Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δ.Κ. (2012) 2 ΑΑΔ 440

(2012) 2 ΑΑΔ 440

[*440]9 Ιουλίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

Δ.Κ.

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6/2011)

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Επικύρωση κατ’ έφεση αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ― Οι λόγοι έφεσης δεν θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα επηρέαζαν τη σαρωτική κρίση του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας η οποία και δεν εφεσιβλήθηκε.

Δίκαιη δίκη ― Πότε η στα πλαίσια της αρχής της δίκαιης δίκης, είναι ανεπίτρεπτη επιπρόσθετη μαρτυρία πέραν του Κατηγορητηρίου.

Έφεση ― Κατά πόσον έφεση ήταν αχρείαστη δεδομένου του γεγονότος ότι η εφεσιβληθείσα απόφαση ουδόλως βασίστηκε στα θέματα που έθιγαν οι λόγοι έφεσης.

Με την έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε αθωωτική απόφαση σε ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον του Εφεσίβλητου σε σχέση με σεξουαλικά αδικήματα κατά της κόρης του που κατά το κατηγορητήριο είχαν διαπραχθεί μεταξύ των ετών 1994 και 2002, όταν εκείνη ήταν ηλικίας 8 και 16 ετών.

Το κακουργιοδικείο προέβη στη συγκεκριμένη κατάληξη αφού έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία  της παραπονουμένης. Ως προς δε τη μαρτυρία τριών ειδικών, το Κακουργιοδικείο απεφάνθη μεταξύ άλλων ότι η εντύπωση που αποκόμισε από τους τρεις αυτούς μάρτυρες ήταν ότι προσπάθησαν να εντάξουν την περίπτωση της παραπονούμενης στα προδιαγεγραμμένα κριτήρια, παρά να εξηγήσουν κατά τρόπο πειστικό και επιστημονικά εμπεριστατωμένο την κατάσταση της παραπονούμενης.

[*441]Το Κακουργιοδικείο σχολίασε και το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κλήτευσε ως μάρτυρα πρόσωπο με το οποίο η παραπονούμενη είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις και το οποίο είχε δώσει κατάθεση. Το Κακουργιοδικείο, αν και υπέδειξε ότι ο χειρισμός της εκπροσώπου της Δημοκρατίας να μην τον καλέσει, δεν ήταν «ενδεδειγμένος και ακριβοδίκαιος», εκφράζοντας την απαρέσκεια του για αυτόν, δεν έδωσε περαιτέρω διάσταση στο θέμα σε σχέση με το δίκαιο της δίκης, αποφαινόμενο  πως ενόψει της διαπίστωσης για την αναξιοπιστία της παραπονούμενης, ο μη ενδεδειγμένος χειρισμός που έκανε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δεν είχε ουσιαστική επίδραση στη διαδικασία και κατά συνέπεια δεν ετίθετο θέμα να εξεταστεί ζήτημα μη δίκαιης δίκης.

Η έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα δεν προσέβαλε την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία.

Με τους λόγους έφεσης υποστηρίχθηκε ότι:

Πρώτος λόγος έφεσης.

Ήταν εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να είχε παρουσιάσει και τη μαρτυρία προσώπου που είχε δώσει κατάθεση και η οποία δεν συνήδε με την υπόθεση της, στα πλαίσια της υποχρέωσης της για δίκαιη παρουσίαση της υπόθεσης της, χωρίς όμως να καλέσει τη Δημοκρατία να παρουσιάσει το πρόσωπο αυτό ως μάρτυρα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Προκαλούσε έκπληξη το ότι η έφεση ήγειρε αυτό το θέμα, αφού η απόφαση ουδόλως βασίστηκε στο θέμα του μη κλητευθέντος μάρτυρα, είτε ως προς τη δίκαιη δίκη είτε ως προς την αξιοπιστία, παρά μόνο, όπως το Κακουργιοδικείο παρατήρησε, στην αναξιοπιστία της παραπονουμένης ώστε το θέμα του εν λόγω μάρτυρα να μην είχε οποιαδήποτε επίδραση επί του αποτελέσματος.

2.  Το Κακουργιοδικείο ορθώς υπέδειξε τις υποχρεώσεις του κατήγορου, υποχρεώσεις που πρέπει να είναι βίωμα των φορέων της δίκης αφού ο συνταγματικός σκοπός είναι η δίκαιη διεξαγωγή της και όχι το μονόπλευρο συμφέρον. Μόνο έτσι μορφώνεται το επίπεδο της δικαιοσύνης το οποίο τόσο η παράδοση του νομικού μας συστήματος όσο και τα συνταγματικά θέσμια μας επιβάλλουν να κρατούμε.

[*442]Δεύτερος λόγος έφεσης.

Ήταν εσφαλμένη άλλη ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία απερρίφθη αίτημα της Δημοκρατίας για κλήτευση δύο περαιτέρω μαρτύρων, μίας κλινικής παιδοψυχολόγου και ενός νευρολόγου. 

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν μπορούσε να υπάρξει έδαφος για παρέμβαση. Ήταν ορθή η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και ήταν αποδοκιμαστέα η  επαναλαμβανόμενη προσπάθεια εισαγωγής νέας μαρτυρίας πέραν του κατηγορητηρίου προς πλήρωση υποτιθέμενων κενών. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, αντανακλούσε πλήρως τη συνέπεια προς την αρχή της δίκαιης δίκης που πρέπει να διέπει την όλη διαδικασία.

2.  Πέραν τούτου δε, και ανεξαρτήτως της διάστασης της δίκαιης δίκης, δεν προέκυπτε πώς η μαρτυρία που επιδιώχθηκε να προσκομισθεί θα μπορούσε να βοηθούσε έστω και κατ’ ελάχιστο την υπόθεση της Δημοκρατίας.

3.  Εξ άλλου, το Κακουργιοδικείο ήδη υπέδειξε ότι η μαρτυρία των άλλων ειδικών που ήταν ενώπιον του δεν βοηθούσε την υπόθεση ούτε ανέτρεπε την κρίση του περί του εκ βάθρων αναξιόπιστου της μαρτυρίας.

Τρίτος λόγος έφεσης.

Ήταν εσφαλμένη η άρνηση του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει την προσθήκη μάρτυρα κατηγορίας ο οποίος θα κατέθετε ως προς τα γραπτά μηνύματα στο τηλέφωνο της παραπονούμενης σε σχέση με τη θεία της.

Αποφασίστηκε ότι:

Πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο αρνήθηκε να επιτρέψει την προσθήκη εφ’ όσον θα παραβιαζόταν η αρχή της δίκαιης δίκης. Εξ άλλου, και πάλι, η μαρτυρία αυτή, αναγόμενη ουσιαστικά σε λεπτομέρεια, δεν θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα επηρέαζε τη σαρωτική κρίση του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*443]Έφεση κατά της Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Πρ.Ε.Δ., Παρασκευαΐδου, - Καρακάννα, Α.Ε.Δ., Γερολέμου Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5418/09), ημερομηνίας 30/12/10.

Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το 2009 κατεχωρήθη κατηγορητήριο εναντίον του Εφεσίβλητου σε σχέση με σεξουαλικά αδικήματα κατά της κόρης του Μ. μεταξύ των ετών 1994 και 2002, όταν εκείνη ήταν ηλικίας 8 και 16 ετών αντιστοίχως. Η Μ. δεν έκανε ουδεμία αναφορά για τα καταλογιζόμενα στον πατέρα της τότε ούτε ακόμα και μέχρι το 2007 (τότε 20 ετών), οπότε και μίλησε σχετικά σε φίλη της στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε. Όταν το 2008 η μητέρα της, η οποία πληροφορήθηκε μέσω άλλης φίλης για το τι είχε πει η Μ., ερώτησε τη Μ. σχετικά, αυτή αρνήθηκε τα πάντα. Ούτε τότε υπήρξε καταγγελία, αλλά ούτε και αργότερα, όταν η Μ. κατήγγειλε τον πατέρα της για βίαιη συμπεριφορά. Όταν η μητέρα της άρχισε διαδικασία διαζυγίου περί τα τέλη του 2008, η Μ. προβληματίσθηκε και μίλησε σχετικά στη θεία της. Σε εμπλοκή ευρίσκετο τότε το θέμα της κηδεμονίας των μικρών αδελφιών της και τελικά η Μ., υπό την πίεση της θείας της και άλλων συγγενών και εφ’ όσον ο πατέρας της δεν συναινούσε να παραιτηθεί από τα παιδιά, κατάγγειλε τον πατέρα της.

Η Μ. ήταν βεβαίως η βασική μάρτυρας κατηγορίας. Μαρτυρία έδωσε και η θεία της, ο υιός της και μία άλλη κόρη του Εφεσίβλητου, η Λ., όπως και η μητέρα της Μ. Υπήρξε επίσης μαρτυρία από μία ψυχίατρο, μία κλινική ψυχολόγο και ένα ψυχολόγο, ενώ υπήρξαν και τρεις εκθέσεις νευρολόγων και παιδοψυχιάτρου. Μαρτυρία έδωσε και ο Εφεσίβλητος, αρνούμενος κάθε καταλογιζόμενη σε αυτόν ενέργεια και παραπέμποντας στον εκβιασμό που δέχθηκε από τη Μ. και τη Λ. αναφορικά με το θέμα του διαζυγίου, της διατροφής και της κηδεμονίας των παιδιών, εφ’ όσον η Μ. τον απείλησε ότι αν δεν συναινούσε σε αυτά θα τον κατάγγελλε ότι είχε βιάσει εκείνη και τη Λ.

[*444]Το Κακουργιοδικείο, σε μια απόφαση που το μήκος της αντιστοιχεί προς την ευρύτητα και την πληρότητα διάγνωσης της υπόθεσης, εξετάζοντας εξαντλητικά κάθε πτυχή της μαρτυρίας της Μ. την έκρινε πλήρως αναξιόπιστη. Εντόπισε, αφ’ ενός, το μη εύλογο των ισχυρισμών της σε συνάρτηση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο σπίτι, την παντελή απουσία μαρτυρίας που θα καταδείκνυε ότι η μητέρα ή τα άλλα παιδιά είχαν έστω αντιληφθεί οτιδήποτε, και την παράλειψη της Μ. να αναφέρει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε για τόσα χρόνια. Και αφ’ ετέρου την εγγενή αδυναμία και αντιφάσεις και υπεκφυγές της ίδιας της Μ. που περιλάμβαναν την άρνηση προς τη μητέρα της και τις συνθήκες υπό τις οποίες μίλησε στη θεία της. Το Κακουργιοδικείο ενδιέτριψε και στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε τελικά η καταγγελία, οι οποίες εσυνδέοντο αμέσως και ευθέως με το θέμα του διαζυγίου και την επίδραση και πίεση της θείας και των άλλων συγγενών. Διαπίστωσε μάλιστα ότι και η μαρτυρία της θείας και του υιού της δεν ήταν απλώς εξ ίσου αναξιόπιστη όπως εκείνη της Μ. αλλά και είχαν συντονιστεί, ενώ αναξιόπιστη ήταν και η μαρτυρία της Λ., η δε μαρτυρία της μητέρας όχι μόνο δεν προσέθετε στην υπόθεση της Δημοκρατίας αλλά καταδείκνυε ότι δεν είχε αντιληφθεί οτιδήποτε. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης. Λίγο πριν από το πέρας της υπόθεσης, η Μ. κατήγγειλε ότι βρήκε τον Εφεσίβλητο στο διαμέρισμα της και εκείνος της επετέθη σεξουαλικώς και άλλως. Καταγγέλλοντας τούτο στην Αστυνομία πέντε μέρες μετά, η υπόθεση διερευνήθηκε και διαπιστώθηκε ότι, κατά το χρόνο που η Μ. είχε αναφέρει, ο μεν Εφεσίβλητος είχε άλλοθι η δε Μ. είχε διενεργήσει τηλεφωνήματα από άλλο μέρος (στην Αγία Νάπα), οπότε βεβαίως δεν εδόθη συνέχεια. Η αστυνομία μάλιστα έθεσε το θέμα των τηλεφωνημάτων από την Αγία Νάπα στη Μ. και αυτή απάντησε ότι δεν θυμόταν αν ήταν εκεί, ούτε ήταν βέβαιη ότι τα εγκαύματα που ισχυρίσθηκε ότι προκλήθησαν από τον Εφεσίβλητο όντως είχαν προκληθεί από εκείνον. Και δέχθηκε ότι σε διάστημα δύο ημερών είχε καταναλώσει ψυχοφάρμακα που θα έπρεπε να είχε καταναλώσει σε επτά ημέρες. Το Κακουργιοδικείο, υποδεικνύοντας ότι η αναξιοπιστία της Μ. είχε ήδη κριθεί ανεξαρτήτως τούτου, παρατήρησε ότι η περίπτωση αυτή επιβεβαίωνε την προηγηθείσα διαπίστωση της αναξιοπιστίας της, κάνοντας ειδική αναφορά σε δήλωση της ίδιας της Μ. ότι «μπορεί να προσποιηθεί τα πάντα στο ζήτημα του σεξ».

Ως προς τη μαρτυρία των τριών ειδικών, το Κακουργιοδικείο απεφάνθη ως εξής:

«Γενικά η εντύπωση που αποκομίσαμε από τους τρεις αυ[*445]τούς μάρτυρες ήταν ότι προσπάθησαν να εντάξουν την περίπτωση της παραπονούμενης στα προδιαγραμμένα κριτήρια, παρά να μας εξηγήσουν κατά τρόπο πειστικό και επιστημονικά εμπεριστατωμένο την κατάσταση της παραπονούμενης. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να δεχθούμε την άποψη τους ότι η παραπονούμενη παρουσιάζει διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα αποδεχόμασταν την θέση αυτή, θα έπρεπε περαιτέρω να πεισθούμε ότι το ψυχοτραυματικό γεγονός του παρελθόντος είναι τα όσα σήμερα η παραπονούμενη αποδίδει στον κατηγορούμενο.»

Και για τις εκθέσεις των νευρολόγων και του παιδοψυχιάτρου είπε:

«Τα όσα αναφέρονται στις εκθέσεις για την πνευματική κατάσταση της παραπονούμενης αφορούν βέβαια σε προηγούμενο χρόνο. Όμως, θα πρέπει παράλληλα να λάβουμε υπόψη τη μαρτυρία για τα πρόσφατα ψυχιατρικά προβλήματα για τα οποία μάλιστα η κατηγορούμενη είχε νοσηλευθεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Βέβαια, το να λάβουμε υπόψη μας τα στοιχεία αυτά δεν εξυπακούει ότι η προσέγγιση μας είναι πως η μαρτυρία ενός ανθρώπου με τέτοιας φύσεως προβλήματα δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η σημασία είναι ότι, τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να μας καταστήσουν ιδιαίτερα προσεχτικούς για την τυχόν αποδοχή της μαρτυρίας της, έστω και αν, κατά τα άλλα, η πρώτη μας εντύπωση θα ήταν θετική.»

Το Κακουργιοδικείο σχολίασε και το γεγονός ότι η Δημοκρατία δεν κλήτευσε ως μάρτυρα τον Π., με τον οποίο η Μ. είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις όταν ήταν στην Γ΄ Γυμνασίου και ο οποίος είχε δώσει κατάθεση στην οποία ανέφερε ότι, όταν έκαναν σεξ για πρώτη φορά, αντελήφθη ότι η Μ. ήταν παρθένα, όπως και εκείνη του είχε πει, που βεβαίως αντιστρατεύετο ευθέως τις κατηγορίες για βιασμό. Το Κακουργιοδικείο, αν και υπέδειξε ότι ο χειρισμός της εκπροσώπου της Δημοκρατίας να μην καλέσει τον Π. δεν ήταν «ενδεδειγμένος και ακριβοδίκαιος», εκφράζοντας την απαρέσκεια του για αυτόν, δεν έδωσε περαιτέρω διάσταση στο θέμα σε σχέση με το δίκαιο της δίκης, λέγοντας:

«Ενόψει όμως, της καθαρής, παρά το ότι δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε την μαρτυρία του Πέτρου, διαπίστωσης μας, για την αναξιοπιστία της παραπονούμενης, ο μη ενδεδειγμένος χειρισμός που έκανε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δεν έχει ουσιαστική επίδραση στη διαδικασία και κατά συνέ[*446]πεια δεν τίθεται θέμα να εξετάσουμε ζήτημα μη δίκαιης δίκης.»

Η έφεση δεν προσβάλλει την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία. Έχει μόνο δύο βάσεις, η μία από τις οποίες είναι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο θέμα του Π., και δη ενδιάμεση απόφαση του με την οποία έκρινε ότι η Δημοκρατία όφειλε να είχε παρουσιάσει και τη μαρτυρία του Π., που δεν συνήδε με την υπόθεση της, στα πλαίσια της υποχρέωσης της για δίκαιη παρουσίαση της υπόθεσης της, χωρίς όμως να καλέσει τη Δημοκρατία να παρουσιάσει τον Π. ως μάρτυρα παρά μόνο αφήνοντας την παράλειψη να εξετασθεί στο σύνολο της υπόθεσης ως θέμα δίκαιης δίκης – θέμα στο οποίο, όπως προκύπτει από το απόσπασμα που παραθέσαμε, δεν υπεισήλθε τελικώς αφού ήταν αχρείαστο. Όπως βεβαίως αχρείαστη είναι και η έφεση ως προς την ενδιάμεση απόφαση. Μας εξέπληξε το ότι η έφεση ήγειρε αυτό το θέμα, αφού η απόφαση ουδόλως εβασίσθη στο θέμα του Π., είτε ως προς τη δίκαιη δίκη είτε ως προς την αξιοπιστία, παρά μόνο, όπως το Κακουργιοδικείο παρετήρησε, στην αναξιοπιστία της Μ. ώστε το θέμα του Π. να μην είχε οποιαδήποτε επίδραση επί του αποτελέσματος. Ούτε, βεβαίως, εκρίθη η αναξιοπιστία της Μ. σε συνάρτηση με το θέμα του Π. Αν η Δημοκρατία εθίγη από την εκφρασθείσα απαρέσκεια του Κακουργιοδικείου ως προς το χειρισμό του θέματος του Π. από την εκπρόσωπό της, που ασφαλώς δεν ήταν ενδεδειγμένος και ακριβοδίκαιος, έχει μόνο εαυτήν να μέμφεται. Το Κακουργιοδικείο ορθώς υπέδειξε τις υποχρεώσεις του κατήγορου, υποχρεώσεις που πρέπει να είναι βίωμα των φορέων της δίκης αφού ο συνταγματικός σκοπός είναι η δίκαιη διεξαγωγή της και όχι το μονόπλευρο συμφέρον. Μόνο έτσι μορφώνεται το επίπεδο της δικαιοσύνης το οποίο τόσο η παράδοση του νομικού μας συστήματος όσο και τα συνταγματικά θέσμια μας επιβάλλουν να κρατούμε.

Άνευ ερείσματος είναι και η δεύτερη βάση της έφεσης. Αυτή αφορά άλλη ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία απερρίφθη αίτημα της Δημοκρατίας για κλήτευση δύο περαιτέρω μαρτύρων, μίας κλινικής παιδοψυχολόγου και ενός νευρολόγου. Η πρώτη, που δεν είχε εξετάσει τη Μ., θα κατέθετε γενικώς για τις αντιδράσεις ενός παιδιού το οποίο ισχυρίζεται ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση. Ο δεύτερος, που θα εξέταζε τη Μ. για να δώσει μαρτυρία προσεχώς, εθεωρήθη αναγκαίος λόγω ερωτήσεων που αφορούσαν το κατά πόσο η Μ. είχε εξετασθεί από νευρολόγο. Το Κακουργιοδικείο, παρατηρώντας ότι αρχικώς το κατηγορητήριο περιλάμβανε εννέα μάρτυρες και στην πορεία προσετέθησαν άλλοι τέσσερις σε δύο περιπτώσεις, είπε τα ακόλουθα:

[*447]«Η ανάγκη της μαρτυρίας της κας Βίζακου έχει ρητά προσδιοριστεί με αναφορά στις αντιδράσεις ενός παιδιού που ισχυρίζεται ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση. Γι’αυτή την πτυχή έδωσαν ήδη μαρτυρία οι άλλοι μάρτυρες, χωρίς μάλιστα να αντεξεταστούν ως προς τις γενικές πτυχές του θέματος. Ασφαλώς δε, η μαρτυρία της κας Βίζακου θα είναι επί των γενικών πτυχών, εφόσον δεν έχει εξετάσει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η κα Χ"Αθανασίου ανέφερε βέβαια επί τούτου ότι η κα Βίζακου είναι κλινική ψυχολόγος με ειδικότητα στα παιδιά, ενώ η κα Καλιβωκά, ψυχίατρος. Όμως, εκτός των όσων έχουμε υποδείξει αμέσως προηγουμένως, ήταν εξ αρχής γνωστό στην κατηγορούσα αρχή ότι η παραπονούμενη κατά τον χρόνο των κατ’ ισχυρισμόν αδικημάτων ήταν παιδικής ηλικίας. Συνεπώς, εάν θα ήταν αναγκαία η μαρτυρία παιδοψυχολόγου, αυτό μπορούσε να είναι φανερό εξ αρχής.

Ούτε η ανάγκη μαρτυρίας νευρολόγου έχει εξηγηθεί επαρκώς.  Το εάν ρωτήθηκε ένας προηγούμενος μάρτυρας για το κατά πόσο η παραπονούμενη εξετάστηκε από νευρολόγο, δεν καθιστά αναγκαία την επιπρόσθετη μαρτυρία νευρολόγου. Εξάλλου και αυτό το θέμα ήταν εξ αρχής στα υπόψιν της κατηγορούσας αρχής εφόσον σε έκθεση που η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε (τεκμήριο 5) αναφέρεται ότι η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε νευρολογική εξέταση και καταγράφονται με λεπτομέρεια τα πορίσματα κάτω από τον τίτλο «Neurological Examination». Στο τεκμήριο 6 που επίσης η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε γίνεται και πάλι αναφορά σε νευρολογική εξέταση της παραπονούμενης.

Βέβαια, δεν είναι έργο του δικαστηρίου να αποκλείσει μαρτυρία επειδή θεωρεί ότι είναι αχρείαστη ή επειδή θεωρεί πως η άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας της κατηγορούσας αρχής δεν γίνεται κατά τρόπο παραγωγικό ή χρήσιμο. Εκείνο που θεωρούμε ότι ενεργοποιεί την δική μας εξουσία και υποχρέωση για παρέμβαση είναι η ανησυχία που εκφράζει η υπεράσπιση. Η ανησυχία αυτή κρίνεται εύλογη. Σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, για τέταρτη φορά η κατηγορούσα αρχή επιχειρεί να προσθέσει μάρτυρες. Έχει ήδη δώσει τη μαρτυρία της η παραπονούμενη, οι προηγούμενοι ψυχολόγοι και η ψυχίατρος. Είναι ορατός ο κίνδυνος να προκύψουν αναφορές και ζητήματα τα οποία η υπεράσπιση δεν είχε υπόψη της όταν αντεξέταζε την παραπονούμενη και τους άλλους μάρτυρες και δεν θα έχει πλέον την ευκαιρία να τους αντεξετάσει.

[*448]Αυτό θα δημιουργούσε ένα αχρείαστο και άδικο κίνδυνο για τον κατηγορούμενο ενώ, ως άνω, ήταν ευλόγως ευχερές για την κατηγορούσα αρχή να προδιαγράψει τα πλαίσια όπως τώρα επιχειρεί να το πράξει εξ αρχής.

Πέραν τούτου, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το εγχείρημα της κατηγορούσας αρχής αναπόδραστα θα επιφέρει αίτημα για αναβολή εφόσον ο κ. Ιωάννου δεν έχει καν εξετάσει την παραπονούμενη. Ενώ, για την κα Βίζακου που είναι παρούσα ο κ. Ταμπούρλας έχει δηλώσει πως σε περίπτωση που θα κληθεί σαν μάρτυρας θα είναι αναγκασμένος να ζητήσει αναβολή για να μπορέσει να την αντεξετάσει. Τέτοιο αίτημα βέβαια θα ήταν δικαιολογημένο. Συνεπώς, λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη ότι η προσαγωγή περαιτέρω επιπρόσθετης μαρτυρίας θα προκαλέσει και πάλι αναβολή και νέα καθυστέρηση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τα πράγματα.

Ως εκ των άνω θεωρούμε πως στα πλαίσια της αρχής της δίκαιης δίκης δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε επιπρόσθετη μαρτυρία ή με άλλα λόγια θα πρέπει να αποκλείσουμε την σκοπούμενη επιπρόσθετη μαρτυρία. Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε διαδικασία τέτοια που να οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστέρηση για λόγους που αφορούν την υπεράσπιση.»

Δεν μπορεί να υπάρχει έδαφος για παρέμβαση μας με την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του και αποδοκιμάζουμε την επαναλαμβανόμενη προσπάθεια εισαγωγής νέας μαρτυρίας πέραν του κατηγορητηρίου προς πλήρωση υποτιθέμενων κενών. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, την οποία παραθέσαμε σε έκταση, αντανακλά πλήρως τη συνέπεια προς την αρχή της δίκαιης δίκης που πρέπει να διέπει την όλη διαδικασία. Πέραν τούτου δε, και ανεξαρτήτως της διάστασης της δίκαιης δίκης, δεν βλέπουμε πώς η μαρτυρία που επιδιώχθηκε να προσκομισθεί θα μπορούσε να βοηθούσε έστω και κατ’ ελάχιστο την υπόθεση της Δημοκρατίας. Έχουμε παραθέσει σε έκταση τη μαρτυρία και την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στην αξιολόγησή της. Η αθώωση ήταν το αποτέλεσμα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου ως προς το πλήρως αναξιόπιστο της μαρτυρίας της Μ. και των συγγενών της που την υποστήριζαν. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να υποτίθεται, όπως είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία, ότι η μαρτυρία της κλινικής παιδοψυχολόγου, που δεν θα εξέταζε καν τη Μ. και απλώς θα κατέθετε γενικώς για τις αντιδράσεις ενός παιδιού που ισχυρίζεται [*449]ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση, θα μπορούσε να είχε οποιαδήποτε επίδραση στην κρίση του Κακουργιοδικείου επί της θεμελιακής αξιοπιστίας της Μ., κρίση η οποία εβασίσθη, μέσα από μία υποδειγματικά εμπεριστατωμένη ανάλυση, επί του συνόλου της ίδιας της μαρτυρίας. Εξ άλλου, το Κακουργιοδικείο ήδη υπέδειξε ότι και η μαρτυρία των άλλων ειδικών που ήταν ενώπιον του δεν βοηθούσε την υπόθεση ούτε ανέτρεπε την κρίση του περί του εκ βάθρων αναξιόπιστου της μαρτυρίας. Με δεδομένο το έτσι εγγενώς αναξιόπιστο της υπόθεσης, η προσπάθεια διάσωσης της μέσω τέτοιας μαρτυρίας προσομοιάζει προς προσπάθεια ναυαγού να κρατηθεί από ένα σπίρτο και αποδίδει στην έφεση χρώμα πεισματικής εμμονής σε μια υπόθεση που εκ των ένδον κατεδικάσθη σε αποτυχία. Αυτά βεβαίως ισχύουν έτι περαιτέρω και για τη μαρτυρία του νευρολόγου.

Παράπονο διατυπώνεται και για την άρνηση του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει την προσθήκη μάρτυρα κατηγορίας ο οποίος θα κατέθετε ως προς τα γραπτά μηνύματα στο τηλέφωνο της Μ. σε σχέση με τη θεία της. Πολύ ορθά όμως το Κακουργιοδικείο αρνήθηκε να επιτρέψει την προσθήκη εφ’ όσον θα παρεβιάζετο η αρχή της δίκαιης δίκης. Εξ άλλου, και πάλι, η μαρτυρία αυτή, αναγόμενη ουσιαστικά σε λεπτομέρεια, δεν θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα επηρέαζε τη σαρωτική κρίση του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο