Vedat Huseyin ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 787

(2012) 2 ΑΑΔ 787

[*787]22 Νοεμβρίου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

HUSEYIN VEDAT,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 142/2012)

 

Ποινή ― Κλοπή ― Επικύρωση συντρεχουσών ποινών φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών για  κλοπή και τεσσάρων μηνών στην κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας ― Προηγούμενες καταδίκες και ύπαρξη άλλων υποθέσεων που ελήφθησαν υπόψη ― Πατέρας πέντε παιδιών ― Η ποινή δεν ήταν στο υψηλό επίπεδο και δεν ήταν έκδηλη υπερβολική ώστε να δικαιολογούσε παρέμβαση ― Τα περιθώρια επιείκειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχαν εξαντληθεί.

Ποινή ― Ο ρόλος του Εφετείου στο ύψος της ποινής ― Δεν είναι να κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, αλλά να εξετάζει αν εκείνη η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής  σε τρεις κατηγορίες αναφορικά με κλοπή ποσού €370, συνομωσία προς διάπραξη του εν λόγω αδικήματος, και παράνομη κατοχή περιουσίας σε σχέση με ποσό €955 το οποίο ανευρέθη στο πρόσωπο του και για το οποίο υπήρχε, σύμφωνα με την κατηγορία, εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε τεθεί Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, και στην επιμέτρηση της ποινής ελήφθησαν υπόψη όλες τις σχετικές παράμετροι περιλαμβανομένου ότι δεν υπήρξε οικονομική ζημιά στους παραπονούμενους, εφ’ όσον τα κλοπιμαία είχαν επιστραφεί, όπως και την παραδοχή του Εφεσείοντα.

Θεώρησε, εν τούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το αδίκημα [*788]της κλοπής καθίστατο σοβαρό, ως εκ του ότι, δεν υπήρχαν περιθώρια επιείκειας λόγω των προηγούμενων καταδικών του Εφεσείοντα.

Περαιτέρω ελήφθη υπόψη και άλλη υπόθεση σχετικά με κλοπή ποτών από υπεραγορά, στην οποία και πάλι ενεπλέκετο μαζί του ένα άλλο πρόσωπο.

Έγινε αναφορά κατά την παρουσίαση των γεγονότων σε προηγούμενες καταδίκες που είχε ο Εφεσείων εις βάρος του και συγκεκριμένα δύο καταδίκες τον Φεβρουάριο του 2009 για κλοπή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιολογείτο η επιβολή της ποινής φυλάκισης για το αδίκημα της κλοπής, την οποία και καθόρισε στους 18 μήνες. Επεβλήθη επίσης ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών στην κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, η οποία και θα συνέτρεχε με την κυρίως ποινή, ενώ στην κατηγορία της συνομωσίας δεν επεβλήθη ποινή.

Με την έφεση εναντίον της ποινής που προώθησε, υποστήριξε μεταξύ άλλων:

α) Ο εφεσείων είχε ευρείες οικογενειακές υποχρεώσεις προς τα πέντε παιδιά του. Ήταν ο μόνος εργαζόμενος και συντηρούσε τρεις οικογένειες.

β) Θα έπρεπε να του δοθεί η ευκαιρία, με ανάλογη μείωση της ποινής και ενδεχομένως αναστολή αυτής, λόγω της δυσχερούς θέσης στην οποία βρισκόταν και την οποία η μειωμένη ποινή θα απάμβλυνε.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί οποιοδήποτε έρεισμα στην έφεση που να δικαιολογούσε παρέμβαση του Εφετείου.

2.  Όσον αφορούσε στην προηγούμενη διαγωγή, όχι μόνο εκείνες οι δύο υποθέσεις έδειχναν ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση στην επιείκεια αυτή, αλλά και η σοβαρότερη υπόθεση του 2010 στην οποία επεβλήθη δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης, σαφώς περιόριζε ακόμα περαιτέρω τα περιθώρια επιείκειας που θα είχε το πρωτόδικο δικαστήριο.

3.  Και στις δύο προηγούμενες υποθέσεις είχαν ληφθεί υπόψη και άλλες υποθέσεις που αφορούσαν τον Εφεσείοντα, όπως ελήφθη υπόψη και άλλη υπόθεση στην προκειμένη περίπτωση.

[*789]4.      Οι προσωπικές περιστάσεις αυτές, στην έλλειψη άλλων στοιχείων τα οποία να τις υποστήριζαν δεν μπορούσαν από μόνες τους να καθορίσουν υπερβολικότητα της ποινής. Αυτά ήσαν δεδομένα τα οποία υπήρχαν και στο παρελθόν όταν επεβλήθησαν οι προηγούμενες ποινές.

5.  Η ανάγκη επιβολής ποινής αποτρεπτικής υπό τις περιστάσεις και ως εκ της ροπής η οποία φαινόταν να υπήρχε αλλά και ως εκ της έξαρσης των αδικημάτων αυτών, ήταν τέτοια που να αντιστάθμιζε τις προσωπικές περιστάσεις στις οποίες είχε γίνει αναφορά.

6.  Το γεγονός ότι τα κλαπέντα επεστράφησαν, δεν αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία με αναφορά στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων.

7.  Δεν υπήρχε διαπίστωση ότι η ποινή ήταν στο υψηλό επίπεδο και δεν ήταν έκδηλη υπερβολική ώστε να δικαιολογούσε παρέμβαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Γερολέμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3135/12), ημερομηνίας 6/6/2012.

Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Λ. Χατζηαθανασίου (κα), για την Εφεσίβλητη.

Ex tempore

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως τρεις κατηγορίες:- της κλοπής ποσού €370, της συνομωσίας προς διάπραξη του εν λόγω αδικήματος, εφ’ όσον στην κλοπή ενεπλέκετο και άλλο πρόσωπο, και της κατηγορίας της παράνομης κατοχής περιουσίας σε σχέση με ποσό €955 το οποίο ανευρέθη στο πρόσωπο του και για το οποίο υπήρχε, σύμφωνα με την κατηγο[*790]ρία, εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου, 2011.

Στις 13.9.2011 ο Εφεσείων μαζί με άλλο πρόσωπο επισκέφθηκαν την κάβα «Casa di Vino». Ενώ το άλλο πρόσωπο απασχολούσε την υπεύθυνη της κάβας, ο Εφεσείων έκλεψε από την ταμειακή μηχανή το ποσό των €370 και τράπηκε σε φυγή. Η υπεύθυνη του καταστήματος ακινητοποίησε το άλλο πρόσωπο το οποίο έδωσε στην Αστυνομία τα στοιχεία του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα.  Την επόμενη μέρα σε έλεγχο τροχαίας εντοπίστηκε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος, ο οποίος και συνελήφθη εφ’ όσον αναζητείτο.  Σε έρευνα βρέθηκε στην κατοχή του το ποσό των €955 σε χαρτονομίσματα.

Ο Εφεσείων παρεδέχθη ενοχή και στις τρεις κατηγορίες.

Στην επιμέτρηση της ποινής ελήφθη υπόψη και η υπόθεση αρ. 2996/2012 η οποία αναφέρετο σε κλοπή ποτών από υπεραγορά, στην οποία και πάλι ενεπλέκετο μαζί του ένα άλλο πρόσωπο.  Στην υπόθεση εκείνη, ο Εφεσείων στις 24.5.2012 είχε εντοπισθεί να τοποθετεί τα ποτά σε τσάντα του άλλου προσώπου και να εξέρχονται από την υπεραγορά χωρίς να τα πληρώσουν στο ταμείο. Εφ’ όσον τα κλοπιμαία βρέθησαν στη τσάντα του άλλου προσώπου, παρεδέχθησαν αμέσως ότι είχε διαπραχθεί η κλοπή από τους ίδιους. Το ποσό των €370 επεστράφη στους ιδιοκτήτες της κάβας, όπως επεστράφησαν και τα κλοπιμαία ποτά της υπόθεσης που ελήφθη υπόψη.

Έγινε αναφορά κατά την παρουσίαση των γεγονότων σε προηγούμενες καταδίκες που είχε ο Εφεσείων εις βάρος του και συγκεκριμένα δύο καταδίκες τον Φεβρουάριο του 2009 για κλοπή. Στην πρώτη επεβλήθη ποινή φυλάκισης τριών μηνών, ενώ στη δεύτερη επεβλήθη ποινή φυλάκισης τριών μηνών αφού ελήφθη υπόψη και μια άλλη υπόθεση, βαρύνετο και με τρίτη καταδίκη, τον Οκτώβριο του 2010 για απόπειρα διάρρηξης καταστήματος, στην οποία επεβλήθη ποινή δώδεκα μηνών φυλάκισης, αφού ελήφθησαν υπόψη άλλες δύο υποθέσεις. 

Το Δικαστήριο εξέτασε όλες τις παραμέτρους που ετέθησαν ενώπιον του και έκρινε ότι δικαιολογείτο η επιβολή της ποινής φυλάκισης για το αδίκημα της κλοπής, την οποία και καθόρισε στους 18 μήνες. Επεβλήθη επίσης ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών στην κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, η οποία και θα συνέτρεχε με την κυρίως ποινή, ενώ στην κατηγορία της [*791]συνομωσίας δεν επεβλήθη ποινή, αφού αυτή ουσιαστικά είχε εκδηλωθεί με την δεύτερη κατηγορία.

Ενώπιον του Δικαστηρίου είχε τεθεί Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που αφορούσε τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα, ηλικίας 41 ετών, ο οποίος επαγγέλλεται τον πελεκάνο, αλλά χωρίς μόνιμη εργασία και με απολαβές περιορισμένες, εις τρόπο ώστε να διαφαίνεται ότι έχει οικογενειακές υποχρεώσεις προκύπτουσες και από δύο προηγούμενους γάμους, ενώ τώρα συζεί με άλλη γυναίκα, από την οποία έχει το πέμπτο του παιδί.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έλαβε υπόψη του όλα αυτά και περαιτέρω ότι δεν υπήρξε οικονομική ζημιά στους παραπονούμενους, εφ’ όσον τα κλοπιμαία είχαν επιστραφεί, όπως και την παραδοχή του Εφεσείοντα. Θεώρησε, εν τούτοις, ότι το αδίκημα της κλοπής καθίστατο σοβαρό, ως εκ του ότι δεν υπήρχαν περιθώρια επιείκειας λόγω των προηγούμενων καταδικών του Εφεσείοντα.

Μια άλλη διάσταση αφορούσε το άλλο πρόσωπο με το οποίο είχε συνεργαστεί ο Εφεσείων προς διάπραξη της κλοπής και το οποίο δεν έχει καταδικαστεί ακόμα. Όπως μας ελέχθη, υπήρξε δίωξη εναντίον του άλλου, η οποία έχει αποσυρθεί λόγω του ότι δεν ανεβρέθη για σκοπούς επίδοσης της υπόθεσης. Η καταχώρηση της υπόθεσης εναντίον του άλλου αυτού προσώπου ήταν επίσης υπ’ όψη του ευπαίδευτου Δικαστή.

Η έφεση απευθύνεται κατά πρώτιστο λόγο στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα. Πέραν του γεγονότος ότι δεν υπήρξε οικονομική ζημιά σε οποιοδήποτε παραπονούμενο, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα τόνισε τις ευρείες οικογενειακές υποχρεώσεις του Εφεσείοντα προς τα πέντε παιδιά του και με αναφορά στο ότι είναι ο μόνος εργαζόμενος ο οποίος συντηρεί ουσιαστικά τρεις οικογένειες με αυτό τον τρόπο, και περαιτέρω το γεγονός ότι έχει και πολύ μικρό παιδί από τη συμβία του. Εδέχθη η ευπαίδευτη συνήγορος ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν επιτρέπουν περιθώρια επιείκειας, εισηγήθηκε όμως ότι η ευκαιρία που μπορεί να του δοθεί από το Δικαστήριο, με ανάλογη μείωση της ποινής και ενδεχομένως αναστολή αυτής, θα αντανακλούσε τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο Εφεσείων και την οποία η μειωμένη ποινή θα απάμβλυνε.

Έχουμε εξετάσει όλες τις παραμέτρους της έφεσης, με ιδιαίτερη βεβαίως κατεύθυνση στα λεχθέντα από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντος με αναφορά και στην υπόθεση Κωνσταντίνου [*792]ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583 στην οποία εβασίσθη για να στηρίξει τις εισηγήσεις της. Θα πρέπει να πούμε ευθέως ότι δεν μας είναι δυνατό να διαπιστώσουμε οποιοδήποτε έρεισμα στην έφεση που να δικαιολογούσε παρέμβαση μας στην προσέγγιση του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή. Ο ρόλος του Εφετείου δεν είναι να κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, αλλά να εξετάσει αν εκείνη η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ποινή που προβλέπεται από το Νόμο είναι εκείνη των τριών ετών. Οι ποινές που επιβλήθησαν στον Εφεσείοντα για κλοπή το 2009 των τριών μηνών, δικαιολογούσαν ενόψει της απουσίας οποιουδήποτε προηγούμενου την επιείκεια την οποία το Δικαστήριο διαθέτει προκειμένου περί προσώπου που δεν έχει προηγούμενο. Σήμερα όμως τα περιθώρια επιείκειας του Δικαστηρίου πρέπει να θεωρούνται ως εξαντληθέντα, όσον αφορά την προηγούμενη διαγωγή, εφ’ όσον όχι μόνο εκείνες οι δύο υποθέσεις δείχνουν ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση στην επιείκεια αυτή, αλλά και η άλλη και σοβαρότερη υπόθεση του 2010 στην οποία επεβλήθη δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης σαφώς περιορίζει ακόμα περαιτέρω τα περιθώρια επιείκειας που θα είχε το πρωτόδικο δικαστήριο. Παρατηρούμε μάλιστα ότι στις δύο προηγούμενες υποθέσεις είχαν ληφθεί υπόψη και άλλες υποθέσεις που αφορούσαν τον Εφεσείοντα, όπως ελήφθη υπόψη και άλλη υπόθεση στην προκειμένη περίπτωση. Από απόψεως λοιπόν προηγούμενων καταδικών, δεν θα μπορούσε να λεχθεί οτιδήποτε που να καθιστούσε την ποινή προδήλως υπερβολική. Η έμφαση που έχει δοθεί στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα έχει τη δική της αντίληψη βεβαίως, η οποία είναι και μια από τις παραμέτρους που διέπουν την άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου στον καθορισμό της ποινής. Όμως, οι προσωπικές περιστάσεις αυτές, στην έλλειψη άλλων στοιχείων τα οποία να τις υποστηρίζουν, δεν μπορούν από μόνες τους να καθορίσουν υπερβολικότητα της ποινής.  Αυτά ήσαν δεδομένα τα οποία υπήρχαν και στο παρελθόν όταν επιβλήθησαν οι προηγούμενες ποινές. Εξ άλλου, η ανάγκη επιβολής ποινής αποτρεπτικής υπό τις περιστάσεις και ως εκ της ροπής η οποία φαίνεται να υπάρχει αλλά και ως εκ της έξαρσης των αδικημάτων αυτών, είναι τέτοια που να αντισταθμίζει τις προσωπικές περιστάσεις στις οποίες έχει γίνει αναφορά.

Δεν υποτιμούμε το γεγονός ότι τα κλαπέντα επεστράφησαν, όμως αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία με αναφορά στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, εφ’ όσον στη μια περίπτωση ο Εφε[*793]σείων συνελήφθη επ’ αυτοφώρω και στην άλλη ήταν τυχαία που διελευκάνθη η υπόθεση όταν ερευνήθηκε. Δεν υπήρχε λοιπόν ούτε εκείνη η συνεργασία η οποία θα μπορούσε να αφήσει περαιτέρω περιθώρια επιείκειας στο Δικαστήριο με την έννοια της εξ ιδίων μεταμέλειας και απόλυτης συνεργασίας προς διαλεύκανση των αδικημάτων.

Ως προς το θέμα της μη τιμωρίας του συνενόχου του Εφεσείοντα, θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει εδώ οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους της Δημοκρατίας η οποία να την βαρύνει με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογείτο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν έχει επιβληθεί ποινή στο πρόσωπο με το οποίο ο Εφεσείων είχε συνεργαστεί. Έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει από τη Δημοκρατία και η υπόθεση δεν μπορεί να θεωρείται ακόμα, εν πάση περιπτώσει, ούτε ως κλειστή. 

Η υπόθεση Κωνσταντίνου, ανωτέρω, στην οποία έχει γίνει αναφορά από την ευπαίδευτο συνήγορο σαφώς διαφοροποιείται από την παρούσα, για λόγους που αναφέροντο τόσο στο νεαρό της ηλικίας όσο και στην έλλειψη προηγούμενων καταδικών αλλά και στη διαφοροποίηση των συνθηκών ζωής εν τω μεταξύ. Για τους ίδιους λόγους είναι που δεν θα θεωρούσαμε λανθασμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην διατάξει αναστολή της ποινής φυλάκισης την οποία επέβαλε, αφού ούτε το νεαρό της ηλικίας ούτε η απουσία προηγούμενων καταδικών ήσαν στοιχεία που θα μπορούσαν να υπήρχαν και να επηρέαζαν την επ’ αυτού κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή.

Στο σύνολο των πραγμάτων, και χωρίς να λέγουμε ότι η ποινή είναι στο υψηλό επίπεδο, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε έκδηλη υπερβολικότητα σε αυτή, ώστε να δικαιολογείται παρέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο