Παρασκευάς Μιχάλης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 649

(2012) 2 ΑΑΔ 649

[*649]23 Οκτωβρίου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 3/2011)

 

Τροχαία αδικήματα – Υπέρβαση ορίου ταχύτητας – Απόρριψη έφεσης με την οποία αμφισβητούνταν τα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και την αξιολόγηση της μαρτυρίας – Ζητήματα που τέθηκαν κατ’ έφεση αναφορικά με τη λειτουργία και την ακρίβεια του ταχυμέτρου, δεν κατέστησαν επίδικα πρωτοδίκως από τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την καταδίκη του  σε κατηγορία οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος με ταχύτητα μεγαλύτερη του ορίου ταχύτητας, συγκεκριμένα με ταχύτητα 106 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω..

Υποστήριξε πρωτοδίκως ότι όντας πάντοτε νομοταγής, δεν υπερέβαινε το όριο ταχύτητας και ότι η ταχύτητά του ήταν ακριβώς 50 χ.α.ω. κατά το σχετικό χρόνο.

Εδόθη σχετική μαρτυρία πρωτοδίκως από αστυνομικό ο οποίος είχε λειτουργήσει τη συσκευή ταχυμέτρου και αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες αναφορικά με την  ακρίβεια του ταχυμέτρου που χρησιμοποίησε, τον τρόπο λειτουργίας του και τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων λειτουργίας του που έγιναν στην προκειμένη. Δεύτερος μάρτυρας για την Αστυνομία κατέθεσε επιστάτης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων ο οποίος αναφέρθηκε στον καθορισμό του ορίου ταχύτητα στο συγκεκριμένο δρόμο και στην ύπαρξη σχετικής πινακίδας στο οποίο αναγραφόταν.

Η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο σε αντίθεση με τη μαρτυρία των αστυνομικών που εκρίθη αξιόπιστη και  στη βάση της συνολικής αξιολόγησης της μαρτυρίας το Δικαστήριο [*650]καταδίκασε τον εφεσείοντα επιβάλλοντας ανάλογη ποινή. Αντικείμενο της έφεσης ήταν μόνο η καταδίκη.

Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.

β) Ο δεύτερος αστυνομικός, που συνόδευε τον πρώτο, δεν προσήλθε για να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και ούτε προσφέρθη στον εφεσείοντα για αντεξέταση έτσι που ο εφεσείων εστερήθη το δικαίωμα να έχει δίκαιη δίκη.

γ)  Δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

δ) Υπήρξε παράλειψη προσκόμισης πιστοποιητικού έγκρισης λειτουργίας του ταχυμέτρου, πιστοποιητικού διάρκειας της λειτουργίας του, ελέγχου όταν παρελήφθη από την αστυνομία και ελέγχου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο εξήγησε ως όφειλε τους λόγους για τους οποίους έλαβε την άποψη της μαρτυρίας την οποία έλαβε και όχι μόνο ως θέμα εντυπώσεων, όπως ο εφεσείων εισηγήθηκε, αλλά ως θέμα λογικής και συνέπειας της μαρτυρίας και προέβη σε εκτεταμένα σχόλια ώστε να εξηγήσει την κατάληξή του.

2.  Ο αστυνομικός ο οποίος δεν εκλήθη για μαρτυρία, ναι μεν ήταν παρών στο χώρο όπου έγινε ο έλεγχος αλλά ούτε καν στο κατηγορητήριο περιελήφθη, επειδή όπως εξηγήθηκε στη μαρτυρία, δεν είχε αναμιχθεί στον σχετικό έλεγχο. Πέραν τούτου, ο μάρτυρας αυτός, δεν εζητήθη από τον εφεσείοντα να παρουσιαστεί προς αντεξέταση αλλά ούτε και εκλήθη.

3.  Η περίπτωση δεν χωρούσε επέμβαση στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας.

4.  Το ένα συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η απόδειξη του ορίου ταχύτητας ώστε να προκύπτει υπέρβασή του η οποία και έγινε από το δεύτερο μάρτυρα ο οποίος εκρίθη αξιόπιστος και ο σχετικός λόγος έφεσης περί λανθασμένης αξιολόγησης είχε απορριφθεί.

5.  Η δε ιδιότητα του δεύτερου μάρτυρα απεδείχθη παρά την αντίθετη εισήγηση του εφεσείοντα. Του υποβλήθηκαν δε, ερωτήσεις πρωτο[*651]δίκως που δεν την αμφισβητούσαν, ενώ ουδεμία αντεξέταση υπήρξε από τον εφεσείοντα για τον καθορισμό του ορίου ταχύτητας.

6.  Παρά το ότι δεν ετέθη στο ορθό πλαίσιο, εξετάστηκε ως λόγος έφεσης το ευρύτερο θέμα που προβλήθηκε σε σχέση με την ακρίβεια του ταχυμέτρου.

7.  Αν ο εφεσείων επιθυμούσε να καταστήσει επίδικο θέμα την ακρίβεια της συσκευής του ταχυμέτρου και την ορθότητα της λειτουργίας της, όφειλε να το είχε πράξει κατά τη διάρκεια της ακρόασης και όχι να το θέσει εκ των υστέρων ως θέμα έφεσης.

8.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ορθά επί της μαρτυρίας την οποία είχε, που ήταν επαρκής για σκοπούς της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 24405/10), ημερομηνίας 22/12/2010.

Ο εφεσείων παρουσιάστηκε προσωπικά.

Μ. Πασιαρδή, για τη Δημοκρατία.

Ex tempore

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Δεν θα καλέσουμε την ευπαίδευτη συνήγορο για τη Δημοκρατία να αγορεύσει. Θεωρούμε ότι με όσα έχουν λεχθεί η έφεση είναι παντελώς χωρίς έρεισμα και εξηγούμε τους λόγους.

Ο εφεσείων κατεδικάσθη κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε κατηγορία οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος με ταχύτητα μεγαλύτερη του ορίου ταχύτητας, συγκεκριμένα με ταχύτητα 106 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω.. Αυτό ήταν στη Λεωφόρο Λεμεσού στην Επαρχία Λευκωσίας. Η μαρτυρία η οποία εδόθη προήλθε από τον αστυνομικό ο οποίος είχε λειτουργήσει τη συσκευή ταχυμέτρου από απόσταση 262.4 μέτρων και η οποία κατέδειξε τα 106 χιλιόμετρα την ώρα. Εξήγησε δε ο μάρτυς τις συνθήκες υπό τις οποίες προέβη στον έλεγχο της ταχύτητας που οδηγούσε ο εφεσείων, πέραν του ότι επρόκειτο για κατοικημένη περιοχή όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας είναι 50 [*652]χιλιόμετρα ανά ώρα και ότι υπήρχαν και άλλα οχήματα στο δρόμο κατά το σχετικό χρόνο. Ως προς την ακρίβεια του ταχυμέτρου που χρησιμοποίησε, ο μάρτυς ανέφερε ότι αυτό ελέγχεται τόσο πριν όσο και μετά από τη χρήση και ότι είχε προβεί στους απαιτούμενους ελέγχους πριν τη χρήση του τόσο στο χώρο της εργασίας πριν αναχωρήσει για περιπολία όσο και στον τόπο ελέγχου του ορίου ταχύτητας και ότι το ταχύμετρο λειτουργούσε κανονικά. Εξήγησε, μάλιστα, ότι ενεργοποίησε την οθόνη ελέγχοντας ότι εμφανίστηκε η ένδειξη που δήλωνε ότι βρίσκεται σε λειτουργήσιμη κατάσταση και ότι έκαμε και έλεγχο καλής λειτουργίας σε σχέση με την απόσταση από σταθερό σημείο. Η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο για  τους λόγους που εξηγήθησαν.

Ο άλλος μάρτυς της αστυνομίας ήταν ο επιστάτης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων ο οποίος έδωσε μαρτυρία που συνίστατο στο ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας είχε από το 1997 εγγράφως συγκατατεθεί στη μείωση του ορίου ταχύτητας από 65 χ.α.ω. που ήταν τότε σε 50 χ.α.ω. ώστε το επικρατούν ανώτατο όριο κατά το χρόνο του αδικήματος να ήταν 50 χ.α.ω. Αναφέρθη επίσης σε πινακίδα που αφορά το όριο ταχύτητας. Ο μάρτυρας αυτός έγινε δεκτός από το Δικαστήριο ως αξιόπιστος για λόγους, και πάλιν, που εξηγήθησαν.

Ο εφεσείων, ο οποίος είναι δικηγόρος, επέλεξε να δώσει βεβαίωση με μαρτυρία η ουσία της οποίας ήταν ότι ο ίδιος, όντας πάντοτε νομοταγής, δεν υπερέβαινε το όριο ταχύτητας και ότι η ταχύτητά του ήταν ακριβώς 50 χ.α.ω. κατά το σχετικό χρόνο.

Η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο και ήταν ακριβώς στη βάση της συνολικής αξιολόγησης της μαρτυρίας που το Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα επιβάλλοντας ανάλογη ποινή η οποία δεν είναι αντικείμενο της έφεσης.  Αντικείμενο της έφεσης είναι μόνο η καταδίκη. Ο εφεσείων παραπονείται, μεταξύ άλλων, για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ μέρους του Δικαστηρίου, η οποία ανάγεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και του ιδίου, αναφέροντας στους λόγους έφεσης λανθασμένα κριτήρια ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Η κατάληξή μας είναι ότι το Δικαστήριο εξήγησε ως όφειλε τους λόγους για τους οποίους έλαβε την άποψη της μαρτυρίας την οποία έλαβε και όχι μόνο ως θέμα εντυπώσεων, όπως ο εφεσείων εισηγείται, αλλά ως θέμα λογικής και συνέπειας της μαρτυρίας και προέβη σε εκτεταμένα σχόλια ώστε να εξηγήσει την κατάληξή του.

Έχοντας υπόψη και τη νομολογία η οποία αφορά τις δυνατό[*653]τητες παρέμβασης του εφετείου σε θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας, παρατηρούμε ότι αυτή όχι μόνο δεν είναι περίπτωση που θα μπορούσαμε να διανοηθούμε να παρέμβουμε αλλά είναι κλασσική περίπτωση που το Δικαστήριο φαίνεται να ενήργησε απόλυτα ορθά.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος έφεσης ο οποίος αφορά τη μαρτυρία, και αυτός στρέφεται προς το ότι δεύτερος αστυνομικός, που συνόδευε τον πρώτο που έδωσε μαρτυρία, δεν προσήλθε για να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και ούτε προσφέρθη στον εφεσείοντα για αντεξέταση ώστε να εστερήθη στον εφεσείοντα το δικαίωμα να έχει δίκαιη δίκη.

Να παρατηρήσουμε ότι ο αστυνομικός αυτός, ναι μεν ήταν παρών στο χώρο όπου εγίνετο ο έλεγχος αλλά ούτε καν στο κατηγορητήριο περιελήφθη για τον απλούστατο λόγο, όπως εξηγήθηκε στη μαρτυρία η οποία εδόθη, ότι δεν είχε αναμιχθεί στον έλεγχο του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και, μάλιστα, ήταν απασχολημένος κατά το σχετικό χρόνο με την καταγγελία άλλου οδηγού. Πέραν τούτου, που καταδεικνύει ότι δεν όφειλε καν να ήταν στο κατηγορητήριο ο μάρτυρας αυτός, δεν εζητήθη από τον εφεσείοντα να παρουσιαστεί ο μάρτυρας αυτός προς αντεξέταση ακόμα και στη βάση ότι θα μπορούσε να ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου αλλά ούτε και εκλήθη βεβαίως.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν παράπονα του εφεσείοντα για τη μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. Το ένα συστατικό στοιχείο, όπως εισηγείται, είναι βεβαίως η απόδειξη του ορίου ταχύτητας ώστε να προκύπτει υπέρβασή του. Η απόδειξη αυτή έγινε από το Μ.Κ.2 και οι εισηγήσεις του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να μην είχε γίνει πιστευτός αυτός ο μάρτυρας έχουν ήδη εξεταστεί στο στάδιο των λόγων έφεσης που αφορούσαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Εισηγήθηκε, όμως, ακόμα ο εφεσείων ότι ο μάρτυς αυτός θα έπρεπε να μην είχε γίνει δεκτός για  το λόγο ότι δεν απεδείχθη η ιδιότητά του, ως ανεφέρθη, ούτε απεδείχθη ότι είχε τη δυνατότητα να εκπροσωπεί τον Αρχηγό της Αστυνομίας. Ο μάρτυς, όμως, όχι μόνο κατέθεσε ότι ήταν επιστάτης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων όπου τα καθήκοντά του περιλαμβάνουν το θέμα του ορίου ταχύτητας, αλλά και προσκόμισε επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας με την οποία συγκατατίθετο στη μείωση του ορίου ταχύτητας και τον καθορισμό του στα 50 χ.α.ω.. Πρέπει να υποδείξουμε ότι ο εφεσείων στην αντεξέταση του μάρτυρος αυτού όχι μόνο δεν αμφισβήτησε ότι ήταν όντως υπεύθυνος για τους σκοπούς που αναφέρθησαν αλλά του υπέβαλε και ερώτηση η οποία απευθύνετο στο κατά πόσο ήταν υπεύθυνος για όλη την επαρχία Λευκωσίας ή όχι. Ως προς δε την αναφορά του μάρτυρος αυτού ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε συναινέσει με [*654]επιστολή για τον καθορισμό του ορίου σε 50 χ.α.ω., ουδεμία αντεξέταση υπήρξε από τον εφεσείοντα.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, ίχνος ερείσματος στο λόγο έφεσης που αφορά αυτό το μάρτυρα και την αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας του ως προς το συστατικό στοιχείο του ορίου ταχύτητας.

Οι άλλες αιτιάσεις του εφεσείοντα αφορούν την ακρίβεια του ταχυμέτρου που χρησιμοποιήθηκε ως πιστού στοιχείου μαρτυρίας που να καταδεικνύει τη δυνατότητα μέτρησης της ταχύτητας με την ασφάλεια που απαιτείται σε ποινική υπόθεση. Και συγκεκριμένα ο εφεσείων απευθύνεται στην παράλειψη προσκόμισης πιστοποιητικού έγκρισης λειτουργίας, πιστοποιητικού διάρκειας της λειτουργίας του, ελέγχου όταν παρελήφθη από την αστυνομία και ελέγχου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Βεβαίως, όλα αυτά δεν αφορούν συστατικά στοιχεία του αδικήματος αλλά αφορούν μάλλον την επάρκεια της μαρτυρίας ως ακριβούς μαρτυρίας και παρατηρήσαμε το γεγονός τούτο σε σχέση με το λόγο έφεσης ο οποίος απευθύνεται στο παράπονο ότι δεν απεδείχθησαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η ίδια η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας. Εν πάση περιπτώσει, προχωρήσαμε να εξετάσουμε και το ευρύτερο θέμα που προκύπτει σε σχέση με την ακρίβεια του ταχυμέτρου και παρατηρήσαμε ότι η μακρά αντεξέταση, στην οποία ο εφεσείων υπέβαλε το Μ.Κ.1, ουδόλως απευθύνεται στο θέμα αυτό, παρά μάλλον στις συνθήκες οδήγησης του εφεσείοντα, την παρουσία άλλων αυτοκινήτων στο δρόμο, και τις ενέργειες του αστυνομικού που αφορούν, ουσιαστικά, εντελώς διαφορετικά θέματα και τα οποία δεν είναι αντικείμενο της έφεσης. Αν ο εφεσείων επιθυμούσε να καταστήσει επίδικο θέμα την ακρίβεια της συσκευής του ταχυμέτρου και την ορθότητα της λειτουργίας της, όφειλε να το είχε πράξει κατά τη διάρκεια της ακρόασης και όχι να το θέσει εκ των υστέρων ως θέμα έφεσης. Το Δικαστήριο ενήργησε ορθά επί της μαρτυρίας την οποία είχε και η οποία ήταν επαρκής για σκοπούς της υπόθεσης. Ότι, δηλαδή, είχε υπάρξει έλεγχος, και μάλιστα διαφόρων μορφών, της συσκευής η οποία εχρησιμοποιήθη εις τρόπον ώστε να μην υπήρχε αμφιβολία για την ορθότητα της ένδειξης της και την εν γένει λειτουργία της και δεν είχε λόγο να επεκταθεί σε οτιδήποτε άλλο από όσα μας έχει αναφέρει ο εφεσείων, εφόσον εκείνα δεν κατέστησαν επίδικα θέματα και δεν επηρέαζαν την κατάληξή του περί ορθότητας και ακρίβειας της λειτουργίας της συσκευής.

Για τους λόγους, λοιπόν, αυτούς η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο