Brierley Scott Graham ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 476

(2012) 2 ΑΑΔ 476

[*476]19 Ιουλίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

SCOTT GRAHAM BRIERLEY,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 101/2011)

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Παράνομη συνουσία κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επικύρωση καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με τον ψυχισμό τους.

Απόδειξη ― Παράνομη συνουσία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Ως ζήτημα αρχής, δεν είναι λάθος να αναζητείται έστω και αν το Δικαστήριο, είναι διατεθειμένο να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο πάνω στη μαρτυρία του ανήλικου θύματος βιασμού και άλλων σεξουαλικών παρενοχλήσεων, εφόσον την κρίνει αξιόπιστη ― Οποιαδήποτε άλλη ενισχυτική μαρτυρία, ενδυναμώνει το ήδη αξιόπιστο της δικαστικής κρίσης.

Απόδειξη ― Άμεσο Παράπονο ― Το γεγονός ότι  η παραπονούμενη ανέφερε στη φίλη της τα διαδραματισθέντα 15 ώρες μετά το βιασμό, δεν τα απέκλειε από του να κατατάσσονται ως πρώτο παράπονο. 

Ποινικός Κώδικας ― Παράνομη συνουσία ― Άρθρα 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Συστατικά στοιχεία ― Συντελείται όταν υπάρχει παράνομη συνουσία, χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, ή, με τη συναίνεση της εφόσον αυτή δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ― Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο, έστω και αν είναι ελάχιστου [*477]βαθμού ― Ο βιασμός συντελείται έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση.

Ποινικός Κώδικας ― Παράνομη συνουσία ― Έστω και αν υπήρξε αρχική συγκατάθεση στις ερωτικές περιπτύξεις, το αδίκημα συντελείται εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση για συνουσία και χρησιμοποιείται γι’ αυτή βία, απειλές ή άλλες παράμετροι που κάμπτουν την αντίδραση του θύματος.

Απόδειξη ― Παράνομη συνουσία ― Μαρτυρία ― Μικροαντιφάσεις ως προς τις ώρες κλπ., αποδίδονται στην τραυματική εμπειρία που βιώνει κάθε άνθρωπος σε τέτοιου είδους καταστάσεις, πόσο μάλλον όταν είναι ανήλικος.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η πρωταρχική ευθύνη ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αποκομίσει τις αναγκαίες εντυπώσεις ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε κατηγορίες αναφορικά με παράνομη συνουσία με την παραπονούμενη χωρίς τη συναίνεση της, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και ότι στον ίδιο χρόνο και τόπο, παρανόμως και ασέμνως επιτέθηκε εναντίον της, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του ίδιου Κώδικα.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρατέθηκαν από την Κατηγορούσα  Αρχή, η παραπονούμενη είχε συναντηθεί με τον εφεσείοντα με τον οποίο είχε συνάψει προηγουμένως σύντομο δεσμό. Ο τελευταίος επιδίωξε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί της, στην οποία η παραπονούμενη εξέφρασε την αντίθεση της και τη σαφή πρόθεση της για το αντίθετο. Παραταύτα ο εφεσείων ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της ακινητοποιώντας την. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης του εφεσείοντα, η παραπονούμενη προσπαθούσε να τον απωθήσει από πάνω της, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα έκλαιγε και φώναζε.

Στην καταδικαστική του απόφαση το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε διάφορα παραδεκτά γεγονότα, προέβηκε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, την οποία και αποδέχθηκε ως αληθή, με προεξάρχουσα την κατάθεση της ίδιας της παραπονούμενης, η οποία αναφέρθηκε στα περιστατικά που οδήγησαν στα εν λόγω αδικήματα.

Προειδοποίησε τον εαυτό του ότι ως θέμα πρακτικής θα μπορού[*478]σε να στηριχθεί προς καταδίκη του εφεσείοντος στην ίδια τη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, έχοντας όμως τους πιθανούς κινδύνους υπόψη.

Έκρινε ότι όντως μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία της, η οποία όπως καταγράφηκε πρωτοδίκως εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο, δεδομένης της αμεσότητας και ειλικρίνειας των απαντήσεων της, παραμένουσα σταθερή εν μέσω σφοδρής αντεξέτασης. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο θεώρησε ως ενισχυτική τη μαρτυρία φίλης της παραπονουμένης, κρίνοντας ότι τα προς αυτήν διαμειφθέντα από την παραπονούμενη, αποτελούσαν πρώτο παράπονο.

Με την έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης ως εντελώς εσφαλμένης, όχι όμως και η επιβληθείσα ποινή των 2½ ετών.

Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων  ότι:

α) Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονταν στην κοινή λογική και βρίσκονταν σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία. Η παραπονούμενη με τη μετέπειτα του συμβάντος συμπεριφορά, έδειχνε άτομο που κάθε άλλο από θύμα βιασμού ήταν. 

β) Λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη εν μέσω των τόσων αντιφάσεων της, οι οποίες έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε μια τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με αποτέλεσμα την αθώωση του εφεσείοντος.

γ) Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η δήλωση της παραπονούμενης προς την φίλη της, αποτελούσε πρώτο παράπονο, εφόσον αυτή  είχε γίνει 15 ώρες μετά τον υποτιθέμενο βιασμό της.

δ) Το απόσπασμα από τη συνομιλία του εφεσείοντα με την παραπονούμενη που το Δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση του, ήταν ελλιπές, αφού δεν αναφέρθηκε και στο τελευταίο μέρος της συνομιλίας, όπου έδειχνε και την έκπληξη του εφεσείοντος, όταν αυτός αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη τον κατηγορούσε για βιασμό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν διαπιστωνόταν ουσιώδης λόγος για ανατροπή της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως, σε ότι αφορούσε στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Το Δικαστήριο ήταν σε θέση να παρατηρήσει την παραπονούμενη κατά τη διάρκεια της μαρτυ[*479]ρίας της κρίνοντας ότι παρά το νεαρό της ηλικίας της, 17 ετών, είχε εντυπωσιάσει θετικά το Δικαστήριο λόγω της ειλικρίνειας και του αυθορμητισμού της μαρτυρίας της, παραμένουσα σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της έντονης αντεξέτασης.

2.  Το κατά πόσο η παραπονούμενη επέδειξε, μετά τις ενέργειες που απέδωσε στον εφεσείοντα, τέτοια συμπεριφορά που δεν συνήδε με συμπεριφορά θύματος βιασμού, δεν ήταν δυνατό να αποφασιστεί με μόνο του τι εκλογικευμένα ένα τρίτο άτομο θα ανέμενε και μάλιστα εκ των υστέρων από ένα θύμα βιασμού. Όπως η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε πλειστάκις στη μαρτυρία της, οι ενέργειες του εφεσείοντος το επίδικο βράδυ στο όχημα του την περιήγαγαν σε κατάσταση σοκ, αλλά και ντροπής.

3.  Η ομολογουμένως σχετικά γενικευμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν αποτελούσε λόγο για ανατροπή της κρίσης του, εφόσον αυτή βασίστηκε στην παρατήρηση των αντιδράσεων της παραπονούμενης κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της κρίνοντας την παρουσία της «θετική», και τη μαρτυρία της «σταθερή» χωρίς να είχε κλονιστεί.

4.  Δεν εντοπίζονταν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Ορθή ήταν επίσης η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει τα λεχθέντα υπό της βιασθείσας στη φίλη της, ως πρώτο παράπονο, εν τη εννοία του Νόμου. Το γεγονός ότι αναφέρθησαν 15 ώρες μετά το βιασμό δεν τα απέκλειε από του να κατατάσσονται ως πρώτο παράπονο.

5.  Όσο ανεπαίσθητα ενισχυτική και να ήταν η αναστατωμένη και λυπημένη διάθεση που είχε η παραπονούμενη, όπως μεταφέρθηκε στο Δικαστήριο από δύο μάρτυρες, δεν έπαυε να ήταν μέρος της γενικότερης εικόνας αξιοπιστίας που μετέδωσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο.

6.  Η δε άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Κεφ. 164, απλώς συντελείται με την παράνομη και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, γεγονός που βεβαίως ορθά κρίθηκε ως συντελεσθέν πρωτοδίκως.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 441,

[*480]

Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,

Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,

Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816,

Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409,

 

Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,

 

Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 705,

Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,

Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146,

Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612,

Καϊλή ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251,

R. V. Redpath [1962] 46 Cr. App. R. 319,

R. V. O Koye [1964] Crim. L.R. 416,

 R. v. Luisi [1964] Crim. L.R. 605,

 

Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,

 

R. v. Court [1988] 2 All E.R. 221,

R. v. Howard [1965] 3 All E.R. 684.

Έφεση κατά της Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4141/10), ημερομηνίας 19/5/11.

Χρ. Σιμιλλίδης, για τον Εφεσείοντα.

[*481]Ν. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 3.5.2011 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στα δύο αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο, ήτοι, ότι στις 14.4.2010 στην τοποθεσία Κερατούδι στην Πέγεια, ήλθε σε παράνομη συνουσία με την παραπονούμενη από την Αγγλία χωρίς τη συναίνεση της, κατά παράβαση των Αρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και ότι στον ίδιο χρόνο και τόπο, παρανόμως και ασέμνως επιτέθηκε εναντίον της, κατά παράβαση του Αρθρου 151 του ίδιου Κώδικα.

Στην καταδικαστική του απόφαση το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε διάφορα παραδεκτά γεγονότα, προέβηκε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, την οποία και αποδέχθηκε ως αληθή, με προεξάρχουσα την κατάθεση της ίδιας της παραπονούμενης, η οποία αναφέρθηκε στα περιστατικά που οδήγησαν στα εν λόγω αδικήματα. Η σεξουαλική επαφή του εφεσείοντος με την παραπονούμενη ήταν δεκτή και από τον ίδιο, ο οποίος με ανώμοτη δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου υιοθέτησε απλώς το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην αστυνομία προβάλλοντας την αθωότητα του με το βασικό ισχυρισμό ότι η σεξουαλική επαφή έλαβε χώραν με τη συγκατάθεση της παραπονούμενης. Ο εφεσείων δεν κάλεσε μαρτυρία.

Τα παραδεκτά γεγονότα αφορούσαν τη νομότυπη διακίνηση όλων των παραληφθέντων τεκμηρίων, τα παραληφθέντα από την οικία του εφεσείοντος στη βάση δικαστικού εντάλματος αντικείμενα, ήτοι, ένα παντελόνι, μια φανέλα και ένας φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής, την κατάθεση του εφεσείοντος στην αγγλική γλώσσα, Τεκμήριο 12, τη μετάφραση αυτής στα ελληνικά, Τεκμήριο 12Α, καθώς και μια δέσμη φωτογραφιών που λήφθηκαν στο σημείο όπου ο εφεσείων υπέδειξε ως το χώρο που μετέβη με την παραπονούμενη.

Οι μάρτυρες Evelyn Mary Moss, Μ.Κ.1, γιαγιά της παραπονούμενης, ο αστυφύλακας 836 Π. Χριστοδούλου, Μ.Κ.2, και ο αναπληρωτής λοχίας 4716 Αλέξης Αλεξίου, κρίθηκαν αξιόπιστοι μάρτυρες, οι δύο τελευταίοι ως κατ’ ουσίαν τυπικοί μάρτυρες, οι [*482]οποίοι στα πλαίσια της διερεύνησης των αδικημάτων παρέλαβαν τεκμήρια από τα οποία, όπως αναφέρθηκε, και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής του εφεσείοντος και άλλος ένας από την παραπονούμενη. Από τους φορητούς αυτούς υπολογιστές εκτυπώθηκαν συνομιλίες μεταξύ των δύο αυτών προσώπων, οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 4 και 5. Ο μάρτυρας Αλεξίου, Μ.Κ.3, ερεύνησε επίσης το όχημα του εφεσείοντος από όπου λήφθηκε μια φανέλα άσπρη, σε ερώτηση δε προς τον εφεσείοντα αυτός του απάντησε ότι ήταν η φανέλα με την οποία η παραπονούμενη σκούπισε τα υγρά από τα πόδια της.

Ως προς την πρώτη μάρτυρα, τη γιαγιά της παραπονούμενης, αυτή ουσιαστικά κατέθεσε ότι η παραπονούμενη διέμενε μαζί της και με το σύζυγο της στην Πέγεια, λόγω οικογενειακών προβλημάτων της παραπονούμενης με τη μητέρα της, εξηγώντας ότι κατά την ημερομηνία των αδικημάτων, η παραπονούμενη της είχε πει, φεύγοντας από το σπίτι γύρω στις 8.00 μ.μ., ότι θα πήγαινε με τον εφεσείοντα περίπατο. Η μάρτυρας τηλεφώνησε στην εγγονή της γύρω στις 11.00 μ.μ., διότι θα έπρεπε να είχε ήδη επιστρέψει στο σπίτι, δεν πήρε όμως απάντηση, οπότε της τηλεφώνησε εκ νέου στις 11.20 μ.μ., αντιληφθείσα τότε τον ήχο της φωνής της παραπονούμενης διαφορετικό από άλλες φορές και λυπημένο. Μετά από ένα δεκάλεπτο, η παραπονούμενη επέστρεψε στο σπίτι της, αλλά την επομένη δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι λέγοντας της ότι είχε άσχημη νύκτα και κάτι άσχημο της είχε συμβεί. Σε ερώτηση της τι συνέβη, η παραπονούμενη δεν ήθελε να μιλήσει για το θέμα και το απόγευμα έφυγε από το σπίτι λέγοντας ότι ήθελε να μεταβεί στο σπίτι της φίλης της Abby. Το γεγονός της το αποκάλυψε η εγγονή της την επομένη ημέρα, νοιώθοντας ντροπή να το πει και στον παππού της, αποτάθηκαν δε στην αστυνομία μόνο μετά από κάποιες ημέρες, όταν προηγουμένως η παραπονούμενη μίλησε με φίλους της. Μελανιές στο σώμα της δεν είχε προσέξει γιατί δεν την είχε δει όταν γδύθηκε, ούτε και η παραπονούμενη της είπε οτιδήποτε σχετικό.

Ο ιατροδικαστής Σοφοκλής Σοφοκλέους, Μ.Κ.4, στη μαρτυρία του και στην έκθεσή του, Τεκμήριο 9, ανέφερε ότι συνήθως δεν εντοπίζονται κακώσεις στο σώμα των θυμάτων βιασμού, όταν αυτά δεν αντιδρούν. Το κατά πόσο κάποια αντίσταση από την παραπονούμενη ή η περίπτωση όπου ο εφεσείων κρατούσε την παραπονούμενη για να μην κινηθεί, δημιουργεί μώλωπες, ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτό συναρτάται από την ασκηθείσα βία, η οποία, εάν δεν είναι μεγάλη, δεν αφήνει οποιοδήποτε σημάδι. Και αυτή τη μαρτυρία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας ότι δεν προέκυπταν ουσιαστικά ευρήματα υπέρ ή εναντίον του εφεσείο[*483]ντος ή που σχετίζονταν και με την ίδια την παραπονούμενη.

Αξιόπιστη έκρινε επίσης το Δικαστήριο και την Abby Parr, Μ.Κ.6, 15 ετών, φίλη της παραπονούμενης, στην οποία η τελευταία προσέφυγε μετά από σχετικό τηλεφώνημα της. Αυτό έγινε στις 15.4.2010, γύρω στις 15.00, όταν είδε δε την παραπονούμενη, αυτή έδειχνε ταραγμένη και έτρεμε. Κατέθεσε επίσης ότι η παραπονούμενη της εκμυστηρεύθηκε ότι το προηγούμενο βράδυ είχε συναντηθεί με τον εφεσείοντα, αλλά όταν επέστρεφαν μετά από περίπατο από τον Κόλπο των Κοραλλίων αυτός οδήγησε το όχημα του σε απομονωμένο χωματόδρομο και άρχισε να τη φιλά. Η ίδια δεν αντιστάθηκε, αλλά όταν ο εφεσείων πέρασε στη θέση του συνοδηγού και τοποθέτησε το σώμα του πάνω από αυτό της παραπονούμενης, προσπαθώντας να έχει ερωτική επαφή μαζί της, αυτή του είπε και τον παρακαλούσε να σταματήσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τον σπρώξει μακριά, χωρίς όμως ανταπόκριση. Η μάρτυρας κατέθεσε ότι απλώς άκουγε τι της έλεγε η παραπονούμενη, χωρίς η ίδια να την ρωτήσει οτιδήποτε, εκτός ως προς τον λόγο που δεν αντέδρασε, για να της αναφερθεί από την παραπονούμενη ότι είχε προσπαθήσει με όλη της τη δύναμη, αλλά ο εφεσείων ήταν πολύ δυνατός.

Το Δικαστήριο παρέθεσε, ανέλυσε, αξιολόγησε και αποδέχθηκε και τη θέση της ίδιας της παραπονούμενης. Προειδοποίησε τον εαυτό του ότι ως θέμα πρακτικής θα μπορούσε να στηριχθεί προς καταδίκη του εφεσείοντος στην ίδια τη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, έχοντας όμως τους πιθανούς κινδύνους υπόψη. Θεώρησε ότι όντως μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία της, η οποία εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο, δεδομένης της αμεσότητας και ειλικρίνειας των απαντήσεων της, παραμένουσα σταθερή εν μέσω σφοδρής αντεξέτασης. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο θεώρησε ως ενισχυτική τη μαρτυρία της Abby Parr, κρίνοντας ότι τα προς αυτήν διαμειφθέντα από την παραπονούμενη, αποτελούσαν πρώτο παράπονο.

Η θέση της παραπονούμενης είχε ως εξής: έφυγε από το σπίτι της γιαγιάς της, συνάντησε τον εφεσείοντα, με τον οποίο είχε προηγουμένως σύντομο δεσμό, και πήγαν για περίπατο με το όχημα του τελευταίου, στην Πόλη Χρυσοχούς. Ακολούθως προχώρησαν προς τον Κόλπο των Κοραλλίων, όπου ο εφεσείων οδήγησε το όχημα του σε κάποιο απόμερο χωματόδρομο που δεν είχε ούτε φώτα, ούτε σπίτια. Θεώρησε ότι ήταν ένα συντόμι για την Πέγεια.  Όταν όμως ο εφεσείων σταμάτησε το όχημα, ρώτησε το λόγο και αυτός της απάντησε ότι ήταν για να ξεκουραστεί. Έγειρε στη συνέχεια την καρέκλα του οδηγού προς τα πίσω και άρχισε να τη φι[*484]λά, ενώ ταυτόχρονα κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του.  Πήρε το χέρι της και το τοποθέτησε στα γεννητικά του όργανα και αυτή, χωρίς να αντισταθεί, τον χαΐδευε, ενώ συνέχιζαν να φιλιούνται. Τότε ο εφεσείων μετακινήθηκε προς τη θέση του συνοδηγού, όπου ήταν η ίδια, «βγήκε» από πάνω της και της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο μέχρι τα γόνατα. Της άνοιξε τα πόδια και προσπαθούσε να εισέλθει στον κόλπο της. Αυτή άρχισε να φωνάζει ότι δεν ήθελε σπρώχνοντας τον, αλλά λόγω του ότι ήταν δυνατότερος από αυτήν, κατάφερε να εισέλθει στον κόλπο της. Αυτή έκλαιε και του έλεγε να σταματήσει, αλλά της είπε ότι θα σταματήσει όταν εκσπερματώσει.

Κατά τη διάρκεια του συμβάντος, ο εφεσείων τη φιλούσε στο στόμα, παρά το ότι αυτή δεν ήθελε, αλλά δεν μπορούσε και να το αποφύγει, αφού της κρατούσε τους ώμους προς τα κάτω με τα χέρια του. Το μόνο που προσπαθούσε η ίδια ήταν να τον σπρώχνει από πάνω της, χωρίς όμως επιτυχία. Η σεξουαλική επαφή κράτησε γύρω στα 10-15 λεπτά, στο τέλος δε ο εφεσείων εκσπερμάτωσε έξω από τον κόλπο της, πάνω στα πόδια της. Στη συνέχεια αυτός εξήλθε του οχήματος για περίπου 10 λεπτά, αφήνοντας την παραπονούμενη σε κατάσταση σοκ και λερωμένη. Δεν ήθελε κανένας να μάθει τι της είχε συμβεί. Σκούπισε τα υγρά από τα πόδια της με τη φανέλα του εφεσείοντος και στη συνέχεια μετά δεκάλεπτο, επέστρεψαν στο σπίτι. Το βράδυ επικοινώνησε μέσω facebook με ένα φίλο της και με θεία της στην Αγγλία.

Αρνήθηκε όλες τις υποβολές κατά την αντεξέταση ότι η ίδια είχε συγκατατεθεί και είχε επιδιώξει την επαφή προκαλώντας και ενθαρρύνοντας τον εφεσείοντα. Δεν ήθελε να έχει ερωτική επαφή με αυτόν, ο οποίος με δύναμη την εξανάγκασε να ανοίξει τα πόδια της, εισερχόμενος στον κόλπο της. Διάφορα συμβάντα και γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ του συμβάντος και της καταγγελίας και της κατάθεσης της στην αστυνομία δεν τα ανέφερε πράγματι, λόγω του ότι ήταν σοκαρισμένη.

Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης ως εντελώς εσφαλμένης, όχι όμως και της επιβληθείσας ποινής των 2½ ετών, αρχόμενης από 3.5.2011. Εισηγείται ότι κατά τρόπο γενικό και αόριστο προσέγγισε την όλη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα συμπεράσματα του οποίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και είναι σ’ αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία. Η παραπονούμενη με τη μετέπειτα του συμβάντος συμπεριφορά, έδειχνε άτομο που κάθε άλλο από θύμα βιασμού ήταν.  Πήγε στο σπίτι της, έκαμε μπάνιο, συνομίλησε στο facebook για [*485]τρεις και πλέον ώρες για πολλά και διάφορα θέματα, με κάποιον Χρύσανθο Νεοφύτου και μια θεία της. Μεταξύ άλλων και ενώ προσπαθούσε να τους πείσει ότι είχε βιασθεί, μιλούσε για θέματα άσχετα, αστειευόμενη. Την επόμενη του υποτιθέμενου βιασμού της, πήγε στη θάλασσα καταγγέλλοντας τελικώς το συμβάν το Σάββατο 17.4.2010, από την Τετάρτη 14.4.2010 που βιάσθηκε, χωρίς στην ουσία να υπήρχε λόγος που την παρεμπόδιζε.

Περαιτέρω, ενώ ισχυρίστηκε ότι έσπρωχνε με όση δύναμη μπορούσε το βιαστή της, ο οποίος ταυτόχρονα την έσπρωχνε στους ώμους προς την αντίθετη κατεύθυνση, ουδείς μώλωπας εντοπίσθηκε, ενώ δεν ήταν και δυνατή η αφαίρεση του παντελονιού της από τον εφεσείοντα κατά τον τρόπο που περιέγραψε στη μαρτυρία της, στο μικρό όχημα του εφεσείοντος, το οποίο αποτυπώνετο στις σχετικές φωτογραφίες του Τεκμ. 2. Πρόσθετα, λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη εν μέσω των τόσων αντιφάσεων της, στις οποίες ο κ. Σιμιλλίδης παραπέμπει λεπτομερώς στο περίγραμμα του, ως μέρος του δεύτερου λόγου έφεσης. Όλες αυτές οι αντιφάσεις έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε μια τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με αποτέλεσμα την αθώωση του εφεσείοντος, στη βάση της σχετικής νομολογίας.

Τέλος, κατά τον εφεσείοντα, κακώς το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η δήλωση της παραπονούμενης προς την Abby Parr,  αποτελούσε πρώτο παράπονο, εφόσον αυτή είχε γίνει 15 ώρες μετά τον υποτιθέμενο βιασμό της και όχι άμεσα, ως αποτέλεσμα της αναστατωμένης κατάστασης ενός θύματος που υποστηρίζει τη γνησιότητα του παραπόνου και της αναστάτωσης. Η παραπονούμενη δεν προέβηκε σε κανένα παράπονο προς την ίδια τη γιαγιά και τον παππού της με τους οποίους και διέμενε, ο δε εφεσείων δεν την απείλησε με οποιονδήποτε τρόπο το βράδυ του βιασμού ώστε να φοβάται να αναφέρει το συμβάν. Ούτε ήταν δυνατό οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης να μπορούσαν να επιβεβαιωθούν από τη συνομιλία που η ίδια είχε την επόμενη των αδικημάτων, με τον ίδιο τον εφεσείοντα μέσω facebook. Εν πάση περιπτώσει, το απόσπασμα από αυτή τη συνομιλία που το Δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση του, είναι ελλιπές, αφού δεν αναφέρθηκε και το τελευταίο μέρος της συνομιλίας, όπου έδειχνε και την έκπληξη του εφεσείοντος, όταν αυτός αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη τον κατηγορούσε για βιασμό.

Εξετάζοντας την έφεση υπενθυμίζεται ότι είναι θεμελιωμένο ότι η πρωταρχική ευθύνη ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα στη ζω[*486]ντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αποκομίσει τις αναγκαίες εντυπώσεις ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας που δίδεται έχοντας το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, και τη λογική που η μαρτυρία τους αναδύει, σε συνάρτηση με τα δεδομένης της υπόθεσης, (δέστε Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551). Όπως έχει επίσης λεχθεί στη Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, η ανθρώπινη εμπειρία είναι εν πολλοίς οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. Ταυτόχρονα, η μαρτυρία αξιολογείται στο σύνολο της και στη βάση μιας ενιαίας λογικής προσέγγισης και όχι μικροσκοπικά ή αποσπασματικά (Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, 720), στις εύλογες δε διαπιστώσεις ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρέουσες από ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Χρειάζονται, όπως έχει λεχθεί και στην Κυπριανού v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Νεοφύτου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409, ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας.

Το Εφετείο δύναται βέβαια να επέμβει όταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται τη λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή διαπιστώνεται προβληματική κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 705).

Έχοντας με την αναγκαία προσοχή μελετήσει όλα τα δεδομένα, δεν διαπιστώνεται ουσιώδης λόγος για ανατροπή της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως, σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Το Δικαστήριο ήταν σε θέση να παρατηρήσει την παραπονούμενη κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της κρίνοντας ότι παρά το νεαρό της ηλικίας της, 17 ετών, είχε εντυπωσιάσει θετικά το Δικαστήριο λόγω της ειλικρίνειας και του αυθορμητισμού της μαρτυρίας της, παραμένουσα σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της έντονης αντεξέτασης. Το Δικαστήριο κατέγραψε επίσης ότι η παραπονούμενη δεν έκρυψε πράξεις και ενέργειες της που δυνατό να ήταν αρνητικές για την ίδια, αναφερόμενο βασικά στην αρχική ευνοϊκή ανταπόκριση της προς τα χάδια και φιλιά του εφεσείοντος. Όμως, όπως η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε και το Δικαστήριο αποδέχθηκε, δεν επιθυμούσε και δεν ήθελε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα και αυτό το κατέστησε σαφέστατο στον ίδιο.

[*487]Ο κ. Σιμιλλίδης διατύπωσε το ερώτημα κατά πόσο δεν θα ανευρίσκονταν σημάδια ή μώλωπες στο σώμα της, είτε από το παρατεταμένο δικό της σπρώξιμο του εφεσείοντος, είτε από το γεγονός ότι ο εφεσείων της κρατούσε δυνατά τους ώμους σπρώχνοντας την προς τα κάτω. Η εκ πρώτης όψεως παρουσιαζόμενη λογική αυτή θέση δεν βρήκε έρεισμα στην επιστημονική μαρτυρία που προσήχθη από την Κατηγορούσα Αρχή, μέσω του ιατροδικαστή Σοφοκλέους, ο οποίος κατά τη μαρτυρία του που έγινε δεκτή πρωτοδίκως, κατέθεσε ότι δεν είναι απαραίτητο στους βιασμούς να διαπιστώνονται κακώσεις, έχοντας εξετάσει αρκετούς βιασμούς στους οποίους δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε κακώσεις. Όπως το έθεσε γλαφυρά ο μάρτυς, το αν υπάρχει ή όχι κάκωση «δεν είναι μαθηματικά», εφόσον εξαρτάται από την ένταση της ασκηθείσας δύναμης. Ο εφεσείων δεν προσβάλλει την αξιολόγηση του ιατροδικαστή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εσφαλμένη. Επομένως δεν είναι δυνατό τώρα να γίνεται επίκριση γι’ αυτό το θέμα. Στην καλύτερη δε των περιπτώσεων, η ιατροδικαστική μαρτυρία δεν ήταν εν πάση περιπτώσει εναντίον του εφεσείοντος, αλλά ούτε και υπέρ κατ’ ανάγκην, της παραπονούμενης.

Το κατά πόσο η παραπονούμενη επέδειξε, μετά τις ενέργειες που απέδωσε στον εφεσείοντα, τέτοια συμπεριφορά που δεν συνήδε με συμπεριφορά θύματος βιασμού, δεν είναι δυνατό να αποφασιστεί με μόνο του τι εκλογικευμένα ένα τρίτο άτομο θα ανέμενε και μάλιστα εκ των υστέρων από ένα θύμα βιασμού. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766:

«Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με τον ψυχισμό τους. Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενό[*488]μενος. Τα πιο πάνω αναφέρονται και εξηγούνται με επάρκεια και στο σύγγραμμα του Andrew Ashworth: “Principles of Criminal Law” 3η έκδ., σελ. 368-372.»

Το πιο πάνω απόσπασμα επιδοκιμάστηκε και μεταγενέστερα, στη Σιακαλλής v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146.

Όπως η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε πλειστάκις στη μαρτυρία της, οι ενέργειες του εφεσείοντος το επίδικο βράδυ στο όχημα του την περιήγαγαν σε κατάσταση σοκ, αλλά και ντροπής εφόσον δεν ήθελε να αποκαλύψει οτιδήποτε στη γιαγιά της και ιδιαιτέρως στον παππού της, προφανώς νοιώθοντας άσχημα για το θέμα, ενώ η παραμονή της για αρκετό χρονικό διάστημα στο κρεβάτι χωρίς να θέλει να σηκωθεί και να μιλήσει με οποιονδήποτε, μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην περίεργη ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιήλθε ως αποτέλεσμα του βιασμού. Το Δικαστήριο, όπως ανεφέρθη, έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη και παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να εξονύχιζε τη μαρτυρία της παραπονούμενης περισσότερο (κάτι που αναμένεται ιδιαιτέρως σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, διότι η λεπτομέρεια πολλές φορές έχει τεράστια σημασία), εν τούτοις έδωσε βασικούς πειστικούς λόγους για την αποδοχή της μαρτυρίας της. Η ομολογουμένως σχετικά γενικευμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν αποτελεί λόγο για ανατροπή της κρίσης του, εφόσον αυτή βασίστηκε στην παρατήρηση των αντιδράσεων της παραπονούμενης κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της κρίνοντας την παρουσία της «θετική», και τη μαρτυρία της «σταθερή» χωρίς να είχε κλονιστεί. Θεώρησε δε ότι οι ισχυρισμοί της επιβεβαιώνονταν μέσα από την ίδια τη συνομιλία που είχε με τον εφεσείοντα την επόμενη μέρα του βιασμού της μέσω facebook, συνομιλία που παρέθεσε και η οποία αναπαράγεται κατωτέρω ως ένδειξη του τι πράγματι λέχθηκε μεταξύ τους, συνομιλία που ο εφεσείων δεν αρνήθηκε:

(δεν αναπαράγεται εδώ το όνομα της παραπονούμενης χάριν προστασίας της).

«Scott Brierley:    hi

“Complainant:      leave me alone

“Scott Brierley:     ok sorry

“Complainant:      wtf were u thinking last night!!

“Scott Brierley:     i went 2 stop but i went to come and didont no

                         wot 2 do

“Complainant:      u scared the shit out of me! i told u 2 stop tell me

                         1 good reason why i shouldn’t go 2 the police

[*489]               and have u done for rape?!?!

“Scott Brierley:     i did cos i didont wont 2 come in u plis don’t sey

                         thet werd 2 me

“Complainant:      i didn’t even want 2 have sex with u i told u                               that!! That’ s fucking called rape!!

“Scott Brierley:     but i didont sey nothing wen i started if u wud

                         of i sed noat the start i woodont have

“Complainant:      i did say no u twat!

                         i said please don’ t i wan2 go home u don’t have

                         a condom so no and u carried on»

Τα πιο πάνω λεχθέντα όντως προδίδουν κατ’ ουσία την ίδια τη σεξουαλική επαφή, την οποία βεβαίως ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ποσώς, αλλά ιδιαιτέρως, αποκαλύπτουν τον τρόπο που έγινε η επαφή αυτή, η οποία φανερά δεν ήταν επιθυμητή από την παραπονούμενη. Δείχνουν επίσης ότι η παραπονούμενη είχε φοβηθεί, ότι η επαφή με τον εφεσείοντα ήταν απευκταία διότι δεν την επιδίωκε η ίδια, ενώ αναφέρεται και ως λόγος ότι ο εφεσείων δεν είχε μαζί του προφυλακτικό και ότι ήθελε να επιστρέψει σπίτι. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα λεχθέντα από την παραπονούμενη ήταν τα πραγματικά γεγονότα. Ορθά το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παραπονούμενη ήταν ειλικρινής μεταξύ άλλων και διότι αυτή ανεφέρθη σε γεγονότα που ήταν αρνητικά γι’ αυτήν. Μεταξύ των άλλων που η ίδια ανέφερε στη ζώσα μαρτυρία της, εντοπίζεται από το Εφετείο και το γεγονός ότι δέχθηκε στην κατάθεσή της, Τεκμ. 10, ότι είχε πλήρεις σεξουαλικές επαφές με τον παραπονούμενο στη διάρκεια του σύντομου προηγούμενου δεσμού τους, μεταξύ Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2009.

Παραπονείται ο κ. Σιμιλλίδης ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε πτυχές των εισηγήσεων του που πιστοποιούσαν τη λογική ανακολουθία των ευρημάτων του. Τόνισε το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό για τον εφεσείοντα να αφαιρούσε το στενό παντελόνι της παραπονούμενης στο μικρό χώρο του οχήματος εάν η ίδια δεν το αφαιρούσε από μόνη της. Και ότι δεν ήταν φυσικά δυνατό να ήταν από «πάνω» της ο εφεσείων στο μικρό εκείνο χώρο. Πράγματι αυτά δεν σχολιάστηκαν πρωτοδίκως, όπως δεν σχολιάστηκαν και τα προαναφερθέντα σε σχέση με την ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης μετά το συμβάν. Το τελευταίο ζήτημα, εξετάστηκε ήδη και απαντήθηκε ανωτέρω. Ως προς το παντελόνι, ο συνήγορος παραγνωρίζει ότι η θέση της παραπονούμενης δεν ήταν ότι ο εφεσείων της το αφαίρεσε εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο ότι το κατέβασε (σελ. 4 της κατάθεσης της Τεκμ. 10 και σελ. 51-52 των πρακτικών).  Όσο για το αν ο χώρος ήταν αρκετός και τα πόδια του εφεσείοντος [*490]θα εύρισκαν πάνω στο ταμπλό του οχήματος, ο ίδιος ο συνήγορος υπέβαλε στη σελ. 51, κατά την αντεξέταση, ότι ο εφεσείων «..... μπήκε στη θέση του συνοδηγού γονατιστός μπροστά σου .....», ενώ παραγνωρίζεται ταυτόχρονα η μαρτυρία της παραπονούμενης ότι είχε ξαπλώσει πάνω της (σελ. 52) και ότι ο εφεσείων είχε σπρώξει και τη δική της καρέκλα του συνοδηγού προς τα πίσω (σελ. 51).

Δεν εντοπίζονται ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη δεν υπέπεσε σε αντίφαση όταν κατέθετε ότι ο εφεσείων είχε το ένα χέρι στον ώμο της και το άλλο πίεζε το γοφό της δυνατά, εφόσον το ίδιο στην ουσία ανέφερε και την κατάθεσή της, σελ. 3 του Τεκμ. 10. Ούτε είναι δυνατό εκ των υστέρων να γίνεται επίκριση της συμπεριφοράς της παραπονούμενης και να διυλίζεται ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε. Ήταν δε πολύ φυσιολογικό να κάμει μπάνιο, να πλύνει τα ρούχα και εσώρουχα της ως μια πράξη «εξαγνισμού» του βιασμού. Ήταν φοβισμένη και σοκαρισμένη, επίσης μια φυσιολογική βιωματική κατάσταση την οποία ευλόγως αποδέχθηκε το Δικαστήριο. Βρισκόταν σε κατάθλιψη γι’ αυτό και αρχικά έμεινε συνέχεια στο σπίτι, (σελ. 56 των πρακτικών), ενώ ήταν και συγχυσμένη, (σελ. 62). Μικροαντιφάσεις ως προς τις ώρες κλπ., αποδίδονται στην τραυματική εμπειρία που βιώνει κάθε άνθρωπος σε τέτοιου είδους καταστάσεις, πόσο μάλλον όταν είναι ανήλικος (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612). Το ότι η παραπονούμενη ανέφερε στη θεία της στις 14.4.2010 στο Τεκμ. 5, σελ. 8, που είναι η συνομιλία μέσω facebook ότι δεν θα κατάγγελλε την υπόθεση στην αστυνομία διότι είναι διεφθαρμένη, δεν αναιρεί το γεγονός του ιδίου του βιασμού. Αυτό, άλλωστε, λέχθηκε πριν η παραπονούμενη συνομιλήσει την επόμενη μέρα με την Abby Parr και λάβει την απόφαση μετά που το ανέφερε και στη γιαγιά της, να καταγγείλει τελικώς την υπόθεση στην αστυνομία. Το ότι δεν είπε κάτι σχετικά στην αστυνομική της κατάθεση, Τεκμ. 10, δεν αλλοιώνει το αξιόπιστο της καταγγελίας της. Ούτε ο συνήγορος αντεξέτασε επ’ αυτού του σημείου ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην παραπονούμενη να εξηγήσει τη θέση της.

Περαιτέρω, το ότι ο εφεσείων στη διά facebook συνομιλία τους, ανέφερε στην παραπονούμενη προς το τέλος «wot do u wont me 2 sey if u are acusing me of raping u», δείχνοντας έκπληξη (που είναι και το απόσπασμα που δεν αναπαρήγαγε το Δικαστήριο στην απόφαση του), δεν εκθεμελιώνει την κατηγορία του βιασμού. Η έλλειψη συγκατάθεσης της παραπονούμενης, άλλωστε, είναι διάχυτη σ’ όλο το Τεκμ. 5 και φαίνεται σε πλείστα όσα μέρη της συνομιλίας της.

[*491]Ορθή κρίνεται επίσης η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει τα λεχθέντα υπό της βιασθείσας στη φίλη της Abby Parr, ως πρώτο παράπονο, εν τη εννοία του Νόμου. Το γεγονός ότι τα αναφερθέντα έλαβαν χώραν 15 ώρες μετά το βιασμό δεν τα αποκλείει από του να κατατάσσονται ως πρώτο παράπονο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα εξήγησε στην απόφασή του ότι η Abby Parr ήταν συνομήλικη και φίλη της παραπονούμενης και ήταν φυσιολογικό να αποταθεί σ’ αυτή ως το πρόσωπο στο οποίο μπορούσε με σχετική άνεση να απευθυνθεί και να αναφέρει τι της συνέβη. Η παραπονούμενη, ευλόγως ως αποφάσισε το Δικαστήριο, παρέμεινε στο σπίτι της όλο το πρωϊνό της επόμενης μέρας του βιασμού και παρέμεινε στο κρεβάτι της χωρίς να αποκαλύψει οτιδήποτε στη γιαγιά της, την οποία ντρεπόταν. Η απόφαση στην Καϊλής v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Σιμιλλίδης ως προς το ότι το Δικαστήριο έπρεπε να προβληματιστεί ή να διατηρήσει εύλογες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα της κατάστασης της παραπονούμενης, δεν έθεσε απόλυτες αρχές και δεν μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο. Τα δεδομένα εκεί ήταν εν πάση περιπτώσει πολύ διαφορετικά και κρίθηκαν, με όλο το σεβασμό, με ιδιαίτερη τυπικότητα και αυστηρότητα, ενώ παρατηρείται ότι δεν υπήρξε σχολιασμός επί της ίδιας της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εκεί παραπονούμενης, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη πρωτοδίκως. Περαιτέρω, οι εκεί μνημονευθείσες υποθέσεις R. v. Redpath [1962] 46 Cr. App. R. 319, R. v. O Koye [1964] Crim. L.R. 416 και R. v. Luisi [1964] Crim. L.R. 605, αποφασίστηκαν προ 50 σχεδόν ετών όταν επικρατούσαν διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις περί ηθικής.

Οι αποφάσεις στην Αντωνίου v. Αστυνομίας – πιο πάνω – και Σιακαλλή v. Αστυνομίας – πιο πάνω –, συνάδουν περισσότερο με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί της ψυχολογικής αναστάτωσης θυμάτων βιασμών, ιδιαίτερα ανηλίκων, στην οποία αναστάτωση τα Δικαστήρια οφείλουν να εγκύπτουν ώστε να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του θύματος. Αυτό, βεβαίως, πάντοτε υπό το φως της αναγκαιότητας η Κατηγορούσα Αρχή να αποδεικνύει στο αναγκαίο επίπεδο την υπόθεσή της.

Τα ίδια ισχύουν και για την Παρμαξής v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224, παρόλο που εκεί η ανήλικη ήταν μόλις 6 ετών και είχε προβεί και σε ανώμοτη κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Εδώ βεβαίως και η παραπονούμενη και η Abby Parr, έδωσαν καταθέσεις ενόρκως. Κρίθηκαν, ευλόγως, και οι δύο αξιόπιστες. Η μαρτυρία της Abby Parr μπορούσε να ενισχύσει τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ακόμη και σ’ ό,τι αφορούσε την αναστατωμένη [*492]της κατάσταση, εφόσον σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η παραπονούμενη «έδειχνε ανήσυχη και λυπημένη και έτρεμε» (σελ. 70 των πρακτικών). Αυτό συνάδει και με τη στενοχώρια που η παραπονούμενη μετέδωσε στην Parr το απόγευμα της ίδιας ημέρας όταν της τηλεφώνησε η ώρα 3.00 μ.μ., ενώ συνάδει και με το τι η γιαγιά της παραπονούμενης αντελήφθη από τη συνομιλία και επαφή που είχε με την εγγονή της την προηγούμενη μέρα. Όσο ανεπαίσθητα ενισχυτική και να είναι αυτή η αναστατωμένη και λυπημένη διάθεση που είχε η παραπονούμενη, όπως μεταφέρθηκε στο Δικαστήριο από τους δύο πιο πάνω μάρτυρες, δεν παύει να είναι μέρος της γενικότερης εικόνας αξιοπιστίας που μετέδωσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο.

Η ενισχυτική μαρτυρία, ως ζήτημα αρχής, δεν είναι λάθος να αναζητείται έστω και αν το Δικαστήριο, όπως και εδώ, είναι διατεθειμένο να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο πάνω στη μαρτυρία του ανήλικου θύματος βιασμού και άλλων σεξουαλικών παρενοχλήσεων, εφόσον την κρίνει αξιόπιστη. Οποιαδήποτε άλλη ενισχυτική μαρτυρία, ενδυναμώνει το ήδη αξιόπιστο της δικαστικής κρίσης.

Ο εφεσείων δεν αμφισβητεί με τους λόγους έφεσης του ότι τα αδικήματα, κατά τα άλλα, εάν οι θέσεις του δεν γίνονταν αποδεκτές, έχουν συντελεστεί.

Η παραπομπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση R. v. Court [1988] 2 All E.R. 221, ως προς το αδίκημα του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα είναι ορθή. Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που έχουν αναπτυχθεί αναλύοντας το εν λόγω άρθρο, ο βιασμός συντελείται όταν υπάρχει παράνομη συνουσία, χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, ή, με τη συναίνεση της εφόσον αυτή δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης. Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο, (όπως και εδώ), έστω και αν είναι ελάχιστου βαθμού. Ο βιασμός συντελείται έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση, (Archbold: Criminal Pleadings Evidence and Practice, 40η έκδ., σελ. 1410, παρ. 2878 και Russell on Crime, 12η έκδ., σελ. 708-709).

Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει, όπως και απέδειξε εδώ, ότι η σεξουαλική πράξη έλαβε χώραν στην απουσία συγκατάθεσης. Έστω και αν υπήρξε αρχική συγκατάθεση στις ερωτικές περιπτύξεις, το αδίκημα συντελείται εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση για συνουσία και χρησιμοποιείται γι’ αυτή βία, απειλές ή άλλες παράμετροι που κάμπτουν την αντίδραση του θύματος, (R. v. Howard [1965] 3 All E.R. 684, Archbold – πιο πάνω – σελ. 1411-2, [*493]παρ. 2881 και Russellπιο πάνω – σελ. 709-710).

Η άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Κεφ. 164, απλά συντελείται με την παράνομη και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, γεγονός που βεβαίως ορθά κρίθηκε ως συντελεσθέν πρωτοδίκως.

Η έφεση κατά συνέπεια απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο