Καΐκη Βαρνάβας ν. Kombos Investments Ltd και άλλων (2012) 2 ΑΑΔ 835

(2012) 2 ΑΑΔ 835

[*835]7 Δεκεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΪΚΗ,

Εφεσείων,

v.

1. KOMBOS INVESTMENTS LTD,

2. ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΜΠΟΥ,

3. ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΜΠΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2011)

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα ― Άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απαλλάχθηκαν οι κατηγορούμενοι κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην προκειμένη, η παρουσίαση  της επιταγής στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε, απαραίτητο συστατικό στοιχείο του κατ’ ισχυρισμό αδικήματος.

Ο εφεσείων κατήγορος κατά την πρωτόδικη διαδικασία, αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία οι εφεσίβλητοι 2 απαλλάχθηκαν κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο από την κατηγορία για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορούμενους-εφεσίβλητους αφού έκρινε ότι, από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είχε αποδειχθεί (α) η οντότητα της κατηγορούμενης 1 εταιρείας-εφεσίβλητης 1, ως νομικού  προσώπου, (β) η οποιαδήποτε σχέση μεταξύ κατηγορούμενης 1- εφεσίβλητης 1 και κατηγορούμενου 2-εφεσίβλητου 2 και (γ) η παρουσίαση της προαναφερόμενης επιταγής, στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και εσφαλμένα κατέληξε στα εφεσιβληθέντα συμπεράσματα.

[*836]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Με τη μαρτυρία που δόθηκε δεν αποδείχθηκε παρουσίαση της επιταγής στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε και επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, στο στάδιο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των εφεσιβλήτων, απουσίαζε αναγκαίο συστατικό στοιχείο του κατ’ ισχυρισμό αδικήματος, του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα.

2.  Η πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή και ως προς το ότι δεν αποδείχθηκε η σχέση του εφεσίβλητου 2 με την εφεσίβλητη 1 και η συνέργεια του στη διάπραξη του κατ’ ισχυρισμό αδικήματος.

3.  Παρόλο που στο κατηγορητήριο αναφερόταν και το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και παρόλο που έγινε παραδεκτό ότι την προαναφερόμενη επιταγή την είχε υπογράψει ο κατηγορούμενος 2-εφεσίβλητος 2, εκ μέρους της κατηγορούμενης 1-εφεσίβλητης 1 εταιρείας, δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε πέραν τούτου και ειδικά δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν αξιωματούχος της εφεσίβλητης 1 ή ότι συνέργησε, με οποιοδήποτε τρόπο, στη διάπραξη ποινικού αδικήματος, εκ μέρους της εφεσίβλητης 1.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Μουγή, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5331/10), ημερομηνίας 16/5/2011.

Δ. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. Adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι κατηγορούμενοι-εφεσίβλητοι 1 και 2 αντιμετώπισαν κατηγορία για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Την ίδια κατηγορία αντιμετώπιζε και η πρώην τρίτη κατηγορούμενη εναντίον της οποίας [*837]όμως η κατηγορία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος οι εφεσίβλητοι-κατηγορούμενοι 1 και 2, στις 30.7.2009 εξέδωσαν προς τον εφεσείοντα (κατήγορο) συγκεκριμένη επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς για το ποσό των €30.000.-, η οποία κατά ή περί την 30.7.2009, ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, παρουσιάστηκε προς πληρωμή, στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν εξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίαση της για πληρωμή, στην Τράπεζα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορούμενους-εφεσίβλητους από την προαναφερόμενη κατηγορία, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υποθέσεως. Αφού αναφέρθηκε στο Άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 έκρινε ότι, από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είχε αποδειχθεί (α) η ύπαρξη, δηλαδή η οντότητα της κατηγορούμενης 1 εταιρείας-εφεσίβλητης 1, ως νομικού προσώπου, (β) η οποιαδήποτε σχέση μεταξύ κατηγορούμενης 1-εφεσίβλητης 1 και κατηγορούμενου 2-εφεσίβλητου 2 και (γ) η παρουσίαση της προαναφερόμενης επιταγής, στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να αθωώσει και να απαλλάξει τους εφεσίβλητους 1 και 2 στο προαναφερόμενο στάδιο. Είναι θέση του εφεσείοντα-κατήγορου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και εσφαλμένα κατέληξε στα προαναφερόμενα τρία συμπεράσματα. Στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, ως νομικό πρόσωπο. Παρέμειναν επομένως τα άλλα δύο σημεία της έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε (α) η σχέση του εφεσίβλητου 2 με την εφεσίβλητη 1, και (β) η παρουσίαση της επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε.

Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ορθά, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την παρουσίαση της προαναφερόμενης συγκεκριμένης επιταγής στην τράπεζα, επί της οποίας εκδόθηκε, δηλαδή στην Τράπεζα Πειραιώς. Επί της επιταγής υπάρχουν δύο σφραγίδες, μια ημερομηνίας 10.9.2009 στην οποίαν ανα[*838]γράφεται «ΣΠΕ Σωτήρας» (που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρουσίαση στην Τράπεζα Πειραιώς) και μια δεύτερη σφραγίδα με την ένδειξη «Αποταθείτε στον εκδότη. Ανεπαρκή υπόλοιπα» με ημερομηνία 11.9.2009 και μια υπογραφή, χωρίς όμως μαρτυρία, από πού προήλθε αυτή η σφραγίδα και η υπογραφή, όπως εύστοχα παρατήρησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής.

Στη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η προαναφερόμενη επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς ημερ. 30.7.2009, με αριθμό 10132592 κατατέθηκε και σημειώθηκε ως τεκμήριο 1. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, όταν ο εφεσείων έδιδε ένορκη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, τον ρώτησε σχετικά: «Την επιταγή αυτή, κ. Βαρνάβα, αντιλαμβάνομαι την εκάμετε κατάθεση στην τράπεζα, έτσι;» και η απάντηση του μάρτυρα ήταν: «Μάλιστα». Όταν έδιδε μαρτυρία η Μ.Κ. 2 Μαργαρίτα Χατζηανδρέου, υπάλληλος στην Τράπεζα Πειραιώς στο Παραλίμνι, δεν της υποβλήθηκε οποιαδήποτε ερώτηση αναφορικά με κατάθεση της προαναφερόμενης επιταγής στην τράπεζα στην οποία εργάζεται.

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ανέλυσε το Άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα και ορθά εφάρμοσε το νόμο επί των γεγονότων. Στο προαναφερόμενο άρθρο προνοείται, ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, που δημιουργείται με το προαναφερόμενο άρθρο, ότι η επιταγή θα πρέπει να παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση με τη μαρτυρία  που δόθηκε δεν αποδείχθηκε τέτοια παρουσίαση και επομένως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, στο στάδιο της απόδειξης, εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εναντίον των εφεσιβλήτων, απουσίαζε αναγκαίο συστατικό στοιχείο του κατ’ ισχυρισμό αδικήματος, του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα.

Ενόψει της προαναφερόμενης διαπίστωσης, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση είναι ορθή και θα πρέπει να επιβεβαιωθεί, καθιστώντας έτσι την εξέταση του άλλου λόγου έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η σχέση του εφεσίβλητου 2 με την εφεσίβλητη 1 και η συνέργεια του στη διάπραξη του κατ’ ισχυρισμό αδικήματος, αχρείαστη.  Όμως και επ’ αυτού του σημείου θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Παρόλο που στο κατηγορητήριο αναφερόταν και το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και παρόλο που έγινε παραδεκτό ότι την προαναφερόμενη επιταγή την είχε υπογράψει ο κατηγορούμενος 2-εφεσίβλητος 2, εκ μέρους της κατηγορούμενης 1-εφεσίβλητης 1 εταιρείας, δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε πέ[*839]ραν τούτου και ειδικά δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν αξιωματούχος της εφεσίβλητης 1 ή ότι συνήργησε, με οποιοδήποτε τρόπο, στη διάπραξη ποινικού αδικήματος, εκ μέρους της εφεσίβλητης 1.

Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για  έγκριση από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο