(2012) 2 ΑΑΔ 563
[*563]11 Οκτωβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΕΚΟΥΡΑ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 180/2010)
Ποινικός Κώδικας ― Απόπειρα φόνου, (Άρθρο 214(α) Κεφ. 154) , πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (Άρθρο 23 του Κεφ. 154), κατοχή πυροβόλου όπλου, κ.ά. ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης η οποία στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία για την καταδίκη ― Καταδίκη παρά την απόρριψη της εκδοχής του παραπονούμενου ― Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εδραζόταν και επί επιστημονικής και άλλης περιστατικής μαρτυρίας ― Η απόρριψη της εκδοχής του παραπονούμενου δεν συνεπαγόταν αυτόματα και δεκτότητα της εκδοχής του εφεσείοντα.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Υπόθεση απόπειρας φόνου όπου οι συνθήκες υπό τις οποίες τραυματίστηκε ο παραπονούμενος όπως αυτές διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο, είχαν υπόβαθρο αποκλειστικά την περιστατική μαρτυρία.
Ποινικός Κώδικας ― Απόπειρα φόνου (Άρθρο 214(α) Κεφ. 154) ― Συστατικά στοιχεία ― Συνιστά διαχρονική αρχή της νομολογίας ότι το αδίκημα της απόπειρας φόνου συνεπάγεται την ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης∙ της πρόθεσης για πρόκληση θανάτου του θύματος με την παράνομη ενέργεια ― Στην πραγματικότητα, η πρόθεση να προκληθεί ο θάνατος του θύματος συνιστά το κύριο συστατικό του συγκεκριμένου αδικήματος.
Απόδειξη ― Απόπειρα φόνου (Άρθρο 214(α) Κεφ. 154) ― Η φύση της μαρτυρίας που η Κατηγορούσα Αρχή, θα προσκομίσει για να αποδείξει την ύπαρξη της πρόθεσης, θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να αποκλείει τα οποιαδήποτε άλλα συμπεράσματα τα οποία είναι αντίθετα με την ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης ― Στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η απόδειξη ύπαρξης του εν [*564]λόγω στοιχείου μπορεί να γίνει με περιστατική μαρτυρία.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Κατά πόσον θα πρέπει να επιβάλλεται ποινή επί ευνοϊκότερης βάσης εάν στο τέλος παραμένουν ως ανοικτά ενδεχόμενα διαζευκτικές βάσεις γεγονότων ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αξιολόγηση Μαρτυρίας ― Μαρτυρία η οποία έχει γίνει αποδεκτή, είτε πρόκειται για μαρτυρία που δόθηκε ενόρκως, προφορικά ή με τη μορφή γραπτών δηλώσεων, είτε πρόκειται για περιστατική μαρτυρία, είτε πρόκειται για πραγματική μαρτυρία, εκτός βέβαια και αν πρόκειται για μαρτυρία που δεν αμφισβητείται ή τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή παραδεκτού γεγονότος δυνάμει του Άρθρου 19 του Νόμου 86/86, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για διαπιστώσεις/ευρήματα/συμπεράσματα, θα πρέπει να αξιολογηθεί, και αφού αξιολογηθεί να κριθεί αξιόπιστη.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα και ελευθερίες ― Δίκαιη Δίκη ― Δυσμενής επηρεασμός ― Το κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο ― Αποφασίζεται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ― Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεασθεί δυσμενώς.
Ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορίες αναφορικά με επεισόδιο κατά το οποίο τραυματίστηκε σοβαρά δια πυροβολισμών ένα πρόσωπο το οποίο κατά το χρόνο του συμβάντος βρισκόταν μαζί με τον εφεσείοντα, μέσα στο αυτοκίνητο του τελευταίου, ενώ ήταν ακινητοποιημένο στην άκρη του δρόμου.
Του τραυματισμού προηγήθηκε έντονη λογομαχία μεταξύ τραυματισθέντος και εφεσείοντα.
Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων το βράδυ του επεισοδίου, θεάθηκε λίγες ώρες μετά το επεισόδιο να φλέγεται, σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τη σκηνή. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, η φωτιά είχε τεθεί κακόβουλα με τη χρήση βενζίνης. Μέσα στο καμένο αυτοκίνητο ανευρέθηκαν δύο καμένοι κάλυκες φυσιγγίου πυροβόλου όπλου.
Οι έρευνες της αστυνομίας και ιδιαίτερα οι πληροφορίες που ο τραυματισθείς έδωσε στην αστυνομία με τη μορφή σημειώσεων και σχεδιαγραμμάτων, γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει, οδήγησαν στον εφεσείοντα, ο οποίος συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον Κακουργιοδικείου επτά συνο[*565]λικά κατηγορίες σχετικά με: α) απόπειρα φόνου (κατά παράβαση του Άρθρου 214(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία), β) πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στο ίδιο πρόσωπο, κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Κεφ. 154 (δεύτερη κατηγορία), γ) κατοχή πυροβόλου, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4(1), 51, 55 και του Πρώτου Παραρτήματος του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/04, όπως τροποποιήθηκε, δ) μεταφοράς πιστολιού του οποίου η μεταφορά απαγορεύεται ως άνω (τέταρτη κατηγορία), ε) κατοχή εκρηκτικών υλών, χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, (πέμπτη κατηγορία) στ) χρήση εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών (έκτη κατηγορία) και ζ) εμπρησμό μηχανοκίνητου οχήματος με (όγδοη κατηγορία). (Η έβδομη κατηγορία ανεστάλη).
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και στις επτά κατηγορίες. Στις κατηγορίες 1, 2, 3, 6 και 8 του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές συντρέχουσας φυλάκισης, με ανώτερη εκείνη της φυλάκισης 13 ετών που του επεβλήθη στην κατηγορία 1. Στις κατηγορίες 4 και 5 δεν του επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.
Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ο παραπονούμενος πυροβολήθηκε από τον εφεσείοντα με πιστόλι, ενώ ήταν στο αυτοκίνητο του τελευταίου.
Η δε υπεράσπιση προέβαλε ότι ο τραυματισμός του παραπονούμενου οφειλόταν ουσιαστικά σε ατύχημα.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίστηκε ο παραπονούμενος όπως αυτές διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο, είχαν υπόβαθρο αποκλειστικά περιστατική μαρτυρία.
Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του παραπονούμενου. Κατέληξε στις επί του προκειμένου διαπιστώσεις του αφού για λόγους που με λεπτομέρεια παραθέτει στην απόφαση του, τη μεν μαρτυρία του παραπονούμενου έκρινε ως ακροσφαλή και συνεπώς ως ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων και στη βάση αυτών συμπερασμάτων, τη δε μαρτυρία του εφεσείοντα απέρριψε ως αναξιόπιστη.
Την ορθότητα των πιο πάνω διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων αμφισβήτησε με έξι συνολικά λόγους έφεσης. Αμφισβήτησε επίσης με χωριστό λόγο έφεσης την ορθότητα των ποινών που επιβλήθηκαν.
[*566]Με την έφεση υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα για τα αδικήματα της 1ης και 2ης κατηγορίας διότι διέπραξε σοβαρότατα σφάλματα που παραβίαζαν τόσο το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά και γενικότερα την ουσιαστική αρχή του δικαίου ότι το βάρος αποδείξεως δια την καταδίκη ενός κατηγορουμένου προσώπου το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή, σε βαθμό που να μην υπάρχει καμία λογική αμφιβολία.
β) Η απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου όπως διατυπώθηκε δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την θετικότητα και βεβαιότητα της και παρουσίαζε σημεία μη επιτρεπτής συγχύσεως ώστε αυτή να καθίσταται μη ασφαλής και μη ικανοποιητική.
γ) Συνεπακόλουθο του σφάλματος του Δικαστηρίου να θέσει στους ώμους του εφεσείοντα την απόδειξη της αθωότητάς του, ήταν και το ότι στις σελίδες 87 και μετέπειτα της απόφασής του προβαίνει σε μία εξονυχιστική εξέταση της μαρτυρίας που παρέθεσε ο εφεσείων κατά την ακροαματική διαδικασία και αναζητεί σε επουσιώδεις και άσχετες ακόμη προς την υπόθεση λεπτομέρειες, ερείσματα για να την κρίνει ως αναξιόπιστη προκειμένου να τον καταδικάσει.
δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά προς την καταδίκη του εφεσείοντα προς τις κατηγορίες 3, 4, 5, 6 και 8 έσφαλε διότι αυτές ήσαν απόρροιες της εσφαλμένης καταδίκης του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2. Ειδικότερα δε, όσον αφορούσε στην 8η κατηγορία δεν υπήρχε μαρτυρία επί της οποίας θα μπορούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να θεμελιώσει καταδίκη του εφεσείοντα.
ε) Η πρωτόδικη απόφαση έπασχε διότι το Δικαστήριο προέβη σε πλημμελή και/ή ατελή και/ή εσφαλμένη αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας περιστατικής και/ή άλλης μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή εις το σύνολο της κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας.
στ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το παράπονο του εφεσείοντα ότι στην παρούσα υπόθεση οι ανακριτικές αρχές, παρέλειψαν να εξετάσουν την εκδοχή και/ή την καταγγελία του η οποία βασιζόταν στην αδιαφιλονίκητη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ήταν ο ίδιος θύμα δολοφονικής απόπειρας εναντίον του από τον παραπονούμενο, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται μία από τις πιο ουσιώδεις αρχές του δικαίου, ότι οι ανακριτές μιας υπόθεσης οφείλουν να ασκούν τις ανακρίσεις κατά τρόπο [*567]αμερόληπτο κατά τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο όπως τα Δικαστήρια της δικαιοσύνης με αμερόληπτο τρόπο εξετάζουν τις υποθέσεις, οι οποίες παρουσιάζονται ενώπιον τους προς εκδίκαση.
ζ) Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ήταν προφανώς υπερβολικές και/ή λανθασμένες με βάση παραβίαση αρχών (wrong in principle).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση του εφεσείοντα ότι η απόρριψη της εκδοχής του παραπονούμενου αυτόματα συνεπαγόταν δεκτότητα της εκδοχής του εφεσείοντα, έστω και με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, δεν ήταν ορθή ως επίσης δεν ήταν ορθή η εισήγηση της υπεράσπισης ότι απόρριψη της μαρτυρίας του παραπονούμενου αυτόματα συνεπαγόταν αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2.
2. Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν εδραζόταν αποκλειστικά και μόνο στη μαρτυρία του παραπονούμενου, έτσι ώστε απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, αυτόματα να συνεπαγόταν και απόρριψη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Εδραζόταν και επί επιστημονικής και άλλης περιστατικής μαρτυρίας.
3. Στην παρούσα υπόθεση η εκδοχή του παραπονούμενου και γενικά η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, για τους λόγους που με σαφήνεια αναπτύχθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, μετά από αξιολόγηση, ορθά κρίθηκε, ως ακροσφαλής και ως τέτοια απορρίφθηκε, ως επίσης και εκείνη του εφεσείοντα.
4. Προσεκτική εξέταση των λόγων για τους οποίους η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, κατεδείκνυε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Ενδεικτικό της πολύ φτωχής εικόνας που αναδυόταν μέσα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ήταν μεταξύ άλλων, ορθές επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου, ότι οι θέσεις του εφεσείοντα στερούνταν λογικής βάσης.
5. Ενδεικτικά μεταξύ άλλων ορθά επισημάνθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι οι πυροβολισμοί που δέχθηκε ο παραπονούμενος στο στόμα δεν συνήδαν, κρινόμενοι υπό το φως της επιστημονικής μαρτυρίας με την εκδοχή των τυχαίων πυροβολισμών με το πιστόλι να βρίσκεται ψηλά στραμμένο προς τα κάτω, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων.
6. Έστω και αν το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του πα[*568]ραπονούμενου, ορθά, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, προχώρησε στην αξιολόγηση και της μαρτυρίας του εφεσείοντα, την οποία εφόσον έκρινε αναξιόπιστη, ορθά την απέρριψε. Τους δε λόγους για τους οποίους έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναξιόπιστη, το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με περισσή λεπτομέρεια στην απόφαση του και δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα.
7. Η θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο, με τον τρόπο που προσέγγισε την ενώπιον του μαρτυρία, «επιφόρτισε ουσιαστικά» τον εφεσείοντα με το συντριπτικό βάρος να αποδείξει την αθωότητα του, δεν ήταν ορθή. Εσφαλμένη ήταν και η θέση του εφεσείοντα ότι εάν προτιμούσε να παραμείνει σιωπηλός, δεν θα καταδικαζόταν και ότι καταδικάσθηκε γιατί, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, τα γεγονότα δεν μπορούσαν να συνάδουν με την εκδοχή του κατηγορούμενου.
8. Η πιο πάνω θέση ήταν ανεδαφική όσο και η θέση που επίσης προώθησε ο εφεσείων, σύμφωνα με την οποία η κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το αξιόπιστο ή όχι της εκδοχής και γενικά της μαρτυρίας του παραπονούμενου χαρακτηριζόταν από ασάφεια, σύγχυση και αοριστία. Το ανεδαφικό των θέσεων προέκυπτε από την προσεκτική εξέταση των σχετικών αποσπασμάτων της απόφασης του Κακουργιοδικείου.
9. Η θέση του εφεσείοντα ότι η περιστατική μαρτυρία, ορθά αξιολογούμενη, δεν οδηγούσε, στο βαθμό και την έκταση που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, στις διαπιστώσεις στις οποίες το Κακουργιοδικείο κατέληξε αναφορικά με τις συνθήκες τραυματισμού δεν ήταν ορθή, ως επίσης δεν ήταν ορθή η θέση ότι η εν λόγω μαρτυρία, θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει τουλάχιστον υποβόσκουσες αμφιβολίες αναφορικά με τις εν λόγω συνθήκες.
10. Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία, εξετάστηκε στο σύνολο της, είτε στο χειρισμό που αυτή έτυχε από το Κακουργιοδικείο, είτε στη βαρύτητα που το Κακουργιοδικείο της έδωσε.
11. Αντίθετα, προέκυπτε διαπίστωση ότι η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε, με τη δύναμη της μαρτυρίας που προσκόμισε, να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένη, ότι ο παραπονούμενος δεν τραυματίστηκε κάτω από συνθήκες ατυχήματος, ως ήταν η προβληθείσα από την υπεράσπιση θέση. Ήταν δε αρκετό να διεξέλθει ένας το σκεπτικό με βάση το οποίο το Κακουργιοδικείο κατέληξε στις επί του προκειμένου διαπιστώσεις του.
[*569]12. Οι θέσεις της υπεράσπισης, παρέμειναν χωρίς πραγματικό υπόβαθρο και συνεπώς μετέωρες. Αντίθετα, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ήταν ότι ο εφεσείων ανέσυρε πιστόλι και πυροβόλησε τον παραπονούμενο. Συνεπώς, όπως πολύ ορθά κατέληξε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων «κατείχε, μετέφερε και χρησιμοποίησε το πιστόλι και τις εκρηκτικές ύλες» και ο σχετικός λόγος έφεσης αναφορικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες δεν ευσταθούσε.
13. Περαιτέρω η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που «παράνομα και εσκεμμένα, με σκοπό μάλιστα να καταστρέψει μαρτυρία, έθεσε φωτιά στο εν λόγω όχημα», εύρισκε έρεισμα στη μαρτυρία.
14. Το Κακουργιοδικείο με ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του τραυματισθέντος, ως του μόνου λογικού συμπεράσματος που προέκυπτε από την περιστατική μαρτυρία, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία συνεκτίμησε για το σκοπό αυτό.
15. Δεν διαπιστωνόταν η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου για σκοπούς ανατροπής των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου.
16. Χωρίς αμφιβολία δεν υπήρξε παράλειψη εκ μέρους των ανακριτικών αρχών ή άδικη συμπεριφορά εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Ο αρμόδιος ανακριτής ο οποίος και έλαβε την κατάθεση την χειρίστηκε με τον τρόπο που έχει εξηγήσει στο δικαστήριο.
17. Η απαίτηση του εφεσείοντα προς τον Γενικό Εισαγγελέα δεν ήταν απλώς να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου, αλλά να αποσυρθεί η κατηγορία εναντίον του. Η απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα, όχι μόνο δεν έθετε ζήτημα μη δίκαιης δίκης, αλλά ήταν στα ορθά πλαίσια. Εφόσον η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, είναι το δικαστήριο που θα έκρινε πλέον τα πράγματα. Η εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης ήταν αβάσιμη.
18. Αναφορικά με την ορθότητα των ποινών της άμεσης φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα η οποία αμφισβητήθηκε με χωριστό λόγο έφεσης, ήταν εσφαλμένη η θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις, την ηλικία του, τον καλό του χαρακτήρα και την οικογενειακή του κατάσταση. Στα πλαίσια της πολυσέλιδης απόφασης του για την ποινή, ο συγκεκριμένος μετριαστικός παράγοντας καταλαμβάνει περίοπτη θέση.
[*570]19. Αναφορικά με την παράμετρο ότι στην υπό κρίση περίπτωση, το ελατήριο του εφεσείοντα δεν είχε προσδιοριστεί αλλά παρέμεινε αδιευκρίνιστο, σημειώθηκε ότι είχε παραταύτα διαπιστωθεί, ότι στον αμέσως πριν από τη διάπραξη των αδικημάτων χρόνο, μεταξύ εφεσείοντα και παραπονούμενου ξέσπασε έντονη συζήτηση. Είχε επίσης διαπιστωθεί ότι τόσο η μετά τον τραυματισμό του παραπονούμενου καταδίωξη του από τον εφεσείοντα, «με επιθετικές και εχθρικές» διαθέσεις, όσο και η εγκατάλειψη του από τον εφεσείοντα, ο οποίος αδιαφορώντας πλήρως «για το ορατό ενδεχόμενο θανάτου» του, τον εγκατέλειψε σοβαρά τραυματισμένο στην παρακείμενη οικία.
20. Ούτε το απροσδιόριστο του ελατηρίου, ούτε το ασαφές του περιεχομένου της άγριας λογομαχίας που ξέσπασε μεταξύ των δύο αμέσως πριν το επεισόδιο, αλλά ούτε και η διαπιστωθείσα έλλειψη προσχεδιασμού αγνοήθηκαν ή υποτιμήθηκαν από το Κακουργιοδικείο. Αντίθετα, απασχόλησαν το Κακουργιοδικείο το οποίο αφού τα εντόπισε και τα σχολίασε υπό το φως κυπριακής και αγγλικής νομολογίας.
21. Ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι το αδιευκρίνιστο του ελατηρίου θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο, όπως θα ήταν η περίπτωση που αποκαλυπτόταν ένα ευτελές ή ένα ιδιαίτερης απαξίας ελατήριο, ένα ελατήριο τέτοιο που θα επέβαλλε αυστηρότερη μεταχείριση.
22. Το Κακουργιοδικείο ορθά αποτίμησε κάθε μετριαστικό για την ποινή παράγοντα δίδοντας του τη δέουσα υπό τις περιστάσεις βαρύτητα. Τα αδικήματα για τα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος είναι από τα πλέον σοβαρά και οι προβλεπόμενες γι’ αυτά ποινές, ειδικά για το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, είναι ενδεικτικά της εν λόγω σοβαρότητας.
Η έφεση απορρίφθηκε τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R v. Goodway [1993] 4 All ER 894,
R v. Sharp [1993] 3 All ER 225 (C.A),
[*571]R v. Bey [1993] 3 All ER 253 (C.A),
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 C.L.R. 258,
R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128,
Woolmington v. D.P.P. 25, Cr. App. R. 72,
Charitonos a.o. v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40,
Ayres v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 16,
Attorney General v. Hassan (1971) 2 C.L.R. 316,
R. v. Murtagh and Kennedy, 39, Cr. App. R. 72,
Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13,
Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20,
Kafalos v. The Queen, 19 C.L.R. 121,
Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363,
Andreou ν. Republic (1977) 2 C.L.R. 81,
Kkolis v. Republic (1961) C.L.R. 53,
Pefkos a.o. v. Republic (1961) C.L.R. 340,
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560,
Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 407,
Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446,
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,
Panovits v. Cyprus, απόφαση ΕΔΑΔ 4262/04, ημερ.11/12/2008,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104,
Safar ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 428,
[*572]R. v. Ayensu and Ayensu, 4 Cr. App. R. (S.) 248,
R. v. Solomon and Triumph, 6 Cr. App. R. (S.) 120,
R. v. Brown (W.T.), 3 Cr. App. R. (S.) 250,
R. v. Kesler [2001] 2 Cr. App. R. (S.) 126, CA,
Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Παρασκευαΐδου-Καρακάννα, Α.Ε.Δ., Γερολέμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10863/09), ημερομηνίας 19/10/10 και 18/11/10.
Ε. Ευσταθίου με Α. Χατζησέργη και Α. Ματθαίου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Σε επεισόδιο που έλαβε χώρα το βράδυ της 10/6/2009 στο χωριό Αραδίππου, τραυματίστηκε σοβαρά δια πυροβολισμών ο Κυριάκος Κοσιάρης από την Περιστερώνα. Ο Κοσιάρης τραυματίστηκε ενώ ήταν μαζί με τον εφεσείοντα, μέσα στο αυτοκίνητο του τελευταίου, το οποίο ήταν ακινητοποιημένο στην άκρη του δρόμου, σε πολύ μικρή απόσταση από το σπίτι του εφεσείοντα. Το σπίτι του εφεσείοντα βρίσκεται στην οδό Μίνωος, η οποία συνδέεται σε κάποιο σημείο της με την οδό Κουρίου. Συγκεκριμένα, βρίσκεται στο μέσο της οδού Μίνωος, μετά το σημείο σύνδεσης της εν λόγω οδού με την οδό Κουρίου. Κατά το χρόνο του τραυματισμού του ο Κοσιάρης καθόταν στη θέση του συνοδηγού, ενώ ο εφεσείων στη θέση του οδηγού.
Εφεσείων και Κοσιάρης, συναντήθηκαν, σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, λίγο νωρίτερα το ίδιο βράδυ, στο χώρο στάθμευσης του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας. Η συνάντηση είχε εκ των προτέρων διευθετηθεί μεταξύ τους τηλεφωνικά. Εκεί ο Κοσιά[*573]ρης, αφού στάθμευσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε μεταβεί στη Λάρνακα, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων και το οποίο ανήκε σε τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα σε κάποιο Χάρη Βρίκκη. Ακολούθως, ο εφεσείων με συνεπιβάτη τον Κοσιάρη οδήγησε το αυτοκίνητο στο συγκεκριμένο σημείο όπου λίγο αργότερα έλαβε χώρα το επεισόδιο, στο οποίο τραυματίστηκε ο Κοσιάρης, όπου και στάθμευσε. Του τραυματισμού του Κοσιάρη προηγήθηκε έντονη λογομαχία μεταξύ Κοσιάρη και εφεσείοντα.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, αμέσως μετά τον τραυματισμό του, ο Κοσιάρης, αφού βγήκε από το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε πεζός, ακολουθούμενος από τον εφεσείοντα, αρχικά με τα πόδια και στη συνέχεια, με το αυτοκίνητο το οποίο ο τελευταίος οδήγησε γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο, που σχημάτιζαν οι οδοί Μίνωος, Κουρίου, Α. Κάλβου και Ομήρου. Ο Κοσιάρης κατέληξε στο υπόγειο παρακείμενης οικίας, της οικίας της οικογένειας Λαππά, όπου ελάχιστο χρόνο αργότερα τον συνάντησε ο εφεσείων. Η οικία Λαππά βρίσκεται στην οδό Αγίων Αναργύρων, που είναι παράλληλη της οδού Μίνωος, στην οποία υπενθυμίζουμε βρίσκεται το σπίτι του εφεσείοντα. Εκεί εντόπισε τον Κοσιάρη και η αστυνομία, η οποία αφού ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από κάποιο πρόσωπο, έφθασε στη σκηνή μετά την αποχώρηση του εφεσείοντα.
Στο υπόγειο της οικίας Λαππά, μεταξύ άλλων τεκμηρίων, εντοπίστηκαν πάνω σε παγκάκι, αίμα όπως και έμφορτη φυσιγγιοθήκη όπλου, στο πάνω μέρος της οποίας υπήρχαν αγκυλωμένες τρίχες από τα μαλλιά του Κοσιάρη. Δεν επρόκειτο για τη φυσιγγιοθήκη που χρησιμοποιήθηκε για τη ρίψη των πυροβολισμών που τραυμάτισαν τον Κοσιάρη. Κηλίδες αίματος βρέθηκαν στην αυλή, αλλά και στην ίδια την οικία, ενώ έξω από το κάγκελο της οικίας που οδηγεί σε κατηφορική ράμπα βρέθηκε κάλυκας. Στο βάθος της ράμπας, εντοπίστηκε το τζόκει του εφεσείοντα. Στο χώρο που έλαβε χώρα το επεισόδιο κατά το οποίο τραυματίστηκε ο Κοσιάρης και στο οποίο αρχικά είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, εντοπίστηκαν αίματα στο πεζοδρόμιο και τεμάχια σπασμένων γυαλιών. Πολύ κοντά του σημείου που εντοπίστηκαν τα αίματα και τα σπασμένα γυαλιά, εντοπίστηκαν ξερογυρίσματα λάστιχου οχήματος και ένας κάλυκας. Κηλίδες αίματος εντοπίστηκαν και σε σημεία της διαδρομής που ο Κοσιάρης ακολούθησε πεζός από την οδό Κουρίου προς τη Μίνωος και ακολούθως προς την οικία Λαππά μέσω της οδού Ομήρου. Έξω από το σπίτι του εφεσείοντα εντοπίστηκε ένα καπάκι δοντιού και μια βληθείσα βολίδα.
Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων το βράδυ του επεισο[*574]δίου, θεάθηκε λίγες ώρες μετά το επεισόδιο να φλέγεται σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τη σκηνή. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, η φωτιά είχε τεθεί κακόβουλα με τη χρήση βενζίνης. Μέσα στο καμένο αυτοκίνητο ανευρέθηκαν δύο καμένοι κάλυκες φυσίγγιου πυροβόλου όπλου. Ο ένας εντοπίστηκε στη βάση του μοχλού ταχυτήτων και ο άλλος στο πάτωμα της θέσης του οδηγού δεξιά.
Οι έρευνες της αστυνομίας και ιδιαίτερα οι πληροφορίες που ο Κοσιάρης έδωσε στην αστυνομία με τη μορφή σημειώσεων και σχεδιαγραμμάτων, γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει, οδήγησαν στον εφεσείοντα, ο οποίος συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο του στο δρόμο Λάρνακας – Λεμεσού. Εναντίον του εφεσείοντα ασκήθηκε ποινική δίωξη. Αρχικά το κατηγορητήριο περιλάμβανε οκτώ κατηγορίες. Στην πορεία όμως η κατηγορία 7 ανεστάλη. Σύμφωνα με τις εναπομείνασες επτά κατηγορίες, ο εφεσείων στις 10/6/2009 στο χωριό Αραδίππου της επαρχίας Λάρνακος:
“α) Αποπειράθηκε παράνομα να επιφέρει το θάνατο στον Κυριάκο Παναγή Κοσιάρη από την Περιστερώνα, κατά παράβαση του Αρθρου 214(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία).
β) Προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη στο ίδιο πρόσωπο, κατά παράβαση του Αρθρου 231 του Κεφ. 154 (δεύτερη κατηγορία).
γ) Κατείχε πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β, δηλαδή ένα πιστόλι του οποίου η κατοχή απαγορεύεται, κατά παράβαση των Αρθρων 2, 4(1), 51, 55 και του Πρώτου Παραρτήματος του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/04, όπως τροποποιήθηκε από τους Nόμους 99(Ι)/05 και 56(Ι)/07 (τρίτη κατηγορία).
δ) Μετέφερε ένα πιστόλι του οποίου η μεταφορά απαγορεύεται, ως άνω (τέταρτη κατηγορία).
ε) Κατείχε εκρηκτικές ύλες, δηλαδή πέντε πλήρη φυσίγγια διαμετρήματος 9mm shot, χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, κατά παράβαση του Αρθρου 4(1)(ε)(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 19(Ι)/2005 και Κ.Δ.Π. 617/03, 618/03, 145/05 και 179/05 (πέμπτη κατηγορία).
[*575]στ) Χρησιμοποίησε εκρηκτικές ύλες χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, δηλαδή πυροβόλησε πέντε πλήρη φυσίγγια διαμετρήματος 5mm shot, κατά παράβαση του Αρθρου 4(1)(ε)(4)(ζ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 19(Ι)/2005 και Κ.Δ.Π. 617/03, 618/03, 145/05 και 179/05 (έκτη κατηγορία).
ζ) Στις 11/06/2009, σε πάροδο της οδού Αγίας Σοφίας στην Αραδίππου, της επαρχίας Λάρνακας, εσκεμμένα και παράνομα έθεσε φωτιά στο μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής ΗΚΕ293, περιουσία του Χαρίτωνα Βίκη, με αποτέλεσμα αυτό να καταστραφεί ολοσχερώς, κατά παράβαση του Αρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 85(Ι)/2002 (όγδοη κατηγορία).”
Σ’ αυτό το στάδιο κρίνουμε σκόπιμο να παρεμβάλουμε τα εξής: Όταν πληροφορήθηκε τους λόγους σύλληψης του και του επεστήθη η προσοχή στο Νόμο, ο εφεσείων απάντησε: «Δεν ξέρω τίποτε». Αργότερα, όταν μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό και πληροφορήθηκε τους λόγους της σύλληψης του και του επεστήθη η προσοχή στο Νόμο, ο εφεσείων απάντησε: «Κάμε τη δουλειά σου». Ο εφεσείων ανακρίθηκε γραπτώς στις 14/6/2009 από το Μ.Κ.6. Στην εν λόγω ανακριτική κατάθεση του, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 57, σε ερωτήσεις γενικής φύσης ο εφεσείων έδινε απαντήσεις, ενώ στις ερωτήσεις που έμμεσα ή άμεσα αφορούσαν θέματα σχετικά με τα επίδικα θέματα, ο εφεσείων επέλεξε να επιφυλάξει το δικαίωμα του να μιλήσει στο δικαστήριο. Το εν λόγω δικαίωμα του ο εφεσείων επιφύλαξε και όταν ρωτήθηκε στα πλαίσια δεύτερης ανακριτικής κατάθεσης του (Τεκμήριο 58) να εξηγήσει την ύπαρξη του γενετικού υλικού στο τζόκει που βρέθηκε στη ράμπα της οικίας Λαππά. Στις 30/6/2009 ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς για τις κατηγορίες που αποτέλεσαν αργότερα αντικείμενο του κατηγορητηρίου και δεν παραδέχθηκε ενοχή. Στις 22/10/2009 ο εφεσείων προέβη σε θεληματική κατάθεση (Τεκμήριο 60), το περιεχόμενο της οποίας ο εφεσείων κατέθεσε ως μέρος της κύριας εξέτασης του. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που αναφορικά με τα διαδραματισθέντα στη σκηνή τραυματισμού του Κοσιάρη γεγονότα και τις συνθήκες που περιβάλλουν τον εν λόγω τραυματισμό, ο εφεσείων έδωσε τη δική του εκδοχή, στην οποία θα προβούμε σε αναφορά πιο κάτω στα πλαίσια παράθεσης της εκδοχής της υπεράσπισης. Σε συγκεκριμένες πτυχές της εν λόγω κατάθεσης του εφεσείοντα θα αναφερθούμε σε κατοπινό στάδιο, εκεί και όπου [*576]απαιτείται κάτι τέτοιο για τις ανάγκες της απόφασής μας.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και στις επτά κατηγορίες. Στις κατηγορίες 1, 2, 3, 6 και 8 του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές συντρέχουσας φυλάκισης, με ανώτερη αυτή της φυλάκισης 13 ετών που του επεβλήθη στην κατηγορία 1. Στις κατηγορίες 4 και 5 δεν του επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.
Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ο Κοσιάρης πυροβολήθηκε από τον εφεσείοντα με πιστόλι, ενώ ήταν στο αυτοκίνητο του τελευταίου. Ήταν η θέση του Κοσιάρη ότι δεν γνώριζε το λόγο που ο εφεσείων επιχείρησε να τον σκοτώσει, αλλά «υπολογίζει ότι κάποιοι πρέπει να τον έβαλαν». Ο ίδιος ήταν άοπλος.
Σύμφωνα με την εκδοχή της υπεράσπισης, ο τραυματισμός του Κοσιάρη οφειλόταν ουσιαστικά σε ατύχημα. Συγκεκριμένα, ενώ εφεσείων και Κοσιάρης ήταν μέσα στο αυτοκίνητο του πρώτου, ο Κοσιάρης ανέσυρε πιστόλι, το οποίο και πρόταξε εναντίον του εφεσείοντα με σκοπό να τον πυροβολήσει. Ο τελευταίος προσπάθησε να αφοπλίσει τον Κοσιάρη, αρπάζοντας τον από τα χέρια. Ενώ προσπαθούσε να αφοπλίσει τον Κοσιάρη, το πιστόλι το οποίο ήταν κατά τον εν λόγω χρόνο στραμμένο προς την κεφαλή του Κοσιάρη, εκπυρσοκρότησε επανειλημμένα, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του τελευταίου. Στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 22/10/2009, την οποία και υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασης του, ο εφεσείων αναφέρει «δεν κατάλαβα πως το πιστόλι ξεκίνησε να παίζει, πρέπει να ήταν πατημένη η σκανδάλη του με το δάκτυλο του Κοσιάρη και με την πίεση που είχα πάνω του ξεκίνησε να παίζει, δεν ξέρω πόσες φορές». Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ο Κοσιάρης δέχθηκε εξ επαφής ουσιαστικά, πέντε συνολικά σφαίρες στο πρόσωπο και την κεφαλή.
Οι λόγοι που οδήγησαν τον Κοσιάρη να επιχειρήσει να πυροβολήσει τον εφεσείοντα, συσχετίστηκαν από την υπεράσπιση με την οικογένεια Φανιέρου. Σύμφωνα με τη θέση της υπεράσπισης, ο Κοσιάρης αφού επικοινώνησε με τον εφεσείοντα τηλεφωνικά, του ζήτησε να συναντηθούν και συναντήθηκαν στο χώρο στάθμευσης του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας, από όπου στη συνέχεια μετέβησαν στο χώρο όπου λίγη ώρα αργότερα έλαβε χώρα το επεισόδιο. Ο λόγος που ο Κοσιάρης επεδίωξε να συναντηθεί με τον εφεσείοντα, ήταν γιατί είχε πληροφορηθεί ότι ο εφεσείων είχε παλαιότερα κακοποιηθεί από ομάδα προσώπων της οποίας ηγείτο ο Λούκας Φανιέρος. Πρόθεση του Κοσιάρη ήταν να ζητήσει από τον εφεσείοντα, πράγμα το οποίο και έκαμε κατά τη συνάντηση, να συ[*577]νεργαστούν αφού είχαν κοινούς εχθρούς, την οικογένεια Φανιέρου, με στόχο τη δολοφονία του Αντώνη Φανιέρου. Επειδή ο εφεσείων αρνείτο να ενδώσει στα όσα φορτικά απαιτούσε ο Κοσιάρης για συνεργασία, ο τελευταίος επιχείρησε να τον πυροβολήσει.
Σύμφωνα με την κατάθεση του εφεσείοντα, τεκμήριο 60, το περιεχόμενο της οποίας ο τελευταίος υπενθυμίζουμε υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασης του, εκτός από το πιστόλι με το οποίο τραυματίστηκε ο Κοσιάρης και το οποίο ο τελευταίος, εγκαταλείποντας το αυτοκίνητο, άφησε μέσα στο αυτοκίνητο, ο Κοσιάρης μετέφερε και δεύτερο πιστόλι το οποίο επίσης εγκατέλειψε στο αυτοκίνητο. Από τη σκηνή του επεισοδίου ο εφεσείων διέφυγε με το αυτοκίνητο του. Φεύγοντας πήρε μαζί του τα δύο πιστόλια. Τηλεφώνησε σε κάποιο φίλο του, την ταυτότητα του οποίου αρνήθηκε να αποκαλύψει, από τον οποίο ζήτησε να μεταφέρει το αυτοκίνητο στη Λευκωσία και να κρύψει τα πιστόλια «ώσπου να δει τι θα έκαμνε». Αντί τούτου, ο φίλος του, βοηθούμενος από ακόμα ένα άτομο, πέταξε τα πιστόλια σε διαφορετικούς καλάθους και έκαψε το αυτοκίνητο, γιατί φοβήθηκε πως η αστυνομία θα εντόπιζε σ’ αυτό το γενετικό του υλικό. Κανένα από τα δύο πιστόλια δεν εντοπίστηκε από την αστυνομία.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίστηκε ο Κοσιάρης, όπως αυτές διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο, έχουν υπόβαθρο αποκλειστικά την περιστατική μαρτυρία. Την περιστατική μαρτυρία έχει ως αποκλειστικό υπόβαθρο και η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του Κοσιάρη. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στις επί του προκειμένου διαπιστώσεις του αφού για λόγους που με λεπτομέρεια παραθέτει στην απόφαση του, τη μεν μαρτυρία του Κοσιάρη έκρινε ως ακροσφαλή και συνεπώς ως ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων και στη βάση αυτών συμπερασμάτων, τη δε μαρτυρία του εφεσείοντα απέρριψε ως αναξιόπιστη. Παραθέτουμε αυτούσιες τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου:
“Είναι υπό το φως των παραπάνω αρχών και έχοντας κατά νου τους κινδύνους που εισηγήθηκε η υπεράσπιση που θα εξετάσουμε τις αντικειμενικές περιστάσεις της υπόθεσης, ως ακολούθως:
(1) Κατά το επίδικο συμβάν παρόντες ήταν μόνο ο κατηγορούμενος και ο παραπονούμενος. Πριν τους πυροβολισμούς οι δυο τους συζητούσαν δυνατά και η συζήτηση, όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος δέχθηκε, είχε γίνει πολύ [*578]άγρια. Όλες οι σφαίρες ρίφθηκαν εξ επαφής ή σχεδόν εξ επαφής από τη δεξιά πλευρά, δηλαδή από την πλευρά του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος επέλεξε και προέβαλε συγκεκριμένη εκδοχή για τις συνθήκες των πυροβολισμών. Μετά την απόρριψη της εκδοχής του, η περαιτέρω συζήτηση δεν μπορεί να γίνει επί τη βάσει άλλων πιθανοτήτων ή θεωριών που δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως διαζευκτικές πιθανότητες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας. (Βλ. Αθηνής, ανωτ. σελ. 55). Από τα αντικειμενικά δεδομένα, ένα και μόνο πλέον λογικό συμπέρασμα απομένει, ότι είναι ο κατηγορούμενος ο οποίος μετά από μια «πολλά άγρια» συζήτηση ανέσυρε πιστόλι και πυροβόλησε τον Κοσιάρη στην κεφαλή πιέζοντας ξανά και ξανά τη σκανδάλη. Κάθε άλλη πιθανότητα, μετά την απόρριψη της εκδοχής της υπεράσπισης, είναι εξωπραγματική.
(2) Ο κατηγορούμενος καταδιώκει αμέσως μετά, τρέχοντας, τον Κοσιάρη. Στη συνέχεια κινείται με το αυτοκίνητό του γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο με εξαρχής φανερό σκοπό να καταδιώξει περαιτέρω τον Κοσιάρη. Τον συναντά στο υπόγειο Λαππά. Εκεί βρέθηκε κάλυκας, στο Σημείο 19, αλλά δεν μπορούμε να προβούμε σε εύρημα ότι ο κατηγορούμενος είχε πυροβολήσει εκ νέου τον Κοσιάρη. Σύμφωνα με την μαρτυρία που παραθέσαμε, δεν εντοπίστηκε εκεί οποιαδήποτε βολίδα. Στη μαρτυρία του Κοσιάρη δεν θα στηριχθούμε ούτε και γι’ αυτό το ζήτημα, για τον ίδιο ως άνω λόγο. Άλλωστε, τέτοια θέση ρητά δεν μας κάλεσε να τη δεχθούμε η κατηγορούσα αρχή, δεχόμενη πως θα μπορούσαν να υπάρχουν διαζευκτικές εξηγήσεις για τον εντοπισμό του κάλυκα στο σημείο εκείνο, όπως είναι η εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο κάλυκας μπορεί να είχε πέσει από τα ρούχα του Κοσιάρη. Εν πάση όμως περιπτώσει η καταδίωξη του Κοσιάρη μέχρι και το υπόγειο Λαππά καταδεικνύει συνέχιση μιας εχθρικής πρόθεσης εκ μέρους του κατηγορούμενου, όπως ο ίδιος άλλωστε δέχεται, χρωματίζοντας όμως διαφορετικά το ζήτημα.
Κατά τα άλλα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε εικασίες για το τι έγινε με την δεύτερη φυσιγγιοθήκη, έστω και επί τη βάσει στοιχείων της μαρτυρίας που είναι δεδομένα. Είναι δεδομένο λ.χ. ότι η φυσιγγιοθήκη δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο πρώτο πιστόλι. Δεν μπορούμε όμως να εικάσουμε ότι ο κατηγορούμενος προσπάθησε να την [*579]χρησιμοποιήσει στο πιστόλι εκείνο και ότι το πιστόλι υπέστη εμπλοκή. Δεν μπορούμε να εικάσουμε ότι η φυσιγγιοθήκη ήταν τοποθετημένη σε ένα δεύτερο πιστόλι που κρατούσε ο κατηγορούμενος και αφαιρέθηκε με τον ευχερή τρόπο που ο Αστ. Ακάμας μας υπέδειξε, χωρίς αμφισβήτηση, επί του δείγματος πιστολιού.
Εφόσον, αφενός, δεν θεωρούμε ασφαλή την μαρτυρία του Κοσιάρη και εφόσον, αφετέρου, απορρίπτουμε την εκδοχή του κατηγορούμενου δεν μπορούμε να προβούμε σε ευρήματα για το τί έγινε ακριβώς στο υπόγειο Λαππά έστω και αν αμφότεροι δέχθηκαν πως ήρθαν σε σωματική επαφή, δίδοντας όμως ο καθένας τη δική του εκδοχή. Έτσι δεν μπορούμε να προβούμε σε εύρημα για περαιτέρω επίθεση και μάλιστα για επίθεση που να έγινε με πρόθεση θανάτωσης. Είναι όμως από τη μαρτυρία του ίδιου του κατηγορούμενου που προκύπτει, ως άνω, η συνέχιση επιθετικής και εχθρικής διάθεσης εκ μέρους του.
(3) Το αποτέλεσμα, ήταν ότι ο κατηγορούμενος άφησε τον Κοσιάρη πασιφανώς σοβαρά τραυματισμένο και έφυγε αδιαφορώντας για το ορατό ενδεχόμενο θανάτου. Είναι και αυτός παράγοντας, έστω και αν αφορά σε μετέπειτα ενέργεια του που μπορεί να αξιολογηθεί στον προβληματισμό σε σχέση με την πρόθεση του κατά τον χρόνο πρόκλησης των τραυματισμών.
(4) Μετά, το αυτοκίνητο εντοπίζεται να καίγεται. Η εκδοχή περί φίλου και «ψηλού», είναι, ως άνω, κατασκεύασμα. Τελευταίος κάτοχος του αυτοκινήτου ήταν ο κατηγορούμενος. Εφόσον αυτός είναι που πυροβόλησε τον Κοσιάρη μέσα στο αυτοκίνητο και εφόσον μάλιστα το αυτοκίνητο είχε βληθεί από πυροβολισμούς, ο κατηγορούμενος είχε λόγο να καταστρέψει και να εξαφανίσει τα τεκμήρια. Υπενθυμίζουμε ότι το τηλεφώνημα πως ο Κοσιάρης βρισκόταν στην οικία Λαππά ελήφθη από την αστυνομία η ώρα 23:45 και το τηλεφώνημα για το αυτοκίνητο που καιγόταν η ώρα 03:50. Το αυτοκίνητο καιγόταν σε μικρή σχετικά απόσταση, 2 χλμ, από τον χώρο του επεισοδίου. Η πυρκαγιά τέθηκε με την χρήση βενζίνης. Βενζίνη βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορούμενου, έστω και αν την είχε αγοράσει σε ανύποπτο χρόνο και για αθώο λόγο. Υπό αυτές τις περιστάσεις, μετά την απόρριψη της εκδοχής του κατηγορουμένου, ως μόνο λογικό συμπέρασμα προκύπτει [*580]ότι είναι ο κατηγορούμενος που έθεσε την πυρκαγιά.
Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται άμεσα με την όγδοη κατηγορία, αλλά περιπλέον καταδεικνύει ένοχη συμπεριφορά η οποία τείνει να ρίξει φως στις προηγούμενες ενέργειες του.
(5) Ακολουθούν τα ψεύδη του κατηγορούμενου. ..........
Εν προκειμένω, τα ψεύδη ήταν, ομολογουμένως και όχι απλώς αποδεικνυόμενα με ανεξάρτητη μαρτυρία, ηθελημένα. Αφορούσαν δε, ουσιώδη ζητήματα εφόσον συνιστούσαν όχι απλώς προβολή άλλοθι, αλλά πλήρη άγνοια. Για τον λόγο που είπε ψέματα ο κατηγορούμενος, μας καλεί να δεχθούμε πως είπε ψέματα παρά το ότι είχε δεχθεί δολοφονική επίθεση, επειδή τον ενόχλησε ο τρόπος που τον συνέλαβε η αστυνομία. Τέτοιοι ισχυρισμοί δεν έχουν έρεισμα στη λογική.
Έτσι, το επόμενο ερώτημα αφορά το λόγο για τον οποίο ο κατηγορούμενος είπε ψέματα. Στην υπόθεση Lucas υποδείχθηκε η ανάγκη το δικαστήριο να έχει κατά νου πως κάποιος μπορεί να λέει ψέματα στην προσπάθειά του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό. Στην αγγλική νομολογία έχει συζητηθεί το κατά πόσο η προειδοποίηση Lucas είναι επιτακτική σε κάθε υπόθεση που το δικαστήριο σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα ψεύδη του κατηγορούμενου ή κατά πόσο περιορίζεται σε υποθέσεις ενισχυτικής μαρτυρίας ή επιβεβαίωσης αναγνωριστικής μαρτυρίας. [Βλ. R v. Goodway [1993] 4 All ER 894, R v. Sharp [1993] 3 All ER 225 (C.A), R v. Bey [1993] 3 All ER 253 (C.A)]. Ως ζήτημα όμως κοινής λογικής δεν χωρεί διάκριση και αυτή είναι η γραμμή που φαίνεται να επιλέγηκε τελικά στην Αγγλία, αλλά και, εν πάση περιπτώσει, η γραμμή της δικής μας νομολογίας.
Πέραν της Lucas, παραπέμπουμε στο δείγμα της σχετικής καθοδήγησης που πρότεινε το Judicial Studies Board και παρατίθεται στην R v. Bey (ανώτ.):
Ένας κατηγορούμενος μπορεί να πει ψέματα για διάφορους λόγους, π.χ. για να στηρίξει μια αληθινή υπεράσπιση, για να προστατεύσει κάποιον άλλο, για να αποκρύψει μια δική του επονείδιστη συμπεριφορά που δεν έχει σχέση με [*581]τη διάπραξη του αδικήματος ή λόγω πανικού ή σύγχυσης. Αν υπάρχει ή, είναι δυνατό να υπάρχει, κάποια αθώα εξήγηση για τα ψεύδη, τότε αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Αν όμως είναι βέβαιο ότι τα ψεύδη δεν λέχθηκαν για οποιοδήποτε τέτοιο ή για άλλο αθώο λόγο, τότε μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία που κατατείνει να αποδείξει την ενοχή του.
Εν προκειμένω δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ψεύδη δεν λέχθηκαν για αθώο λόγο, αλλά από τον φόβο και μόνο της αλήθειας.
(6) Περιστατική είναι και η μαρτυρία που υποδηλώνει την πρόθεση με την οποία ο κατηγορούμενος είχε πυροβολήσει τον Κοσιάρη. Η μαρτυρία περί πρόθεσης σπανίως είναι άμεση. Η πρόθεση όμως μπορεί να εξαχθεί από τις περιστάσεις, νοουμένου και πάλι ότι θα ήταν το μόνο εύλογο συμπέρασμα που αναπόφευκτα προκύπτει (Σάββα v. Δημοκρατίας (1993) 2 C.L.R. 258, Μενελάου, ανωτ.). Η νομολογία πάντως, εκφράζοντας την κοινή ανθρώπινη εμπειρία και λογική, διαπιστώνει πως κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του (R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128). Το τεκμήριο βέβαια αυτό είναι μαχητό, και αρκεί η πρόκληση υποβόσκουσας έστω αμφιβολίας για να ανατραπεί.
Ειδικότερα, σε υποθέσεις απόπειρας φόνου για την ύπαρξη της απαιτούμενης συγκεκριμένης πρόθεσης θανάτωσης του θύματος, λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως είναι «το ελατήριο, οι προπαρασκευαστικές πράξεις, οι δηλώσεις του κατηγορούμενου, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, η επιμονή στην επίθεση, η φύση των τραυμάτων που προκλήθηκαν και το μέρος του σώματος στο οποίο τα τραύματα εντοπίστηκαν». (Βλ. Μενελάου, ανωτ. σελ. 413).
Εν προκειμένω, δεν γνωρίζουμε το ελατήριο. Όμως, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε πιστόλι και έριψε εξ επαφής ή σχεδόν εξ επαφής πέντε σφαίρες στο πρόσωπο του θύματος με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει, κατά την ιατρική μαρτυρία, κρίσιμα. Η επιμονή στην επίθεση δεν επιμαρτυρείται μόνο από την ρίψη πέντε συνεχών πυροβολισμών, αλλά και από τις μετέπειτα καταδιώξεις του θύματος. Έστω και αν δεν έχουμε προβεί σε εύρημα για πυρο[*582]βολισμό στο σπίτι Λαππά, η πρόθεση του κατηγορούμενου συνέχισε να είναι εχθρική και επιθετική. Ως εκ του ότι δεν είμαστε, ως άνω, σε θέση να προβούμε σε εύρημα για περαιτέρω επίθεση στο υπόγειο Λαππά, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, γιατί ο κατηγορούμενος, αν η πρόθεση του ήταν να θανατώσει τον Κοσιάρη, δεν το έπραξε εκεί; Είναι όμως το εύρημα μας ότι συνέχιζε να έχει εχθρική και επιθετική διάθεση εναντίον ενός ανθρώπου που μόλις προηγουμένως είχε τραυματίσει σοβαρά. Ενός ανθρώπου, τον οποίο τελικά εγκατέλειψε στην τύχη του, παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς του στην κεφαλή και στο πρόσωπο, οι οποίοι ήταν τόσο έκδηλοι, σε βαθμό που το πρόσωπο του «να μην ήταν πρόσωπο». Η ενέργεια του αυτή, σε συνδυασμό με τους πυροβολισμούς που προηγήθηκαν και την συνέχιση της εχθρικής διάθεσης, υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, ότι η πρόθεση του κατηγορούμενου συνέχιζε να είναι ο θάνατος του Κοσιάρη. Άλλωστε, το ζητούμενο αφορά τον κατ’ εξοχήν ουσιώδη χρόνο που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο είχαν ριφθεί οι πυροβολισμοί. Έτσι, ανεξάρτητα από τα όσα ακολούθησαν, ήδη, οι πέντε πυροβολισμοί στο πρόσωπο δεν μπορούν κατά την κοινή λογική να καταδεικνύουν άλλη πρόθεση, από πρόθεση θανάτωσης.
Αυτό βέβαια δεν εξυπακούει κατ’ ανάγκη προσχεδιασμό ή προμελέτη. Ο κ. Ευσταθίου αγορεύοντας εισηγήθηκε ότι οι περιστάσεις όχι μόνο δεν υποστηρίζουν, αλλά αποκλείουν το ζήτημα της προμελέτης. Ως λόγου χάρη το γεγονός ότι το επεισόδιο έλαβε χώρα στη γειτονιά του κατηγορουμένου, έξω από κατοικία σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, όπου βρίσκεται και η οικία ενός αστυνόμου. Όντως δεν υπάρχει έδαφος για να συζητηθεί περαιτέρω ζήτημα προμελέτης. Αυτό όμως διακρίνεται, όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, από την πρόθεση θανάτωσης.
Αυτές οι αντικειμενικές περιστάσεις και τα εξ αυτών συμπεράσματα δεν μπορούν να κλονιστούν από το γεγονός ότι ο Κοσιάρης έδωσε ακροσφαλή μαρτυρία ή ακόμα από το ότι προσπάθησε να συσκοτίσει το ελατήριο, ή από το γεγονός ότι δεν είχε κατονομάσει ευθέως και εξ αρχής τον δράστη. Ως προς αυτό το τελευταίο, σημειώνουμε πάντως ότι ενώ δεν έδιδε το όνομα και μάλιστα δήλωνε άγνοια, από την άλλη έδωσε εξ αρχής τέτοια στοιχεία ώστε τελικά επί τη βάσει των στοιχείων αυτών η αστυνομία να εντοπίσει και να συλλάβει τον κατηγορούμενο. Έτσι η προσπάθεια του [*583]κατηγορούμενου γι’ αυτό το ζήτημα προκύπτει ως προσπάθεια να μην καταδώσει τον κατηγορούμενο με αυτό τούτο το όνομά του, παρά να αποκρύψει, είτε σιωπώντας είτε παραπλανώντας την αστυνομία, στοιχεία που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν, όπως και έγινε, στον κατηγορούμενο.
Συνεπώς, ό,τι και αν είχε κατά νου, αυτό δεν ήταν εκείνο που εισηγείται η υπεράσπιση, ότι δηλαδή σκοπό είχε να αποκρύψει πως εκείνος ήταν ο δράστης και ο κατηγορούμενος το θύμα.
Αντίθετα, τα παραπάνω λογικά συμπεράσματα είναι και παραμένουν ισχυρά αποκλειομένων άλλων, με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκει εφαρμογή η προαναφερθείσα αρχή ότι η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία υπό την έννοια ότι στον βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παρέμεινε, επί της αντικειμενικής της βάσης ακλόνητη από την υπεράσπιση, κρίνεται στο τελικό αυτό στάδιο ως επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη, εάν βέβαια τα ευρήματα μπορούν να στοιχειοθετήσουν τις κατηγορίες.”
Την ορθότητα των πιο πάνω διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων αμφισβητεί με έξι συνολικά λόγους έφεσης, οι τελευταίοι δύο από τους οποίους προβάλλονται με τη μορφή συμπληρωματικών λόγων έφεσης (λόγοι έφεσης 5 και 6). Η ορθότητα των ποινών που επιβλήθηκαν αμφισβητείται με χωριστό λόγο έφεσης.
Η ορθότητα των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τραυματισμό του Κοσιάρη και γενικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο τελευταίος τραυματίστηκε, στην ουσία πλήττεται με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 6, οι οποίοι επειδή συμπίπτουν και στην ουσία τους αλληλοκαλύπτονται, θα τους εξετάσουμε μαζί αφού πρώτα τους παραθέσουμε. Πτυχές της αιτιολογίας του λόγου έφεσης 3 επίσης συμπίπτουν σε κάποιο βαθμό με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 6, πλην όμως το συγκεκριμένο λόγο έφεσης θα τον εξετάσουμε μόνο του σε χωριστή ενότητα καθότι πλήττει στην ουσία την ορθότητα της διαπίστωσης του Κακουργιοδικείου ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του Κοσιάρη.
“ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ.
Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εις την παρούσα υπόθεση [*584]εσφαλμένα κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα για τα αδικήματα της 1ης και 2ης κατηγορίας διότι διέπραξε τα ακόλουθα κατά την γνώμη μας σοβαρότατα σφάλματα που (α) παραβιάζουν τόσο τη συνταγματική τάξη όσον αφορά το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά και γενικότερα την ουσιαστική αρχή του δικαίου ότι το βάρος αποδείξεως δια την καταδίκη ενός κατηγορουμένου προσώπου το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή, σε βαθμό που να μην υπάρχει καμία λογική αμφιβολία. (β) Περαιτέρω το Δικαστήριο έσφαλε διότι έθεσε το βάρος αποδείξεως της αθωότητας εις τον ίδιο τον εφεσείοντα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ.
Η απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου όπως διατυπώνεται δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την θετικότητα και βεβαιότητα της και παρουσιάζει σημεία μη επιτρεπτής συγχύσεως ώστε αυτή να καθίσταται μη ασφαλής και μη ικανοποιητική (UNSAFE AND UNSATISFACTORY).
ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ (δεύτερος συμπληρωματικός λόγος έφεσης).
Συνεπακόλουθο του σφάλματος του Δικαστηρίου το οποίο παρατίθεται στον Πρώτο Λόγο Έφεσης, του θα θέσει δηλαδή το Δικαστήριο στους ώμους του εφεσείοντα την απόδειξη της αθωότητάς του αντί να εξετάσει την υπόθεση επί τη βάση της θεμελειώδους αρχής ότι είναι η Κατηγορούσα Αρχή που είχεν το βάρος της αποδείξεως της ενοχής του, ήταν και το ακόλουθο:
Το Δικαστήριο στις σελίδες 87 και μετέπειτα της απόφασής του προβαίνει σε μία εξονυχιστική εξέταση της μαρτυρίας που παρέθεσε ο εφεσείων κατά την ακροαματική διαδικασία και αναζητεί σε επουσιώδεις και άσχετες ακόμη προς την υπόθεση λεπτομέρειες, ερείσματα για να την κρίνει ως αναξιόπιστη προκειμένου να τον καταδικάσει. Η προσέγγιση είναι εντελώς λανθασμένη αλλά και άδικη, διότι είναι η Κατηγορούσα Αρχή που έχει την υποχρέωση και το καθήκον να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος το οποίο εκδικάζεται από ένα δικαστήριο. Υπενθυμίζουμε ευσεβάστως επίσης ότι σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στις σελίδες 3-4, η Κατηγορούσα Αρχή εβάσισε την υπόθεση της στην μαρτυρία του Μ.Κ.9 που ήταν το μόνο πρόσωπο που γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης εξ ιδίας αντιλήψεως και ήταν ο παραπονούμενος της υπόθεσης.
[*585]Την μαρτυρία του μάρτυρα αυτού το Δικαστήριο την κρίνει ότι ήταν αναξιόπιστη και ακροσφαλής. Εξάλλου η μαρτυρία του Μ.Κ.9 Κοσιάρη αντικρούεται τόσο από την αξιόπιστη μαρτυρία αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων όσο και από την επιστημονική αλλά και την περιστατική μαρτυρία.
Σε αντίθεση τα ουσιώδη σημεία της εκδοχής του εφεσείοντα επιβεβαιώνονται και ενισχύονται από την παρατεθείσα αξιόπιστη μαρτυρία.
Περαιτέρω το Δικαστήριο εξετάζοντας αυτές τις λεπτομέρειες ενήργησε ενίοτε πεπλανημένα στην εξαγωγή συμπερασμάτων ότι ο εφεσείων δεν έλεγε την αλήθεια, ώστε η απόφαση του να πάσχει και λόγω πεπλανημένης προσέγγισης και ερμηνείας των γεγονότων της μαρτυρίας η οποία ετέθη ενώπιον του, αγνοώντας επίσης μαρτυρία η οποία απέβαινε και εναρμονιζόταν προς την δική του εκδοχή ότι ήταν αθώος.”
Η σχετική με τους πιο πάνω λόγους έφεσης επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, περιστρέφεται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:
(α) Σε αντίθεση με την εκδοχή του παραπονουμένου, η οποία βρίθει ψευδολογιών και ανακριβειών και συνεπώς ορθά απορρίφθηκε, η εκδοχή του εφεσείοντα συνάδει και ενισχύεται από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία και συνεπώς εσφαλμένα απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.
(β) Εφόσον Κοσιάρης και εφεσείων ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες στο επεισόδιο κατά το οποίο ο Κοσιάρης τραυματίστηκε και η εκδοχή του Κοσιάρη απορρίφθηκε, το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο Κοσιάρης τραυματίστηκε κάτω από τις συνθήκες που περιέγραψε ο εφεσείων, η εκδοχή του οποίου θα έπρεπε, ενόψει της απόρριψης της εκδοχής του Κοσιάρη, να είχε γίνει δεκτή από το Κακουργιοδικείο, έστω και με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ως η πιο λογική εκδοχή, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει υποβόσκουσες αμφιβολίες αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Κοσιάρης τραυματίστηκε και συνεπώς υποβόσκουσες αμφιβολίες ως προς την ενοχή του εφεσείοντα.
(γ) Απόρριψη της μαρτυρίας Κοσιάρη θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 [*586]και 2, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να βασίσει την υπόθεση της αποκλειστικά στην εν λόγω μαρτυρία και ο εφεσείων τόσο στην κατάθεση του στην αστυνομία, τεκμήριο 60, όσο και στην ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία του, επικέντρωσε την υπεράσπιση του στην αμφισβήτηση της εκδοχής του Κοσιάρη, αναμένοντας ότι απόρριψη της εκδοχής του τελευταίου θα οδηγούσε σε αποδοχή της δικής του εκδοχής.
(δ) Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε και γενικά προσέγγισε την ενώπιον του μαρτυρία, θέτοντας ουσιαστικά στους ώμους του εφεσείοντα το βάρος απόδειξης της αθωότητας του.
(ε) Η κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το αξιόπιστο ή όχι της εκδοχής και γενικά της μαρτυρίας του Κοσιάρη, χαρακτηρίζεται από ασάφεια, σύγχυση και αοριστία, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανασφαλής και μη ικανοποιητική (unsafe and unsatisfactory).
(στ) Το Κακουργιοδικείο έσφαλλε στην αξιολόγηση της περιστατικής μαρτυρίας επί της οποίας εδράζει τις διαπιστώσεις του αναφορικά με τις συνθήκες τραυματισμού του Κοσιάρη. Ορθά αξιολογούμενη η εν λόγω περιστατική μαρτυρία, ουδόλως οδηγεί, σύμφωνα με την υπεράσπιση, στο βαθμό και την έκταση που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, σε τέτοιες διαπιστώσεις.
Κατ’ αρχή θα πρέπει να πούμε ότι όλοι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης, οι οποίοι να σημειωθεί αναπτύχθηκαν ενώπιον μας με ιδιαίτερη επιμέλεια και σχολαστικότητα από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του εφεσείοντα, συζητήθηκαν με λεπτομερή αναφορά σε πτυχές της μαρτυρίας, ιδιαίτερα αυτών του Κοσιάρη και του εφεσείοντα, με προφανή στόχο, από τη μια να καταδειχθεί το αναξιόπιστο της εκδοχής του πρώτου και από την άλλη το αξιόπιστο της εκδοχής του δεύτερου.
Η θέση της υπεράσπισης ότι η απόρριψη της εκδοχής Κοσιάρη αυτόματα συνεπάγεται δεκτότητα της εκδοχής του εφεσείοντα, έστω και με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, δεν μας βρίσκει σύμφωνους, όπως δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση της υπεράσπισης ότι απόρριψη της μαρτυρίας Κοσιάρη αυτόματα συνεπάγεται αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2.
Κατά πρώτο, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε, σε αντίθεση [*587]με τα όσα υποστηρίζει η υπεράσπιση, ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν εδράζεται αποκλειστικά και μόνο στη μαρτυρία του Κοσιάρη, έτσι ώστε απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, αυτόματα να συνεπάγεται και απόρριψη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Εδράζεται και επί επιστημονικής και άλλης περιστατικής μαρτυρίας.
Μαρτυρία η οποία έχει γίνει αποδεκτή, είτε πρόκειται για μαρτυρία που δόθηκε ενόρκως, προφορικά ή με τη μορφή γραπτών δηλώσεων (testimonial), είτε πρόκειται για περιστατική μαρτυρία (circumstantial evidence), είτε πρόκειται για πραγματική μαρτυρία (real evidence), εκτός βέβαια και αν πρόκειται για μαρτυρία που δεν αμφισβητείται ή τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή παραδεκτού γεγονότος δυνάμει του Αρθρου 19 του Νόμου 86/86, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για διαπιστώσεις/ευρήματα/συμπεράσματα, θα πρέπει να αξιολογηθεί, και αφού αξιολογηθεί να κριθεί αξιόπιστη.
Στην παρούσα υπόθεση η εκδοχή Κοσιάρη και γενικά η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, για τους λόγους που με σαφήνεια αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητούνται με την παρούσα έφεση, μετά από αξιολόγηση, κρίθηκε, ορθά κατά τη γνώμη μας, ως ακροσφαλής και ως τέτοια απορρίφθηκε.
Η εκδοχή και γενικά η μαρτυρία του εφεσείοντα για λόγους και πάλι που αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκε, μετά από αξιολόγηση, από το Κακουργιοδικείο αναξιόπιστη και απορρίφθηκε ως τέτοια και την ορθότητα αυτής της κρίσης είναι που ο εφεσείων αμφισβητεί. Διεξήλθαμε προσεκτικά τους λόγους για τους οποίους η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις, εισηγήσεις και επισημάνσεις της υπεράσπισης. Οι λόγοι αυτοί καταλαμβάνουν 20 δακτυλογραφημένες σελίδες της πρωτόδικης απόφασης. Σε αυτές τις 20 σελίδες, το Κακουργιοδικείο, σε εννέα και πλέον ενότητες, συζητά, προβληματίζεται και σχολιάζει τη μαρτυρία του εφεσείοντα στο σύνολο της, σε συνάρτηση με την επιστημονική και πραγματική μαρτυρία και τη συμπεριφορά του εφεσείοντα πριν, κατά και μετά το συμβάν, καθώς επίσης και με αναφορά στις θέσεις, εισηγήσεις και επισημάνσεις της υπεράσπισης, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω είναι οι ίδιες με αυτές που προβλήθηκαν ενώπιον μας. Είναι η διαπίστωση μας ότι η παρουσία στοιχείων που αντικειμενικά κρινόμενα πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του εφεσείοντα, φανερώνοντας διάθεση από πλευράς του απόκρυψης της αλήθειας, είναι περισσότερο από εμφανής. Ενδεικτικό της πολύ φτωχής εικόνας που αναδύεται μέσα από τη [*588]μαρτυρία του εφεσείοντα, είναι μεταξύ άλλων, ορθών κατά τη γνώμη μας επισημάνσεων στις οποίες προέβη το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια αξιολόγησης της εν λόγω μαρτυρίας, και οι πιο κάτω, όπως και ο συναφής προβληματισμός του Κακουργιοδικείου.
(1) Ο Κοσιάρης δέχθηκε τους πυροβολισμούς σε διάφορα σημεία της κεφαλής. Μεταξύ άλλων, δέχθηκε πυροβολισμούς και στο στόμα. Όμως οι πυροβολισμοί που δέχθηκε στο στόμα δεν συνάδουν, κρινόμενοι υπό το φως της επιστημονικής μαρτυρίας με την εκδοχή των τυχαίων πυροβολισμών με το πιστόλι να βρίσκεται ψηλά στραμμένο προς τα κάτω, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων.
(2) Με βάση και μόνο τον αριθμό βολίδων που βρέθηκαν στο σώμα του Κοσιάρη, η εκδοχή της υπεράσπισης ότι ενώ ο Κοσιάρης κρατούσε το πιστόλι και ο εφεσείων προσπαθούσε να του το αποσπάσει, ο Κοσιάρης πίεσε και απελευθέρωσε τη σκανδάλη πέντε τουλάχιστον φορές, κρινόμενη υπό το φως της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι στα ημιαυτόματα πιστόλια, για κάθε πυροβολισμό φυσιγγίου χρειάζεται νέα πίεση της σκανδάλης και η απελευθέρωση της εκ νέου, δεν συνάδει με την εκδοχή περί πυροβολισμών από ατύχημα.
(3) Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για τα όσα διαδραματίστηκαν μετά τους πυροβολισμούς και τη διαφυγή του Κοσιάρη, στερούνται λογικής βάσης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
“Ο Κοσιάρης, κατά την εκδοχή του κατηγορούμενου, ήταν ένοπλος. Το ευλόγως αναμενόμενο από τον κατηγορούμενο, ήταν, εφόσον ο ίδιος βρισκόταν ακόμα στη θέση του οδηγού, να ξεκινήσει το αυτοκίνητο και να διαφύγει. Αντί τούτου όμως, κατέβηκε και ο ίδιος από το αυτοκίνητο γιατί φοβήθηκε, είπε, ότι ο Κοσιάρης θα τον πυροβολούσε. Ευλόγως είναι που ρωτήθηκε από την κα Κάρνου, γιατί έτρεξε πίσω από τον Κοσιάρη, εφόσον, ακριβώς, είχε τέτοιο φόβο. Ο κατηγορούμενος απέφυγε να απαντήσει, λέγοντας ότι μετά έφυγε δια της οδού Κουρίου με το αυτοκίνητο. Δεν είναι όμως για «το μετά» που ρωτήθηκε και η κα Κάρνου επανέλαβε την ερώτηση. Είναι τότε που ο κατηγορούμενος απάντησε ότι έτρεξε και ακολούθησε τον Κοσιάρη για 4-5 μέτρα για άμυνα, «να δει τι γινίσκεται η φάση».
Η κα Α. Δημητρίου τον είδε να τρέχει πολύ γρήγορα και σχημάτισε την εικόνα ότι κυνηγούσε τον Κοσιάρη. Τέτοια εικό[*589]να δικαιολογείται από αυτή τούτη την αντικειμενική περιγραφή των κινήσεων των δύο αντρών. Προς τί να κυνηγά το θύμα της παρολίγον δολοφονικής επίθεσης τον παρολίγον δολοφόνο του ή εν πάση περιπτώσει γιατί να τον ακολουθεί, εφόσον ο τελευταίος ήταν υποτίθεται ένοπλος; Η απάντηση του κατηγορούμενου ότι το έπραξε αμυνόμενος, δεν είναι καθόλου πειστική. Ποια έννοια έχει η άμυνα υπό αυτές τις περιστάσεις, ήτοι το παρολίγον θύμα να τρέχει πίσω από τον ένοπλο παρολίγον δολοφόνο του; Είναι φανερό πως δεν επρόκειτο για πράξη άμυνας.
Για τη συνέχεια, ήταν, ως άνω, ο ισχυρισμός του, πως δεν είχε σκοπό να κυνηγήσει τον Κοσιάρη, αλλά μετά, όταν τον είδε στην οδό Ομήρου, του δημιουργήθηκε η επιθυμία να τον δείρει και γι’ αυτό είναι που τον ακολούθησε. Εδώ και πάλι η εικόνα είναι ότι ο άοπλος, παρολίγον φονευθείς κυνηγά τον ένοπλο παρολίγον δολοφόνο του, με σκοπό μάλιστα, να του επιτεθεί και να τον δείρει και κατεβαίνει στο υπόγειο Λαππά.
Για να εξηγήσει και αυτό το πρόβλημα, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι μόνο εκεί είχε αντιληφθεί πως ο Κοσιάρης είχε πρόβλημα και γι’ αυτό κατέβηκε από το αυτοκίνητο του. Κατ’ αρχάς, πώς συνάδει ο ισχυρισμός ότι κατέβηκε από το αυτοκίνητο μόνο όταν αντελήφθη ότι ο Κοσιάρης είχε πρόβλημα, εφόσον η εξ αρχής πρόθεση του ήταν να τον δείρει, άρα να τον προσεγγίσει, ούτως ή άλλως, και μάλιστα επιθετικά; Δεύτερο, αυτός που ήταν δίπλα στον Κοσιάρη όταν ο τελευταίος δεχόταν πυροβολισμούς στο πρόσωπο, αυτός που προσπάθησε να ακολουθήσει τον Κοσιάρη εξ αρχής και είδε εξ αρχής τον τρόπο κίνησής του, δεν αντελήφθη υποτίθεται ότι ο Κοσιάρης είχε πρόβλημα. Όμως, η κα Α. Δημητρίου, μπόρεσε να καταλάβει ότι ο Κοσιάρης δυσκολευόταν να περπατήσει, ότι φαινόταν χτυπημένος, ότι έχανε την ισορροπία του και δεν εκινείτο σε ευθεία κ.ο.κ. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος δεν αντελήφθη καν, υποτίθεται, ότι ο Κοσιάρης ήταν τραυματισμένος αν και άκουσε τρεις – τέσσερις μπορεί και πέντε πυροβολισμούς με την κάνη να είναι στραμμένη προς την κατεύθυνση του Κοσιάρη και μάλιστα προς το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο το οποίο μπροστά στα μάτια του κατηγορούμενου και σε απόσταση αναπνοής από αυτόν είχε δεχθεί αριθμό πυροβολισμών και είχε τραυματιστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η μαρτυρία για τον αμέσως επόμενο χρόνο να αναφέρεται σε πρόσωπο παραμορφωμένο που «βασικά δεν [*590]ήταν πρόσωπο». Άλλωστε ο βαθμός τραυματισμού προκύπτει από την περιγραφή των τραυμάτων που έχει δοθεί ενώπιον μας. Δεν επρόκειτο σαφώς για τραυματισμό τέτοιο που δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός, όπως ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται.
Δεν είναι μόνο οι κατ’ ισχυρισμό ενέργειες του κατηγορούμενου που παρουσιάζονται ως εγγενώς απίστευτες. Είναι και η άλλη όψη του πράγματος, ήτοι οι κατ’ ισχυρισμό ενέργειες του Κοσιάρη που έχουν το ίδιο πρόβλημα. Γιατί ο ένοπλος παρολίγον δολοφόνος, αντί να ολοκληρώσει το σκοπό του, εφόσον παρέμεινε ένοπλος και εφόσον μάλιστα ο άλλος τον είχε πλέον τραυματίσει, τράπηκε σε φυγή με τέτοιο τρόπο ώστε ο κατηγορούμενος να χρησιμοποιήσει τη φράση «αν δεις ήντα γλήορα που έτρεχε που το αυτοκίνητο ....»; Τι ήθελε να αποφύγει ο Κοσιάρης τρέχοντας, αν και σοβαρά τραυματισμένος, τόσο γρήγορα;”
(4) Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στον εμπρησμό του αυτοκινήτου και στην εξαφάνιση των κατ’ ισχυρισμών δύο πιστολιών συνιστούν εκ των υστέρων σκέψεις. Και σ’ αυτή την περίπτωση κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση: “Μετέωρη από πλευράς στοιχείων και τελικά χωρίς λογική βάση», επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, «παραμένει και η εκδοχή του κατηγορούμενου σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στον εμπρησμό του αυτοκινήτου και στην εξαφάνιση των δύο, κατ’ ισχυρισμόν του, πιστολιών. Δεν είναι μόνο το ότι δεν έδωσε τα στοιχεία του υποτιθέμενου φίλου του και του «ψηλού». Είναι η σχετική εκδοχή στη βάση της που πάσχει. Δεν είναι καθόλου πειστικό ότι τα δύο πρόσωπα που είχαν οδηγίες να μεταφέρουν το αυτοκίνητο στη Λευκωσία, επειδή βρήκαν αστυνομία και δεν μπορούσαν να μεταβούν στη Λευκωσία, ανέλαβαν τέτοια πρωτοβουλία ώστε να πυρπολήσουν το αυτοκίνητο και να εξαφανίσουν τα πιστόλια. Αυτά είναι εκ των υστέρων σκέψεις».
(5) Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι στον προβληματισμό του Κακουργιοδικείου για την κατάληξη του ότι η εκδοχή του εφεσείοντα όχι μόνο δεν είναι πειστική αλλά στερείται λογικής βάσης, το Κακουργιοδικείο δεν παρέβλεψε δύο στοιχεία που η υπεράσπιση πρόβαλε, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω επανέλαβε και ενώπιον μας, ως υποστηρίζοντα την εκδοχή του εφεσείοντα, ήτοι, τους άλλους τραυματισμούς του Κοσιάρη (εκδορές, εκχυμώσεις) και την παρουσία του γενετικού υλικού του Κοσιάρη, όχι όμως του εφε[*591]σείοντα, στη γεμιστήρα που βρέθηκε στο υπόγειο της οικίας Λαππά. Υπενθυμίζουμε ότι στην εν λόγω γεμιστήρα εντοπίστηκαν αγκυλωμένες τρίχες του παραπονουμένου.
Σχετικά με τα πιο πάνω δύο στοιχεία, το Κακουργιοδικείο επισημαίνοντας την απουσία οποιωνδήποτε κακώσεων στο σώμα του εφεσείοντα, όπως και το γεγονός ότι η εκδοχή του τελευταίου απορρίφθηκε, θεώρησε, ορθά, κατά τη γνώμη μας, ότι για μεν τις εκδορές και εκχυμώσεις στο σώμα του Κοσιάρη, αυτές θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί κατά τη διαφυγή του, εφόσον αυτός διέφυγε τρέχοντας μέσω δένδρων και χάνοντας την ισορροπία του. Αναφορικά με την απουσία του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στη γεμιστήρα, το Κακουργιοδικείο παραπέμποντας στη μαρτυρία του γενετιστή Καριόλου, σύμφωνα με την οποία η μη ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στη γεμιστήρα δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη ότι ο εφεσείων δεν ήλθε σε επαφή με τη γεμιστήρα, ορθά κατά τη γνώμη μας απέδωσε τη συγκεκριμένη απουσία στους άλλους λόγους που ανέφερε ο Δρ. Καριόλου και οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι τη γεμιστήρα μετέφερε στο χώρο όπου αυτή εντοπίστηκε, ο εφεσείων.
Θεωρούμε ότι, έστω και αν απέρριψε τη μαρτυρία του παραπονουμένου, το Κακουργιοδικείο ορθά, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, προχώρησε στην αξιολόγηση και της μαρτυρίας του εφεσείοντα, την οποία εφόσον έκρινε αναξιόπιστη, ορθά την απέρριψε. Τους λόγους για τους οποίους έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναξιόπιστη, το Κακουργιοδικείο παραθέτει με περισσή λεπτομέρεια στην απόφαση του, σ’ αυτούς δε έχουμε ήδη αναφερθεί ενδεικτικά πιο πάνω. Στην επί του προκειμένου κρίση του Κακουργιοδικείου δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα.
Ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο, με τον τρόπο που προσήγγισε την ενώπιον του μαρτυρία, «επιφόρτησε ουσιαστικά» τον εφεσείοντα με το συντριπτικό βάρος να αποδείξει την αθωότητα του. «Δεν πρέπει να μένει καμιά αμφιβολία», υπέβαλε η υπεράσπιση, «ότι ο εφεσείων κατεδικάσθη όχι γιατί η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση εναντίον του ως όφειλε, αλλά διότι ο ίδιος ο εφεσείων κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου απέτυχε να αποδείξει την αθωότητα του. Εάν ο εφεσείων προτιμούσε να παραμείνει σιωπηλός, δεν θα καταδικάζετο. Καταδικάσθηκε γιατί, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, όπως φαίνεται στην τελευταία παράγραφο στη σελ. 106 της απόφασης, «Η τελική διαπίστωση μας είναι ότι τα γεγονότα δεν μπορούν να συνάδουν με την εκδοχή του κατηγορούμενου» και όχι ότι ο εφε[*592]σείων καταδικάζεται σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής που στην αρχή της απόφασης του Δικαστηρίου στη σελ. 3 γίνεται ρητή αναφορά ότι, «η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής υποστηρίχθηκε από τον Κοσιάρη Μ.Κ.9». (Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι πιστεύουμε αρκετό να διεξέλθει ένας ολόκληρο το απόσπασμα από τη σελ. 106 της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο θα πρέπει να αναγνωσθεί και να ειδωθεί όχι μεμονωμένα όπως η θέση της υπεράσπισης αφήνει να νοηθεί, αλλά σε συνδυασμό με την υπόλοιπη απόφαση και ιδιαίτερα με το απόσπασμα που απαντάται στις σελ. 86 και 87 της πρωτόδικης απόφασης, για να διαπιστώσει το ανεδαφικό τόσο της πιο πάνω θέσης, όσο και της θέσης που επίσης προώθησε η υπεράσπιση, σύμφωνα με την οποία η κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το αξιόπιστο ή όχι της εκδοχής και γενικά της μαρτυρίας Κοσιάρη χαρακτηρίζεται από ασάφεια, σύγχυση και αοριστία, με αποτέλεσμα να είναι ανασφαλής και μη ικανοποιητική (unsafe and unsatisfactory). Επισημαίνουμε ότι το απόσπασμα στη σελ. 106 εμφανίζεται αμέσως μετά το πέρας της αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας, με τελευταία αυτή του εφεσείοντα, ενώ το απόσπασμα στις σελ. 86 και 87 εμφανίζεται μετά το πέρας της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Κοσιάρη και αμέσως πριν την έναρξη της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Παραθέτουμε τα δύο αποσπάσματα, με πρώτο αυτό της σελ. 106 στο οποίο η υπεράσπιση κάμνει αναφορά:
“Η τελική διαπίστωση μας είναι ότι τα γεγονότα δεν μπορούν να συνάδουν με την εκδοχή του κατηγορούμενου. Αντίθετα, υποστηρίζουν την εκδοχή του παραπονούμενου περί επίθεσης του κατηγορούμενου εναντίον του με πιστόλι. Έστω και αν θεωρήσαμε ακροσφαλή τη μαρτυρία Κοσιάρη, τέτοια προσέγγιση δεν ισοδυναμεί, ούτε εξυπακούει απόρριψη της μαρτυρίας ως αναξιόπιστης, οπότε και δεν θα μπορούσαν να γίνουν ευρήματα που να συνάδουν με την μαρτυρία αυτή. Σημαίνει απλώς ότι δεν χρησιμοποιούμε τη μαρτυρία Κοσιάρη για να προβούμε σε ευρήματα, επειδή δεν είναι ασφαλές μαρτυρικό υλικό.” (Σελ. 106)
“Διευκρινίζουμε ότι η αναφορά μας περί απόρριψης της εκδοχής της υπεράσπισης δεν έχει την έννοια ότι η υπεράσπιση είχε το βάρος να προβάλει οποιαδήποτε εκδοχή. Είναι η κατηγορούσα αρχή που είχε το βάρος να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωό[*593]τητα του.* Απόρροια της αρχής αυτής, είναι πως για την υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία** ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω και υποβόσκουσα (lurking) αμφιβολία, χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή***. Είναι υπό αυτή την έννοια που θα εξετάσουμε την υπόθεση στη συνέχεια, έχοντας ειδικότερα υπόψη πως τυχόν αποτυχία της υπεράσπισης θα είναι μοιραία, μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, στο βαθμό που παραμένει ακλόνητη από την υπεράσπιση, είναι στο τέλος επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη.**** (Σελ. 86 και 87)
* Woolmington v. D.P.P. 25, Cr. App. R. 72
Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40
** Ayres v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 16
*** Woolmington (πιο πάνω)
Attorney-General v. Hassan (1971) 2 C.L.R. 316
R. v. Murtagh and Kennedy, 39, Cr. App. R. 72, 83
Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13
Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20
**** Kafalos v. The Queen, 19 C.L.R. 121”
Ούτε στον τομέα αυτό διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα.
Η θέση της υπεράσπισης ότι η περιστατική μαρτυρία, ορθά αξιολογούμενη, δεν οδηγεί, στο βαθμό και την έκταση που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, στις διαπιστώσεις στις οποίες το Κακουργιοδικείο κατέληξε αναφορικά με τις συνθήκες τραυματισμού του Κοσιάρη δεν μας βρίσκει σύμφωνους, όπως δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση ότι η εν λόγω μαρτυρία, θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει τουλάχιστον υποβόσκουσες αμφιβολίες αναφορικά με τις εν λόγω συνθήκες. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία, να σημειωθεί, εξετάστηκε στο σύνολο της, είτε στο χειρισμό που αυτή έτυχε από το Κακουργιοδικείο, είτε στη βαρύτητα που το Κακουργιοδικείο της έδωσε. Αντίθετα, διαπιστώνουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε, με τη δύναμη της μαρτυρίας που προσκόμισε, να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένη, ότι ο Κοσιάρης δεν τραυματίστηκε κάτω από συνθήκες ατυχήματος, ως ήταν η προβληθείσα από την υπεράσπιση θέση. Αρκεί να διεξέλθει ένας το σκεπτικό με βάση το οποίο το Κακουργιοδικείο κατέληξε στις επί του προκειμένου διαπιστώσεις του – το εν λόγω σκεπτικό έχουμε [*594]παραθέσει πιο πάνω – για να διαπιστώσει την ορθότητα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου ότι: «Από τα αντικειμενικά δεδομένα, ένα και μόνο πλέον λογικό συμπέρασμα απομένει, ότι είναι ο κατηγορούμενος ο οποίος μετά από μια «πολλά άγρια» συζήτηση ανέσυρε πιστόλι και πυροβόλησε τον Κοσιάρη στην κεφαλή πιέζοντας ξανά και ξανά τη σκανδάλη. Κάθε άλλη πιθανότητα, μετά την απόρριψη της εκδοχής της υπεράσπισης, είναι εξωπραγματική». Ούτε σ’ αυτό τον τομέα διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα που να δικαιολογεί επέμβαση μας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου για σκοπούς ανατροπής των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου, είτε αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είτε αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης.
Κατά συνέπεια, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 6 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Η πιο πάνω κατάληξή μας, σφραγίζει κατά τη γνώμη μας και τη μοίρα του τέταρτου λόγου έφεσης, τον οποίο λόγω της συνάφειας του με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 6 και την αλληλοεξάρτηση των συγκεκριμένων τεσσάρων λόγων έφεσης, προτιθέμεθα να εξετάσουμε σ’ αυτό το στάδιο, αφού τον παραθέσουμε πρώτα μαζί με την αιτιολογία του:
“ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά προς την καταδίκη του εφεσείοντα προς τις κατηγορίες 3, 4, 5, 6 και 8 έσφαλε διότι αυτές ήσαν απόρροιες της εσφαλμένης καταδίκης του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2. Ειδικότερα δε, όσον αφορά την 8η κατηγορία δεν υπήρχε μαρτυρία επί της οποίας θα μπορούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να θεμελιώσει καταδίκη του εφεσείοντα.
Αιτιολογία:
1. Εις τον εφεσείοντα περιήλθε η κατοχή και η μεταφορά του πιστολιού και των σφαιρών ως αποτέλεσμα της πάλης και στην προσπάθεια του να αφοπλίσει τον Μ.Κ.9. Κατά συνέπεια αυτός δεν είχε ποτέ πρόθεση να αποκτήσει την κατοχή και την μεταφορά των αντικειμένων αυτών. Περαιτέρω η χρήση δεν προήρχετο από τον ίδιο αλλά οφείλετο στην προσπάθεια αφοπλισμού του Μ.Κ. 9.
[*595]2. Η καταδίκη του για τον εμπρησμό (κατηγορία 8) δεν εστηρίζετο σε καμία μαρτυρία. Η απλή ανεύρεση μικρής ποσότητας πετρελαίου εις την οικία του σύμφωνα με τη μαρτυρία οφείλετο εις την προσπάθεια του να αποξηράνει δένδρο στην οικία του και τούτο έγινε κατόπιν συστάσεως Γεωπόνου. Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει ότι ο εφεσείων μετέβη στην οικία του και παρέλαβε πετρέλαιο και μετέβη για να πυρπολήσει το αυτοκίνητο.
3. Αντίθετα σύμφωνα με τη μαρτυρία απεκλείσθη από το Δικαστήριο ότι ο εφεσείων μετά το συμβάν επισκέφθηκε την οικία του. Η απόφαση του Δικαστηρίου εστηρίχθη σε υποθέσεις και εικωτολογίες ως προς την ύπαρξη γεγονότων τα οποία δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την απόδειξη της κατηγορίας αν δεν αποδειχθούν από την Κατηγορούσα Αρχή την οποία βαρύνουν εξ ολοκλήρου. Συνεπώς δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο και αν ακόμα αυτές είναι εύλογες. Σχετική είναι η υπόθεση Λοΐζου v. Aστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363.”
Είναι προφανές ότι η όλη επί του προκειμένου επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, περιστρέφεται γύρω από την εκδοχή του εφεσείοντα η οποία αποτελεί και τον κεντρικό πυλώνα επί του οποίου αυτή βασίζεται. Απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα αναπόφευκτα συνεπάγεται κατάρριψη του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου εδράζονται οι επί του προκειμένου θέσεις της υπεράσπισης. Το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα, αφού την έκρινε αναξιόπιστη και τίποτε δεν τέθηκε ενώπιον μας, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, που να δικαιολογεί παρέμβαση μας σ’ αυτό τον τομέα. Ως αποτέλεσμα, οι θέσεις της υπεράσπισης, παραμένουν χωρίς πραγματικό υπόβαθρο και συνεπώς μετέωρες. Αντίθετα, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου είναι ότι είναι ο εφεσείων που ανέσυρε πιστόλι και πυροβόλησε τον Κοσιάρη. Συνεπώς, όπως πολύ ορθά καταλήγει το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων «κατείχε, μετέφερε και χρησιμοποίησε το πιστόλι και τις εκρηκτικές ύλες».
Ειδικότερα, αναφορικά με την κατηγορία 8, επισημαίνουμε τα εξής: Ο εφεσείων είναι το τελευταίο πρόσωπο που σύμφωνα με τη μαρτυρία οδήγησε το αυτοκίνητο το βράδυ του επεισοδίου. Συγκεκριμένα, διέφυγε από την οικία Λαππά οδηγώντας το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Το εν λόγω αυτοκίνητο θεάθηκε λίγες ώρες αργότερα να καίγεται σε μικρή απόσταση από τη σκηνή του επεισοδίου. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, η φωτιά τέθηκε κακόβουλα [*596]με τη χρήση βενζίνης. Έρευνα που διεξήχθη στο σπίτι του εφεσείοντα αποκάλυψε ποσότητα βενζίνης. Για τους λόγους που το Κακουργιοδικείο ανέφερε στην απόφαση του, η επί της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης εκδοχή του εφεσείοντα απορρίφθηκε, ως εκ των υστέρων σκέψεις και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος παρέμβασης μας σε αυτό τον τομέα. Έχουμε την άποψη ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι το πρόσωπο που «παράνομα και εσκεμμένα, με σκοπό μάλιστα να καταστρέψει μαρτυρία, έθεσε φωτιά στο εν λόγω όχημα», είναι ο εφεσείων, βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, ούτε σ’ αυτό τον τομέα βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε. Ως αποτέλεσμα και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Στρεφόμαστε τώρα στον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης του Κακουργιοδικείου ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του Κοσιάρη. Παραθέτουμε τον τρίτο λόγο έφεσης:
“TΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ.
Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει διότι το Δικαστήριο προέβη σε πλημμελή και/ή ατελή και/ή εσφαλμένη αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας περιστατικής και/ή άλλης μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή εις το σύνολο της κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας πέραν των όσων αναφέρονται στον Πρώτον Λόγο Εφέσεως.”
Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε, επ’ αυτού ας σημειωθεί δεν προέκυψε διαφωνία, ότι η καταδίκη του εφεσείοντα θεμελιώθηκε αποκλειστικά στην περιστατική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η διαφωνία των δύο πλευρών εστιάζεται στο κατά πόσο, με βάση την εν λόγω περιστατική μαρτυρία θα μπορούσε να τεκμηριωθεί βάσιμα, η πρόθεση του εφεσείοντα για το φόνο του Κοσιάρη ως το μόνο λογικό συμπέρασμα, αποκλειομένων άλλων λόγων εξήγησης.
Παραθέτουμε αυτούσιους τους λόγους για τους οποίους η περιστατική μαρτυρία δεν συνάδει, σύμφωνα με την υπεράσπιση, με την ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης, όπως οι λόγοι αυτοί εκτίθενται στα πλαίσια της αιτιολογίας του λόγου έφεσης 3:
“(α) Στις 10.6.09 είναι ο παραπονούμενος που επεδίωξε να συ[*597]ναντηθεί με τον εφεσείοντα στη Λάρνακα, ο δε εφεσείων τον εδέχθη με απροθυμία σύμφωνα με τα γεγονότα καθ’ον χρόνο αυτός παρακολουθούσε ποδόσφαιρο στο σπίτι του. Ο παραπονούμενος του εζήτησε να τον παραλάβει από τον χώρο στάθμευσης του Νοσοκομείου της Λάρνακας μετά τις 11 μ.μ. Εάν ο εφεσείων είχεν πρόθεση να τον φονεύσει θα μπορούσε να το κάνει στο χώρο του Νοσοκομείου Λάρνακας εις ένα εκτεταμένο χώρο στάθμευσης πέραν της κατοικημένης περιοχής, τούτο θα διευκόλυνε τον εφεσείοντα να το πράξει ασφαλώς.
(β) Ο εφεσείων εάν είχε την πρόθεση να επιφέρει τον θάνατο του Μ.Κ.9 Κυριάκου Κοσιάρη θα το έπραττε καθοδόν από τον χώρο στάθμευσης του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακος μέχρι το σπίτι τους εις μιαν διαδρομή η οποία σύμφωνα με την μαρτυρία περνούσε έξω από το γήπεδο Γ.Σ.Ζ. όπου δεν υπήρχαν κατοικίες, αλλά δεν το έπραξε.
(γ) Ο εφεσείων τον μετέφερε στην οδό Μίνωα που είναι ένας δρόμος μήκους 100 μέτρων περίπου έξω από το σπίτι του κατοικημένη από τους γείτονες του εφεσείοντα μεταξύ των οποίων συγκαταλέγετο και αξιωματικός της Αστυνομίας Λάρνακος. Εάν είχε την πρόθεση να τον θανατώσει δεν θα τον έφερνε έξω από το σπίτι του.
(δ) Μπορεί να συναχθεί ως συμπέρασμα ή στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας υπέρ του εφεσείοντα και η εκδοχή του παραπονούμενου Μ.Κ.9 Κυριάκου Κοσιάρη, ότι αυτός χωρίς να του μιλήσει ανέσυρε πιστόλι και τον επυροβόλησε πράγμα το οποίο διαψεύδεται πλήρως και υπονοεί ότι η απόκρυψη της φιλονικίας που επακολούθησε είχε μόνο σκοπό να συγκαλύψει την δική του ενοχή.
(ε) Σύμφωνα με την μαρτυρία, μετά που ετραυματίσθη ο παραπονούμενος, αυτός εβγήκε από το αυτοκίνητο από τη θέση του συνοδηγού και ευθύς αμέσως βγήκε και ο εφεσείων από τη θέση του οδηγού και όπως ανέφερε το έπραξε για να αποφύγει ενδεχόμενο πυροβολισμό του έξω από το αυτοκίνητο από τον Μ.Κ.9 Κυριάκο Κοσιάρη και τον ακολούθησε σε απόσταση 4-5 μέτρων από το αυτοκίνητο και όταν τον είδε να απομακρύνεται επέστρεψε πίσω στο αυτοκίνητο του και έφυγε προς άλλη κατεύθυνση από την πορεία που έλαβε ο παραπονούμενος Μ.Κ.9 Κυριάκος Κοσιάρης. Εάν είχεν την πρόθεση να τον φονεύσει θα το έπραττε όταν είχεν στραμμένα τα νότα του προς τον εφεσείοντα πράγμα το οποίο και δεν έπραξε. Πως είναι δυ[*598]νατό πριν από μερικά δευτερόλεπτα να είχε πρόθεση να τον σκοτώσει και ευθύς μετά να μην τον πυροβολεί εάν υπήρχε τέτοια πρόθεση;
(στ) Ενώ το Δικαστήριο απεφάνθη ότι είναι ο εφεσείων που ανέσυρε πιστόλι και πυροβόλησε τον παραπονούμενο, η αυτόπτης μάρτυρας Μ.Κ.7 Αλίκη Δημητρίου δεν είδε τον εφεσείοντα να κρατά στο χέρι του πιστόλι ή οτιδήποτε άλλο. Αντίθετα αντεξεταζόμενος ο παραπονούμενος Μ.Κ.9 Κυριάκος Κοσιάρης ανέφερε ότι δεν ενθυμείτο να εκρατούσε στο χέρι του οτιδήποτε. Εάν ο εφεσείων είχεν την πρόθεση θα τον πυροβολούσε στην οικία Λαππά, πράγμα που δεν το έπραξε.
(ζ) Εάν ο εφεσείων είχε στο χέρι την σφαιροθήκη Τεκμήριο 17 θα ανεμένετο ότι επ’ αυτής θα ευρίσκοντο τα δακτυλικά του αποτυπώματα ή το DNA του που δεν ανευρέθησαν. Αντίθετα επί της σφαιροθήκης ευρέθη το DNA μόνο του παραπονούμενου Μ.Κ.9 Κυριάκου Κοσιάρη και ενός άλλου προσώπου που δεν είναι ο εφεσείων και μάλιστα στις σφαίρες που βρίσκοντο μέσα στην σφαιροθήκη, που υποδηλώνει ότι το πρόσωπο που έθεσε τις σφαίρες εντός της σφαιροθήκης δεν ήταν άλλος από τον παραπονούμενο Μ.Κ.9 Κυριάκο Κοσιάρη.
(η) Περιστατική όμως μαρτυρία υπέρ της εκδοχής του εφεσείοντα πρέπει να συνιστά και η συστηματική άρνηση του παραπονούμενου να αποκαλύψει την ταυτότητα του υποτιθέμενου δολοφόνου του εάν δεν είχε την ένοχη συνείδηση (GUILTY CONSCIOUS) και τον φόβο ότι εάν αποκάλυπτε το όνομα του εφεσείοντα θα αποκαλύπτετο η δική του εκδοχή.
(θ) Περιστατική όμως μαρτυρία υπέρ της εκδοχής του εφεσείοντα είναι και η συνολική μαρτυρία που παρετέθη από τους διάφορους ιατρούς και τον ιατροδικαστή ως την φορά των διαφόρων τραυμάτων, τα οποία με κανένα τρόπο θα μπορούσαν να προκληθούν εάν δεν επροηγείτο η πάλη η οποία επροηγήθηκε κατά την προσπάθεια του εφεσείοντα να αποτρέψει την δολοφονική επίθεση του Μ.Κ.9 Κυριάκου Κοσιάρη εναντίον του.
(ι) Περιστατική μαρτυρία η οποία δεν συνάδει με πρόθεση προκλήσεως θανάτου είναι και η προσαχθείσα από την Κατηγορούσα Αρχή όσον αφορά το ελατήριο το οποίο εμηχανεύθη ο Μ.Κ.9 ως το αίτιον της εναντίον του επιθέσεως.”
(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου)
Συνιστά διαχρονική αρχή της νομολογίας μας ότι το αδίκημα της απόπειρας φόνου συνεπάγεται την ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης της πρόθεσης για πρόκληση θανάτου του θύματος με την παράνομη ενέργεια. Στην πραγματικότητα, η πρόθεση να προκληθεί ο θάνατος του θύματος συνιστά το κύριο συστατικό του συγκεκριμένου αδικήματος*.
Η φύση της μαρτυρίας που η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία να σημειωθεί φέρει και το βάρος απόδειξης της πρόθεσης, θα προσκομίσει για να αποδείξει την ύπαρξη της πρόθεσης, θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να αποκλείει τα οποιαδήποτε άλλα συμπεράσματα τα οποία είναι αντίθετα με την ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη της πρόθεσης θα πρέπει να είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από μια τέτοια μαρτυρία. Ενδεικτικό της επί του προκειμένου πτυχής της πιο πάνω αρχής, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 11, παρ. 65, στο οποίο το Εφετείο αναφέρθηκε ρητά στην υπόθεση Αndreou v. Republic (1977) 2 C.L.R. 81, υιοθετώντας το:
“In order to support a charge of attempting to commit a crime, it must be shown that the defendant intended to commit the completed crime to which the charge relates. Notwithstanding that the completed crime might be established by proof or recklessness, an attempt to commit it requires a specific intention, and this is so even where the completed offence is one of strict liability.”
Στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η ύπαρξη της μπορεί να συναχθεί σαν πραγματικό γεγονός από τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση. Όπως πολύ εύστοχα λέχθηκε στην υπόθεση Μενελάου (πιο πάνω) και επαναλήφθηκε στην υπόθεση Παρούτη (πιο πάνω), «στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η απόδειξη ύπαρξης του εν λόγω στοιχείου μπορεί να γίνει με περιστατική μαρτυρία. Έπεται, ότι η ύπαρξη της πρόθεσης, συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης όπως είναι το ελατήριο, οι προπαρασκευαστικές πράξεις, οι δηλώσεις του κατηγορούμενου, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, η επιμονή στην επίθεση, η φύση των τραυμάτων που προκλήθηκαν και το μέρος του σώματος στο
οποίο τα τραύματα εντοπίστηκαν...».
Το Κακουργιοδικείο με ορθή αναφορά στη σχετική με το θέμα που εξετάζουμε νομολογία*, οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του Κοσιάρη, ως του μόνου λογικού συμπεράσματος που προέκυπτε από την περιστατική μαρτυρία, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία συνεκτίμησε για το σκοπό αυτό. Αν και έχουμε ήδη παραθέσει νωρίτερα (βλ. σελ. 10 και 11 πιο πάνω) τα εν λόγω στοιχεία, θεωρούμε σκόπιμο για σκοπούς των όσων συζητούμε στα πλαίσια του παρόντος λόγου έφεσης, να τα υπενθυμίσουμε:
“Εν προκειμένω, δεν γνωρίζουμε το ελατήριο. Όμως, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε πιστόλι και έριψε εξ επαφής ή σχεδόν εξ επαφής πέντε σφαίρες στο πρόσωπο του θύματος με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει, κατά την ιατρική μαρτυρία, κρίσιμα. Η επιμονή στην επίθεση δεν επιμαρτυρείται μόνο από την ρίψη πέντε συνεχών πυροβολισμών, αλλά και από τις μετέπειτα καταδιώξεις του θύματος. Έστω και αν δεν έχουμε προβεί σε εύρημα για πυροβολισμό στο σπίτι Λαππά, η πρόθεση του κατηγορούμενου συνέχισε να είναι εχθρική και επιθετική. Ως εκ του ότι δεν είμαστε, ως άνω, σε θέση να προβούμε σε εύρημα για περαιτέρω επίθεση στο υπόγειο Λαππά, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, γιατί ο κατηγορούμενος, αν η πρόθεση του ήταν να θανατώσει τον Κοσιάρη, δεν το έπραξε εκεί; Είναι όμως το εύρημα μας ότι συνέχιζε να έχει εχθρική και επιθετική διάθεση εναντίον ενός ανθρώπου που μόλις προηγουμένως είχε τραυματίσει σοβαρά. Ενός ανθρώπου, τον οποίο τελικά εγκατέλειψε στην τύχη του, παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς του στην κεφαλή και στο πρόσωπο, οι οποίοι ήταν τόσο έκδηλοι, σε βαθμό που το πρόσωπο του «να μην ήταν πρόσωπο». Η ενέργεια του αυτή, σε συνδυασμό με τους πυροβολισμούς που προηγήθηκαν και την συνέχιση της εχθρικής διάθεσης, υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, ότι η πρόθεση του κατηγορούμενου συνέχιζε να είναι ο θάνατος του Κοσιάρη. Άλλωστε, το ζητούμενο αφορά τον κατ’ εξοχήν ουσιώδη χρόνο που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο είχαν ριφθεί οι πυροβολισμοί. Έτσι, ανεξάρτητα από τα όσα ακολούθησαν, ήδη, οι πέντε πυροβολισμοί στο πρόσωπο δεν μπορούν κατά την κοινή λογική να καταδεικνύουν άλλη πρόθεση, από πρόθεση θανάτωσης.
[*601]Αυτό βέβαια δεν εξυπακούει κατ’ ανάγκη προσχεδιασμό ή προμελέτη. Ο κ. Ευσταθίου αγορεύοντας εισηγήθηκε ότι οι περιστάσεις όχι μόνο δεν υποστηρίζουν, αλλά αποκλείουν το ζήτημα της προμελέτης. Ως λόγου χάρη το γεγονός ότι το επεισόδιο έλαβε χώρα στη γειτονιά του κατηγορουμένου, έξω από κατοικία σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, όπου βρίσκεται και η οικία ενός αστυνόμου. Όντως δεν υπάρχει έδαφος για να συζητηθεί περαιτέρω ζήτημα προμελέτης. Αυτό όμως διακρίνεται, όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, από την πρόθεση θανάτωσης.
Αυτές οι αντικειμενικές περιστάσεις και τα εξ αυτών συμπεράσματα δεν μπορούν να κλονιστούν από το γεγονός ότι ο Κοσιάρης έδωσε ακροσφαλή μαρτυρία ή ακόμα από το ότι προσπάθησε να συσκοτίσει το ελατήριο, ή από το γεγονός ότι δεν είχε κατονομάσει ευθέως και εξ αρχής τον δράστη. Ως προς αυτό το τελευταίο, σημειώνουμε πάντως ότι ενώ δεν έδιδε το όνομα και μάλιστα δήλωνε άγνοια, από την άλλη έδωσε εξ αρχής τέτοια στοιχεία ώστε τελικά επί τη βάσει των στοιχείων αυτών η αστυνομία να εντοπίσει και να συλλάβει τον κατηγορούμενο. Έτσι η προσπάθεια του κατηγορούμενου γι’ αυτό το ζήτημα προκύπτει ως προσπάθεια να μην καταδώσει τον κατηγορούμενο με αυτό τούτο το όνομα του, παρά να αποκρύψει, είτε σιωπώντας είτε παραπλανώντας την αστυνομία, στοιχεία που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν, όπως και έγινε, στον κατηγορούμενο.
Συνεπώς, ό,τι και αν είχε κατά νου, αυτό δεν ήταν εκείνο που εισηγείται η υπεράσπιση, ότι δηλαδή σκοπό είχε να αποκρύψει πως εκείνος ήταν ο δράστης και ο κατηγορούμενος το θύμα.
Αντίθετα, τα παραπάνω λογικά συμπεράσματα είναι και παραμένουν ισχυρά αποκλειομένων άλλων, με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκει εφαρμογή η προαναφερθείσα αρχή ότι η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία υπό την έννοια ότι στον βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παρέμεινε, επί της αντικειμενικής της βάσης ακλόνητη από την υπεράσπιση, κρίνεται στο τελικό αυτό στάδιο ως επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη, εάν βέβαια τα ευρήματα μπορούν να στοιχειοθετήσουν τις κατηγορίες.”
Αναφορικά με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η πρόθεση θανάτωσης στα πλαίσια του Αρθρου 214(α) εμπεριέχει και το στοιχείο της προμελέτης, όπως το στοιχείο αυτό ορίζεται δια του Αρθρου 204 του Ποινικού Κώδικα, το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο από τη σχετική επί του προκειμένου νομολογία*, ορθά κατέληξε ότι η νομολογία μας «αναγνωρίζει ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απόπειρας του Αρθρου 214(α) την πρόθεση θανάτωσης, σαφώς διαφοροποιούμενη από την προμελέτη» και ότι για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου «δεν απαιτείται στοιχειοθέτηση προμελέτης, αλλά μόνο πρόθεση παράνομης θανάτωσης». Το στοιχείο της προμελέτης είναι επιπρόσθετο προς την πρόθεση πρόκλησης θανάτου και εκεί όπου αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος, θα πρέπει να αποδεικνύεται ανεξάρτητα προς την εν λόγω πρόθεση.
Από όλα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω, συνάγεται με ασφάλεια ότι όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του συνεκτιμήθηκαν με προσοχή και ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από τα εν λόγω στοιχεία, ότι η πρόθεση του εφεσείοντα ήταν η θανάτωση του Κοσιάρη.
Ως αποτέλεσμα, ούτε ο λόγος έφεσης 3 μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Στρεφόμαστε τώρα στον Πέμπτο Λόγο Έφεσης (πρώτο συμπληρωματικό λόγο έφεσης), τον οποίο και παραθέτουμε:
“ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το παράπονο του εφεσείοντα ότι στην παρούσα υπόθεση οι ανακριτικές αρχές, παρέλειψαν να εξετάσουν την εκδοχή και/ή την καταγγελία του η οποία βασίζεται στην αδιαφιλονίκητη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ήταν ο ίδιος θύμα δολοφονικής απόπειρας εναντίον του από τον Μ.Κ.9 Κοσιάρη, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται μία από τις πιο ουσιώδεις αρχές του δικαίου, ότι οι ανακριτές μιας υπόθεσης οφείλουν να ασκούν τις ανακρίσεις κατά τρόπο αμερόληπτο κατά τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο όπως τα Δικαστήρια της δικαιοσύνης με αμερόληπτο τρόπο εξετάζουν τις υποθέσεις, οι οποίες παρουσιάζονται ενώπιον τους προς εκδίκαση. Αποτέλεσμα τούτου ήταν ότι, η δίκη η οποία επηκολούθησε σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή πλέον Νομολογία όπως αυτή αντικατοπτρίζεται και στην υπόθεση Panovits v. Cyprus (απόφαση 4262/04) ήταν άδικη δίκη (unfair trial), δοθέ
[*603]ντος ότι η δίκη υπό την έννοια την οποία την αποδέχεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων άρχεται από το στάδιο των ανακρίσεων δια τη διερεύνηση της υποθέσεως, η
οποία εν τέλει εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου.”
Οι προβληθείσες στα πλαίσια του πιο πάνω λόγου έφεσης θέσεις της υπεράσπισης, προβλήθηκαν και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο και τις απέρριψε με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:
“Η. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ.
Ο κ. Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι οι ανακριτικές αρχές παρέλειψαν να λάβουν ενωρίτερα από τις 22/10/09 την κατάθεση που ζητούσε από τον Ιούλιο ο κατηγορούμενος να δώσει και περαιτέρω παρέλειψαν να εξετάσουν δεόντως τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος με την κατάθεση του ημερ. 22/10/09. Παρέλειψαν να προβούν σε εκ νέου ανακρίσεις και να διερευνήσουν το παράπονο του κατηγορούμενου ότι είναι ο Κοσιάρης που αποπειράθηκε να τον θανατώσει και όχι το αντίστροφο. Οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου τέθηκαν ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα με επιστολή του δικηγόρου του κατηγορούμενου, με την οποία ζητούσε όπως η κατηγορία απόπειρας φόνου αποσυρθεί και όπως δοθούν οδηγίες στις διωκτικές αρχές να διερευνήσουν το εν λόγω παράπονο του κατηγορουμένου. Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ότι το αίτημα δεν γίνεται αποδεκτό και ότι το παράπονο του κατηγορουμένου θα τύχαινε χειρισμού αναλόγως της πορείας της παρούσας υπόθεσης.
Χωρίς αμφιβολία δεν υπήρξε παράλειψη εκ μέρους των ανακριτικών αρχών ή άδικη συμπεριφορά εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Ο κατηγορούμενος στα αρχικά στάδια όχι μόνο δεν απαντούσε, αλλά κατέφευγε σε ψεύδη, αφού προηγουμένως είχε καταστρέψει και εξαφανίσει τεκμήρια της υπόθεσης. Όταν έλαβε το μαρτυρικό υλικό προσφέρθηκε να δώσει κατάθεση. Ο αρμόδιος ανακριτής ο οποίος και έλαβε την κατάθεση την χειρίστηκε με τον τρόπο που έχει εξηγήσει στο δικαστήριο. Πέραν τούτου, σημειώνουμε πως η απαίτηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα δεν ήταν απλώς να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου, αλλά να αποσυρθεί η κατηγορία εναντίον του. Η απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα, όχι μόνο δεν θέτει ζήτημα μη δίκαιης δίκης, αλλά ήταν στα ορθά πλαίσια. Εφόσον η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, είναι το δικαστήριο που θα έκρινε πλέον τα πράγματα. Η εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης κρίνεται αβάσιμη.”
[*604]Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε την αρχή ότι το κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο. Αποφασίζεται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, όπως και την αρχή ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεασθεί δυσμενώς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Είναι η διαπίστωση μας ότι η ουσία κάποιων από τους ισχυρισμούς που ο εφεσείοντας προβάλλει στα πλαίσια της κατάθεσης του, τεκμήριο 60, είτε τέθηκαν στον Κοσιάρη και τους άλλους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής κατά την αντεξέταση και απορρίφθηκαν, είτε διερευνήθηκαν από την αστυνομία στα πλαίσια της γενικότερης διερεύνησης της υπόθεσης και είχαν κριθεί ανυπόστατοι. Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, ορθά κατά τη γνώμη μας, αμφισβήτηση από πλευράς του εφεσείοντα της ακρίβειας των υπό αυτού λεχθέντων στην εν λόγω κατάθεση, αμφισβήτηση την οποία ορθά και πάλι κατά τη γνώμη μας το Κακουργιοδικείο απέδωσε σε προσπάθεια του εφεσείοντα να διαφοροποιηθεί από αναφορές στην κατάθεση που ο ίδιος ελεύθερα έδωσε. Έχουμε την άποψη ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης είναι αβάσιμη, είναι ορθή. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασης. Ο λόγος έφεσης 5 δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση κατά της ποινής.
Η ορθότητα των ποινών της άμεσης φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στις κατηγορίες, 1, 2, 3, 6 και 8, αμφισβητείται με χωριστό λόγο έφεσης. Υπενθυμίζουμε ότι στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης και συγκεκριμένα, στην 1η κατηγορία, 13 χρόνια φυλάκιση, στη 2η κατηγορία, 5 χρόνια φυλάκιση, στην 3η κατηγορία, 6 χρόνια φυλάκιση, στην 6η κατηγορία, 5 χρόνια φυλάκιση και στην 8η κατηγορία, 6 χρόνια φυλάκιση. Στις κατηγορίες 4 και 5 δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή, ενώ η κατηγορία 7 αποσύρθηκε.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν «είναι προφανώς υπερβολικές και/ή λανθασμένες με βάση παραβίαση αρχών (wrong in principle)». Στα πλαίσια αιτιολογίας του λόγου έφεσης προβάλλονται οι πιο κάτω θέσεις, οι οποίες υιοθετήθηκαν με το διάγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα:
“(α) Δεν ελήφθησαν δεόντως υπόψη τα γεγονότα που περιβάλ[*605]λουν την υπόθεση, η έλλειψη προμελέτης, όπως η έλλειψη προσχεδιασμού, η έλλειψη κινήτρου, η προηγηθείσα φιλονικία ο καλός χαρακτήρας του κατηγορούμενου-εφεσείοντα οι προσωπικές του περιστάσεις η ηλικία του αλλά και η οικογενειακή του κατάσταση.
(β) Ενόψει του γεγονότος ότι το Δικαστήριο δεν απεδέχθη ούτε την εκδοχή του εφεσείοντα ούτε την εκδοχή του παραπονούμενου Μ.Κ.9 Κυριάκου Κοσιάρη που οδήγησαν στον τραυματισμό του θα έπρεπε σύμφωνα με τη νομολογία τούτο να λειτουργήσει υπέρ του εφεσείοντα.
(γ) Το Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του ότι το βάρος της απόδειξης ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης που οδήγησαν στην διάπραξη των αδικημάτων το έφερε η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία στην προκείμενη περίπτωση, απέτυχε να το πράξει με αποτέλεσμα την επιβολή αυστηρών ποινών προς τον εφεσείοντα χωρίς να υπάρχει σαφής εικόνα του τι επροηγήθηκε του τραυματισμού του παραπονούμενου Μ.Κ.9 Κυριάκου Κοσιάρη. Σύμφωνα με τη νομολογία τούτο αποτελεί παραβίαση αρχής δικαίου.”
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις, την ηλικία του, τον καλό του χαρακτήρα και την οικογενειακή του κατάσταση. Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στα πλαίσια της πολυσέλιδης απόφασης του για την ποινή, ο συγκεκριμένος μετριαστικός παράγοντας καταλαμβάνει περίοπτη θέση. Το Κακουργιοδικείο όχι μόνο έλαβε υπόψη τα όσα σχετικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του έθεσε ενώπιον του, αλλά, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στο περιεχόμενο της σχετικής με το θέμα αυτό έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, σκιαγραφεί κατά τρόπο σαφή, λεπτομερή και ολοκληρωμένο, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, στις οποίες και προσδίδει τη δέουσα βαρύτητα.
Ειδικότερα σε σχέση με τον «καλό χαρακτήρα» του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο, αφού επισημαίνει την πολύ πρόσφατη προηγούμενη για παρόμοια αδικήματα καταδίκη του και σημειώνει την αρχή ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν προσμετρούν ώστε ο δράστης να τιμωρείται για το παρελθόν του, αλλά η σημασία τους έγκειται στο ότι μειώνουν σε κάποιο βαθμό την επιείκεια στην οποία ο δράστης θα δικαιούτο, καταλήγει να μην προσδώσει στον εν λόγω παράγοντα «μεγάλη σημασία ... γιατί ο κατηγορούμενος είναι 52 ετών έχοντας στο ποινικό του μητρώο μόνο αυτή την καταδίκη στην οποία καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή». Επομένως, κρίνουμε ότι [*606]δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας στον τομέα αυτό.
Η θέση του εφεσείοντα ότι το βάρος απόδειξης και μάλιστα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, των γεγονότων που σε μια υπόθεση οδήγησαν στη διάπραξη των αδικημάτων, βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αμφισβητείται από το Κακουργιοδικείο. Αντίθετα, «αν στο τέλος παραμένουν ως ανοικτά ενδεχόμενα διαζευκτικές βάσεις γεγονότων, η ποινή θα πρέπει να επιβληθεί επί της ευνοϊκότερης βάσης» αποτελεί την επί του προκειμένου κατάληξη του Κακουργιοδικείου. Για σκοπούς συμπλήρωσης του πλαισίου που διέπει το συγκεκριμένο θέμα και καλύτερης κατανόησης της εν λόγω αρχής, κρίνουμε σκόπιμο να παραπέμψουμε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Safar v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 428, όπου το Εφετείο στις σελ. 430 και 431 προβαίνει στις πιο κάτω επισημάνσεις, οι οποίες έχουν ουσιαστικό ρόλο να διαδραματίσουν στο υπό συζήτηση συγκεκριμένο θέμα:
“Μας απασχόλησε σοβαρά το κατά πόσο σε έφεση εναντίον της ποινής είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν τα γεγονότα που έγιναν αποδεκτά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η έρευνα μας οδηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αποφασίστηκε ότι, όπου η μαρτυρία δικαιολογεί μία μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, αλλά η ποινή επιβλήθηκε πάνω σε καθαρά υποθετική βάση, η ποινή θα πρέπει να ακυρωθεί (R. v. Reeves [1983] Crim. L. R. 826). Παρά ταύτα, σε πολλές υποθέσεις, η ετυμηγορία του δικαστηρίου ή η παραδοχή επιτρέπει δύο ή περισσότερες εκδοχές ως προς τα γεγονότα. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Εφετείο επεμβαίνει αν διαπιστώσει ότι το δικαστήριο κατά την επιβολή της ποινής κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση ως προς το σωστό υπόστρωμα γεγονότων για σκοπούς επιβολής ποινής ή υιοθέτησε λανθασμένη διαδικασία (R. v. Ayensu and Ayensu, 4 Cr. App. R. (S.) 248 και R. v. Solomon and Triumph, 6 Cr. App. R. (S.) 120).
Όπου το δικαστήριο δεν ξεκαθαρίζει ποια εκδοχή γεγονότων αποδέχτηκε κατά την επιβολή της ποινής, το Εφετείο είναι δεσμευμένο να πλησιάσει το θέμα της καταλληλότητας της ποινής πάνω στη βάση των γεγονότων που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση (R. v. Brown (W.T.), 3 Cr. App. R. (S.) 250).
Παρά ταύτα στην υπόθεση R. v. Kesler [2001] 2 Cr. App. R. (S.) 126, CA, το Εφετείο επεσήμανε ότι δεν θα αποφάσιζε έφεση εναντίον ποινής βασιζόμενο επί συγκεκριμένων γεγονότων, εκτός αν είτε υπήρχε έγγραφη παραδοχή ή το δικαστήριο αποδέχτηκε τα γεγονότα ρητά.”
Στην υπό κρίση περίπτωση, το ελατήριο του εφεσείοντα δεν έχει προσδιοριστεί. Παραμένει αδιευκρίνιστο. Έχει όμως διαπιστωθεί ότι στον αμέσως πριν τη διάπραξη των αδικημάτων χρόνο, μεταξύ εφεσείοντα και Κοσιάρη ξέσπασε έντονη συζήτηση, «πολλά άγρια». Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι τόσο η μετά τον τραυματισμό του Κοσιάρη καταδίωξη του από τον εφεσείοντα, «με επιθετικές και εχθρικές» διαθέσεις, όσο και η εγκατάλειψη του από τον εφεσείοντα, ο οποίος αδιαφορώντας πλήρως «για το ορατό ενδεχόμενο θανάτου» του Κοσιάρη, τον εγκατέλειψε σοβαρά τραυματισμένο στην οικία Λαππά.
Είναι η διαπίστωση μας ότι ούτε το απροσδιόριστο του ελατηρίου, ούτε το ασαφές του περιεχομένου της άγριας λογομαχίας που ξέσπασε μεταξύ των δύο αμέσως πριν το επεισόδιο, αλλά ούτε και η διαπιστωθείσα έλλειψη προσχεδιασμού αγνοήθηκαν ή υποτιμήθηκαν από το Κακουργιοδικείο. Αντίθετα, απασχόλησαν το Κακουργιοδικείο το οποίο αφού τα εντόπισε και τα σχολίασε υπό το φως κυπριακής και αγγλικής νομολογίας, σε συνάρτηση με τις επί του προκειμένου θέσεις της υπεράσπισης, ορθά κατά τη γνώμη μας καταλήγει:
“Αδιευκρίνιστο παρέμεινε το ελατήριο. Αυτό θα το λάβουμε υπόψη υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο, όπως θα ήταν η περίπτωση που αποκαλυπτόταν ένα ευτελές ή ένα ιδιαίτερης απαξίας ελατήριο, ένα ελατήριο τέτοιο που θα επέβαλλε αυστηρότερη μεταχείριση. Μετριαστικό, όμως, παράγοντα συνιστά η έλλειψη προσχεδιασμού για το λόγο που εξηγεί στο παραπάνω απόσπασμα ο Δικαστής Γ.Μ. Πικής.”*
Έχουμε την άποψη ότι το Κακουργιοδικείο ορθά αποτίμησε κάθε μετριαστικό για την ποινή παράγοντα δίδοντας του τη δέουσα υπό τις περιστάσεις βαρύτητα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα αδικήματα στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος είναι από τα πλέον σοβαρά και οι προβλεπόμενες γι’ αυτά ποινές, ειδικά για το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, είναι ενδεικτικά της εν
λόγω σοβαρότητας. Επισημαίνουμε ότι για το αδίκημα της από
[*608]πειρας ανθρωποκτονίας έγινε ειδική ρύθμιση από το νομοθέτη, ο οποίος πρόβλεψε την ίδια ποινή που πρόβλεψε και για την περίπτωση του τετελεσμένου εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, δηλαδή η δια βίου φυλάκιση που είναι κατά πολύ αυστηρότερη από την προβλεπόμενη από τις γενικές πρόνοιες του άρθρου 368 του Ποινικού Κώδικα μέγιστη ποινή για το αδίκημα της απόπειρας, που είναι η φυλάκιση μέχρι επτά χρόνια. Όπως πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο επισημαίνει «ο σκοπός είναι προφανής. Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό. Η αφαίρεση της είναι το μέγιστο έγκλημα (Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, 584). Αλλά, και κάθε εκ προθέσεως πράξη που θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή, το ύψιστο αυτό αγαθό, ενέχει σοβαρή ποινική, κοινωνική και ηθική απαξία». Αναφορικά με τα άλλα αδικήματα περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι γι’ αυτά ο νομοθέτης προέβλεψε μακρόχρονες ποινές φυλάκισης.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές δεν είναι έκδηλα υπερβολικές ή νομικά εσφαλμένες, ούτως ώστε να απαιτείται η επέμβασή μας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση κατά της ποινής δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο