Παναγή Κούλλα Λοϊζίδου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2012) 2 ΑΑΔ 794

(2012) 2 ΑΑΔ 794

[*794]23 Νοεμβρίου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

ΚΟΥΛΛΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (Αρ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 4/2012)

 

Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή υπό αντιπροσώπου ― Άρθρα 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Συστατικά στοιχεία ― Επικύρωση καταδίκης και απόρριψη λόγων έφεσης αναφορικά με το χρόνο εξέτασης του mens rea ― Κατά πόσον υπήρχε ένοχη διάνοια έναντι του πραγματικού αντιπροσωπευομένου ― Το αδίκημα δεν συναρτάται με την είσπραξη των χρημάτων, κατά το χρόνο που ενεμπιστεύονται τα χρήματα, αλλά κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η ιδιοποίηση των χρημάτων.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη της σε κατηγορία κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, σε σχέση με χρηματικό ποσό £32.000.

Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο η εφεσείουσα η οποία διατηρούσε κτηματομεσιτικό γραφείο είχε λάβει χρηματικό ποσό £70.000 από παραπονούμενο για να το καταβάλει σε πωλήτρια από την οποία ο πρώτος, είχε αποφασίσει να αγοράσει ακίνητη ιδιοκτησία.

Η εφεσείουσα κατακράτησε το ποσό των £32.000, καταβάλλοντας μόνο τις £38.000 στην πωλήτρια ιδιοποιούμενη το υπόλοιπο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, προβαίνοντας σε αυτά τα ευρήματα και αντικρίζοντας αναλόγως τη μαρτυρία ούτως ώστε να αποδεχθεί τη μαρτυρία που εδόθη εναντίον της εφεσείουσας και να απορρίψει τη δική της, αποφάσισε ότι στη βάση των ευρημάτων του εδικαιολογείτο [*795]η κατάληξη ενοχής με αναφορά στα Άρθρα 255 και 270(β).

Όπως εκρίθη μεταξύ άλλων πρωτοδίκως, η εφεσείουσα ενεργούσε εκ μέρους και για λογαριασμό του μάρτυρα-παραπονούμενου και ως αντιπρόσωπός του.

Με την έφεση εναντίον της καταδίκης υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Το mens rea της εφεσείουσας θα έπρεπε να εξεταστεί κατά το χρόνο της είσπραξης των χρημάτων, και όχι αργότερα, ως εκείνος να ήταν ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος,

β) Εφόσον ο αντιπροσωπευόμενος από την εφεσείουσα ήταν η εταιρεία, και όχι το πρόσωπο που της παρέδωσε το ποσό, δεν υπήρχε ένοχη διάνοια έναντι του πραγματικού αντιπροσωπευομένου. Με αυτή την έννοια, απουσίαζε βασικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αφορούσαν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με τους λόγους της έφεσης δεν ήταν υπό αμφισβήτηση όπως δεν ήταν και η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής αυτής καθ’ εαυτής, με την έννοια δηλαδή του Άρθρου 255.

2.  Δεν υπήρχε οποιαδήποτε βάση όσον αφορούσε στην εισήγηση για έλλειψη mens rea κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.

3.  Το αδίκημα ήταν εκείνο της κλοπής και η κλοπή δεν συναρτάται με την είσπραξη των χρημάτων, όπως εισηγήθηκε η εφεσείουσα, κατά το χρόνο που της ενεπιστεύθησαν τα χρήματα, αλλά κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η ιδιοποίηση των χρημάτων, που οπωσδήποτε ήταν μεταγενέστερα και, ιδιαιτέρως, συναρτώμενος προς το γεγονός της καταβολής του μειωμένου ποσού προς την προτιθέμενη πωλήτρια του ακινήτου.

4.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης σχετικά με το Άρθρο 270, επηρεάζεται, αναλόγως του πράγματος το οποίο εκλάπη, όχι η ευθύνη η ίδια αλλά η ποινή η οποία μπορεί να επιβληθεί και η οποία είναι αυξημένη σε συνάρτηση με την ποινή η οποία επιβάλλεται για συνήθη κλοπή.

5.  Τα περαιτέρω, συστατικά στοιχεία, του αδικήματος του Άρθρου 270, το οποίο διαβάζεται πάντοτε μαζί με το Άρθρο 255, είναι (1) [*796]ότι η περιουσία πρέπει να εμπιστευθεί στον υπαίτιο (2) για ασφαλή φύλαξη, χρήση, πληρωμή ή παράδοση και (3) για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Είναι αδιάφορο, ως προς οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία, κατά πόσο η περιουσία έχει εμπιστευθεί από εκείνο ο οποίος προτίθεται να αγοράσει στο όνομά του το ακίνητο στην προκείμενη περίπτωση, ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το πρόσωπο το οποίο και ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας του, αφού η προϋπόθεση του εμπιστεύματος της περιουσίας είναι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένη.

6.  Η περαιτέρω προϋπόθεση, ότι είναι για ασφαλή φύλαξη, χρήση, πληρωμή ή παράδοση, επίσης ικανοποιείτο αφού τα χρήματα είχαν εμπιστευθεί για σκοπούς πληρωμής προς την προτιθέμενη πωλήτρια. Αυτό κάλυπτε και την περαιτέρω αναφορά του άρθρου «για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο».

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαδήμα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19383/09), ημερομηνίας 11/11/2011.

Ν. Παναγιώτου, για την Εφεσείουσα.

Ό. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ex tempore

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είχε αντιμετωπίσει κατηγορία κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, σε σχέση με χρηματικό ποσό £32.000. Όπως προέκυψε από τα γεγονότα τα οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο, ο N. Νεοφύτου, (Μ.Κ. 3) ασχολείτο με την αγορά γης και αγόραζε μέσω εταιρειών του κτήματα χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες της εφεσείουσας η οποία διατηρούσε κτηματομεσιτικό γραφείο. Εφόσον εκείνη του επρότεινε κάποιο συγκεκριμένο ακίνητο για αγορά, η συνήθεια ήταν να της δίδει χρήματα για να το κρατήσει ή για να το πληρώσει. Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η εφεσείουσα είχε συμφωνήσει με την ιδιοκτήτρια συγκεκριμένου ακινήτου για  την αγορά του για το ποσό των £66.000. Στη συνέχεια δε, όταν επικοινώνησε με το Νεοφύτου σε σχέση με το κτήμα αυτό, το ποσό το οποίο σε εκείνον είχε λεχθεί [*797]από την εφεσείουσα ότι εζητούσε η πωλήτρια για  την πώλησή του, ήταν το ποσό των £70.000. Ακολούθως, ο μάρτυρας παρέδωσε στην εφεσείουσα μια επιταγή της εταιρείας του για ποσό £84.100 την οποία και εξαργύρωσε η εφεσείουσα, με τις £70.000 να υπολογίζονται για την αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου ώστε να τις καταβάλει η εφεσείουσα στην πωλήτρια. Το υπόλοιπο ποσό αφορούσε άλλες εκκρεμότητες μεταξύ των δυο. Ήταν σε μεταγενέστερο στάδιο που, όπως διεπιστώθη, δεν έγινε η μεταβίβαση του ακινήτου και πληροφορήθηκε ο μάρτυρας ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε πάρει η υποτιθέμενη πωλήτρια το ποσό των £70.000 αλλά μόνο £38.000, εφόσον η εφεσείουσα είχε αναφέρει στην πωλήτρια ότι το υπόλοιπο ποσό θα εκρατείτο για φόρους και προμήθειες στη βάση, μάλιστα, ότι το τίμημα πώλησης θα ήταν £66.000 και όχι £70.000. Προέβη τότε ο μάρτυρας σε καταγγελία στην αστυνομία ως προς το υπόλοιπο ποσό των £32.000, το οποίο κατέβαλε στην εφεσείουσα και δεν κατεβλήθη στην προτιθέμενη πωλήτρια.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, προβαίνοντας σε αυτά τα ευρήματα και αντικρίζοντας αναλόγως τη μαρτυρία ούτως ώστε να αποδεχθεί τη μαρτυρία που εδόθη εναντίον της εφεσείουσας και να απορρίψει τη δική της, αποφάσισε ότι στη βάση των ευρημάτων του εδικαιολογείτο η κατάληξη ενοχής με αναφορά στα Άρθρα 255 και 270(β). Όπως το διατύπωσε το Δικαστήριο, η εφεσείουσα ενεργούσε εκ μέρους και για λογαριασμό του μάρτυρα και ως αντιπρόσωπός του και, στα πλαίσια της συνεργασίας που είχαν, έλαβε το ποσό των £70.000 και κατακράτησε το ποσό των £32.000, καταβάλλοντας μόνο τις £38.000 και ιδιοποιούμενη το υπόλοιπο.  Υπήρχε, λοιπόν, και πρόθεση δολιότητας, όπως είπε το Δικαστήριο, σε συνάρτηση και με το τίμημα πώλησης που είχε αναφέρει ως διαφορετικό.

Υπεβλήθη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία δεν συνάδει με τις λεπτομέρειες του αδικήματος στο κατηγορητήριο, αφού παραπονούμενος εφαίνετο να ήταν ο μάρτυς κατηγορίας Νεοφύτου, ενώ την αγορά θα έκανε η εταιρεία του. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την εισήγηση αυτή και υπέδειξε ότι εκείνος που είχε άμεση συνεργασία με την εφεσείουσα, και που της εμπιστεύθηκε το ποσό των £70.000 για να το καταβάλει ως τίμημα, ήταν ο ίδιος ο μάρτυρας κατηγορίας και όχι η εταιρεία και το γεγονός ότι η επιταγή έφερε ως εκδότη μια από τις εταιρείες του μάρτυρα δεν διαφοροποιούσε τα πράγματα.

Ενώπιόν μας ευρίσκεται η έφεση κατά της καταδίκης εφόσον κατά της ποινής έχει αποσυρθεί. Ως προς την έφεση για την κατα[*798]δίκη, ο πρώτος λόγος που αφορά συνταγματικότητα σε συνάρτηση με αποδοχή, όπως αναφέρεται, εξ ακοής μαρτυρίας δεν θα μας απασχολήσει, όπως ήδη υποδείξαμε, εφόσον δεν αναπτύσσεται δεόντως. Να σημειωθεί επ’ αυτού ότι η μόνη αναφορά που γίνεται στο Λόγο Έφεσης 1 είναι ότι το Άρθρο 24 του Περί Αποδείξεως Νόμου αντιβαίνει προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος και τις διατάξεις του Άρθρου 6 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Να σημειώσουμε ότι, κατά το στάδιο των οδηγιών, εδηλώθη ότι δεν θα καταχωρείτο διάγραμμα, εφόσον οι λόγοι έφεσης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εμπεριστατωμένοι ως ήσαν αναγραμμένοι στο εφετήριο και χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε άλλο να προστεθεί. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι καλά καθιερωμένη και καθαρή ότι θέματα που αφορούν συνταγματικότητα δεν εξετάζονται με τον τρόπο με τον οποίο συνοπτικά τίθενται εδώ.

Προχωρώντας στους Λόγους Έφεσης 2 και 3, που αφορούν την ουσία του πράγματος, πρέπει να  παρατηρήσουμε ευθύς εξ αρχής ότι οι λόγοι αυτοί δεν αφορούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν τη βάση της απόφασής του και την προσέγγισή του στη μαρτυρία. Αφορούν, αφενός μεν, την εισήγηση ότι το mens rea της εφεσείουσας θα έπρεπε να εξεταστεί κατά το χρόνο της είσπραξης των χρημάτων, και όχι αργότερα, ως εκείνος να ήταν ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος, και αφετέρου, την εισήγηση ότι εφόσον ο αντιπροσωπευόμενος από την εφεσείουσα ήταν η εταιρεία, και όχι ο Νεοφύτου, δεν υπήρχε ένοχη διάνοια έναντι του πραγματικού αντιπροσωπευομένου, ώστε να μπορούσε η εφεσείουσα να κριθεί ένοχη. Σε τέτοια περίπτωση η οποιαδήποτε πρόθεσή της θα εστρεφόταν προς την εταιρεία που της εμπιστεύθηκε τα χρήματα και όχι προς τον αντιπρόσωπο της εταιρείας, το μάρτυρα Νεοφύτου. Με αυτή την έννοια, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα, ελλείπει βασικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Υποδείξαμε ήδη ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αφορούσαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας με τους λόγους της έφεσης δεν είναι υπό αμφισβήτηση όπως δεν είναι και η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής αυτής καθ’ εαυτής, με την έννοια δηλαδή του Άρθρου 255. Το Άρθρο 270 δεν αφορά το αδίκημα της κλοπής αλλά μόνο την επέκτασή του σε σχέση με εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η κλοπή αφορά ένα από τα πράγματα τα οποία αναφέρονται στο Άρθρο 270. Τούτου λεχθέντος, θα εξετάσουμε περιορισμένα τους δυο λόγους έφεσης που εκτίθενται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, που αφορά στην εισήγηση για έλλει[*799]ψη mens rea κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος πρέπει να  πούμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε βάση για να γίνεται τέτοια εισήγηση. Το αδίκημα είναι εκείνο της κλοπής και η κλοπή δεν συναρτάται με την είσπραξη των χρημάτων, όπως εισηγείται η εφεσείουσα, κατά το χρόνο που της ενεπιστεύθησαν τα χρήματα, αλλά κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η ιδιοποίηση των χρημάτων, που οπωσδήποτε ήταν μεταγενέστερα και, ιδιαιτέρως, συναρτώμενος προς το γεγονός της καταβολής του μειωμένου ποσού προς την προτιθέμενη πωλήτρια του ακινήτου.

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο λόγο έφεσης. Αναφερόμεθα στο Άρθρο 270, το οποίο προνοεί ότι:

 

«Αν αυτό που κλάπηκε είναι ένα από τα ακόλουθα πράγματα, δηλαδή –

(α)   περιουσία που λήφθηκε από τον υπαίτιο με πληρεξουσιότητα για να τη διαθέσει·

(β)   περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο, είτε σε μόνο του, είτε μαζί με άλλο, για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωμή, ή παράδοση αυτής ή μέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο·

(γ)   περιουσία που λήφθηκε από τον υπαίτιο, είτε από μόνο του, είτε μαζί με άλλο εκ μέρους ή για λογαριασμό τρίτου·

(δ)   το προϊόν, ολόκληρο ή μέρος, αξιογράφου που λήφθηκε από τον υπαίτιο με εντολή όπως το προϊόν από αυτό να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε σκοπό ή να πληρωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο όπως ορίζεται στην εντολή·

(ε)   το προϊόν, ολόκληρο ή μέρος, το οποίο απορρέει από τη διάθεση περιουσίας, το οποίο λήφθηκε από τον υπαίτιο δυνάμει πληρεξουσιότητας για τέτοια διάθεση, εφόσον η πληρεξουσιότητα δόθηκε στον υπαίτιο με εντολή το πιο πάνω ποσό να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε σκοπό ή να πληρωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο όπως ορίζεται στην εντολή.,

ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων».

Επηρεάζεται, δηλαδή, αναλόγως του πράγματος το οποίο εκλάπη, όχι η ευθύνη η ίδια αλλά η ποινή η οποία μπορεί να επιβληθεί και η οποία είναι αυξημένη σε συνάρτηση με την ποινή η οποία επιβάλλεται για συνήθη κλοπή. Η συγκεκριμένη πρόνοια του Άρθρου 270 που περιελήφθη στο κατηγορητήριο ήταν εκείνη του Άρθρου 270(β) που αφορά «περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο … για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωμή, ή παράδοση αυ[*800]τής ή μέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο». Τα περαιτέρω, επομένως, συστατικά στοιχεία, να τα αποκαλέσουμε έτσι, του αδικήματος του Άρθρου 270, το οποίο διαβάζεται πάντοτε μαζί με το Άρθρο 255, είναι (1) ότι η περιουσία πρέπει να  εμπιστευθεί στον υπαίτιο (2) για ασφαλή φύλαξη, χρήση, πληρωμή ή παράδοση και (3) για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Είναι αδιάφορο, ως προς οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία, κατά πόσο η περιουσία έχει εμπιστευθεί από εκείνο ο οποίος προτίθεται να αγοράσει στο όνομά του το ακίνητο στην προκείμενη περίπτωση, ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως ο Νεοφύτου ο οποίος και ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας του, αφού η προϋπόθεση του εμπιστεύματος της περιουσίας είναι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένη. Η περαιτέρω προϋπόθεση, ότι είναι για ασφαλή φύλαξη, χρήση, πληρωμή ή παράδοση, επίσης ικανοποιείτο αφού τα χρήματα είχαν εμπιστευθεί για σκοπούς πληρωμής προς την προτιθέμενη πωλήτρια. Αυτό καλύπτει και την περαιτέρω αναφορά του άρθρου «για  οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο» που, ασφαλώς, και πάλιν αφορούσε την πληρωμή των χρημάτων, ολόκληρου δηλαδή του ποσού των £70.000, στην προτιθέμενη πωλήτρια. Να υπογραμμίσουμε και πάλιν ότι επίδικο θέμα στην έφεση δεν συνιστά οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή το ποσό που θα επληρώνετο στην προτιθέμενη πωλήτρια ήταν μικρότερο, παρά μόνο τα θέματα που έχουν εγερθεί με το λόγο έφεσης ο οποίος εξετάζεται. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να διαπιστώσουμε έρεισμα ούτε σ’ αυτό το λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα η έφεση κατά της καταδίκης να απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο