόρτα αλλά δεν την άνοιξε κανένας. Με δικό του κλειδί άνοιξε αλλά μόνο για λίγο. Η πόρτα ήταν ασφαλισμένη με αλυσίδα, δεν μπόρεσε να μπει στο διαμέρισμα και έφυγε. Τη μαρτυρία του Τάκη Χατζηκυριάκου, μηχανικού, τον οποίο κάποτε βοηθούσε ο εφεσείων. Κατέθεσε πως την 1.8.06 περί την 10:00 π.μ. πήγε στο σαντουιτσίδικο του εφεσείοντα και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Ο εφεσείων αρνήθηκε επειδή, όπως του είπε, ήταν μόνος του και η Άννα έπαθε ηλίαση και έμεινε στο σπίτι. Αργότερα, την ίδια μέρα, κάποιος κοινός γνωστός τους, με το όνομα Ππερεντές του είπε ότι ο εφεσείων είχε πάει με την Άννα στα κατεχόμενα.

Ο εφεσείων, όπως σημειώσαμε, κατέθεσε ενόρκως. Τα βασικά σημεία της μαρτυρίας του τα έχουμε ήδη συνοψίσει. Δεν είχε καμιά σχέση με τη θανάτωση του Γιαννάκη και της Άννας την οποία άφησε ζωντανή στα κατεχόμενα. Επανέλαβε τους ισχυρισμούς του σε σχέση με τις διάφορες δηλώσεις του, τις οποίες αρνήθηκε, όπως αυτές κατατέθηκαν, δεχόμενος όμως πως πράγματι είχε δείξει στους αστυνομικούς, στις 6.8.06 τέσσερα, πέντε χαρτομάντηλα που χρησιμοποίησε η Άννα και τα πέταξε. Αναφέρθηκε στα οστά που βρέθηκαν σε βαρέλι με την ακόλουθη εξήγηση: Κατά την ανάκρισή του από το Λοχ. Ιορδάνους του είπε ότι τη λαμπρή κάμνουν σούβλα και πετούν τα κόκκαλα στους σκύλους. Ο Λοχίας του είπε να του τα δείξει και επήγαν στον Ασκά και βρήκαν κάποια παλιοκόκκαλα. Ως προς την επίσκεψή του με την Άννα στην Κερύνεια αυτή τη φορά ισχυρίστηκε ότι την άφησε εκεί επειδή τον έβρισε στα Τούρκικα. Τα κλειδιά που παρέδωσε στην αστυνομία, όπως του είπε η Άννα, ήταν του Γραφείου Ευημερίας και τα γάντια, στα οποία ιδιαιτέρως θα αναφερθούμε, όπως ισχυρίστηκε, για  πρώτη φορά τα είδε στο Δικαστήριο. Ενώ αναγνώρισε ένα χρυσό σκουλαρίκι, στο οποίο επίσης θα αναφερθούμε, ως της Άννας. Αναφορικά με την παραλαβή της Άννας από πολυκατοικία στις 31.7.06 προς 1.8.06, πρόσθεσε πως του είπε ότι κτύπησε στις σκάλες και πως αυτό δεν το ανέφερε προηγουμένως επειδή δεν είχε δει αίματα στην Άννα. Τελικά, ως προς το τεκμήριο 125, δηλαδή την πρώτη του κατάθεση, της 4.8.06, ισχυρίστηκε πως την υπέγραψε μετά από απειλές των αστυνομικών ότι θα τον έδερναν. Η υπόθεση για τον εφεσείοντα συμπληρώθηκε με τη μαρτυρία των δυο μαρτύρων υπερά[*395]σπισης στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί.

Το κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία στο σύνολό της και με λεπτομερή αιτιολόγηση κατέληξε στις εκτιμήσεις του. Σ’ αυτό το πλαίσιο επανήλθε στο ζήτημα της θεληματικότητας των ομολογιών του εφεσείοντα, με αναφορά στη νομολογία σε σχέση με τη δυνατότητα εν τέλει αποκλεισμού της ως μαρτυρίας στη βάση δεδομένων που προκύπτουν, μετά τη δίκη εντός δίκης, κατά την κύρια δίκη. (Bλ. R. v. Watson [1980] 2 All E.R. 293). Υπέδειξε πως δεν προέκυψε οποιαδήποτε μαρτυρία κατά την κύρια δίκη που θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσει αναθεώρηση των ενδιάμεσων αποφάσεων. Οι σχετικοί μάρτυρες κατηγορίας ουσιαστικά δεν είχαν πλέον αντεξεταστεί και η μαρτυρία του εφεσείοντα, στο βαθμό που δεν συνιστούσε επανάληψη των ισχυρισμών που είχε αρχικώς προβάλει, ήταν αντιφατικοί και αναξιόπιστοι, για λόγους που εξήγησε.

Ήταν η κατάληξη του κακουργιοδικείου πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας είπαν την αλήθεια στο Δικαστήριο και απέρριψε την κεντρική θέση του εφεσείοντα πως ενοχοποιήθηκε, με σκευωρία των μελών της αστυνομικής δύναμης αλλά και εμπειρογνωμόνων, που πήρε τη μορφή κατασκευής ομολογιών που δεν έγιναν αλλά και άλλης κρίσιμης περιστατικής μαρτυρίας σε σχέση με τεκμήρια που ανευρέθηκαν σε διάφορα σημεία, όπως θα τα δούμε στη συνέχεια. Κατά τη διαδικασία αυτή, το κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στον καθένα από τους μάρτυρες κατηγορίας και κατέγραψε την αιτιολόγηση της κρίσης του. Αντίθετα απέρριψε ως ασυνάρτητη, γεμάτη παραδοξότητες και αντιφάσεις τη μαρτυρία του εφεσείοντα και με μακροσκελή αιτιολόγηση αναφέρθηκε στις λεπτομέρειες της και στην πεποίθηση του πως ήταν εντελώς αναξιόπιστη.

Είναι στοιχειώδες πως και τη θεληματική ομολογία το Δικαστήριο την αξιολογεί. Μπορεί μια ομολογία να είναι θεληματική αλλά το περιεχόμενό της να μην είναι αληθές. Παγίως, λοιπόν, τα Δικαστήρια εξετάζουν την ομολογία σε συσχετισμό προς την υπόλοιπη μαρτυρία και ανάλογα με τη φύση και την ποιότητα της ως ενοχοποιητικής ή αναιρετικής, αναλόγως. Απαντούν στον κρίσιμο προβληματισμό ως προς το αν αυτή είναι αληθής και αν, εν τέλει, όπως είναι η πεμπτουσία του συστήματός μας, η ενοχή του κατηγορουμένου αποδεικνύεται, από την κατηγορούσα αρχή, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία. Αυτό ακριβώς έκαμε το κακουργιοδικείο με αναφορά και σε σχετική νομολογία. (Βλ. R. v. Sfongaras (1957) 22 C.L.R. 113, R. v. Sykes 8 Cr. App. Rep. 233, Παναγή άλλως Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Μάρτιν v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65, Ανδρέου v. Δημοκρατίας (2000) 2 [*396]Α.Α.Δ. 166). Ιδιαιτέρως αφού, εν προκειμένω, οι ομολογίες του εφεσείοντα, όπως είδαμε, δεν ήταν ταυτόσημες, με τις πιο έντονες από τις διαφορές να αφορούν στο ότι οι αρχικές αφορούσαν στη θανάτωση μόνο του Γιαννάκη, που του άνοιξε την πόρτα, τον ύβρισε και προσπάθησε να τον κτυπήσει με μαχαίρι, με την παράλληλη εκδοχή πως η Άννα παρέμενε ζωντανή στα κατεχόμενα. Όπως επέμενε, ως προς την Άννα, και στη συνέχεια αλλά και ενώπιόν μας.  Το κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε συναφώς από τη νομολογία αναφορικά με τη δυνατότητα να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε μέρος κατάθεσης, ιδιαίτερα του ενοχοποιητικού και ακόμα να απορρίψει άλλες καταθέσεις ή μέρη και να αποδεχθεί άλλες στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης που επιβάλλεται. (Βλ. Findley Duncan [1981] 73 Cr. App. Rep. 359 και Kωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109). Την κατάληξη του κακουργιοδικείου την καταγράψαμε από την αρχή και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Ο εφεσείων σκότωσε και τους δυο στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας στην οδό Χίου 13 και την επομένη αφού έσυρε το πτώμα της Άννας από τις σκάλες, το μετέφερε με το αυτοκίνητο του, που το είχε σταθμεύσει στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας, στο περιβόλι του πατέρα του στον Ασκά όπου αφού το τοποθέτησε σε βαρέλι, το έκαψε. Αυτά, με λεπτομερή παράθεση και σχολιασμό της υπόλοιπης μαρτυρίας, της επιστημονικής και της άλλης η οποία, όπως έκρινε, επιβεβαίωνε την αλήθεια των ομολογιών του εφεσείοντα πως σκότωσε, όπως έχει περιγραφεί, και τους δυο. Παραθέτουμε αυτή τη μαρτυρία σε συνάρτηση προς την κάθε φάση της δράσης του εφεσείοντα, όπως αυτή του αποδίδεται, στη βάση των ομολογιών του όπως αυτές έγιναν αποδεκτές και της υπόλοιπης μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη.

Το βράδυ της 31.7.06, κατά τη μαρτυρία, προερχόμενη από δικές του δηλώσεις στο Λοχ. Π. Ιορδάνους, ο εφεσείων τέθηκε σε αναζήτηση, με το αυτοκίνητό του, της Άννας. Αυτή, αφού την εμπόδισε να μεταφέρει τις βαλίτσες της από το σπίτι τους, έφυγε κρατώντας μια handbag. Μετά από επισκέψεις του σε μπυραρίες, στον Αστρομερίτη που ήταν ο τόπος καταγωγής του Γιαννάκη αλλά και στην πολυκατοικία στην οδό Χίου 13, τελικά εντόπισε το αυτοκίνητο του Γιαννάκη στο χώρο στάθμευσης στον οδό Χίου, που αναφέρθηκε.

Στις δηλώσεις του στο τεκμήριο 126, υποδεικνύοντας το αυτοκίνητο εκείνο, αναφέρθηκε στο «κοτσούι το κόκκινο» της Άννας όπως το είδε μέσα στο αυτοκίνητο στη «γυρμένη» μαξιλάρα και πράγματι ανευρέθηκε εκεί το κοτσιδάκι με το γενετικό προφίλ της Άννας.

Στο ίδιο τεκμήριο, το 126, ο εφεσείων, αναφερόμενος στο αυ[*397]τοκίνητο του Γιαννάκη, δήλωσε και πως «ενευρίασα τζαι έκατσά του δυο λάστιχα για να μεν φύου τζαι για να μου δόκει εξηγήσεις η Άννα τι έκαμνε τζιαμέ». Κατά την αξιόπιστη, όπως την έκρινε το κακουργιοδικείο, μαρτυρία που προσκομίστηκε, σε εκείνο το χώρο βρέθηκε, στις 3.8.06, σταθμευμένο το αυτοκίνητο του Γιαννάκη με το μπροστινό δεξιό και το πισινό αριστερό ελαστικό του ξεφούσκωτα εντελώς. Αυτά τα εξέτασε ο ειδικός μηχανολόγος της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας και διαπίστωσε πως από αυτά έλειπαν τα πλαστικά καλύμματα των βαλβίδων και πως μόνο με ανθρώπινη επέμβαση, όπως η πίεση στο εσωτερικό των βαλβίδων, μπορούσαν να ξεφουσκώσουν.

Στο τεκμήριο 140, το οποίο υπενθυμίζουμε ο εφεσείων αρνήθηκε να υπογράψει, ο εφεσείων εξήγησε τον τρόπο της εισόδου του στο διαμέρισμα:

«... επετάχτηκα το κάτζιελο του διπλανού διαμερίσματος τζαι ύστερα τον φράχτη τζαι εφκήκα στην βεράντα του διαμερίσματος τζαι εμπήκα που την πόρτα της κουζίνας που ήταν ξεκλείδωτη ...».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των αστυνομικών ήταν πράγματι χωρίς δυσκολία εφικτή τέτοια πρόσβαση όπως την έκαμε και ο Αν. Λοχ. Κ. Σαριγιάννης.

Μέσα στο διαμέρισμα, βρέθηκε γενετικό υλικό του Γιαννάκη αλλά, βεβαίως, το κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με τη λεπτομέρεια αυτής της επιστημονικής μαρτυρίας. Ήταν εκεί το πτώμα του Γιαννάκη και ήταν παραδεκτό πως έχασε εκεί τη ζωή του εξ αιτίας της αιμορραγίας από τα αλλεπάλληλα βίαια κτυπήματα που δέχτηκε από νήσσον και τέμνον όργανο. Σημειώνουμε πως το πτώμα βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο, γεγονός που αναιρούσε τον αρχικό ισχυρισμό του εφεσείοντα στο τεκμήριο 125. Επίσης πως βρέθηκε να φορά μόνο το κάτω εσώρουχο του, όπως σχετικά και ο εφεσείων ανέφερε στην ομολογία του όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο. Βρέθηκε όμως στο διαμέρισμα και γενετικό υλικό της Άννας τόσο από αίμα της όπως σε ρούχινα γάντια που βρέθηκαν στο εσωτερικό του διαμερίσματος, σε μισογεμάτη μπουκάλα νερού Άγιος Νικόλαος στο σαλόνι, σε δυο σεντόνια στο υπνοδωμάτιο που είχαν μεγάλες κηλίδες αίματος, και αλλού, που ταίριαζαν με την ομολογία του εφεσείοντα, όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο, ότι άρχισε να τους κτυπά με το μαχαίρι όταν τους είδε στο κρεβάτι. Ενώ στο χωλ βρέθηκε μικρή ποσότητα αίματος. Eπίσης γενετικό υλικό της Άννας μη προερχόμενο από αίμα βρέθηκε σε άδειο τενεκεδάκι μπύρας, σε γυάλινο ποτήρι, σε [*398]αποτσίγαρο σε τασάκι, στο νιπτήρα του διαμερίσματος, σε γυναικεία φανέλα και παντελονάκι από το υπνοδωμάτιο. Στοιχεία που μαρτυρούσαν ασφαλώς παρουσία της Άννας στο διαμέρισμα αιμάσσουσας, αυτοτελώς αλλά και συνταιριαζόμενα προς την εν τέλει ομολογία του εφεσείοντα, όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο.

Επίσης βρέθηκε μέσα στο διαμέρισμα γενετικό υλικό του ίδιου του εφεσείοντα: Στα γάντια που αναφέρθηκαν, όπως αυτά βρέθηκαν στο εσωτερικό του διαμερίσματος, εκτός από το γενετικό υλικό της Άννας από αίμα, υπήρχε και γενετικό υλικό του ίδιου του εφεσείοντα, μη προερχόμενο από αίμα στο εσωτερικό τους, προφανώς, αλλά όχι απολύτως, από δερματική επαφή. Το βέβαιο όμως ήταν πως σε αντικείμενο εντός του διαμερίσματος βρέθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα. Τέτοιο γενετικό υλικό του εφεσείοντα βρέθηκε και σε άλλο αντικείμενο, μέσα στο διαμέρισμα.  Αυτό ήταν η μισογεμάτη μπουκάλα νερού Άγιος Νικόλαος. Αυτά αυτοτελώς τοποθετούν τον εφεσείοντα μέσα στο διαμέρισμα αλλά και επιβεβαίωναν τη δήλωση του συναφώς στην οποία αναφέρθηκε και σε γάντια που πήρε από την κουζίνα «και εκαθάρισε λίγο», όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο.

Κατά την ομολογία του εφεσείοντα, όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο, την επομένη επέστρεψε στο διαμέρισμα και μετέφερε το πτώμα της Άννας από εκεί στο αυτοκίνητό του που το στάθμευσε στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας. Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος Π. Παναγιωτάκης τον οποίο το κακουργιοδικείο έκρινε αξιόπιστο, επισκέφθηκε το διαμέρισμα του Γιαννάκη την 1.8.06. Του χρωστούσε ενοίκια και συνοδευόταν και από άλλο πρόσωπο που ενδιαφερόταν να το ενοικιάσει. Κτύπησε την πόρτα, δεν του άνοιξε κανένας και με δικό του κλειδί που κρατούσε την άνοιξε. Όμως, μόνο για λίγο. Η πόρτα ήταν ασφαλισμένη με αλυσίδα. Δεν πρόσεξε οτιδήποτε το ύποπτο και έφυγε. Μετά, στις 3.8.06, η αστυνομία, όταν ειδοποιήθηκε από τους γείτονες, χρειάστηκε να παραβιάσει την πόρτα που δεν ήταν όμως κλειδωμένη και δεν έφερε αλυσίδα. Αυτό συνταίριαζε με την ομολογία του εφεσείοντα για είσοδο του στο διαμέρισμα, προφανώς με τον ίδιο όπως και πριν τρόπο και έξοδό του από την κύρια είσοδο την οποία, πλέον, δεν μπορούσε να ασφαλίσει με αλυσίδα ή και να την κλειδώσει από μέσα. Σημειώνουμε συναφώς πως στο εσωτερικό της πόρτας εκείνης, στην κλειδαριά, η αστυνομία βρήκε δέσμη κλειδιών, ένα από τα οποία της πόρτας. Άλλο του αυτοκινήτου του Γιαννάκη με το οποίο και το άνοιξε στη συνέχεια ο Λοχ. Π. Ιορδάνους. Σημειώνουμε τι βρέθηκε, κατά τη μαρτυρία διαφόρων μαρτύρων τους οποίους το κακουργιοδικείο έκρινε ως αξιόπιστους.

[*399]Έξω από την κύρια είσοδο του διαμερίσματος, ακολουθώντας τη διαδρομή του εσωτερικού κλιμακοστασίου και καταλήγοντας στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας με φορά από τα πάνω προς τα κάτω, όπως βεβαίωσε ο ιατροδικαστής Σ. Σοφοκλέους, υπήρχε αίμα κατά τρόπο που έδειχνε ότι κάτι είχε συρθεί στο υπόγειο. Οι επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν, όπως τις εξήγησε ο Π. Μανώλη και ο Δρ. Μ. Καριόλου, έδειξαν πως το αίμα που βρέθηκε ανήκε στην Άννα. Αυτό επιβεβαίωνε ασφαλώς την ομολογία του εφεσείοντα όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο αλλά και αυτοτελώς έδειχνε το συσχετισμό της Άννας με το κλιμακοστάσιο και το υπόγειο. Πράγμα το οποίο ίσχυε και στη βάση και άλλου τεκμηρίου. Κατά τη μαρτυρία, στο χώρο του υπογείου βρέθηκε χρυσό σκουλαρίκι, το οποίο κατά τη δίκη αναγνώρισε και ο ίδιος ο εφεσείων, το οποίο έφερε γενετικό υλικό της Άννας.

Κατά την ομολογία του, όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο, ο εφεσείων τοποθέτησε την Άννα στο αυτοκίνητό του και τη μετέφερε στον Ασκά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσάχθηκε, την οποία το κακουργιοδικείο εκτίμησε ως αξιόπιστη, σε διάφορα σημεία του αυτοκινήτου του εφεσείοντα βρέθηκε γενετικό υλικό της Άννας. Όχι απλώς στην καρέκλα του συνοδηγού. Σε διάφορα σημεία όπως, στην αριστερή κάτω γωνιά του καθίσματος του συνοδηγού, στην πίσω πλευρά του στηρίγματος της κεφαλής του καθίσματος πίσω από τον οδηγό, στο σκέπαστρο του χώρου αποσκευών, σε τεμάχιο κίτρινου λαστίχου νερού στο χώρο αποσκευών, στο δεξιό στήριγμα του χώρου αποσκευών, στο λάστιχο της πόρτας του χώρου αποσκευών.

Υπήρχε, όμως, στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα και γενετικό υλικό του ίδιου του Γιαννάκη. Ο οποίος ήταν νεκρός στο διαμέρισμά του. Σε διάφορα σημεία όπως σε μαύρο χαλί στο χώρο αποσκευών, στο κομμάτι κίτρινου λαστίχου νερού, στο λάστιχο της πόρτας του χώρου αποσκευών και στο σκέπαστρο του χώρου αποσκευών. Σε σχέση δε με το τελευταίο, με την ακόλουθη περαιτέρω λεπτομέρεια. Εκεί βρέθηκε μεικτό γενετικό προφίλ από το άθροισμα των γενετικών προφίλ της Άννας και του Γιαννάκη που ταίριαζε, όσο και αν αυτό δεν μπορούσε να ήταν απόλυτο, με ταυτόχρονη, διά μιας δηλαδή, εναπόθεσή του.

Σύμφωνα με την ομολογία του εφεσείοντα, όπως τη δέχτηκε το κακουργιοδικείο, μετέφερε με το αυτοκίνητό του το πτώμα της Άννας σε περιβόλι του πατέρα του στον Ασκά, το τοποθέτησε σε βαρέλι που βρισκόταν εκεί και το έκαψε. Τις υποδείξεις που έκαμε ο εφεσείων τις έχουμε σημειώσει. Στο βαρέλι που εκείνος υπέδειξε [*400]βρίσκονταν τεμάχια οστών. Αυτά εξετάστηκαν από την Πόπη Χρυσοστόμου. Το κύριο αντικείμενο της ειδικότητάς της ήταν η αναγνώριση και μελέτη ανθρωπίνων οστών. Τα οστά ήταν κυρίως από τα άκρα και το κρανίο. Τα τοποθέτησε, χρησιμοποιώντας γόμα, σε ανατομική θέση. Επρόκειτο για ανθρώπινα οστά, ενός προσώπου. Δεν ανευρέθησαν τα οστά της λεκάνης και δεν ήταν δυνατό να λεχθεί με βεβαιότητα αν ανήκαν σε γυναίκα ή σε άντρα, όσο και αν ορισμένα παρουσίαζαν γυναικεία χαρακτηριστικά. Ανήκαν σε άνθρωπο ηλικίας μεταξύ 25 – 40 ετών και είχαν υποστεί καύση σε ψηλή θερμοκρασία, για  μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν υπήρχε ένδειξη για  τραυματισμό ή τεμαχισμό τους με αιχμηρό αντικείμενο. Κατά τη μάρτυρα, ήταν δυνατό το βαρέλι να χωρούσε άνθρωπο και αναφέρθηκε και στη δική της είσοδο σ’ αυτό κατά τη διαδικασία ανασκαφής του περιεχομένου του. Όπως επιβεβαίωσε και ο ιατροδικαστής Ν. Χαραλάμπους που το μέτρησε. Είχε ύψος 89 εκατοστά και διάμετρο 57 εκατοστά. Εξήγησε συναφώς πως ένα πτώμα εισέρχεται σε στάδιο ακαμψίας δυο μέχρι τρεις ώρες μετά το θάνατο και πως, μετά από διάφορα στάδια στα οποία αναφέρθηκε, μετά από 12 περίπου ώρες λύεται πλήρως η ακαμψία. Αυτά τα οστά τα εξέτασε ο Μ. Καριόλου. Βρίσκονταν όμως σε τέτοια κακή κατάσταση που δεν ήταν δυνατό να προβεί σε ταυτοποίησή τους.

Για να συμπληρωθεί η αναφορά στα τεκμήρια, σημειώνουμε την ανεύρεση, σε βαρέλι, τοποθετημένου σε δόμη, κλειδιού του διαμερίσματος του Γιαννάκη και ακόμα ενός κλειδιού που βρέθηκε θαμμένο σε λεκάνη δένδρου στο ίδιο περιβόλι. Επίσης τη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων είχε κλειδί του διαμερίσματος του Γιαννάκη το οποίο παρέδωσε στην αστυνομία περί το τέλος Ιουνίου 2006, μετά από πρωτοβουλία του Γιαννάκη, όπως κατέθεσε ο αστυφύλακας Κ. Κωνσταντινίδης στη μαρτυρία του οποίου θα επανέλθουμε, στο οποίο κάμνει αναφορά και ο ίδιος ο εφεσείων στην κατάθεσή του τεκμήριο 125.

Περαιτέρω, σημειώνουμε την ανεύρεση, μετά από υπόδειξη του εφεσείοντα, στην περιοχή, πέντε χαρτομάντηλων στα οποία εντοπίστηκε γενετικό υλικό της Άννας και συναφώς τη σχετική αναφορά του εφεσείοντα στο τεκμήριο 126.

Από το σύνολο, όπως έκρινε ομόφωνα το κακουργιοδικείο, δεν υπήρχε περιθώριο για εκδοχή άλλη. Χωρίς καμιά αμφιβολία ο εφεσείων σκότωσε και το Γιαννάκη και την Άννα. Το γεγονός ότι δεν ανευρέθη ταυτοποιημένο το πτώμα της Άννας, δεν εμπόδιζε τη διαπίστωση της ενοχής του και ως προς εκείνη. Αναφέρθηκε συναφώς στους Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 11(I), [*401]σελ. 351-352, §459 και στον Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 2006, σελ. 1772, §19-9. (Bλ. Συναφώς και τις R. v. Nash [1911] 6 Cr. App. Rep. 225, R. v. Robertson [1913] 9 Cr. App. Rep. 189, R. v. Davidson [1934] 25 Cr. App. Rep. 21, CCA, R. v. Onufrejczyk [1955] 1 QB 388, [1955] 1 All ER 247, Attorney General’s Reference (No. 4 of 1980) [1981] 2 All ER 617, 73 Cr. App. Rep. 40, CA). Παρά τη μη ανεύρεση του πτώματος ή μέρους του η θανάτωση του θύματος μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία, όταν αυτή είναι συμβιβάσιμη μόνο με το συμπέρασμα πως το θύμα είναι νεκρό και πως ο θανατός του προκλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Όπως ακριβώς, σύμφωνα με την απόφαση του κακουργιοδικείου, στην παρούσα υπόθεση.

Έχουμε προβεί από την αρχή σε ορισμένες γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με του λόγους έφεσης και την αιτιολόγησή τους. Ταξινομήσαμε την πληθώρα των θεμάτων που εγείρονται και θα τα εξετάσουμε ένα προς ένα. Αρχίζοντας με όσα δεν αφορούσαν σ’ αυτή καθ’ εαυτή τη μαρτυρία, όπως αυτή έγινε αποδεκτή και στα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή αλλά αφορούν σε ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως κατά τον εφεσείοντα, μη δίκαιη δίκη.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποστηρίζει πως παραβιάστηκε το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, εν προκειμένω και με νομική αρωγή, όπως το διασφαλίζουν το Άρθρο 6.3(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση) όπως αυτή κυρώθηκε με το Ν. 39/62 και τα Άρθρα 12.5(γ) και 30.3(γ) του Συντάγματος. Αυτό επειδή, όταν σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, αφού συμπληρώθηκε η κύρια εξέταση του εκ των βασικών μαρτύρων κατηγορίας Π. Ιορδάνους (Μ.Κ.29), ο εφεσείων έπαυσε το δικηγόρο του, δεν του δόθηκε εύλογος χρόνος για  το διορισμό άλλου και ο εφεσείων, όπως είναι η θέση του, υποχρεώθηκε να αντεξετάσει ο ίδιος το μάρτυρα. Χωρίς να ερωτηθεί αν βρήκε άλλο δικηγόρο κατά τη διακοπή που έγινε γι’ αυτό το σκοπό και ενώ, περαιτέρω, το κακουργιοδικείο εσφαλμένα στη συνέχεια δέχτηκε, μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Κ.29, τον επαναδιορισμό του ίδιου δικηγόρου. Επικαλέστηκε συναφώς, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Pakelli v. Federal Republic of Germany, 25.4.83, Series A No. 64 και την Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 100.

Έχουμε ελέγξει τα δεδομένα από τα πρακτικά του κακουργιοδικείου. Στις 9.5.09 ήταν ξεκάθαρη η επιθυμία του εφεσείοντα να παύσει το δικηγόρο του γιατί δεν του είχε εμπιστοσύνη. Ο δικηγό[*402]ρος του ζήτησε να απαλλαγεί όπως και έγινε και το κακουργιοδικείο ρώτησε τον εφεσείοντα αν θα χειριζόταν, πλέον, ο ίδιος την υπόθεση ή αν θα διόριζε άλλο δικηγόρο. Ο εφεσείων απάντησε πως θα διόριζε άλλο δικηγόρο και το κακουργιοδικείο διέκοψε τη διαδικασία για να δώσει την ευκαιρία στον εφεσείοντα να σκεφτεί το θέμα και να διαβουλευτεί και με τους οικείους του αναφορικά με δικηγόρο που ενδεχομένως είχε υπόψη, για να τον καλέσει. Μετά τη διακοπή επανήρχισε η διαδικασία με αντεξέταση του Μ.Κ.29, προσωπικά από τον εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη αναφέρει πως ο εφεσείων είχε τότε δηλώσει πως ήθελε να αντεξετάσει ο ίδιος το μάρτυρα αλλά αναγνώρισε όπως είναι και αυτόδηλο πως δεν έγινε σχετική αναφορά στα πρακτικά. Ακολούθησε μακρά αντεξέταση του μάρτυρα από τον εφεσείοντα, με διαλείμματα, χωρίς αναφορά από τον εφεσείοντα σε οτιδήποτε σε σχέση με δικηγόρο. Αυτό το έκαμε αργότερα όταν σε κάποιο στάδιο ρώτησε «μπορώ να θέσω κάποιο δικηγόρο υπεράσπισης;». Για να ακολουθήσει η πληροφόρηση του εφεσείοντα πως, βεβαίως είχε αυτό το δικαίωμα και πως θα δινόταν εύλογος χρόνος. Διακόπηκε η διαδικασία για την επομένη αλλά και πάλιν, χωρίς οτιδήποτε άλλο, συνεχίστηκε η αντεξέταση του μάρτυρα από τον εφεσείοντα. Στο τέλος το κακουργιοδικείο ρώτησε τον εφεσείοντα αν είχε και άλλες ερωτήσεις και ο εφεσείων απάντησε, «όχι εντιμότατε, εν τάξει». Υποβλήθηκε μια ερώτηση κατά την επανεξέταση και η διαδικασία διακόπηκε για να διευθετηθεί η προσέλευση του επόμενου μάρτυρα κατηγορίας. Μετά τη διακοπή, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, «εμφανίζεται ο κ. Χειμώνας», δηλαδή ο αρχικός δικηγόρος του εφεσείοντα. Το κακουργιοδικείο ρώτησε τον εφεσείοντα αν ήθελε τον επαναδιορισμό του και ο εφεσείων απάντησε καταφατικά, αποσύροντας και την προηγούμενη δήλωση του πως δεν του είχε εμπιστοσύνη. Το κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα της υπόθεσης και ενέκρινε την απόφαση του εφεσείοντα. Διορίστηκε, λοιπόν, ξανά ο κ. Χειμώνας ο οποίος και εκπροσώπησε, πλέον, τον εφεσείοντα, μέχρι το τέλος.

H εφεσίβλητη υποστήριξε πως κάθε άλλο παρά προέκυπτε στέρηση του εφεσείοντα από το κακουργιοδικείο του δικαιώματός του να έχει δικηγόρο. Αναφέρθηκε στη Jadallah v. Aστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 613 και στη Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 72 σύμφωνα με τις οποίες δεν αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να πληροφορεί τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο. Και στην υπόθεση Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, στην οποία κρίθηκε πως και σε περίπτωση παραβίασης του δικαιώματος, ο κατηγορούμενος «θα πρέπει να δείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπισή του κάτι που εδώ δεν έχει καταδειχθεί».

[*403]Συμφωνούμε με τη θέση της εφεσίβλητης πως, όσο και αν τα πρακτικά εμφανώς είναι ελλειπτικά, κάθε άλλο παρά προκύπτει στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντα να διορίσει δικηγόρο.  Από το σύνολο προκύπτει πως από την αρχή ως το τέλος ήταν ο ίδιος ο εφεσείων που καθόριζε την πορεία και πως οποτεδήποτε αναφέρθηκε σε δικηγόρο το κακουργιοδικείο του έδωσε ευκαιρία, μάλιστα και με αναφορά σε εύλογο χρόνο. Χωρίς και μετά τον επαναδιορισμό του δικηγόρου να τεθεί οποιοδήποτε θέμα και σημειώνουμε πως δεν κατανοούμε και το γιατί το κακουργιοδικείο δεν θα έπρεπε, κάτω από τις περιστάσεις, να επαναδιορίσει τον ίδιο δικηγόρο. Οι περιπτώσεις δε στη νομολογία που επικαλέστηκε ο εφεσείων είναι εντελώς διαφορετικές. Επομένως, ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Οι λόγοι έφεσης 2, 3, 6, 7 και 8 αναπτύχθηκαν από τον εφεσείοντα μαζί. Ορθώς αφού αφορούν στο ίδιο θέμα. Αφορούν στη διεξαγωγή των τριών δικών εντός δίκης από το κακουργιοδικείο και, περαιτέρω, στη συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης από το ίδιο το κακουργιοδικείο. Υποστηρίζει ο εφεσείων πως παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας και πως, πλέον, το κακουργιοδικείο είχε στερηθεί των εχέγγυων αμεροληψίας κατά παράβαση του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης και του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος.  Κατά την εισήγηση του, αφού στην Κύπρο δεν έχουμε ενόρκους που θα αξιολογούσαν τις ομολογίες όπως θα τις έκρινε δεκτές ως μαρτυρία ο δικαστής, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες ιδιαίτερα στην Αγγλία, άλλοι θα έπρεπε να ήταν οι δικαστές που θα εκδίκαζαν περαιτέρω την υπόθεση, μετά την προσαγωγή των ομολογιών. Ακόμα δε πολύ πιο προχωρημένα  πως διαφορετικοί θα έπρεπε να ήταν οι δικαστές που θα διεξήγαγαν την κάθε δίκη εντός δίκης. Όπως το έθεσε, μετά την απόρριψη της πρώτης ένστασης που ήταν το αποτέλεσμα της πρώτης δίκης εντός δίκης, όσες ενστάσεις και αν έκαμε ο εφεσείων το αποτέλεσμά τους θα ήταν το ίδιο. Εισήγηση που υπονοεί πως ακόμα και στα συστήματα που υπάρχουν ένορκοι, οι δίκες πρέπει να διασπώνται ώστε την κάθε τέτοια δίκη εντός δίκης να τη διεξάγουν διαφορετικοί δικαστές. Δέχτηκε πως η διαδικασία που ακολούθησε το κακουργιοδικείο είναι ακριβώς αυτή που ισχύει στην Κύπρο και πως το κακουργιοδικείο, όπως επιβάλλει η νομολογία μας, προσέγγισε το ζήτημα της θεληματικότητας των ομολογιών δηλώνοντας εξ αρχής, στην πρώτη ενδιάμεση απόφασή του, πως δεν θα προέβαινε σε εις βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας για να «αποφευχθεί η διαμόρφωση από το δικαστήριο τελικής κρίσης όσον αφορά την αξιοπιστία όσων κατάθεσαν ή πιθανόν να καταθέσουν ως μάρτυρες, περιλαμβανομένου και του κατηγορούμενου, στην κυρίως δίκη». Και [*404]πως θα περιοριζόταν στα αναγκαία για να διαπιστωθεί «το νόμιμο ή μη της λήψης ή η θεληματικότητα ή μη της επίδικης κατάθεσης του κατηγορούμενου». Αυτά, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, δεν ήταν αρκετά και μας κάλεσε να αποκηρύξουμε το από δεκαετιών ισχύον σύστημά μας στην Κύπρο. Επικαλέστηκε σ’ αυτό το πλαίσιο τις γενικές αρχές περί την αμεροληψία όπως αυτές διακηρύχθηκαν από το Ε.Δ.Α.Δ. σε αριθμό υποθέσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στη Ferrantelli and Santangelo v. Italy [1996] 23 E.H.R.R. 288 Para. 56-60 όπου δικαστής, όπως συνοψίζει την υπόθεση, είχε προαποφασίσει την ενοχή των αιτητών σε προηγούμενη απόφαση. Όπως και στην Οberschlick v. Austria (No. 1), 23.5.91, Series A, No. 204 στην οποία, όπως τη συνοψίζει, δικαστής που δίκασε πρωτοδίκως έλαβε μέρος και στη σύνθεση του Εφετείου.

Ασφαλώς δεν μπορεί να παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας και, βεβαίως, το Δικαστήριο πρέπει να συγκεντρώνει τα εχέγγυα όχι μόνο υποκειμενικής αλλά και εξ αντικειμένου αμεροληψίας. Δεν χρειάζεται, βεβαίως, ως προς αυτά τα θεμελιώδη, να επεκταθούμε στην επί μέρους νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. αλλά και στη δική μας. Σημειώνουμε δε πως πολύ πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στο θέμα στη Χρίστου v. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 263 με εξέταση σειράς αποφάσεων του Ε.Δ.Α.Δ. όπως αυτή ήταν αναγκαία για τους σκοπούς εκείνης της απόφασης, μεταξύ των οποίων και αποφάσεις που επικαλέστηκε ενώπιόν μας ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση, περιλαμβανομένης και της Ferrantelli and Santangelo v. Italy (ανωτέρω) όπως και σε άλλες υποθέσεις που αναφέρονται στην πιο πάνω απόφασή μας.

Με κανένα τρόπο τα δεδομένα της νομολογίας που επικαλέστηκε ο εφεσείων δεν μπορούν να συσχετισθούν με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Και συμφωνούμε με την εισήγηση της εφεσίβλητης πως δεν έχουμε παραβίαση είτε της Σύμβασης είτε του Συντάγματος. Κατ’ αρχήν η δίκη εντός δίκης δεν αφορά καν σ’ αυτό καθ’ εαυτό το ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου. Αφορά στο περιο-ρισμένο ζήτημα της δυνατότητας αποδοχής ομολογίας του, ως μαρτυρίας, με προεξάρχον κριτήριο το κατά πόσο είναι ή όχι θεληματική. Το Ανώτατο Δικαστήριο ήδη στην υπόθεση Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40, αποδοκίμασε την καταστροφή της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου στο στάδιο της δίκης εντός δίκης. Σε εκείνο το στάδιο, το Δικαστήριο θα πρέπει να περιορίζεται σε όσα είναι αναγκαία για τη γενική διαπίστωση ως προς τη θεληματικότητα της κατάθεσης. Ώστε να μην πλήττεται η υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Αυτή είναι η διαδικασία που ακολουθήθηκε [*405]στην παρούσα υπόθεση και δεν είναι ορθό πως η νομολογία μας, επί του θέματος, επιτρέπει παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας με συνακόλουθο τον επηρεασμό της αμεροληψίας του Δικαστηρίου. Να έχουμε δε υπόψη και τα ακόλουθα: Στο πλαίσιο του συστήματός μας ακόμα και η κρίση, μετά από δίκη εντός δίκης, ότι μια ομολογία είναι θεληματική, δεν είναι οριστική. Το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, έχει τη δυνατότητα να την αναθεωρήσει υπό το φως των δεδομένων όπως αυτά διαμορφώνονται κατά την κύρια δίκη και να την αποκλείσει αν θεωρήσει ότι αυτά τα δεδομένα το δικαιολογούν. Όπως ακριβώς έκαμε και το κακουργιοδικείο στην παρούσα υπόθεση και έχουμε ήδη σημειώσει την αναφορά του στη σχετική νομολογία. Περαιτέρω, η αποδοχή μιας ομολογίας ως θεληματικής, στο σύστημά μας, δεν σημαίνει και αποδοχή της ως αληθούς. Η αλήθεια της κρίνεται στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που προσάγεται κατά την κύρια δίκη και έχουμε ήδη αναφερθεί στην απόφαση του κακουργιοδικείου επ’ αυτού, με αναφορά και πάλιν στη σχετική νομολογία. Ενώπιόν μας, κατά την ακρόαση, ο εφεσείων υποστήριξε και πως το κακουργιοδικείο, στις τρεις ενδιάμεσες αποφάσεις του, υπερέβη και όσα ήταν αναγκαία για τη διαπίστωση του αποδεκτού ή μη των ομολογιών, κατά παράβαση της κυπριακής νομολογίας. Μελετήσαμε τις ενδιάμεσες αποφάσεις του κακουργιοδικείου σε συνάρτηση και προς τους λόγους ένστασης που στην κάθε περίπτωση προβλήθηκαν. Είναι η διαπίστωσή μας πως ακριβώς το κακουργιοδικείο περιορίστηκε στα απολύτως αναγκαία. Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εγείρει εκ νέου ζήτημα ως προς το δίκαιο της δίκης, αυτή τη φορά με αναφορά στο χρόνο που δόθηκε στον εφεσείοντα να παρουσιάσει την υπόθεσή του.  Όπως υποστηρίζει, παραβιάστηκε το Αρθρο 5.3 (β) της Σύμβασης και το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος. Αυτό, με αναφορά στα ακόλουθα: Όταν ο εφεσείων απέλυσε το δικηγόρο του, αναγκάστηκε να αντεξετάσει το Μ.Κ.29 χωρίς να του είχε δοθεί επαρκής χρόνος προετοιμασίας. Περαιτέρω, όταν σε κάποιο στάδιο ο δικηγόρος του ζήτησε να εξετάσει τα οστά που βρέθηκαν, του δόθηκε μόνο μια μέρα αφού εκείνο το απόγευμα θα τα έστελλαν στο Κιργιστάν στους γονείς της Άννας, όπως ήταν η επιθυμία τους. Όπως το έθεσε, αν εξέταζε τα οστά άλλος ερευνητής ενδεχομένως θα εντόπιζε σ’ αυτά γενετικό υλικό. Τελικά, το κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημά του εφεσείοντα για αναβολή ώστε να κληθεί Τουρκοκύπριος για να καταθέσει σε σχέση με τη μετάβαση της Άννας στα κατεχόμενα, την 1.8.06.

Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και θεωρούμε πως, σαφώς, όπως [*406]ήταν και η εισήγηση της εφεσίβλητης, οι πιο πάνω εισηγήσεις του εφεσείοντα είναι αβάσιμες. Ουδέποτε ζήτησε χρόνο για να αντεξετάσει και δεν δικαιολογείται η θέση πως το Δικαστήριο του στέρησε τέτοιο δικαίωμα. Τις λεπτομέρειες, συναφώς, τις έχουμε παραθέσει κατά την εξέταση του πέμπτου λόγου έφεσης. Τα οστά ήταν στη διάθεση του εφεσείοντα, όπως υπέδειξε η εφεσίβλητη, ήδη από το στάδιο της παραπομπής του σε δίκη, στις 29.8.06. Επίσης, ο εφεσείων είχε από τότε τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων, ειδικά του Μ. Καριόλου, πως εξ αιτίας της άθλιας κατάστασης που βρίσκονταν δεν ήταν δυνατή η ταυτοποίηση. Κατά την εξέλιξη της προσαγωγής της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, στις 16.3.07, η ίδια η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής προέβη στη δήλωση πως τα οστά ήταν στη διάθεση της υπεράσπισης με την περαιτέρω πληροφόρηση πως το απόγευμα θα αποστέλλονταν στο Κιργιστάν.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, που δεν είναι ακριβές ότι ο ίδιος είχε υποβάλει συναφές αίτημα, δήλωσε πως θα ήθελε να τα εξετάσει.  Το Δικαστήριο ανέφερε πως ήταν στη διάθεσή του και ούτε τότε, ούτε μετά σε οποιοδήποτε στάδιο ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για αναβολή ή για περισσότερο χρόνο ή για οτιδήποτε σε σχέση με το θέμα. Θεωρούμε πως η όψιμη αναφορά σε τέτοιο θέμα σ’ αυτό το στάδιο ενώπιόν μας κάθε άλλο παρά θεμελιώνει παραβίαση του δικαιώματος που επικαλείται ο εφεσείων.

Ως προς την κλήση τώρα του τουρκοκύπριου μάρτυρα. Το θέμα προέκυψε αφού ο εφεσείων είχε κλείσει ήδη την υπόθεσή του. Αφού κατέθεσε ο ίδιος και οι μάρτυρες υπεράσπισης που κάλεσε, και η υπόθεση ορίστηκε, χωρίς οποιοδήποτε αίτημα σε εκείνο το στάδιο, για τελικές αγορεύσεις. Εν τούτοις, το κακουργιοδικείο δεν στάθηκε σ’ αυτό και έδωσε στον εφεσείοντα την ευκαιρία να καλέσει όποιο μάρτυρα ήθελε. Γι’ αυτό το σκοπό ανέβαλε την υπόθεση επανειλημμένα, στις 15.6.07, 22.6.07, στις 28.6.07 και, εν τέλει στις 6.7.07. Όταν το κακουργιοδικείο ενέκρινε την τελευταία αίτηση για αναβολή τόνισε πως επιτέλους δεν θα έπρεπε να αναμένεται και άλλη αναβολή και δεν τέθηκε τότε ζήτημα επαρκούς χρόνου. Το κακουργιοδικείο απέρριψε τελικά το αίτημα για περαιτέρω αναβολή που υποβλήθηκε στις 6.7.07 αφού, όπως έκρινε, η προσπάθεια για κλήτευση του μάρτυρα, παρά τις αναβολές που προηγήθηκαν, δεν τελεσφόρησε. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του εφεσείοντα πως δεν του χορηγήθηκε επαρκής χρόνος. Το κακουργιοδικείο ήταν ιδιαίτερα ελαστικό και παρέσχε στον εφεσείοντα κάθε λογική ευκαιρία. Ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Με το 18ο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται πως επηρεάστηκε το δίκαιο της δίκης από δυσμενή δημοσιεύματα. Αυτό εντελώς [*407]γενικά και αόριστα, όπως ορθά επεσήμανε η εφεσίβλητη, και χωρίς αναφορά σε κανένα απολύτως πραγματικό υπόβαθρο. Ο λόγος έφεσης 18 δεν ευσταθεί.

Με τον 20ό λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει πως η καταδίκη του ήταν επισφαλής και θα πρέπει να παραμεριστεί εξ αιτίας σοβαρών σφαλμάτων του δικηγόρου του. Σ’ αυτό το πλαίσιο συζήτησε μεγάλο αριθμό επί μέρους ζητημάτων με ιδιαίτερη αναφορά στην προσαγωγή ορισμένων καταθέσεων χωρίς ένσταση των οποίων όμως την πατρότητα αποποιείτο, τη μη επαρκή προετοιμασία του, την παράλειψη αντεξέτασης κάποιων μαρτύρων κατηγορίας ή τη μη υποβολή σε άλλους της μιάς ή της άλλης ερώτησης, της μη αναζήτησης κάποιου μάρτυρα, ειδικά του «ξένου» που ήταν μαζί με το Μ.Κ.14, τη μη κατάθεση δημοσιευμάτων που ο εφεσείων και οι γονείς του, του έδωσαν, τη μη αντεξέταση της ανθρωπολόγου σε σχέση με σάρκα που είδε στα οστά, ή του Μ.Κ.3 σε σχέση με την ακαμψία τους. Μαζί με αυτά και πως χωρίς ενστάσεις κατατέθηκαν φωτογραφίες του αυτοκινήτου του εφεσείοντα κατά την είσοδό του στα κατεχόμενα, χωρίς αντεξέταση, με ποια προοπτική δεν εξηγήθηκε, και πως δεν υποβλήθηκε σε μάρτυρα κατηγορίας στο πλαίσιο σχετικής δίκης εντός δίκης πως υπέστη ξυλοδαρμό που, όμως, ακριβώς, ήταν μια από τις αντιφάσεις όπως την κατέγραψε το κακουργιοδικείο.

Δεν θα αναπαραγάγουμε βεβαίως εδώ το μεγάλο μέρος των πρακτικών του Δικαστηρίου που εμπλέκονται. Έχουμε μελετήσει τα δεδομένα και δεν διαπιστώνουμε πως, με τις γενικές αναφορές που έγιναν, μάλιστα χωρίς άλλους συσχετισμούς ιδιαιτέρως προς τη γραμμή της υπεράσπισης ή χωρίς και γνώση των διαβουλεύσεων ή των διαμειφθέντων μεταξύ του δικηγόρου του εφεσείοντα, θεμελιώθηκε εδώ έκδηλα ανίκανη δικηγορία. Αναφερόμαστε εδώ σε έκδηλα ανίκανη δικηγορία γιατί αυτό είναι το κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως είχαμε την ευκαιρία, με αναφορά στη νομολογία, να σημειώσουμε και στην πρόσφατη απόφασή μας στη Χρίστου v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Ο λόγος έφεσης 20 δεν ευσταθεί.

Για το 17ο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι αδικαιολογήτως δεν του επετράπη να υποβάλει ερώτηση αλλά ανακόπηκε, κατά την αντεξέταση του Π. Ιορδάνους (Μ.Κ.29), σε σχέση με τέσσερις κάμερες που ήταν εγκαταστημένες στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Έχουμε ελέγξει τα πρακτικά. Δεν είχε γίνει καμιά ανακοπή του εφεσείοντα και δεν υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση υποβολής οποιασδήποτε ερώτησης. Ο λόγος 17 δεν ευσταθεί.

[*408]Με το λόγο έφεσης 31 ο εφεσείων υποστηρίζει πως υπήρχαν ανεπίτρεπτες επανειλημμένες παρεμβάσεις του κακουργιοδικείου κατά τη διεξαγωγή της δίκης που αλλοίωσαν το αποτέλεσμά της.  Επικαλέστηκε συναφώς ως σχετική την Τρύφωνος v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) μεταφέροντας και επισήμανσή της, ως ισχύουσα και εν προκειμένω, πως υποβλήθηκαν ερωτήσεις ως εάν ο εφεσείων, όταν αντεξέταζε ο ίδιος το Μ.Κ.29 έδιδε ο ίδιος μαρτυρία και αντεξεταζόταν. Ο εφεσείων απαρίθμησε σειρά σελίδων των πρακτικών για να υποστηρίξει τη θέση του. Τις έχουμε ελέγξει μία προς μία.  Ο ισχυρισμός του είναι εντελώς αβάσιμος. Κάθε λέξη του κακουργιοδικείου τη θεωρεί ως απαράδεκτη παρέμβαση. Πρόκειται για  συνήθεις αναφορές, κατ’ εξοχήν διευκρινιστικής φύσης, μάλιστα ελάχιστες αν αναλογιστούμε τον όγκο των πρακτικών, προς διαπίστωση της σχετικότητας ή της σημασίας κάποιου θέματος ώστε να ήταν δυνατό να γίνει αναφορά σ’ αυτό. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση με όσα έγιναν στην Τρύφωνος v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα είναι αδικαιολόγητοι. Ο λόγος έφεσης 31 δεν ευσταθεί.

Με το λόγο έφεσης 29 ο εφεσείων ισχυρίζεται πως το κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε την εξ ακοής μαρτυρία του Κ. Πόρα, στον οποίο υπενθυμίζουμε είχε αναφερθεί ο πατέρας του εφεσείοντα. Αυτό με μόνη την ακόλουθη επεξήγηση. «Με βάση την νομοθεσία το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει με συγκεκριμένο τρόπο την εξ’ ακοής αυτή μαρτυρία, πράγμα που δεν έγινε». Παραμένει άγνωστο τι ακριβώς εννοεί ο εφεσείων και ασφαλώς δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα επιτυχίας της έφεσης στη βάση τέτοιας γενικής αναφοράς και για τέτοιο θέμα. Ο λόγος έφεσης 29 δεν ευσταθεί.

Με το λόγο έφεσης 24 ο εφεσείων υποστηρίζει πως το κακουργιοδικείο δεν καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με την επιτόπια εξέταση από το ίδιο. Απλώς το κακουργιοδικείο κατέγραψε πως διενήργησε αυτοψία στην οδό Χίου 13 όπου βρίσκεται μια πολυκατοικία σε διάφορα μέρη της οποίας γίνεται αναφορά στη μαρτυρία, όπως και στον παρακείμενο χώρο στάθμευσης. Αυτό, κατά τον εφεσείοντα, δεν ήταν αρκετό και θα έπρεπε το κακουργιοδικείο να προβεί σε παρατηρήσεις τις οποίες θα έπρεπε να συσχετίσει προς τη μαρτυρία που προσάχθηκε και να καταγράψει ευρήματα. Ουσιαστικά δηλαδή να μετατραπόταν σε μάρτυρα το κακουργιοδικείο το οποίο, ας σημειωθεί, δεν εισήλθε καν στο διαμέρισμα, εκτός των παραμέτρων που διέπουν την επιτόπια εξέταση που κατ’ εξοχήν γίνεται για  καλύτερη κατανόηση της μαρτυρίας. Αυτό, όπως καταλήγουμε, είναι εντελώς αβάσιμο. Ο λόγος έφεσης 24 δεν ευσταθεί.

[*409]Έχουμε εξετάσει όσους λόγους έφεσης εγείρουν αυτοτελή ζητήματα. Οι υπόλοιποι, σε μεγάλο βαθμό αλληλοκαλύπτονται τόσο ως προς τη διατύπωση όσο και ως προς την αιτιολόγησή τους και μπορούν να διαχωριστούν στους αφορώντες, κατ’ αρχάς, στις ομολογίες του εφεσείοντα τόσο σε σχέση με το ζήτημα της θεληματικότητάς τους όσο και σε σχέση με την επιβεβαίωσή τους από άλλη μαρτυρία. Και στους αφορώντες εν γένει στην περιστατική μαρτυρία αλλά και στα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιόν μας.

Στις ομολογίες αναφέρονται οι λόγοι έφεσης 11, 13, 14, 15, 16, 23, 25, 26, 27, 30, 34 και 35. Ο εφεσείων υποστηρίζει πως εσφαλμένα κρίθηκαν θεληματικές με τις ενδιάμεσες αποφάσεις και εσφαλμένα, κατά τη δίκη, κατά την αναθεώρησή τους, δεν αποκλείστηκαν.  Αυτό όμως, χωρίς εξειδίκευση είτε κάποιου στοιχείου που φάνηκε στην κυρίως δίκη και, πάντως, χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε από την αιτιολόγηση του κακουργιοδικείου ως προς τις ομολογίες αυτές. Ο εφεσείων επαναφέρει μάλιστα το ζήτημα του δικηγόρου που, κατά τον ισχυρισμό του, δεν του επέτρεψε να διορίσει και, μάλιστα, με το λόγο έφεσης 34, ισχυρίστηκε πως παραβιάστηκε ο Ν. 163(Ι)/05, (ανωτέρω) χωρίς αναφορά στις λεπτομέρειες στη σχετική ενδιάμεση απόφαση πώς ακριβώς τηρήθηκε ο Νόμος εκείνος. Και πώς, ακόμα, και την επομένη, ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εφεσείων δήλωσε πως ήταν η επιλογή του να μη διορίσει δικηγόρο. Θεωρεί ο εφεσείων ότι από τη στιγμή που αρνείτο πως υπέγραψε τις ομολογίες έμεινε κενό στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής από τη μη κλήτευση γραφολόγου. Βεβαίως, δεν ήταν ακριβές ότι ο εφεσείων αρνείτο γενικώς την υπογραφή του. Προέβη σε αντιφατικούς ισχυρισμούς συναφώς στους οποίους ενέπλεκε συλλήβδην υποσχέσεις, απειλές, ξυλοδαρμό, θέσεις που παραπέμπουν σε πράγματι υπογραφή έστω κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και ισχυρισμούς για μη υπογραφή ή μη γνήσια υπογραφή με το υπονοούμενο ότι υπέγραφε ο ίδιος αλλά όχι με την κανονική του υπογραφή. Με την επεξήγηση, στο διάγραμμά του, «για δική του ασφάλεια δεν τοποθέτησε την γνήσια του υπογραφή» και, μαζί με τα άλλα, ενώπιόν μας, έκαμε και το επιχείρημα πως αφού τα χέρια του ήταν τότε ματωμένα θα έπρεπε να είχε αίμα και το έντυπο της κατάθεσης του, τεκμήριο 125. Ως εάν δηλαδή να μην είχε σχέση ο ίδιος με αυτό το τεκμήριο. Το κακουργιοδικείο ιδιαίτερα τόνισε τους αντιφατικούς ισχυρι-σμούς του εφεσείοντα κατά την κυρίως δίκη ως προς τις καταθέσεις του αλλά και γενικότερα και σημειώνουμε πως πέρα από τη γενική διακήρυξη περί λάθους δεν έχουμε οτιδήποτε που να αναφέρεται στο σκεπτικό του κακουργιοδικείου και που να δικαιολογεί παρέμβασή μας.

Ήταν πρωτοδίκως αλλά και ενώπιόν μας ο κεντρικός ισχυρι[*410]σμός του εφεσείοντα πως ενοχοποιήθηκε με σχέδιο των αστυνομικών στο οποίο, βεβαίως, ενεπλάκησαν και άλλοι που έδωσαν σημαντική μαρτυρία. Εμφανίζονταν λοιπόν οι αστυνομικοί αρχικώς να σοφίζονταν οι ίδιοι τη μια εκδοχή και, στη συνέχεια, την άλλη.  Περαιτέρω, να καταλήγουν σε σκηνές, όπως το περιβόλι στον Ασκά, στο βαρέλι με τα οστά, ή στα χαρτομάντηλα ή στα κλειδιά που βρέθηκαν, από μόνοι τους χωρίς υπόδειξη από τον εφεσείοντα που ήταν για άλλα που τους μιλούσε. Αυτή την εκδοχή την απέρριψε το κακουργιοδικείο και ήταν ενώπιόν μας και ο παράλληλος ισχυρισμός του εφεσείοντα πως τη διερεύνηση της υπόθεσης δεν διέκρινε επαγγελματισμός και σοβαρότητα αλλά επιπολαιότητα, που βέβαια απομακρύνει από την εκδοχή της σκευωρίας. Και σ’ αυτό το πλαίσιο αναφέρθηκε σε διάσπαρτες λεπτομέρειες αναφορικά με τα κλειδιά και τη διακίνησή τους, τη μη επί τόπου φωτογράφιση του αυτοκινήτου του Γιαννάκη, το κοτσιδάκι που βρέθηκε σ’ αυτό με παρόντα μόνο το Μ.Κ.29, το κατά πόσο «άχνιζαν» τα βαρέλια ή κατά πόσο ζούμιζε το ένα με τα οστά και γιατί να μην εξετάστηκαν επιστημονικά τα ζουμιά και το γιατί ενώ έγιναν επτά δειγματοληψίες αίματος από το σεντόνι περιμετρικά, δεν λήφθηκε δείγμα από το σημείο του μεγάλου λεκέ.

Έχουμε εξετάσει όλα τα δεδομένα και κάθε άλλο παρά έχουμε ικανοποιηθεί ότι θεμελιώθηκε λόγος για παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του Κ. Παναγιωτάκη, του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, στον οποίο ειδικά αναφέρεται ο εφεσείων αλλά με το γενικό ισχυρισμό πως είπε ψέματα. Συμπληρώνουμε την αναφορά μας στους πιο πάνω λόγους έφεσης επισημαίνοντας πως και η εισήγηση του εφεσείοντα ότι κακώς το κακουργιοδικείο δέχτηκε από τις ομολογίες ότι ο εφεσείων ξεφούσκωσε τα λάστιχα του αυτοκινήτου του Γιαννάκη και φόνευσε το Γιαννάκη και την Άννα αλλά απέρριψε άλλα, ήταν ουσιαστικά διακηρύξεις για λάθος, χωρίς οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Ασφαλώς δεν μπορούσε να ήταν όλες οι δηλώσεις του εφεσείοντα αληθείς στο σύνολό τους και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι θεμελιώθηκε λόγος για τον οποίο δικαιολογείται να παρέμβουμε στον τρόπο με τον οποίο το κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τα σημεία που προσδιόρισε για τους λόγους, βεβαίως, που εξήγησε.

Η επόμενη ενότητα των λόγων έφεσης αφορά εν γένει σε ζητήματα ως προς την περιστατική μαρτυρία. Πρόκειται για τους λόγους έφεσης 1, 10, 11, 12, 14, 21, 22, 32 και 33. Βεβαίως οι λόγοι 32 και 33 διατυπώνονται ως αναφερόμενοι στην ισότητα των όπλων και στο δικαίωμα της σιωπής αλλά χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε [*411]προς τέτοιες κατευθύνσεις. Απλώς με τη λακωνική εν προκειμένω αιτιολόγηση πως η αποδοχή της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής απέληγε σε τέτοιες παραβιάσεις.

Είναι η βασική θέση του εφεσείοντα, κατά την ανάπτυξη αυτών των λόγων έφεσης, πως η μη ανεύρεση ταυτοποιημένου πτώματος της Άννας αλλά και του μαχαιριού, στο πλαίσιο μαρτυρίας που εξειδίκευσε, έπρεπε να οδηγήσει σε διαφορετική τελική απόφαση. Αναφέρθηκε συναφώς στα πιο κάτω και ακολουθούμε τη δική του σειρά. Ήταν λάθος ότι από τη μαρτυρία του Μ.Κ.16 προέκυπτε ότι ο εφεσείων γνώριζε το Γιαννάκη. Δεν ήταν αποτελεσματική η επιστημονική εξέταση των οστών. Αυτό γενικά αλλά και με τον ισχυρισμό, που τώρα για πρώτη φορά προβλήθηκε, πως ενδεχομένως η γόμα που χρησιμοποίησε η Π. Χρυσοστόμου επηρέασε. Πώς, αφού το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειας ταυτοποίησης ήταν αρνητικό, δεν επεξηγεί. Ήταν λάθος η απόρριψη της μαρτυρίας του πατέρα του εφεσείοντα αναφορικά με το τι κάηκε ή δεν κάηκε σε βαρέλι. Υπήρξε σοβαρότατο, όπως χαρακτηρίστηκε, λάθος στην απόφαση του κακουργιοδικείου επειδή ενώ ο Μ.Κ.16 ανέφερε ότι ο εφεσείων και η Άννα τον επισκέφθηκαν, αφού τους κάλεσε, αυθημερόν, περί το τέλος Ιουνίου 2006, το κακουργιοδικείο ανέφερε ότι τον επισκέφθηκαν την επομένη χωρίς εξήγηση αναφορικά με τη σημασία τέτοιου θέματος όταν μάλιστα η επίσκεψη ήταν παραδεκτή. Βεβαίως, ως προς το περιεχόμενο της συζήτησης ο εφεσείων διατύπωσε άλλη θέση και ενέταξε και το Μ.Κ.16 στο αστυνομικό σχέδιο αφού δεν είχε ετοιμάσει κατάθεση σύγχρονη αλλά μετά, όταν διερευνούνταν οι φόνοι. Το χρυσό σκουλαρίκι μπορεί να είχε πέσει από την Άννα οποτεδήποτε. Όπως και το κοτσιδάκι στο αυτοκίνητο του Γιαννάκη που κατά την τωρινή εισήγηση του εφεσείοντα δεν ανήκε στην Άννα. Όπως έδειχνε και η μαρτυρία του Η. Θεοδώρου, Μ.Κ.8 που, όπως υποστηρίχθηκε, δεν την είδε στις 31.7.06 να φορά κοτσιδάκι. Χωρίς όμως να υπάρχει τέτοια ειδική αναφορά στη μαρτυρία του Η. Θεοδώρου. Τα ευρήματα στα ρούχινα γάντια ειδικά για τον εφεσείοντα δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο να μην προκλήθηκαν από δερματική επαφή. Ο εντοπισμός αίματος της Άννας στη γυναικεία φανέλα και στο παντελονάκι, μέσα στο διαμέρισμα, δεν σημαίνει τίποτε. Μπορούσε να ήταν εκεί για διάφορους λόγους. Και μπορεί άλλη ώρα να τοποθετήθηκε στα διάφορα το αίμα της Άννας και άλλη ώρα ή χρόνο το αίμα του Γιαννάκη. Και το αίμα της Άννας στις σκάλες, μπορεί να έπεσε όταν τσακώθηκε εκεί με κάποιο άγνωστο, πράγμα που εξηγούσε και την ανεύρεση αίματος της Άννας στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα, όταν μάλιστα υπήρχε μαρτυρία και για προηγούμενους τραυματισμούς της και ήταν ψέμα του ιατροδικαστή Σ. Σοφοκλέους και πάντως εκτός της ειδικότητάς του, όπως τώρα υποστηρίζει, τα [*412]περί τη φορά του αίματος από το διαμέρισμα με κατάληξη στο υπόγειο. Έχουμε δει διάχυτους στους διάφορους λόγους έφεσης αναφορά στους μάρτυρες κατηγορίας και σημειώνουμε πως στο λόγο έφεσης 21 αναπαράγεται η ουσία της μαρτυρίας ορισμένων. Με τη γενική θέση περί κατασκευής της μαρτυρίας ακόμα και του ξεφουσκώματος των ελαστικών για να πεισθεί ο εφεσείων να ομολογήσει. Και της αναίρεσης από τον αστυφύλακα Στ. Νέστωρος (Μ.Κ.20) αρχικής του δήλωσης πως όταν πήγαν στη σκηνή και είδαν τα «ζουμιά», διερευνούσαν, από τότε, όχι μόνο το φόνο του Γιαννάκη αλλά και της Άννας. Περαιτέρω, ενώπιόν μας αμφισβήτησε την ορθότητα ή το νόμιμο της λήψης αίματος από τους γονείς της Άννας στο Κιργιστάν, χωρίς όμως οποιαδήποτε συγκεκριμένη συναφή επεξήγηση και επίσης έθεσε θέμα ως προς το όλο υπόβαθρο της μαρτυρίας του Μ. Καριόλου αφού δεν είχαν κατατεθεί τα αποτελέσματα της «ηλεκτρο-φόρησης» ή «ηλεκτροφερογραμμάτων» για να υποδείξει η εφεσίβλητη πως σαφώς έγινε αναφορά σ’ αυτά, ήταν στη διάθεση του εφεσείοντα και ουδέποτε ζητήθηκαν. Μαζί με αυτά η καταδίκη χαρακτηρίστηκε ως επισφαλής και επειδή δεν είχε γίνει θανατική ανάκριση, θέμα που δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να μας απασχολήσει περαιτέρω, ως εντελώς άσχετο.

Έχουμε εξετάσει το σύνολο των εισηγήσεων του εφεσείοντα και, ασφαλώς, με την απόρριψη ως εντελώς αβάσιμης και αδικαιολόγητης, κάτω από τα δεδομένα, της θέσης του πως οι αστυνομικοί, εμπειρογνώμονες και άλλοι συνωμότησαν και συνέθεσαν εικόνα ενοχής του κατά τρόπο που προσδιορίστηκε και με την αποδοχή από το κακουργιοδικείο, ορθώς όπως κρίνουμε, του μέρους των ομολογιών που εξειδικεύθηκαν, η ενοχή του εφεσείοντα για το φόνο και του Γιαννάκη και της Άννας είναι αναμφίβολη. Δεν θα επαναλάβουμε τη σημασία όλων των στοιχείων της επιστημονικής μαρτυρίας αλλά εδώ επισημαίνουμε ότι αυτή τοποθετεί την Άννα μέσα στο διαμέρισμα μάλιστα αιματωμένη και στο ίδιο το διαμέρισμα τον εφεσείοντα. Αυτό δείχνει το γενετικό υλικό του στο εσωτερικό των γαντιών και η όποια επιφύλαξη του Μ. Καριόλου συναφώς ως προς τη δερματική επαφή, δεν αναιρεί το ότι σε αντικείμενα, μέσα στο διαμέρισμα, βρέθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα. Όπως και στο μπουκάλι με το νερό. Προς την ίδια και μόνη κατεύθυνση, στο πλαίσιο του συνόλου, οδηγούν τα αίματα της Άννας από το διαμέρισμα ως το υπόγειο και μετά στο ίδιο το αυτοκίνητο του εφεσείοντα όχι σε ένα σημείο αλλά σε πολλά, μάλιστα στο χώρο αποσκευών και στο σκέπαστρο του. Όπου, όπως σημειώσαμε, στο ίδιο ακριβώς σημείο, ως εάν να τέθηκαν ταυτοχρόνως, βρέθηκε μεικτό γενετικό υλικό που συνδέθηκε και με την Άννα και με το Γιαννάκη. Για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα ευρήματα στον Ασκά, τα οστά, τα κλειδιά αλ[*413]λά και τα χαρτομάντηλα σε ένα σημείο, με το γενετικό υλικό της Άννας. Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας, όπως προσπαθήσαμε να τα συνοψίσουμε, είναι αβάσιμα και οι σκέψεις για τη μια ή την άλλη ανοικτή εκδοχή, ευνοϊκή για τον εφεσείοντα, δεν μπορούν να συνταιριαστούν προς τη φύση της μαρτυρίας που προσάχθηκε όπως αυτή έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Το συμπέρασμα του κακουργιοδικείου πως, στη βάση της μαρτυρίας στο σύνολό της, ο εφεσείων επέφερε το θάνατο και του Γιαννάκη και της Άννας, παραμένει ακλόνητο. Αυτό δε δεν κλονίστηκε από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιόν μας. Υπενθυμίζουμε πως ο εφεσείων, αφού σε πρώτο στάδιο απορρίφθηκε το αίτημα του για προσαγωγή μαρτυρίας πως πολύ μετά την 1.8.06 η Άννα εθεάθη να περπατά αμέριμνη στην οδό Λήδρας, στη Λευκωσία, για τους λόγους που εξηγήσαμε στη σχετική απόφασή μας, τώρα θέλησε να καταθέσει και εν τέλει με τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης κατέθεσε ενώπιόν μας δυο έγγραφα, τα Α και Β, προς αξιολόγηση. Το Α ήταν παράκληση ημερομηνίας 1.9.10 για ενημέρωση σε σχέση με τη διέλευση του εφεσείοντα και της Άννας στα κατεχόμενα την 1.8.06. Το Β ήταν η ανταπόκριση της Τεχνικής Επιτροπής επί Θεμάτων Εγκληματικότητας, που δεν είναι κρατική αλλά λειτουργεί στο πλαίσιο ρυθμίσεων διακοινοτικής υφής, σύμφωνα με την οποία την 1.8.06, στις 16:11 ο εφεσείων, με το αναφερθέν αυτοκίνητό του, εισήλθε στα κατεχόμενα και ένα λεπτό αργότερα και η Άννα χωρίς αναφορά όμως ρητά σε είσοδό της με το ίδιο αυτοκίνητο. Και ενώ ο εφεσείων επέστρεψε στις 17:32, επιστροφή της Άννας δεν αναφέρεται.  Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα αυτή η οπωσδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία που ήταν η καλύτερη που θα ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί, έδειχνε πως τίποτε από όσα οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσείοντα δεν ίσχυαν. Και αφού δεν ίσχυαν ως προς την Άννα δεν υπήρχε και οτιδήποτε που να παρέμενε ως προς το Γιαννάκη.  Υπενθύμισε συναφώς ο εφεσείων πως εξ αρχής ήταν ο ισχυρισμός του πως η Άννα έμεινε στα κατεχόμενα και αναφέρθηκε στο Μ.Κ.32 και στα όσα φερόταν να ανέφερε κάποιος Ππερεντές.

Ακριβώς ήταν η θέση της εφεσίβλητης πως η πιο πάνω μαρτυρία ήταν κατασκευασμένη προς ενίσχυση της αρχικής θέσης του εφεσείοντα. Περαιτέρω πως, εν πάση περιπτώσει, δεν θα ήταν δυνατό, χωρίς γνώση του τρόπου ελέγχου στην κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή, των διαδικασιών που ακολουθούνται και των δυνατοτήτων δημιουργίας ψευδούς εικόνας, να εξουδετερωθεί στη βάση τέτοιου στοιχείου, ο όγκος της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής.  Όταν, μάλιστα, υπήρχε η μαρτυρία του Λοχ. Π. Ιορδάνους, πριν την εμφάνιση αυτού του εγγράφου, πως οι διαδικασίες ελέγχου εκεί, ως προς τη διαπίστωση της ταυτότητας προσώπου, είναι χαλαρές και [*414]υπέμνησε η εφεσίβλητη μαρτυρία προερχόμενη από άλλο μάρτυρα πως ο εφεσείων, όπως συναγόταν, μαζί με άλλα, κατείχε, κάτω από περιστάσεις που επισημάνθηκαν, και το διαβατήριο της Άννας. Η εφεσίβλητη παρέπεμψε ως προς τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας που προσάγεται στο εφετείο, στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη R. v. Pendleton [2001] UKHL 66.  Ζητούμενο είναι αν αυτή η μαρτυρία καθιστούσε επισφαλή την καταδίκη και αυτό υπό το δεδομένο ότι δεν είναι το εφετείο που εκδικάζει πρωτογενώς και το ότι, στην Αγγλία, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εδώ, δεν είναι γνωστές στο Εφετείο οι διεργασίες για τη διαμόρφωση της απόφασης των ενόρκων. Εν τέλει, στην υπόθεση εκείνη, στην οποία αναφέρθηκε πως και η υπόθεση κατά του κατηγορουμένου δεν ήταν γενικά ισχυρή, κρίθηκε πως στη βάση αβεβαιοτήτων που εξηγήθηκαν, δημιουργούνταν αμφιβολίες τόσο από τη σκοπιά της προσέγγισης του θέματος στην έφεση όσο και από τη σκοπιά της επίδρασης την οποία η νέα μαρτυρία θα μπορούσε να είχε στην απόφαση των ενόρκων.

Έχουμε εξετάσει όλα τα δεδομένα και με κανένα τρόπο, κάτω από οποιοδήποτε κριτήριο, δεν δεχόμαστε πως από τα έγγραφα όπως παρουσιάστηκαν, και μόνο, χωρίς οτιδήποτε άλλο ως προς τις συνθήκες και συναφώς τις δυνατότητες δημιουργίας τέτοιας μαρτυρίας ή καταγραφής κατά άλλο τρόπο, όπως επεξηγήθηκε από την εφεσίβλητη, επηρεάζεται το αναμφισβήτητο συμπέρασμα όπως το θεμελίωσε η καταπελτική μαρτυρία στην οποία στηρίχτηκε η καταδίκη του εφεσείοντα. Οι λόγοι έφεσης 18 και 28 που ειδικώς αφορούν στην πιο πάνω μαρτυρία, δεν ευσταθούν.

Η προμελέτη.

Με το λόγο έφεσης 9 ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα του συμπεράσματος της πλειοψηφίας του κακουργιοδικείου πως, από τη μαρτυρία, προέκυπτε ότι οι φόνοι ήταν προμελετημένοι. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναφέρθηκε στη μακρά νομολογία μας πάνω στο θέμα (Ioannides v. The Republic (1968) 2 C.L.R. 169, Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, HadjiSavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37, Παναγή άλλως Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402, Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Αυξεντίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 197). Ό,τι εγείρεται είναι το κατά πόσο οι φόνοι ήταν το αποτέλεσμα της θόλωσης του μυαλού του εφεσείοντα όταν είδε την Άννα και το Γιαννάκη ημίγυμνο στο κρεβάτι ή αν ήταν το αποτέλεσμα προειλημμένης απόφασης την οποία ο εφεσείων εκτέλεσε εν ψυ[*415]χρώ. Η πλειοψηφία αναφέρθηκε στις απειλές κατά του Γιαννάκη από τον εφεσείοντα στο παρελθόν αλλά πρέπει να σημειώσουμε πως, όπως δήλωσε ενώπιόν μας η εφεσίβλητη, δεν ήταν η θέση της ότι ήταν από τότε, από τον Ιούνιο 2006 που, κατά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, ο εφεσείων πήρε την απόφαση να τους σκοτώσει. Αυτή την πρόθεση, κατά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, τη διαμόρφωσε την 31.7.06. Η πλειοψηφία επισημαίνει στη συνέχεια το ελατήριο που είχε ο εφεσείων και τη νηφαλιότητα και ψυχραιμία του πριν τα εγκλήματα. Αφού ξεφούσκωσε τα δυο ελαστικά, μπόρεσε και κοιμήθηκε λίγο μέσα στο αυτοκίνητό του. Περαιτέρω, ήταν ο περίτεχνος τρόπος εισόδου στο διαμέρισμα που έδειχνε προσχεδιασμό αλλά, εν τέλει, και η βεβαιότητα και η βαναυσότητα με την οποία τους μαχαίρωσε, μέχρι θανάτου. Δεν παρέλειψε η πλειοψηφία να αναφερθεί στη διαπίστωση πως το μαχαίρι δεν το είχε μαζί του ο εφεσείων αλλά το πήρε από την κουζίνα του διαμερίσματος. Όμως, κατά την εκτίμησή της, αυτό δεν αναιρούσε το αναμφίβολο συμπέρασμα που προέκυπτε από το σύνολο της μαρτυρίας.

Σε συμφωνία με την εισήγηση του εφεσείοντα θεωρούμε πως δεν προέκυπτε, μάλιστα κατά τον αναμφίβολο τρόπο που απαιτείται, προμελέτη. Ο εφεσείων δεν βρήκε το Γιαννάκη και την Άννα κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα αλλά τους αναζήτησε και αλλού. Και τους αναζητούσε χωρίς να κρατεί όπλο, πάντως μαχαίρι που ήταν και εργαλείο της δουλειάς του. Το ότι τους ξεφούσκωσε τα λάστιχα ως στοιχείο που δείχνει προμελέτη, δημιουργεί ερωτηματικά. Αν ήταν ήδη αποφασισμένος να τους σκοτώσει, μέσα στο διαμέρισμα, προς τι το ξεφούσκωμα και προς τι το ότι αποκοιμήθηκε για λίγο στο αυτοκίνητο. Και ποια μαρτυρία υπήρχε πως γνώριζε καν τον τρόπο εισόδου εκ των προτέρων και ότι ήταν και αυτό μέρος του σχεδίου του; Ο εφεσείων αναφέρθηκε στη νομολογία αναφορικά με την ιδιαίτερη σημασία της μεταφοράς του φονικού όπλου αλλά και ως προς το ότι η βιαιότητα και η βαναυσότητα, όσο και αν μπορεί να είναι στοιχεία σχετικά, δεν μπορεί να είναι καθοριστικά. Το ζήτημα της ύπαρξης ή μη προμελέτης είναι πραγματικό που εξαρτάται από τη σημασία του συνόλου της μαρτυρίας στην κάθε υπόθεση. Ο εφεσείων, στη δήλωσή του που έγινε αποδεκτή, ως βασικό στοιχείο, μαζί με άλλα, για την ενοχή του, ανέφερε πως όταν είδε το κοτσιδάκι της Άννας στο αυτοκίνητο του Γιαννάκη νευρίασε και του «έκατσε» δυο λάστιχα για να μη φύγουν και να του δώσει εξηγήσεις η Άννα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αυτή η ενέργεια του δείχνει ειλημμένη ήδη απόφαση θανάτωσης. Ούτε, βεβαίως, το ότι, στη συνέχεια, όπως δέχθηκε το κακουργιοδικείο, κοιμήθηκε για λίγο στο αυτοκίνητό του και όταν ξύπνησε δεν άντεξε άλλο και εισήλθε στο διαμέρισμα. Είναι η ομόφωνη διαπίστωση του κακουργιοδικείου [*416]πως όταν ο εφεσείων εισήλθε στο διαμέρισμα είδε την Άννα και το Γιαννάκη ημίγυμνο να κοιμούνται στο κρεβάτι. Πήρε τότε μαχαίρι που βρήκε στην κουζίνα και διέπραξε τα αποτρόπαια εγκλήματα. Ο ίδιος είπε, επειδή θόλωσε, και δεν μπορούμε να συμμεριστούμε το συμπέρασμα πως κάτω από τις περιστάσεις προέκυπτε, μάλιστα αναμφίβολα, πως δεν ήταν εκείνη τη στιγμή που αποφάσισε να τους σκοτώσει, υπό το κράτος της φόρτισης που του προκάλεσε το θέαμα, αλλά ότι είχε αποφασίσει να σκοτώσει εκ των προτέρων, δυο ανθρώπους, και εισήλθε γι’ αυτό το λόγο στο διαμέρισμα χωρίς όμως να κρατά φονικό όπλο.

Η εφεσίβλητη αναφέρθηκε ενώπιόν μας και σε ενέργειες του εφεσείοντα μετά τους φόνους όπως το ότι σκούπισε με γάντια, αλλά διερωτώμαστε αν αυτό δεν μπορεί και να συνταιριαστεί με μη προσχεδιασμό. Εκτός αν δεχτούμε πως ο εφεσείων πήγε εκεί για να τους σκοτώσει, τους σκότωσε και άφησε το γενετικό του υλικό σε δυο τόπους. Όπως και οι αναφορές που έγιναν για τις περαιτέρω ενέργειες του για μεταφορά του πτώματος της Άννας από τις σκάλες στο αυτοκίνητό του στο υπόγειο, τη μεταφορά της με το αυτοκίνητό του στον Ασκά και τα άλλα που έγιναν εκεί, όπως τα έχουμε καταγράψει. Αυτά ήταν σημαντικά ως προς την ενοχή για τους φόνους όχι όμως σε σχέση με την προμελέτη. Το συμπέρασμα για την προμελέτη ήταν επισφαλές και ο σχετικός λόγος έφεσης 9 ευσταθεί. Επομένως, η καταδίκη του εφεσείοντα για φόνο εκ προμελέτης παραμερίζεται και, στη βάση των αρχών όπως αυτές εξηγήθηκαν και στην Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αντικαθίσταται με καταδίκη για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Αρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα.

Θα ακούσουμε στη συνέχεια τα μέρη ως προς την ποινή.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο