Προκοπίου Μάμας Κίτας ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 433

(2012) 2 ΑΑΔ 433

[*433]6 Ioυλίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΜΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΚΙΤΑΣ,

Eφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 11/2011)

 

Πυροβόλα όπλα ― Ποινή ― Ο Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμος 2004 (Ν. 113(Ι)/2004) ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης 3½ χρόνων για την κατηγορία της κατοχής πυροβόλου όπλου, και 3½  χρόνων για τη μεταφορά πυροβόλου όπλου ― Υπόμνηση Εφετείου ότι η παράνομη κατοχή όπλων υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία και δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας στους νομιμόφρονες πολίτες, στοιχείο που δεν έχει θέση σε μια Δημοκρατική κοινωνία.

Με την έφεση ο εφεσείων αμφισβήτησε ως έκδηλα υπερβολικές,  ποινές φυλάκισης 3½ χρόνων που του επιβλήθηκαν για την κατηγορία της κατοχής πυροβόλου όπλου, 3½ χρόνων για τη μεταφορά πυροβόλου όπλου, 6 μηνών για την κατηγορία της επίθεσης με πραγματική βλάβη και 4 μηνών για το αδίκημα της απόδρασης από νόμιμη κράτηση.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Ο εφεσείων δεν προσχεδίασε την «επιχείρηση» και αυτό το στοιχείο, της έλλειψης προσχεδιασμού, δεν φαίνεται να σημειώθηκε στην απόφαση του δικαστηρίου. Το επίδικο πιστόλι, δεν ήταν έμφορτο. Ο λόγος που ο εφεσείων πήρε το πιστόλι, δεν ήταν άλλος παρά να βοηθήσει τον αδελφό του ο οποίος βρίσκεται κατάδικος στις κεντρικές φυλακές. 

β) Με κανένα τρόπο, δεν είχε καταδειχθεί ότι ο εφεσείων αποσκοπούσε με την κατοχή του πιστολιού στο να προβεί σε οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια.

[*434]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τα ίδια τα γεγονότα που κατατέθηκαν πρωτοδίκως από την κατηγορούσα αρχή και έγιναν αποδεκτά με σαφή δήλωση του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα, καταφαινόταν ότι ποτέ δεν εκδηλώθηκε πρόθεση του εφεσείοντα να παραδώσει το εν λόγω πιστόλι στην Αστυνομία.

2.  Η άμεση αντίδραση του εφεσείοντα, μετά την εμφάνιση της Αστυνομίας, με το να κρατήσει το πιστόλι και να προσπαθήσει να διαφύγει, ρίχνοντας το σε παρακείμενο χωράφι ενώ βρισκόταν υπό καταδίωξη από αστυνομικό, οδηγούσε σε αντίθετο συμπέρασμα. 

3.  Η κατοχή πιστολιού, έστω και για το λόγο που ανέφερε η συνήγορος του εφεσείοντα ενώπιον του Εφετείου, σίγουρα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα ήταν για καλό σκοπό. Σε μια χώρα όπως η Κύπρος, η οποία, από την ανεξέλεγκτη κατοχή όπλων έχει υποστεί ανεπανόρθωτη καταστροφή, δεν μπορούν παρά τα δικαστήρια να αντικρίζουν αδικήματα αυτής της μορφής με τη δέουσα σοβαρότητα.

4.  Εκ προοιμίου η παράνομη κατοχή όπλου υπονομεύει την έννομη τάξη, δημιουργεί ανασφάλεια και τείνει να οδηγήσει άτομα σε εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας που στοχεύει στην επιβολή του νόμου του ισχυρού, κάτι το οποίο δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να γίνει αποδεκτό σε βάρος των φιλήσυχων και νομιμοφρόνων πολιτών αυτού του κράτους. 

5.  Η επιβληθείσα ποινή με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί  υπερβολική.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας, (1992) 2 Α.Α.Δ. 206

Έφεση κατά της Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Φιλίππου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14905/09), ημερομηνίας 12/1/12.

Κ. Πιερούδη (κα), για τον Εφεσείοντα.

[*435]Ο Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 27 Αυγούστου, 2009, μετά από πληροφορία που δόθηκε προς την Αστυνομία, εντοπίστηκε στο δρόμο Λάρνακας-Δεκέλειας κοντά στο ξενοδοχείο Beau Rivage ο εφεσείων και ένα τρίτο πρόσωπο. Ο εφεσείων θεάθηκε να είχε στην κατοχή του δύο τσάντες. Στη συνέχεια τοποθέτησε μια τσάντα στη θέση του συνοδηγού, του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Προκόπης Προκοπίου και την άλλη στο πίσω μέρος του εν λόγω αυτοκινήτου. Προσεγγίζοντας το αυτοκίνητο οι δύο αστυνομικοί αντιλήφθησαν ότι σ’ αυτό βρισκόταν ένα πιστόλι που ήταν καλυμμένο με ύφασμα. Ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να το παραδώσει και ταυτόχρονα τον πληροφόρησαν ότι βρισκόταν υπό σύλληψη. Ο εφεσείων έσπρωξε τον ένα αστυφύλακα και τράπηκε σε φυγή, κρατώντας το πιστόλι. Καταδιώχθηκε από τον αστυνομικό και τελικώς ακινητοποιήθηκε, αφού στο μεταξύ είχε πετάξει το πιστόλι. Στη συνέχεια, μετά την ακινητοποίηση και σύλληψη του εφεσείοντα, εντοπίστηκε και το πιστόλι στο σημείο που θεάθηκε προηγουμένως να το πετά. Από την ιατρική εξέταση που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι ο εμπλεκόμενος αστυνομικός έφερε εκδορές στην αριστερή πηχιοκαρπική περιοχή και στον δείκτη του δεξιού του χεριού.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω δραστηριότητας και άλλων ενεργειών του εφεσείοντα, που δεν ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας έφεσης, καταχωρήθηκε εναντίον του και του Προκόπη Προκοπίου ποινική υπόθεση με τις πιο κάτω κατηγορίες:

1.  Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Αρθρων 371 του Ποινικού Κώδικα.

2.  Κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, κατά παράβαση των Αρθρων 2 4(1), 51 και 55 του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλου Νόμων του 2004 Ν. 113(Ι)/2004.

3.  Κατοχή εκρηκτικών υλών κατά παράβαση του Αρθρου 4 (1)(ε)(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54.

Τα γεγονότα που συνθέτουν τις κατηγορίες 1, 2 και 3 είχαν, [*436]όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ως ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων την 23 Ιανουαρίου, 2009.

Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν την 4η, 5η, 6η και 7η κατηγορία, αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 27 Αυγούστου, 2009, ήτοι:

4.  Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα,

5.  Κατοχή πυροβόλου όπλου Κατηγορία Β κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4(1), 51 και 55 του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 2004, Ν.113(Ι)/2004.

6.  Μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4(1) 51 και 55 του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 2004, Ν.113(Ι)/2004.

Ο πρώτος κατηγορούμενος αντιμετώπιζε επιπλέον τις πιο κάτω κατηγορίες;

7.  Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα. Και

8.  Απόδραση κρατούμενου από νόμιμη κράτηση κατά παράβαση του Άρθρου 128Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Αρχικώς ο εφεσείων, ως κατηγορούμενος 1, δήλωσε μη παραδοχή στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4 και 7 και παραδέχτηκε τις κατηγορίες 5, 6 και 8. Ο Προκόπης Προκοπίου, τότε κατηγορούμενος 2, δήλωσε μη παραδοχή στις κατηγορίες 1-6 που αντιμετώπιζε. Στις 13 Οκτωβρίου, 2010 ο εφεσείων ζήτησε και άλλαξε απάντηση και στην 7η κατηγορία, δηλώνοντας παραδοχή. Ενόψει αυτής της παραδοχής, οι κατηγορίες εναντίον αμφοτέρων των τότε κατηγορουμένων, 1, 2, 3 και 4 αποσύρθηκαν, όπως επίσης και οι κατηγορίες εναντίον του Προκόπη Προκοπίου, αριθ. 5 και 6.

Κατά το στάδιο της παράθεσης των γεγονότων, είχε δηλωθεί ότι ο εφεσείων είχε μια προηγούμενη καταδίκη (Υπόθεση Aρ. 1579/93), όπου στις 7 Οκτωβρίου, 1993, του επιβλήθηκε ποινή 4 χρόνων φυλάκισης για μεταφορά όπλου χωρίς άδεια κατοχής, 3 χρόνια φυλάκισης για διάρρηξη και κλοπή, και 1 χρόνου φυλάκισης για κακόβουλη ζημιά.

[*437]Ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα είχε αναφερθεί στις προσωπικές συνθήκες του πελάτη του και έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι κατά τον ισχυρισμό του, ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο παγιδεύτηκε, αφού η επιχείρηση της αστυνομίας έγινε μετά από πληροφόρηση που προήλθε από τρίτο πρόσωπο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε ευρεία αναφορά στη νομολογία που διέπει την επιβολή ποινής σε αδικήματα αυτής της μορφής, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως την εισήγηση περί παγιδεύσεως του εφεσείοντα. Επιβλήθηκε δε ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων για την κατηγορία της κατοχής πυροβόλου όπλου (5η κατηγορία), ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων για τη μεταφορά πυροβόλου όπλου, (6η κατηγορία), 6 μήνες φυλάκιση για την κατηγορία της επίθεσης με πραγματική βλάβη (7η κατηγορία) και 4 μήνες φυλάκιση για το αδίκημα της απόδρασης από νόμιμη κράτηση (8η κατηγορία), οι ποινές ήταν συντρέχουσες.

Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση εναντίον των πιο πάνω επιβληθεισών ποινών με το αιτιολογικό ότι ήταν, υπό τας περιστάσεις, έκδηλα υπερβολικός ο χρόνος φυλάκισης.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, ισχυρίστηκε, κατά το στάδιο της συζήτησης της υπόθεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα γεγονότα και δεν τα εκτίμησε ορθά, αφού, κάτω από τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ήταν έκδηλο ότι αυτά συνιστούσαν παγίδευση, από πλευράς αστυνομίας. Στοιχείο το οποίο, όπως σημειώσαμε, είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Στη συζήτηση είχε διαφανεί ότι υπήρχε μια διαφορά εκτίμησης, ως προς τη σημασία των λεχθέντων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με το θέμα αυτό. Η υπόθεση αναβλήθηκε και δόθηκαν οδηγίες για ετοιμασία όλων των πρακτικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των αγορεύσεων που έγιναν από τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντα.

Κατά την επόμενη εμφάνιση η ευπαίδευτη συνήγορος, αφού μελέτησε τα πρακτικά, εγκατέλειψε την εισήγηση περί παγίδευσης και περιορίστηκε στο να προβάλει τα επιχειρήματα της αναφορικά με το ύψος της επιβληθείσας ποινής. Η κα. Πιερούδη υποστήριξε ότι ο εφεσείων δεν προσχεδίασε την «επιχείρηση» και αυτό το στοιχείο, της έλλειψης προσχεδιασμού, δεν φαίνεται να σημειώθηκε στην απόφαση του δικαστηρίου. Ένα άλλο σημείο που πρόβαλε ήταν ότι, το εν λόγω πιστόλι, δεν ήταν έμφορτο. Έγινε εκτενής αναφορά από τη συνήγορο στο λόγο, για τον οποίο ο εφεσείων πήρε το εν λόγω πιστόλι, που δεν ήταν άλλος παρά να βοηθήσει τον αδελφό του οποίος βρίσκεται κατάδικος στις κεντρικές φυλακές. 

[*438]Με κανένα τρόπο, υποστήριξε, η κα. Πιερούδη, δεν έχει καταδειχθεί ότι ο εφεσείων αποσκοπούσε με την κατοχή του πιστολιού στο να προβεί σε οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια. Ήταν κατέληξε, επί του προκειμένου, μια ανθρώπινη προσπάθεια να βοηθήσει τον αδελφό του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε την απόφαση στο σύνολο της, τονίζοντας ιδιαιτέρως ότι σε κανένα σημείο της εξέλιξης των γεγονότων της υπόθεσης δεν έχει διαφανεί ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν να παραδώσει το εν λόγω πιστόλι στην Αστυνομία. Αντίθετα, η όλη δομή των γεγονότων οδηγούν σε αντίθετο συμπέρασμα.

Πρέπει από την αρχή να σημειώσουμε ότι από τα ίδια τα γεγονότα που κατατέθηκαν από την κατηγορούσα αρχή και έγιναν αποδεκτά με σαφή δήλωση του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα, καταφαίνεται ότι ποτέ δεν εκδηλώθηκε πρόθεση του εφεσείοντα να παραδώσει το εν λόγω πιστόλι στην Αστυνομία. Συμφωνούμε με την εισήγηση της συνηγόρου της Δημοκρατίας ότι η άμεση αντίδραση του εφεσείοντα, μετά την εμφάνιση της Αστυνομίας, με το να κρατήσει το πιστόλι και να προσπαθήσει να διαφύγει, ρίχνοντας το δε σε παρακείμενο χωράφι ενώ βρισκόταν υπό καταδίωξη από αστυνομικό, σαφώς οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα.

Το πιο κάτω σκεπτικό που προβάλλεται στην πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με αδικήματα κατοχής και μεταφοράς πυροβόλο όπλου, είναι κατά την άποψή μας, ορθό και το παραθέτουμε αυτούσιο.

«Η διάπραξη των αδικημάτων που σχετίζονται με την κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων είναι από τα πιο σοβαρά της ποινικής μας νομοθεσίας και αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό τόσο από τις προβλεπόμενες ποινές όσο και από τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία ως εκ της φύσης τους εμπεριέχουν τον κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας συνανθρώπων μας, της ζωής τους ή εκφοβισμού τους και ως εκ τούτου οι ποινές οι οποίες θα πρέπει να επιβάλλονται θα πρέπει να εμπεριέχουν τον αποτρεπτικό τους χαρακτήρα ενόψει των κινδύνων που ενέχει η παράνομη κατοχή και μεταφορά τους αλλά και τις δοκιμασίες στις οποίες έχει εκτεθεί η κυπριακή κοινωνία από την παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. σελ. 206: «Η παράνομη κατοχή όπλων υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία και δημιουρ[*439]γεί αίσθημα ανασφάλειας στους νομιμόφρονες πολίτες, στοιχείο που δεν έχει θέση σε μια Δημοκρατική κοινωνία».

Η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία έχει παραδεχθεί ο εφεσείων και ιδιαιτέρως τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου, Κατηγορίας Β, καταφαίνεται και από την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή. (Άρθρο 51 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 2004 (Ν.113(Ι)/2004). Ήτοι, ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις €42.715,04 ή σε αμφότερες τις ποινές, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας δήμευσης ή καταστροφής του όπλου.

Η κατοχή πιστολιού, έστω και για το λόγο που ανέφερε η συνήγορος του εφεσείοντα ενώπιόν μας, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα ήταν για καλό σκοπό. Σε μια χώρα όπως η Κύπρος, η οποία, από την ανεξέλεγκτη κατοχή όπλων έχει υποστεί ανεπανόρθωτη καταστροφή, δεν μπορούν παρά τα δικαστήρια να αντικρίζουν αδικήματα αυτής της μορφής με τη δέουσα σοβαρότητα.

Εκ προοιμίου η παράνομη κατοχή όπλου υπονομεύει την έννομη τάξη, δημιουργεί ανασφάλεια και τείνει να οδηγήσει άτομα σε εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας που στοχεύει στην επιβολή του νόμου του ισχυρού, κάτι το οποίο δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να γίνει αποδεκτό σε βάρος των φιλήσυχων και νομιμοφρόνων πολιτών αυτού του κράτους.

Η επιβληθείσα ποινή με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι υπερβολική, και η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχία.

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο