Ν.Χ. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 503

(2012) 2 ΑΑΔ 503

[*503]14 Σεπτεμβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

Ν. Χ.,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 113/2010)

 

Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων ― Επικύρωση καταδίκης αναφορικά με αδικήματα βιασμού, αιμομιξίας, πρόκλησης ψυχικής βλάβης, διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας μεταξύ 13 και 16 χρόνων και σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού ― Η επιτυχία του λόγου έφεσης αναφορικά με μαρτυρία που εσφαλμένα κρίθηκε ενισχυτική, δεν επηρέασε το κύρος της καταδίκης η οποία επιβεβαιώθηκε.

Ποινικός Κώδικας ― Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας μεταξύ 13 και 16 ετών ― Άρθρο 154 ― Δεν απαιτείται η απόδειξη απουσίας συναίνεσης αλλά μόνον η παράνομη συνουσία και η ηλικία μέχρι 16 ετών.

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Πρέπει να είναι ανεξάρτητη μαρτυρία η οποία εμπλέκει τον κατηγορούμενο στη διάπραξη του εγκλήματος ― Εκείνο που απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση και να τείνει να καταδείξει, σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες, ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος. 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδίκης του σε 9 κατηγορίες αναφορικά με διάπραξη βιασμού (Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154), αιμομιξίας (Άρθρο 147 του Κεφ. 154), πρόκληση ψυχικής βλάβης κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(Ι)/2000), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 212(Ι)/2004, αδικημάτων διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 μέχρι 16 ετών (Άρθρο 154 του Κεφ. 154) και σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, κατά παράβαση του Άρθρου 10 του περί της Καταπολέμησης, της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου (Ν. 87(Ι)/2007).

[*504]Οι πράξεις που περιγράφονταν στο κατηγορητήριο αποτελούσαν πράξεις σεξουαλικής δραστηριότητας που εκδηλώθηκε στα πλαίσια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που η ανήλικη παραπονούμενη υπέστη από τον κατηγορούμενο, πατέρα της. Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά, παιδί ηλικίας 15 ετών και 9 μηνών, δηλαδή είχε σεξουαλική δραστηριότητα με τη θυγατέρα του, καταχρώμενος την αναγνωρισμένη θέση εξουσίας ή επιρροής ή φύλαξης που είχε σ’ αυτήν, ως πατέρας της. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί όλες οι κατηγορίες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Λανθασμένα κρίθηκε αξιόπιστη η μαρτυρία της παραπονούμενης και της μητέρας της οι οποίες, έρχονταν σε αντίθεση σε ουσιώδη σημεία με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας.

β) Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι όλες οι κατηγορίες είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

γ)  Ήταν λανθασμένα τα συμπεράσματα ότι μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας ήταν ενισχυτικές της μαρτυρίας της παραπονούμενης και ο εφεσείων καταδικάστηκε χωρίς να υπάρχει ίχνος ενισχυτικής μαρτυρίας.

δ) Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ειδικός ψυχολόγος μάρτυρας υπεράσπισης δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας ως επίσης εσφαλμένη ήταν και η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των υπολοίπων μαρτύρων υπεράσπισης, από το Κακουργιοδικείο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι άμεμπτη. Η κάποια σύγχυση της παραπονούμενης και η αντίφαση της μαρτυρίας της με άλλους μάρτυρες κατηγορίας ως προς τον ακριβή χρόνο των δύο βιασμών αλλά και την αλληλουχία των γεγονότων δεν επηρέαζε την αξιοπιστία και τη φιλαλήθεια της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης ψυχολογικής πίεσης και δοκιμασίας που δέχθηκε εξαιτίας των όσων της συνέβησαν.

2.  Αναφορικά με τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο τον έκρινε ως απόλυτα αναξιόπιστο και έδωσε πλήρη αιτιολογία για αυτό του το συμπέρασμα.

3.  Αναφορικά με τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής και της [*505]υπεράσπισης, το Κακουργιοδικείο έδωσε πειστικούς λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής και απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης.  Τα δε διαπραχθέντα αδικήματα είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

4.  Υπήρχε έδαφος επέμβασης του Εφετείου ως προς το πρώτο επεισόδιο βιασμού και ως προς κάποια σημεία μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως ενισχυτική, της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια.

5.  Είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι θα μπορούσε να βασιστεί αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης και να καταδικάσει τον εφεσείοντα. Κακώς έκρινε τη μαρτυρία του ιατροδικαστή και του αρραβωνιαστικού της, ως ενισχυτικές της μαρτυρίας της παραπονούμενης όμως, αυτό δεν είχε οποιαδήποτε σημασία στο αποτέλεσμα της υπόθεσης. Η μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης ήταν αξιόπιστη και πειστική και υπήρχε και άλλη ενισχυτική μαρτυρία που την υποστήριζε. Επομένως για την καταδίκη του εφεσείοντα δεν χρειαζόταν και η περαιτέρω ενισχυτική μαρτυρία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

R. v. Baskerville, 12 Cr. App. R. 81,

Turner v. Blunden [1986] 2 All E.R. 75,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258.

Έφεση κατά της Kαταδίκης και της Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14592/08), ημερομηνίας 24/6/10.

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*506]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδρίαζε στη Λευκωσία ο κατηγορούμενος-εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε 9 κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Οι δύο πρώτες κατηγορίες αφορούσαν το κακούργημα του βιασμού σύμφωνα με το Αρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Το Κακουργιοδικείο αφού δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, θυγατέρας του εφεσείοντα, και των μαρτύρων κατηγορίας και αφού απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης συμπέρανε ότι στοιχειοθετείται το κακούργημα του βιασμού, στις χρονικές περιόδους που αναφέρονταν στις κατηγορίες 1 και 2. Αφού το Κακουργιοδικείο εξήγησε τα συστατικά στοιχεία του βιασμού σύμφωνα με το Αρθρο 144 και αφού αναφέρθηκε και στο απαραίτητο νοητικό στοιχείο του κατηγορουμένου (mens rea) συμπέρανε ότι, στις δύο περιπτώσεις που αναφέρονταν στις κατηγορίες 1 και 2, ο εφεσείων είχε έλθει σε συνουσία με την παραπονούμενη θυγατέρα του, η οποία επιτεύχθηκε και στις δύο περιπτώσεις υπό το κράτος σωματικής βλάβης ή φόβου σωματικής βλάβης και χωρίς τη συγκατάθεση της. Αναφορικά με το ζήτημα της συγκατάθεσης, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει ότι η συγκατάθεση ή η συναίνεση της παραπονούμενης δεν είχε δοθεί και ότι η σεξουαλική πράξη έλαβε χώρα στην απουσία τέτοιας συγκατάθεσης. Ως προς το mens rea του κατηγορούμενου το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι θα  πρέπει να αποδειχθεί πρόθεση του για σεξουαλική επαφή, με γνώση ότι η παραπονούμενη δεν συγκατατίθεται, ή με αδιαφορία για την ύπαρξη ή όχι συγκατάθεσης εκ μέρους της. Ως γεγονός, το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι και στις δύο περιπτώσεις, καθόλη τη διάρκεια των παράνομων ενεργειών του εφεσείοντα, απουσίαζε η ελεύθερη βούληση της παραπονούμενης. Όπως το έθεσε το Κακουργιοδικείο «ενδομύχως δεν συναινούσε στις άνομες πράξεις του Κατηγορούμενου».

Οι κατηγορίες 3 και 4 αφορούσαν στο αδίκημα της αιμομιξίας σύμφωνα με το Αρθρο 147 του Κεφ. 154. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό για να αποδειχθεί το αδίκημα της αιμομιξίας θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων ήλθε σε συνουσία με την θυγατέρα του ενώ γνώριζε ότι αυτή ήταν θυγατέρα του. Η συγκατάθεση, αναφορικά με αυτό το αδίκημα, είναι άνευ οιασδήποτε νομικής σημασίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιο[*507]δικείο βρήκε ότι σε δύο περιπτώσεις, που αναφέρονταν στις κατηγορίες 3 και 4, ο εφεσείων ήλθε σε συνουσία με τη θυγατέρα του ενώ γνώριζε ότι αυτή ήταν θυγατέρα του. Επομένως τα δύο αδικήματα των κατηγοριών 3 και 4 είχαν αποδειχθεί.

Οι κατηγορίες 5 και 10 αφορούσαν σε πρόκληση ψυχικής βλάβης κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(Ι)/2000), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 212(Ι)/2004. Το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι, με τη συμπεριφορά του και τις παράνομες πράξεις του, δηλαδή την αιμομιξία και το βιασμό, ο εφεσείων προκάλεσε ψυχική βλάβη στην ανήλικη θυγατέρα του. Τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας με την αξιόπιστη μαρτυρία της παραπονούμενης, του αρραβωνιαστικού της, Μ.Κ. 17, και της κλινικής ψυχολόγου Σεμέλης Βύζακου, Μ.Κ. 5. Η συμπεριφορά και τα επαναληφθέντα, δύο φορές, τραυματικά γεγονότα, περί τον Αύγουστο του 2008, ήταν η αιτία ψυχικών τραυμάτων της παραπονούμενης.

Οι κατηγορίες 6 και 7 αφορούσαν σε αδικήματα διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 μέχρι 16 ετών. Η παραπονούμενη θυγατέρα του εφεσείοντα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ηλικίας 15 ετών και 9 μηνών περίπου εφόσον αυτή γεννήθηκε στις 25.11.92 και τα αδικήματα διαπράχθηκαν περί τον Αύγουστο του 2008. Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται απουσία συναίνεσης εκ μέρους του θύματος. Κατά την κρίση του Κακουργιοδικείου εφόσον είχε αποδειχθεί βιασμός δύο φορές, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, και η ηλικία της παραπονούμενης ήταν αδιαμφισβήτη, και τα αδικήματα των κατηγοριών 6 και 7 αποδείχθηκαν στον απαιτούμενο βαθμό.

Οι κατηγορίες 8 και 9 αφορούσαν στη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, κατά παράβαση του Άρθρου 10 του περί της Καταπολέμησης, της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου (Ν. 87(Ι)/2007). Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, όποιος εκμεταλλεύεται σεξουαλικά ή εκπορνεύει παιδί είναι ένοχος κακουργήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 20 χρόνια. Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι για τους σκοπούς της απόδειξης του αδικήματος αυτού δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία. Κατά την κρίση του Κακουργιοδικείου οι πράξεις που περιγράφονται στο κατηγορητήριο αποτελούν πράξεις σεξουαλικής δραστηριότητας που εκδηλώθηκε στα πλαίσια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που η ανήλικη παραπονούμενη υπέστη από τον κατηγορούμενο, [*508]πατέρα της. Ο κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο που αναφέρεται στις πρώτες δύο κατηγορίες, εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά, παιδί ηλικίας 15 ετών και 9 μηνών, δηλαδή είχε σεξουαλική δραστηριότητα με τη θυγατέρα του, καταχρώμενος την αναγνωρισμένη θέση εξουσίας ή επιρροής ή φύλαξης που είχε σ’ αυτήν, ως πατέρας της.

Στην ειδοποίηση έφεσης αναγράφονται 10 λόγοι. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, όμως, απέσυρε τον 10ο λόγο έφεσης, που αφορούσε στην επιβληθείσα ποινή, που ήταν δεκαπενταετής ποινή φυλάκισης, η οποία χαρακτηριζόταν ως έκδηλα υπερβολική. Παραμένουν επομένως 9 λόγοι έφεσης.

Ο πρώτος λόγος αφορά στη μαρτυρία της παραπονούμενης η οποία, κατά τον εφεσείοντα, λανθασμένα κρίθηκε ως αξιόπιστη.  Η μαρτυρία της περιείχε αντιφάσεις και ερχόταν σε αντίθεση σε ουσιώδη σημεία με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας και συγκεκριμένα των Μ.Κ. 9, 16, 17 και 18.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι όλες οι κατηγορίες είχαν αποδειχθεί εναντίον του εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του Κακουργιοδικείου, ότι η Μ.Κ. 16, μητέρα της παραπονούμενης, ήταν αξιόπιστη. Κατά τον εφεσείοντα η μαρτυρία της έρχεται σε αντίθεση με άλλους μάρτυρες κατηγορίας όπως ο παππούς της παραπονούμενης, Μ.Κ. 18.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε λανθασμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας ήταν ενισχυτικές της μαρτυρίας της παραπονούμενης.  Συγκεκριμένα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι μαρτυρίες των Μ.Κ. 4 Σεμέλης Βύζακου, Μ.Κ. 9 Δέσποινας Λαζάρου και Μ.Κ. 18 παππού της παραπονούμενης, εσφαλμένα κρίθηκαν ως ενισχυτικές της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στη μη ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι αυτός καταδικάστηκε χωρίς να υπάρχει ίχνος ενισχυτικής μαρτυρίας και το μόνο που υπήρχε εναντίον του ήταν η μαρτυρία της παραπονούμενης θυγατέρας του.

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στα στοιχεία που περιέχονται στο τεκμήριο 33, που είναι οι κινήσεις του εφεσείοντα στα πλαί[*509]σια της εκτέλεσης της εργασίας του. Κατά τον εφεσείοντα οι κινήσεις αυτές δεν υποστηρίζουν με οποιοδήποτε τρόπο τη μαρτυρία της παραπονούμενης Μ.Κ. 10.

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στο λανθασμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της Μ.Κ. 4 ειδικής ψυχολόγου Σεμέλης Βύζακου ήταν ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στο λανθασμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο Μ.Υ. 3 Ανδρέας Πάρη, ειδικός ψυχολόγος, δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας.

Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των υπολοίπων μαρτύρων υπεράσπισης, από το Κακουργιοδικείο.

Το Κακουργιοδικείο σε μια μακροσκελή και ταυτόχρονα εμπεριστατωμένη και ενδελεχή απόφαση ανέλυσε τη μαρτυρία σε λεπτομέρεια, προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας, τα οποία και αιτιολόγησε, ανέλυσε στη συνέχεια τη νομική πτυχή των κατηγοριών και κατέληξε στα τελικά του συμπεράσματα.

Εξετάσαμε με προσοχή την ενώπιον του Κακουργιοδικείου  μαρτυρία και θεωρούμε ότι η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι άμεμπτη. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ως αξιόπιστη, αφού έλαβε δεόντως υπόψη τόσο τις αδυναμίες της μαρτυρίας, όσο και τη σύγχυση της παραπονούμενης αναφορικά με κάποια θέματα, αλλά και αντιφάσεις που υπήρξαν μεταξύ της μαρτυρίας της και άλλων μαρτύρων κατηγορίας. Τα έλαβε όλα αυτά υπόψη το Κακουργιοδικείο, τα στάθμισε με προσοχή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη ήταν απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρας. Η κάποια σύγχυση της και η αντίφαση της μαρτυρίας της με άλλους μάρτυρες κατηγορίας ως προς τον ακριβή χρόνο των δύο βιασμών αλλά και την αλληλουχία των γεγονότων δεν επηρέαζε την αξιοπιστία και την φιλαλήθεια της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης ψυχολογικής πίεσης και δοκιμασίας που δέχθηκε εξαιτίας των όσων της συνέβησαν.  Αναφορικά με τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα και πάλι το Κακουργιοδικείο υπήρξε ιδιαίτερα προσεχτικό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Τον έκρινε ως απόλυτα αναξιόπιστο και έδωσε πλήρη αιτιολογία για αυτό του το συμπέρασμα. Ο εφεσείων άλλαζε τις εκδοχές του ανάλογα με την εναντίον του μαρτυρία και δημιουργούσε εκδοχές οι οποίες δεν υποστηρίζονταν από οτιδήποτε άλλο. [*510]Ένα από τα σημαντικά στοιχεία εναντίον του εφεσείοντα ήταν το τεκμήριο 4, το οποίο βρέθηκε στη σκηνή του πρώτου κατ’ ισχυρισμό βιασμού και το οποίο περιείχε μεικτό γενετικό υλικό τόσο του εφεσείοντα όσο και της παραπονούμενης θυγατέρας του. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το δικό του γενετικό υλικό (σπέρμα) βρέθηκε στο σημείο εκείνο επειδή, σε άλλη περίπτωση, είχε σεξουαλική επαφή με κάποιαν αλλοδαπή γυναίκα. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να δικαιολογήσει με οποιοδήποτε τρόπο το γενετικό υλικό της παραπονούμενης θυγατέρας του το οποίο βρέθηκε μαζί με το δικό του στο τεκμήριο 4 και για το οποίο ο εφεσείων ουδεμία εξήγηση μπόρεσε να δώσει. Όσον αφορά την υποτιθέμενη αλλοδαπή φίλη του, παρόλο που το Κακουργιοδικείο έδωσε αναβολές για να εμφανιστεί στο δικαστήριο ως μάρτυρας, αυτή ουδέποτε εμφανίστηκε.

Αναφορικά με τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε πειστικούς λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής και απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης. Για παράδειγμα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Υ. 2, συμβίας του κατηγορούμενου, η οποία ήλθε στο δικαστήριο για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα. Ως προς τον ψυχολόγο που παρουσίασε ο εφεσείων παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι αυτός δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα και πείρα για να αποφανθεί επί θεμάτων όπως τα επίδικα. Αντίθετα οι μάρτυρες κατηγορίας, μητέρα της παραπονούμενης, παππούς της παραπονούμενης, αρραβωνιαστικός της παραπονούμενης, η ψυχολόγος κα. Βύζακου, η φίλη της παραπονούμενης Μ.Κ. 9 και οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας κρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο αντικειμενικά και δίκαια και αφού λήφθηκαν υπόψη οι όποιες αδυναμίες και αντιφάσεις στη μαρτυρία τους, ορθά κατά την κρίση μας, τελικά θεωρήθηκαν όλοι ως αξιόπιστοι μάρτυρες.

Θεωρούμε ότι τόσο τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία όσον και τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο.  Είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένα, συνάδουν με την κοινή λογική και δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης του Εφετείου σ’ αυτά. Όσον αφορά το τεκμήριο 33, δεν βλέπουμε πώς μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της παραπονούμενης.

Εκεί όμως, που κατά την κρίση μας, υπάρχει έδαφος επέμβασης του Εφετείου είναι ως προς το πρώτο επεισόδιο βιασμού και ως προς κάποια σημεία μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως ενισχυτική, της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ενώ στην [*511]πραγματικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια.

Το Κακουργιοδικείο, αφού ανέλυσε τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του βιασμού σύμφωνα με το Αρθρο 144 του Κεφ. 154 και αφού αναφέρθηκε ειδικά στην υποκειμενική υπόσταση του κακουργήματος, και τόνισε την ανάγκη απόδειξης απουσίας συγκατάθεσης ή συναίνεσης της παραπονούμενης για σεξουαλική πράξη, υπογράμμισε ότι θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος προχώρησε στη σεξουαλική επαφή με γνώση ότι η παραπονούμενη δεν συγκατατίθεται ή με αδιαφορία για την ύπαρξη ή όχι συγκατάθεσης εκ μέρους της. Στη συνέχεια είπε ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η παραπονούμενη ενήργησε υπό το κράτος σωματικής βλάβης ή φόβου σωματικής βλάβης και ότι «ενδομύχως» δεν συναινούσε στις άνομες πράξεις του κατηγορούμενου. Το πρώτο επεισόδιο (που καλύπτεται από την κατηγορία 1 και που έγινε στην ανεγειρόμενη οικοδομή) όπου το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς το μέρος της παραπονούμενης προσεγγίζοντας την από πίσω, πιάνοντας την από το στήθος και μετά ερχόμενος μπροστά της και λέγοντας της να κατεβάσει το παντελόνι (φόρμα). Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι, επειδή η παραπονούμενη σοκαρίστηκε δεν αντέδρασε και τότε αυτός της κατέβασε εντελώς το παντελόνι μαζί με το εσώρουχο, έβγαλε τα δικά του ρούχα, την έσπρωξε πάνω σε κάποιο διαχωριστικό και ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της, κρατώντας την από την πλάτη της. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης που διήρκεσε περίπου 10 λεπτά και πάλι το Κακουργιοδικείο βρίσκει ότι «η παραπονούμενη δεν αντέδρασε και δεν του είπε κάτι για να σταματήσει γιατί φοβήθηκε και είχε πάθει σοκ». Το Κακουργιοδικείο βρίσκει, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, ότι η παραπονούμενη ποτέ δεν συναίνεσε σ’ αυτές τις πράξεις και ότι, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν μέσα της, αυτή δεν ένιωθε πόνο, αλλά ήταν σοκαρισμένη γι’ αυτό που γινόταν και δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αποδείχθηκε η απαραίτητη ένοχη διάνοια (mens rea) του εφεσείοντα, ότι δηλαδή αυτός γνώριζε, κατά τον ουσιώδη χρόνο της προαναφερόμενης πράξης, ότι η παραπονούμενη δεν συναινούσε σ’ αυτή ή ότι ήταν αδιάφορος ως προς το εάν συναινούσε ή όχι, αφού μάλιστα άσκησε και κάποια σωματική βία για να επιτύχει το σκοπό του.

Για το δεύτερο επεισόδιο, υπάρχει επαρκής μαρτυρία και ευρήματα του Κακουργιοδικείου σύμφωνα με τα οποία μετά που ο εφεσείων ζήτησε από την παραπονούμενη να κάμουν «καμιά πελλα[*512]ρούα» και αφού της έβγαλε τα ρούχα και αφαίρεσε και τα δικά του ρούχα και ενώ το πέος του ήταν σε στύση και αυτός κινήθηκε για να ξαπλώσει από πάνω της, «αυτή σηκώθηκε από το κρεβάτι για να φύγει και αυτός της έδωσε ένα χαστούκι στο αριστερό μάγουλο με αποτέλεσμα αυτή να πέσει («γείρει») πάλιν ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι». Στη συνέχεια ο εφεσείων άνοιξε τα πόδια της και έβαλε το πέος του στον κόλπο της. Και σ’ αυτή την περίπτωση που διήρκεσε περίπου 10 λεπτά, η παραπονούμενη δεν του είπε τίποτε, αλλά είναι προφανές ότι δεν υπήρχε η συγκατάθεσή της για τη σεξουαλική πράξη.  Είναι μετά από το χαστούκι που αυτή έπεσε στο κρεβάτι και επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, είναι φανερό ότι υπάρχει το στοιχείο της έλλειψης ελεύθερης συγκατάθεσης, το οποίο ο εφεσείων γνώριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο και το Κακουργιοδικείο ήταν δικαιολογημένο να βρει ότι το γνώριζε.

Τα αδικήματα της αιμομιξίας, των κατηγοριών 3 και 4, δεν προϋποθέτουν απουσία συγκατάθεσης και επομένως αυτά αποδείχθηκαν πέραν πάσης αμφιβολίας από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων ήλθε σε συνουσία με τη θυγατέρα του, στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις, γνωρίζοντας βέβαια ότι ήταν η θυγατέρα του.

Για την πρόκληση ψυχικής βλάβης (κατηγορίες 5 και 10) επίσης δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή του εφεσείοντα, εφόσον αυτός, με την αιμομιξία, στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις, προκάλεσε ψυχική βλάβη στην ανήλικη θυγατέρα του, όπως διαπιστώθηκε με την αξιόπιστη μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου Σεμέλης Βύζακου, Μ.Κ. 5, αλλά και του αρραβωνιαστικού της, Μ.Κ. 17.

Για τις κατηγορίες 6 και 7, που αφορούν διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας μεταξύ 13 και 16 ετών, επίσης δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή του εφεσείοντα εφόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η θυγατέρα του εφεσείοντα ήταν κάτω των 16 ετών. Και γι’ αυτά τα αδικήματα δεν απαιτείται η απόδειξη απουσίας συναίνεσης αλλά μόνον η παράνομη συνουσία και η ηλικία μέχρι 16 ετών της παραπονούμενης, που στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκαν και στις δύο περιπτώσεις.

Τα αδικήματα των κατηγοριών 8 και 9, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, επίσης αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εφόσον και εδώ ο πατέρας, εκμεταλλευόμενος τη θέση εξουσίας ή επιρροής του επί της θυγατέρας του, είχε σεξουαλική δραστηριότητα, δηλαδή σεξουαλική επαφή, με τη θυγατέρα του, [*513]που ήταν παιδί ηλικίας κάτω των 16 ετών.

Είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι θα μπορούσε να βασιστεί και αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης και να καταδικάσει τον εφεσείοντα. Συναφώς θεώρησε ότι η μαρτυρία της ήταν τέτοιας καλής ποιότητας που δεν χρειαζόταν ενίσχυση. Προειδοποίησε όμως τον εαυτό του, το Κακουργιοδικείο, για το επιθυμητό αλλά όχι νομικά απαραίτητο της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας αναφορικά με σεξουαλικά αδικήματα όπως τα υπό εξέταση. Βρήκε, το Κακουργιοδικείο, ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Όντως υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, όπως το μαύρο νάυλον, επί του εδάφους στο σημείο του πρώτου επεισοδίου, τεκμήριο 4, στο οποίο εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό του κατηγορούμενου (σπερματικό υλικό) και της παραπονούμενης. Εντοπίστηκε επίσης και αποτύπωμα του πέλματος του αριστερού ποδιού της παραπονούμενης στο σημείο εκείνο. Αυτά, κατά την εκτίμηση μας, συνιστούν ενισχυτική μαρτυρία της σεξουαλικής επαφής του εφεσείοντα με την ανήλικη θυγατέρα του στο πρώτο επεισόδιο. Το Κακουργιοδικείο όμως, φαίνεται να θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία και μαρτυρία που δεν ήταν, ανεξάρτητη, μαρτυρία ενισχύουσα, σε ουσιώδη σημεία, τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Ως τέτοια μαρτυρία το Κακουργιοδικείο θεώρησε π.χ. τη μαρτυρία του ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους, Μ.Κ. 12, ο οποίος ανέφερε ότι ως μέρος της ιατροδικαστικής του εξέτασης υπέβαλε στην παραπονούμενη κάποιες ερωτήσεις λέγοντας ότι τα ευρήματα του συνήδαν με τις θέσεις της παραπονούμενης. Επίσης το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι και η μαρτυρία του αρραβωνιαστικού της παραπονούμενης Στέλιου Θεοφίλου, Μ.Κ. 17, ενίσχυε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ενώ ουσιαστικά ο Μ.Κ. 17 επανέλαβε στο δικαστήριο τα όσα του είχε αναφέρει η παραπονούμενη, χωρίς αυτά να αποτελούν πρώτο παράπονο.

Το τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία είναι θεμελιωμένο. Κλασσική είναι η υπόθεση R. v. Baskerville, 12 Cr. App. R. 81, στην οποίαν τονίστηκε ότι η ενισχυτική μαρτυρία πρέπει να είναι ανεξάρτητη μαρτυρία η οποία εμπλέκει τον κατηγορούμενο στη διάπραξη του εγκλήματος. Πρέπει δηλαδή να είναι ανεξάρτητη μαρτυρία (μη προερχόμενη από την παραπονούμενη), η οποία να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνον διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Στην υπόθεση Turner v. Blunden [1986] 2 All E.R. 75 τονίστηκε ότι εκείνο που απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση και να τείνει να καταδείξει, σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρει[*514]ες, ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος. (Δέστε: Ττοουλιάς v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258).

Στην προκείμενη  περίπτωση θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο κακώς έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 12 και του Μ.Κ. 17, ως ενισχυτικές της μαρτυρίας της παραπονούμενης όμως, κατά την κρίση μας, αυτό δεν είχε οποιαδήποτε σημασία στο αποτέλεσμα της υπόθεσης. Η μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης ήταν αξιόπιστη και πειστική και υπήρχε και άλλη ενισχυτική μαρτυρία που την υποστήριζε. Επομένως για την καταδίκη του εφεσείοντα δεν χρειαζόταν και η περαιτέρω ενισχυτική μαρτυρία των Μ.Κ. 12 κα 17.

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η καταδίκη του εφεσείοντα, σε όλες τις κατηγορίες, επιβεβαιώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο