Κρασοπούλης Αναστάσιος και άλλοι ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 450

(2012) 2 ΑΑΔ 450

[*450]9 Ιουλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 119/2012)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 122/2012)

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 123/2012)

ΕΛΕΝΑ ΣΚΟΡΔΕΛΗ,

Εφεσείουσα,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 124/2012)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

[*451]ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 119/2012, 122/2012, 123/2012, 124/2012)

 

Ποινική Δικονομία ― Απόλυση υποδίκων με εγγύηση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για απόλυση με εγγύηση, υποδίκων κατηγορουμένων για φόνο εκ προμελέτης.

Ποινική Δικονομία ― Απόλυση υποδίκων με εγγύηση ― Άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Η εναρμόνιση με τη νομολογία του ΕΔΑΔ ― Ο πιθανός κίνδυνος διαφυγής υπόδικου υπολογίζεται στη βάση διαφόρων νομολογημένων παραγόντων, η συρροή των οποίων δεν είναι απαραίτητη.

Ποινική Δικονομία ― Απόλυση υποδίκων με εγγύηση ― Η απόφαση διαφυγής προς αποφυγή των συνεπειών πιθανής καταδίκης δεν είναι εύκολη όταν μάλιστα υπάρχουν ισχυροί δεσμοί οι οποίοι συνδέουν τον υπόδικο με τον τόπο όπου μονίμως διαμένει ― Όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο ποτέ δεν πρέπει να αποκλείεται ― Εκεί όπου η προβλεπόμενη ποινή είναι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο εφόσον η σκέψη για διαφυγή μπορεί να επενεργήσει ως δέλεαρ αποφυγής της ισόβιας φυλάκισης.

Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν κατηγορίες για σοβαρά ποινικά αδικήματα με βασικότερη τη συνωμοσία προς διάπραξη φόνου και βρίσκονταν υπό κράτηση εκκρεμούσης της δίκης τους. Με την έφεση στράφηκαν εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για απόλυση με εγγύηση.

Οι εφεσείοντες αφότου συνελήφθησαν από την Αστυνομία σχετικά με την υπόθεση φόνου του Άντη Χατζηκωστή, τελούσαν υπό κράτηση αρχικά ως ύποπτοι για το φόνο και μετέπειτα, ως υπόδικοι/κατηγορούμενοι για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Στο στάδιο που οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτημα για απόλυση με εγγύηση, η Κατηγορούσα Αρχή είχε κλείσει την υπόθεσή της και οι εφεσείοντες είχαν κληθεί σε απολογία.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων αποφαινόμενο κατόπιν στάθμισης των σχετικών παραγόντων, ότι η απόλυση των εφεσειόντων με εγγύηση ενείχε τον ίδιο κίνδυνο διαφυγής που υπήρχε εξ αρχής.

[*452]Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Οι λόγοι, στη βάση των οποίων εγκρίθηκε το αρχικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για να τεθούν οι πελάτες τους υπό κράτηση εκκρεμούσης της δίκης, είχαν εκλείψει και μεταβληθεί σημαντικά κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε.

β) Σε περίπτωση συνέχισης της κράτησης μέχρι το τέλος της δίκης, οι εφεσείοντες θα βρίσκονταν προ του φάσματος της υπέρβασης του ευλόγως επιτρεπτού χρόνου κράτησης υποδίκων για ανάλογης σοβαρότητας αδικήματα κατά παράβαση των καθιερωμένων αρχών δικαίου σε συνάρτηση προς τις σχετικές πρόνοιες της Ε.Σ.Δ.Α.

γ)  Υπήρξε «λάθος» του πρωτόδικου δικαστηρίου στον υπολογισμό του χρόνου κράτησης των εφεσειόντων.

δ) Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή και δεν εκτίμησε σωστά την παράμετρο ιδιαιτέρως των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν κατά το στάδιο της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου χωρίς οι ίδιοι να φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπως διαφαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υπόψη του όλη την εικόνα περί του συνολικού χρόνου κράτησης των εφεσειόντων αφότου αυτοί κρίθηκαν ύποπτοι διάπραξης των αδικημάτων. Η εισήγηση περί λάθους του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με τον υπολογισμό του χρόνου κράτησης ήταν αβάσιμη.

2.  Η σύμφυτη σοβαρότητα του αδικήματος του φόνου εκ προμελέτης, αυτοπροσδιοριζόμενη από την προβλεπόμενη στο νόμο μόνη ποινή της ισόβιας κάθειρξης καθώς και η εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση του ενδεχομένου καταδίκης των εφεσειόντων ήταν οι  παράγοντες που πρωτίστως λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο και καθοριστικά συνέτειναν στην απόφαση για τη συνέχιση της κράτησης τους.

3.  Ορθά κρίθηκε ότι ο κίνδυνος διαφυγής των εφεσειόντων ήταν εξ αντικειμένου δυνητικά πραγματοποιήσιμος.

4.  Παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον κίνδυνο διαφυγής των εφεσειόντων ως απόρροια της σοβαρότητας του αδικήματος εντούτοις δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτή τη πτυχή του θέματος αλλά εξέτασε παραλλήλως και άλλες [*453]σχετικές παραμέτρους που αφορούσαν στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των εφεσειόντων.

5.  Ορθά το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι οι πλείστες αναφορές περί ψυχολογικών προβλημάτων παρέμειναν στο επίπεδο των απλών ισχυρισμών και ότι τέτοιες καταστάσεις δεν μπορούν να εξουδετερώσουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον για απονομή της ποινικής δικαιοσύνης σε μια αναμφισβητήτως τόσο σοβαρή υπόθεση.

6.  Την εικόνα στην παρούσα υπόθεση συνέθεταν οι πολυάριθμες ενστάσεις που προβλήθηκαν, κυρίως από πλευράς εφεσειόντων, οι ενδιάμεσες αποφάσεις που εκδόθηκαν, ο όγκος των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, οι μακρές αντεξετάσεις των μαρτύρων, ανάμεσα στους οποίους και τέσσερις εμπειρογνώμονες, καθώς και όσα άλλα εμπόδια προέκυψαν κατά την πορεία της διαδικασίας, που όλα μαζί διαμόρφωσαν μια κατάσταση όχι και πολύ ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους σοβαρές υποθέσεις.

7.  Καθόσον αφορούσε αναβολές που είχαν δοθεί λόγω κάποιων  υποχρεώσεων μέλους του Κακουργιοδικείου για θέματα ευρωπαϊκού δικαίου, οι αναβολές αυτές, εντασσόμενες στο σύνολο του χρόνου που διέρρευσε, αντιστοιχούσαν σε ένα πολύ μικρό, ελάχιστο, χρονικό διάστημα που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέτεινε στην όποια αθέμιτη καθυστέρηση.

8.  Ενόψει του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες είχαν κληθεί σε απολογία και η δίκη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο, δεν ενδείκνυτο να λεχθεί ο,τιδήποτε επί της εισήγησης των εφεσειόντων ότι η πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων ήταν απομακρυσμένη επειδή η όλη υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται σε μαρτυρία συνενόχου. Η εξέταση αυτού του θέματος ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο ως επίσης και η εξέταση του θέματος της δίκαιης δίκης.

9.  Δεν διαπιστωνόταν ο,τιδήποτε το μεμπτό που ουσιωδώς συνέτεινε στην επιμήκυνση του χρόνου κράτησης των εφεσειόντων ώστε να αποφασιζόταν ότι υπήρχε υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπτού χρόνου κράτησης τους και να διατασσόταν απόλυσή τους.

Η έφεση απορρίφθηκε.

                                                                                   

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Wemhoff v. Germany, Appl. no. 2122/64, ημερ. 27.6.1968,

[*454]Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

Νικήτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596,

Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92,

Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139,

Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538,

W. v. Switzerland [1994] 17 EHRR 60,

Chraidi v. Germany Appl. no. 65655/01, ημερ. 26.10.06.

Εφέσεις κατά Ενδιάμεσης Απόφασης.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19325/10), ημερομηνίας 5/6/12.

Μ. Γεωργίου και Μ. Αγγελίδου, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 119/2012.

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 122/2012.

Μ. Κυπριανού και Κ. Σταυρή, για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 123/2012.

Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 124/2012.

Ε. Κλεόπα, Ε. Παπαγαπίου και Μ. Πασιαρδή, για την Εφεσίβλητη σε όλες τις Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

[*455]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για σοβαρά ποινικά αδικήματα και η δίκη τους ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας βρίσκεται σε εξέλιξη.

Οι εκ των εφεσειόντων Ανδρέας Γρηγορίου (Ποινική Έφεση Αρ. 124/2012), Αναστάσιος Κρασοπούλης (Ποινική Έφεση Αρ. 119/2012) και Έλενα Κρασοπούλη Σκορδέλη (Ποινική Έφεση Αρ. 123/2012), κατηγορούνται ότι μεταξύ 1.12.2009 και 25.12.2009 στα Πέρα Ορεινής συνωμότησαν μεταξύ τους και με το Θεοφάνη Χατζηγεωργίου όπως φονεύσουν τον Άντη Χατζηκωστή τέως από την Έγκωμη. Όλοι οι εφεσείοντες κατηγορούνται ότι μεταξύ 2.1.2010 και 11.1.2010 συνωμότησαν μεταξύ τους και με το Θεοφάνη Χατζηγεωργίου να φονεύσουν τον Άντη Χατζηκωστή, έγκλημα που διέπραξαν στις 11.1.2010 σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της τρίτης κατηγορίας που οι εν λόγω εφεσείοντες αντιμετωπίζουν.

Οι εφεσείοντες αφότου συνελήφθησαν από την Αστυνομία σχετικά με αυτή την υπόθεση τελούν υπό κράτηση, αρχικά ως ύποπτοι για το φόνο και μετέπειτα ως υπόδικοι/κατηγορούμενοι για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Η δίκη των Κρασοπούλη, Σκορδέλη και Γρηγορίου ενώπιον του Κακουργιοδικείου άρχισε στις 7.6.2010 με την Ποινική Υπόθεση Αρ. 400/10. Κατόπιν αναστολής της ποινικής δίωξης, καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση με αριθμό 19325/10 στην οποία, εκτός από τους προαναφερόμενους τρεις εφεσείοντες, συμπεριλήφθηκε και ο εκ των εφεσειόντων Ξενοφώντος που στο μεταξύ είχε παραδοθεί από τις Μολδαβικές αρχές στις αρχές της Δημοκρατίας. Η δίκη με βάση το νέο κατηγορητήριο άρχισε στις 25.10.2010 και δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί. Η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε προσφάτως την υπόθεσή της και στις 25.6.2012 οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 5.6.2012 απέρριψε αίτημα των εφεσειόντων για απόλυση με εγγύηση. Με τις υπό κρίση εφέσεις που ξεχωριστά άσκησαν οι εφεσείοντες ελέγχεται η ορθότητα της προαναφερόμενης ενδιάμεσης απόφασης. Οι εφεσείοντες προς υποστήριξη του αιτήματος τους για απόλυση με εγγύηση επικαλέστηκαν διάφορους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η κράτησή τους δεν πρέπει να συνεχιστεί μέχρι το τέλος της δίκης. Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας κατά την εξέταση του αιτήματος αναφέρθηκε σε γεγονότα, στοιχεία και παράγοντες που αφορούν στη διαδικασία και στους εφεσείοντες. [*456]Αναφέρθηκε επίσης και στις αρχές δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα της κράτησης προσώπων εκκρεμούσης της δίκης. Το Κακουργιοδικείο κατόπιν στάθμισης των πιο πάνω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυση των εφεσειόντων με εγγύηση ενέχει τον ίδιο κίνδυνο διαφυγής που υπήρχε εξ αρχής. Για σκοπούς πληρότητας της εικόνας σημειώνουμε πως όταν διατάχθηκε αρχικά (25.10.2010) η κράτηση των εφεσειόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής, οι εφεσείοντες δεν έφεραν ένσταση στο αίτημα.

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εφεσειόντων υποστήριξαν πρωτοδίκως και κατά την έφεση ότι οι λόγοι, στη βάση των οποίων εγκρίθηκε το αρχικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για να τεθούν οι πελάτες τους υπό κράτηση εκκρεμούσης της δίκης, έχουν εκλείψει. Κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τότε μέχρι σήμερα οι παράγοντες που προσμέτρησαν υπέρ της προφυλάκισης των εφεσειόντων έχουν μεταβληθεί σημαντικά ώστε με βάση τα σημερινά και ορθώς συνεκτιμώμενα δεδομένα, καθίσταται αχρείαστη και αδικαιολόγητη η συνέχιση της κράτησης. Σε περίπτωση συνέχισης της κράτησης μέχρι το τέλος της δίκης, οι εφεσείοντες θα βρεθούν προ του φάσματος της  υπέρβασης του ευλόγως επιτρεπτού χρόνου κράτησης υποδίκων για ανάλογης σοβαρότητας αδικήματα κατά παράβαση των καθιερωμένων αρχών δικαίου που διαμόρφωσε η νομολογία σε συνάρτηση προς τις σχετικές πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι οποίες διέπουν το θέμα.

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων καταλογίζουν «λάθος» στο πρωτόδικο δικαστήριο που αφορά στον υπολογισμό του χρόνου κράτησης των πελατών τους και το οποίο, καθώς εισηγούνται, επηρέασε την κρίση και τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Λέγουν συναφώς ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι εφεσείοντες είχαν τεθεί υπό κράτηση από τον Ιανουάριο 2010 μέχρι την παραπομπή τους σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου στα πλαίσια της παρούσας Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 19325/10. Το φερόμενο «λάθος» βρίσκεται, όπως υπέδειξαν, στην αρχή της εκκαλούμενης απόφασης όπου αναφέρεται.

«Οι κατηγορούμενοι τελούν υπό κράτηση για την υπό την παρούσα αρίθμηση υπόθεση, κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής και ρητής συγκατάθεσής τους, εδώ και 18 περίπου μήνες, δηλαδή από την 25.10.10, οπόταν και καταχωρίστηκε το σχετικό κατηγορητήριο.»

Το υπό εξέταση θέμα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση προς [*457]ό,τι εν συνεχεία των πιο πάνω, αναφέρει το Κακουργιοδικείο ήτοι, «Παρεμβάλλουμε κάποια στοιχεία που έχουν αναφερθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και την Υπεράσπιση, όχι ασφαλώς δίκην ευρήματος αλλά ως μια πρώτη εικόνα που αντανακλά κάποιες διαδικαστικές πτυχές που εν προκειμένω ενδιαφέρουν.» Και οι διαδικαστικές πτυχές στις οποίες αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, προδήλως καλύπτουν τη χρονική περίοδο από τη διάπραξη του φόνου (11.1.2010) μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου της παρούσας Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 19325/10 και αφορούν στην κράτηση των εφεσειόντων κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο χρόνο κράτησης των εφεσειόντων (25.10.2010) «για την υπό παρούσα αρίθμηση υπόθεση» ενώ για τις κρατήσεις που είχαν προηγηθεί της «υπό την παρούσα αρίθμηση υπόθεσης», γίνεται λόγος στη συνέχεια της απόφασης. Προδήλως το Κακουργιοδικείο εντάσσει τις εν λόγω κρατήσεις στις διαδικαστικές πτυχές «που εν προκειμένω ενδιαφέρουν». Άρα, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υπόψη του όλη την εικόνα περί του συνολικού χρόνου κράτησης των εφεσειόντων αφότου αυτοί κρίθηκαν ύποπτοι διάπραξης των αδικημάτων σχετικά με το φόνο του Άντη Χατζηκωστή. Τούτο ευκόλως συνάγεται και από το πιο κάτω απόσπασμα της σελίδας 23 της εκκαλούμενης απόφασης:

«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δε θεωρούμε ότι, μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση του πράγματος, ο χρόνος που μεσολάβησε από την αρχική κράτηση του καθενός Κατηγορούμενου (ή από την έναρξη της παρούσας υπόθεσης), μέχρι τη στιγμή του αιτήματος ή και μέχρι σήμερα, θα μπορούσε με οποιοδήποτε μέτρο να ενταχθεί εντός των παραμέτρων που οριοθετούν οι αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ. στις οποίες παραπεμφθήκαμε από την Υπεράσπιση (αλλά και άλλες), παραβλέποντας για σκοπούς συζήτησης το γεγονός ότι πλείστες από τις αποφάσεις τις οποίες επιμελώς ανέλυσαν οι δικηγόροι των Κατηγορουμένων, αφορούσαν σε διατάγματα κράτησης πριν την έναρξη της δίκης, σε αντίθεση με το τι ισχύει στην παρούσα περίπτωση, διαφοροποιητικό στοιχείο που ενέχει τη δική του στοιχειώδη σημασία στην επίλυση των επίδικων ζητημάτων με τα οποία ενδιαμέσως καταπιανόμαστε.»

Κατά την κρίση μας, ήταν πάνω σ’ αυτή την πραγματική βάση που μεταξύ άλλων, το Κακουργιοδικείο αποφάσισε για τα επίδικα θέματα. Η εκκαλούμενη απόφαση σχετικά με αυτή τη πτυχή συνάδει με την Wemhoff v. Germany, Appl. No. 2122/64, ημερ. 27.6.1968, στην οποία αποφασίστηκε ότι το Αρθρο 5(3) της Σύμβασης καλύπτει [*458]τη χρονική περίοδο από τη σύλληψη του κατηγορουμένου λόγω υποψίας διάπραξης ποινικού αδικήματος μέχρι την ημερομηνία αθώωσης ή καταδίκης του από το δικαστήριο. Ενόψει των πιο πάνω, η εισήγηση περί λάθους του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με το προαναφερόμενο θέμα κρίνεται αβάσιμη.

Η απόλυση υποδίκων με εγγύηση κατά τα προβλεπόμενα στο Αρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είναι θέμα αναγόμενο στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Τα κριτήρια που καθοδηγούν την κρίση του δικαστηρίου και η σημασία που αυτά ενέχουν σε κάθε περίπτωση, καθορίζονται από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου η οποία επί τούτου, είναι ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βλ. Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Νικήτα κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54 και Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130.

Πρωταρχικό μέλημα του δικαστηρίου είναι η διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη όπου η παράσταση του κρίνεται επιβεβλημένη για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Για το σκοπό αυτό το δικαστήριο ενεργώντας προληπτικά, επιλέγει είτε την απόλυση του κατηγορούμενου με εγγύηση είτε διατάσσει την κράτηση του αποκλείοντας τοιουτοτρόπως κάθε πιθανό κίνδυνο διαφυγής. Ορθά αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι, «Ως θέμα αρχής ένας κατηγορούμενος θα πρέπει εκκρεμούσης της δίκης να απολύεται με εγγύηση εκτός αν υπάρχουν ισχυροί λόγοι για το αντίθετο, με την προδιάθεση για απόλυση να αποτελεί απόρροια του συνταγματικώς κατοχυρωμένου τεκμηρίου της αθωότητας (βλ. Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596, 598). Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κράτηση κατηγορούμενου κρίνεται αναγκαία για λόγους και περιστάσεις που εξειδικεύονται στο Άρθρο 11.2 του Συντάγματος που αφορά στο δικαίωμα της ελευθερίας (βλ. Καραγιώργη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92) χωρίς ασφαλώς να αποτελεί τιμωρία (βλ. Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130).

Ο πιθανός κίνδυνος διαφυγής υπόδικου υπολογίζεται στη βάση διαφόρων στοιχείων τα οποία συνθέτουν καθιερωμένους από τη νομολογία παράγοντες, η συρροή των οποίων δεν είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση. (Βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7.)

Η σύμφυτη σοβαρότητα του αδικήματος του φόνου εκ προμελέτης, αυτοπροσδιοριζόμενη από την προβλεπόμενη στο νόμο μό[*459]νη ποινή της ισόβιας κάθειρξης καθώς και η εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση του ενδεχομένου καταδίκης των εφεσειόντων είναι οι  παράγοντες  που πρωτίστως λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο και καθοριστικά συνέτειναν στην απόφαση για τη συνέχιση της κράτησής τους. Ενόψει τούτου ορθά κρίθηκε ότι ο κίνδυνος διαφυγής των εφεσειόντων είναι εξ αντικειμένου δυνητικά πραγματοποιήσιμος. Βεβαίως η απόφαση διαφυγής προς αποφυγή των συνεπειών πιθανής καταδίκης δεν είναι εύκολη όταν μάλιστα υπάρχουν ισχυροί δεσμοί οι οποίοι συνδέουν τον υπόδικο με τη χώρα του, τους ανθρώπους που έχει γύρω του και τον τόπο όπου μονίμως διαμένει. Από την άλλη όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο ποτέ δεν πρέπει να θεωρείται ως εντελώς απίθανο και να αποκλείεται. Όσο πιο σοβαρή είναι η ποινή που ενδεχομένως θα επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης τόσο πιο δυνητικά πραγματοποιήσιμος είναι ο κίνδυνος διαφυγής. Είναι αυτονόητο ότι εκεί όπου η προβλεπόμενη ποινή είναι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο εφόσον η σκέψη για διαφυγή μπορεί να επενεργήσει ως δέλεαρ αποφυγής της ισόβιας φυλάκισης. (Βλ. Θεοδωρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139 και Χριστοδούλου κ.ά. v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538.)

Παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον κίνδυνο διαφυγής των εφεσειόντων ως απόρροια της σοβαρότητας κλπ. του αδικήματος εντούτοις δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτή τη πτυχή του θέματος αλλά εξέτασε παραλλήλως και άλλες σχετικές παραμέτρους που αφορούν στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των εφεσειόντων όπως τις παρουσίασαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους. Αναφορικά με τον εφεσείοντα Γρηγορίου, ο συνήγορος του αναφέρθηκε στη δυσχέρεια που ο πελάτης του αντιμετωπίζει στην επικοινωνία με τη σύζυγο και το παιδί του καθώς και στις δυσκολίες που προέκυψαν ένεκα της κατάστασης του ακρωτηριασμένου ποδιού του την οποία υπομένει χωρίς τη φροντίδα των οικείων του και την έλλειψη επαρκών διευκολύνσεων στο χώρο των Κεντρικών Φυλακών. Ανέφερε επίσης ότι η σύζυγος του εν λόγω εφεσείοντα πάσχει από κατάθλιψη συνεπεία του αποχωρισμού τους και ότι ο ίδιος, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, αναγκάστηκε να πωλήσει την επιχείρηση κρεοπωλείου που διατηρούσε και το διαμέρισμα του στο Τσέρι.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα Κρασοπούλη ανέφερε ότι η ψυχική υγεία του πελάτη του έχει κλονισθεί σε μεγάλο βαθμό και ήδη του λείπει το ψυχικό σθένος που χρειάζεται για να αντεπεξέλθει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει λόγω της παρατεταμένης κράτησής [*460]του στις φυλακές. Ψυχολογικά συμπτώματα παρουσιάζουν η σύζυγος και η ανήλικη κόρη του. Αναφέρθηκε επίσης ότι έχει χλευαστεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γεγονός το οποίο επηρεάζει δυσμενώς τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του. Οι επισκέψεις της οικογένειάς του στις Κεντρικές Φυλακές έχουν περιοριστεί, σε μια δε περίπτωση η κόρη του υποβλήθηκε σε γυμνό σωματικό έλεγχο γεγονός το οποίο ενόχλησε ιδιαιτέρως όλη την οικογένεια.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας Σκορδέλη αναφέρθηκε σε πτυχές της προσωπικής και οικογενειακής της ζωής καθώς και στην κατάσταση της ψυχικής της υγείας όπως παρουσιάζεται σήμερα. Τα παιδιά της υπήρξαν υποκείμενα χλευασμού στο σχολείο όπου φοιτούν μέσω υποτιμητικών δημοσιευμάτων σε σχολικές εφημερίδες. Το πρόβλημα παρουσιάζεται εντονότερο στο γιό της Χαράλαμπο ο οποίος βιώνει οδυνηρές εμπειρίες αφότου αναφέρθηκε το όνομα της μητέρας του στα Μ.Μ.Ε. και η κατάστασή του χειροτερεύει όσο παρατείνεται ο χρόνος κράτησής της. Για το μεγαλύτερο της γιο, τον Κυριάκο, αναφέρθηκε ότι αυτός σπουδάζει και βρίσκεται σε μια ευαίσθητη καμπή της ζωής του κατά την οποία χρειάζεται την παρουσία της μητέρας του.

Σε σχέση με τον εφεσείοντα Ξενοφώντος αναφέρθηκε ότι αυτός ήρθε στην Κύπρο από τη Μολδαβία χωρίς να προβάλει ένσταση και ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων αναφέρθηκαν και στους στενούς δεσμούς που συνδέουν τους πελάτες τους με την Κύπρο και κάλεσαν το δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη αυτό το στοιχείο ως παράγοντα αποτρεπτικό της διαφυγής τους από τη χώρα και μη προσέλευσης τους στη δίκη.

Το Κακουργιοδικείο εξέτασε όλα όσα επί των πιο πάνω έθεσαν υπόψη του οι δικηγόροι των εφεσειόντων. Εύστοχα σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εκ των εφεσειόντων Ανδρέας Γρηγορίου συνιστούν παράγοντα ενισχυτικό της πιθανότητας διαφυγής του. Καθόσον αφορά τα ζητήματα που αφορούν στην κατάσταση της ψυχικής υγείας των εφεσειόντων και τα ιδιαίτερα προβλήματα που καθένας εξ αυτών αντιμετωπίζει ως απόρροια της κράτησης, το Κακουργιοδικείο ορθά διαπίστωσε ότι οι πλείστες αναφορές περί ψυχολογικών προβλημάτων παρέμειναν στο επίπεδο των απλών ισχυρισμών ενώ ταυτόχρονα επισήμανε ότι τέτοιες καταστάσεις «δεν μπορούν να εξουδετερώσουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον για απονομή της ποινικής δικαιοσύνης σε μια αναμφισβητή[*461]τως τόσο σοβαρή υπόθεση όπως η παρούσα (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7)».

Το θέμα του χρόνου που έχει διαρρεύσει αφότου οι εφεσείοντες αρχικά τέθηκαν υπό κράτηση ως ύποπτοι για το φόνο του Άντη Χατζηκωστή και μετέπειτα ως υπόδικοι για το ίδιο έγκλημα, αποτέλεσε τον πυρήνα της υπόθεσης των εφεσειόντων και συνάμα τον άξονα της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξαν οι δικηγόροι τους περί λανθασμένης εκτίμησης του ουσιώδους αυτού παράγοντα από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η θέση τους επί του προκειμένου είναι ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα κράτησης δικαιολογημένα επενεργεί υπέρ της απόλυσης τους εφόσον η κράτηση, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Αρθρου 5(3) της Σύμβασης δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται στη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη σοβαρότητα της ποινής με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι και αυτό, σε συνάρτηση προς τους ισχυρούς οικογενειακούς και άλλους δεσμούς που διατηρούν με την Κύπρο χωρίς να έχουν ταυτόχρονα ανάλογους δεσμούς με ξένη χώρα. Το Αρθρο 5(3) της Σύμβασης έχει ως εξής:

«5(3) Everyone arrested or detained in accordance with the provisions of paragraph 1(c) of this Article shall be brought promptly before a judge or other officer authorized by law to exercise judicial power and shall be entitled to trial within a reasonable time or to release pending trial. Release may be conditioned by guarantees to appear for trial.»

Το λάθος που οι εφεσείοντες καταλογίζουν στο πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά με αυτή τη πτυχή είναι ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή και δεν εκτίμησε σωστά την παράμετρο των καθυστερήσεων που έχουν σημειωθεί κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και ιδιαιτέρως τις καθυστερήσεις που συχνά σημειώθηκαν κατά το στάδιο της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου χωρίς οι ίδιοι να φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη. Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους επικεντρώθηκαν κυρίως σε αναβολές της δίκης άλλοτε για τους σκοπούς και τις ανάγκες άλλων ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον του ίδιου Κακουργιοδικείου και άλλοτε χάριν των ειλημμένων υποχρεώσεων του μέλους του Κακουργιοδικείου, Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή κ. Ν. Σάντη, ο οποίος έπρεπε να μεταβαίνει στο εξωτερικό για να εκπροσωπεί την Κύπρο σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα Α. Γρηγορίου στην ικανή αγόρευσή του, την οποία υιοθέτησαν και οι δικηγόροι των άλλων εφεσειόντων, παραπέμπει στο σύγγραμμα Human Rights and Criminal Justice, 2nd edn., (2007) των [*462]Ben Emmerson Q.C., Professor Andrew Ashworth και Alison Macdonald, σε σχέση με το στοιχείο του χρόνου κράτησης κάτω από τον τίτλο «Custody Time Limits» στην παράγραφο 13-65 (σελ. 473-4) όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Where the court orders that a person should remain in custody pending trial there will be a breach of Art.5(3) if the proceedings are not conducted with appropriate expedition: the fact that an accused has been refused bail requires special diligence in the in the conduct of the proceedings and entitles him to leave his case treated as a priority by the prosecution and the court. There is however no absolute limit to the permissible period of pre-trial detention: the reasonableness of the length of the proceedings depends on the facts of the case. The requirement of expedition has to be balanced against the duty of the court to ascertain the facts and to allow both parties to present their case, and continued detention can only be balanced if there are specific indications of a genuine requirement of public interest which outweighs the rule of respect for individual liberty.»

Παραπέμπει επίσης στη W. v. Switzerland [1994] 17 EHRR 60 όπου το Ε.Δ.Α.Δ. με μικρή πλειοψηφία (4:3) έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5(3) της Σύμβασης παρότι ο κατηγορούμενος κρατήθηκε για χρονική περίοδο τεσσάρων χρόνων. Καθώς αναφέρθηκε, η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη με αποτέλεσμα να χρειάζεται μεγάλη περίοδος προετοιμασίας και ενόψει τούτου, κρίθηκε ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για άρνηση απόλυσης με εγγύηση. Η εισήγηση είναι ότι η W. v. Switzerland (ανωτέρω) ήταν πολύ πιο περίπλοκη και πολύ πιο μεγάλη σε εύρος μαρτυρικού υλικού, ανακριτικού και δικαστικού έργου και συνεπώς διαφοροποιείται από την παρούσα όπου το δικαστήριο είχε ταυτόχρονα και άλλες υποθέσεις να διεκπεραιώσει με αποτέλεσμα, εκ των πραγμάτων, να μη μπορεί να αφιερώσει όλο το χρόνο του για την εκδίκαση της υπόθεσης. Οι δικηγόροι απέδωσαν την ευθύνη για την καθυστέρηση στην πολιτεία η οποία δεν όρισε και δεν στελέχωσε ικανοποιητικό αριθμό Κακουργιοδικείων ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η ταχεία διεκπεραίωση των σοβαρών ποινικών υποθέσεων.

Έχουμε την άποψη ότι η σύγκριση δεν είναι εύκολη ώστε με βεβαιότητα να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την W. v. Switzerland. Σε εκείνη την υπόθεση ήταν ένας ο κατηγορούμενος ενώ σε αυτή, οι κατηγορούμενοι είναι τέσσερις, εκπροσωπούμενοι από διαφορετικούς δικηγόρους. [*463]Έχουμε και εδώ μια αδρή εικόνα η οποία ευκρινώς εμφανίζει τη δυσκολία και την περιπλοκότητα της υπόθεσης. Την εν λόγω εικόνα, συνθέτουν οι πολυάριθμες ενστάσεις που προβλήθηκαν, κυρίως από πλευράς εφεσειόντων καθώς και οι ενδιάμεσες αποφάσεις που εκδόθηκαν, ο όγκος των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, οι μακρές αντεξετάσεις των μαρτύρων, ανάμεσα στους οποίους και τέσσερις εμπειρογνώμονες, καθώς και όσα άλλα εμπόδια προέκυψαν κατά την πορεία της διαδικασίας, που όλα μαζί διαμόρφωσαν μια κατάσταση όχι και πολύ ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους σοβαρές υποθέσεις.

Καθόσον αφορά τις αναβολές που είχαν δοθεί λόγω κάποιων  υποχρεώσεων του μέλους του Κακουργιοδικείου κ. Σάντη για θέματα ευρωπαϊκού δικαίου, παρατηρούμε ότι οι αναβολές αυτές, εντασσόμενες στο σύνολο του χρόνου που διέρρευσε, αντιστοιχούν σε ένα πολύ μικρό, θα λέγαμε ελάχιστο, χρονικό διάστημα που κατά τη γνώμη μας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέτεινε στην όποια αθέμιτη καθυστέρηση. Αναφορικά με το χρόνο που ανάλωσε το Κακουργιοδικείο γι’ αυτή την υπόθεση και παράλληλα με αυτή για άλλες υποθέσεις, παρατηρούμε ότι ο χρόνος εργασίας των δικαστηρίων συνήθως καταμερίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε υπόθεσης όπως οι ανάγκες αυτές μπορούν να προσδιοριστούν κατά τον εκάστοτε δεδομένο χρόνο με βάση τη φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Θέλουμε να πιστεύουμε πως ήταν με αυτό το πνεύμα που σε κάθε περίπτωση ενεργούσε το Κακουργιοδικείο κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας.

Στη Chraidi v. Germany Appl. no. 65655/01, ημερ. 26.10.06 o αιτητής Yasser Chraidi ο οποίος εκρατείτο για πέντε χρόνια και έξι μήνες εισηγήθηκε ότι ο μακρύς χρόνος κράτησής του ήταν πέραν του ευλόγως επιτρεπτού με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα εκ του Άρθρου 5(3) της Σύμβασης κατοχυρωμένα δικαιώματα του. Το Ε.Δ.Α.Δ. αφού έλαβε υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη σοβαρότητα των κατηγοριών, το μεγάλο αριθμό των μαρτύρων που κατέθεσαν, το μεγάλο αριθμό των συνεδριών του δικαστηρίου που γίνονταν δύο φορές την εβδομάδα και το γεγονός ότι ο αιτητής είχε εκδοθεί στη Γερμανία για να δικαστεί εφόσον ο γερμανικός νόμος δεν επέτρεπε τη διεξαγωγή δίκης ερήμην του κατηγορουμένου, αποφάσισε ότι το εθνικό δικαστήριο κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ενήργησε με την αναγκαία επιμέλεια. Η υπόθεση Chraidi καθώς και η προηγουμένως αναφερθείσα W. v. Switzerland τυγχάνουν σχολιασμού στο σύγγραμμα των Harris, O’Boyle & Warbrick Law of the European Convention on Human Rights, 2nd ed., σελ. 181, ως εξής:

[*464]«Moreover, very long periods do not automatically violate Article 5(3). In W. v. Switzerland, the Court held, by five to four, that proceedings resulting in a four-year period of pre-trial detention were not in breach of Article 5(3). In strong dissent Judge Pettiti suggested that there should be an absolute limit to the length of pre-trial detention and that, given European standards and expectations, very strong evidence indeed was necessary to justify both the refusal of bail and the time taken to investigate and try a case over a period lasting as long as four years. The finding in W was evidentially controversial, however, in Chraidi v. Germany the Court unanimously held that there had been no violation of Article 5(3) when the relevant period was over five and a half years. It indicated that normally such a period would breach Article 5(3), but stressed the exceptional circumstances of the case before it “a particularly complex investigation and trial concerning serious offences of international terrorism which caused the death of three victims and serious suffering to more than one hundred.»

Ενόψει του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες έχουν κληθεί σε απολογία και η δίκη βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, θεωρούμε πως δεν ενδείκνυται να λεχθεί ο,τιδήποτε επί της εισήγησης των ευπαιδεύτων δικηγόρων ότι η πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων είναι απομακρυσμένη επειδή η όλη υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται σε μαρτυρία συνενόχου (Φάνου Χατζηγεωργίου, Πεντόντζη και Προεστού). Η εξέταση αυτού του θέματος ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Έχουμε επίσης την άποψη ότι στο πρωτόδικο δικαστήριο ανήκει και η εξέταση του θέματος της δίκαιης δίκης. Το θέμα αυτό θα εξεταστεί στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας όταν θα υπάρχει πλέον ολοκληρωμένη η εικόνα αναφορικά με την πορεία της υπόθεσης. Είναι τότε που σε συνάρτηση με το θέμα του εύλογου χρόνου θα αποτιμηθούν η δυσκολία και η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, οι τακτικές από πλευράς κατηγορουμένων και Κατηγορούσας Αρχής, η τυχόν ολιγωρία ή η έλλειψη επιμέλειας από πλευράς δικαστηρίου καθώς και οι τυχόν παραλείψεις της πολιτείας.

Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μας δεν διαπιστώνουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό που ουσιωδώς συνέτεινε στην επιμήκυνση του χρόνου κράτησης των εφεσειόντων ώστε από τώρα να αποφασίσουμε ότι υπάρχει υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπτού χρόνου κράτησης τους και να διατάξουμε την απόλυσή τους. Θεωρούμε επομένως ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ερμήνευσε σωστά τις αρχές δικαίου που διέπουν την κράτηση υποδίκων και αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που οι δικηγόροι έθεσαν ενώ[*465]πιόν του αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων, τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τη δυσκολία και πολυπλοκότητα της δίκης καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, ορθά αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος για απόλυση των εφεσειόντων με εγγύηση.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο