Ιωαννίδης Ησαΐας ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640

(2012) 2 ΑΑΔ 640

[*640]23 Οκτωβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΗΣΑΪΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 137/2010)

 

Βία στην Οικογένεια ― Ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος 119(Ι)/2000, ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία πατέρας καταδικάστηκε για άσκηση βίας στο τέκνο του και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου πεντακοσίων ευρώ.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης, δε συνάδουν με τη δοθείσα μαρτυρία ή συγκρούονται με την κοινή λογική.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με έφεση την καταδίκη του ύστερα από Ακρόαση, σε μία από τις δύο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε σχετικά με αδικήματα του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε, αναφορικά με άσκηση βίας κατά του υιού του, οποία προκάλεσε στον τελευταίο πραγματική σωματική βλάβη,

Του επιβλήθηκε ποινή  προστίμου €500, ενώ αθωώθηκε στη δεύτερη κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε.

Συγκεκριμένα ο εφεσείων κατηγορήθηκε ότι κτύπησε το γιό του στα χέρια με μία ξύλινη κουτάλα μαγειρέματος. Το όλο επεισόδιο μεταξύ πατέρα και γιου, με τον πρώτο να κατηγορεί και να χτυπά περιοδικά στα χέρια με τη ξύλινη κουτάλα μαγειρέματος το δεύτερο, διήρκησε γύρω στις δύο ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων, ο κατηγορούμενος χτύπησε τον παραπονούμενο 6 με 7 περίπου φορές.

[*641]Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Υπήρχε διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας του παραπονούμενου και της ιατρού.

β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε καθόλου το γεγονός ότι η μητέρα του παραπονούμενου, δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή να δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο.

γ)  Ενώ το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι ο εφεσείων είχε ισχυρό κίνητρο να χτυπήσει το γιο του, εν τούτοις δεν προέβη σε καμιά αναφορά στη θέση της υπεράσπισης ότι και ο παραπονούμενος είχε πιο ισχυρό κίνητρο να προβεί στην καταγγελία με υποκίνηση της μητέρας του, έτσι ώστε να ξεφύγει από τον πατρικό έλεγχο.

δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και εναπόθεσε στους ώμους του εφεσείοντα την υποχρέωση να αποδείξει την εκδοχή του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το ζήτημα της μαρτυρίας της ιατρού δέχθηκε τη μαρτυρία της, αποδίδοντας τη μη αναφορά της στο ότι εναπόθεσε επίδεσμο, στο ότι αυτή είτε έκανε υπόθεση, είτε δεν θυμόταν. Δεν διαφαινόταν κάποια σημασία αυτής της διάστασης στη μαρτυρία ούτε οποιαδήποτε μεμπτότητα στο χειρισμό του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται και στην απόφαση, κατ’ αρχήν η ουσία της μαρτυρίας της ιατρού έγκειτο στα ευρήματά της, τα οποία και καταγράφηκαν στο ιατρικό πιστοποιητικό, ευρήματα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, παρά μόνο αποδόθηκαν σε άλλη αιτία.

2.  Η κατηγορούσα αρχή φαίνεται να έκρινε ότι δε χρειαζόταν η πρόσθετη μαρτυρία της μητέρας του παραπονούμενου. Ο δε συνήγορος της υπεράσπισης δε ζήτησε όπως αυτή η μάρτυς της διατεθεί για οποιοδήποτε λόγο. Ενώπιον του Εφετείου υπήρξε εισήγηση ότι ήταν ουσιώδης η μαρτυρία της διότι σχετιζόταν με το θέμα της τοποθέτησης ή μη επιδέσμου στο χέρι του παραπονούμενου, η σημασία του οποίου είχε ήδη κριθεί. Επομένως, δεν υπήρχε τίποτε το μεμπτό στην ακολουθηθείσα διαδικασία.

3.  Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστο μάρτυρα τον εφεσείοντα και την εκδοχή του, δεν υπήρχε κανένας λόγος να αναφερθεί και σε ύπαρξη κινήτρου από πλευράς παραπονούμενου [*642]έναντι του εφεσείοντα.

4.  Αναφορικά με υποβολή που έγινε στον παραπονούμενο από την υπεράσπιση και αφορούσε λεχθέντα που ο παραπονούμενος είπε στη δεύτερο σύζυγο του πατέρα του, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι παρέμεινε απλά μια μετέωρη υποβολή.

5.  Δεν ήταν ορθή η θέση περί αντιστροφής του βάρους της απόδειξης. Προσεκτική μελέτη της απόφασης αποκαλύπτει ότι η πορεία την οποία ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε ορθά και με πλήρη επάρκεια την προσαχθείσα ενώπιόν του μαρτυρία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220.

Έφεση εναντίον καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15918/09), ημερομηνίας 27/8/2010.

Μ. Ηλία, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν ακρόασης, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε μία από τις δύο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε στην Ποινική Υπόθεση αρ. 15918/2009. Η κατηγορία αφορούσε σε άσκηση βίας κατά του υιού του, η οποία του προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1), (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 – Νόμος αρ. [*643]119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 212(Ι)/2000.

Επιβλήθηκε στον εφεσείοντα πρόστιμο €500, ενώ αθωώθηκε στη δεύτερη κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε, η οποία αφορούσε σε άσκηση βίας στο ίδιο τέκνο του και η οποία προκάλεσε άμεσα ψυχική βλάβη, κατά παράβαση άλλων άρθρων του ίδιου Νόμου.

Τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά διακριβώθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο, είχαν συνοψισθεί στην απόφασή του ως ακολούθως:

“Στις 3 Μαΐου, 2009, γύρω στο μεσημέρι, ο παραπονούμενος βρισκόταν τιμωρημένος στο δωμάτιό του, στο σπίτι του κατηγορούμενου στην Παρεκκλησιά και τούτο, επειδή τη Δευτέρα του Πάσχα, 20 Απριλίου, 2009, παρ’ ότι ο κατηγορούμενος του είχε απαγορεύσει να βγει έξω το βράδυ με τους φίλους του, εντούτοις, αυτός, σε συνεννόηση με τη μητέρα του βγήκε και επέστρεψε τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας.

Κάποια στιγμή μπήκε στο δωμάτιό του και ο πατέρας του, ο οποίος κρατούσε μία ξύλινη κουτάλα μαγειρέματος. Τότε, άρχισε να του επιτίθεται φραστικά για την παραπάνω έξοδό του, λέγοντάς του, μεταξύ άλλων, ότι θα τον θάψει επειδή δεν τον ακούει, ενώ τον κατηγόρησε και ότι πίνει ναρκωτικά.

Επειδή ο παραπονούμενος αρνιόταν ότι πίνει ναρκωτικά, ο πατέρας του, του ζήτησε και άνοιξε τα χέρια, οπότε άρχισε να το κτυπά και στις δύο παλάμες με την ξύλινη κουτάλα που κρατούσε.

Το όλο επεισόδιο μεταξύ πατέρα και γιου, με τον πρώτο να κατηγορεί και να χτυπά περιοδικά στα χέρια με τη ξύλινη κουτάλα μαγειρέματος το δεύτερο, επειδή αρνιόταν ότι πίνει ναρκωτικά διήρκησε γύρω στις δύο ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων, ο κατηγορούμενος χτύπησε τον παραπονούμενο 6 με 7 περίπου φορές.

Όταν τελείωσε το επεισόδιο, ο κατηγορούμενος έφυγε από το υπνοδωμάτιο του παραπονούμενου, ο οποίος παρέμεινε σ΄ αυτό, όντας τιμωρημένος από τον πατέρα του, μέχρι και τις 8:30 περίπου που ήρθε η μητέρα του και τον πήρε για να επιστρέψουν στο σπίτι της στη Λευκωσία.

Στο δρόμο για τη Λευκωσία, ο παραπονούμενος ενημέρωσε [*644]τη μητέρα του για ό,τι έγινε στο υπνοδωμάτιό του, η οποία όταν έφτασαν τον πήρε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου στις 19:52 εξετάστηκε από τη γιατρό Τόφα (Μ.Κ.3), η οποία διαπίστωσε ότι έφερε ερυθρο-κυανή εκχύμωση στη δεξιά παλάμη και καρπό.”

Με την παρούσα έφεση την οποία καταχώρησε, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του, προβάλλοντας ένα κύριο λόγο έφεσης, ο οποίος συνίσταται από ποικίλους επί μέρους λόγους, ή αιτιολογίες που στηρίζουν το γενικό λόγο ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη. Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους επί μέρους λόγους τους οποίους προβάλλει ο εφεσείων.

Κατ’ αρχάς ο εφεσείων στο Διάγραμμα Αγόρευσής του προβάλλει ως επί μέρους λόγο έφεσης (α) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και τον καταδίκασε, παρόλον ότι η κατηγορούσα αρχή που είχε το βάρος απόδειξης απέτυχε να αποδείξει πέντε στοιχεία τα οποία ο εφεσείων παραθέτει. Αυτά τα στοιχεία αναφέρονται σε αποτυχία σύνδεσης του εφεσείοντα με την εκχύμωση στο χέρι του παραπονούμενου, σε αποτυχία απόδειξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ κινήτρου που είχε ο εφεσείων και της υπό κατηγορία πράξης, σε αποτυχία απόδειξης ότι η εκχύμωση προκλήθηκε από ξύλινο κουτάλι που χρησιμοποίησε ο εφεσείων και σε αποτυχία απόδειξης γενικά της προέλευσης της εκχύμωσης.

Σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

Δεν είναι νοητό να εγείρεται στο στάδιο τούτο θέμα ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει το ένα ή το άλλο συστατικό στοιχείο της κατηγορίας, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περί του αντιθέτου. Επαφίεται πλέον στον εφεσείοντα να καταδείξει ενώπιον του Εφετείου ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, ο οποίος αποφάσισε ότι υπήρχε τέτοια σύνδεση μεταξύ της πρόκλησης της σωματικής βλάβης στον παραπονούμενο και ενέργειας του εφεσείοντα, έσφαλε σε κάποιο σημείο και ασφαλώς πού έγκειται το σφάλμα τούτο.

Ειδικά δε ως προς το θέμα της σωματικής βλάβης την οποία αποδεδειγμένα υπέστη ο παραπονούμενος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ίδιου του παραπονούμενου, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εφεσείων του είχε κτυπήσει στις παλάμες των χεριών του, χρησιμοποιώντας μια ξύλινη [*645]κουτάλα της κουζίνας, και στην υποστηρικτική μαρτυρία της ιατρού Μ.Κ.3 Χρ. Τόφα, την οποία επισκέφθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ο παραπονούμενος μετά το συμβάν, η οποία και διαπίστωσε ότι ο παραπονούμενος έφερε ερυθρό-κυανή εκχύμωση στη δεξιά παλάμη και καρπό.

Η αξιολόγηση όμως της μαρτυρίας των δύο τούτων προσώπων και, συνακόλουθα, των κύριων ευρημάτων τα οποία εξήγαγε το Δικαστήριο, είναι αντικείμενο των επί μέρους λόγων έφεσης που ακολουθούν, οπότε το θέμα τούτο θα εξετασθεί εκεί.

Πράγματι με τους επί μέρους λόγους έφεσης (β)-(ζ), ο εφεσείων εγείρει διάφορα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τη δοθείσα μαρτυρία από την Μ.Κ.3 Δρα Χρ. Τόφα, η οποία κατέθεσε ως προς τις κακώσεις τις οποίες έφερε ο παραπονούμενος στο δεξιό του χέρι.

Εντοπίζει ο εφεσείων συγκρουόμενα στοιχεία μεταξύ της μαρτυρίας του παραπονούμενου και της ιατρικής μαρτυρίας, τα οποία, όπως ισχυρίζεται, δεν προσεγγίστηκαν ορθά από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, γίνεται πολύς λόγος στο διάγραμμα έφεσης ως προς τη διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας του παραπονούμενου και της ιατρού, η οποία έγκειται στο ότι η ιατρός κατέθεσε ότι δεν είχε επιδέσει τις κακώσεις του παραπονούμενου με επίδεσμο, ενώ ο παραπονούμενος στην κατάθεσή του είχε αναφέρει για επίδεση με επίδεσμο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το ζήτημα τούτο δε δέχθηκε τη μαρτυρία της ιατρού, αποδίδοντας τη μη αναφορά της στο ότι εναπόθεσε επίδεσμο, στο ότι αυτή είτε έκανε υπόθεση, είτε δεν θυμόταν.

Πραγματικά αδυνατούμε να διακριβώσουμε τη σημασία αυτής της διάστασης στη μαρτυρία και οποιαδήποτε μεμπτότητα στο χειρισμό του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται και στην απόφαση, κατ΄ αρχήν η ουσία της μαρτυρίας της ιατρού έγκειται στα ευρήματά της, τα οποία και καταγράφηκαν στο ιατρικό πιστοποιητικό, ευρήματα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, παρά μόνο αποδόθηκαν σε άλλη αιτία. Αυτά δε τα ευρήματα έτειναν να επιβεβαιώσουν τη μαρτυρία του παραπονούμενου ότι κτυπήθηκε στα χέρια με τον τρόπο που αυτός ισχυρίστηκε.

Κάτω από τον επί μέρους λόγο έφεσης (η), ο εφεσείων προβάλλει το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε καθόλου το γεγονός ότι η μητέρα του παραπονούμενου, προς την οποία αυ[*646]τός είχε υποβάλει πρώτα παράπονο, και τον μετέφερε στο Νοσοκομείο, αν και αναγράφετο στο κατηγορητήριο ως μάρτυρας, εν τούτοις δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή να δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο, παρόλον ότι μάλιστα σε κάποια συνεδρία είχε δεσμευτεί με εγγύηση για να είναι παρούσα.

Τα όσα αναφέρει ο εφεσείων, σε σχέση με το θέμα τούτο, επιβεβαιώνονται από τα τηρηθέντα πρακτικά. Η Μ.Κ.3 στο κατηγορητήριο είχε δεσμευτεί όπως είναι παρούσα στο Δικαστήριο στις 27.5.2010, με την ίδια κλήση, πλην όμως, στις 27.5.2010, μετά που κατέθεσε άλλος μάρτυρας και μετά που δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και κατατέθηκε το ιατρικό πιστοποιητικό, η κατηγορούσα αρχή έκλεισε την υπόθεσή της. Προφανώς ικανοποιημένη με τη μαρτυρία την οποία προσκόμισε και τα δηλωθέντα γεγονότα ως παραδεκτά και τα κατατεθέντα τεκμήρια, η κατηγορούσα αρχή φαίνεται να έκρινε ότι δε χρειαζόταν η πρόσθετη μαρτυρία της μητέρας του παραπονούμενου. Ο δε συνήγορος της υπεράσπισης δε ζήτησε όπως αυτή η μάρτυς της διατεθεί για οποιοδήποτε λόγο, ούτε ισχυρίστηκε είτε στο στάδιο εκείνο ότι η μαρτυρία της μάρτυρος εκείνης ήταν ουσιώδης ή χρήσιμη στην υπεράσπιση. Ενώπιόν μας δε, εισηγήθηκε ότι ήταν ουσιώδης η μαρτυρία της διότι σχετιζόταν με το θέμα της τοποθέτησης ή μη επιδέσμου στο χέρι του παραπονούμενου, τη σημασία του οποίου κρίναμε προηγουμένως.

Επομένως, δεν εντοπίζουμε τίποτε το μεμπτό στην ακολουθηθείσα διαδικασία.

Κάτω από τον επιμέρους λόγο έφεσης (θ), ο εφεσείων παραπονείται ότι, ενώ το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι ο εφεσείων είχε ισχυρό κίνητρο να χτυπήσει το γιο του, εν τούτοις δεν προβαίνει σε καμιά αναφορά στη θέση της υπεράσπισης ότι και ο παραπονούμενος είχε πιο ισχυρό κίνητρο να προβεί στην καταγγελία με υποκίνηση της μητέρας του, έτσι ώστε να ξεφύγει από τον πατρικό έλεγχο.

Σε σχέση με το θέμα τούτο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αναφορά στο κίνητρο το οποίο είχε ο εφεσείων να κτυπήσει τον παραπονούμενο, μετά που αξιολόγησε αρνητικά την ποιότητα της μαρτυρίας και την εν γένει αξιοπιστία του εφεσείοντα, και, αφού πρόσθεσε σ’ αυτά την αποτυχία του να πείσει το Δικαστήριο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο επεχείρησε απλά να προβεί σε νουθεσίες προς το παιδί του, εντοπίζοντας στη μαρτυρία του αντιφάσεις, μη λογικές εξηγήσεις και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς. Μέσα σ’ αυτό το συνολικό πλαίσιο [*647]ήταν που εντάχθηκε και το θέμα ύπαρξης κινήτρου, ως ένα παρεμφερές στοιχείο που δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί ώστε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία. Δεδομένου δε ότι το Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστο μάρτυρα τον εφεσείοντα και την εκδοχή του, δεν υπήρχε κανένας λόγος να αναφερθεί και σε ύπαρξη κινήτρου από πλευράς παραπονούμενου έναντι του εφεσείοντα.

Επί μέρους λόγος έφεσης (ι). Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρθηκε σε υποβολή του συνηγόρου υπεράσπισης προς τον παραπονούμενο, σύμφωνα με την οποία του είχε τηλεφωνήσει η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του και τον ρώτησε τι είχε το χέρι του και ήταν δεμένο με επίδεσμο, οπότε αυτός της δικαιολογήθηκε πως δεν είχε τίποτε το χέρι του, αλλά η μητέρα του ήθελε να του το τυλίξουν. Σχολιάζοντας την υποβολή, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ισχυρισμός τούτος τον οποίο ο παραπονούμενος δεν αποδέχτηκε, παρέμεινε αίολος, εφόσον η σύζυγος του εφεσείοντα δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δε χρειαζόταν όμως να μαρτυρήσει οτιδήποτε η νυν σύζυγος του εφεσείοντα, αφού επρόκειτο για υποβολή.

Αδυνατούμε να διακρίνουμε οποιοδήποτε έρεισμα στον επί μέρους τούτο λόγο έφεσης. Ασφαλώς και επρόκειτο για υποβολή του συνηγόρου η οποία από μόνη της δεν έχει καμιά αποδεικτική αξία, αφού δε συνιστά μαρτυρία. Μέσω μιας υποβολής προς ένα μάρτυρα, τίθεται απλά μια θέση ή ένας ισχυρισμός προς αυτόν, τον οποίο ο μάρτυρας μπορεί είτε να τον αποδεχτεί, οπότε τότε καθίσταται μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο το μάρτυρα, είτε να τον απορρίψει, οπότε αυτός παραμένει ένας απλός ισχυρισμός, ο οποίος αν δεν εμπεδωθεί αργότερα με άλλη μαρτυρία, ασφαλώς και θα παραμείνει μετέωρος. Στην προκείμενη περίπτωση, η υποβολή εκείνη απορρίφθηκε εμφαντικά από τον παραπονούμενο και αργότερα δεν προσήχθη μαρτυρία από το πρόσωπο που θα μπορούσε να δώσει τη σχετική με το θέμα μαρτυρία, οπότε πολύ ορθά σχολίασε το Δικαστήριο ότι παρέμεινε απλά μια μετέωρη υποβολή.

Επί μέρους λόγοι έφεσης (ια) – (ιγ) Κάτω από αυτούς τους επί μέρους λόγους έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει ισχυρισμούς ως προς την εκδοχή την οποία είχε προβάλει ο εφεσείων, σύμφωνα με την οποία η κάκωση στο δεξιό χέρι του παραπονούμενου είχε προκληθεί όχι από δική του ενέργεια, αλλά από τις δραστηριότητές του σε προσκοπική δραστηριότητα στην Πάφο. Είναι ο βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και εναπόθεσε στους ώμους του εφεσείοντα την υποχρέωση να αποδείξει την εκδοχή του και ότι απέ[*648]δωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσείων δεν κατάφερε να την αποδείξει.

Δε συμμεριζόμαστε αυτή τη θέση. Προσεκτική μελέτη της απόφασης αποκαλύπτει ότι η πορεία την οποία ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να αξιολογήσει την εκατέρωθεν δοθείσα μαρτυρία και τις προβληθείσες αντίθετες εκδοχές και, αφού έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής για τους λόγους τους οποίους εξήγησε, απέρριψε τη μαρτυρία του παραπονουμένου, περιλαμβανομένης και της υπό αναφορά εκδοχής του, εξηγώντας και πάλι τους λόγους.

Επί μέρους λόγος έφεσης (ιδ). Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά ή καθόλου όλα τα τεκμήρια που κατέθεσε ο εφεσείων και ιδιαίτερα τα τεκμήρια 4, 5 και 6, αλλά και την προφορική του μαρτυρία, από τα οποία αποδεικνύετο ότι ο παραπονούμενος και η μητέρα του είχαν ισχυρό κίνητρο να προβούν σε ψευδή καταγγελία κατά τον εφεσείοντα στην Αστυνομία.

Πιστεύουμε ότι αυτό το θέμα έχει καλυφθεί κατά την εξέταση προηγούμενων επί μέρους λόγων έφεσης, τα οποία αφορούσαν ζητήματα κρίσης ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων, και μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Γενικά και συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε ορθά και με πλήρη επάρκεια την προσαχθείσα ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε σε ευρήματα εύλογα επιτρεπτά υπό τις περιστάσεις και αποδίδοντας στο κάθε στοιχείο τη σημασία και βαρύτητα η οποία του άρμοζε. Η επέμβαση του Εφετείου θα εδικαιολογείτο μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης, δε συνείδαν με τη δοθείσα μαρτυρία ή συγκρούονταν με την κοινή λογική, πράγμα που εδώ δεν διακρίνουμε να έχει συμβεί. [Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220].

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο